Book review, movie criticism

Saturday, October 20, 2012

Stendhal, Lucien Leuwen



Stendhal, Lucien Leuwen (μετ. Κρις Μαυρομάτη-Βαλερί Ρασπιλλέρ), Μέδουσα 1991, 1ος τόμος σελ. 428, 2ος τόμος σελ. 414

  Μετά το «Κόκκινο καιτο μαύρο» και το «Μοναστήρι της Πάρμας» που ξαναδιάβασα το καλοκαίρι στην Κρήτη και παρουσίασα στο blog μου, μου έμεινε ο «Λισιέν Λεβέν», τον οποίο είχα αγοράσει πριν λίγα χρόνια για να τον διαβάσω εν ευθέτω χρόνω. Πιο πριν διάβασα και έγραψα για το «Περί έρωτος», και ακόμη πιο πριν, πριν το blog, το «Αναμνήσεις ενός ερωτικού». Ήδη από το «Κόκκινο και το μαύρο», που πρωτοδιάβασα πριν μια δεκαετία, διαπίστωσα το ανάστημα του Στεντάλ (ας προφέρουμε το όνομά του όπως ήθελε ο ίδιος), τον οποίο θεωρώ ως τον μεγαλύτερο από τους τρεις μεγάλους γάλλους του κριτικού ρεαλισμού (οι άλλοι δυο είναι ο Μπαλζάκ και ο Φλωμπέρ).
  Το έργο έμεινε ημιτελές, και εκδόθηκε το 1894, 52 χρόνια μετά το θάνατό του, και 59 μετά τη συγγραφή του. Η μεγάλη αυτή χρονική απόσταση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι το έργο του άργησε να αναγνωρισθεί, αν και όχι μόνο, όπως θα δούμε παρακάτω.
  Κατά τη γνώμη μου, ακόμη και αν το ολοκλήρωνε, δεν θα έφτανε ποτέ το «Κόκκινο και το μαύρο» και το «Μοναστήρι της Πάρμας», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ένα υπέροχο μυθιστόρημα. Θα εξηγήσουμε το γιατί.
  Αποτελείται από δύο τόμους, που θα μπορούσαν να διαβαστούν αυτοτελώς. Σαν υπότιτλος στον πρώτο τόμο θα μπορούσε να μπει «Ο έρωτας» και στον δεύτερο «Η πολιτική». Στον πρώτο έχουμε τον έρωτα του Λισιέν με την ντε κυρία ντε Σαστελλέρ, ένα έρωτα που δεν έμελε να ευοδωθεί και γι’ αυτό η ανάμνησή του κατατρύχει τον Λισιέν σε όλο το δεύτερο τόμο. Στο τόμο αυτό ο έρωτας βρίσκεται εντελώς σε δεύτερο πλάνο, ενώ κυριαρχεί η ενασχόληση του Λισιέν με την πολιτική. Μέσω του βιβλίου αυτού ο Στεντάλ κριτικάρει τη διαφθορά και τον αμοραλισμό των πολιτικών και των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
  Κριτικάρει άγρια. Καθώς η πλοκή τοποθετείται στο Παρίσι, δεν θα ήταν δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς πίσω από τα μυθιστορηματικά πρόσωπα τα πραγματικά. Ο Στεντάλ παίρνει κάποιες προφυλάξεις, όμως κατά βάθος ξέρει ότι αυτό το βιβλίο, αν εκδοθεί, θα του δημιουργήσει προβλήματα. Το πρόβλημα αυτό το λύνει στο επόμενο έργο του, στο «Μοναστήρι της Πάρμας», όπου η πλοκή τοποθετείται σε χώρο έξω από τη Γαλλία. Και σ’ αυτό στηλιτεύει την διαφθορά και το μακιαβελισμό της πολιτικής, καθώς και την διαπλοκή της με την πλουτοκρατία.  
  Όμως δεν είναι ο μόνος λόγος που άφησε ημιτελές το μυθιστόρημα αυτό (κατά τη γνώμη μου πάντα). Στα θεατρικά έργα της κρητικής αναγέννησης, ανάμεσα στις πράξεις παρεμβάλλονται τα ιντερμέτζα, τα περισσότερα φαντασμαγορικά με τις «μορέσκες» τους, τις ξιφομαχίες δηλαδή μεταξύ μαυριτανών και χριστιανών, που είχαν σαν στόχο, προσφέροντας μια εναλλαγή, να ανακουφίσουν το κοινό από το «βάρος» των τραγωδιών. Το ίδιο και στο θέατρο Νο, όπου ανάμεσα στις δυο πράξεις παρεμβάλλονται τα κωμικά σύντομα μονόπρακτα Kyogen. Στο  «Μοναστήρι της Πάρμας» υπάρχει η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στον έρωτα και την πολιτική, σπάζοντας τη μονοτονία, ενώ, όπως είπαμε πιο πάνω, αυτά τα πράγματα βρίσκονται ξεχωριστά στους δυο τόμους στον «Λισιέν Λεβέν».
  Υπάρχει και ένας τρίτος λόγος, που αφορά όμως μόνο τον πρώτο τόμο. Τα επεισόδια είναι πολύ λίγα, και ακόμη λιγότερα τα συναρπαστικά, σε αντίθεση με το «Μοναστήρι της Πάρμας» και το «Κόκκινο και το Μαύρο». Αυτό βέβαια αναδεικνύει την διεισδυτική ικανότητα του Στεντάλ ακόμη και στις πιο λεπτές αποχρώσεις των αισθημάτων των ηρώων του τα οποία περιγράφει με καταπληκτική ακρίβεια, καθώς και την εκπληκτική του ικανότητα ως προσωπογράφου, απουσιάζει όμως η ισορροπημένη αναλογία ανάμεσα στα γεγονότα και στις σκέψεις και στα συναισθήματα που προκαλούν στους ήρωες, όπως τη συναντήσαμε στα δυο άλλα κορυφαία έργα του. Ίσως αυτός να ήταν ένας ακόμη λόγος που τον απέτρεψε από το να ολοκληρώσει το μυθιστόρημα.
  Θα κάνουμε και μια ακόμη εικασία. Διαβάζουμε ότι το «Μοναστήρι της Πάρμας» το έγραψε σε πενηνταδύο μέρες (4 Νοεμβρίου έως 26 Δεκεμβρίου 1838). Διαβάζουμε ακόμη σε υποσημείωση: «Στις σημειώσεις του βλέπουμε πως μετράει (με υπερηφάνεια, θα πρόσθετα εγώ) τις σελίδες που γράφει κάθε μέρα: 14 Δεκεμβρίου 1834, 23 σελίδες σε τρεις ώρες…Την άλλη μέρα 16 σελίδες σε 125 λεπτά». Αυτό σημαίνει ότι ο Στεντάλ φτάνει στο αποκορύφωμα του ταλέντου του και της ενεργητικότητάς του σε στιγμές ενθουσιασμού. Μετά μάλλον του φεύγει η διάθεση για επεξεργασία. Υπάρχουν κενά και ανεπεξέργαστα κομμάτια στον «Λισιέν Λεβέν», στα οποία ο Στεντάλ σκόπευε να επανέλθει. Σε πολλά σημεία βλέπουμε το κ.λπ. κ.λπ., σαν σημαδούρες για να επεξεργαστεί και να προσθέσει αργότερα. Αυτά τα σημάδια, καθώς και κενά φύλλα, πληθαίνουν στον δεύτερο τόμο. Δεν θα χρειαζόταν καθόλου πολύς χρόνος για να συμπληρώσει και να επεξεργαστεί, όμως δεν το κάνει. Άραγε δεν είχε απλώς τη διάθεση, ή ήταν κυρίως η επιφύλαξη που είχε για τα προβλήματα που θα συναντούσε εξαιτίας  της κριτικής που ασκεί στο πολιτικοκοινωνικό κατεστημένο της εποχής που τον αποθάρρυνε στο να προχωρήσει στην επεξεργασία; Πιστεύω ότι ήταν και τα δυο, για το ποιο όμως βάραινε περισσότερο στη συνείδησή του δεν μπορώ να ξέρω.  
  Και σ’ αυτό το έργο ο Στεντάλ, χωρίς να έχει την επινοητικότητα στην πλοκή που βλέπουμε στο «Κόκκινο και το μαύρο» και στο «Μοναστήρι της Πάρμας», είναι εξίσου διεισδυτικός στην ψυχολογία των ηρώων του, παρουσιάζοντας εκτενώς τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, ενώ ο ίδιος συχνά στέκεται απέναντί τους κριτικά και τους κουτσομπολεύει στον αναγνώστη, όπως στο παρακάτω απόσπασμα:
  «παρακαλούμε τον αναγνώστη να μη βρει πολύ γελοία την κυρία ντε Σαστελλέρ. Δεν είχε καμιά πείρα για τις λανθασμένες ενέργειες στις οποίες μπορεί να σε παρασύρει μια καρδιά που αγαπά. Ποτέ δεν είχε νιώσει…» (1ος τόμος, σελ. 251).    
  Λέξεις που επαναλαμβάνονται συχνά είναι «ανία», «πλήξη» και «ματαιοδοξία», ενώ αποφεύγεται η οποιαδήποτε εκζήτηση λογοτεχνικότητας, με τη χρήση π.χ. μεταφορών. Μάλιστα ειρωνεύεται τους συγγραφείς που καταφεύγουν σ’ αυτές. «Εκείνη τη νύχτα ο ύπνος δεν πλησίασε τα βλέφαρά της, όπως λένε οι άνθρωποι που ξέρουν να γράφουν» (2ος τόμος, σελ. 388).
  Όμως να σχολιάσουμε, κατά το συνήθειό μας, κάποια αποσπάσματα. 
  «…Η κυρία ντε Πουιλωράν κορόιδευε όλους όσους τολμούσαν…» (1ος τόμος, σελ. 366). Το παραθέτω γιατί σπάνια συναντάω πια στο γραπτό λόγο την έλξη του αναφορικού την οποία χρησιμοποιούμε στον προφορικό και την οποία προτιμώ καθώς, όπως έγραψα και σε προηγούμενη ανάρτησή μου, μου αρέσει να γράφω όπως μιλάω.
  «Η ιστορία, αντί να τον αποσπά από τις μαύρες σκέψεις του για το μέλλον, τον βύθιζε σ’ αυτές ακόμα πιο βαθιά» (1ος τόμος, σελ. 384). Πρόκειται ακριβώς και για τη δική μου περίπτωση.
  «Αλλά ο λαός είναι λίγο χαζός και οι βουλευτές του λίγο ανόητοι και αρκετά συμφεροντολόγοι» (2ος τόμος, σελ. 12) και «Η κυβέρνηση παίζει σαν ταχυδακτυλουργός με τα δικαιώματα και τα χρήματα του λαού, ενώ ορκίζεται κάθε πρωί πως τα σέβεται (2ος τόμος, σελ. 21). Μην το ξεχνάμε, μιλάμε πάντα για τη Γαλλία μετά την ιουλιανή επανάσταση (1830).
  (Ο πατέρας Λισιέν, μεγαλοτραπεζίτης, προς τον γιο του): «Λοιπόν, αισθάνεστε αρκετά κάθαρμα για να σταδιοδρομήσετε στις τιμητικές θέσεις;» (2ος τόμος, σελ. 19). Για τον τραπεζίτη αυτόν ο Στεντάλ χρησιμοποιεί τον πιο εύστοχο χαρακτηρισμό: «Ανελέητο χλευαστή» (σελ. 377).
  Επίσης:
  «Η πρώτη εντύπωση μετράει πολύ για τους ηλίθιους και πρέπει να μεταχειρίζεσαι πάντα έναν υπουργό σαν ένα ηλίθιο, δεν έχει χρόνο να σκέφτεται» (2ος τόμος, σελ. 45). Σε όλο το δεύτερο τόμο βλέπουμε τους πολιτικούς να είναι περίπου μαριονέτες στα χέρια της πλουτοκρατίας, η οποία δεν τρέφει απέναντί τους καμιά εκτίμηση. (Αντιγράφω από τη βιβλιοκριτική μου για τη "Μαύρη Βίβλο" της Τζένης Χειλουδάκη: «Ο γέρος ήταν ζάπλουτος, πάτησε επί πτωμάτων και έκοψε το λουφέ σε ανταγωνιστές. Μέχρι και υπουργούς ανεβοκατέβαζε κατά το κέφι του. Ήξερε να κρατάει τις κυβερνήσεις απ’ τα αρ@@δια (φανταστείτε τώρα τι γινόταν με κυβερνήσεις που δεν είχαν αρ@@δια!).
  «Έκανε τον σπουδαίο και κατέληξε να πλέκει το εγκώμιο του προκατόχου του για την τιμιότητά του, ενώ λέγανε πως είχε εξοικονομήσει οχτακόσιες χιλιάδες φράγκα στη διάρκεια ενός έτους της υπουργικής του θητείας» (σελ. 47).
  «Ο υπουργός είχε ξεχάσει το δείπνο του. Ήταν η πρώτη του δουλειά με το χρηματιστήριο και ήταν ενθουσιασμένος που θα κέρδιζε μερικές χιλιάδες φράγκα. Το αστείο είναι πως ένιωθε γι’ αυτό ένα είδος υπερηφάνειας, αισθανόταν υπουργός με όλη τη σημασία της λέξης» (2ος τόμος, σελ. 56).
  «Ο εισαγγελεύς της Κάτω Νορμανδίας που φέρει το όνομα βασιλιάς άρχισε λέγοντας…» και σε υποσημείωση: «Ο Στεντάλ, ιδιαίτερα προσεκτικός, χρησιμοποιεί αυτό το τέχνασμα για να μην μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει για τίποτα» (2ος τόμος, σελ. 312). Δεν πιστεύω ότι ο Στεντάλ είχε και πολύ εμπιστοσύνη σ’ αυτό το τέχνασμα.
  Μετά τα παραπάνω αποσπάσματα δεν είναι να απορεί κανείς, όχι μόνο που ο Στεντάλ δεν τέλειωσε το έργο, αλλά και που δεν βρέθηκε εκδότης να το εκδώσει παρά αφού πέρασαν πάνω από πενήντα χρόνια, οπότε όλα τα πραγματικά πρόσωπα που κρύβονται πίσω από τα μυθιστορηματικά θα είχαν πεθάνει.
  Μου αρέσει πολύ ο Στεντάλ, και κάποια στιγμή θα διαβάσω στο καινούριο tablet που αγόρασα, με οθόνη 10 ιντσών, κάποιες νουβέλες του που κατέβασα από το Gutenberg project.

Wednesday, October 17, 2012

Martin Walser, Ein liebender Mann



Martin Walser, Ein liebender Mann, Reinbeck bei Hamburg, 2009, Rowohlt, σελ. 285
http://en.wikipedia.org/wiki/Johann_Wolfgang_von_Goethe


  Θα ξεκινήσω παραθέτοντας την τελευταία παράγραφο από μια κριτική μου για την ταινία του David Wnendt, Die Kriegerin.
  «Είχα να διαβάσω γερμανικό βιβλίο κάπου 20 χρόνια, από τότε που χρειαζόμουν τα γερμανικά για την εκπόνηση του διδακτορικού μου. Δεν είμαι σίγουρος γιατί, μάλλον όμως εξαιτίας της Κατοχής, είχα μια έμφυτη απέχθεια για τη γλώσσα και τους ανθρώπους. Ντρεπόμουνα γι’ αυτό, αλλά τα αισθήματα δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε. Μετά που ήλθε η Μέρκελ και το Focus ένοιωθα τα αισθήματα αυτά να δικαιώνονται. Όμως και πάλι αισθανόμουν πώς δεν είναι σωστό, και αποφάσισα να ξαναασχοληθώ λίγο με τη γλώσσα διαβάζοντας ένα γερμανικό βιβλίο-θα κάνω ανάρτηση γι’ αυτό μόλις το τελειώσω. Και επί τη ευκαιρία είπα να δω και κάποιες γερμανικές ταινίες που είχα».
  Το Ein liebender Mann, Ένας ερωτευμένος άνδρας, το αγόρασα σε ηλεκτρονική μορφή, epub. Ήθελα να κάνω μια αγορά βιβλίου σε ηλεκτρονική μορφή, για να δω τι προβλήματα ενδέχεται να αντιμετωπίσω. Αυτό, πριν τρία χρόνια. Αφού πλήρωσα μου έστειλαν, αν θυμάμαι καλά, ένα κωδικό και τη διεύθυνση ενός site από όπου κατέβασα το βιβλίο που είχα επιλέξει, με την επισήμανση ότι μπορεί να εγκατασταθεί μόνο σε πέντε υπολογιστές. Αυτό αμέσως μου έβαλε ψύλλους στ’ αυτιά. Εγώ έχω, μαζί με τα λάπτοπ, εφτά υπολογιστές, εδώ και στην Κρήτη. Φυσικά μόνο ο ένας είναι καινούριος, και αυτόν χρησιμοποιώ. Αν το εγκαταστήσω σε πέντε από αυτούς, σκέφτομαι, τι θα γίνει στο μέλλον, όταν θα πάρω καινούριο υπολογιστή;
  Δεν χρειάστηκε να περιμένω πολύ για να αντιμετωπίσω το πρόβλημα. Λόγω κάποιου προβλήματος έκανα φορμάτ, και πάει το βιβλίο, δεν μπορούσα πια να το διαβάσω. Και δεν ήθελα να το διαβάσω σε λάπτοπ, ούτε να συνδέσω και άλλο υπολογιστή στην οθόνη. Τσατίστηκα τόσο, που το παράγγειλα και σε hardcopy. Πάντως ήθελα να δω πώς αντιμετωπίζεται αυτή η κατάσταση. Κάποια στιγμή τους έστειλα email, και πολύ ευγενικά οι άνθρωποι μου έδωσαν έναν ακόμη κωδικό για να το ξανακατεβάσω. Δοκίμασα κάποια στιγμή να το διαβάσω στον υπολογιστή, και διαπίστωσα για άλλη μια φορά ότι είναι αβόλικο να διαβάζεις στην οθόνη ένα ολόκληρο βιβλίο. Κάποια διηγήματα ενδεχόμενα, σίγουρα κάποια άρθρα, αλλά ολόκληρο βιβλίο είναι σκέτη ταλαιπωρία. Το tablet, αλλά και το e-book reader της sony που αγόρασα πριν δυο χρόνια διαβάζουν μόνο txt, doc και pdf. Τώρα αγόρασα ένα tablet με δεκάρα οθόνη (το άλλο tablet είχε εφτάρα), με το οποίο διαβάζω όχι μόνο πιο άνετα αλλά και βιβλία epub. Όμως το Ein liebender Mann το είχα ήδη διαβάσει στο hard copy. Αλλά και να μην το είχα διαβάσει, νομίζω ότι είχα εξαντλήσει τους πέντε υπολογιστές. Μπορεί να το διπλοπλήρωσα, αλλά άξιζε τον κόπο, ήταν μια εμπειρία. Δεν σκοπεύω να αγοράσω ποτέ ξανά ηλεκτρονικό βιβλίο. Υπάρχει εξάλλου αυτή η αστείρευτη βιβλιοθήκη του Gutenber project, με όλα τα κλασικά έργα. Αλλά και βιβλιοθήκες πανεπιστημίων προσφέρουν δωρεάν βιβλία χωρίς copyright. Βρήκα ένα site που έχει όλα τα βιβλία των ρώσων κλασικών.
  Πριν χρόνια συμμετείχα σε ένα συνέδριο στη Ζάκυνθο. Θέμα της εισήγησής μου ήταν «Ο λαϊκός Kρητικός δραματουργός Μιχάλης Διαλλινάς: Το λαϊκό θέατρο στην υπηρεσία της απελευθέρωσης των αλύτρωτων περιοχών» (Α΄ Διεθνής Συνάντηση Λαϊκού Θεάτρου, Περιφέρεια Ιονίων Νήσων, Ζάκυνθος 27-28-29 Σεπτεμβρίου 2002. Τα πρακτικά του συνεδρίου δημοσιεύτηκαν στη Ζάκυνθο το 2003). Εκεί μιλούσα για δυο θεατρικά έργα του Διαλλινομιχάλη: «Σμαράγδα η καινουριοχωρίτισσα» και «Ελένη η καινουριοχωρίτισσα». Το Καινούριο χωριό μετονομάστηκε αργότερα σε Νεάπολη, από όπου κατάγεται ο Διαλλινομιχάλης. Εδώ μας ενδιαφέρει η Ελένη. Αντιγράφω από την εισήγησή μου. «Ο Χερίφ πασάς του Ηρακλείου ερωτεύτηκε την όμορφη Ελένη, και στέλνει τον μπουλούμπαση να την πάρει, είτε με το καλό είτε με τη βία. Θέλει να την τουρκέψει και να την παντρευτεί». Ο Χερίφ πασάς είναι γέρος. Και σ’ αυτό το θεατρικό έργο διάβασα μια κρητική κατάρα: Ο θεός να σου πέψει γεροντοέρωτα. Ένας έρωτας στα γεράματα με μια νέα κοπέλα είναι καταδικασμένος, εκτός και αν είσαι πολύ πλούσιος και ερωτευτείς μια νεαρή ουκρανέζα. Ή πασάς στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Πάντως του πασά αυτού δεν του έκατσε, γιατί η Σμαράγδα κατάφερε να ξεφύγει, μαχαιρώνοντας μάλιστα ένα τούρκο, και να καταφύγει στη συνέχεια στα λημέρια του Καπετάν Καζάνη, στα λασιθιώτικα βουνά, όπου πιο πριν είχε πάει και ο αρραβωνιαστικός της. Το έργο τελειώνει με το γάμο τους.
  Θύμα φαίνεται μιας τέτοιας κατάρας υπήρξε και ο Γκαίτε, που στα 73 του ερωτεύτηκε μια 18χρονη κοπέλα. Τη ζήτησε μάλιστα από τους γονείς της σε γάμο. Δεν του την έδωσαν. Την ιστορία αυτή δίνει με μυθιστορηματικό τρόπο ο Μάρτιν Βάλσερ στο έργο του «Ένας ερωτευμένος άνδρας». 
  Η Ούλρικε έχει και δυο μικρότερες αδελφές. Τους αρέσει να επικοινωνούν με τα δικά τους κορακίστικα, με «στενολεξίες», χρησιμοποιώντας μόνο τα αρχικά των λέξεων, ώστε οι άλλοι να μην καταλαβαίνουν, όπως γίνεται με τους κώδικες. Στον Γκαίτε εξηγούν βέβαια τις σημασίες. Για παράδειγμα, το Swswnn σημαίνει So weit sind wir noch nicht, Δεν είμαστε ακόμη τόσο μακριά.
  Ο Γκαίτε έχει και έναν αντίζηλο. Είναι ο κύριος de Ror, χωρίς μικρό όνομα. «Ίσως ένας έλληνας, πάντως όχι τούρκος» (σελ. 59). Ο de Ror μπορεί να φλερτάρει την όμορφη Ούλρικε, αλλά εκείνη δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται. Όμως ο Γκαίτε νοιώθει έντονη ζήλεια. «Στο μεταξύ πρέπει να συνάντησαν τον de Ror στο Στρασβούργο. Σίγουρα από την παραμονή. Ίσως περπάτησε με την Ούλρικε στα ίδια δρομάκια, που τόσο καλά ήξερε ο Γκαίτε» (σελ. 234). «Και ξαφνικά κατάλαβε ποιον ήταν το μικρό όνομα εκείνου του ανθρώπου. Ζουάν. Ζουάν ντε Ρορ. Σίγουρα. Δον Ζουάν ντε Ρορ» (σελ. 235).
  «Μόνο όποιος γνωρίζει τον καημό μου ξέρει πόσο υποφέρω», γράφει σε ένα ποίημά του που έχει μελοποιήσει ο Σούμπερτ. Sehnsucht, καημός, που το πολυλεξικό της Magenta μεταφράζει και ως λαχτάρα, νοσταλγία, πόθο.
  Ο Βάλσερ προσωπογραφεί με καταπληκτική ακρίβεια τα πρόσωπα. Ακρίβεια, όχι πιστότητα, γιατί μπορεί μεν να είχε υπόψη του πορτραίτο της Ούλρικε – του Γκαίτε ασφαλώς – αλλά είναι απίθανο να είχε υπόψη του πορτραίτο του de Ror, τον οποίο προσωπογραφεί πολύ λεπτομερειακά στη σελίδα 65. Πιθανόν βέβαια να είναι και φανταστικό πρόσωπο.
  Ένα σημαντικό μέρος του έργου καταλαμβάνουν εσωτερικοί μονόλογοι και επιστολές, επιστολές που στο μεγαλύτερό τους μέρος δεν είναι παρά εσωτερικοί μονόλογοι κοινοποιημένοι στην Ούλρικε. Και όχι όλες. «Ίσως να μη σου στείλω αυτή την επιστολή» (σελ. 210), γράφει σε κάποια απ’ αυτές. Περιέχουν κυρίως σχολιασμό περιστατικών και έκφραση αισθημάτων.
  Ο Γκαίτε υποφέρει από αυτόν τον έρωτα, που στο βάθος της ψυχής του ξέρει ότι δεν θα ευοδωθεί. Η πρώτη από τις δέκα εντολές, σκέφτεται, θα έπρεπε να είναι: «Ουκ ερωτευθείς», για να σχολιάσει πιο κάτω: «Η πηγή κάθε τραγωδίας ήταν πάντα ο έρωτας» (σελ. 70). Αυτό βέβαια δεν τον εμποδίζει να γράψει σε ένα μικρό κείμενο που το τιτλοφορεί «Ένας ερωτευμένος άνδρας», αρκετές σελίδες πιο κάτω: «Όλα τα κακά του κόσμου προέρχονται από έλλειψη έρωτα» (σελ. 156).
  Διαβάζουμε.
  «Ο έρωτάς μου δεν ξέρει ότι είμαι πάνω από εβδομήντα. Ούτε εγώ το ξέρω» (σελ. 98). Όταν είσαι ερωτευμένος ο έρωτας σε κάνει να ξεχνάς τα χρόνια σου. Και δεν είναι μόνο αυτό που κάνει ο έρωτας.
  Γροικήσετε τοῦ Ἔρωτα, θαμάσματα τὰ κάνει.
Εἰς-ε θανάτους ἑκατό, ὅσοι ἀγαποῦν, τσὶ βάνει•     530
πληθαίνει τως τὴν ὄρεξη, καὶ δύναμη τῶς δίδει•
μαθαίνει τσι νὰ πολεμοῦ' σ' τσῆ νύκτας τὸ σκοτίδι•
κάνει τὸν ἀκριβὸ φτηνό, τὸν ἄσκημο, ἐρωτάρη,
κάνει καὶ τὸν ἀνήμπορον, ἄντρα καὶ παλικάρι,
τὸ φοβιτσάρην ἄφοβο, πρόθυμον τὸν ὀκνιάρη,     535
κάνει καὶ τὸν ἀκάτεχο νὰ ξεύρει κάθε χάρη.
  Στο τέλος βλέπουμε τον Γκαίτε να καίει και να θάβει ό,τι αναμνηστικό έχει από την Ούλρικε. Πρέπει πάση θυσία να ξεχάσει. «…αυτή είναι κυρίως η ελευθερία, να είναι κανείς χωρίς αγάπη, χωρίς χαρά, χωρίς ζωή, χωρίς πόνο…» (σελ. 284). Χωρίς ελπίδα, χωρίς φόβο, θα πρόσθετε ο Καζαντζάκης.
  Διαβάζω ακόμη: «Το βρίσκω εξαιρετικό που μιλάτε όπως γράφετε» (σελ. 83).
Εμένα μου έχουν πει το αντίστροφο, ότι γράφω όπως μιλάω.
  Διαβάζουμε επίσης: «…zwischen Konstantinopel und London…» (σελ. 263). Το 1823 που διαδραματίζεται η ιστορία, και νομίζω μέχρι την ανακήρυξη της τουρκικής δημοκρατίας, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, η Ισταμπούλ λεγόταν Κωνσταντινούπολη. Έξυπνη αλλαγή ονόματος, για να ξεχνάνε οι ξένοι ότι πρόκειται για μια κατακτημένη πόλη.
  Πόσα από αυτά που γράφει ο Βάλσερ είναι πραγματικά και πόσα επινοημένα; Στο έργο του ο Βάλσερ λέει ότι η Ούλρικε γνώριζε την περίφημη «Ελεγεία του Μάριενμπαντ» (την παραθέτει ολόκληρη), ένα από τα ποιήματα της «Τριλογίας του πάθους», όλα εμπνευσμένα από τον έρωτά του γι’ αυτήν. Όμως διαβάζω στο διαδίκτυο ότι πληροφορήθηκε για την ελεγεία αυτή μετά το θάνατό του. Είναι όμως αλήθεια;
  Σε επίλογο ο Βάλσερ λέει ότι η Ούλρικε φον Λέβετσοφ, που δεν παντρεύτηκε ποτέ, την παραμονή του θανάτου της, στα 95 της, έδωσε εντολή στην υπηρέτριά της να κάψει ένα κουτί με γράμματα, που το περιεχόμενό τους δεν το ήξερε κανείς, και τις στάχτες να τις βάλουν στο φέρετρό της. Πιθανόν να ήταν γράμματα του Γκαίτε.
  Κάπου στο διαδίκτυο διάβασα ότι εξομολογήθηκε σε κάποιον-α ότι τον Γκαίτε τον έβλεπε σαν πατέρα της, ότι ποτέ δεν τον είδε ερωτικά.
  Λέει αλήθεια; Όντως τον έβλεπε μόνο σαν πατέρα της; Δεν θα μπορούσε να εκφράζεται στη σχέση τους ένα σύμπλεγμα της Ηλέκτρας, σύμπλεγμα το οποίο δεν μπόρεσε να ξεπεράσει αφού οι γονείς της είχαν χωρίσει πριν αρκετά χρόνια και αυτή ζούσε με τη μητέρα της και τον πατριό της; Το ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ δεν συνηγορεί με το ότι πράγματι δεν κατάφερε να ξεπεράσει αυτό το σύμπλεγμα; Ή μήπως όλους τους μελλοντικούς μνηστήρες, συγκρίνοντάς τους με τον Γκαίτε, τους εύρισκε πολύ κατώτερους;
  Δεν έχει νόημα να κάνουμε ψυχαναλυτικές εικασίες. Ξεχνώντας το βιογραφικό στοιχείο μπορεί να διαβάσει κανείς το βιβλίο αυτό σαν ένα απολαυστικό μυθιστόρημα.
Κάπου είχα διαβάσει, συμπληρώνω τώρα που αναρτώ στην "Υψηλή λογοτεχνία", ότι θα το εξέδιδε ο Καστανιώτης. Κοιτάζω τη biblionet, δεν φαίνεται πουθενά. 

Zhang Yimou, Red sorghum (Κόκκινο σόργο 1987), από το ομώνυμο βιβλίο του φετινού νομπελίστα Μο Γιαν

Zhang Yimou, Red sorghum (1987), από το ομώνυμο βιβλίο του φετινού νομπελίστα Μο Γιαν
http://en.wikipedia.org/wiki/Zhang_Yimou

  Ξαναείδα την ταινία με την ευκαιρία της βράβευσης του Μο Γιαν με το βραβείο Νόμπελ 2012, καθώς στηρίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημά του. Είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Τζανγκ Γιμόου, και έχει βραβευθεί με την Χρυσή Άρκτο. Σ’ αυτήν επίσης κάνει το ντεμπούτο της ως ηθοποιός η νεαρή (τότε) και όμορφη (ακόμη) γυναίκα του (τότε) Γκονγκ Λι. Την είδα πέρυσι σε μια απολαυστική κωμωδία με τίτλο «Αυτό που θέλουν οι γυναίκες», (Ο κινέζικος είναι «Εγώ ξέρω τη γυναικεία καρδιά»).
  Πέρυσι τέτοια εποχή περίπου που έκανα μια εγχείρηση καταρράκτη και δεν μπορούσα να διαβάσω για ένα μήνα, έβλεπα μετά μανίας ταινίες. Αμέσως μετά άρχισα να διαβάζω βιβλία για τον κινηματογράφο. Σε αρκετά από αυτά γινόταν λόγος για τον ποιητικό κινηματογράφο. Βλέποντας την ταινία αυτή συνειδητοποίησα ότι πρόκειται για ένα από τα καλύτερά του δείγματα. Καλύτερα, γιατί δεν τραβάει την ποίηση προς το ασαφές και το ακατανόητο, όπως π.χ. οι ταινίες του Παρατζάνοφ.
  Θυμόμουνα την πρώτη σκηνή. Μέσα σε ένα φορείο κάποιοι νεαροί μεταφέρουν τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού τραγουδώντας. Την είχα δει σε ένα ντοκιμαντέρ που πέτυχα σε ζάπινγκ στο κινέζικο κανάλι CCTV-4 για τον Τζανγκ Γιμόου. Είναι μεγάλης διάρκειας και φοβερά εντυπωσιακή.
  Η ταινία είναι μια σκληρή ηθογραφία της επαρχίας στην προπολεμική Κίνα. Ο off-stage αφηγητής αφηγείται την ιστορία της γιαγιάς και του παππού του. Τη γιαγιά του την πούλησε κυριολεκτικά ο πατέρας της σε κάποιον ηλικιωμένο αλλά πλούσιο. Όμως δεν ήταν μόνο ηλικιωμένος, ήταν και λεπρός. Η αμοιβή ήταν ένα μουλάρι.
  Ένας από τους βαστάζους του φορείου είναι και ο παππούς του αφηγητή. Πώς γίνεται παππούς του; Αυτή είναι η ιστορία της ταινίας. Για να τα καταφέρει να σμίξει τελικά με τη γιαγιά του θα πρέπει να σκοτώσει τον άντρα της. Τουλάχιστον αυτό εικάζει ο εγγονός. Αλλά και πάλι θα συναντήσει δυσκολίες.
  Και εκεί που πηγαίνουν όλα καλά, και ο πατέρας του αφηγητή, μικρό παιδί, τριγυρνάει αμέριμνο στο οικογενειακό εργαστήρι που παράγουν λικέρ από sorghum (ζαχαρόχορτο μεταφράζεται στα ελληνικά, δεν το έχω δει ποτέ μου) πλακώνουν οι γιαπωνέζοι.
  Οι γιαπωνέζοι είναι κάτι σαν τούρκοι της Άπω Ανατολής. Όπως οι τούρκοι έγδαραν ζωντανό τον Δασκαλογιάννη το 1770, έτσι και οι γιαπωνέζοι, χειρότεροι, αντί να γδάρουν οι ίδιοι, βάζουν έναν από το προσωπικό του εργαστηρίου να γδάρει έναν άλλο, σε κάτι σκηνές ολότελα φρικιαστικές. Όμως αμέσως μετά αρχίζει η αντίσταση, κανγκ ρι στα κινέζικα, με ένα σαμποτάζ, στο οποίο θα χάσει τη ζωή της η γιαγιά του αφηγητή, ενώ ο πατέρας του, παρατηρώντας στη συνέχεια με γυμνό μάτι μια έκθλιψη ηλίου, θα τα βλέπει στο εξής όλα κόκκινα, από όπου και ο τίτλος του έργου.
  Η ποιητική ματιά του Τζανγκ Γιμόου αμβλύνει την αγριότητα της ταινίας. Πολύ θα ήθελα να διαβάσω το έργο του Μο Γιαν, για να μπορέσω να κάνω σύγκριση.
  Για τον Μο Γιαν και για την ταινία διάβασα κάποια πράγματα στο Bookstand, ένα ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση. Για την ταινία μπορείτε να διαβάσετε εδώ  και για τον συγγραφέα εδώ. Επίσης μετάφρασα ένα σύντομο βιογραφικό του Μο Γιαν και το ανάρτησα στο blog μου. Είναι η προηγούμενη ανάρτηση και βρίσκεται εδώ.


Tuesday, October 16, 2012

Μο Γιαν, Νόμπελ λογοτεχνίας 2012

Μια απόπειρα μετάφρασης της αρχικής σύντομης βιογραφίας από ένα σύνδεσμο στον οποίο παραπέμπω αμέσως μετά.

 "Ο Μο Γιαν (γεν.17-2-1955), που το πραγματικό του όνομα είναι Γκουάν Μο Γιε, γεννήθηκε στο Γκάο Μι της επαρχίας Σαν Ντονγκ, και είναι ένας διάσημος σύγχρονος κινέζος συγγραφέας. Στο πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας, και επισκέπτης καθηγητής στο τεχνολογικό πανεπιστήμιο του Τσιν Ντάο. Τη δεκαετία του 1980 διακρίθηκε για τα λογοτεχνικά του έργα με θέμα την ιδιαίτερη πατρίδα του, διαποτισμένα με τα ανάμικτα συναισθήματα «αγάπη για την πατρίδα» αλλά και «μνησικακία για την πατρίδα», με τα οποία χαρακτηρίστηκε ως συγγραφέας που «ψάχνει τις ρίζες της λογοτεχνίας». Τα έργα του διακρίνονται βαθιά για τον μαγικό ρεαλισμό τους. Ο Μο Γιαν με τα μυθιστορήματά του δημιούργησε ένα μοναδικό κόσμο προσωπικής αίσθησης, ένα εντυπωσιακό αφηγηματικό στυλ. Ο χειρισμός εντυπωσιακών ανατροπών, ο σχηματισμός ενός μυστηριακού υπερβατικού αντικειμενικού κόσμου φέρει ένα ολοφάνερα πρωτοποριακό χρώμα. Το 2006 κατέκτησε την 20η θέση στη λίστα των καλύτερων κινέζων συγγραφέων, ενώ την επόμενη χρονιά κατέκτησε την πρώτη θέση. Το 2011 με το μυθιστόρημά του «Ο βάτραχος» πήρε το όγδοο βραβείο της «Αντιφατικής Λογοτεχνίας» (Mao Dun Wen Xue), και στις 11-10-2012 το βραβείο νόμπελ λογοτεχνίας."
http://baike.baidu.com/view/51704.htm

Thursday, October 11, 2012

Νίκος Καζαντζάκης, Καπετάν Μιχάλης



Νίκος Καζαντζάκης, Καπετάν Μιχάλης, Εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη 1974, σελ. 495

  Μετά τον «Αλέξη Ζορμπά» (1946) ο Καζαντζάκης έγραψε τους «Αδελφοφάδες», που όμως, για άγνωστους λόγους (σε μένα τουλάχιστον) δεν εκδόθηκε παρά μετά τον θάνατό του. Ακολουθεί ο «Καπετάν Μιχάλης» (1953). Ο ξεχωριστός Ζορμπάς παραχωρεί τη θέση του στον ηρωικό Καπετάν Μιχάλη. Ως πρότυπα ο Καζαντζάκης έχει πραγματικά πρόσωπα, τον Γιώργη Ζορμπά και τον πατέρα του. Όμως τα πρόσωπα αυτά είναι καθημερινοί άνθρωποι, που ξεχωρίζουν βέβαια από μια φλόγα ψυχής. Το ίδιο και ο Μανωλιός στον «Χριστό ξανασταυρώνεται» που ακολουθεί. Στη συνέχεια όμως ο Καζαντζάκης δεν θα ασχοληθεί με τις ξεχωριστές ψυχές αλλά με τις ξεχωριστές προσωπικότητες, όπως ο Χριστός στον «Τελευταίο Πειρασμό» και ο Άγιος Φραγκίσκος στον «Φτωχούλη του θεού».
  Παρόλο που το έργο δεν αναφέρεται σε καμιά κρητική επανάσταση (για τον ελάσσονα ξεσηκωμό του 1989 με τον οποίο τελειώνει το βιβλίο δεν μπόρεσα να βρω ιστορικά στοιχεία στο διαδίκτυο) μπορεί να θεωρηθεί ένα έπος της Κρήτης· ή καλύτερα ένα έπος της κρητικής ψυχής. Ηθογραφώντας ο Καζαντζάκης παρουσιάζει ταυτόχρονα και το μεγαλείο της.
  Μέσα στο έπος ο Καζαντζάκης υφαίνει και μια ερωτική ιστορία. Στην ιστορία αυτή συμπλέκονται μια τουρκάλα, η Εμινέ, και τρεις άντρες: ο άντρας της ο Νουρήμπεης, ο καπετάν Μιχάλης και ο καπετάν Πολυξίγκης. Ο Νουρήμπεης μπλέκεται σε μια μονομαχία. Σκοτώνει μεν τον αντίπαλό του, όμως αυτός προλαβαίνει και τον πληγώνει στα γεννητικά του όργανα. Αυτό θα τον οδηγήσει στην αυτοκτονία, ενώ η γυναίκα του πιο πριν είχε οδηγηθεί στην αγκαλιά του καπετάν Πολυξίγκη. Όμως αυτή τον καπετάν Μιχάλη θέλει, και το ίδιο τη θέλει κι αυτός, όσο και αν προσπαθεί να πνίξει το αίσθημα αυτό μέσα του. Όταν μαθαίνει ότι την συνέλαβαν η τούρκοι, παρατάει το πολιορκημένο μοναστήρι με λίγους συντρόφους του και σώζει την Εμινέ, την οποία μεταφέρει σε ασφαλές μέρος. Όταν επιστρέφει, το μοναστήρι έχει καταληφθεί από τους τούρκους και έχει καεί. Νοιώθει ενοχές. Πώς θα τις πνίξει; Με δυο τρόπους. Θα σκοτώσει την Εμινέ, και δεν θα καταθέσει τα όπλα, σε μια πράξη αυτοκτονίας.
  «Ελευτερία ή…
  Μα δεν πρόφτασε να τελειώσει· μια μπάλα μπήκε μέσα στο στόμα του· μια άλλη πέρασε από το δεξό του μελίγγι και βγήκε από το ζερβό· κι ο καπετάν Μιχάλης έπεσε κάτω τ’ ανάσκελα και σκόρπισαν οι μυαλοί του στις πέτρες».
  Έτσι τελειώνει το έργο.
  Για τον Καζαντζάκη η γυναίκα αποτελεί εμπόδιο στους υψηλούς στόχους που βάζει ο άντρας στη ζωή του. Μπορεί να είναι μούσα για τους ποιητές και τους καλλιτέχνες, όμως για τον άνθρωπο της δράσης αποτελεί ένα βαρύδι που τον βουλιάζει, που δεν τον αφήνει να προχωρήσει.
  Για χρόνια θαύμαζα αυτή την επινόηση του Καζαντζάκη, να σκοτώσει ο Καπετάν Μιχάλης τη γυναίκα που αγαπούσε. Μέχρι που διάβασα ότι το ίδιο πράγμα έκανε και ένας σουλτάνος· όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν ερωτευμένος με μια γυναίκα από το χαρέμι του τη σκότωσε. Δεν μπόρεσα να το βρω στο διαδίκτυο, αλλά πρέπει να ήταν κάποιος Μωάμεθ, ίσως ο πορθητής.
  Η αντίληψη αυτή έχει μια βάση. Στην κινέζικη όπερα του Πεκίνου «Αντίο παλλακίδα μου», βασισμένη σε ιστορικό γεγονός, η παλλακίδα, για να μην έχει την έγνοια της ο αγαπημένος της σε μια αποφασιστική μάχη στην οποία ήταν σχεδόν αδύνατο να νικήσουν, αυτοκτονεί.
  Στο τέλος του έργου ο Καζαντζάκης μπάζει πάλι τον αγαπημένο του προβληματισμό, το νόημα της ζωής. Το συζητάει ο ετοιμοθάνατος καπετάν Σήφακας με τους τρεις γέρους καπετάνιους που ήλθαν να τον αποχαιρετήσουν.
  Ο καπετάν Σήφακας, πατέρας του καπετάν Μιχάλη, βάζει τον εγγονό του το Θρασάκι να του μάθει στα γεράματα την αλφαβήτα. Έχει το σκοπό του. Τον μαθαίνουμε στο τέλος. Παίρνει μπογιά και γράφει σε όλους τους τοίχους στα σπίτια του χωριού «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ». Όμως όταν γράφει πάνω στον τοίχο του τζαμιού, πέφτει από τη σκαλωσιά και πληγώνεται θανάσιμα. Μπορεί και να τον τιμώρησε ο Αλλάχ.
 Και θυμήθηκα ένα έργο που είδα πρόσφατα, The first grader, «Το πρωτάκι», όπου ένας επαναστάτης Μάου Μάου στην Κένυα θέλει στα γεράματά του να μάθει γράμματα, αντιμετωπίζει όμως ένα σωρό προβλήματα στην προσπάθειά του αυτή.
  Το καλοκαίρι έγραφα στο blog μου κατωχωρίτικες ιστορίες. Ο Καζαντζάκης χώνει μέσα στο μυθιστόρημά του καστρινές ιστορίες, όπως (δεν αντιγράφω, δεν τσεκάρισα τις σχετικές σελίδες): -Γυναίκα, πες μου σε παρακαλώ την αλήθεια, βλέπεις ότι είμαι ετοιμοθάνατος, είναι όλα μας τα παιδιά δικά μου; -Κι αν δεν πεθάνεις; Κι αν δεν πεθάνεις;
  Και μιαν άλλη.
  -Βρε συ, δεν βαρέθηκες όλο να πίνεις, να πίνεις, να πίνεις;
  -Κι εσύ δεν βαρέθηκες όλο να μην πίνεις, να μην πίνεις, να μην πίνεις;
  Υπάρχουν αρκετές άλλες.
  Διαβάζοντας το παρακάτω απόσπασμα θυμήθηκα και μια κατωχωρίτικη ιστορία, που όμως δεν την έχω γράψει.
  «Και πρώτη πρώτη η κυρά-Μαστραπάδαινα έλυσε τον άντρα της, τον άγιον άνθρωπο, τον κουδουνά, από το στύλο του κρεβατιού, όπου τον έδενε κάθε βράδυ, γιατί τον ζήλευε· μην πάει, λέει-ξέρει αυτή τους άντρες!-και κατεβεί κρυφά και βρει, κάτω στην κουζίνα, τη δούλα τη χοντρο-Ανεζίνα, με τ’ αγελαδίσια μαστάρια. Τον έδενε λοιπόν κάθε βράδυ στο στύλο του κρεβατιού και τον έλυνε όταν αυτός κάποτε τη νύχτα την ξυπνούσε να πάει προς νερού του· μα πάλι το σκοινί έμενε δεμένο στον αστράγαλό του, κι η Μαστραπάδαινα το κρατούσε σφιχτά από την άλλη άκρα, μην τύχει και της ξεφύγει ο λεγάμενος και πάρει τον κακό δρόμο» (σελ. 56).
  Ο Μοναχογιός (δεν θυμάμαι το όνομά του) πέθανε όταν εγώ ήμουν πολύ μικρός. Ήταν πολύ γέρος. Συνήθιζαν να τον πειράζουν ρωτώντας τον: -Μοναχογιέ, τρως τα μακαρούνια; Και αυτός απαντούσε –Ούχι.
Ούχι, όχι όχι. Για να ακούσουν αυτό το «Ούχι» τον πήραζαν οι χωριανοί.
  Αυτός ο Μοναχογιός λοιπόν είχε μια πολύ όμορφη γυναίκα, και όπως έδενε η Μαστραπάδαινα τον άντρα της, έτσι την έδενε κι αυτός. Αυτό μόνο ξέρω. Αν κάποτε έλυσε το σκοινί, δεν μου είπαν. Αλλά μάλλον όχι, όπως και ο Μαστραπάς, γιατί θα ακουγόταν. Έτσι δεν είναι να απορεί κανείς που ένα από τα αντώνυμα του «παντρεμμένος-η» στην Κρήτη είναι και το «ελεύθερος-η». Όταν το πρωτοάκουσα έμεινα έκπληκτος. «Όταν ήμουνα ελεύθερη…», είπε μια γυναίκα σε κάποια αποσπερίδα στην οποία με είχε πάρει και εμένα η μάνα μου. Από τότε άκουσα πολλές φορές τη λέξη με αυτή τη σημασία, του ανύπαντρος-η. 
  Αυτό θα πει να είσαι κρητικός. Ακόμη και το γάμο τον νοιώθει σαν μια μορφή σκλαβιάς. 
  Οι ξεσηκωμοί σημαίνουν σκοτωμούς. Αυτό όμως δεν θολώνει τον ανθρωπισμό του Καζαντζάκη, που σε δυο σημεία γράφει: «(Ο γούμενος του Αφέντη Χριστού): Κακή δουλειά ’ναι αυτή, να σκοτώνεις ανθρώπους· ας είναι κι άπιστοι Αγαρηνοί, συλλογίζουνταν· μα δε φταίμε εμείς, σου το λέω ορθά κοφτά, δε φταίμε εμείς· λευτέρωσέ μας, θεέ μου, να ησυχάσουμε» (σελ. 337). Δεν θυμάμαι όμως σε ποια σελίδα γράφει για έναν τούρκο που περιποιόταν χωρίς διάκριση τούρκους και χριστιανούς άρρωστους ή πληγωμένους.
  Βρήκα και τρία αποσπάσματα που κολλάνε σε τρεις από τις ιστορίες «Του τάφου» που έγραψα το καλοκαίρι. Θα τα χώσω μέσα σ’ αυτές, όπου και θα παραπέμψω: 10η ιστορία, «Ο αδιάβαστος παπάς», 27η ιστορία, «Η σιέστα» και 29η ιστορία, «Ο φόβος των φαντασμάτων». Επίσης, πριν ξαναδιαβάσω το βιβλίο, πήρα το απόσπασμα στο οποίο οι τρεις φίλοι πηδάνε το φέρετρο του Μανούσακα, αυτόν που σκότωσε ο Νουρήμπεης, και το ενσωμάτωσα στην 10η ιστορία «Του τάφου» που έχει τίτλο «Το ξενύχτισμα του νεκρού». Τέλος το παραπάνω απόσπασμα με τη Μαστραπάδαινα, το ανάρτησα πριν λίγο σαν ξεχωριστή κατωχωρίτικη ιστορία.
  Διαβάζουμε:
  «(Ο ανηψιός του καπετάν Μιχάλη, ο Κοσμάς, επιστρέφει στο Ηράκλειο από το εξωτερικό όπου βρισκόταν). Χαμηλά του φαίνονταν τα σπίτια, οι φαρδιοί δρόμοι στένεψαν, οι παλιοί φίλοι του έλεγαν ένα λόγο, δυο λόγια, κι άδειαζαν. Αυτοί που, έφηβοι, περπατούσαν, σα να ’καναν γιουρούσι, στα στενά σοκάκια του Μεγάλου Κάστρου τα δειλινά, και τις νύχτες, στο φεγγάρι, συζητούσαν με πάθος για το Θεό, για την πατρίδα και για τη μοίρα του κόσμου, τώρα πώς μπερδεύτηκαν σε γυναίκες, σε παιδιά, στις έγνοιες του ψωμιού, κι η εφηβική αρμάδα είχε βουλιάξει μέσα σε μια σπιτίσια σκάφη!» (σελ. 421).
  Και θυμήθηκα το ποίημα του Σεφέρη, «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου», για το οποίο έχω κάνει μια ανάρτηση, όπου παραθέτω τη μουσική του Μαρκόπουλου και τους στίχους.
  Διαβάζω: «…ξεροκαύκαλο βουτηγμένο στο λαδόξιδο…» (σελ. 349).
  Καλά κρατώ την παράδοση. Ένα γεύμα μου, σχεδόν κάθε μέρα, είναι ξεροκαύκαλο, κρητικός ντάκος, περιχυμένος με λάδι και ξύδι.
  Διαβάζοντας το βιβλίο θυμήθηκα με συγκίνηση λέξεις, φράσεις και εκφράσεις ξεχασμένες από χρόνια. Στη σημερινή εποχή είναι αδιανόητη μια καινούρια «Βαβυλωνία». Όμως, παρόλο που δεν είμαι καθόλου κολλημένος στην παράδοση (με εξαίρεση τον ντάκο, τη λύρα, και κάποια πράγματα ακόμη), αυτή η εξέλιξη με θλίβει. Κάθε φορά που βρίσκομαι στην Κρήτη μου αρέσει να μιλώ κρητικά. Σαν να γυρίζει ένας διακόπτης στο μυαλό μου, μου έρχονται στο νου και χρησιμοποιώ λέξεις που εδώ στην Αθήνα μου είναι ξεχασμένες, εκπλήσσοντας πολλές φορές τους φίλους μου. Εισέπραξα τώρα το καλοκαίρι και τα συγχαρητήρια ενός πωλητή στην Ένωση Γεωργικών Συναιτερισμών, που ενώ με έκοψε για αθηναίο, και του το επιβεβαίωσα, είδε πως μιλούσα κρητικά, σε αντίθεση με άλλους «αθηναίους».
  Τον «Καπετάν Μιχάλη» πρέπει να τον διαβάσει κάθε κρητικός. Όποιος δεν τον διαβάσει δεν του πρέπει να λέγεται κρητικός.


 

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 22η Ιστορία, Το δέσιμο



Κατωχωρίτικες ιστορίες, 22η Ιστορία, Το δέσιμο

Διαβάζοντας το παρακάτω απόσπασμα από τον «Καπετάν Μιχάλη» θυμήθηκα και μια κατωχωρίτικη ιστορία.
  «Και πρώτη πρώτη η κυρά-Μαστραπάδαινα έλυσε τον άντρα της, τον άγιον άνθρωπο, τον κουδουνά, από το στύλο του κρεβατιού, όπου τον έδενε κάθε βράδυ, γιατί τον ζήλευε· μην πάει, λέει-ξέρει αυτή τους άντρες!-και κατεβεί κρυφά και βρει, κάτω στην κουζίνα, τη δούλα τη χοντρο-Ανεζίνα, με τ’ αγελαδίσια μαστάρια. Τον έδενε λοιπόν κάθε βράδυ στο στύλο του κρεβατιού και τον έλυνε όταν αυτός κάποτε τη νύχτα την ξυπνούσε να πάει προς νερού του· μα πάλι το σκοινί έμενε δεμένο στον αστράγαλό του, κι η Μαστραπάδαινα το κρατούσε σφιχτά από την άλλη άκρα, μην τύχει και της ξεφύγει ο λεγάμενος και πάρει τον κακό δρόμο» (σελ. 56).
  Ο Μοναχογιός (δεν θυμάμαι το όνομά του) πέθανε όταν εγώ ήμουν πολύ μικρός. Ήταν πολύ γέρος. Συνήθιζαν να τον πειράζουν ρωτώντας τον: -Μοναχογιέ, τρως τα μακαρούνια; Και αυτός απαντούσε –Ούχι.
Ούχι, όχι «όχι». Για να ακούσουν αυτό το «Ούχι» τον πήραζαν οι χωριανοί.
  Αυτός ο Μοναχογιός λοιπόν είχε μια πολύ όμορφη γυναίκα, και όπως έδενε η Μαστραπάδαινα τον άντρα της, έτσι την έδενε κι αυτός. Αυτό μόνο ξέρω. Αν κάποτε έλυσε το σκοινί, δεν μου είπαν. Αλλά μάλλον όχι, όπως και ο Μαστραπάς, γιατί θα ακουγόταν. Έτσι δεν είναι να απορεί κανείς που ένα από τα αντώνυμα του «παντρεμμένος-η» στην Κρήτη είναι και το «ελεύθερος-η». Όταν το πρωτοάκουσα έμεινα έκπληκτος. «Όταν ήμουνα ελεύθερη…», είπε μια γυναίκα σε κάποια αποσπερίδα στην οποία με είχε πάρει και εμένα η μάνα μου. Από τότε άκουσα πολλές φορές τη λέξη με αυτή τη σημασία, του ανύπαντρος-η. 
  Αυτό θα πει να είσαι κρητικός. Ακόμη και το γάμο τον νοιώθεις σαν μια μορφή σκλαβιάς.