Book review, movie criticism

Monday, June 17, 2013

Γιάννης Καλπούζος, Ιμαρέτ



Γιάννης Καλπούζος, Ιμαρέτ, Μεταίχμιο 2008, σελ. 559

  Το έχω ξαναγράψει, δεν αγοράζω πια βιβλία, όχι μόνο εξαιτίας της κρίσης, όχι μόνο γιατί πρέπει να διαβάσω βιβλία φίλων, όχι μόνο γιατί έχω άλλα σε προτεραιότητα, όχι μόνο γιατί βρίσκω τζάμπα βιβλία στο διαδίκτυο, αλλά και γιατί έχω ένα σωρό βιβλία, που και στο προσδόκιμο ζωής να φτάσω δεν θα προλάβω να τα διαβάσω. Όμως όταν ξέρω ότι ένα βιβλίο είναι καλό και διαπιστώνω ότι το έχει κάποιος φίλος μου, του ζητώ να μου το δανείσει, εφόσον δεν τον πειράζει να κάνω υπογραμμίσεις. Για το «Ιμαρέτ», εκτός του ότι πήρε το βραβείο αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ, κάποιοι φίλοι που το διάβασαν μου είπαν καλά λόγια γι’ αυτό. Έτσι όταν ο φίλος μου ο Γιώργος ο Βοϊκλής μου είπε ότι το έχει, του ζήτησα να μου το δανείσει. Και μου το δάνεισε.  Και ήταν πραγματική έκπληξη για μένα, γιατί το βρήκα πολύ καλύτερο από ό,τι περίμενα.
  Θα ξεκινήσω με κάτι ανορθόδοξο: θα παραθέσω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Τάσου Γουδέλη «Το ωραίο ατύχημα» που διαβάζω τώρα: «Το ζήτημα είναι παμπάλαιο αλλά παρόν: η γλώσσα προηγείται ή το στόρι;» (σελ. 37).
  Έχω ξαναγράψει σχετικά με αυτό το ζήτημα. Σε ένα βιβλίο σπάνια πάνε και τα δυο μαζί. Στον «Οδυσσέα» του Τζόυς προηγείται η γλώσσα, το στόρι είναι υποτυπώδες. Όμως σε ένα μυθιστόρημα με συναρπαστική πλοκή είναι αναπόφευκτο να προηγείται το στόρι, γιατί μια γλώσσα α λα Τζόυς σίγουρα θα το έπνιγε. Για παράδειγμα στον «Εξωμότη» του José Manuel Fajardo που διάβασα πρόσφατα, η γλώσσα υποχωρεί μπροστά στη συναρπαστική πλοκή. Και το φέρνω αυτό σαν παράδειγμα, γιατί το βιβλίο του Καλπούζου πιστεύω ότι είναι πολύ καλύτερο. Όμως ο Φαχάρδο έχει το πλεονέκτημα ότι γράφει σε μια γλώσσα που την μιλάνε πολλά εκατομμύρια, όλες οι χώρες της Λατινικής Αμερικής εκτός της Βραζιλίας και η Ισπανία, σε αντίθεση με τα νέα ελληνικά. Διαβάζω σε σελίδα του εκδοτικού οίκου ότι μεταφράζεται στα ιταλικά και στα πολωνικά. Ελπίζω να μεταφραστεί και στις κύριες γλώσσες, αγγλικά και ισπανικά. Και φυσικά στα τούρκικα.  
  Πιο συναρπαστικός στην πλοκή από τον  Φαχάρδο, με πιο πλούσια ιστορικο-ανθρωπολογικά στοιχεία, και με «θέση» που απουσιάζει στον Φαχάρδο, ο Καλπούζος με μάγεψε με αυτό του το μυθιστόρημα.
  Και η θέση;
  Την εκφράζει με άμεσο τρόπο ο θυμόσοφος παππούς Ισμαήλ, δίνοντας στη λέξη Ιμαρέτ (φιλανθρωπικά ιδρύματα που πρόσφεραν τροφή σε ταξιδιώτες και λειτουργούσαν και ως ορφανοτροφεία, διαβάζουμε στο γλωσσάρι με τις τούρκικες λέξεις στο τέλος του βιβλίου) μια μεταφορική σημασία:
  « Ένα Ιμαρέτ είναι η γη. Το Ιμαρέτ του Θεού. Κι εμείς οι φτωχοί, τα ορφανά και οι ταξιδιώτες της ζωής που μας φιλοξενεί. Μας τρέφει, ανοίγει την αγκαλιά του, μας δέχεται και μας επιτρέπει να απολαύσουμε τη ζωή. Κι εμείς θαρρούμε πως το διαφεντεύουμε......Μας άφησε ο Θεός αυτό το Ιμαρέτ να το διαχειριστούμε κι εμείς αρπάζουμε, κλέβουμε, αδικούμε, εκμεταλλευόμαστε, διεκδικούμε όλο και περισσότερα, μέχρι την ώρα που θα επιστρέψουμε το τομάρι μας εκεί που ανήκει, στο χώμα. Και θα αξίζει τότε με όσο ενός βοδιού ή ενός προβάτου, τίποτε παραπάνω» (σελ. 111-112).
  Η θέση αυτή βέβαια αναπτύσσεται και μέσω της πλοκής, με τη φιλία του τούρκου Νετζίπ και του έλληνα Λιόντου τον οποίο θήλασε η μάνα του Νετζίπ, και με τις περιπέτειες στις οποίες ενεπλάκησαν οι δυο φίλοι.
  Ο Καλπούζος μιλάει διεξοδικά για το μυθιστόρημά του στον παραπάνω σύνδεσμο στον οποίο και παραπέμπω, και εδώ θα πω μόνο ότι η πλοκή διαδραματίζεται στην Άρτα, στο μεγαλύτερο μέρος της πριν το 1881, χρονιά κατά την οποία ενσωματώθηκε στην Ελλάδα, και ότι περιέχει άφθονα λαογραφικά στοιχεία.
  Η πόλωση στις σχέσεις δυο κοινοτήτων είναι είδηση, όχι όμως και οι φιλικές τους σχέσεις σε εποχές ειρηνικές, δημιουργώντας την ψευδή εντύπωση ότι οι σχέσεις τους ήταν πάντα τεταμένες. Αυτές τις ειρηνικές σχέσεις των δύο κοινοτήτων, της τουρκικής και της ελληνικής, περιγράφει στο μυθιστόρημά του ο Καλπούζος. Τούρκοι πήγαινα στα γλέντια των χριστιανών το Πάσχα και τις άλλες γιορτές, και χριστιανοί γλεντούσαν με τους τούρκους στο Ραμαζάνι και στο Μπαϊράμι. Και οι τούρκοι δεν παρέλειπαν να κάνουν τάματα και προσφορές και στους χριστιανούς αγίους-δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται. Πριν τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877, που μπήκε πάλι το ζήτημα της ενσωμάτωσης της Άρτας στον εθνικό κορμό με αποτέλεσμα να οξυνθούν κάπως οι σχέσεις ανάμεσα στις δυο κοινότητες, οι εντάσεις είχαν να κάνουν με την αγανάκτηση και τις αντιδράσεις των δουλοπάροικων ενάντια στην καταπίεση, τόσο του οθωμανικού κράτους όσο και των τσιφλικάδων. Και ο πιο στυγνός εκμεταλλευτής τσιφλικάς της περιοχής δεν ήταν τούρκος αλλά έλληνας.
  Θα παραθέσω τώρα κάποια αποσπάσματα.
  «Η μικρή εκκλησία κατάμεστη, με συντριπτική υπεροχή των γυναικών. Επόμενο, αφού για όσες ανήκαν στις μεσαίες και κατώτερες κοινωνικές τάξεις, και ιδιαίτερα τις νεαρές, ο εκκλησιασμός αποτελούσε ευκαιρία εξόδου από το σπίτι και συναναστροφής στον προαύλιο χώρο» (σελ. 131).
  Τη θυμάμαι αυτή την κατάσταση και στο χωριό μου. Εκείνη την εποχή, την εποχή των sixties, οι γυναίκες δεν πήγαιναν στο καφενείο. Επίσης στην εκκλησία υπήρχε αυστηρός διαχωρισμός των δύο φύλων: αριστερά οι γυναίκες, δεξιά οι άνδρες. Τώρα οι γυναίκες και στο καφενείο πηγαίνουν και στα δεξιά μπορούν να καθίσουν με τους άνδρες τους. Όχι όμως γυναίκες μόνες τους. Και με έκπληξη διαβάζω ότι «…οι μουσουλμάνες απαγορευόταν να επισκέπτονται τα τζαμιά» (σελ. 166). Φαντάζομαι για να μην περισπούν τους άντρες από την προσευχή τους και να τους βάζουν σε πειρασμό.
  Ο Καλπούζος όπως είπαμε παραθέτει άφθονα λαογραφικά στοιχεία. Εδώ θα αναφέρω μόνο κάτι που αγνοούσα, και πιθανώς να αγνοείτε και εσείς: «Ο πειναλέος Καραγκιόζης, με τον τεράστιο φαλλό, που έφτανε να τον κουβαλά στον ώμο… οι αισχρολογίες και τα τολμηρά αστεία…» (σελ. 346). Μετά βέβαια ο Καραγκιόζης ελληνοποιήθηκε και έγινε πιο σεμνός, πριν ξεπέσει σε θέαμα για παιδιά. Θυμάμαι όμως που ερχόταν καραγκιοζοπαίχτες στο χωριό μας και έπαιζαν κάθε καλοκαίρι, για μια βδομάδα περίπου, στην πλατεία του χωριού, για τους μεγάλους. Εμείς οι μικροί καθόμασταν σταυροπόδι μπροστά, για να βλέπουμε καλύτερα. Κάποιοι από μας τρύπωναν χωρίς να κόψουν εισιτήριο.
  «…και ξύρισα το μπροστινό μέρος του κεφαλιού μου, όπως έκαναν όλοι οι επαναστάτες και οι κλέφτες από την εποχή του 1821, αλλά και παλαιότερα και οι αρχαίοι Έλληνες, προκειμένου στις συμπλοκές σώμα με σώμα να μην μπορούν οι εχθροί να τους αρπάζουν απ’ τα μαλλιά» (σελ. 398).
  Αναρωτιέμαι: γι’ αυτό άραγε και οι σαμουράι είχαν κουρεμένο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού τους; Καθόλου δεν αποκλείεται.
  Κάποιες τούρκικες λέξεις τις χρησιμοποιούμε σήμερα σαν βρισιά. Στα κρητικά η λέξη μαϊμούνι σημαίνει μικρός πίθηκος. Όμως οι κρητικοί τη χρησιμοποιούν συχνά σαν βρισιά: «Ρε μαϊμούνι». Δεν ήξερα ότι στα τούρκικα σημαίνει πίθηκος. Το έμαθα διαβάζοντας τον τούρκικο τίτλο της ταινίας του Nuri Bilge Ceylan «Οι τρεις πίθηκοι»: Üç Maymun. Όπως άλλωστε και το τσογλάνι, βρισιά στην κοινή νεοελληνική, που χρόνια αργότερα έμαθα ότι σημαίνει στα τούρκικα παιδί. Διαβάζοντας το Ιμαρέτ έμαθα ότι το «χαϊβάνι», άλλη ελληνική βρισιά, στα τούρκικα σημαίνει ζώο.
  Εξαιρετικό βιβλίο, όσοι δεν το διαβάσατε σας συνιστώ να το διαβάσετε. Και εσείς που θα αναλάβετε την ΝΕΡΙΤ, τη διάδοχο της ΕΡΤ, φροντίστε να το γυρίσετε σήριαλ. Αφού οι έλληνες έχουν τέτοια μανία με τα τούρκικα, ευχαρίστως θα δουν ένα σήριαλ όπου ο ένας εκ των δύο ηρώων είναι τούρκος.
 

 

Γιώργος Μετήλλιας, Ένας θεός, δυο θεές κι εγώ



Γιώργος Μετήλλιας, Ένας θεός,  δυο θεές κι εγώ, Οδός Πανός 2012, σελ. 95

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα συναρπαστικό και απολαυστικό ταυτόχρονα αστυνομικό μυθιστόρημα

  O Γιώργος Μετήλλιας έχει πάθος με την κλασική αρχαιότητα. Έχουμε ήδη παρουσιάσει από το Λέξημα τις σπαρταριστές «Τεθλασμένες προσεγγίσεις των μύθων». Βλέποντας το εξώφυλλο του «Ένας θεός, δυο θεές κι εγώ» (η έκδοσή του προηγήθηκε μερικούς μήνες από την έκδοση των «Τεθλασμένων προσεγγίσεων») προϊδεαστήκαμε για κάτι ανάλογο. Όμως διαψευστήκαμε.
  Το «Ένας θεός, δυο θεές κι εγώ» είναι ένα κανονικό αστυνομικό μυθιστόρημα, δοσμένο με χιούμορ, που θα μπορούσε να γίνει σενάριο για μια συναρπαστική αστυνομική ταινία. Ένας διεφθαρμένος υπουργός με τα τσιράκια του ψάχνει να βρει μια κοπέλα, φίλη του, που του έκανε νερά κλέβοντάς του κάποια πολύτιμα έγγραφα. Αυτή με τη σειρά της τον κρατάει με κάτι φωτογραφίες. Προσπαθεί να του ξεφύγει. Ο Στάσης δεν είναι ακριβώς θύμα της, αφού αναπτύσσεται ανάμεσά τους κανονικό ειδύλλιο, όμως τον βρίσκει σαν πιο κατάλληλο για να τη βοηθήσει στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τα δίκτυα αυτού του υπουργού. Ένα σπίτι στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου φαντάζομαι μπήκε στην πλοκή για να δημιουργήσει τους σχετικούς συνειρμούς. Αφού τελειώσει η περιπέτειά τους, οι δυο ήρωες θα παντρευτούν, και καρπός της ένωσής τους θα είναι η κόρη τους Χαρά.
  Τώρα πού κολλάει η κλασική αρχαιότητα;
  Ο Μετήλλιας δημιουργεί ένα σουρεαλισμό στην πλοκή βάζοντας τον Στάση να συνομιλεί με τον Απόλλωνα, αλλά και με άλλους θεούς. Παραίσθηση; Όνειρο; Πραγματική παρουσία; Δεν έχει σημασία. Στο τέλος αποκαλύπτεται ότι το Ζωή δεν είναι το πραγματικό όνομα της φίλης του αλλά Αθηνά, και της Ευτυχίας, της αδελφής της, Άρτεμις. Και οι δυο έχουν ονόματα από γυναίκες του δωδεκάθεου.
  Και τώρα κάποια σχόλια, όπως το συνηθίζουμε στις βιβλιοκριτικές μας. Διαβάζουμε:
  «Τι βλακεία κι αυτή να δίνουν τέτοια ονόματα σε γυναίκες. Άκου Ζωή… Ευτυχία… Χαρά…» (σελ. 62).
  Προφανώς δεν είναι θέση του Μετήλλια, απλά βάζει αυτά τα λόγια στο στόμα του Απόλλωνα, με τον οποίο ο Στάσης έχει τακτικές επαφές. Όμως δεν είναι εξαιρετικά ονόματα; Δεν ήμαστε ένας θαυμάσιος λαός που δίνουμε τέτοια ονόματα στις κόρες μας; Καμιά σχέση με τους ισπανούς. Κανένας έλληνας δεν θα διανοείτο να βαφτίσει την κόρη του Θλίψη (Dolores, υποκοριστικό Lolita), ούτε Μοναξιά (Soledad, ήταν ο τίτλος ενός μεξικάνικου σήριαλ που έβλεπα προ εικοσαετίας, κάνοντας προπόνηση στα ισπανικά μου). Εν τάξει, να δώσεις αυτό το όνομα σε ένα σκύλο όπως έκανε ο Δημήτρης στο «Αν» του Παπακαλιάτη, αλλά στην κόρη σου;
  Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει μια σελίδα με τα πρόσωπα του έργου. Ένα από αυτά είναι και ο Μπάμπης. Ο Μπάμπης είναι μπράβος του υπουργού. Φαίνεται ότι το όνομα αυτό ταιριάζει για μπράβος, όπως και για χασάπης, όπως διάβασα πολύ παλιά κάπου. Όσο για τη φίλη μου την Ελένη Γκίκα, γράφει στο μυθιστόρημά της «Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς»: «Κι ο Μπάμπης; Τι σόι ιστορία ένας Μπάμπης μπορεί να γράψει;» (σελ. 56).
  Αρχίζω να μετανιώνω που το Χάρης με το οποίο ήμουν γνωστός στους συμμαθητές μου (Στα αγγλικά είναι το πιο κοντινό του Χαράλαμπος, και έτσι το Λάμπης έγινε Χάρης) και στους συμφοιτητές μου, το άλλαξα, όταν απολύθηκα από το στρατό, σε Μπάμπης. Το Χάρης μου φάνηκε πολύ εξεζητημένο, και προτιμούσα ένα όνομα λαϊκό. Όπως και να έχει, και αυτή τη βιβλιοκριτική μου έτσι θα την υπογράψω, ως

Μπάμπης Δερμιτζάκης
 
   

Saturday, June 15, 2013

Χριστόφορου Παπακαλιάτη, Αν


Χριστόφορου Παπακαλιάτη, Αν (2012)

  Μετά από χρόνια ξαναβλέπω ελληνική ταινία. Κάτι είχα ακούσει γι’ αυτήν και είπα να τη δω. Και καλά έκανα, γιατί μου άρεσε πολύ.
  Η ταινία θα έλεγα ότι είναι εντελώς πρωτότυπη αφηγηματικά αν δεν είχε προηγηθεί ο «Απρόσμενος Έρωτας (1998) του Πίτερ Χάουϊτ με την Γκουίνεθ Πάλτροου (Αγνοώ αν και αυτής είχε προηγηθεί κάποια άλλη). Θα αντιγράψω μια σύντομη περίληψη της ταινίας αυτής που βρήκα στο διαδίκτυο
  «Η Έλεν παίρνει το τρένο, βρίσκει το φίλο της να την απατά, χωρίζει, ερωτεύεται έναν άλλο άνδρα, φτιάχνει μια νέα καριέρα. Η Έλεν χάνει το τρένο, δεν καταλαβαίνει ότι ο φίλος της την απατά, μένει έγκυος. Μια σπουδή για το πώς μια χρονική καθυστέρηση ενός δευτερολέπτου μπορεί να αλλάξει ριζικά τη ζωή ενός ατόμου».
  Στην περίπτωση της ταινίας του Παπακαλιάτη έχουμε κάτι ανάλογο, με μια διαφορά: εδώ δεν έχουμε καθυστέρηση αλλά επιλογή. Αν ο Δημήτρης δεν είχε βγάλει βόλτα το σκύλο του, πώς θα είχε κυλήσει η ζωή του; Αν στο πρώτο τους ραντεβού που η Χριστίνα τον είπε μαλάκα, πώς θα εξελισσόταν η ζωή του αν δεν επέμενε; Και δεν είναι μόνο αυτό, αλλά υπάρχουν και άλλοι που επιλέγουν για μας. Αν η Χριστίνα όταν έμεινε έγκυος έφευγε, τι θα άλλαζε στη ζωή του, όπως επίσης και αν είχε προλάβει να την τραβήξει πριν τη σκοτώσει το φορτηγό; Υπάρχουν πολλά «αν» σ’ αυτό το έργο.
  Η ταινία τελειώνει με το πρώτο «αν». Ο Δημήτρης συναντάει τη Χριστίνα στο πλατό, όπου φιλμογραφούν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι για ένα ντοκιμαντέρ πάνω στη σχέση των δύο φύλων. Είναι ανιψιά τους. Κάπου την έχει ξανασυναντήσει, αλλά πού;
  Στο ραντεβού εκείνο που τον είπε μαλάκα και έφυγε. Όμως δεν θα το θυμηθεί κανείς τους.
  Ο Παπακαλιάτης δεν ενδιαφέρεται να πει μια ιστορία, ή έστω δύο. Γι’ αυτό άλλωστε και η ταινία είναι γεμάτη αναδρομές, σκοτεινιάζοντας την αφήγηση αλλά φωτίζοντας το θέμα της. Και το θέμα αυτό είναι οι βασικές ανθρώπινες καταστάσεις που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος, και η διπλή ιστορία τού επιτρέπει να ασχοληθεί με περισσότερες χωρίς να μπάσει και άλλους ήρωες στο στόρι, πράγμα που θα ανέβαζε τον προϋπολογισμό της ταινίας. Είναι κάτι σαν το «Σκηνές από ένα γάμο» του Μπέργκμαν, με τη διαφορά ότι εδώ έχουμε σκηνές και πριν από το γάμο, τότε που ο Δημήτρης είναι μόνος στο σπίτι με τη «Μοναξιά» του, το λυκόσκυλό του.
  Στην ταινία το ηλικιωμένο ζευγάρι το υποδύονται ο Γιώργος Κωνσταντίνου και η Μάρω Κοντού. Καθισμένοι σε δυο πολυθρόνες παρεμβαίνουν κατά διαστήματα στη ροή της αφήγησης σχολιάζοντας θυμοσοφικά τις σχέσεις των δύο φύλων, σε ένα ρόλο ανάλογο με του χορού της αρχαίας τραγωδίας. Παράλληλα όμως δημιουργούν στους θεατές μιας κάποιας ηλικίας ένα αίσθημα νοσταλγίας για τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, στον οποίο έπαιξαν και οι δυο πρωταγωνιστικό ρόλο.
  Πολύ καλή ταινία, φαντάζομαι θα ξαναγράψουμε για τον Παπακαλιάτη.

Friday, June 14, 2013

Gholam Reza Ramezani, Bazi



Gholam Reza Ramezani, Bazi (Παιχνίδι, 2005)

  Αν και στη φιλμογραφία του Gholam Reza Ramezani το Bazi εμφανίζεται πριν από τη Hayat που παρουσιάσαμε πριν ενάμιση χρόνο περίπου, γυρίστηκαν την ίδια χρονιά. Θαυμάσια ταινία όπως και η Χαγιάτ (το όνομα της ηρωίδας), έχει για θέμα της ένα κορίτσι, μικρότερης όμως ηλικίας. Παρουσιάζοντας μια ενότητα χρόνου, χώρου, δράσης, σαν αρχαία τραγωδία, η ταινία είναι χαμηλότατου προϋπολογισμού, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι η ποιότητα μιας ταινίας δεν είναι υποχρεωτικά ευθέως ανάλογη με το κόστος της. Ένα σπίτι με την αυλή του, ένα πρωινό, η μοναξιά ενός μικρού κοριτσιού την οποία προσπαθεί να διαχειριστεί η μητέρα του.
  Η μητέρα εργάζεται στο σπίτι φτιάχνοντας τεχνητά άνθη. Το κορίτσι την παρενοχλεί συχνά, ζητώντας της πρώτα μια κούκλα, μετά μια μπάλα, μετά να πάει στο μπαλκόνι όπου όμως είναι επικίνδυνα, μετά απλώς την παρέα της. Έχει βαρεθεί να παίζει μόνη της, με δυο φτηνές κούκλες και κάποια άλλα αντικείμενα. Η μητέρα όμως πρέπει να εργαστεί. Κάποια παιδιά ακούγονται στο διπλανό σπίτι που ήταν ακατοίκητο. Προφανώς κάποιοι το νοίκιασαν. Θέλει να παίξει μαζί τους, η μητέρα της όμως αρνείται, λέγοντάς της ότι πρέπει πρώτα να γνωρίσουν τους γονείς των παιδιών, τι άνθρωποι είναι. Η ένταση ανάμεσα στο κοριτσάκι και στη μητέρα του είναι αναπόφευκτη, καθώς εκείνο θέλει συντροφιά και η μαμά να το προφυλάξει από κακοτοπιές. Κάποια στιγμή της λέγει αγανακτισμένη ότι θα ψάξει να βρει άλλη μαμά. Μια μπάλα που πέφτει στην αυλή της με τα επεισόδια που ακολουθούν οδηγούν την ταινία σε ευτυχές τέλος: η μαμά, συνοδεύοντας το κοριτσάκι, κτυπάει τη διπλανή πόρτα ζητώντας από τη μαμά να παίξουν οι κόρες τους. Το κοριτσάκι απίθανο στο ρόλο του, αλλά και η μαμά. Η ταινία υπάρχει όλη στο youtube.
  Σε πολλές ιρανικές ταινίες βλέπουμε να παίζουν μικρά παιδιά. Θυμάμαι το «Άσπρο μπαλόνι» και τον «Καθρέφτη» του Τζαφάρ Παναχί, το «Χρώμα του Παραδείσου» και τα «Παιδιά του παραδείσου» του Majid Majidi, τον «Μικρό άνθρωπο», το «Κλειδί», «Τα παιδιά του πετρελαίου» και το «Πιθάρι» του Ebrahim Forouzesh, το «Ο Βούδας κατέρρευσε από ντροπή» της Χάνα Μαχμαλμπάφ, τον «Μουσαφίρη» του Αμπάς Κιαροστάμι, «Την ημέρα που έγινα γυναίκα» και «Stray dogs» της Marzieh Meshkini, το «Μήλο» της Σαμίρας Μαχμαλμπάφ, τoν «Bashu» του Bahram Beizai, το «Είσαι ελεύθερος» του Mohammad Ali Talebi, τον «Δρομέα» του Amir Naderi. Υπάρχουν και κάποια άλλα ακόμη που δεν μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή.