Book review, movie criticism

Wednesday, May 27, 2015

Xavier Dolan, Mommy



Xavier Dolan, Mommy (2014)

  Πρόκειται για μια δραματική, απαισιόδοξη ταινία με τραγικό τέλος που μου θύμισε «Το γάλα» (2011) του δικού μας Γιώργου Σούγια. Η ταινία του Σούγια τελειώνει με τον αδελφό να παραδίδει τον ψυχοπαθή αδελφό στους νοσοκόμους μιας ψυχιατρικής κλινικής. Δεν ήταν εύκολη η συγκατοίκηση. Ίσως ήταν και για το καλό του. Στη «Μαμά» τη θέση του αδελφού την έχει, όπως λέει και ο τίτλος, η μητέρα. Ο γιος που είχε απλά μια υπερκινητικότητα, χειροτέρεψε δραματικά μετά το θάνατο του πατέρα του. Η παραβατική του συμπεριφορά τον φέρνει αντιμέτωπο με τον νόμο. Η μητέρα του αρνείται να τον παραδώσει σε κάποιο ίδρυμα. Όμως η συγκατοίκηση είναι δύσκολη. Μια γειτόνισσα, εκπαιδευτικός με τα δικά της προβλήματα που την οδήγησαν σε τραυλισμό πριν δυο χρόνια και σε αναγκαστική άδεια, του προσφέρει τη βοήθειά της, πράγμα που βοηθάει και την ίδια. Ο τραυλισμός της μειώνεται (μου θύμισε το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε»). Όμως ο νεαρός δημιουργεί και πάλι προβλήματα. Η μητέρα δεν αντέχει και τον παραδίδει. Η παράδοση που γίνεται με μυστικότητα δεν είναι εύκολη. Ο νεαρός αντιστέκεται, οι νοσοκόμοι τον κτυπάνε. Λιποθυμάει. Η μαμά κλαίει και παρακαλεί.
Η «Μαμά» πηγαίνει πιο πέρα από την ταινία του Σούγια. Στο ίδρυμα βλέπουμε τον νεαρό με ζουρλομανδύα. Σίγουρα δεν καλοπερνάει. Μετά βλέπουμε τη γειτόνισσα που έρχεται να αποχαιρετήσει τη μαμά. Θα μετακομίσουν στο Τορόντο. Τότε βλέπουμε και τη μαμά να είναι σαλταρισμένη. Με το που φεύγει η γειτόνισσα, η απελπισία ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της. Τώρα πια είναι εντελώς μόνη.
Το έργο τελειώνει με τον νεαρό να ξεφεύγει από τους νοσοκόμους και να ορμάει πάνω σε ένα παράθυρο. Σε ποιον όροφο άραγε βρίσκονται;


Tuesday, May 26, 2015

Γιώργος Βέης, Παντού



Γιώργος Βέης, Παντού, Κέδρος 2015, σελ. 315

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα ποιητικό ταξιδιωτικό από τον βραβευμένο πρέσβη και ποιητή

  Τον Γιώργο Βέη τον γνωρίσαμε ως συγγραφέα ταξιδιωτικών βιβλίων (έχουμε παρουσιάσει τέσσερα ταξιδιωτικά του), αν και το προηγούμενο βιβλίο του που επίσης παρουσιάσαμε, το «Βλέπω», είναι ποίηση.
 «Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα» είναι ένα άλλο βιβλίο που παρουσιάσαμε πριν 20 χρόνια, της Ευγενίας Φακίνου. Παραφράζοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ταξιδιωτική αφήγηση είναι το πρόσχημα του Γιώργου Βέη για ποιητικές καταθέσεις.
Ο ποιητής βλέπει με τα μάτια της ψυχής του, ακόμη και αν δεν είναι πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα όπως του Σολωμού, όμως ο Βέης βλέπει και με τα μάτια του σώματος, χώρες που επισκέφτηκε, όλες (ή σχεδόν όλες) με την διπλωματική του ιδιότητα ως πρέσβης.
Ενώ η γλώσσα των παλιών ταξιδιωτικών είναι το «μέσο» στο οποίο κυριαρχεί το καταδηλωτικό, πληροφοριακό στοιχείο, η γλώσσα στα ταξιδιωτικά του Βέη είναι το «μήνυμα», με το συνδηλωτικό, ποιητικό στοιχείο να κυριαρχεί δίνοντας στον αναγνώστη την εξαιρετική εκείνη απόλαυση για την οποία μίλησε ο Ρολάν Μπαρτ.
Σαν δάσκαλος δεν μπορώ να μη δώσω ένα παράδειγμα. Διαβάζουμε.
«Απομένουν άλλωστε ακόμη σαράντα και πλέον λεπτά μέχρι να προσγειωθούμε» (σελ. 172).
Θα μου πείτε, πού βρίσκεται η ποίηση σ’ αυτή την ολότελα πεζή περίοδο;
Ναι, δεν υπάρχει ποίηση. Όμως δοκιμάστε να αλλάξτε την πρόταση «μέχρι να προσγειωθούμε» με την πρόταση: «μέχρι να αγγίξουμε πάλι το στερεό (;) μόρφωμα του ρεαλισμού».
Γιατί αυτή την πρόταση χρησιμοποίησε ο Βέης, μια πρόταση εξαιρετικά scriptible για να αναφερθώ πάλι στον Μπαρτ, που ωθεί τον αναγνώστη σε φιλοσοφικούς συνειρμούς σε σχέση με τη σύσταση και την υφή της πραγματικότητας. 
Όχι ότι απουσιάζει το πληροφοριακό στοιχείο, κάθε άλλο. Έμαθα αρκετά πράγματα για τις χώρες για τις οποίες μιλάει ο Βέης τα οποία, αν και αρκετά πληροφορημένος, αγνοούσα, όπως για παράδειγμα την προέλευση της λέξης «Σιγκαπούρης»: «Από τις σανσκριτικές λέξεις singa – λέων- και pura – πόλις» (σελ. 35).
Όμως ας παραθέσουμε, κατά τη συνήθειά μας, αποσπάσματα για να τα σχολιάσουμε. Διαβάζουμε:
«Η ομολογία του Σελίν “Je me suis trouvé en des circonstances où par hazard la matière à decrire était intéressante”, με την οποία παραδέχεται ότι πράγματι οι συγκυρίες τού προσφέρουν αξιόλογο υλικό για γράψιμο, ασφαλώς με αφορά άμεσα: ο τόπος είναι φύσει και θέσει ένα πρόπλασμα δοκιμίου, ένα δικαίωμα περιγραφής και όχι μόνο» (σελ. 20).
Στο «και όχι μόνο» πρέπει να εννοήσουμε και την ποίηση.
Το εκτενέστερο κεφάλαιο «Εικόνες και πίνακες: το φως της Σινγκαπούρης» ξεκινάει με ένα μικρό υποκεφάλαιο που έχει τίτλο «Οι κρεμαστές πισίνες». Αποτελείται από μικρά κείμενα, σαν αυτά του Νίτσε. Σε ένα από αυτά διαβάζουμε: «Ο κόσμος υπάρχει για να διανύεται, για να διασχίζεται μ’ ένα κολύμπι διαρκείας». «Κι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα» θα πρόσθετε ο Ελύτης.
Σε ένα απόσπασμα που αναφέρεται στην επέκταση της Σιγκαπούρης μέσα στη θάλασσα με το συνεχές μπάζωμα της ακτής διαβάζουμε το παρακάτω ποιητικό:
«Στοιβάζεται η ιστορία του τόπου πάνω στα νεκροταφεία των κοχυλιών. Οι σκελετοί των καβουριών βγαίνουν καμιά φορά στα όνειρα των ψαράδων» (σελ. 102).
Χάρηκα που και ο Βέης χρησιμοποιεί την έλξη του αναφορικού, την οποία επιμένω να χρησιμοποιώ στα κείμενά μου και την οποία επιμένουν να διορθώνουν οι επιμελητές μου.
«…φωνές που δεν πείθουν εξίσου όλους όσους τις ακούν…» (σελ. 167).
Διαβάζουμε στο κεφάλαιο για την Κίνα:
«Με βεβαιώνει ότι έχω ήδη φτάσει κοντά στη σωστή λέξη. Η προφορά της προκαλεί βέβαια τον πρωτάρη, αλλά δεν ανήκει στις ακατόρθωτες, ισχυρίζεται η Κινέζα φίλη μου… “Σαν”, πες το πάλι. “Σαν”, η ομπρέλα. Επιχειρώ να προσεγγίσω και πάλι με φιλότιμο την ακριβή απόδοση του όρου, αλλά προς το παρόν δεν φαίνεται να είναι η καλύτερη μέρα για να συνεχίσω το πείραμα των ατελών μιμήσεων… Αν παρά ταύτα δεν ακουστεί αυτό που πρέπει, το νόημα θα διαστρεβλωθεί πλήρως. Κι αντί για ομπρέλα μπορεί να προκύψει αεροπλανοφόρο στον λεκτικό ορίζοντα ή κάτι άλλο εξίσου δραματικό, αλλά τελείως άσχετο με το αντικείμενό μας, την ομπρέλα… sǎn… Πώς το sǎn θα μετασχηματιστεί σε αεράκι της γλώσσας; Και μάλιστα, πώς το sǎn θα απομνημονευτεί;» (σελ. 202).
Ως κινεζομαθής θα συμπληρώσω.
Η φωλίτσα πάνω από το a έχει τον αντίθετο συμβολισμό από ό,τι σε μας, για να διακρίνουμε τις βραχείες από τις μακρές συλλαβές. Η φωλίτσα αυτή δείχνει τον τρίτο τόνο από τους τέσσερις της κινεζικής γλώσσας με τους οποίους μπορεί να προφερθεί ένα ιδεόγραμμα, και είναι περίπου σαν να διπλασιάζει την εκφώνησή του.
  .   Πιο κάτω ο Βέης περιγράφει το ιδεόγραμμα αυτό, για να αποδειχθεί άλλη μια φορά ότι μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις (εντάξει, δεν είναι χίλιες, αλλά καλύπτουν μισή σελίδα). Παρεμπιπτόντως, σε πρώτο τόνο σημαίνει «τρία» και σε τέταρτο «διασκορπίζω», ενώ στον τρίτο τόνο μόνο τα συμφραζόμενα θα δείξουν αν μιλάμε για ομπρέλα ή για το αν ανακατεύω σκόνες.  
  Αν η «Κινέζα φίλη» του έδειχνε την ίδια επιμονή στη σωστή προφορά του ονόματός της που σημαίνει «το όνειρο του δάσους» (σελ. 202) ο Γιώργος θα το πρόφερε σωστά, Λιν Mενγκ (Lin Meng, 林梦) και όχι Λι Μαν. (12 χρόνια στον ελληνοκινεζικό σύνδεσμο, έδωσα τόσα λεφτά, πρέπει να κάνω κάποια απόσβεση κάνοντας φιγούρα με επίδειξη κινεζομάθειας).
  Η ευρυμάθεια του Βέη φαίνεται με την παράθεση πολλών ονομάτων από τον κόσμο του πνεύματος, όπως Νίτσε, Καντ, Σπινόζα, Χέγκελ, επίσης Μπαρτ, κ.ά. Εμείς εδώ θα παραθέσουμε μια ρήση του Κλοντ Λεβί-Στρος την οποία αναφέρει: «Κάθε ταξινόμηση είναι ανώτερη από το χάος». Με είχε εντυπωσιάσει η ανάπτυξη που κάνει για τη «δυαδική ταξινόμηση» ο Λεβί-Στρος στην «Άγρια σκέψη», βιβλίο που διάβασα πριν τριάντα τόσα χρόνια. 
  Το βιβλίο αυτό, όπως άλλωστε και όλα τα ταξιδιωτικά του Βέη, προσφέρουν λογοτεχνική απόλαυση αλλά και γνώση.
  Διπλό το όφελος, το (τα) συνιστούμε.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Νικόλας Τριανταφυλλίδης, Οι αισθηματίες




  Έχω γράψει επανειλημμένα ότι το σασπένς αποτελεί μια μεγάλη αφηγηματική αρετή. Όμως είναι δύσκολο ένα έργο να ξεκινήσει με «σασπένς του τι» θα γίνει στο τέλος, ενώ πιο εύκολο είναι το «σασπένς του πώς» φτάσαμε σε ένα τέτοιο τέλος. Για παράδειγμα το «σασπένς του τι» στο «Λάθος» του Σαμαράκη γίνεται «σασπένς του πώς» στην γαλλική κινηματογραφική μεταφορά του έργου ( La faille, 1974) από τον Peter Fleischmann, με την ταινία να ξεκινάει με την πτώση του ήρωα από το μπαλκόνι.
Με «σασπένς του πώς» ξεκινάει η ταινία «Οι αισθηματίες» του Νικόλα Τριανταφυλλίδη. Βλέπουμε τον πληρωμένο δολοφόνο να πυροβολεί κρυμμένος πίσω από ένα παράθυρο τον νεαρό που είναι μαζί με την κοπέλα. Αργότερα μαθαίνουμε ποιος είναι ο νεαρός, ποια είναι η κοπέλα και γιατί έγινε η δολοφονία, και στο τέλος ξαναβλέπουμε τη σκηνή.
Οι αισθηματίες στην πραγματικότητα είναι δυο κακοποιοί στην υπηρεσία ενός μεγαλοτοκογλύφου και αρχαιοκάπηλου. Απειλούν εκείνους που δεν πληρώνουν, ενώ καμιά φορά σκοτώνουν κιόλας.
Όμως το έργο δεν είναι μια κλασική αστυνομική ταινία. Εστιάζει στα ψυχολογικά και υπαρξιακά προβλήματα των δυο ηρώων, που οξύνονται περισσότερο όταν εμφανίζεται ο έρωτας.
Ναι, ο έρωτας σε κάνει ευάλωτο.
Είδαμε για δευτερόλεπτα γκεστ σταρ τον Τατσόπουλο. Ακούσαμε και στίχους από τον Στρατή Θαλασσινό· και μια βαγκνερική μουσική, που μάλλον είναι κομμάτι του Βάγκνερ που όμως δεν αναγνωρίσαμε μιας και δεν τον ξέρουμε ιδιαίτερα, και ας κάναμε μ’ αυτόν την γνωριμία μας με την κλασική μουσική.
Πολύ καλή ταινία που πήρε βραβείο καλύτερης μουσικής από  την Ακαδημία Ελληνικού Κινηματογράφου, ενώ είναι υποψήφια για το βραβείο καλύτερης ταινίας της ίδιας ακαδημίας. Είναι επίσης η επίσημη συμμετοχή μας στο 36ο φεστιβάλ κινηματογράφου Μόσχας. Παίζεται και αύριο.



Sunday, May 24, 2015

Kornél Mundruczó, White God




  Ξεκινώντας να βλέπω την ταινία νόμισα ότι ήταν παιδική, στυλ Λάση. Μετά εξελίσσεται σε κανονικό θρίλερ.
Η μητέρα της δεκατριάχρονης Λίλη την αφήνει για ένα τριήμερο στον πατέρα της μαζί με τον Χάγκεν, το σκύλο τους. Ο πατέρας της δεν χωνεύει τα σκυλιά, και εξάλλου δεν είναι καθαρόαιμο. Έχει και προβλήματα με την πολυκατοικία. Επί πλέον έχει δημιουργήσει ένα σοβαρό πρόβλημα στη μικρή. Έτσι κάποια στιγμή, καυγαδίζοντας με την κόρη του, τον βγάζει έξω από το αυτοκίνητο και τον παρατάει στη μέση του δρόμου. Την κόρη του την ξαναχώνει βίαια στο αμάξι και φεύγει.
Από τότε βλέπουμε δυο ιστορίες: τις περιπέτειες του σκύλου, που αφού περάσει και από τα χέρια ενός εκπαιδευτή σκύλων για κυνομαχίες καταλήγει στους χώρους φύλαξης των αδέσποτων, και στην αναζήτησή του από τη μικρή.
Ο σκύλος κάποια στιγμή δραπετεύει. Μαζί του δραπετεύουν και όλα τα σκυλιά. Ένα τεράστιο κοπάδι ξεχύνεται στους δρόμους της Βουδαπέστης. Έχει κινητοποιηθεί η αστυνομία που τα πυροβολεί αλύπητα, ενώ ο κόσμος κρύβεται τρομοκρατημένος.
Υπάρχει και η θεία δίκη, τα σκυλιά ξεσκίζουν τον εκπαιδευτή και εκείνον που του προμηθεύει σκυλιά.
Το σκυλί έχει αγριέψει. Γρυλίζει άγρια στη μικρή που τελικά καταφέρνει να τον βρει. Πίσω του βρίσκονται ένα σωρό άλλα σκυλιά, όλα με άγριες διαθέσεις. Η μικρή που κουβαλάει πάντα  μαζί της την τρομπέτα της αρχίζει να παίζει το μέρος της από την δεύτερη ουγγρική ραψωδία του Λιστ, αυτήν που έπαιξαν στη συναυλία. Το σκυλί ηρεμεί, το ίδιο και τα άλλα.
Μου θύμισε τον Παπαγκένο από τον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ, που κι αυτός με τη φλογέρα του μάγευε τα ζώα. Εν τάξει, και τον Ορφέα.
Εξαιρετική στο ρόλο της η μικρή Zsófia Psotta. Μου θύμισε ένα άλλο κοριτσάκι, τη μικρή που συνοδεύει τον BabAziz στην ταινία του Nacer Khemir, BabAziz, the prince that contemplated his soul, επίσης μια ταινία αναζήτησης.
Το επώνυμο είναι ελληνικό. Θυμήθηκα τη συμμαθήτριά μου στα γερμανικά, στο Ινστιτούτο Γκαίτε, πριν από 22 χρόνια, καλή της ώρα όπου κι αν βρίσκεται, Ελευθερία Ψώτα.
Μάλλον η Σοφία είναι εγγονάκι του εμφύλιου.   

Nacer Khemir, Bab'Aziz - The Prince That Contemplated His Soul


Nacer Khemir, Bab'Aziz - The Prince That Contemplated His Soul (2005)


H ταινία είναι ένα παραμύθι, σαν αυτά της Χαλιμάς, με τη διαφορά ότι συντελείται στη σύγχρονη εποχή (βλέπουμε ένα τρίκυκλο, μια μοτοσυκλέτα και ένα αεροπλάνο), και το ερωτικό στοιχείο δεν είναι το κυρίαρχο, αν και με αυτό τελειώνει. Στη θέση της Χαλιμάς και του Σαχριάρ βρίσκεται ο τυφλός δερβίσης BabAziz με την εγγονή του, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι. Πηγαίνουν σε μια συνάντηση δερβίσηδων που γίνεται κάθε τριάντα χρόνια. Ο δερβίσης δεν ξέρει πού ακριβώς θα γίνει, αλλά έχει εμπιστοσύνη ότι ο θεός θα οδηγήσει εκεί τα βήματά τους. Στο δρόμο τής διηγείται ένα παραμύθι, το οποίο διακόπτεται κάμποσες φορές από διάφορα επεισόδια. Στη διαδρομή τους μέσα στην έρημο συναντούν και άλλα άτομα, και ακούμε και άλλες ιστορίες που παρουσιάζονται εγκιβωτισμένα.

  Έχουμε και δυο ερωτικές ιστορίες.

 Η μια είναι λειψή. Ένας άντρας ψάχνει να βρει αυτόν που σκότωσε τον αδελφό του. Κάποτε τον βρίσκει. Αυτός του εξηγεί ότι απλώς τον βοήθησε στην απόφασή του να πεθάνει. Κατέβηκε στον τάφο με την αγαπημένη του, και εκείνος απλά τοποθέτησε την ταφόπλακα και τη σφράγισε γύρω γύρω με λάσπη (δεν λέει ψέματα, τη βλέπουμε τη σκηνή).

  Η δεύτερη ερωτική ιστορία είναι επίσης μια ιστορία αναζήτησης: ο νεαρός Zaid ψάχνει να βρει την κοπέλα που μαζί της κοιμήθηκε μια βραδιά, η οποία όμως τον άφησε γιατί έπρεπε να βρει τον αδελφό της.

  Την ψάχνει μαζί με το κοριτσάκι (Ο δερβίσης έχει μείνει πίσω στην έρημο. Έχει έλθει η ώρα του να πεθάνει). Το κοριτσάκι φωνάζει το όνομά της: Φωτεινή!!! Φωτεινή!!! (για την ακρίβεια φωνάζει Νουρ, που είναι το Φωτεινή στα αραβικά). Τη βρίσκουν.

  Είναι η Golshifteh Farahani, από τις επίσημες προσκεκλημένες στις Κάνες φέτος. Την έχουμε δει σε αρκετά ιρανικά έργα.

  Εξωτική ταινία με έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα, στην οποία ένας μεγάλος πρωταγωνιστής είναι και η «σάχρα», η έρημος όπως λέγεται και στα περσικά. Να πούμε ότι η δεύτερη γλώσσα που ακούγεται στο έργο είναι τα αραβικά, πράγμα φυσικό μια και ο σκηνοθέτης είναι τυνήσιος. Το έργο εξάλλου γυρίστηκε στις ερήμους της Τυνησίας και του Ιράν.

  Όμως ας παραθέσουμε και μια αγγλική περίληψη του έργου, μια και τη βρήκαμε.   

Bab'Aziz - The Prince Who Contemplated His Soul is the story of a blind dervish named Bab'Aziz and his spirited granddaughter, Ishtar. Together they wander the desert in search of a great reunion of dervishes that takes place just once every thirty years. With faith as their only guide, the two journey for days through the expansive, barren landscape. To keep Ishtar entertained, Bab'Aziz relays the ancient tale of a prince who relinquished his realm in order to remain next to a small pool in the desert, staring into its depths while contemplating his soul. As the tale of the prince unfolds, the two encounter other travelers with stories of their own--including Osman, who longs for the beautiful woman he met at the bottom of a well, and Zaid, who searches for the ravishing young woman who fled from him after being seduced by his songs. A fairytale-like story of longing and belonging, filmed in the enchanting and ever-shifting sandscapes of Tunisia and Iran.