Book review, movie criticism

Wednesday, February 20, 2013

Πάστερνακ-Τσβετάγιεβα-Ρίλκε, Η αλληλογραφία των τριών



Πάστερνακ-Τσβετάγιεβα-Ρίλκε, Η αλληλογραφία των τριών (μετ. Σταυρούλα Αργυροπούλου και Γιώργου Δεπάστα), Μεταίχμιο 2003, σελ. 391

  Δεν θυμάμαι να διάβασα ποτέ γράμματα άλλων συγγραφέων. Ακόμη και την αλληλογραφία του Βαν Γκογκ με τον αδελφό του τον Τεό (στα αγγλικά, δεν είχε μεταφραστεί ακόμη στα ελληνικά) την οποία αγόρασα όταν ήλθα στην Αθήνα να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις δεν κατάφερα να τη διαβάσω. Ούτε και τα 400 γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη νομίζω ότι διάβασα. Όμως όταν βρήκα στο Bazaar βιβλίου, πριν τέσσερα χρόνια, την αλληλογραφία μεταξύ Πάστερνακ, Τσβετάγιεβα και Ρίλκε την αγόρασα.
  Δεν κατάφερα ακόμη να διαβάσω το «Δόκτορα Ζιβάγκο» του Πάστερνακ, παρόλο που και αυτόν τον αγόρασα τότε, στα αγγλικά, και αργότερα στα ρώσικα. Είδα όμως την ταινία. Του Ρίλκε διάβασα μόνο τα «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή». Το καλοκαίρι του 2003, σε μια τριήμερη κρουαζιέρα, διάβασα μια εξαίσια βιογραφία της Μαρίνας Τσβετάγιεβα γραμμένη από τον Ανρί Τρουαγιά, σε μετάφραση Μαριλένας Καρά (Μεταίχμιο 2003). Εξαιρετικό έργο και εξαιρετική μετάφραση, και ιδιαίτερα των ποιημάτων της Τσβετάγιεβα, κάτι που συνήθως δεν συναντάς σε ποιήματα ένθετα σε μια βιογραφία.
  Δεν είμαι λάτρης της ποίησης, και αυτό το αποδίδω στη στόφα του δοκιμιογράφου που έχω, που με κάνει να προτιμώ την κυριολεκτικότητα και τη σαφήνεια της πεζογραφίας από την συνειρμικότητα, τη μεταφορικότητα και την πολυσημία της ποίησης. Βέβαια κατά καιρούς διαβάζω και παρουσιάζω ποιήματα φίλων, όπου πετάω κάποια εξυπνακίστικα πράγματα με αποτέλεσμα να φαίνονται καλούτσικες αρκετές από αυτές τις βιβλιοπαρουσιάσεις, όμως θεωρώ πιο επαρκή τον εαυτό μου στην κριτική ενός πεζογραφήματος-το διδακτορικό μου εξάλλου έχει θέμα τις αφηγηματικές τεχνικές. Έτσι δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε ιδιαίτερα αυτή η αλληλογραφία, γραμμένη σχεδόν σε ποιητική πρόζα, με μια ελλειπτικότητα και αποσπασματικότητα στη γραφή, ιδιαίτερα τα γράμματα της Τσβετάγιεβα. Και οι τρεις τους γράφουν με προσοχή, κρατώντας προσχέδια, όχι μόνο γιατί θέλουν να στείλουν ένα άρτιο κείμενο στο παραλήπτη αλλά και, φαντάζομαι, γιατί υπολογίζουν ότι κάποτε οι επιστολές αυτές θα δημοσιευτούν. Για τον Ρίλκε εκφράζονται με απέραντο θαυμασμό, που στιγμές στιγμές φτάνει τα όρια της δουλικότητας. Η Τσβετάγιεβα είναι ερωτευμένη μαζί του, αλλά και με τον Πάστερνακ. Όμως οι έρωτες αυτοί δεν ξέρω σε πια έκταση ευοδώθηκαν. Έχουν περάσει τόσα χρόνια που δεν μπορώ να θυμάμαι την βιογραφία της Τσβετάγιεβα, και στη βικιπαίδεια δεν βρήκα και πολλά πράγματα. Ίσως ερωτεύτηκαν τα πνεύματα και όχι τα σώματα ο ένας του άλλου.   
  Είναι χαρακτηριστικό αυτό που γράφει η Μαρίνα Τσβετάγιεβα σε ένα γράμμα στον Μπαρίς Παστερνάκ: «Ούτε μια γυναίκα δεν θα πήγαινε με έναν εργάτη-εξαιρουμένων των μη φυσιολογικών-ενώ όλοι οι ποιητές πηγαίνουν με τις γυναίκες του δρόμου» (σελ. 267). Λέγοντας «ούτε μια γυναίκα» προφανώς βάζει μέσα και τις ποιήτριες.
  Είναι αλήθεια; Δεν ξέρουμε, δεν έχει γίνει κανένα γκάλοπ ανάμεσα στις ποιήτριες. Όσο για τους ποιητές, νομίζω δεν χρειάζεται να γίνει.
  Δεν θέλω να αδικήσω το βιβλίο, όσοι είναι λάτρεις του Ρίλκε, της Τσβετάγιεβα και του Παστερνάκ θα τους αρέσει ιδιαίτερα. Εγώ δεν ξέρω τι άλλο να γράψω, και απλά θα παραθέσω τρία ακόμη αποσπάσματα που υπογράμμισα.
  «Οι συμπτώσεις παίζουν στη ζωή έναν εκπληκτικό ρόλο, αν και οι επιστημονικές έρευνες, που αιτιολογούν εκ των υστέρων τη σειρά των αλληλένδετων γεγονότων, τις αναφέρουν συνήθως ως ασήμαντα περιστατικά, από το φόβο μήπως ξεπέσουν στο ύφος γοητευτικών λογοτεχνικών αναγνωσμάτων» (σελ. 46).
  Όχι, αυτό δεν είναι απόσπασμα από επιστολή, είναι από μια εκτενέστατη εισαγωγή 56 σελίδων της οποίας δεν αναγράφεται ο συντάκτης. Προσυπογράφουμε όμως το παραπάνω απόσπασμα.
  Από επιστολή της Τσβετάγιεβα: «Επί τη ευκαιρία, φαντάζεστε την ομορφιά αυτής της λέξης. Secrétaire (secrete)» (σελ. 316).
  Ομολογώ ότι δεν είχα σκεφτεί ποτέ την ετυμολογία της λέξης. Μπορεί να έχει ομορφιά, αλλά είναι και πονηρή. Η γραμματέας, αν δεν έχει η ίδια ερωτικές σχέσεις με τον προϊστάμενό της, φροντίζει να κρύβει επιμελώς τις ερωτικές του σχέσεις από τη γυναίκα του, κρατώντας καλά τα μυστικά του. Η ελληνική αντίστοιχη είναι καθαρότερη, χωρίς πονηρά υπονοούμενα: γραμματέας, αυτή που κρατάει την αλληλογραφία. Βέβαια υπάρχει και το αρσενικό, ο γραμματέας, που όμως συνοδεύεται πάντα από ένα επίθετο, συνήθως το «γενικός»: ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ,  κ.ά.  
  Τέλος διαβάζουμε, πάλι από γράμμα της Τσβετάγιεβα: «Η σύγκριση μεταξύ Ρίλκε και Μαγιακόφσκι, παρ’ όλη (;) την αγάπη (;) που τρέφω για τον τελευταίο, είναι για μένα ιεροσυλία» (σελ. 320).
  Χθες βράδυ είχαμε μια συζήτηση με ένα φίλο κατά πόσο κάποιοι ρώσοι συγγραφείς είναι υπερτιμημένοι. Ο λόγος για τον Γκόρκι, τον οποίο διάβασα πρόσφατα. Με το ξεθώριασμα του μαρξισμού και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού φαίνεται σαν να έχουν ξεθωριάσει και οι μαρξιστές συγγραφείς. Όμως η συζήτηση για την πρόσληψη, για τον κανόνα, για την επιβίωση ενός συγγραφέα στους αιώνες που θα ακολουθήσουν είναι πολύ μεγάλη για να γίνει στα πλαίσια μιας βιβλιοπαρουσίασης.

Κι άλλες μαντινιάδες-Κρητικός ύμνος στην πεθερά (σελ. 23)

Κρητικός ύμνος στην πεθερά

Με αυτό τον τίτλο, κατ’ ευφημισμό, μου έστειλαν τις παρακάτω μαντινιάδες

Τσι πεθεράς μου εδάγκωσε τον πόδα ένα λιακόνι
και το λιακόνι εψόφησε κι εκείνη ζει ακόμη!

Την πεθερά μου έβαλα ψηλά στον Ψηλορείτη
να τηνε βλέπουν οι οχτροί να μην πατούν στην Κρήτη

Άμε να πεις τση μάνας σου να κόψει τα κουμάντα
να πάει να δίνει διαταγές στον εδικό τση άντρα

Όταν κοντά στο σπίτι μου η πεθερά ζυγώνει
με πιάνει σοκ αλλεργικό και παίρνω κορτιζόνη

Κακό είναι συναπάντημα να δεις παππά μπροστά σου
μα πιο κακό είναι το πρωί να δεις την πεθερά σου

Εγώ είδα και τον χάροντα μα εμένα δεν με νοιάζει
το μόνο που κατάλαβα της πεθεράς μου μοιάζει

Και θυμήθηκα μια ακόμη μαντινιάδα:

Να τονε πάρει ο διάολος ο που χρωστεί και δώσει
κι ο που ’χει πεθερά κακή και δεν τηνε ψακώσει

Ηθικόν δίδαγμα: πεθερές, μη ανακατεύεστε στη ζωή του ζευγαριού.


Tuesday, February 19, 2013

Κι άλλες μαντινιάδες-Κουράγιο (σελ. 22)



Κουράγιο

Μετά από σχόλιο σε μια ανάρτηση της εκλεκτής φίλης και συναδέλφου Πέπης Μυρμιλιάγκου κλήθηκα να ενθαρρύνω, εγώ ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός, τους εν ενεργεία συναδέλφους. Η Πέπη μου γράφει:
«θα μπορείς να μας ενθαρρύνεις, λοιπόν, Μπάμπη μου, με τις εναλλακτικές, πάντα ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις σου και κυρίως με το χιούμορ!!!!!»
Εγώ, αφού βάζω ένα like, ενθαρρύνω με μια μαντινιάδα:

Κουράγιο λοιπόν Πέπη μου για άλλη μια βδομάδα
σε λίγους μήνες έρχεται η Μεγαλοβδομάδα

Δεν είναι καλή μαντινιάδα. Ομοιοκαταληκτεί η «εβδομάδα» πάλι με εβδομάδα, έστω και σαν δεύτερο συνθετικό. Ακόμη, το «σε λίγους μήνες έρχεται» δεν δίνει ιδιαίτερο θάρρος, και ας λένε κάποιοι συνάδελφοι ότι μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων νιώθουν πως πέρασε η χρονιά. Θα μπορούσα βέβαια να γράψω «και όπου να ’ναι έρχεται», όμως θα ήταν ψέμα, αφού το σχόλιο γράφτηκε στις 14-1-2013. Και δεν είναι μόνο αυτό, φέτος το Πάσχα πέφτει αργά, το Μάη.
Έκανα την αυτοκριτική μου, όπως είχα μάθει μαθητεύοντας στην Αριστερά. Ελπίζω παρ’ όλ’ αυτά να έδωσα λίγο θάρρος στους συναδέλφους εκπαιδευτικούς-σε όσους διάβασαν το σχόλιο βέβαια.

Γιάννη Χρηστάκη, Το χωριό Μύθοι (Μίνθη) Ιεράπετρας



Γιάννη Χρηστάκη, Το χωριό Μύθοι (Μίνθη) Ιεράπετρας, Ηράκλειο 2013, σελ. 253



Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα


Ένα ενδιαφέρον μελέτημα για ένα χωριό της ανατολικής Κρήτης

  Σχεδόν κάθε χωριό της Κρήτης βρίσκει κάποια στιγμή τον άνθρωπο που θα ασχοληθεί με την ιστορία του, τη γεωγραφία του και τις παραδόσεις του, και τα αποτελέσματα των μελετών του θα τα παρουσιάσει σε βιβλίο. Έχουμε παρουσιάσει αρκετά τέτοια βιβλία στο παρελθόν. Το τελευταίο, αλλά όχι έσχατο φαντάζομαι, που φτάνει στα χέρια μας, είναι το βιβλίο του επίτιμου σχολικού συμβούλου Γιάννη Χρηστάκη. Τα βιβλία αυτά, καθώς έχουν περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, δεν προτιμώνται από τους εκδότες, και έτσι οι συγγραφείς τους καταφεύγουν στην αναζήτηση χορηγών. Ένας χορηγός της έκδοσης αυτού του βιβλίου είναι «το φαρμακείο της κ. Σμαράγδας Αλεξανδρίδη και Σία ΟΕ, Γ. Παπανδρέου 30, Αργυρούπολη, Αθήνα, που ευγενώς ανέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της εκδοτικής δαπάνης του βιβλίου…», διαβάζουμε στις «Ευχαριστίες». Να ευχαριστήσω κι εγώ άλλη μια φορά από αυτές τις γραμμές το χορηγό του δικού μου βιβλίου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά» Γιώργη Τωμαδάκη, που στο κατάστημα ένδυσης που έχει στην Νέα Σμύρνη με την επωνυμία Sportstown υπήρξα κάποτε ένας πολύ μικρός μέτοχος. Το χωριό μου, επειδή στον τίτλο δεν αναφέρω το όνομά του σε αντίθεση με τον Χρηστάκη, πράγμα για το οποίο συνειδητοποιώ τώρα ότι ήταν μια παράλειψη, είναι το Κάτω Χωριό Ιεράπετρας.
  Πριν από την εισαγωγή υπάρχει το ποίημα του Γεώργιου Αθάνα «Οι χωριανοί».
 
Όλοι μας γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά
με το μικρό του τ’ όνομα ένας τον άλλο κράζει,
στα μυστικά μας δεν μπορεί να βάλομε κλειδιά,
ξέρει καθ’ ένας τ’ αλλονού τα μάτια να διαβάζει

  Αυτή είναι η πρώτη στροφή του ποιήματος.
  Στην εισαγωγή ο Χρηστάκης μιλάει για την αγάπη του για το χωριό του, αγάπη που την νοιώθουν όλοι οι χωριανοί του και για την έγνοια τους γι’ αυτό. Καταλήγει μιλώντας για τη δομή του βιβλίου.
  «Το βιβλίο χωρίζεται… σε δυο κύρια μέρη. Το πρώτο σπουδάζει το χώρο και ό,τι έχει σχέση μ’ αυτόν, ενώ στο δεύτερο παρουσιάζεται αναλυτικά η ιστορική διαδρομή μέσα στο χρόνο, περιγράφεται αδρά η κοινωνική κατάσταση και εκτίθεται η γενικότερη κοινωνική δραστηριότητα. Συμπληρωματικά, στο δεύτερο αυτό μέρος, καταγράφεται η γλωσσική πραγματικότητα της περιοχής την περίοδο που εξετάζεται και καταχωρούνται μερικές μικρές ιστορίες-διηγήματα, που αποδίδουν εναργέστερα και εκφραστικότερα το κοινωνικό κλίμα, το σφυγμό του τόπου».
  Οι Μύθοι κείνται δυτικά της Ιεράπετρας, λίγο μετά το Μύρτος. Βρίσκονται ανάμεσα στα «Καμένα χωριά» (από τους Γερμανούς). Γλίτωσαν το κάψιμο, αλλά θρήνησαν κι αυτοί τους νεκρούς τους. Κοντά τους υπάρχουν περιοχές άφατου κάλους, ανάμεσα στις οποίες είναι και το φαράγγι της Σαρακήνας.
  Ενδιαφέρον είναι το κεφάλαιο με τα τοπωνύμια. Ο Χρηστάκης καταγράφει 195 τοπωνύμια, τα οποία χωρίζει στις εξής κατηγορίες: Αρχαιολογικά-ιστορικά, ανθρωπωνυμικά, φυτωνυμικά, ζωωνυμικά, τουρκωνυμικά, εδαφωνυμικά και διάφορα. Ένα από αυτά είναι το τοπωνύμιο «Σαραντάπηχος», που συνδέεται με ιστορικό πρόσωπο το οποίο έχει περιβληθεί με την αχλή του θρύλου. Ο Σαραντάπηχος ήταν ο Ακρίτας της περιοχής που την προστάτευε από τους Σαρακηνούς, αλλά, όπως διαβάζω στο βιβλίο αυτό, είχε μετατραπεί σε δυνάστη της περιοχής.
  Έχω διαβάσει και σε άλλα βιβλία για τον Σαραντάπηχο, καθώς και άσματα που συνδέονται με το όνομά του. Για πρώτη φορά άκουσα για αυτόν στο ομώνυμο τραγούδι από τη συλλογή «Αφιέρωμα» του Γιάννη Μαρκόπουλου.
  Αξιόλογη είναι η ετυμολογία του ονόματος που οφείλεται σε ένα γάλλο φιλέλληνα, τον Πωλ Φωρ, για την οποία γίνεται έμμεση μνεία στον τίτλο. Το αρχικό όνομα ήταν Μίνθη, ονομασία που την πήρε από το ομώνυμο φυτό. Το όνομα αυτό παραπέμπει άμεσα στον μινωικό πολιτισμό, καθώς είναι γνωστό πως τα ονόματα με το σύμφωνα νθ (Ραδάμανθυς) και ττ (Λυκαβηττός) είναι προελληνικά. Κάποια στιγμή το «Η Μίνθη» έγινε «Οι Μύθοι», όπως το κατωχωρίτικο «Τα όρη» έγινε «Το αόρι».
  Έχοντας το πρόγραμμα «Διόνυσος» που περιέχει όλα τα κείμενα της αρχαίας γραμματείας, έψαξα με περιέργεια για τη «μίνθη».  Βρήκα πολλά λήμματα στον Γαληνό, που μιλάει για τις θεραπευτικές της ιδιότητες, και την χαρακτηρίζει «…ἡ εὐώδης μίνθη…».
  Γιατί ευώδης; Γιατί υπάρχει και η καλαμίνθη, για την οποία υπάρχουν περισσότερα λήμματα. Γι’ αυτήν διαβάζω στον Γαληνό: «ἔστι γὰρ ἑτέρα τις οὐκ εὐώδης μίνθη, ἣν καὶ καλαμίνθην καλοῦσι». Το «ουκ ευώδης» δεν σημαίνει ότι δεν είχε οσμή, γιατί στις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη διαβάζουμε: «σὺ δέ γ' ὄζοις ἂν καλαμίνθης», θα βρωμούσες δηλαδή σαν καλαμίνθη.  
  Παρά τις θεραπευτικές ιδιότητες της μίνθης, διαβάζω σε ένα άλλο λήμμα, κάποιου Ορειβάσιου, ότι: «λαμβάνοι δ' ἂν καλῶς καὶ φοινίκων· διουρητικοὶ γὰρ ὄντες καθαίρουσι τὸ αἷμα καὶ χρηστὸν τὸ γάλα παρασκευάζουσι· πονηρότατα δὲ μίνθη καὶ ὤκιμον, φθείροντα τὸ γάλα». Φάρμακο λοιπόν η μίνθη, αλλά στο μητρικό γάλα κάνει κακό. Στους «Δειπνοσοφιστές» επίσης διαβάσουμε: «στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης». Και στεφάνια λοιπόν έφτιαχναν από τη μίνθη.
  Πολλά τα λήμματα, εγώ είμαι κατωχωρίτης, ας τα μελετήσει, αν έχει όρεξη, ένας μυθιανός.
  Τα λαογραφικά στοιχεία έχουν ένα ευρύτερο ενδιαφέρον. Στο υποκεφάλαιο «Διάφοροι κοινωνικοί μηχανισμοί» ο Χρηστάκης μιλάει για το ραντολόι, για το καερέτι, για τους δανεικούς κ.ά, πράγματα που τα ξέρω και από το δικό μου χωριό, και στο «Λαϊκές δοξασίες» για τους καλλικαντζάρους, για το κλάμα του σκύλου (που στο χωριό μου το λένε και σκυλομούργισμα· όταν κάποτε άκουγα όπερα από το ραδιόφωνο, η συγχωρεμένη η μάνα μου μού είπε: ήθελα και να κάτεχα ίντα καταλαβαίνεις από φτανά τα σκυλομουργίσματα), τη ζάρα (πάλι θυμάμαι τη μητέρα μου, που όταν μια ζάρα κάθισε πάνω σε ένα δένδρο στο περβόλι μας και άρχισε να κρώζει μου φώναξε έντρομη: διώξε το, διώξε το), για την οποία γράφει ο Χρηστάκης: «Κάποτε όμως δεν φωνάζει σαν πουλί αλλά σέρνει στριγγές φωνές, κράζει, σέρνει σκληριές. Αυτό αποτελεί, όπως πίστευαν, ειδοποίηση θανάτου κάποιου προσώπου της οικογένειας» (σελ. 97. Όχι, δεν πέθανε κανείς τότε από την οικογένειά μου).
  Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και το κεφάλαιο με τα γλωσσικά. Εκεί παραθέτει ο Χρηστάκης διάφορες παροιμίες και τυποποιημένες φράσεις, αλλά επιχειρεί και την ετυμολόγηση κάποιων απ’ αυτές δείχνοντας την αρχαιοελληνική τους προέλευση. Γράφει για παράδειγμα ότι το «ντελόγο» προέρχεται από το «εν τω λόγω», και το «έντρομα» από το «εν τω δρόμω».
  Τα τέσσερα διηγήματα με τα οποία τελειώνει το βιβλίο και τα οποία δείχνουν χαρακτηριστικές εικόνες από τη ζωή του χωριού, αναδεικνύουν τον Χρηστάκη όχι μόνο ικανό ερευνητή αλλά και ταλαντούχο λογοτέχνη. Το πλούσιο εικονογραφικό υλικό αλλά και τα στοιχεία που συνέλλεξε κατά την έρευνά του ξεπερνούν το τοπικό ενδιαφέρον, και έτσι το βιβλίο αυτό μπορούμε να πούμε ότι απευθύνεται όχι μόνο στον Μυθιανό, όχι μόνο στον Γεραπετρίτη, αλλά και σε κάθε Κρητικό-τουλάχιστον. Γιατί το γνωστικό ενδιαφέρον δεν έχει όρια, είναι παγκόσμιο, και αυτό είναι το βασικό πιστεύω της κοινωνικής ανθρωπολογίας, η οποία μελετάει κοινωνίες που βρίσκονται στο περιθώριο του λεγόμενου πολιτισμένου κόσμου, ακριβώς γιατί ενδιαφέρουν αυτόν τον πολιτισμένο κόσμο. Από τις γραμμές αυτές θα ευχηθούμε να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης