Book review, movie criticism

Tuesday, April 22, 2014

76η ιστορία, Τα γυαλιά-συνέχεια της 20ης ιστορίας



76η ιστορία, Τα γυαλιά-συνέχεια της 20ης ιστορίας

 Και όμως του πούλησε τα γυαλιά!!!!!
  Ο Μανώλης ο Κουφάκης, της εφημερίδας «Ιεράπετρα 21ος αιών» η οποία ασχολείται τα τελευταία χρόνια και με εκδόσεις, διάβασε στο blog μου τις Κατωχωρίτικες ιστορίες και μου πρότεινε να τις εκδώσει. Φυσικά δέχτηκα, και έτσι εκδόθηκαν λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2013. Μοίρασα τα 20 αντίτυπα που πήρα ως συγγραφέας σε διάφορους φίλους μου. Ένας από αυτούς ήταν και ο ξάδελφός μου ο Γιώργης ο Τζανετάκης, ο δάσκαλος. Τις διάβασε, και μου διόρθωσε και συμπλήρωσε την παραπάνω ιστορία. Μου είπε τα επώνυμα τόσο του οπτικού όσο και του Πισκοπιανού (το μικρό όνομα με το οποίο αναφέρω τον Πισκοπιανό είναι φανταστικό, αν και δεν αποκλείεται να είναι και το πραγματικό του) αλλά καθώς λέει η παροιμία, «ο που καεί στο χυλό φυσά και το γιαούρτι», δεν θα τα αναφέρω.
  Ο οπτικός του πούλησε τελικά τα γυαλιά, που όμως δεν ήταν πρεσβυωπίας αλλά για μακριά. Φαντάζομαι για να κάνει πλάκα, γιατί δεν ήταν δυνατόν να πιστέψει ότι δεν θα το έπαιρνε είδηση κάποια στιγμή.
  Φόρεσε τα γυαλιά, πλήρωσε, καβάλησε το ποδήλατό του και πήρε το δρόμο για την Επισκοπή. Στη σιντερένια καμάρα (έχουμε ξαναγράψει γι’ αυτή), μπήκε στο μάτι του ένα μυγιαλούδι. Έκανε να το τρίψει χωρίς να συνειδητοποιεί ότι φορούσε γυαλιά, αλλά βλέποντας το δάχτυλό του να περνάει μέσα από το σκελετό κατάλαβε ότι δεν υπήρχαν φακοί. –Ε τον κερατά και με κορόιδεψε, είπε.
  Το πάθημά του, που το αφηγήθηκε βέβαια στους χωριανούς, έμεινε παροιμιώδες. Ακόμη λένε, όταν δούνε κάποιον με γυαλιά που έχουν σπάσει ή έχουν βγει οι φακοί, «Είντα, του Μ…. ου τα γυαλιά πήρες κι εσύ;».
  Και συμπληρώνω για δεύτερη φορά.
  Χθες, μεγάλη Τρίτη, συνάντησα έναν ξάδελφό μου για να του δώσω το βιβλίο μου. Ποιο είναι το όνομά του; Δεν θα σας το πω, είμαι τάφος. Όπως και ο Ποκοπίκο στο αγαπημένο μου ανάγνωσμα των παιδικών μου χρόνων, το «Γκαούρ-Ταρζάν», που όταν τον συνέλαβαν οι ιθαγενείς και του ζήτησαν να μαρτυρήσει με ποιον ήταν μαζί, τους απάντησε ότι δεν είναι μαρτυριάρης, ότι στα μυστικά είναι τάφος, και ότι το μόνο που μπορούσε να τους πει είναι πως το όνομά του ξεκινάει από Ταρ και τελειώνει σε ζαν.
  Έτσι κι εγώ, είμαι τάφος, δεν πρόκειται να σας πω το όνομά του, το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
  Μου λέει λοιπόν την παρακάτω ιστορία.
  Έρχεται στο χωριό του, την Επισκοπή, ένας γυρολόγος που πουλάει σακάκια. Τα αραδιάζει στις καρέκλες σε ένα από τα καφενεία του χωριού, και ο κόσμος έρχεται, τα βλέπει, τα δοκιμάζει, και αν κάποιος βρει ένα σακάκι του γούστου του το αγοράζει.
  Ο Γιώργης θέλει να αγοράσει σακάκι. Βγάζει το δικό του και το αποθέτει σε μια καρέκλα, και αρχίζει να δοκιμάζει ένα ένα τα σακάκια. Το ένα του πέφτει κοντό, το άλλο μακρύ, το ένα στενό, το άλλο φαρδύ, δεν του αρέσει κανένα. Στο τέλος, απηυδισμένος ο γυρολόγος, του δίνει και φοράει το δικό του σακάκι. –Αυτό μου κάνει, θα το πάρω, του λέει. Βγάζει και τον πληρώνει, και πηγαίνει σπίτι να το δείξει της γυναίκας του. –Κοίτα γυναίκα, της λέει καμαρώνοντας, τι όμορφο σακάκι που αγόρασα, πώς σου φαίνεται; Το βλέπει αυτή και τον αρχίζει: -Ε κακομοίρη παράωρε, το δικό σου σακάκι σου πούλησε; Κουκούτσι μυαλό δεν έχεις. Κοιτάζεται αυτός, πραγματικά, δεν το είχε προσέξει, ήταν το δικό του σακάκι. Γυρνάει πίσω στο καφενείο μήπως προλάβει τον γυρολόγο να του πάρει πίσω τα λεφτά, αλλά αυτός είχε ήδη κάνει φτερά.
  -Ξάδελφε, του λέω (με τον μικρό του όνομα τον είπα, αλλά δεν θέλω είπαμε να τον μαρτυρήσω), είμαι σίγουρος ότι αυτή την ιστορία την επινόησαν οι χωριανοί σου για να τον πειράξουν, μετά από εκείνη την ιστορία με τα γυαλιά (την ιστορία φυσικά την ήξερε).
  Δεν φάνηκε να πείστηκε απόλυτα. Και μου αφηγήθηκε δυο ακόμη ιστορίες με τον ίδιο.
  Κάνει το χωράφι του ζευγάρι. Ξαφνικά ο ένας από τους δυο γαϊδάρους σταματάει. –Σε, του λέει ο Γιώργης, ξανά σε… (δηλαδή προχώρα, για τους μη κρητικούς αυτό), τίποτα ο γάιδαρος, έχει μουλαρώσει, δεν το κουνάει ρούπι (τώρα γιατί ενώ λέμε «γαϊδουρινό πείσμα» δεν λέμε «γαϊδάρωσε» αλλά «μουλάρωσε», λυπάμαι, αλλά δεν ξέρω να απαντήσω). Στο τέλος του λέει απηυδισμένος. -Δεν θέλεις σε; Ε, ούτε κι εγώ θέλω. Παρατάει τα γαϊδούρια στον ήλιο και πηγαίνει και ξαπλώνει κάτω από μιαν ελιά, να πάρει κανέναν υπνάκο.
  Στη δεύτερη πρωταγωνιστεί και ο ξάδελφος, νεαρός φοιτητής εκείνα τα χρόνια.
  Κρατάει μια φωτογραφική μηχανή μαζί του, χωρίς φιλμ. –Βρε Γιώργη, έλα να σε πάρω μια φωτογραφία.
  Ο Γιώργης χαρούμενος στέκεται μπροστά στο φακό σκάζοντας ένα πλατύ χαμόγελο.
  Ο ξάδελφος δεν του πήρε μόνο μια αλλά πολλές φωτογραφίες, αφού τον έβαλε να ποζάρει σε διάφορες στάσεις, άλλες περισσότερο άβολες, άλλες περισσότερο αστείες. Ο Γιώργης ζητάει διαβεβαίωση. –Μα και βέβαια θα σου τις στείλω, τον καθησυχάζει ο ξάδελφος.
  Έρχεται στο χωριό για τις διακοπές (Πάσχα, καλοκαίρι, δεν μου είπε), πέφτει πάνω στο Γιώργη. –Ωρέ συ, γιατί δεν μου έστειλες τις φωτογραφίες; -Ωρέ Γιώργη, μεγάλη ατυχία, δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά ο φωτογράφος μου είπε ότι κάηκε το φιλμ.
  -Ωρέ μαϊμούνι, θαρρείς πως δε σε κατάλαβα, ότι με κορόιδευες;
  Πράγματι, δεν ήθελε και πολύ μυαλό για να το καταλάβει. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, και τόσο το φιλμ όσο και η εμφάνιση κόστιζαν ένα σωρό λεφτά. Θα ήταν αφύσικο να χαραμίσει κανείς τόσο φιλμ για κάποιον ξένο.

Saturday, April 19, 2014

Rafi Pitts, Sanam (2000)



Rafi Pitts, Sanam (2000)

   Έχουμε γράψει για άλλα δυο έργα του Rafi Pitts, το «Είναι χειμώνας» (2006) και «Ο κυνηγός» (2010) στην ίδια ανάρτηση. Σήμερα θα γράψουμε για τη «Σανάμ».
  Η Σανάμ είναι η μητέρα του Ίσα (Ιησούς). Τον άντρα της τον σκότωσαν ως ζωοκλέφτη τα τσιράκια του τσιφλικά. Ο γιος όμως ξέρει ότι το άλογο ήταν δικό τους, αφού ο πατέρας του το μεγάλωσε από μικρό. Τσακώνεται με όλους αυτούς που θεωρούν τον πατέρα του κλέφτη και ληστή. Ονειρεύεται να το πάρει πίσω. Πράγματι κάποια στιγμή το κλέβει, αφού το επισκέπτεται σχεδόν καθημερινά χαϊδεύοντάς το πίσω από τα συρματοπλέγματα. Η μητέρα του προσφέρει τα χρυσαφικά της στον τσιφλικά για να του φέρει πίσω το γιο της.
  Η τελευταία σκηνή είναι επανάληψη της πρώτης. Βλέπουμε τους καβαλάρηδες να καλπάζουν προς ένα ορισμένο σημείο, κρυμμένο πίσω από τα δένδρα. Μετά ακούμε τους πυροβολισμούς. Στη θέση του Ίσα είναι τώρα η μητέρα του, που τρέχει να προλάβει.
  Δραματική ταινία, που δείχνει την σκληρότητα των δυνατών (οι αστυνομικοί αποπέμπουν τη Σανάμ κάθε φορά που πηγαίνει να καταγγείλει το φόνο του άντρα της), την αγωνία της να επιβιώσει φροντίζοντας το γιο της (αρνείται τα προξενιά) και κυρίως την εμμονή του μικρού να υπερασπίζεται τον πατέρα του και να πάρει το κλεμμένο τους άλογο πίσω. Επίσης βλέπουμε αρκετές ηθογραφικές σκηνές, όπως ένα γάμο και μια τελετουργία με ένα άλογο πληγωμένο με βέλη αλλά όρθιο, σαν ταύρος σε ταυρομαχία. Στο τέλος βλέπουμε να το απομακρύνουν από το χώρο της σκηνής. Είναι κάτι σαν αποδιοπομπαίος τράγος; Οι ιρανοί θα ξέρουν.
  Στην προηγούμενη ανάρτησή μου χαρακτήρισα τον Πιτ αγγελοπουλικό. Και σ’ αυτή την ταινία εντοπίζουμε τα ίδια χαρακτηριστικά, αν και σε μικρότερο βαθμό. Αφαιρετικότητα, σιωπές, κάποια αργόσερτα πλάνα, εικαστικότητα, όμως οι διάλογοι είναι αρκετά «φλύαροι». Παρά τη φλυαρία τους όμως, το μόνο που μαθαίνουμε είναι ότι ο πατέρας ήταν όντως ανεπρόκοπος και κλέφτης, υποθέτουμε πάντως ότι το άλογο ήταν δικό του αφού το μεγάλωσε από μικρό, και δεν ξέρουμε αν ο τσιφλικάς πήρε ή δεν πήρε τα χρυσαφικά που του πρόσφερε η μητέρα.
  Γράφω την πλοκή του έργου γιατί δεν θυμάμαι καλά την πλοκή στον «Κυνηγό», έργο για το οποίο έγραψα ότι δεν μου άρεσε. Εδώ διαβάζω (στο γερμανικό λήμμα της βικιπαίδειας, που είναι πολύ πιο εκτεταμένο από το αγγλικό) ότι είναι «μια καφκική παραβολή για τη δικτατορία και την αυθαιρεσία, για τους μηχανισμούς καταπίεσης». Δεν νομίζω ότι οι περισσότεροι θεατές συνειδητοποίησαν τον παραβολικό στόχο της ταινίας, το πιο πιθανόν είναι ότι την απόλαυσαν σαν μια καλογυρισμένη αστυνομική ταινία.
  Για τους γερμανομαθείς, αλλά και για πιθανή δική μου μελλοντική χρήση, επικολλώ το αντίστοιχο απόσπασμα για τον «Κυνηγό». Ποιος ξέρει, μπορεί κάποια στιγμή να μη λειτουργεί ο παραπάνω σύνδεσμος.
   2010 erhielt Pitts für seinen vierten Spielfilm Zeit des Zorns (Originaltitel: Shekarchi, englischsprachiger Festivaltitel The Hunter) erneut eine Einladung in den Wettbewerb der Berlinale, in dem er auch sein Debüt als Schauspieler gab. Der Filmemacher schlüpfte in die Rolle eines ehemaligen Gefängnisinsassen, dessen Ehefrau und Tochter bei einem Polizeieinsatz gegen Demonstrationen in Teheran erschossen werden. Anstatt in melancholische Apathie zu verfallen, beginnt der Freizeitjäger zurückzuschlagen. Der regierungskritische Film entstand vor den Präsidentschaftswahlen in der iranischen Hauptstadt und im Norden des Landes und wurde durch eine Kurzgeschichte Bozorg Alawis und einem tatsächlichen Ereignis inspiriert.[15] Die Figur des Ali wurde noch vor der Uraufführung von Shekarchi als „etwas Neues im iranischen Gegenwartskino“ interpretiert, während der Film selbst als „kafkaeske Parabel über Diktatur und Willkür, über die Mechanismen der Repression“ gelobt wurde.[6] Sowohl It’s Winter als auch Shekarchi gehören zusammen. „Der erste Film handelt von einem Mann, der geschlagen wird. Der zweite von einem, der zurückschlägt“, so Pitts.[6] Der Regisseur breche „mit dem milden Humanismus des neuen iranischen Films“, der anrührenden Menschlichkeit, wie sie Majidi oder Kiarostami zum Ausdruck bringen, so die Frankfurter Allgemeine Zeitung. Nach der ausweglosen Düsternis seines vorangegangenen Films treibe es Pitts hier auf die Spitze, so Hans-Jörg Rother


Παροιμίες, παραινέσεις, αποφθέγματα.



Παροιμίες, παραινέσεις, αποφθέγματα.

  Κατά τη διάρκεια συζήτησης με φίλο στο skype, μιλώντας για φίλο επιχειρηματία που είναι δοσμένος στη δουλειά και δεν του μένει χρόνος, είπα να αναρτήσω στον τοίχο μου στο facebook μια δική μου ρήση, που μου είχε έλθει στο μυαλό πριν χρόνια.
Το χρήμα είναι χρόνος
  Πρόκειται για αντιστροφή της γνωστής ρήσης.
  Αν είχα χρήματα, αν ήμουν εισοδηματίας, δεν θα ήμουν υποχρεωμένος να δουλεύω και έτσι θα μπορούσα να αφιερώνω περισσότερο χρόνο στο διάβασμα, αλλά και στο γράψιμο. Τα έγραψα αυτά και σε σχόλιο, σε απάντηση άλλου σχολίου.

  Και αφού πήρα φόρα, ανάρτησα και άλλη μια:
Να μη φοβάσαι να διαφέρεις από τους πολλούς
  Σε σχόλιο βέβαια έγραψα ότι αν διαφέρεις, ή έχεις αρχ…ια ή είσαι τρελός.

  Τώρα σκέφτηκα να τις αναρτήσω και στο blog μου μαζί με κάποιες άλλες που μου ήλθαν, επίσης πριν χρόνια, στο μυαλό, και τις έχω ήδη παραθέσει σε κείμενά μου, το πιο πιθανόν σε βιβλιοκριτικές, μια και σε αυτές καταναλώνω τον περισσότερο συγγραφικό μου χρόνο.  
  Horror vacui temporis.
  Στο γνωστό αξίωμα «τρόμος του κενού», που όπως διαβάζω τώρα στην βικιπαίδεια αποδίδεται στον Αριστοτέλη, πρόσθεσα το «temporis», «του χρόνου». Ήμουν πάρα πολύ μακριά από τη σύνταξη και από τους συνταξιούχους, αλλά είχα διαπιστώσει ότι γεμίζοντας το χρόνο μου με κάτι δημιουργικό ένοιωθα καλύτερα ψυχολογικά, ενώ όταν καθόμουν άπραγος, χωρίς να έχω κάτι να κάνω, δεν ένοιωθα βέβαια τρόμο, αλλά δεν ένοιωθα και ευχάριστα. Είμαι όμως σίγουρος ότι κάποιοι τρομάζουν με τον κενό χρόνο (με το κενό του χρόνου λέω εγώ, παραφράζοντας), όπως όλοι όσοι βλέπουν με δέος την ώρα που θα βγουν στη σύνταξη, φοβούμενοι ότι δεν θα έχουν τι να κάνουν.

Η θρησκεία είναι το όποιο του λαού, και μάλιστα χωρίς παρενέργειες.
  Παράφρασα κι εδώ μια ρήση, του Μαρξ αυτή τη φορά, ειρωνικά αλλά όχι απαξιωτικά. Μου ήλθε στο μυαλό παρατηρώντας τον κόσμο του ισλάμ. Η λέξη assassin, δολοφόνος, προέρχεται από το χασίσι, αν και στην βικιπαίδεια βλέπω τώρα ότι υπάρχει και άλλη ετυμολογική εκδοχή. Παραθέτω τις δυο πρώτες παραγράφους του λήμματος.
  «Η οργάνωση έδρασε κυρίως μεταξύ του 11ου και του 14ου αιώνα και το όνομά της σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, χάρη στους σταυροφόρους, κατέστη συνώνυμο της δολοφονίας για πολιτικούς ή θρησκευτικούς λόγους (assassin, assassinate, assassination). Διέθετε δύο κλάδους, έναν στην Περσία και έναν στη Συρία, και ανακήρυξε την πολιτική δολοφονία, ενίοτε μαζική, ως το μοναδικό μέσο κατατρομοκράτησης του αριθμητικά υπέρτερου εχθρού –ιδιαίτερα των αμάχων– και επίτευξης των πολιτικών της στόχων.
  Οι Ασασίνοι υπήρξαν η εξτρεμιστική-φανατική πτέρυγα του σιιτικού κλάδου των Ισμαηλιτών. Για την ονομασία τους υπάρχουν διάφορες απόψεις. Η επικρατέστερη συνδέει την ονομασία Ασασίνοι με το χασίς (hashish), το οποίο κατανάλωναν (έτρωγαν, έπιναν ή κάπνιζαν) λίγο πριν τους ανατεθεί κάποιο τολμηρό εγχείρημα (Hashishin=αυτοί που καταναλώνουν χασίς). Κάποιοι, Άραβες κυρίως, συγγραφείς συνδέουν την ονομασία με το αραβικό ρήμα Hass που σημαίνει θανατώνω, εξολοθρεύω».
  Το νόημα της παράφρασής μου είναι ότι η θρησκεία έχει τις αντικαταθλιπτικές ιδιότητες του οπίου χωρίς όμως τις παρενέργειές του, γι’ αυτό είπα ότι δεν έχει τον απαξιωτικό χαρακτήρα της μαρξιστικής ρήσης. Είναι όμως ειρωνική με την έννοια ότι οι «γενναίοι», όχι της ηδονής, δεν έχουν ανάγκη την παραμυθία της θρησκείας. Και αυτοί είναι, πάντα ήσαν, οι λίγοι.  




Wednesday, April 16, 2014

75η ιστορία, Η αρσενική πέτρα



75η ιστορία, Η αρσενική πέτρα

  Πρόπερσι εξέδωσε ο φίλος μου ο Αλέξανδρος (εκδόσεις ΑΛΔΕ) το βιβλίο μου «Πες της το με μια μαντινιάδα», με δική του πρόταση, στο οποίο υπάρχουν μαντινιάδες, δικές μου και ξένες, σχολιασμένες και ασχολίαστες. Τις ανάρτησα κατόπιν και στο blog μου και συνέχισα να προσθέτω καινούριες, όλες σχολιασμένες αυτή τη φορά, στην κατηγορία «Κι άλλες μαντινιάδες». Αντιγράφω την ανάρτηση με τίτλο «Boobs».

  «Και άλλη μια μαντινιάδα από τη Στέλλα

Ποιος κερατάς σου έκανε στενό το φόρεμα σου
να μην χωρεί η χέρα μου να πιάσει τα βυζά σου;

Διαβάζοντάς τη μου ήλθε στο μυαλό μια ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια, που την έχω αφηγηθεί συχνά σαν ανέκδοτο.
Ήμασταν στον θερινό κινηματογράφο του χωριού μου και παρακολουθούσαμε μια ελληνική ταινία. Ασπρόμαυρη, δεκαετία του ’60. Ο άνδρας αγκαλιάζεται με την ηρωίδα και αρχίζει να τη χαϊδεύει, ενώ εμείς παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα. Ξαφνικά της πιάνει τα βυζιά. Και μέσα στην κατανυκτική σιωπή που επικρατούσε ακούμε ξαφνικά τη φωνή ενός πιτσιρικά από το Επάνω Χωριό, νομίζω τρία χρόνια μικρότερού μου, που πήγαινε ακόμη στο δημοτικό:
-Κατεβάζει, κατεβάζει;
  Ο σινεμάς τραντάχτηκε από τα γέλια. Ποιο ήταν το αστείο; Η ερώτηση ήταν αν κατεβάζει γάλα, όπως οι κατσίκες όταν τις αρμέγουν».
  Δεν έγραψα το όνομά του, όμως μπορώ να το γράψω τώρα: Μανώλης Καζαντζάκης (επειδή θα αναρωτιέστε, όχι, δεν νομίζω να είναι συγγενής του).
  Τον συνάντησα χθες απέξω από το σουπερμάρκετ του Χαλκιαδάκη στην Ιεράπετρα, όπου εργάζεται και η αδελφή του· μετά από πάρα πολλά χρόνια. Χαρήκαμε πολύ και οι δυο για αυτή την απροσδόκητη απάντηση. Αφού είπαμε διάφορα τον ρώτησα αν θυμάται αυτή την ιστορία.
  Δεν την θυμότανε· όπως δεν θυμόμουνα και εγώ διάφορα, ευτράπελα και μη, της παιδικής μου ηλικίας, τα οποία μου θύμισαν κάποιοι μετά από πολλά χρόνια. Επίσης έμαθα ότι η διαφορά της ηλικίας μας είναι δυο χρόνια και όχι τρία, όπως υπέθετα.
  Δεν θα υπήρχε λόγος να κάνω αυτή την ανάρτηση αν δεν μου έλεγε μια ακόμη δική του ιστορία.
  Μια από τις δασκάλες μας στο δημοτικό ήταν και η κυρία Σοφία. Η κυρία Σοφία λοιπόν, για να σπάσει πλάκα με την Μανώλη, του λέει: -Μανώλη, πήγαινε να βρεις και να μου φέρεις μια πέτρα, αλλά πρόσεξε, να είναι αρσενική. Ο Μανώλης πηγαίνει, και μετά από λίγο της φέρνει μια πέτρα. Γεμάτη έκπληξη τον ρωτάει: -Βρε Μανώλη, και πώς το κατάλαβες ότι η πέτρα αυτή είναι αρσενική; -Γιατί είχε πλακώσει μιαν άλλη, της απαντάει ο Μανώλης.

Μια μεγάλη πέτρα επίπεδη λέγεται πλάκα. Σύνθετη λέξη με την πλάκα είναι και η ταφόπλακα, αν και καμιά φορά μπορεί να παραλειφθεί το πρώτο συνθετικό ως ευκόλως εννοούμενο, όπως στο ριζίτικο του Διγενή: «κι η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τονε σκεπάσει». Από την «πλάκα» προέρχεται και το ρήμα «πλακώνω», που όμως τα παλιά εκείνα χρόνια, θυμάμαι, είχε και μια μεταφορική σημασία, που σήμερα όμως την έχει χάσει σχεδόν ολότελα, καθώς έχει αντικατασταθεί από τη μεταφορική σημασία ενός άλλου ρήματος, του «πηδώ».