Book review, movie criticism

Friday, July 10, 2015

Νίκος Καζαντζάκης, Τόντα Ράμπα



Νίκος Καζαντζάκης, Τόντα Ράμπα, (μετ. Γιάννης Μαγκλής) εκδόσεις Καζαντζάκη 2005, σελ. 302

Το «Τόντα Ράμπα» («που θα πει ευχαριστώ πολύ στα εβραϊκά ενώ χτυπάει νέγρικα στο αυτί», σελ. 24)) αποτελεί το πρώτο μυθιστόρημα που ο Καζαντζάκης έγραψε κατευθείαν στα γαλλικά. Το δεύτερο (και τελευταίο) ήταν ο «Βραχόκηπος», που ακολούθησε λίγα χρόνια αργότερα.
«Το μυθιστόρημα Τόντα Ράμπα…» είναι οι πρώτες λέξεις του προεισαγωγικού σημειώματος του Πάτροκλου Σταύρου, του θετού γιου του Νίκου και της Ελένης, όμως στην πραγματικότητα είναι ένα έργο που δεν χωράει σε ειδολογικά καλούπια. Τα πρόσωπα είναι βέβαια επινοημένα όπως στα έργα μυθοπλασίας, όμως αποτελούν περσόνες υπαρκτών προσώπων, ειδικά ο Γερανός ο οποίος αποτελεί την περσόνα του Καζαντζάκη, ενώ ο  Αζάντ αποτελεί την περσόνα του συντρόφου του Παναΐτ Ιστράτη, του ελληνορουμάνου συγγραφέα που μαζί με τον Καζαντζάκη προσκλήθηκαν στην Σοβιετική Ένωση για τον γιορτασμό της επετείου των 10 χρόνων της οκτωβριανής επανάστασης. Το έργο στην πραγματικότητα είναι ένα οδοιπορικό, ένα ταξιδιωτικό, με άφθονα αποσπάσματα δοκιμιακού περιεχομένου.
Η έκδοση του βιβλίου είχε αρκετές περιπέτειες, στις οποίες αναφέρεται τόσο ο Πάτροκλος Σταύρου όσο και η Ελένη στην εισαγωγή της. Αλλά και η ελληνική του έκδοση είχε περιπέτειες, αφού το χειρόγραφο της πρώτης μετάφρασης χάθηκε. Η δεύτερη μετάφρασή του, πάλι από τον Γιάννη Μαγκλή, κυκλοφόρησε δυο μήνες μετά το θάνατο του Καζαντζάκη, τον Δεκέμβρη του 1956.
Εκτός από τον Γερανό και τον Αζάντ, στο έργο βλέπουμε άλλα πέντε πρόσωπα, που εκπροσωπούν τύπους και χώρες. Έτσι έχουμε τον κινέζο δάσκαλο Σου-κι, την εβραία Ραχήλ, τον  βουδιστή ποιητή (μάλλον γιαπωνέζο) Αμίτα και τον ινδό καλόγερο Ανάντα, ενώ ο έβδομος, ανώνυμος, είναι «ο άνθρωπος με τις μεγάλες μασέλες». Ο Καζαντζάκης γράφει σε ένα απόσπασμα που προτάσσεται πως όλοι αυτοί «δεν είναι παρά οι διάφορες πλευρές μιας μόνης συνείδησης, που έζησε και καθρέφτισε την πραγματικότητα – τη σύνθετη, τη ρευστή, τη χιλιοπρόσωπη –της Σοβιετικής Ένωσης. Μονάχα ο Νέγρος [ο Τόντα Ράμπα] είναι έξω και πάνω απ’ τον ήρωα. (Στο τέλος του έργου, μπροστά στο φέρετρο του Λένιν, ο Τόντα Ράμπα φαντασιώνεται εικόνες από την πατρίδα του την Αφρική, αποικιοκρατούμενη στο μεγαλύτερό της μέρος). Μπορούμε να υποστηρίξουμε με ασφάλεια γνωρίζοντας το υπόλοιπο έργο του ότι αυτή η «μια μόνη συνείδηση» δεν είναι παρά η συνείδηση του αγωνιζόμενου ανθρώπου.  
Ο Καζαντζάκης θαυμάζει τους κομμουνιστές αλλά δεν είναι κομμουνιστής. Σε τι βάθος γνώριζε τη θεωρία του Μαρξ δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε αφού δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, και μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Αυτό που τον ενδιέφερε είναι το πάθος για τον αγώνα το οποίο ενέπνεε. «Η Ρωσία δε μ’ ενδιαφέρει, παρά η φλόγα που κατατρώγει τη Ρωσία» (σελ. 13) γράφει χαρακτηριστικά σε ένα του γράμμα.
Ο θαυμασμός του για αυτό το πάθος τον κάνει να μη στέκεται κριτικά πάνω στα προβλήματα της νεοσύστατης Σοβιετικής Ένωσης. Καταλαβαίνει τις δυσκολίες, και καθώς δεν είναι οπαδός αλλά απλά θαυμαστής δεν έχει κανένα πρόβλημα να τις αναφέρει, κατανοώντας το αναπόφευκτό τους. Σε καμιά περίπτωση δεν κριτικάρει το καθεστώς όπως άλλοι.
Όμως ας παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
«Ιδιαιτέρως ο θάνατος της μητέρας του τον στοιχειώνει… Σχεδόν πάντοτε χάνεται μες στο νεκροταφείο και γυρίζει σπίτι κατάκοπος» (σελ. 26-27).
Εγώ πήγα μόνο μια φορά, κάπου τα μεσάνυχτα τη μέρα της κηδείας της. 17 χρόνια αργότερα, όταν πέθανε ο πατέρας μου, έγραψα γι’ αυτή την επίσκεψη στο διήγημά μου Requiem.
«…δεν περνάει νύχτα χωρίς να δω τη μητέρα μου στο όνειρο» (σελ. 27).
Το πιστεύω. Κι εγώ έβλεπα τη μητέρα μου μετά το θάνατό της επί μήνες στον ύπνο μου.
«Στην Ελένη Ν. Καζαντζάκη, θετή μητέρα μου, που σε ηλικία 101 ετών πήγε να βρει τον σύντροφό της στις 18 Φεβρουαρίου 2004, επέτειο των γενεθλίων του…» (σελ. 31).
Μια ακόμη σύμπτωση απ’ αυτές που έχω καταγράψει. Κάποιες απ’ αυτές τις παραθέτω σε ένα αυτοβιογραφικό αφήγημά μου με τίτλο «Οι ρίζες της σύμπτωσης», δανεισμένο από το ομότιτλο έργο του Άρθουρ Καίσλερ.
«Εννέα στους δέκα Ρώσους που ρωτούσαμε τυχαία, απαντούσαν στο ερώτημά μας “Ποιος είναι ο Τρότσκι;” Με δύο μόνο λέξεις: Eto bog! Είναι θεός αυτός. Μόνο ο Πούσκιν εδικαιούτο, μαζί με τον Τρότσκι, τόσον απεριόριστο θαυμασμό» (σελ. 50).
Κρίμα να μη ρωτήσουν και ποιος είναι ο Στάλιν. Θα είχε ενδιαφέρον να ξέρουμε την απάντηση.
«Νοιώθω αμέσως πως έχω να κάνω με πολύ πιο δυνατόν από μένα σε πολλά επίπεδα – και ιδίως σ’ ό,τι αφορά οράματα απ’ τα περασμένα και συμπεράσματα για τα μελλούμενα» (σελ. 63).
Τιμή στον Ιστράτη που εκφράζεται έτσι για τον Καζαντζάκη στο βιβλίο του «Προς την άλλη φλόγα» (Το διάβασα πριν χρόνια, εκδόσεις Δωρικός, δώρο του Αριστείδη Κλάδου, που ένα χρόνο πριν, το 1991, μου έβγαλε το βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας»). Το εξασέλιδο απόσπασμα από το βιβλίο του που αναφέρεται στη σχέση του με τον Καζαντζάκη παρατίθεται μετά την εισαγωγή της Ελένης. 
Το παρακάτω ανέκδοτο πρέπει να κυκλοφορούσε ευρέως στην Κρήτη, γιατί το θυμάμαι από τον πατέρα μου.
«Μου θυμίζετε το φτωχό φιλόσοφο της βάρκας. Λέει στο βαρκάρη του: -Γνωρίζεις φιλοσοφία; -Όχι. –Όχι; Τότε έχασες τι μισή ζωή σου.
Λίγο αργότερα σηκώνεται τρομερή τρικυμία. – Ε φιλόσοφε, φωνάζει ο βαρκάρης, ξέρεις να κολυμπάς; -Όχι. –Όχι; Έχασες αλάκερη τη ζωή σου» (σελ. 102).
Εγώ ευτυχώς και φιλοσοφία ξέρω (το δεύτερο πτυχίο μου είναι φιλοσοφίας) και κολύμπι ξέρω. Αλλά, θα έλεγα, καλύτερα να μη μου τύχει.
«Πέντε και πιότερα εκατομμύρια έπεσαν στον πόλεμο» (σελ. 123).
Αναφέρεται στα θύματα της Ρωσίας στον πρώτο. Για τα είκοσι εκατομμύρια του δεύτερου δεν ήξερε ακόμη. Όπως κι εγώ δεν ξέρω για τα εκατομμύρια του τρίτου.
«-Δε νιώθετε τον κίντυνο;
-Ποιον κίντυνο;
-Που απειλεί τη Μεγάλη Βρετανία. Κάθεται πάνω σ’ ένα πράμα που σαλεύει.
-Τι πράμα;
-Πάνω στην Αίγυπτο, στις Ιντίες, στην Αφρική. Πάνω στην ανθρώπινη καρδιά.
Ο Άγγλος συγκράτησε την ευθυμία του.
-Ίσως σε λίγα χρόνια… σε δυο χιλιάδες χρόνια…» (σελ. 128).
Άραγε το 1950 ζούσε αυτός ο Άγγλος για να καταλάβει ότι παραήταν αισιόδοξος;
«Σκέφτουμε το γλοιτσασμένο σιρόπι, τον Ταγκόρ» (σελ. 131).
Θυμάμαι ότι και αλλού είχε εκφραστεί περιφρονητικά ο Καζαντζάκης για τον Ταγκόρ (Παρεμπιπτόντως μια από τις πρώτες μεταφράσεις μου είναι το «Φεγγαρόγιομα» του Ταγκόρ, εκδόσεις Αναγνωστίδη, τέλη της δεκαετίας του ’70). Πιο πρόσφατα, ξαναδιαβάζοντας το Ecce Homo, είδα ότι ο Νίτσε αναφέρθηκε στον Καντ ως μια «τυπική γεροντοκόρη». Τελικά και οι μεγάλοι έχουν τις κακιούλες τους. Ή μήπως δεν πρέπει να εκπλήσσομαι γι’ αυτό;
«Παντελή, σύντροφε αγαπητέ και γιε μου! Όσο πάει, διασχίζοντας την ΕΣΣΔ, νιώθω αυτό το απάνθρωπο πράμα που με σπάραζε κιόλας στην Ελλάδα. Ό,τι μ’ ενδιαφέρει δεν είναι ο άνθρωπος, μηδέ η γης, μηδέ ο ουρανός, παρά η φλόγα που κατατρώει άνθρωπο, γης και ουρανό. Η Ρουσία δε μ’ ενδιαφέρει, παρά η φλόγα που κατατρώει τη Ρουσία. Καλυτέρεψη της μοίρας της μάζας ή του εκλεχτού, ευτυχία, δικαιοσύνη, αρετή – λαϊκά δολώματα που δε με αγκιστρώνουν. Ένα μονάχα πράμα με συνεπαίρνει: Το ζητώ παντού και τ’ ακολουθώ με τα μάτια, με τρόμο κι ευτυχία: την κόκκινη γραμμή που τρυπάει και διαπερνά, σαν κομπολόι τα κρανία, τους ανθρώπους. Δεν αγαπώ παρά την κόκκινη τούτη γραμμή, μοναδική ευτυχία μου είναι να τηνε νιώσω να τρυπάει και να διαπερνά το κρανίο κομματιάζοντάς το. Κάθε άλλο πράμα μού φαντάζει εφήμερο, ηλίθια φιλανθρωπικό και χορτοφάγο [τα δυο αυτά επίθετα μου θύμισαν τον Νίτσε], ανάξιο για μια ψυχή που λευτερώθηκε από κάθε ελπίδα» (σελ. 168).
Το απόσπασμα αυτό, πιθανότατα από επιστολή του στον Παντελή Πρεβελάκη που το εντάσσει μέσα στο βιβλίο, είναι ίσως το πιο διαφωτιστικό για το Weltanschauung του Καζαντζάκη.  
«Έπρεπε να περνάς μεσοστρατίς. Γιατί άντρες πεινασμένοι και γυναίκες πεινασμένες παραφύλαγαν πίσω από τις πόρτες κι έριχναν σκοινοθηλιές. Τράβαγαν από το λαιμό τους απρόσεκτους περαστικούς, τους τράβαγαν γρήγορα μέσα στην αυλή και τους έτρωγαν» (σελ. 256).
Είναι η πιο σκοτεινή πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης εκείνη την εποχή της πείνας. Ο Καζαντζάκης περιγράφει νατουραλιστικά τα δεινά της, τις σκοτεινές πλευρές της (εξαθλίωση, φρικαλεότητες που διαπράχτηκαν εις βάρος των αντιφρονούντων, κ.ά.) θεωρώντας τις όμως αναπόφευκτες.
Με αυτό το βιβλίο τελειώνω το (ξανα)διαβάζοντας τον Καζαντζάκη. Έχουν εξαιρεθεί τα ποιητικά και τα ταξιδιωτικά του (αυτά τα διάβασα φοιτητής) τα οποία δεν με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα, αν και δεν αποκλείεται να ασχοληθώ στο μέλλον και μ’ αυτά.  

Wednesday, July 8, 2015

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, Κώστας Δαβουρλής, ο Πελέ της Ευρώπης

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, Κώστας Δαβουρλής, ο Πελέ της Ευρώπης, Δρόμων 2015, σελ. 374

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μια εμπεριστατωμένη παρουσίαση του μεγάλου ποδοσφαιριστή της Παναχαϊκής.

Η ζωή στάθηκε άδικη στον μεγάλο ποδοσφαιριστή, για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι  τον εγκατέλειψε στα 44 του χρόνια, το 1992. Ο δεύτερος ότι η καριέρα του δεν ήταν ανάλογη με την ασύλληπτη ποδοσφαιρική του ικανότητα. Ήταν από εκείνους που ανέδειξαν την Παναχαϊκή σαν μεγάλη ομάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Κάποιες ατυχίες, αλλά και οικογενειακά προβλήματα, τον κράτησαν στον Ολυμπιακό μόλις για μια τριετία. Μετά ξαναγύρισε στην αγαπημένη του Παναχαϊκή.
Η προσωνυμία «Πελέ της Ευρώπης» δεν του δόθηκε από τον συγγραφέα. Όπως γράφει ο Παπαδάκης, «Ο τίτλος του βιβλίου «Ο ΠΕΛΕ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ», όσο κι αν φαντάζει υπερβολικός είχε αποδοθεί ως εύσημο στον Δαβουρλή από τον συμπαίκτη του Μίλτον Βιέρα, διεθνή Ουρουγουανό. Άλλωστε η τεχνική κατάρτιση και η ποιότητα του Δαβουρλή σαν παίκτη ήταν τέτοια, που ακόμη κι ένας τέτοιος χαρακτηρισμός δεν ξενίζει τον ψαγμένο ποδοσφαιρόφιλο» (σελ. 24).
Ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος που υπογράφει τον πρόλογο καταλήγει:
«Ναι, ο Δαβουρλής ήταν ξεχωριστός γιατί τελικά είχε αυτή τη σπάνια ικανότητα να μπορεί να κάνει να μοιάζουν απλά τα σύνθετα πράγματα μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου! Και αυτό είναι που ξεχωρίζει τους μεγάλους από το σωρό» (σελ. 13).
Ο Παπαδάκης στην εισαγωγή που ακολουθεί, και η οποία είναι στην πραγματικότητα ένα εκτενές βιογραφικό του, γράφει χαρακτηριστικά:
«Η προσωπικότητα αυτού του παίκτη ήταν τόσο μεγάλη που οριοθέτησε όχι μόνο την εποχή του αλλά επηρέασε και την επόμενη γενιά ποδοσφαιριστών. Όλοι, όχι μόνο στην Πάτρα αλλά και σε όλη την ποδοσφαιρική Ελλάδα γνωρίζουν την «Παναχαϊκή του Δαβουρλή». Εκείνη η ομάδα που χτίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και έφτασε στην κορύφωσή της το 1974 περίπου, έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη όλων των ποδοσφαιρόφιλων. Ο Δαβουρλής μαζί με τους Μιχαλόπουλο, Ρήγα, Λεβεντάκο, Στραβοπόδη συνέθεσαν μια εκπληκτική πεντάδα που προσέφερε θέαμα και ποδοσφαιρική ποιότητα στους φιλάθλους όλης της χώρας. Η ομάδα εκείνη είναι η πρώτη επαρχιακή ομάδα που βγήκε στην Ευρώπη και η μόνη που κατέχει τον άτυπο τίτλο της καλύτερης επαρχιακής ομάδας για τέσσερις χρονιές, ’72, ’73, ’74, ’75, μαζί με τον Αστέρα Τρίπολης» (σελ. 18).
Ο Παπαδάκης, βιογραφώντας τον Δαβουρλή αυτοβιογραφείται ταυτόχρονα, μιλώντας για τα παιδικά του χρόνια και την αγάπη του για το ποδόσφαιρο. Επίσης αναφέρεται σε γενικότερα ποδοσφαιρικά ζητήματα, όπως την «υποτίμηση» των τοπικών ομάδων στη συνείδηση των ποδοσφαιρόφιλων. Κάθε ποδοσφαιρόφιλος ήταν οπαδός μιας ομάδας της πρωτεύουσας ή της συμπρωτεύουσας και της τοπικής ομάδας. Κατακρίνει το φαινόμενο υπογραμμίζοντας ότι δεν υπάρχει σε άλλες χώρες, όπου ο οπαδός είναι οπαδός μιας μόνο ομάδας. Τι να γίνει όμως, ήταν ένα γεγονός.
Εγώ ήμουν οπαδός όχι δυο αλλά τριών ομάδων: ΟΦΙ, ΟΦΗ και Ολυμπιακού.
Θυμάμαι ένα σπάσιμο που έκανα στον εκπαιδευτή μας στη Σχολή Αξιωματικών του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Εφοδιασμού Μεταφορών στη Σπάρτη. Θυμάμαι το όνομά του, Λεωνίδας Κογχυλάκης, από τα Χανιά, καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται. Με ρώτησε τι ομάδα είμαι. Του απαντάω ΟΦΙ με γιώτα. Νόμιζε ότι τον κορόιδευα, το μυαλό του πήγε στο φίδι, και μου λέει «είκοσι κάμψεις». Κάνω τις είκοσι κάμψεις και με ξαναρωτάει: -Πες μου τώρα τι ομάδα είσαι. -ΟΦΙ με γιώτα, επιμένω εγώ. –Άλλες είκοσι κάμψεις. Έκανα και άλλες είκοσι κάμψεις, και άλλες είκοσι, στο τέλος κατάλαβε ότι τον κορόιδευα διαφορετικά από ό,τι νόμιζε, και μου λέει. -Εν τάξει, δεν σε βάζω να κάνεις άλλες κάμψεις, αλλά πες μου τελικά τι ομάδα είσαι. –Όμιλος Φιλάθλων Ιεραπέτρας, του απαντάω θριαμβευτικά.
Γράφω για το βιβλίο του φίλου μου του Πολ αλλά εγώ δεν είμαι ιδιαίτερα φίλαθλος. Δυο φορές έχω δει ποδοσφαιρικό αγώνα όλες και όλες στη ζωή μου, φοιτητής, και αυτό για να εμψυχώσω την ομαδάρα της Κρήτης μας, τον ΟΦΗ. Και τις δυο φορές έχασε.
Και ποια είναι η τρίτη ομάδα μου;
Ο Ολυμπιακός.
Με χαρά παρουσίασα πέρυσι το βιβλίο του Νίκου Μαυρωνά «Ιστορίες Ολυμπιακής τρέλας και λατρείας» (ΑΛΔΕ 2014).
Το βιβλίο, μετά την εισαγωγή, περιέχει στατιστικά στοιχεία από αγώνες στους οποίους έπαιξε ο Δαβουρλής, με πίνακες κ.λπ. Στη συνέχεια υπάρχουν φωτογραφίες με άρθρα από εφημερίδες. Τέλος υπάρχουν συνεντεύξεις από σαράντα άτομα τα οποία γνώριζαν τον Δαβουρλή, κυρίως ως συμπαίκτες. Ο Παπαδάκης είναι ικανότατος στο να παίρνει συνεντεύξεις, πράγμα που απέδειξε και με ένα άλλο βιβλίο του στο οποίο περιέχονται συνεντεύξεις από 64 προσωπικότητας, όχι του ποδοσφαίρου αλλά του πνεύματος και της τέχνης. Τίτλος του είναι «Μου είπαν…».
Στον πρόλογό του γράφει σχετικά ο Παπαδάκης.
«Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που συνάγεται από όλες σχεδόν τις συνομιλίες είναι ότι όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι εξήραν το ήθος και το χαρακτήρα του Κώστα Δαβουρλή, πέραν του αδιαμφισβήτητου ταλέντου του. Είναι πολύ σημαντικό για έναν άνθρωπο του αθλητισμού, που έχει προσφέρει τόσα στο ελληνικό ποδόσφαιρο να μιλούν με επαινετικά λόγια οι συνάδελφοί του» (σελ. 19-20).
Κρίμα πραγματικά που χάθηκε τόσο νωρίς.
Εξαιρετικά επιμελημένο το βιβλίο του Παπαδάκη, καρπός επίπονης έρευνας σε αρχεία αθλητικών εφημερίδων, αλλά και επαφών με ανθρώπους που το γνώρισαν, δεν πρέπει να λείψει από καμιά βιβλιοθήκη φίλαθλου.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Tuesday, July 7, 2015

Djibril Diop Mambéty (1945-1998, Σενεγάλη)



Djibril Diop Mambéty (1945-1998, Σενεγάλη)


  Είναι η πρώτη ταινία του Μαμπέτι, μικρού μήκους, μόλις 21 λεπτών. Είναι ένα έξυπνο ντοκιμαντέρ. Ο Μαμπέτι με μια φίλη του βρίσκονται πάνω σε μια άμαξα που τους περιφέρει στο Ντακάρ, την πρωτεύουσα της Σενεγάλης. Συζητούν για αυτά που βλέπουν. Η ταινία είναι δομημένη πάνω στον άξονα των αντιθέσεων, όπως λέει και ο τίτλος. Πιστοί μπροστά σε μια εκκλησία και μουσουλμάνοι που προσεύχονται. Πλούσια κυβερνητικά κτίρια και φτωχογειτονιές. Μοντέρνες γυναίκες και γυναίκες της βιοπάλης. Το χιούμορ στο σχόλιο, στο μοντάζ, ακόμη και στη μουσική, είναι ολοφάνερο. Για παράδειγμα στην αρχή ακούμε ένα κομμάτι του Μπαχ. Κάποια στιγμή ακούγεται βραχνά, σαν να έπεσαν οι στροφές ενός πικάπ μέχρι που σταματάει εντελώς. Επίσης η φωνή ενός εκφωνητή ακούγεται σαν από πικάπ του οποίου έχουν πέσει η στροφές, να λέει: «Ο πρώτος στόχος αυτής της συνδιάσκεψης είναι να θέσουμε τις βάσεις για μια καινούρια πολιτική για την προώθηση της αφρικανής γυναίκας. Στην αυγή της ανεξαρτησίας μας πρέπει να προσφέρουμε στις σενεγαλέζες γυναίκες πλήρη πρόσβαση στην κουλτούρα». Στην επόμενη σκηνή βλέπουμε σενεγαλέζες να κοιτάζουν περιοδικά μόδας βγάζοντας κραυγές θαυμασμού, σαν κραυγές γυναικών που κάνουν έρωτα.
  Φάνηκε καθαρά ο μεγάλος σκηνοθέτης.  
 
Badou Boy (1970)

  Ο Badou Boy είναι ο Badou o tedy boy. Ο Μαμπέτι δεν περιπλανιέται πια με την κάμερά του σε διάφορες περιοχές του Ντακάρ σχολιάζοντας μαζί με τη φίλη του αλλά ακολουθεί στην περιπλάνησή του τον νεαρό περιθωριακό ήρωά του, με έναν αστείο χοντρό αστυνομικό που παίρνει συνεχώς εκφράσεις εξουσίας να τον καταδιώκει. Ενδιάμεσα στις σκηνές αυτής της καταδίωξης βλέπουμε και άλλους περιθωριακούς τύπους του Ντακάρ: κάποιον που έχει συνεχώς στο αυτί του ένα τεράστιο κασετόφωνο και ακούει μουσική, ένα πιτσιρικάκι που πουλάει μπαλόνια, έναν τυφλό που μάλλον δεν είναι τυφλός, κ.ά.
  Βλέπουμε σε μια σκηνή το λεωφορειάκι να σταματάει. Προφανώς έχει κάποια βλάβη. Οι επιβάτες κατεβαίνουν και σπρώχνουν.
  Μου θύμισε μια ανάλογη ιστορία στο χωριό μου, το Κάτω Χωριό. Πρέπει να συνέβη γύρω στο 1950. Ο συγχωρεμένος ο Σπ… είναι ιδιοκτήτης λεωφορείου και οδηγός του ταυτόχρονα. Πηγαίνοντας προς την Ιεράπετρα, κάπου ενδιάμεσα χάλασε το λεωφορείο. Οι επιβάτες κατέβηκαν και άρχισαν να σπρώχνουν. Το αμάξι δεν πήρε μπροστά, αλλά καθώς ο δρόμος είναι ελάχιστα κατηφορικός κατάφεραν και το πήγαν μέχρι την Ιεράπετρα. Όταν έφτασαν ο Σπ… έκοψε και τα υπόλοιπα εισιτήρια που δεν είχε προλάβει να κόψει.
  Δεν ήμουν μέσα στο λεωφορείο, μου τη διηγήθηκαν την ιστορία.
  Καθώς ξαναδιαβάζω αυτό το κείμενο θυμήθηκα και μιαν άλλη ιστορία που έχει να κάνει με τον ίδιο χωριανό. Την έχω γράψει στο πρώτο από τα αυτοβιογραφικά μου αποσπάσματα που έχει τίτλο «Το χαμόγελο». Επικολλώ το σχετικό απόσπασμα.
  «Ήμασταν μαθητές και καθόμασταν στην πλατεία του χωριού μου, στην άκρη της. Δυο επίπεδα πιο κάτω, στο δρόμο, περνούσε ένας χωριανός μας. Τον κουτσομπολεύαμε χαμογελώντας. Και φυσικά αυτός που χαμογελούσε περισσότερο ήμουν εγώ. Εκείνος, βλέποντάς μας να χαμογελάμε, κατάλαβε ότι τον κοροϊδεύαμε. Όμως καθώς δεν μπορούσε να ξέρει τι ακριβώς λέγαμε γι’ αυτόν, η μόνη αντίδραση που επέτρεψε στον εαυτό του ήταν να φωνάξει, κοιτάζοντας προς το μέρος μας: -Δερμιτζάκη, δεν μου αρέσει το χαμόγελό σου». 
  Τώρα σκέφτομαι μήπως βλέποντάς τον θυμηθήκαμε αυτή την ιστορία, και σχολιάζαμε ειρωνικά.

Touki Bouki (The Journey of the Hyena, 1973)

  Είναι η καλύτερη ταινία του Mambéty, όπως διαβάζω στο διαδίκτυο.
  Η υπόθεσή της είναι η εξής: ο Mory και η Anta αποφασίζουν να πάνε στο Παρίσι. Αποτελεί τον πιο επιθυμητό τόπο προορισμού για τους σενεγαλέζους, πράγμα που υπογραμμίζεται με το τραγούδι Paris, Paris, Paris, που ακούγεται σε αρκετά σημεία του έργου. Δεν έχουν όμως χρήματα. Πώς να βρουν; Ο Mory δοκιμάζει την τύχη του σε ένα παπατζή. Ποντάρει χωρίς να έχει χρήματα. Θα χάσει βέβαια και θα το βάλει στα πόδια. Είναι τυχερός που δεν τον προφταίνουν. Τελικά θα κλέψει χρήματα και ρούχα από έναν πλούσιο ομοφυλόφιλο.
  Φτάνουν στο πλοίο. Η Anta ανεβαίνει πρώτη. Ο Mory, πίσω της, διστάζει. Αυτή γυρνάει, βλέπει τον δισταγμό του, αλλά ανεβαίνει. Ο Mory, μετανοιωμένος φεύγει τρέχοντας. Δεν αγαπάει αρκετά την κοπέλα; Νοιώθει τόσο δεμένος με τον τόπο του;
  Η κοπέλα περιμένει να τον δει να επιστρέφει. Ίσως κάτι να ξέχασε. Μετά παραιτείται. Αυτός, ψάχνοντας για τη μηχανή του πέφτει πάνω σε ένα ατύχημα. Κάποιος του την είχε κλέψει και τράκαρε.
  Στο λιμάνι καραδοκούν για να συλλάβουν λαθρεπιβάτες. Πολλοί το σκάνε για να ξεφύγουν από τα χρέη τους. Στην «Ταχυδρομική επιταγή» του Ousmane Sembène είδαμε ότι η φτωχολογιά ζει με δανεικά, με πίστωση και ζητιανεύοντας. Το έχω ξαναγράψει, ένας από τους λόγους που θέλω να βλέπω τριτοκοσμικό κινηματογράφο είναι για τα κοινωνιολογικά και ανθρωπολογικά του στοιχεία.
  Η ταινία είναι διανθισμένη με χιούμορ, με ποιητικές εικόνες και ποιητικό μοντάζ. Σκληρή όμως σε κάποια σημεία, παρουσιάζοντας σφάξιμο αγελάδων.
  Είδαμε και έναν αγώνα πάλης, το ευγενές άθλημα των προγόνων μας, τόσο διαφορετικό από το βάρβαρο μποξ των αμερικανών.

Hyènes (1972)

  Οι «Ύαινες» είναι μια μεταφορά στην οθόνη του θεατρικού έργου του Friedrich Dürrenmatt «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας», μεταφερμένο στη Σενεγάλη. Η γηραιά κυρία επιστρέφει πάμπλουτη στην γενέθλια πόλη της. Θα μοιράσει χρήματα, αλλά υπό έναν όρο: να σκοτώσουν τον Dramaan Drameh, τον άνθρωπο που την παράτησε έγκυο και αναγκάστηκε να φύγει, κάτω από τη χλεύη των κατοίκων της. Έγινε πόρνη για να ζήσει, αλλά στη συνέχεια μεγαλοκυρία.
  Οι κάτοικοι αρχικά το παίζουν τίμιοι, όμως το δέλεαρ είναι μεγάλο. Θα αποφασίσουν να σκοτώσουν τον Drameh, όχι για τα χρήματα, λένε, αλλά για την απόδοση δικαιοσύνης.  
  Το έργο στη βικιπαίδεια χαρακτηρίζεται κωμωδία, στην πραγματικότητα όμως είναι μια δηκτική σάτιρα της ανθρώπινης κακίας και απληστίας. Υπάρχουν όμως κωμικές σκηνές που είναι καθαρά σκηνοθετική επινόηση, όπως μια κουκουβάγια που κοιτάζει με περιέργεια τη μάζωξη των ανθρώπων, το ίδιο και ένα κοπάδι ύαινες οι οποίες λειτουργούν και ως μεταφορά για τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου που είναι έτοιμος να σκυλεύσει κάθε νεκρό (θυμάμαι τώρα τις σκηνές μετά τον θάνατο της μαντάμ Ορτάνς από τον «Αλέξη Ζορμπά»), ενώ ένας πίθηκος, στο άσχετο, κοιμάται του καλού καιρού, αδιάφορος για τις τρικυμίες που συμβαίνουν στον κόσμο των ανθρώπων.
  Εξαιρετικός σκηνοθέτης ο Μαμπέτι, το τελευταίο επεισόδιο με τις στυλιζαρισμένες σκηνές, ιδιαίτερα αυτή της εκτέλεσής του Drameh που θυμίζει αρχαία τραγωδία, είναι από τις καλύτερες του έργου.

Le franc (1994)

  Το έργο είναι μια απολαυστική σουρεαλιστική κωμωδία 44 λεπτών.
  Ο Marigo είναι ένας φτωχός μουσικός που χρωστάει τα νοίκια έξι μηνών στη σπιτονοικοκυρά του. Σκαρφίζεται συνεχώς τρόπους για να φεύγει από το σπίτι απαρατήρητος. Μια φορά τον παραμονεύει, και εκεί που νομίζει ότι έχει καταφέρει να της ξεφύγει τον περιλούζει με ένα κουβά νερό.
  Αγοράζει λαχείο. Είναι η μοναδική του ελπίδα να ξεφύγει από τη μιζέρια.
  Φοβάται μην του το κλέψουν. Το χώνει μέσα στη φόδρα του καπέλου του, και όταν φτάνει στο σπίτι το κολλάει με κόλλα πάνω στην πόρτα και από πάνω βάζει μιαν αφίσα.
  Στην κωμωδία η τύχη πάντα χαμογελάει. Έτσι χαμογέλασε και σ’ αυτόν. Κερδίζει τον πρώτο λαχνό. Όμως πώς να ξεκολλήσει το λαχείο; Βγάζει την πόρτα και την κουβαλάει στην πλάτη του. Παρακολουθούμε την απολαυστική οδύσσειά του μέχρι να φτάσει εκεί που είναι να το εξαργυρώσει.
  Υπάρχει όμως πρόβλημα. Στο πίσω μέρος του λαχείου είναι ο κωδικός που αποδεικνύει τη γνησιότητά του. Πώς να το ξεκολλήσει χωρίς να το καταστρέψει;
  Άλλη οδύσσεια, μέχρι τη θάλασσα αυτή τη φορά, που είναι αρκετά φουρτουνιασμένη. Βλέπουμε απολαυστικές σκηνές, με τη θάλασσα να του παίρνει τη σανίδα και αυτόν να τον ρίχνει πέρα δώθε.
  Κάποια στιγμή βλέπει ένα χαρτί μέσα στο νερό. Είναι απελπισμένος, πάει το λαχείο.
  Όμως δεν ήταν το λαχείο, ήταν η αφίσα που είχε ξεκολλήσει.
  Και το λαχείο;
  Μόνο σε κωμωδία θα μπορούσε να συμβεί αυτό.
  Κτυπάει το μέτωπό του από απελπισία, και νοιώθει ότι πάνω του είναι κολλημένο ένα χαρτί. Το πιάνει. Είναι το λαχείο. Γελάει υστερικά από την αναπάντεχη ευτυχία.


  «Η μικρή πωλήτρια του Ήλιου» είναι το τελευταίο έργο του Μαμπέτι. Η Σίλι, ένα κοριτσάκι γύρω στα 12, ζητιανεύει για να ζήσει μαζί με την τυφλή θεία του. Είναι ανάπηρη. Έχει νάρθηκα στο ένα πόδι και κατά καιρούς την πονάει το γόνατό της. Περπατάει με δεκανίκια.
  Κάποια παιδιά που πουλάνε εφημερίδες την προγκούν: να πάει να βρει άλλο μέρος να ζητιανεύσει. Αυτή αποφασίζει να κάνει ό,τι και αυτά: να πουλάει εφημερίδες. Ζητάει από τον πράκτορα να της δώσει να πουλάει τον «Ήλιο». Της δίνει 13 αντίτυπα. Τυχερός αριθμός, ένας πλούσιος, συγκινημένος, τα αγοράζει όλα. Της δίνει ένα μεγάλο χαρτονόμισμα. Ένας αστυνομικός νομίζει ότι το έκλεψε. Αυτή επιμένει να πάνε στο τμήμα, και τον καταγγέλλει στον διευθυντή του ότι την κατηγορεί άδικα. Η αξιοπρεπής στάση του μικρού κοριτσιού δεν αφήνει ασυγκίνητο τον διευθυντή, και καθ’ υπόδειξή της αφήνει ελεύθερη και μια γυναίκα που κατηγορήθηκε και αυτή άδικα για κλοπή.
   Με αυτά τα πρώτα λεφτά που κερδίζει αγοράζει μια ομπρέλα για τη θεία της, για να την προστατεύει από τον ήλιο εκεί που κάθεται και ζητιανεύει. Επίσης ζητάει από τον πωλητή κέρματα στα ρέστα της.
  Τι θα τα κάνει;
  Δίνει από ένα στους ζητιάνους που βρίσκονται στο δρόμο.
  Πηγαίνει στο λιμάνι να πουλήσει. Τα παιδιά της επιτίθενται. Το ένα δεκανίκι πέφτει μέσα στη θάλασσα. Ένα παιδί βουτάει αμέσως και το βγάζει.
  Τα ίδια παιδιά, σε μια άλλη σκηνή, τρέχουν και της αρπάζουν το ένα δεκανίκι. Ένα άλλο αγόρι με το οποίο πουλάνε μαζί εφημερίδες, τη Sud αυτός, τρέχει να τα προλάβει. Δεν τα προλαβαίνει. Την παίρνει στην πλάτη του και πηγαίνουν. Βλέποντάς τους τα άλλα παιδιά κρύβονται πίσω από τις κολώνες από ντροπή. Και εδώ τελειώνει το έργο.
  Η ταινία κρατάει μόνο 45 λεπτά, και προβλήθηκε μετά τον πρόωρο θάνατο του Μαμπέτι. «Αυτή η ιστορία είναι ένας ύμνος στο κουράγιο των παιδιών του δρόμου», διαβάζουμε στα γράμματα του τέλους.
  Δεν μπορώ να μην κάνω το αποδομητικό σχόλιο.
  Παιδί του δρόμου είναι η Σίλι, αλλά παιδιά του δρόμου είναι και αυτά που της πήραν το δεκανίκι. Από την άλλη, ο πλούσιος αγόρασε όλες τις εφημερίδες της.
  Την αντίληψη που είχα στα νιάτα μου σαν αριστερός, οι καλοί φτωχοί και οι κακοί πλούσιοι, το έχω ξεπεράσει. Υπάρχουν τόσο καλοί όσο και κακοί σε όλα τα στρώματα, οικονομικά, μορφωτικά ή όποια άλλα.
  Ίσως είναι και ζήτημα γονιδίων.
  Θα μας πουν οι βιολόγοι του μέλλοντος.


Saturday, July 4, 2015

Cheick Oumar Sissoko (Μάλι), Guimba the Tyrant




  Το έργο είναι κωμωδία, αρκετά μαύρη όμως.
  Ο Guimba έχει σφετεριστεί την εξουσία σε ένα χωριό κάπου στην Αφρική. Βλέπουμε πυροβόλα όπλα, αλλά είναι σαν τα καρυοφύλλια, που έπρεπε κάθε φορά να γεμίζεις με μπαρούτι την κάνη. Είναι αυταρχικός κυβερνήτης. Έχει σκοτώσει τη γυναίκα του και την κόρη του. Κάποια στιγμή θα σκοτώσει και το γιο του.
 Ο γιος του είναι νάνος. Από τότε που ο πατέρας του κατέλαβε την εξουσία δεν μεγάλωσε ούτε πόντο. Είναι κανονισμένο να παντρευτεί την όμορφη Κάνι, όμως αυτός είναι ερωτευμένος με τα τροφαντά πισινά της μητέρας της. Ευκαιρία για τον πατέρα του που καλοβλέπει τη μέλλουσα νύφη του και θέλει να την παντρευτεί ο ίδιος. Προσπαθεί να πείσει τον πατέρα της να χωρίσει τη γυναίκα του για να την παντρευτεί ο γιος του. Αυτός φυσικά αρνείται και εξορίζεται. Η αγανάκτηση του κόσμου όμως φουσκώνει όλο και περισσότερο, πράγμα που θα οδηγήσει κάποια στιγμή στο χαμό του. Το ότι είναι σπουδαίος μάγος (καταφέρνει και προκαλεί μια έκθλιψη ηλίου) δεν θα τον σώσει.
Η κωμωδία αυτή μου θύμισα τις «Κούκλες» του Τακέσι Κιτάνο. Εκεί το έργο ξεκινάει σαν κουκλοθέατρο και συνεχίζει σε κανονικό έργο. Εδώ  το έργο ξεκινάει σαν αφήγηση του griot, ο οποίος είναι κάτι σαν ραψωδός-παραμυθάς, για να συνεχιστεί με τη δραματοποίηση της ιστορίας του.