Book review, movie criticism

Sunday, May 19, 2013

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 30η ιστορία, Το παγκάρι



Κατωχωρίτικες ιστορίες, 30η ιστορία, Το παγκάρι

  Την ιστορία την ήξερα από παλιά, έχω μάλιστα την εντύπωση ότι κυκλοφορεί πανελλαδικά. Ο Γιώργης ο Τζανετάκης, φίλος και συγκάτοικός μου και στα τέσσερα φοιτητικά μου χρόνια, με διαβεβαίωσε ότι είναι αληθινή. Στις αντιρρήσεις μου επέμενε έντονα. Όπως και να έχει είναι πολύ αστεία, γι’ αυτό, μετά από κάποιους δισταγμούς, αποφάσισα να τη γράψω στη δική του εκδοχή.
  Ο συγχωρεμένος ο Λιανός ήταν αγροφύλακας στην Επισκοπή. Όπως και με τον δικό μας τον Κωστή τον Παραουλάκη κυκλοφορούν και με αυτόν πολλές αστείες ιστορίες. Ο παπάς τού παραπονέθηκε ότι κάποιος κλέβει το παγκάρι στην Παναγία την Ευαγγελίστρια (μεγάλη η χάρη της, έχω δεκαετίες να πάω, λέω να κάνω καμιά βόλτα, να ανάψω κανένα κερί και να αφήσω τον οβολό μου).
  -Μα αφού είναι εξωκλήσι, τι λεφτά να έχει; ρωτάει ο Λιανός
  -Και όμως, πηγαίνουν χωριανοί, ανάβουν τα καντήλια και αφήνουν τον οβολό τους. Και επειδή δεν είναι σίγουροι αν βρίσκω τα λεφτά, μου το λένε για να ξέρω.
  -Καλά λοιπόν, θα το ψάξω.
  Στο εξής όταν περνούσε κοντά από την Ευαγγελίστρια έμπαινε μέσα και καθόταν κανένα μισάωρο στο ιερό, να ξεκουραστεί από την πεζοπορία. Δεν είναι μικρό πράγμα να γυρνάς στα χωράφια όλη μέρα. Ένας συγγενής μου, ο Αθάνατος, αγροφύλακας του Κεντριού, συνήθιζε να παίρνει ένα βολταρέν πριν ξεκινήσει για την καθημερινή του περιπολία.
  Μια από τις πολλές φορές λοιπόν που σταμάτησε εκεί ακούει κάποιον να μπαίνει μέσα στην εκκλησία.
  -Παναγία μου, να πάρω τα ψιλά από το παγκάρι για να αγοράσω τσιγάρα;
  -Όχι, απαντάει μέσα από το ιερό ο Λιανός.
  -Σκάσε εσύ μικρό, δεν ρωτώ εσένα, τη μάνα σου ρωτώ.
  Και μια ακόμη αστεία ιστορία με τον Λιανό. Την ήξερα, αλλά την αφηγούμαι και αυτή όπως μου την είπε ο Γιώργης.
  Πηγαίνει στο καφενείο. Σε μια γωνιά κάθονται τρεις χωριανοί και παίζουν πρέφα. Κάθεται στο διπλανό τραπέζι, με κατσουφιασμένο πρόσωπο και κατεβασμένο το κεφάλι. Κάποια στιγμή τον παίρνουν χαμπάρι. Βρε τι έπαθε ο αγροφύλακάς τους και είναι τόσο άκεφος;
  -Βρε συ, τι έπαθες και είσαι τόσο κατσούφης;
  Αναστενάζοντας τους απαντάει ο Λιανός.
  -Να δείτε μωρέ κοπέλια ειντά ’παθα. Επήγε ο κάτης, ήσυρε το μάνταλο της πόρτας και μπήκε μέσα στη κουζίνα και μού ’φαγε τη στάκα.
  Δεν ξέρουμε αν γέλασαν ή αν πήγαν να τον δείρουν. Σε τέτοιες αστείες ιστορίες δεν έχει άλλωστε σημασία. Το παρατσούκλι του ενός ήταν κάτης (γάτος), του άλλου μάνταλος (χερούλι της πόρτας) και του άλλου στάκα (νοστιμότατο παραπροϊόν από το φτιάξιμο βουτύρου με το γάλα της κατσίκας ή του προβάτου).
  Τους πισκοπιανούς μόνο με τα παρατσούκλια τους μπορείς να τους βρεις. Μάλιστα για τον ταχυδρόμο η επίσκεψη στο χωριό ήταν αληθινός μπελάς, γιατί όταν ρωτούσε πού θα βρει τον τάδε, διαβάζοντας το όνομα που έγραφε ο φάκελος, κανείς δεν τον ήξερε.
  Το διαπιστώνω κι εγώ. Όταν μου μιλάνε για πισκοπιανό αναφέρονται σ’ αυτόν πάντα με το παρατσούκλι του («παρανόμι» στα Πανωκατωχωρίτικα, δηλαδή στην τέως κοινότητα Κάτω Χωρίου), και πρέπει να ρωτήσω και το ονοματεπώνυμό του για να καταλάβω για ποιον μιλάνε, δηλαδή ποιο είναι το σόι του, και με την περιέργεια μήπως τυχόν πρόκειται για κανένα συμμαθητή μου. Και όταν θέλω εγώ να αναφερθώ σε πισκοπιανό πρέπει να πω και το παρατσούκλι του, γιατί αλλιώς δεν ξέρουν για ποιον τους μιλάω. Μου έχει συμβεί δυο τρεις φορές αυτό το Πάσχα που ξαναβρίσκομαι στην Κρήτη.
  Όμως επειδή «κακολογήσαμε» τους πισκοπιανούς, να πούμε και κάτι κολακευτικό γι’ αυτούς.
  Την ιστορία την άκουσα από τον Κίμωνα Φράιερ σε μια εκδήλωση για τον Καζαντζάκη. Μου την επανέλαβε όταν κάποτε τον επισκέφτηκα σπίτι του, τότε που ήμουν φοιτητής.
  Γυρνούσε την Κρήτη με τη βέσπα του την εποχή που μετάφραζε την «Οδύσσεια», αρχές της δεκαετίας του ’50. Έκανε στάσεις σε διάφορα χωριά. Έκανε μια στάση και στην Επισκοπή. Μόλις κάθεται στο καφενείο τον πλησιάζουνε τρεις πισκοπιανοί, όπως το συνηθίζουν στα χωριά της Κρήτης, για να τον ρωτήσουν ποιος είναι, από πού είναι, και να τον κεράσουν. Αφού τέλειωσε αυτό το τελετουργικό, ο Φράιερ άρχισε να τους μιλάει για τον Καζαντζάκη.
  -Ξαφνικά, μου λέει, ένας από αυτούς έφυγε. Γύρισε μετά από λίγο έχοντας μαζί του άλλους πέντε. Σε λίγο φεύγουν άλλοι δυο, για να επιστρέψουν και αυτοί μετά από λίγα λεφτά ακολουθούμενοι από άλλους δέκα. Τελικά αντιλήφθηκα ότι μιλούσα σε ένα ακροατήριο με πάνω από πενήντα άτομα.
  Αυτός είναι ο Καζαντζάκης, αλλά αυτοί είναι και οι Πισκοπιανοί.
  Υπάρχει και άλλο ανέκδοτο. Ο Φράιερ δεν πήγε να βγάλει εισιτήριο σε πρακτορείο, πιστεύοντας ότι θα εύρισκε στο πλοίο.
  -Δυστυχώς δεν υπάρχει θέση για τη βέσπα σας, έπρεπε να είχατε βγάλει εισιτήριο πιο πριν, του λέει ο υπεύθυνος.
  Βρε αμάν ο Φράιερ, τίποτα αυτός. Ξαφνικά του έρχεται μια ιδέα.
  -Ξέρεις, πηγαίνω στην Κρήτη για να μιλήσω για τον Καζαντζάκη.
  -Υπέρ ή κατά; ρωτάει εκείνος με έντονο τον τόνο της ανυπομονησίας για την απάντηση στη φωνή του.
  -Υπέρ, απαντάει ο Φράιερ.
  -Τακτοποίησε τη βέσπα του κυρίου, δίνει αμέσως την εντολή σε ένα ναύτη.
  Και ένα τελευταίο, που μου το αφηγήθηκε ο ξάδελφός μου ο Κωστής ο Κοντοπόδης, που δίνει πολύ ανάγλυφα ένα χαρακτηριστικό του Κρητικού.
  Ένας τουρίστας επισκέπτεται τα Ανώγεια. Ο ανωγειανός κάθεται στο πεζούλι του σπιτιού του. Ο τουρίστας ξέρει ελληνικά.
  -Από πού είσαι; τον ρωτάει ο ανωγειανός.
  -Από την Κίνα.
  -Και από ποιο μέρος της Κίνας;
  -Από τη Σαγκάη.
  -Μέσα από τη Σαγκάη;
  -Όχι, από ένα χωριό πιο έξω.
  -Και από ποιο χωριό;
  -Από το Suzhou (Στις ιστορίες μου θέλω να δίνω αληθοφάνεια. Έψαξα στο διαδίκτυο και βρήκα ότι υπάρχει ένα παραθαλάσσιο χωριό κοντά στη Σαγκάη με αυτό το όνομα).
  Και η καταπληκτική τελευταία ερώτηση:
  -Και τίνος είσαι από το Σου Τζόου;
  -Και τίνος είσαι από το Κάτω Χωριό; Ερώτηση που είχα βαρεθεί να την ακούω.
  -Του Μανώλη του Ντερμιτζή.




   

Friday, May 17, 2013

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 29η ιστορία, Οι αλίπαστοι ιχθύες



Κατωχωρίτικες ιστορίες, 29η ιστορία, Οι αλίπαστοι ιχθύες

  Ο Γιώργης ο Παραουλάκης, δικηγόρος, είναι γιος του Κωστή του Παραουλάκη ο οποίος έχει πρωταγωνιστήσει σε αρκετές κατωχωρίτικες ιστορίες. Αυτές που μπόρεσα να μάθω τις αφηγούμαι σε τρεις αναρτήσεις μου με «Κατωχωρίτικες ιστορίες», στην 13η, «Το κλειδί», στη 16η, «Τα κουκιά», και στη 18η, «Οι χοχλιοί». Είμαι σίγουρος ότι μελλοντικά θα ανακαλύψω κι άλλες. Στην παρακάτω όμως δεν πρωταγωνιστεί ο ίδιος, αλλά την αφηγήθηκε στο γιο του. Έχει πολύ πλάκα, και γι’ αυτό άλλωστε τη συγκράτησε στη μνήμη του. Μου την έστειλε με μήνυμα στο facebook αφού διάβασε την τελευταία «Κατωχωρίτικη ιστορία» που ανάρτησα πριν λίγες ώρες, και το οποίο παραθέτω.

  «Μπάμπη, καλησπέρα,
  Μια ακόμη κατωχωρίτικη ιστορία που διηγούνταν ο πατέρας μου, όπως τη φέρνω στη μνήμη από τα παιδικά μου χρόνια. Σημειώνω ότι ίσως κάνω λάθος στα ονόματα γιατί η αλήθεια είναι δεν ήξερα ποτέ καλά τους χωριανούς μου, και ειδικά τους συγκεκριμένους, που υποθέτω ότι θα ναι πεθαμένοι από δεκαετίες:
  Λοιπόν η Μιχελινάκαινα, η οποία της άρεσε να μιλεί στην καθαρεύουσα, συναντά τη Ζέρβαινα, και μέσα στις άλλες κουβέντες που κάνουν συνήθως οι νοικοκυρές μεταξύ τους, τη ρωτάει η Ζέρβαινα τι θα τρώγανε το μεσημέρι. «Κυάμους και αλιπάστους ιχθείς», η απάντηση της Μιχελινάκαινας. Κι η Ζέρβαινα: «Ε, ετσά φαγιά τρώτε εσείς οι πλούσοι!».
  Χώρισαν οι γειτόνισσες αλλά τη Ζέρβαινα την έτρωγε η περιέργεια τι σόι φαγητό ήταν αυτό που της είπε η Μιχελινάκαινα. Περνάει λοιπόν ο Ταπιανός, ο οποίος είχε δουλέψει στα μεταλλεία του Λαυρίου με αποτέλεσμα να αποκτήσει την φήμη του κοσμογυρισμένου και παντογνώστη, και η Ζέρβαινα τον ρωτάει.
  «Βρε αυτό μου ’πε η Μιχελινάκαινα. Ήντα φα
ΐ είναι κειονά;».
  «Ε, κακομοίρα μου! Κυάμοι μωρέ είναι τα κουκιά»!
  «Αλήθεια; Αλλά οι αλιπάστοι ιχθείς;»
  «Ε, ιχθείς είναι τα ψάρια».
  «Ναι, αλλά αλιπάστοι;»
  Εκεί ο παντογνώστης κώλωσε αλλά δεν ήθελε να πει ότι δεν ξέρει για να μην χάσει την αίγλη του. Έξυσε την κεφαλή του, το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε: «Αλίπαστα, αλίπαστα….λίπασμα…»
«Ψάρια μωρή χωρίς αγκουανό!» ήταν η απάντησή του.
  Η Ζέρβαινα σταυροκοπήθηκε: «Ε, πρώτη φορά γροικώ ότι έχει και ψάρια με αγκουανό!»
  «Ε, ήντα κατές εσύ κακομοίρα μου για να το ξέρεις κι αυτό!», ήταν η τελευταία κουβέντα του Ταπιανού, και έφυγε αμέσως».

  Να συμπληρώσω για τα πρόσωπα.
  Τον Ταπιανό τον θυμάμαι γέρο, πάντα με τις βράκες. Το «Ταπιανός» ήταν κάτι σαν παρατσούκλι, γιατί είχε έλθει στο χωριό μας από τις Τάπες, ένα χωριό βορειοδυτικά του νομού Λασιθίου. Η Ζέρβαινα θα πρέπει να ήταν μητέρα της Μαρίας και της Δέσποινας. Ο πατέρας τους ήταν ανάμεσα στους νεκρούς διαδηλωτές που είχαν ξεκινήσει από τα χωριά μας, με αίτημα την απελευθέρωση κάποιων αριστερών. Στην είσοδο της Ιεράπετρας τους περίμενε ισχυρή αστυνομική δύναμη και ο τότε διοικητής έδωσε την διαταγή να ανοίξουν πυρ. Όσο για τη Μιχελινάκαινα, ήταν μαία από την Ιεράπετρα, από πολύ καλή οικογένεια, εξ ου και η καθαρεύουσα, όπως με πληροφορεί ο Γιώργης σε σχόλιο στο facebook.


   

Thursday, May 16, 2013

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 28η ιστορία, Η ώρα



Κατωχωρίτικες ιστορίες, 28η ιστορία, Η ώρα

  Ένας κατωχωρίτης, αγρότης, πηγαίνει στην Ιεράπετρα με το γαϊδαρό του. Τον έχει φορτωμένο ξύλα, καυσόξυλα, από το κλάδεμα των ελιών. Όλο και κάποιον φούρνο θα βρει να τα πουλήσει. Παλιά ιστορία, εκείνη την εποχή οι φούρνοι θερμαίνονταν με ξύλα, γι’ αυτό και τους έλεγαν φούρνους. Φουρνάκια λέγαμε τους μικρούς φούρνους που είχε κάθε οικογένεια στην αυλή του σπιτιού της για να ψήνει η νοικοκυρά το ψωμί, το ψητό τις κυριακές και τα καλλιτσούνια το Πάσχα. Όταν ήλθε το ηλεκτρικό ρεύμα οι φούρνοι αυτοί μετονομάσθηκαν σε αρτοποιεία.  
  Ενώ προχωρεί λοιπόν με το γαϊδαρό του προβαίνει μια γεραπετρίτισσα από τα μπαλκόνι του σπιτιού της. Ήταν νέα, ωραία, καλλίγραμμη, με ωραία πόδια, για να το πούμε σε υψηλό υφολογικό επίπεδο. Και για να το πούμε και σε χαμηλό, γκομενάρα. Της είχε χαλάσει το ρολόι, το ένα ρολόι τραπεζιού που είχε κάθε σπίτι, και δεν ήξερε τι ώρα ήταν. Να είχε ραντεβού, να ήθελε να ξέρει τι ώρα ήταν για να υπολογίσει πότε να βάλει το ραδιόφωνο για να ακούσει τις περιπέτειες του Μικέ ή τον αμίμητο Φωτόπουλο με εκείνο το «Ταχυδρόμος… δρόμος!!!!»; Ποιος ξέρει. Πάντως δεν νομίζω να ήθελε να ακούσει τη «Φωνή της αλήθειας», αν και δεν είναι απίθανο.
  Η ωραία λοιπόν αυτή γεραπετρίτισσα σκύβει από το μπαλκόνι και φωνάζει στο χωριανό μου.
  -Έ κουμπάρε, έχεις ώρα;
  Σηκώνει αυτός ψηλά το κεφάλι του, θαυμάζει τα κάλλη της που από χαμηλά φαίνονταν ακόμη πιο πολύ, και απαντάει:
  -Έχω ώρα, αλλά δεν έχω πού να δέσω το γάιδαρο.
   

Tuesday, May 14, 2013

Αυτοβιογραφικά σημειώματα. 5. Ο προπάππους μου



Ο προπάππους μου

Ο παππούς μου, Γιάννης Ζωγραφάκης, αριστερά, φωτογραφία 1898 

  Χθες (13-5-2013) πήγα στη Θριπτή με τον Γιώργη τον Μανιαδάκη, συνταξιούχο δάσκαλο από το Κεντρί, ένα χωριό που βρίσκεται τρία χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Ιεράπετρας. Παντρεύτηκε χωριανή μου και δίδαξε για χρόνια στο δημοτικό σχολείο της κοινότητας Κάτω Χωρίου. Πριν δυο μέρες είχα αναρτήσει στο Λέξημα και στο blog μου μια βιβλιοκριτική για το βιβλίο του «Κεντρί, το χωριό των σταμνάδων». Περάσαμε από τον μαγατζέ μου να ρίξω μια ματιά, μετά από το αμπέλι του όπου απύριασε (θειάφισε), κατόπιν πήγαμε καφενείο όπου ήπιαμε, μπύρα αυτός κρασί εγώ (με μόνιμο πρόβλημα στο λαιμό δεν πίνω ποτέ μου παγωμένα), και τέλος στον μαγατζέ του στα Καμινάκια, τρία χιλιόμετρα νότια του Αοριού, όπως αλλιώς λέμε τη Θριπτή. Εκεί πήρα φωτογραφίες, κάποιες από τις οποίες ανάρτησα στο facebook. Είχαν  αρκετά like.

Όταν ήμασταν στο αμπέλι του μου μίλησε για ένα θείο, το Γιώργη τον Τζανιδάκη. Είναι λέει ζωντανό αρχείο του χωριού, αν και 99 χρονών, και θα ήταν καλό να συζητήσουμε μαζί του, να μας πει ιστορίες του σογιού. Αν μπορούσαμε να τον μαγνητοφωνήσουμε θα ήταν ακόμη καλύτερα. Συμφωνήσαμε να με πάρει κάποια στιγμή τηλέφωνο να κανονίσουμε ραντεβού.
  Με πήρε σήμερα για να μου πει ότι ο θείος αυτός είχε πεθάνει χθες, ίσως τότε που είχαμε την κουβέντα του. Το απόγευμα θα γινόταν η  κηδεία του.
  Τον θείο αυτόν δεν τον θυμόμουν καθόλου, αν και ήμουν σίγουρος ότι θα τον είχα συναντήσει παλιά, οπωσδήποτε πριν πεθάνει η μητέρα μου. Συμφώνησα με το Γιώργη να περάσει να με πάρει να πάμε στην κηδεία.
  Στο νεκροταφείο επισκέφτηκα τον τάφο της θείας μου της Μαρίκας της Μαρμαρέλη, κόρη της Αριάδνης, αδελφής του παππού μου, που πέθανε πριν τρία χρόνια. Στο ίδιο νεκροταφείο είχε θαφτεί και η γιαγιά μου, πριν 50 χρόνια. Η μητέρα μου, κατωχωρίτισσα πια, είχε θαφτεί στο νεκροταφείο του χωριού μου. Επιστρέφοντας από το νεκροταφείο περάσαμε για λίγο να δω την ξαδέλφη μου τη Γεωργία, που είχε σπάσει το πόδι της πριν είκοσι μέρες περίπου. Μετά πήγαμε στο καφενείο όπου δεχόταν η οικογένεια του θείου τα συλλυπητήρια.
  Το καφενείο είναι στην πλατεία. Στην ίδια πλατεία που είχε συμβεί το επεισόδιο με τον προπάππου μου, το οποίο μου είχε διηγηθεί ο Γιώργης πριν λίγες μέρες. Και μου έδειξε από ποιο δρόμο μπήκε ο προππάπους μου ο Αντώνης ο Ζωγραφάκης και από ποιον έφυγε.
  Όμως να πω πιο πριν τα λίγα που μου είχε πει η μητέρα μου για τους προπαππούδες μου τους Ζωγραφάκηδες.
  Ήταν λέει πολύ πλούσιοι. Και περήφανοι. Δεν καταδέχονταν να πηγαίνουν πεζοί. Πάντα ήσαν καβαλάρηδες, σαν τους Κολοκοτρωναίους, που «Καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε». Δεν ξέρω αν στους Κολοκοτρωναίους έβγαλαν παρατσούκλι, όμως τους προγόνους μου οι κεντριανοί τους αποκαλούσαν κοροϊδευτικά λόρδους.
  Ο προπάππους μου, μου είπε η μητέρα μου, έχασε την περιουσία του «στα κομματικά». Ποια κομματικά, δεν μου εξήγησε ακριβώς. Πάντως ο παππούς μου, αφού παντρεύτηκε τη Μαρίκα την Παρσωτοπούλα, από τον Παρσά, το σημερινό Μεταξοχώρι, ένα χωριουδάκι δίπλα από το Χριστό, ξαδέλφη ή ανιψιά του πατριάρχη Μελέτιου Μεταξάκη προς τιμήν του οποίου μετονομάσθηκε και το χωριό, και αφού της έσπειρε δυο παιδιά, τη μητέρα μου πρώτα και το θείο το Μανώλη μετά, ξενιτεύτηκε για την Αργεντινή, κάπου στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα.
  Το Κεντρί ήξερα από παλιά ότι ήταν τουρκοχώρι. Τους τούρκους τους είχε τραβήξει το υγιεινό κλίμα του χωριού, που με το ξημέρωμα οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω του και διέλυαν την πρωινή πάχνη, καθώς βρίσκεται στα δυτικά του γεραπετρίτικου κάμπου, στα ριζά ορεινών όγκων που καταλήγουν στα λασιθιώτικα βουνά. Στο βιβλίο του Γιώργη διάβασα ότι, σε απογραφή του 1880, οι τούρκοι ήταν διπλάσιοι από τους χριστιανούς, πάνω από τετρακόσιοι.  
  Και τώρα η ιστορία που μου αφηγήθηκε ο Γιώργης, που του την αφηγήθηκε ο άλλος Γιώργης, αυτός που δεν πρόλαβα να συναντήσω.
  Ο προπάππους μου ο Αντώνης ο Ζωγραφάκης μπαίνει στην πλατεία, ως συνήθως έφιππος, από τον ανατολικό δρόμο. Οι τούρκοι γιόρταζαν τότε το μπαϊράμι. Είχαν στρώσει μια σειρά τραπέζια από την μιαν άκρη της πλατείας μέχρι την άλλη. -Δεν περνάς, του λέει ένας τούρκος που βρισκόταν στην είσοδο. –Εγώ δεν περνώ; Τώρα θα δεις. Δίνει βιτσιά του αλόγου του, το οποίο καλπάζει πάνω στα στρωμένα με μεζέδες τραπέζια. Μέχρι να βγάλουν τα πιστόλια τους οι τούρκοι και να αρχίσουν να τον πυροβολούν αυτός είχε φτάσει στην άλλη άκρη της πλατείας, στο δρόμο που έβγαζε δυτικά. Καλπάζοντας έφυγε κατά το βουνό ενώ οι σφαίρες πίσω του σφύριζαν. Δεν τον πέτυχε καμιά.
  Έμεινε στο βουνό για κάμποσες μέρες μέχρι να ησυχάσουν τα πράγματα. Η παντοκρατορία των τούρκων βρισκόταν στα τέλη της, σε ελάχιστα χρόνια θα είχαμε την Κρητική Πολιτεία, και έτσι οι τούρκοι προτίμησαν να μη δώσουν συνέχεια στο επεισόδιο. Εξάλλου είχαν ζήσει ειρηνικά με τους χριστιανούς τόσες δεκαετίες, όπως αφηγήθηκε ο θείος στο Γιώργη, και αυτός ήταν ένας άλλος λόγος να μη θελήσουν να διαταράξουν την ειρηνική αυτή συνύπαρξη.
  Αυτή ήταν η ιστορία που μου αφηγήθηκε για άλλη μια φορά ο Γιώργης, στην ίδια πλατεία που έγινε το επεισόδιο, δείχνοντάς μου από πού μπήκε ο προππάπους μου ο Αντώνης Ζωγραφάκης και από πού βγήκε, καλπάζοντας με το άλογό του, ενώ πίσω στου σφύριζαν οι σφαίρες των τούρκων.    


  Στο βουνό, στα κτήματά του στα Μουλκάτα, μαθαίνω σήμερα (21-5-2013) από την ξαδέλφη μου τη Γεωργία, είχε μείνει και παλιά, με τη μέλλουσα γυναίκα του.
  Η οικογένειά της δεν τον ήθελε. Ήταν μεγαλούτσικος στα χρόνια ενώ η νύφη ήταν μικρή.
  Αυτό μου φάνηκε περίεργο. Ήταν πάρα πολύ πλούσιος, και η οικογένειά της θα έπρεπε να τον θέλει. Η κοπέλα πάλι θα έπρεπε να μην τον θέλει, κι ας ήταν πλούσιος, αφού την περνούσε αρκετά χρόνια.  Όμως συνέβη το αντίθετο.
  Σε λίγες μέρες τους βρήκε ο αδελφός της και την πήρε πίσω. Και άρχισαν οι κοροϊδίες: «Βρε δεν ντρέπεσαι να σου την πάρουνε μέσα από τα χέρια σου…» κ.λπ. κ.λπ.
  Μέχρι που ο προπάππους μου ο Αντώνης ο Ζωγραφάκης δεν άντεξε πια το δούλεμα και πήγε και την ξανάκλεψε.
  Αυτή τη φορά ήταν οριστικό. Αν του την έπαιρναν ξανά, τώρα εγώ δεν θα βρισκόμουν εδώ να γράφω αυτές τις γραμμές. Με άλλη γυναίκα, ένας απόγονός του που θα ήταν στη θέση μου θα είχε άλλα γονίδια. Αντί να γράφει σύντομα κείμενα για το blog του και για το facebook πιθανότατα να έγραφε ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Η απαγωγή της…». Παρεμπιπτόντως η Τασούλα δεν άφησε κανένα απόγονο με τον απαγωγέα της, τον οποίο παράτησε μετά από ένα χρόνο.
  Και ποιο ήταν το όνομα αυτής της προγιαγιάς;
  Η Γεωργία δεν ήξερε να μου πει.