Book review, movie criticism

Saturday, September 22, 2012

David Wnendt, Die Kriegerin



David Wnendt, Die Kriegerin, Η γυναίκα-πολεμιστής, Combat girls (2011).

  Κάνω ξανά ανάρτηση για ταινία που δεν σκόπευα να αναρτήσω. Έχω και πάλι το λόγο μου.
  Η προηγούμενη ανάρτησή μου ήταν για την ταινία του Ulrich Edel, Christiane F. - Wir Kinder vom Bahnhof Zoo, Χριστιάνα Φ. –Εμείς τα παιδιά του σταθμού του ζωολογικού κήπου. Γυρισμένη το 1981 ήταν στον απόηχο του κινήματος των χίπις, του Γούντστοκ και των ναρκωτικών σαν μορφή αμφισβήτησης. Τώρα η Γερμανία έχει ένα μεγαλύτερο πρόβλημα από τα ναρκωτικά, την άνοδο του νεοναζιστικού κινήματος. Αυτό είναι το θέμα της ταινίας. Ένας παππούς κλωτσάει την έγκυο κόρη του και τη διώχνει από το σπίτι (αυτό το μαθαίνουμε αργότερα). Ήταν λέει στρατιώτης στον πόλεμο, αλλά μάλλον ήταν SS. Τώρα πώς τα ξαναφτιάχνει με την κόρη του, και πώς γίνεται κώλος και βρακί με την εγγονή του που λίγο έλειψε να μην έλθει σ’ αυτό τον κόσμο εξαιτίας της κλωτσιάς, αυτό η ταινία δεν μας το λέει. Πάντως η κόρη του αρνείται να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο όπου περνάει τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Τη ζημιά όμως την έχει κάνει. Έχει μπολιάσει την εγγονή του με τις ναζιστικές ιδέες, με αποτέλεσμα να μπλεχτεί σε μια νεοναζιστική οργάνωση. Όμως ο ψυχισμός της είναι ακόμη αγνός, και βοηθάει έναν νεαρό λαθρομετανάστη να φύγει από τη Γερμανία για τη Σουηδία που είναι ο θείος του. Τσακώνεται και με τον ναζί φίλο της. Στο τέλος, για να μην πούμε όλη την ιστορία, πρέπει να τη δείτε, είναι πολύ καλή και επίκαιρη και για μας, ο τέως φίλος της τη σκοτώνει· για να επιβεβαιωθεί η παροιμία «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες».
  Θα μου πείτε, γιατί δυο γερμανικά έργα στη συνέχεια (υπάρχει και τρίτο, «Το τούνελ», για το οποίο όμως δεν έκανα ανάρτηση).
  Είχα να διαβάσω γερμανικό βιβλίο κάπου 20 χρόνια, από τότε που χρειαζόμουν τα γερμανικά για την εκπόνηση του διδακτορικού μου. Δεν είμαι σίγουρος γιατί, μάλλον όμως η Κατοχή, είχα μια έμφυτη απέχθεια για τη γλώσσα και τους ανθρώπους. Ντρεπόμουνα γι’ αυτό, αλλά τα αισθήματα δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε. Μετά που ήλθε η Μέρκελ και το Focus ένοιωθα τα αισθήματα αυτά να δικαιώνονται. Όμως και πάλι αισθανόμουν πώς δεν είναι σωστό, και αποφάσισα να ξαναασχοληθώ λίγο με τη γλώσσα διαβάζοντας ένα γερμανικό βιβλίο-θα κάνω ανάρτηση γι’ αυτό μόλις το τελειώσω. Και επί τη ευκαιρία είπα να δω και κάποιες γερμανικές ταινίες που είχα.

Friday, September 21, 2012

Ulrich Edel, Christiane F. - Wir Kinder vom Bahnhof Zoo



Ulrich Edel, Christiane F. - Wir Kinder vom Bahnhof Zoo, Χριστιάνα Φ. Εμείς τα παιδιά του σταθμού του ζωολογικού κήπου (1981)


  Δεν είχα σκοπό να κάνω ιδιαίτερη ανάρτηση γι’ αυτή την ταινία, αλλά βλέποντάς τη άλλαξα γνώμη. Είναι μια ταινία βασισμένη σε μια πραγματική ιστορία (η βικιπαίδεια δίνει αρκετές λεπτομέρειες). Δείχνει τη διαδρομή από την παραβατικότητα στα ναρκωτικά και από τα ναρκωτικά στην πορνεία, με τελική κατάληξη το θάνατο. Τρία από τα πρόσωπα της ταινίας πεθαίνουν τελικά. Η ηρωίδα-αφηγήτρια τη γλιτώνει. Οι σκηνές με το στερητικό σύνδρομο της κοπέλας και του νεαρού, στην προσπάθειά τους να κόψουν τα ναρκωτικά, είναι φρικιαστικές, και με τη μεγάλη διάρκειά τους καρφώνονται στη μνήμη. Πρέπει όλοι οι νέοι να δουν αυτή την ταινία, ώστε αυτοί που φλερτάρουν με τα ναρκωτικά να εγκαταλείψουν την ιδέα, και εκείνοι που ήδη έχουν γίνει χρήστες να προσπαθήσουν να τα σταματήσουν.

Thursday, September 20, 2012

Του τάφου, 30η ιστορία, Το σακάκι



Του τάφου, 30η ιστορία, Το σακάκι

  Χθες ήμουν συντονιστής σε μια βιβλιοπαρουσίαση των εκδόσεων ΑΛΔΕ, στο Ζάππειο, στην έκθεση βιβλίου (19-9-2012). Καθόμουν στο πάνελ όταν κτύπησε το κινητό μου που είχα ξεχάσει να απενεργοποιήσω. Ευτυχώς δεν μιλούσα εκείνη τη στιγμή. Το έκλεισα βιαστικά. Μόλις τέλειωσε η εκδήλωση πήρα τηλέφωνο τον ξάδελφό μου, τον Γιώργη τον Τζανετάκη, που με είχε καλέσει. Ήθελε να μου πει ιστορίες του τάφου. Κανονίσαμε να τον πάρω τηλέφωνο την επομένη, δηλαδή σήμερα, να μου τις πει.
  Και μου τις είπε.
  Βρισκόταν σε μια παρέα χθες βράδυ στην πλατεία του χωριού, και ένας χωριανός μας, ο Μανώλης ο Κοκκινάκης, είπε δυο ιστορίες. Όμως η μία μόνο είναι χιουμοριστική, και γι’ αυτό θα την αφήσω τελευταία. Θα ξεκινήσω με την πρώτη.
  Η ιστορία διαδραματίστηκε πριν πολλά χρόνια στο Ηράκλειο. Μάλιστα την έγραψε και μια εφημερίδα.
  Ένας ανθυπολοχαγός πηγαίνει σε ένα χορό. Ξεχωρίζει μια ωραία κοπέλα που φαίνεται ασυνόδευτη. Χορεύει σχεδόν όλο το βράδυ μαζί της. Του αρέσει πολύ, νοιώθει ψιλοερωτευμένος μαζί της.
  Κάποια στιγμή η χοροεσπερίδα τελειώνει. Η κοπέλα πρέπει να πάει σπίτι της. Προθυμοποιείται να τη συνοδεύσει. Και τη συνοδεύει. Κατά τα φαινόμενα, άρεσε και αυτός στην κοπέλα.
  Έξω κάνει κρύο. Η κοπέλα είναι ντυμένη ελαφριά. Ο ανθυπολοχαγός, σαν γνήσιος ιππότης, βγάζει το σακάκι του και της το ρίχνει στους ώμους. Όχι όμως και χωρίς κάποια υστεροβουλία. Θέλει να την ξαναδεί. Έτσι, όταν φτάνουν σπίτι της, «ξεχνάει» να της το ζητήσει. Πιθανότατα και αυτή «ξεχνάει» να του το επιστρέψει. 
  Την επομένη πηγαίνει στο σπίτι της. Κτυπάει την πόρτα. Του ανοίγει μια ηλικιωμένη γυναίκα. Ζητάει την… Αυτή τον κοιτάζει περίεργα. –Καλά, πού την ξέρεις; τον ρωτάει. -Ήμασταν μαζί χθες βράδυ στη χοροεσπερίδα, απαντάει αυτός. Όταν τέλειωσε ο χορός τη συνόδευσα μέχρι εδώ. Της έριξα μάλιστα το σακάκι μου στους ώμους της για να μην κρυώνει, και ήλθα τώρα να το πάρω.
  Η γυναίκα αυτή, με την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, του λέει να περάσει μέσα. Την ακολουθεί στο σαλόνι, όπου βλέπει μια μεγάλη φωτογραφία της κοπέλας κρεμασμένη στον τοίχο. –Είναι κόρη σας; τη ρωτάει. –Ναι, του απαντάει αυτή, και είναι τρία χρόνια πεθαμένη.
  Η έκπληξή του ήταν μεγαλύτερη από την έκπληξη τη δική της, όταν της είπε ότι ήσαν μαζί χθες βράδυ στο χορό. –Δεν με πιστεύεις; συνεχίζει αυτή. Πάμε στο νεκροταφείο και θα δεις.
  Πηγαίνουν στο νεκροταφείο. Από μακριά, πάνω σε ένα τάφο, διακρίνει το σακάκι του. Και όταν έφτασαν κοντά είδε και τη φωτογραφία της, δίπλα στο καντήλι και το θυμιατό.
  Για όσους πιστεύουν στα φαντάσματα, προφανώς ο ανθυπολοχαγός αυτός στο χορό συνάντησε το φάντασμα της κοπέλας. Όσοι δεν πιστεύουν, μπορούν να φανταστούν το παρακάτω σενάριο: κάνοντας μια επίσκεψη στο νεκροταφείο, στον τάφο κάποιου προσφιλούς του προσώπου, είδε τη φωτογραφία αυτής της όμορφης κοπέλας σε κάποιο γειτονικό τάφο. Μαγεύτηκε από την ομορφιά της, έψαξε και βρήκε τη διεύθυνση του σπιτιού της, και επινόησε αυτή την ιστορία. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε και άλλα σενάρια.
  Δεν θέλω να προκρίνω καμιά από τις δυο εκδοχές, και προχωρώ αμέσως στην επόμενη ιστορία. Μια ιστορία που είναι η αντιστροφή της 4ης ιστορίας «Του τάφου» που έχει τον τίτλο «Καλημέρα».
  Η Καλλιόπη του Κοκκινάκη, η μητέρα του Μανώλη, πηγαίνει μια μέρα σε ένα χωράφι τους. Όμως ας μην πούμε ότι πήγε και αυτή να βοσκήσει την κατσίκα της. Για ποιο λόγο πήγε δεν ξέρουμε, και εξάλλου δεν έχει σημασία. Είχε παρέα και μια χωριανή.
  Το χωράφι ήταν ακριβώς πίσω από το νεκροταφείο, το καινούριο νεκροταφείο στο «Μυζηθρά», που όπως έγραψα σε προηγούμενη ιστορία φτιάχτηκε κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Την προηγούμενη μέρα είχαν θάψει την Κατίνα, την πεθερά του Μανόλη του Χατζάκη. Η Κατίνα ήταν ο πρώτος νεκρός που θάφτηκε σ’ αυτό το νεκροταφείο.
  Ο Μανώλης ήταν καφετζής. Στο καφενείο του πήγαινε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός, και με έπαιρνε συχνά μαζί του. Αυτός έπινε καφέ και εγώ έτρωγα ένα «υποβρύχιο», ένα κουταλάκι με βανίλια βουτηγμένο σε ένα ποτήρι νερό.
  Η Καλλιόπη κάποια στιγμή αναστενάζει και λέει: -Αχ βρε Κατίνα, τι είμαστε στη ζωή; Τίποτα δεν είμαστε. –Έτσι είναι που τα λες Καλλιόπη, τίποτα δεν είμαστε, της απιλογάται μια ανδρική φωνή μέσα από το νεκροταφείο. Να ακούσει τη φωνή αυτή η Καλλιόπη, βγάζει μια κραυγή, «Παναγία μου», και πέφτει κάτω λιπόθυμη. –Βοήθεια και ελιγώθηκε η Καλλιόπη, σύρνει φωνή η χωριανή που τη συνόδευε.
  Ένας Γράσσος από το Πάνω Χωριό, που ο Γιώργης δεν ήξερε να μου πει το μικρό του όνομα, έφτιαχνε τάφους στο νεκροταφείο. Εκείνη την ώρα ήταν εκεί και δούλευε. Αυτός ήταν που απιλογήθηκε της Καλλιόπης. Ακούγοντας τις φωνές κατάλαβε τι είχε συμβεί. Αρπάζει το παγούρι με το νερό που είχε πάντα μαζί του και τρέχει έξω. Βρίσκει πεσμένη κάτω την Καλλιόπη, και χύνει στο πρόσωπό της νερό να την ξελιγώσει.
  Με τα πολλά ξελιγώθηκε η Καλλιόπη.
  Πολλοί άκουσαν την ιστορία της. Από αυτούς πολλοί έχουν πεθάνει, και από αυτούς που είναι ακόμη ζωντανοί πολλοί θα την έχουν ξεχάσει. Όχι όμως και ο γιος της ο Μανώλης, που τη διηγήθηκε χθες βράδυ στον ξάδελφό μου.

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 21η Ιστορία, Η ρακή



Κατωχωρίτικες ιστορίες, 21η Ιστορία, Η ρακή

  Το παρακάτω κείμενο είναι προϊόν μιας αλυσίδας συνειρμών.
  Πριν λίγο έκανα την εξής ανάρτηση στο facebook στην οποία ανέφερα τον Διαλλινομιχάλη.    
  «Η μητέρα της φίλης μου της Ελένης Ροβυθάκη, βλέποντάς την για πολλοστή φορά να ξεκαρδίζεται στα γέλια διαβάζοντας κάτι στο διαδίκτυο, σχολιάζει για το λάπτοπ. “Αυτό παιδί μου το βγόδωμα φαίνεται ότι είναι καλύτερο κι από αυτό που έχει ο άντρας στο παντελόνι του”.
  Και θυμήθηκα τη μαντινιάδα που είπε ο Διαλλινομιχάλης (Καπετάν Καζάνης, Κριτσοτοπούλα) σε μια έγκυο. “Να ζήσεις και να χαίρεσαι την οικογένειά σου/μα πλειο πολύ το 'βγόδωμα πού 'πρηξε την κοιλιά σου!”».
   Και γράφοντας τα παραπάνω θυμήθηκα επίσης κάποιους στίχους από το ποίημά του, «Η Κριτσοτοπούλα» (1912), όπου συγκρίνοντας την παλιά εποχή με την καινούρια έγραφε για τους νέους:
  «Τότε διασκεδάζανε στους καθαρούς αέρες
και πίναν άδολα πιοτά, σπανίως και καφέδες
και τώρα στο καφέ-σαντάν με κάτι μπιραριέρες,
πίνωμεν σπίρτα της Φραγκιάς, ψεύτικες μπουρδελέδες».
(Το ποίημα το είχα αγοράσει πολυγραφημένο από ένα βιβλιοπωλείο στην Νεάπολη, από όπου κατάγεται ο Μιχάλης Διαλλινάς, τότε που έγραφα το βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας», το 1980. Το έδωσα πριν λίγα χρόνια στο φίλο μου τον Πάτροκλο τον Χατζηαλεξάνδρου, ο οποίος το πληκτρολόγησε και το ανάρτησε στο λογοτεχνικό του ιστολόγιο «Περι-γραφής». Από εκεί παίρνω τους στίχους).
  Σημειώνω: «σπανίως καφέδες», και «μπιραριέρες», δηλαδή μπύρες. Όταν μιλάει για άδολα ποτά ο Διαλλινομιχάλης δεν αναφέρεται ρητά στη ρακή, αλλά αυτήν εννοεί, καθώς και το κρασί, το οποίο όμως ενδέχεται να μην είναι ντόπιο.
  Το έχω πει σε φίλους, ας το γράψω και εδώ.
  Γυρνώντας από την ξαδέλφη μου τη Μαρίκα που μου είχε κάνει το τραπέζι, σταματάω στην πλατεία, για πρώτη φορά μεσημεριάτικα αυτό το καλοκαίρι. Κάθομαι στο καφενείο και λέω «Δεν πίνω κανένα καραφάκι ρακή;»
  Και ήπια.
  Κανένα πρόβλημα με το στομάχι μου, παρά τα πέντε επιπλέον πιατάκια με τους μεζέδες.
  Την επομένη είπα να πιω μπύρα. Τα ίδια πιατάκια, χωρίς να έχω φάει για μεσημέρι. Το στομάχι μου το ένοιωθα βαρύ. Από τότε έπινα μόνο ρακή.
  Λίγο πριν φύγω για την Αθήνα είπα να ξαναδοκιμάσω. Πίνω μπύρα, και νοιώθω πάλι βαρύ το στομάχι μου. Και επιβεβαίωσα αυτό που μου είχε πει ο πεθερός του φίλου μου του Σταύρου, ο Γιώργης ο Τριχάς: Η ρακή είναι πολύ χωνευτική.  
  Και θυμήθηκα μια ακόμη κατωχωρίτικη ιστορία. Μου την διηγήθηκε ο συγχωρεμένος ο ξάδελφός μου ο Κωστής, ο άντρας της Μαρίκας-έχω αναφερθεί σ’ αυτόν και σε προηγούμενες ιστορίες.
  Ένας Πισκοπιανός πηγαίνει στο νοσοκομείο γιατί δεν ένοιωθε καλά. Η διάγνωση ήταν ότι είχε κάποιο πρόβλημα με το συκώτι του. Ο γιατρός του γράφει μια συνταγή με φάρμακα, και δίνοντάς του τις απαραίτητες οδηγίες καταλήγει: -Και κοίταξε, να πίνεις λίγη ρακή. Και αυτός: -Ναι γιατρέ, αλλά κι ολοένα, ε; (συχνά).
  Είχε ακούσει για τα μικρά και συχνά γεύματα των διαβητικών, και νόμιζε ότι ήταν ίδια περίπτωση και η δική του.