Book review, movie criticism

Saturday, September 20, 2014

Οι κρητικοί στην Άλωση

Οι κρητικοί στην Άλωση. Μου το έστειλε σε μήνυμα φίλος στο facebook
 
Υπάρχει στην επαρχία Σφακίων ένα χωριό με το όνομα Καλλικράτης. κτισμένο στα 750 μέτρα υψόμετρο και ο επισκέπτης στην είσοδο του χωριού συναντά μια πλάκα που τον πληροφορεί ότι το χωριό χρωστά το όνομα του στο Μανούσο Καλλικράτη αρχηγό σώματος 1500 εθελοντών που το Μάρτη του 1453 ξεκίνησε να βοηθήσει στην άμυνα της Πόλης . Το τί απέγιναν αυτοί οι εθελοντές , μας πληροφορεί αρχικά ο Φραντζής : «Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους Χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύτες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρκους. Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν, αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το Σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους». Στην συνέχεια περισσότερες πληροφορίες, μας δίνει ένα ολιγοσέλιδο χειρόγραφο του 1460, που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους και συντάχθηκε με βάση τις διηγήσεις ενός εκ των διασωθέντων Κρητικών, του Πέτρου Κάρχα ή Γραμματικού.
...... "Και όταν έπεσεν η Πόλη και οι Τούρκοι εμπήκαν μέσα, ως διακόσιες χιλιάδες περίπου Ταχτικοί και Αταχτοι, άλλοι από την Κιρκόπορτα και άλλοι από το ρήγμα του Αγίου Ρωμανού, και όλοι οι πολεμάρ...χοι εγκατέλειψαν τας θέσεις των δια να σωθούν, εις τα πλοία ή οπουδήποτε αλλού, μονάχα η τούρμα της Κρήτης, όσοι εζούσαν, με αρχηγόν τον Καπετάν Γραμματικόν, αν και τραυματισμένον και αυτόν σε πολλά μέρη του κορμιού του, εσκέφτηκεν ότι θα ήτον καλύτερον να μείνει στα πόστα της και να εξακολουθήση να πολεμά μέχρις ότου σκοτωθούν ούλοι, παρά να παραδώσουν τα όπλα. Κι όταν προς το βράδυ πλέον ο Σουλτάνος είδεν και εκατάλαβεν ότι εμείς δεν είχαμε σκοπόν να παραδοθούμε, έστειλεν ένα πασά με δυό αξιωματικούς, που ο ένας εκρατούσε λευκή σημαία και ο άλλος ήταν δραγουμάνος, και μας είπε "ότι επειδής - λέγει - ο Σουλτάνος εκτιμά την αντρειά μας, μας αφήνει ελεύθερους να φύγωμε για το νησί μας, με τα όπλα μας και με ένα από τα καράβια μας........." (Κώδικας της Μονής Αγκαράθου): "Εις τους αονγ΄, Ιουνίου θ΄ και ημέρα Σαββάτου, ήρθαν από την Κωνσταντινούπολιν καράβια τρία Κρητικά του Σγουρού, Υαλινά και Φιλομμάτου, λέγοντες ότι εις την κθ΄ του Μαϊου μηνός, της Αγίας Θεοδοσίας, ημέρα Τρίτη, ώρα γ΄ της ημέρας, εσέβησαν οι Αγαρηνοί εις την Κωνσταντινούπολιν, το φουσσάτον του Τούρκου Τζελεπή Μεμέτη. Και είπον ότι απέκτειναν τον βασιλέα κυρ Κωνσταντίνον τον Δραγάσην και Παλαιολόγον. Και εγένετο ουν θλίψις και πολύς κλαυθμός εις την Κρήτην δια το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθε, ότι χείρον τούτου ου γέγονεν, ούτε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσαι ημάς της φοβεράς αυτού απειλής...." Σύμφωνα, λοιπόν, με το χειρόγραφο αυτό, το τελευταίο δεκαήμερο του Μάρτη του 1453 χίλιοι πεντακόσιοι Κρήτες εθελοντές ξεκίνησαν με πέντε καράβια και με σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Κωνσταντινούπολης. Αρχηγός τους ήταν ο Μανούσος Καλλικράτης από τα Σφακιά, ιδιοκτήτης των τριών καραβιών και καπετάνιος του ενός. Στα άλλα δύο καράβια του καπετάνιοι ήταν ο Γρηγόρης Βατσιανός Μανάκης από τ' Ασκύφου Σφακίων και ο Πέτρος Κάρχας από την Κυδωνία, γνωστός και με το παρανόμι Γραμματικός. Το τέταρτο καράβι ανήκε στον Ανδρέα Μακρή από το Ρέθυμνο και είχε κυβερνήτη τον ίδιο και στο πέμπτο, ιδιοκτησίας του καπετάν Νικόλα του Στειακού, τη διοίκηση ανέλαβε ο Παυλής Καματερός από την Κίσσαμο. Όταν έφτασαν οι Κρήτες στην Βασιλεύουσα, επάνδρωσαν 3 πύργους , από τους 112 που υπήρχαν συνολικά στα προστατευτικά τείχη της. Οι Κρήτες αυτοί αντιστάθηκαν μέχρι τέλους στους τρεις πύργους που βρίσκονταν την είσοδο του Κερατίου και παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειές τους, οι Οθωμανοί δεν κατόρθωσαν να εκπορθήσουν τους πύργους ή να κάμψουν την αποφασισμένη αντίσταση των υπερασπιστών. Οι ανώτεροι αξιωματικοί του σουλτάνου, εντυπωσιασμένοι από την παλικαριά των τελευταίων ζωντανών υπερασπιστών της Πόλης, τους πρότειναν παράδοση υπό τους δικούς τους όρους. Εκείνοι δέχτηκαν να παραδοθούν υπό τον όρο να τους επιτραπεί να φύγουν χωρίς να πειραχτούν, με όλα τους τα υπάρχοντα και άρματα και με τιμή. Οι ηγέτες των Οθωμανών, που εκτίμησαν τη γενναιότητα και που, βεβαίως, δεν ήθελαν να υποστούν δυσανάλογα μεγάλες απώλειες για να ολοκληρώσουν την κατάκτηση της πόλης που ήταν ήδη δική τους, ενώ πιθανόν έκριναν ότι αν χρονοτριβούσαν ακόμη περισσότερο στο σημείο αυτό, δεν θα είχαν το ανάλογο μερίδιο από τη λεηλασία, δέχτηκαν. Οι Κρήτες, συντεταγμένοι και με την υπερηφάνεια εκείνου που δεν ηττήθηκε από υπέρτερους εχθρούς, μπήκαν στα δύο πλοία τους που ήταν αγκυροβολημένα κοντά στα κάστρα και αναχώρησαν για τη Μεγαλόνησο . Στα ταξίδι της επιστροφής ένα απο καραβια ναυάγησε στο Αγιο όρος εξ ου και η υπαρξη του χειρόγραφου. Σύμφωνα με την παράδοση, τα μαντήλια στην Κρήτη μετά την είδηση της άλωσης, βάφτηκαν μαύρα και μπήκαν κρόσσια, συμβολίζοντας τα δάκρυα των Κρητών για την απώλεια της Πόλης. Στους εορτασμούς της επιστροφής τους λέγεται ότι χορεύτικε για πρώτη φορά ο "ο «συρτός χανιώτικος », ο «βασιλιάς» των κρητικών χορών.
Γιάννη, τα ήξερα όλα αυτά, αν και όχι με τις λεπτομέρειες που μου γράφεις, σ' ευχαριστώ που μου τα έστειλες. Εγώ διάβασα πρόσφατα ότι το καράβι με τους κρητικούς δεν γύρισε στον τόπο του αλλά ταξιδεύει, και περιμένει πότε να έλθει η ώρα να γυρίσει για να πάρουμε την πόλη
Chat Conversation End

Νίκος Στρατάκης, Η παντοδύναμη Ιεράπυτνα



Νίκος Στρατάκης, Η παντοδύναμη Ιεράπυτνα, Ιεράπετρα 21ος αιών, σελ. 38

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  O Νίκος Στρατάκης είναι ένας καταξιωμένος λογοτέχνης με πλούσιο συγγραφικό έργο. Υπηρέτησε ως αξιωματικός και διετέλεσε αντιπρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Όταν ήμουν μαθητής διάβασα κάποια έργα του που είχα βρει στη βιβλιοθήκη της κοινότητας του χωριού μου (Κάτω Χωριό), και αργότερα βρήκα σε κάποιο παλαιοπωλείο τη συλλογή διηγημάτων του «Το ειδύλλιο της Ιβάνκας», έργο για το οποίο γράψαμε μια βιβλιοκριτική.
  Η «Παντοδύναμη Ιεράπυτνα» είναι η ομιλία που έκανε στην πρώτη επίσημη εμφάνιση της νεοϊδρυθείσας «Ένωσης Γεραπετριτών Αθήνας». Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καταλληλότερη, μια ιστορική αναδρομή στην Ιεράπετρα από τα μυθικά χρόνια μέχρι σήμερα. Συγκεντρώνοντας τη σχετική βιβλιογραφία ο Νίκος Στρατάκης μας δίνει το ιστορικό πανόραμα της πόλης μας. Ξεκινώντας από την προϊστορική εποχή που ονομαζόταν Κύρβα και Κάμειρος περνάει στα ιστορικά χρόνια που μετονομάζεται σε Ιεράπυτνα, για να καταλήξει στο σημερινό της όνομα, Ιεράπετρα.
  Την Κρήτη την αποίκισαν πολλοί λαοί. «…η ιστορική σειρά των αποίκων αυτών είναι: Ετεόκρητες, Κύδωνες, Πελασγοί, Αχαιοί, Δωριείς. Επί πλέον σ’ αυτούς τους λαούς πρέπει να προστεθούν οι Κάρες, οι Λύκοι, οι Λέλεγες και οι Φρύγες από τα παράλια της Μικράς Ασίας, οι Φοίνικες από τη Συροφοινίκη και την Αίγυπτο, και οι Τελχίνες από τη Ρόδο. Φυσικά, γηγενής και αυτόχθων λαός πρέπει να θεωρηθούν οι μεγαλύτορες, οι γενναιόψυχοι Ετεόκρητες, όπως τους λέει ο Όμηρος, αυτοί οι χαλκάσπιδες, αυτοί οι δαιμονόπληκτοι και οι κουροτρόφοι του Δία, αυτοί οι γνωστοί με τα τόσο μυθικά και εμφαντικά θεκρατικά ονόματα Κουρήτες, Κορύβαντες και Ιδαίοι Δάκτυλοι»
  Τούτος ο τελευταίος λαός διατήρησε και διέσωσε τη φυλετική του ακεραιότητα, την Ετεοκρητική του γνησιότητα και γενεολογική του καθαρότητα, εδώ σε τούτη την Ανατολική άκρη της Κρήτης, με το τελευταίο οχυρό της Ετεοκρητικής άμυνας, την Ιεράπυτνα.
(σελ. 17).
  Πιο κάτω διαβάζουμε:
  «Τώρα ας κάμουμε έναν περίπατο στην περίοδο των Δωριέων. Στην περίοδο αυτή, όπως βγαίνει από τη μελέτη των διαφόρων πηγών, η Ιεράπυτνα διατήρησε το Κρητικό, Μινωϊκό της χρώμα. Δεν παρουσίαζε εκδωρισμό, όπως λ.χ. η Λύκτος στη Δίκτη. Σε τούτο συνετέλεσε πολύ η ποικιλία του εδάφους, που δεν εξασφάλιζε ομοιογενή συμβίωση και πολιτική σύμπραξη. Βεβαίως το Δωρικό πνεύμα ήσκησε επίδραση, αλλά στην ουσία η Ιεράπυτνα διατήρησε αυτοτέλεια» (σελ. 19).
  Αυτό το τελευταίο πρέπει να το δεχτώ με επιφύλαξη. Σε εκδρομή στην Τήνο, στο ιστορικό μουσείο που βρίσκεται μπροστά στην εκκλησία, είδα τον Χάρτη του Ρήγα όπου την περιοχή της Ιεράπετρας την ονομάζει Δωρίδα. Ακόμη οι χωριανοί μου χρησιμοποιούν ένα γλωσσικό δωρικό κατάλοιπο. Λένε «τα δε αύριο» εννοώντας την επόμενη μέρα. Είναι γνωστό ότι το ιωνικό η γίνεται στη δωρική διάλεκτο α, όπως μάθαμε στο σχολείο από την περίφημη φράση των σπαρτιατισσών μητέρων όταν έφευγαν τα παιδιά τους για πόλεμο: ή ταν (ασπίδα) ή επί τας (ασπίδας), δηλαδή ή να φέρει την ασπίδα ή να τον φέρουν επί της ασπίδος, νεκρό ή τραυματία αλλά ποτέ χωρίς την ασπίδα, λιποτάκτης που την έχει πετάξει για να μπορεί να τρέξει πιο γρήγορα μακριά από τη μάχη. Το δωρικό «ταν δε αύριον» είναι το ιωνικό «την δε αύριον». Πανελλαδικά χρησιμοποιείται σήμερα η φράση «την επαύριον».

  Δεν είμαι ιστορικός, καταθέτω μόνο τη δική μου εμπειρία.
  Τα αποσπάσματα από την ηθογραφική αυτοβιογραφία του ποιητή που παρατίθενται στο τέλος του μικρού αυτού τόμου είναι εξαιρετικότατα. Γραμμένα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και δεκαεξασύλλαβο σε τετράστιχες στροφές με σταυρωτή ομοιοκαταληξία, ο Στρατάκης ανακαλεί πρόσωπα, επεισόδια και τοπία μιας αλλοτινής Γεράπετρος. Κλείνοντας θα δώσουμε ως δείγμα μια αποστροφή στον ποιητή του Ερωτόκριτου και της Θυσίας.

Κορνάρε Στειογέννητε, τραγουδιστή γλυκότατε,
του ωραίου στίχου διανευτή, μάγε και ξαγοράρη,
νάμα της κρητικής ψυχής και της καρδιάς νεκτάρι,
Αλκαίε κι’ Όμηρε μαζί, Βιτζέντζο μου τρανότατε.

Θεμελιωτή στον έρωτα και στου λαού το ιδίωμα,
ζωγράφε στην παλληκαριά και στο κονταροχτύπημα
στο πιο ζεστό, στο πιο γλυκό, τσ’ αγάπης καρδιοχτύπημα
δέξου απ’ εμέ τούτο τ’ αγνό και ταπεινό θυμίαμα.


 

Σπάζοντας το κεφάλι για το τι να γράψω για «Ένα καλοκαίρι μέσα στο χειμώνα»



Σπάζοντας το κεφάλι για το τι να γράψω για «Ένα καλοκαίρι μέσα στο χειμώνα»

Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στο Fractalart

  Σήμερα το πρωί (26-7-2014) πήρα τηλέφωνο τη φίλη μου την Ελένη την Γκίκα. Μου είχε αφήσει μήνυμα στο facebook υπενθυμίζοντάς μου να γράψω για το Fractalart ένα διήγημα με θέμα «Ένα καλοκαίρι μέσα στο χειμώνα». Θυμάμαι καλά ότι της είχα πει ότι έχω μια δυστοκία να γράφω κατά παραγγελία, και της το είχα αποκλείσει. Μπορεί το αγώι να κάνει τον αγωγιάτη, αλλά όταν ο Κώστας ο Μαυρουδής, πριν κάποια χρόνια, μου ζήτησε ένα κείμενο με ένα συγκεκριμένο θέμα – έχω ξεχάσει πια ποιο ήταν αυτό – δεν του άρεσε. Μου ζήτησε να το ξαναδουλέψω και να του το στείλω. Δεν το έκανα. Γενικά δεν μου αρέσει να πολυδουλεύω τα κείμενά μου, το θεωρώ χάσιμο χρόνου. Χρόνια αργότερα δημοσίευσε στο «Δέντρο» ένα κείμενό μου που είχα αναρτήσει στο blog μου και του άρεσε.
  Παίρνω τηλέφωνο την Ελένη για να της υπενθυμίσω την άρνησή μου. Αυτή όμως επέμενε, και όχι μόνο αυτό, αλλά μου ζήτησε επί πλέον να γράψω και ένα κείμενο για το «Εργαστήρι του συγγραφέα».
  Κι άλλος μπελάς με βρήκε!
  Της απάντησα ότι μπορεί να είμαι συγγραφέας αλλά δεν είμαι λογοτέχνης. Η στόφα μου είναι κατά βάση στόφα δοκιμιογράφου. «-Δεν πειράζει», μου λέει, «γράψε ένα διήγημα με δοκιμιακό περιεχόμενο».
  Η Ελένη είναι τόσο γλυκιά που δυσκολεύτηκα να της αρνηθώ για δεύτερη φορά. Ρώτησα για τις προθεσμίες (μέχρι τέλη Σεπτέμβρη) και τον αριθμό των λέξεων  (300 – ∞). Έχω καιρό, σκέφτηκα, να σκεφτώ κάτι να γράψω, και διάβολε, 300 λέξεις δεν είναι πολλές, δεν θα μου φάει χρόνο.
  Το γράψιμο το θεωρώ χάσιμο χρόνου, όπως θεωρούσα παλιά το διάβασμα της λογοτεχνίας. Τα βιβλία που διάβαζα ήταν θεωρητικά, και αραιά και πού κάποιο μυθιστόρημα. Ποιο συστηματικά άρχισα να διαβάζω λογοτεχνία όταν άρχισα να ασχολούμαι με τη βιβλιοκριτική, το 1990, και ειδικότερα μετά το διδακτορικό μου που είχε ως θέμα τις αφηγηματικές τεχνικές, που το ξεκίνησα το 1993 και το τέλειωσα το 1996.
  Η κύρια αρετή κατά τη γνώμη μου ενός μυθιστορήματος, αλλά και ενός διηγήματος, είναι ένα εντυπωσιακό στόρι με αρκετό σασπένς. Και ενώ θαυμάζω τα πεζογραφήματα που το διαθέτουν, εγώ νοιώθω εντελώς ανίκανος να επινοήσω και την πιο απλή ιστορία. Πώς θα μπορούσα λοιπόν να γράψω ένα διήγημα σαν αυτά που μου αρέσουν;
  Βέβαια έχω γράψει διηγήματα με επινοημένες ιστορίες, όμως υπήρχε μια φοβερή ψυχολογική ώθηση για να τα γράψω. Το 1997 ήταν ο θάνατος του πατέρα μου και το 2000 μια αυτοκτονία. Πιο πριν ήταν «Ο χορός της βροχής-οικολογικά παραμύθια και διηγήματα», προϊόν της στράτευσής μου στο οικολογικό κίνημα.
  Πριν από τρία χρόνια είχα επίσης μια ψυχολογική ώθηση. Το Φραγκιό, ένας χωριανός μου με νοητική καθυστέρηση και δυσκολία στο λόγο, με πλησίασε στην πλατεία του χωριού μου και μου έπιασε κουβέντα. Ελάχιστα πράγματα καταλάβαινα από αυτά που μου έλεγε, όμως δεν ξέρω πώς μου ήλθε η ιδέα ότι αυτή η επαφή θα μπορούσε να αποτελέσει το θέμα ενός διηγήματος. Αλλά, όπως ανέφερα και παραπάνω, το γράψιμο το θεωρώ χάσιμο χρόνου, σε αντίθεση με το διάβασμα. Οι βιβλιοκριτικές μου γράφονται στο μυαλό μου ενώ διαβάζω το βιβλίο. Μετά μου παίρνει περίπου ένα δίωρο για να τις μεταφέρω στο χαρτί –συγνώμη, στον υπολογιστή ήθελα να πω. Όσο για τις κινηματογραφικές κριτικές, σπάνια θα μου φάνε μια ώρα.
  Το ίδιο βράδυ ένοιωθα περίεργα μελαγχολικός και σκέφτηκα ότι έπρεπε με κάτι να ασχοληθώ για να μου φύγει αυτή η δυσθυμία. Να διαβάσω δεν μου έκανε όρεξη, να πάω στο καφενείο, πάλι ρακές; Μου πέρασε ξαφνικά από το μυαλό ότι δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να γράψω το διήγημα που είχα σκεφτεί το πρωί. Έτσι βγήκε το «Φραγκιό», τίτλο που βρήκε ο εκδότης μου, γιατί ο δικός μου τίτλος ήταν «Πασχαλινή ιστορία», μια και γράφτηκε στις διακοπές του Πάσχα. Αργότερα, όταν ο εκδότης μου (Αλέξανδρος Δεσύλλας, εκδόσεις ΑΛΔΕ) έβγαλε μια σειρά με μικρά βιβλία με τίτλο metroαναγνώσματα, σκέφτηκα ότι δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να γράψω δυο τρία ακόμη ώστε να συμπληρώσω τις απαραίτητες σελίδες για να βγουν όλα μαζί σε βιβλίο. Έτσι έγραψα δυο διηγήματα ακόμη, το «Να αυτοκτονήσει κανείς ή να μην αυτοκτονήσει» και το «Όνειρο εαρινής νυκτός». Δεν υπήρχε συγκεκριμένο θέμα ούτε προθεσμίες, γι’ αυτό μπόρεσα και τα έγραψα. Τον τίτλο για το βιβλίο τον επέλεξε ο Αλέξανδρος: «Το Φραγκιό».
  Τώρα βέβαια αυτά που γράφω θα έπρεπε να τα γράψω στο κείμενο που μου ζήτησε η Ελένη για το «Εργαστήρι του συγγραφέα», αλλά σκέφτηκα να τα γράψω εδώ, σε συντομία, ώστε μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, για να μην επανέλθει στο θέμα.  
  Και τα παρακάτω σχετικά με το εργαστήρι του συγγραφέα είναι.
  Πριν πάρα πολλά χρόνια, λίγο μετά αφού αποχώρησα από μια αριστερή οργάνωση, είχα την ιδέα να γράψω ένα κείμενο με θέμα την ψυχοπαθολογία του επαναστάτη. Όμως διάφορες υποχρεώσεις με έκαναν να αναβάλω συνεχώς το σχέδιο. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήταν πια πολύ αργά για να το γράψω. Το θέμα είχε πάψει να με ιντριγκάρει, σίγουρα δεν θα μπορούσα να γράψω όλα όσα είχα τότε στο μυαλό μου, όταν μου ήλθε η ιδέα.
  Όταν ο Σωτήρης Δημητρίου, ο υπέροχος Σωτήρης, στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας την οποία διηύθυνε μας έκανε ένα μίνι σεμινάριο για το πώς δουλεύει ο κοινωνικός ανθρωπολόγος και τι παρατηρεί, μου ήλθε η ιδέα να γράψω ένα βιβλίο για το χωριό μου. Το πάθημα μου είχε γίνει μάθημα, και γι αυτό στρώθηκα αμέσως στο γράψιμο. Έτσι γράφηκε, το σωτήριον έτος 1990, το βιβλίο μου «Το χωριό μου-από την αυτοκατανάλωση στην αγορά», που εκδόθηκε στο επίσης σωτήριον έτος 1995 από τις εκδόσεις Θυμάρι.  Στις ευχαριστίες δεν ξέχασα τους μαθητές μου στη Γκράβα, που χάρη στις καταλήψεις που έκαναν εκείνη τη χρονιά μου αποδέσμευσαν πολύτιμο χρόνο τον οποίο αφιέρωσα στο γράψιμό του.
  Κάτι που πρέπει να προσθέσω ακόμη είναι η απέχθειά μου για «ες αύριον τα σπουδαία». Δεν μου αρέσουν οι εκκρεμότητες, και το να γράψω αυτό το διήγημα το έβλεπα σαν μια εκκρεμή υποχρέωση που με άγχωνε.
  Τι να γράψω, τι να γράψω, είπα ότι θα το σκεφτώ χαλαρά, αλλά η σκέψη είχε καρφωθεί στο μυαλό μου.
  Ξαφνικά μου ήλθε έμπνευση εξ ουρανού, μέσα στο επόμενο πεντάλεπτο.
  Θυμήθηκα ότι είχα γράψει μια βιβλιοκριτική για ένα βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, από τους αγαπημένους μου συγγραφείς και ένας από τους πέντε των οποίων το έργο πραγματεύθηκα στο διδακτορικό μου, το «Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα», μια παραλλαγή του «Ένα καλοκαίρι μέσα στο χειμώνα», το θέμα του διηγήματος του Fractalart. Αυτό θα κάνω, είπα, θα γράψω μια εισαγωγή – η παραπάνω – και θα παραθέσω τη βιβλιοκριτική αυτή, η οποία δημοσιεύτηκε στην «Απόπειρα», ένα περιοδικό της Ιεράπετρας, στο δέκατο τεύχος, Οκτώβρης-Νοέμβρης 1993. Την βιβλιοκριτική αυτή την ανάρτησα και στο blog μου, με την ευκαιρία της επανέκδοσής του το 2009 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
  Είπα, δεν μου αρέσουν οι εκκρεμότητες. Κάνω επικόλληση και το στέλνω αμέσως στην Ελένη.

    «Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα», το τρίτο έργο του Γιάννη Ξανθούλη, κυκλοφόρησε σε επανέκδοση από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Είναι ένα έργο τολμηρό, με όλες τις σημασίες της
λέξης. Είναι καταρχάς τολμηρό γιατί έχει ένα σωρό αθυροστομίες. Είναι επίσης τολμηρό ως προς το μύθο του. Το σπίτι που μένει ο δεκαεφτάχρονος αφηγητής συγκλονίζεται συνεχώς από τις κραυγές της αρραβωνιαστικιάς του αδελφού του, όταν κάνουν έρωτα. Η ίδια αυτή αρραβωνιαστικιά θα τον αποπλανήσει κάμποσες φορές. Ο θείος του, ομοφυλόφιλος, θα βρεθεί σφαγμένος. Η θεία του, η άσχημη παρθένα γεροντοκόρη, ικανοποιείται διαστροφικά. Όσο για τον ίδιο τον αφηγητή, μετά από ένα χείμαρρο ερωτικών φαντασιώσεων με τη νέα τους νοικάρισσα, την καινούρια μεσόκοπη φιλόλογο του σχολείου τους, θα τα φτιάξει μαζί της. Μόνο για λίγο όμως, γιατί με το τέλος του καλοκαιριού έρχεται και η μετάθεσή της.
  Τολμηρό, τέλος, είναι το έργο ως προς τη χρήση της γλώσσας. Στα ουσιαστικά συνάπτονται επίθετα σε μια ανοίκεια σχέση, και τα άψυχα εμψυχώνονται στις πιο πρωτότυπες προσωποποιήσεις ("πύρινο φλέρτ του ήλιου", σελ. 12). Επίσης οι παρομοιώσεις από τις οποίες βρίθει το έργο είναι δημιουργήματα της πιο καλπάζουσας φαντασίας.
  Το γκροτέσκ είναι και εδώ παρόν, μόνο που τίθεται σε ρεαλιστικά πλαίσια με τη μορφή φαντασιώσεων και ονείρων. Το ίδιο και το φετίχ των περίεργων ονομάτων: θείος Μπατίστας, θεία Αλκιβιάδα, κύριος Αργέλιας, η αρραβωνιαστικιά Ροδόπη, η καθηγήτρια Ντάλια Βεντάλια, ο καντηλανάφτης Μπαζανίτσας, ο πατέρας Βάκης, η Τίτα Ρίτα, Τίτα Φόνε, Τίτα Πε (δεν είναι τρεις, είναι μία),  η κυρία Μπουρού κλπ.
  Στο μυθιστόρημα αυτό συντελείται μια πλήρης μεταστροφή των αφηγητών του Ξανθούλη. Ενώ ο αφηγητής στον «Μεγάλο θανατικό» ήταν η προσωποποίηση του κακού, και η αφηγήτρια της
«Οικογένειας Μπες Βγες» αν και ξόρκιζε το κακό δεν τα πήγαινε και σπουδαία με το καλό κατά τα λεγόμενα της θείας της, ο αφηγητής εδώ είναι ένας αγνός έφηβος, ταλαιπωρημένος από
ερωτικές φαντασιώσεις και μανίες όπως όλοι οι νέοι της ηλικίας του, γεμάτος όμως με μια άπειρη τρυφερότητα για τον αδελφό του και για το Θόδωρο το φίλο του που πέθανε, και έναν
άδολο εφηβικό έρωτα για τη δασκάλα του, η οποία δεν χρειάζεται να τον αποπλανήσει, όπως η Μαριάννα τον αφηγητή του Κώστα Παπαγεωργίου στο «Των αγίων Πάντων».
  Κακοί στο έργο αυτό δεν υπάρχουν, και η μόνη γκροτέσκ φιγούρα είναι αυτή της θείας Αλκιβιάδας. Από τους δυο μόλις θανάτους που υπάρχουν στο έργο (οι αυτοκτονίες των γονιών του αφηγητή συντελούνται εκτός πλαισίου της ιστορίας), μόνο ένας είναι δολοφονία, η οποία όμως συνδέεται χαλαρότατα με τον κεντρικό ιστό της ιστορίας. Ακόμη, το τέλος του έργου είναι πλημμυρισμένο από αισθήματα τρυφερότητας, σε αντίθεση με τη σκληρότητα από την οποία ξεχειλίζουν τα δυο προηγούμενα έργα. Τέλος, για πρώτη φορά ο Ξανθούλης τοποθετεί την ιστορία του σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο: το καλοκαίρι του 1962. Και καθώς η αφήγηση υποτίθεται ότι γίνεται χρόνια μετά, το έργο τοποθετείται στη σειρά εκείνη των μυθιστορημάτων, αρκετά μεγάλη στη σύγχρονη πεζογραφία, με θέμα αναμνήσεις από την παιδική ηλικία και την εφηβεία, το οποίο θα απασχολήσει τον Ξανθούλη και σε μεταγενέστερα έργα του.
  Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα από τα πιο ωραία του Ξανθούλη και χαιρετίζουμε την επανέκδοσή του».

  Μπάμπης Δερμιτζάκης
 
 
 
 

 

Friday, September 19, 2014

Wes Ball, Ο λαβύρινθος



Wes Ball, Ο λαβύρινθος (The maze runner, 2014)

  Η ταινία είναι μεταφορά στην οθόνη του πρώτου μέρους μιας τριλογίας επιστημονικής φαντασίας.
  Ο Τόμας ξυπνάει σε μια κοιλάδα με άγνωστους ανθρώπους, χωρίς να θυμάται ούτε καν το όνομά του. Λίγο αργότερα θα το θυμηθεί. Η κοιλάδα περιβάλλεται από υψηλά τείχη, πίσω από τα οποία υπάρχει ένας λαβύρινθος, τον οποίο δεν είναι εύκολο να διασχίσουν. Κάποιοι από τους δρομείς που το επιχείρησαν χωρίς να τα καταφέρουν και δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν εγκαίρως στην κοιλάδα έχασαν τη ζωή τους, σκοτωμένοι από τους κυνηγούς, κάποια αποτρόπαια τέρατα σαν γιγάντιες αράχνες.
  Συναρπαστική η πλοκή, με το σασπένς να αιωρείται από την πρώτη στιγμή: θα καταφέρουν να ξεφύγουν από αυτά τα τείχη, θα καταφέρουν να φτάσουν στην είσοδο του λαβύρινθου;
  Η ταινία δεν είναι σινεφίλ, όμως είμαι υποχρεωμένος να γράψω γι’ αυτή. Την είδα απόψε με το γιο μου στα village, θέλοντας να χρησιμοποιήσω για πρώτη φορά (μάλλον για δεύτερη, την πρώτη φορά που θέλησα να τη χρησιμοποιήσω για να δω την ταινία «Παίζοντας με τη φωτιά» της Αννέτας Παπαθανασίου ξέχασα να την πάρω μαζί μου) τη δημοσιογραφική μου ταυτότητα, σαν μέλος της Ένωσης Κρητικού Τύπου, προτιμώντας το χουζούρι της πολυθρόνας από την καρέκλα της κινηματογραφικής αίθουσας.
  Η ταινία είναι συναρπαστική, όμως εγώ σαν σινεφίλ είδα την υπόθεση σαν μεταφορά. Δεν ξέρω αν κάνω υπερερμηνεία, δεν ξέρω αν ήταν στις προθέσεις του συγγραφέα, του σεναριογράφου ή του σκηνοθέτη, πάντως την κοιλάδα την είδα σαν μεταφορά της γης μας, και τους κυνηγούς σαν εκτελεστικά όργανα μιας εξωτερικής πανίσχυρης δύναμης που μας ελέγχει. Έχοντας γράψει ένα ανάλογο μυθιστόρημα το 1990, ανέκδοτο προς το παρόν, μου ήταν εύκολο να σκεφτώ αυτή τη μεταφορά.
  Όπως και να έχει η ταινία είναι εξαιρετική, κρατώντας τον θεατή σε συνεχή αγωνία. Αξίζει να τη δείτε.

Sunday, September 14, 2014

Gustavo Taretto, Medianeras



Gustavo Taretto, Medianeras (2011)

  Η «Μεσοτοιχιά» είναι ένα δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη μοναξιά και στις νευρώσεις που δημιουργεί το «Άξενο των πόλεων…», βιβλίο που διάβασα φοιτητής, ενώ ξεκινάει σαν ντοκιμαντέρ, και συνεχίζεται σαν τέτοιο με ιντερμέτζα πάνω στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία του Μπουένος Άυρες. Μου θύμισε την Eleanor Rigby των Beatles.
  Η Αθήνα του χρυσού αιώνα ήταν μια πανίσχυρη πόλη, οι κάτοικοί της ευημερούσαν και έτσι είχαν την πολυτέλεια να ψυχοπλακώνονται με τις τραγωδίες· και αυτό όχι απόλυτα, γι’ αυτό μετά το τέλος της τριλογίας ακολουθούσε ένα σατιρικό δράμα ή μια κωμωδία, για να τους σηκώσει την πλάκα από την ψυχή. Στην Αργεντινή όμως, με τον κόσμο να υποφέρει από την οικονομική κρίση, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για ψυχοπλάκωμα. Αλλά γενικά το κινηματογραφικό κοινό, που είναι το πολυπληθέστερο, δεν ανέχεται τα unhappy end. Έτσι ο σκηνοθέτης που υπογράφει και το σενάριο ανακουφίζει το κοινό του με ένα happy end, με τους δυο μοναξιασμένους ήρωές του να σμίγουν στο τέλος.
  Ένα από τα πρόσωπα του έργου, που δεν «έκατσε» σε σχέση με τον Μάρτιν, είναι και η Μαρσέλα. Είναι ψυχολόγος, έχει ένα σωρό χόμπι, και ξέρει εφτά ξένες γλώσσες. Ανάμεσά τους και τα ελληνικά.
  Για φαντάσου!!!
  Εγώ ξέρω οκτώ, και φυσικά ελληνικά.
  Με εμένα όμως είναι διαφορετικά.
  Αντίστοιχα με τα δικά της ελληνικά, εγώ ξέρω κινέζικα.
  Και μάλλον περισσότερα ρώσικα από αυτήν.