Book review, movie criticism

Thursday, October 29, 2015

Νίκος Καζαντζάκης, Σόδομα και Γόμορρα



Νίκος Καζαντζάκης, Σόδομα και Γόμορρα

Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι μια τραγωδία του Καζαντζάκη, και μάλιστα με υπόθεση εμπνευσμένη από τη Βίβλο, θα μου άρεσε τόσο. Η τραγωδία αυτή βρήκα ότι είναι η πιο αντιπροσωπευτική του, τουλάχιστον όπως τον προσέλαβα εγώ.
Είχα γράψει σε προηγούμενη ανάρτηση ότι δεν είχα σκοπό να διαβάσω τις τραγωδίες του που είναι σε έμμετρο λόγο, ούτε βέβαια και την «Οδύσσεια». Κάποια στιγμή όμως άρχισα να αμφιταλαντεύομαι. Τελικά διαβάζοντας τα «Σόδομα και Γόμορρα» πήρα την απόφασή μου: θα τις διάβαζα και αυτές. Και ευτυχώς που είχα την προνοητικότητα στην ανάρτηση αυτή να αφήσω ανοιχτό το ενδεχόμενο να τις διαβάσω κάποια στιγμή. Ποτέ δεν φανταζόμουν όμως ότι αυτό θα γινόταν τόσο σύντομα. Παράγγειλα λοιπόν και την «Οδύσσεια», περιμένω να μου τη φέρουν.
Δεν μένει πιστός στην ιστορία της Βίβλου, την παραλλάσσει πάρα πολύ. Για παράδειγμα, η γυναίκα του Λωτ απουσιάζει. Αλλά ας δώσουμε μια σύντομη περίληψη.
Ο Θεός έχει αποφασίσει να καταστρέψει τα Σόδομα και τα Γόμορρα, και ο Αβραάμ τον παρακαλεί να σώσει τον γιο του αδελφού του, τον Λωτ, ο οποίος είναι υπόδειγμα αρετής· τα τελευταία χρόνια, γιατί πιο πριν ήταν κι αυτός ένας καλοπερασάκιας, όπως όλοι οι κάτοικοι των δυο αυτών πόλεων.
Ο βασιλιάς διατάζει τον Λωτ να σκοτώσει τον μικρό του γιο, το διάδοχο, γιατί ένας χρησμός έλεγε πως θα τον σκοτώσει για να του πάρει την εξουσία. Όχι, δεν έκανε αυτός το λάθος του Λάιου που άφησε τον μικρό Οιδίποδα στον Κιθαιρώνα για να πεθάνει, και βρέθηκε ένας βοσκός και τον έσωσε, λάθος που το πλήρωσε με τη ζωή του: διατάζει την άμεση εκτέλεση.
Ο Λωτ πράγματι εκτελεί την εντολή πνίγοντας τον μικρό με ένα σκοινί. Το σώμα του το θάβει σε έναν αμπελώνα. Τα αμπέλια τρέφονται με το νεκρό σώμα, και το κρασί που δίνουν τα σταφύλια τους είναι μαγεμένο, αυτός που το πίνει έχει παραισθήσεις και οράματα. Με ένα τέτοιο κρασί ποτίζουν ένα βράδυ οι κόρες του Λωτ τον πατέρα τους και τον παρασύρουν σε ένα όργιο, στο οποίο χάνουν την παρθενιά τους. Ο Λωτ νομίζει ότι αυτό ήταν όνειρο.
Κάποια στιγμή εμφανίζεται στον Λωτ και στις κόρες του ένας πανέμορφος άγγελος, ο άγγελος ο Πυρομάλλης, που έχει έλθει να εκτελέσει την εντολή του θεού να καταστρέψει τις δυο αμαρτωλές πόλεις. Κάποιες φορές μέσα από τη μορφή του εμφανίζεται το φάντασμα του νεκρού παιδιού. Έτσι παρουσιάζεται στον βασιλιά:
«Πατέρα, συμπάθησέ με… Πρέπει να σε σκοτώσω» (σελ. 415).
Τα Σόδομα και τα Γόμορρα δεν είναι οι αμαρτωλές πόλεις της Βίβλου. Είναι επικούρειες πόλεις, που οι κάτοικοί τους εκτιμούν τη γνώση και ξέρουν να διασκεδάζουν. Ίσως να ήταν μέσα στις προθέσεις του Καζαντζάκη ο συμβολισμός της καταστροφής τους: η ατομική βόμβα είναι προϊόν της γνώσης, και αυτό το προϊόν αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη απειλή για την ανθρωπότητα.
Όμως ας παραθέσουμε, όπως το συνηθίζουμε, κάποια αποσπάσματα.
«ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Περάσαμε όλους τους τρόμους, περάσαμε όλες τις ελπίδες, νικήσαμε το Θεό!... δεν είδες γραμμένα απάνω στην καστρόπορτα: ΕΔΩ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ; Αυτό θα πει: Εδώ δεν υπάρχει φόβος!» (σελ. 413).
Την αντίληψη αυτή την έχουν εκφράσει βέβαια και άλλοι. Οι θεοί δεν είναι όμως μόνο προϊόντα του φόβου, είναι προϊόντα και της ελπίδας.
Ο Πυρομάλλης Άγγελος παίρνει κάποια στιγμή τα χαρακτηριστικά του αντάρτη Άγγελου, του εωσφόρου.
«Βασίλισσα, λύσε τα μπράτσα σου, μη με αμποδάς, φτάνει: Υπάρχει κι άλλο σκαλοπάτι, πιο πάνω από το φόνο, δύσκολο πολύ… Αναμέρισε να το ανεβώ! Ο πόλεμος με το Θεό· αυτό ’ναι το τέταρτο σκαλοπάτι…. Γέρο-Λωτ, μην τρίβεις τα χέρια, μη χαίρεσαι… Ξέρεις, καταραμένο προφητικό μυαλό, πως σωτηρία δεν υπάρχει κι ο πόλεμος είναι χαμένος. Μα θα πολεμήσουμε!
ΛΩΤ: Πώς θα πολεμήσουμε το Θεό, Πυρομάλλη; Με την προσευχή; Δεν ακούει. Με τη μετάνοια; Πολύ αργά. Να φύγουμε; Πού να πάμε; Ολούθε είμαστε ζωσμένοι από Θεό. Πού να χωθούμε; Από πού να πιαστούμε; …
ΑΓΓΕΛΟΣ: Ένας όμως μπορεί να Του αντισταθεί· σε αυτόν έχω τα θάρρη μου.
ΛΩΤ: Ένας; Ποιος;
ΑΓΓΕΛΟΣ:Ο νους του ανθρώπου….
ΛΩΤ: Σωστά, σωστά!... Περήφανη ψυχή! Μου αρέσει ο ακατάδεχτος, ανέλπιδος λόγος σου· εμπρός λοιπόν, ας πολεμήσουμε κι ας χαθούμε!» (σελ. 421-423).
Το να παλεύεις από αξιοπρέπεια, χωρίς ελπίδα, είναι ένα μοτίβο που το έχουμε συναντήσει και αλλού, στο Σολωμό και στον Καβάφη για παράδειγμα. Όμως για τον Καζαντζάκη έχει ξεχωριστή σημασία. Στον «Καπετάν Μιχάλη» αυτό εκφράζεται πιο χαρακτηριστικά. Ο αγγλικός τίτλος του έργου, Freedom and death, Ελευθερία και θάνατος, είναι πιο προσφυής.
Ο Αβραάμ προσπαθεί να πείσει τον Λωτ να φύγουν μακριά από τα Σόδομα και τα Γόμορρα, που φαίνεται να καταστρέφονται από μια ηφαιστειακή έκρηξη, όπως έγινε και με την Πομπηία. Ο Λωτ αρνείται να παρατήσει τους συμπολίτες του (θυμήθηκα τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, που αρνήθηκε να εγκαταλείψει τους συντρόφους του μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα και να σωθεί. Ξεχνάω πράγματα και ονόματα, αλλά ευτυχώς η συνειρμική μου μνήμη λειτουργεί ακόμη καλά).
«ΛΩΤ: Πες Του, δεν έρχουμαι!... Δε λέει πως είμαι λεύτερος; Δε λέει πως μ’ έκανε λεύτερο και το καυχιέται; Κάνω το λοιπόν ό,τι θέλω. Δεν έρχουμαι!... Στο καλό, γερο-ενάρετε, στο καλό, υπάκουο πρόβατο του Θεού! Και πες του αφεντικού σου: Χαιρετίσματα από το γερο-Λωτ! Και πες του ακόμα: Δεν είναι δίκαιος, δεν είναι καλός· είναι παντοδύναμος. Παντοδύναμος, τίποτα άλλο! (σελ. 443).
Μ’ αυτά τα λόγια του Λωτ τελειώνει η τραγωδία.
Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το Θεό σαν μεταφορά της αναγκαιότητας, σαν μεταφορά της υπαρξιακής μας συνθήκης με το αναπόφευκτο του θανάτου. Υπάρχουν άλυτα φιλοσοφικά προβλήματα, όπως κατά πόσο η αναγκαιότητα αυτή σημαίνει προκαθορισμό, έναν απόλυτο ντετερμινισμό, ή αφήνει κάποια περιθώρια ελευθερίας (Δυστυχώς φοβάμαι ότι το «Ελευθερία ή αναγκαιότητα» του Jacques Monod έχει απολεσθεί από το ράφι των τύψεων, πριν προλάβω να το διαβάσω).
Είμαστε όντως ελεύθεροι;
Οι μπιχεβιοριστές John B. Watson και F.B.Skinner μιλάνε για απόλυτο καθορισμό. Ο υπαρξιστής Σαρτρ πιστεύει στην ελευθερία της επιλογής, μέσω της οποίας δίνουμε ουσία στην ύπαρξή μας (η ύπαρξη προηγείται της ουσίας). Ο Καμύ πάλι υποστηρίζει ότι με τις actes gratuites, τις παράλογες πράξεις, αποδεικνύουμε την ελευθερία μας και την διαφυγή από κάθε ετεροκαθορισμό («Ο ξένος»). Κάτι ανάλογο υποστηρίζει και ο Σαμαράκης στο «Λάθος». Οι μυστικές υπηρεσίες πίστευαν ότι εκπαιδεύοντας με τέτοιον τρόπο τον πράκτορά τους θα τον έκαναν πειθήνιο όργανο στις εντολές τους.
Λάθος. Αυτός άφησε τον κρατούμενό του να ξεφύγει, γιατί δεν ήταν δυνατόν να του ξεριζώσουν από μέσα του την ανθρωπιά.
Μεγάλη συζήτηση, δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να την κάνουμε.
Και σ’ αυτό το έργο εντόπισα αρκετούς ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, τους οποίους όμως δεν θα παραθέσω. 

Wednesday, October 28, 2015

Νίκος Καζαντζάκης, Μέλισσα



Νίκος Καζαντζάκης, Μέλισσα

Δεκαπέντε χρόνια χωρίζουν τον «Βούδα» από τη «Μέλισσα». Ενώ όμως ο «Βούδας», αν και γραμμένος σε πεζό λόγο έχει τη ρητορική της τραγωδίας, με το ποιητικό ύφος και τους μακρούς μονόλογους, η «Μέλισσα» έχει τη γλώσσα του σύγχρονου αστικού δράματος, όπως εξάλλου και ο «Οθέλος ξαναγυρίζει» που γράφηκε την ίδια εποχή, παρά το ότι η υπόθεσή της τοποθετείται στην κλασική αρχαιότητα και έχει τα χαρακτηριστικά της τυπικής τραγωδίας· και σαν έκταση είναι το μισό του Βούδα.
Ο Αριστοτέλης είχε γράψει πως οι συγκρούσεις είναι τόσο πιο τραγικές, όσο πιο συγγενικά είναι τα πρόσωπα που συγκρούονται. Και εδώ βλέπουμε τη σύγκρουση του πατέρα (του Περίανδρου του Κορίνθιου) με τους δυο γιους του. Κάποια στιγμή θα τους σκοτώσει, πρώτα τον Κύψελο και μετά τον Λυκόφρονα.
Θυμάμαι την καταπληκτική παράσταση της Μέλισσας που είδα πριν κάποια χρόνια στο Θέατρο Αττικού Άλσους σε σκηνοθεσία Τηλέμαχου Μουδατσάκη. Επί τέλους εδέησε να διαβάσω και το έργο.
Στο πρόσωπο του Περίανδρου αναγνώρισα τα χαρακτηριστικά του υπεράνθρωπου του Νίτσε, τον οποίο τόσο θαυμάζει ο Καζαντζάκης. Μήπως όμως ο υπεράνθρωπος έχει τα χαρακτηριστικά του αλαζόνα κυβερνήτη, με την αυτοπεποίθηση που του δίνει η δύναμη της εξουσίας;
O Περίανδρος είναι σαν ανατολίτης δεσπότης. Ετοιμοθάνατος, θα σκοτώσει τη γυναίκα που υπεραγαπά, για να μην πέσει στο κρεβάτι κανενός άλλου μετά το θάνατό του, καρφώνοντάς της ένα χρυσό μαχαίρι στο στήθος. Όμως τελικά δεν πεθαίνει, και μένει με τον καημό. Κάθε βράδυ πηγαίνει στον τάφο της και της παίζει τον αυλό, για να του εμφανιστεί το φάντασμά της. Όταν ο παππούς φανερώσει στον εγγονό το ανοσιούργημα του πατέρα του, θα οδεύσουν γρήγορα τα γεγονότα προς την τραγική κατάληξη.
Και θυμήθηκα μια «εύθυμη ιστορία» που παραθέτει ο Καζαντζάκης στον «Καπετάν Μιχάλη».
-Γυναίκα, βλέπεις ότι είμαι ετοιμοθάνατος, σε λίγο θα πεθάνω, πες μου, είναι όλα μας τα παιδιά δικά μου;
-Κι αν δεν πεθάνεις; Κι αν δεν πεθάνεις;
Η τελική κατάληξη στο έργο δεν είναι σύμφωνη με το αριστοτελικό «κατά το εικός και το αναγκαίον». Ο Περίανδρος αυτοκτονεί παίρνοντας κώνειο, και οι δυο φρουροί αναρωτιούνται τι να κάνουν τις γυναίκες που ήθελε ο Περίανδρος να θυσιαστούν στον τάφο του μετά το θάνατό του, και που τον εκλιπαρούν για τη ζωή τους. 
«Α΄ΦΡΟΥΡΟΣ: Τι λες; Να τις σκοτώσουμε; Να μην τις σκοτώσουμε;
Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ: Να τις παίξουμε κορόνα γράμματα· κορόνα η ζωή, γράμματα ο θάνατος.
Α΄ΦΡΟΥΡΟΣ: Καλά! (Βγάζει ένα νόμισμα, το τινάζει στον αγέρα. Οι γυναίκες αλλόφρονες πέφτουν πίστομα και κοιτάζουν το νόμισμα που έπεσε.)
Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ: Γράμματα!
Α΄ΦΡΟΥΡΟΣ: Ας τις σκοτώσουμε! (Οι φρουροί αδράχνουν τα σπαθιά τους· πέφτει η αυλαία γοργά γοργά.)».
Το τέλος αυτό προκαλεί τον έλεο στο θεατή, ζητούμενο σε κάθε τραγωδία. Ταυτόχρονα όμως υποβάλει και το μοντερνιστικό αίσθημα του παράλογου της ύπαρξης, της τυχαιότητας που καθορίζει εν πολλοίς τη ζωή μας.
Αλλά ας προχωρήσουμε στο σχολιασμό κάποιων αποσπασμάτων. Διαβάζουμε:
«ΛΥΚΟΦΡΩΝ: Ένα χρυσό μαχαίρι! Μοίρα, καλώς εκόπιασες, να με! (σελ. 532).
Και θυμήθηκα τους υπέροχους στίχους του Κορνάρου, που τους βάζει στο στόμα της Αρετούσας.
Μοίρα, δε σε φοβούμαι μπλιο, κι ό,τι κι αν θέλεις κάμε
Κι α με γυρεύγεις να με βρεις, κάτεχε πως επά ’μαι.
«ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ: Τι θέλει ο άνθρωπος για να σωθεί; Ένα μονάχα… να νικήσει την ελπίδα» (σελ. 606).
Μόνο νικώντας την ελπίδα και το φόβο μπορείς να νιώσεις πραγματικά ελεύθερος, αυτό πιστεύει ο Καζαντζάκης.
Ανιχνεύσαμε και εδώ αρκετούς ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, αλλά είπαμε πως δεν θα τους παραθέτουμε πια.

Ronit Elkabetz and Shlomi Elkabetz, Gett: The Trial of Viviane Amsalem (French: Gett: Le procès de Viviane Amsalem




Άλλο πράγμα να ξέρεις κάτι και άλλο να το έχεις βαθειά συνειδητοποιήσει. Ξέρω πως οι δυο μεγάλες αιρέσεις του Ιουδαϊσμού πήραν πολλά από αυτόν· λιγότερα ο Χριστιανισμός, περισσότερα το Ισλάμ. Για παράδειγμα, ο λιθοβολισμός της μοιχαλίδας δεν είναι επινόηση του Ισλάμ, τον πήρε ατόφιο από τον Ιουδαϊσμό. Και αν οι εβραίοι δεν ζούσαν στην Ευρώπη, φιλοξενούμενοι, υποχρεωμένοι να συμμορφώνονται στις διατάξεις της νομοθεσίας των κρατών της που διαπνέεται από το πνεύμα του ανθρωπισμού της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, ίσως να τον ασκούσαν, όπως και αν το κράτος τους είχε ιστορία αιώνων και δεν ήταν δημιούργημα των τελευταίων δεκαετιών.
  Η ιστορία του «Gett: Η δίκη της Βιβιάν Αμσαλέμ» είναι εντελώς προσχηματική. Με αυτήν η Ρονίτ Ελκαμπέτζ καταγγέλλει την κατάσταση που βιώνουν οι γυναίκες στο Ισραήλ.
Η Βιβιάν αγωνίζεται να πάρει διαζύγιο από την άντρα της. Αυτός το καταφέρνει να πηγαίνει η δίκη από αναβολή σε αναβολή. Σχεδόν όλες οι σκηνές στην ταινία διαδραματίζονται μέσα σε ένα δικαστήριο.
Παρακολουθούμε τη μια δίκη μετά την άλλη, με τα γράμματα οθόνης να τις τοποθετούν χρονικά: δυο μήνες μετά, έξι μήνες μετά… μέχρι που περνάνε πέντε χρόνια.
Αυτό που δεν ήξερα είναι ότι τα διαζύγια, όπως και στις μουσουλμανικές χώρες (ίσως υπάρχουν εξαιρέσεις) αποφασίζονται από ιεροδικεία. Και όπως και στο Ισλάμ, ο άνδρας αν θέλει δίνει το διαζύγιο. Αυτό που δεν ξέρω είναι αν το παίρνει εξίσου αυτόματα, λέγοντας τρεις φορές «σε χωρίζω, σε χωρίζω, σε χωρίζω».
Δεν ήξερα ότι υπάρχει και τελετουργικό στο διαζύγιο αυτό. Ο άντρας εγχειρίζει στα χέρια της γυναίκας το χαρτί του διαζυγίου απευθύνοντάς της κάποια λόγια που του υπαγορεύει ο δικαστής. Ο συγκεκριμένος όμως αρνείται να επαναλάβει τη φράση «και θα είσαι διαθέσιμη για κάθε άντρα». Ο δικαστής, αγανακτισμένος, τους διώχνει λέγοντάς τους ότι δεν θέλει να τους ξαναδεί στα μάτια του, ενώ η Βιβιάν ξεσπάει οργισμένη κατά του τριμελούς ιεροδικείου. Στο τέλος ο άντρας συμφωνεί να της δώσει διαζύγιο αφού υποσχεθεί ότι μετά από αυτόν δεν θα υπάρξει άλλος άντρας στη ζωή της.
Μπαίνει σαν όρος στο έγγραφο του διαζυγίου;
Δεν το ξέρουμε. Οι εβραίοι θεατές μπορεί να το ξέρουν. 
Τελικά υπάρχουν και στους εβραίους τρελοί φονταμενταλιστές. Ο άντρας της δεν πήρε άδεια οδήγησης για να μην παρασυρθεί και οδηγεί και το Σάββατο, πράγμα που το απαγορεύει το Τορά.
Στη Σαουδική Αραβία δεν υπάρχει τέτοια απαγόρευση. Εκεί η οδήγηση απαγορεύεται μόνο στις γυναίκες. Και όχι μόνο τα Σάββατα, αλλά όλες τις ημέρες.    

Tuesday, October 27, 2015

Zhang Yang, some of his movies



Zhang Yang ( 1967 - )

Spicy love soup (情麻辣, 1997)

  Η «Πικάντικη σούπα αγάπης» είναι η πρώτη ταινία του Τζανγκ Γιανγκ, και το σενάριο συνυπογράφει ο Diao Yinan, του οποίου τα έργα παρουσιάσαμε πρόσφατα. Είναι σαν μια συλλογή με διηγήματα, μια ταινία με διαφορετικές ιστορίες, μεγάλες και μικρές· όλες εντυπωσιακές.
Χαριτωμένη η αισθηματική κομεντί με τους δυο μαθητές. Ο νεαρός κάνει μιξάζ σε μια βιντεοκασέτα, αλλάζοντας στη συνομιλία που είχε με την κοπέλα ένα τμήμα του δικού του λόγου με έναν καινούριο, όπου λέει ότι την αγαπά. Στο τέλος της ζητάει να φορέσει ένα ορισμένο φόρεμα αν ανταποκρίνεται. Αυτή αποκοιμιέται με τα ακουστικά στα αυτιά, ευχαριστημένη. Όμως η περίεργη μητέρα της θα πάρει τα ακουστικά και το κασετόφωνο και θα ακούσει την κασέτα. Ακολουθεί αφηγηματικό κενό, για να δούμε στο επόμενο πλάνο τον νεαρό μπροστά στο διευθυντή του σχολείου και έναν άλλο καθηγητή να απολογείται. Ο νεαρός νομίζει ότι τον πρόδωσε το κορίτσι. Η μητέρα είναι καταστενοχωρημένη που βλέπει την κόρη της βυθισμένη σε τόση μελαγχολία. Κωμικοτραγικές οι επόμενες συναντήσεις των δυο νέων. Στο τέλος θα λυθεί η παρεξήγηση, τους βλέπουμε μαζί.
Συγκινητική η ιστορία με τον μικρό που προσπαθεί να αποτρέψει το χωρισμό των γονιών του. Κρύβει τα πιστοποιητικά γάμου τους μέσα στην τσάντα του για να μην μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν για το διαζύγιο. Επίσης ζητάει βοήθεια από τη γιαγιά του για να μη χωρίσουν οι γονείς του. Αυτή του δίνει ένα καρύκευμα και του λέει να το ρίξει μέσα σε μια σούπα που θα τους φτιάξει και να τους ταΐσει. Δεν θα την πετύχει, αλλά οι γονείς θα την φάνε συγκινημένοι από την προσφορά του γιου τους.
Ούτε θα αποτρέψει το χωρισμό. Στην τελευταία σκηνή τον βλέπουμε να κλαίει φωνάζοντας «μπαμπά, μπαμπά», αμέσως μόλις φύγει ο πατέρας του κλίνοντας πίσω του την πόρτα.
Ο νεαρός ερωτεύεται την κοπέλα που μοιράζει δωρεάν δείγματα από ένα άρωμα. Από μακριά την φωτογραφίζει συνέχεια. Βλέπει που τον έχει αντιληφθεί, και πιστεύει ότι κάποια στιγμή θα ανταποκριθεί. Πράγματι ανταποκρίνεται, και τα φτιάχνουν. Στον τοίχο του κολλάει μια φωτογραφία της σε τεράστια μεγέθυνση. Όμως αυτή τον εγκαταλείπει. Όχι για άλλο λόγο, αλλά για την καριέρα της. Της προσφέρεται μια πολύ καλή θέση στην εταιρεία όπου εργάζεται αλλά σε μια άλλη πόλη. Όμως συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτόν και επιστρέφει. Αυτός έχει αλλάξει σπίτι. Τον συναντάει τυχαία. Τρέχουν και αγκαλιάζονται.
Είναι πρωί, αυτή ξυπνάει πρώτη. Τον σκεπάζει με αγάπη και φεύγει από το σπίτι. Τον εγκαταλείπει για δεύτερη φορά;
Όχι, πηγαίνει να αγοράσει πρωινό. Την βλέπουμε να επιστρέφει στην τεράστια πολυκατοικία. Κτυπάει το ένα διαμέρισμα, λάθος. Το ίδιο και το άλλο, και το άλλο. Μήπως έκανε λάθος την πολυκατοικία; Βγαίνει έξω, κοιτάζει. Ολόγυρά της ορθώνονται πανομοιότυπες, σαν τις δικές μας εργατικές, πολυκατοικίες. Αποκλείεται να τον βρει.
Βλέποντας αυτή την σκηνή, εντυπωσιακή στη δραματικότητά της, θυμήθηκα ότι το έργο το είχα ξαναδεί.
Θα μακρηγορήσω γράφοντας για όλες τις ιστορίες, ήταν όλες τους θαυμάσιες.

Shower (1999)

Την είδα πριν χρόνια αλλά την ξαναείδα, θυμόμουν πόσο πολύ μου άρεσε. Ένας πατέρας με τον γιο του που πάσχει από σύνδρομο down λειτουργούν μια μικροεπιχείρηση με λουτρά σε κάποια γειτονιά του Πεκίνου. Ο μεγάλος γιος τους επισκέπτεται. Βοηθάει. Κάποια στιγμή ο πατέρας πεθαίνει. Τον αδελφό του θα τον πάρει μαζί του.
Συγκινητική κωμωδία, όπου βλέπουμε όχι μόνο την αγάπη που επικρατεί ανάμεσα στα τρία αυτά άτομα, αλλά και την ανθρωπιά και την καλοσύνη που χαρακτηρίζει όλα τα πρόσωπα που βλέπουμε στην ταινία.
Θυμήθηκα και το «Rain man» (1988) με τον Τομ Κρούζ και τον Ντάστιν Χόφμαν, όπου βλέπουμε πάλι μια παρόμοια σχέση, με τον νεαρό που φροντίζει τον καθυστερημένο αδελφό του.
Θυμήθηκα και το «Γάλα» (2011) του Γιώργου Σούγια. Δεν έγραψα γι’ αυτήν αλλά είναι καταπληκτική ταινία. Σ’ αυτήν ο νεαρός αναγκάζεται τελικά να κλείσει στο ψυχιατρείο τον παρανοϊκό αδελφό του. Υπάρχει και μια άλλη ταινία με ίδιο τέλος, για την οποία θυμάμαι ότι έχω γράψει, δεν μπόρεσα όμως να την εντοπίσω. Και βέβαια το «Λεωφορείον ο πόθος», με την ταλαίπωρη Blanche Dubois να καταλήγει και αυτή στο ψυχιατρείο. Στην κινέζικη αντίθετα, ο μεγάλος αδελφός βάζει προσωρινά, για δυο μήνες, τον αδελφό του σε ένα ίδρυμα, μέχρι να τακτοποιήσει τα πράγματα στο σπίτι του και να πείσει τη γυναίκα του να τον δεχθεί. Όταν όμως βλέπει σε τι συνθήκες τον έχει ρίξει, τον παίρνει και φεύγουν.
Υπάρχει μια ωραία σκηνή, με έναν νεαρό πελάτη των λουτρών που υποφέρει επίσης από σύνδρομο down. Τραγουδάει πάντα, κάτω από την ντουζιέρα, το O Sole mio. Σε μια γιορτή της γειτονιάς δεν καταφέρνει να ανοίξει το στόμα του. Όμως ο καθυστερημένος αδελφός που ξέρει το πρόβλημά του, ανοίγει μια βρύση και του ρίχνει νερό πάνω από το κεφάλι του με ένα λάστιχο. Ως δια μαγείας αρχίζει να τραγουδάει. Καταχειροκροτείται. Πιστεύω ότι ο Woody Allen αυτή τη σκηνή είχε υπόψη του όταν έμπαζε μια ανάλογη σκηνή στην ταινία του «To Rome with love».

Quitting (,Yesterday, 2001)

  Η ταινία αφέρεται στην προσπάθεια απεξάρτησης από τα ναρκωτικά του Jia Hosheng, νεαρού ηθοποιού που είχε γίνει ίνδαλμα της κινέζικης νεολαίας.
  Πιο πρωτότυπη ταινία δεν θα μπορούσε να υπάρξει: όλα τα πρόσωπα του έργου είναι τα ίδια τα πρόσωπα της ιστορίας, παίζουν δηλαδή τον εαυτό τους.
  Υπάρχει και μια ακόμη πρωτοτυπία: ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του το έργο είναι σαν ένα οποιοδήποτε feature film, σε κάποια σημεία έχει το χαρακτήρα της συνέντευξης, όπου τα πρόσωπα μιλάνε για τον εαυτό τους και για τους άλλους, ενώ σε δυο επεισόδια έχουμε ένα εφέ αποστασιοποίησης καθώς βλέπουμε, με την κάμερα να απομακρύνεται, ότι βρισκόμαστε μπροστά στη σκηνή ενός θεάτρου.
  Συγκινητική ταινία, καθώς βλέπουμε την αγωνία και τις προσπάθειες των δυο γονιών, ιδιαίτερα του πατέρα, να βοηθήσουν το γιο τους. Και φυσικά της αδελφής του, η οποία προσπαθεί να τον στηρίξει όσο μπορεί.
  Διαβάζοντας στη βικιπαίδεια για τον Jia Hosheng ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα να δω ότι ήταν ο πρωταγωνιστής μιας από τις καλύτερες ταινίες που έχω δει μέχρι τώρα, τον
«Ποταμό Su Zhou» (2000) του Λόου Γιε, από τις πρώτες ταινίες για τις οποίες έκανα ανάρτηση. Μάλιστα με την συμπρωταγωνίστριά του Τζόου Σουν είχε μια ρομαντική σχέση που κράτησε 4 χρόνια.
  Και η δυσάρεστη, πολύ δυσάρεστη, έκπληξη: ο Jia Hosheng αυτοκτόνησε το 2010, σε ηλικία 43 χρονών, πέφτοντας από το διαμέρισμα της πολυκατοικίας όπου έμενε με τους γονείς του. Είναι η δεύτερη παρόμοια δυσάρεστη έκπληξη. Η πρώτη ήταν όταν έμαθα από το δάσκαλό μας στα κινέζικα, τον κύριο Zhou, ότι ο πρωταγωνιστής της ταινίας «Αντίο παλλακίδα μου» (1993, Χρυσός Φοίνικας) Leslie Cheung αυτοκτόνησε δέκα χρόνια αργότερα, με τον ίδιο τρόπο.
  Ξέχασα να πω για τον τίτλο, που του δίνω την αγγλική μετάφραση. Δεν είναι το «χθες» αλλά το διάσημο τραγούδι των Beatles. Ο Jia Hosheng ήταν φανατικός λάτρης του John Lennon.

Sunflower (向日葵, ηλιοτρόπιο 2005).

  Στο «Yesterday» παρακολουθήσαμε τις απεγνωσμένες προσπάθειες του πατέρα να βοηθήσει το γιο του, με τον οποίο οι σχέσεις, εξαιτίας του προβλήματός του, ήταν συχνά τεταμένες. Τις ίδιες τεταμένες σχέσεις βλέπουμε και στο «Ηλιοτρόπιο» ανάμεσα σε πατέρα και γιο.
  Ο πατέρας, ζωγράφος, θα βρεθεί τέσσερα χρόνια μετά τη γέννηση του γιου του (1967) σε στρατόπεδο εργασίας για αναμόρφωση. Ήταν η περίοδος της πολιτιστικής επανάστασης και αυτός, ως ζωγράφος, φύσει και θέσει μικροαστός, ήταν αντεπαναστάτης. Παρακάλεσε τους ερυθροφρουρούς να μην τον κτυπήσουν στα χέρια, αλλά αυτοί εκεί τον κτύπησαν, επίτηδες. Όταν επιστρέφει 5 χρόνια αργότερα, είναι πια ανίκανος να ζωγραφίσει.
  Υπάρχουν και χειρότερα. Τον γιο του Deng Xiao Ping, οι ερυθροφρουροί από τα κτυπήματα τον άφησαν παραπληγικό.
  Ο πατέρας διαπράττει το σφάλμα που κάνουν πολλοί γονείς: ό,τι δεν κατάφεραν οι ίδιοι, θέλουν να το καταφέρουν τα παιδιά τους. Τον πιέζει αφάνταστα να ασχοληθεί με τη ζωγραφική, πράγμα που κάνει τις σχέσεις τους τεταμένες. Αναρωτιέμαι αν είχε τις ίδιες σχέσεις και ο Μότσαρτ με τον πατέρα του, που και αυτός τον πίεζε αφάνταστα με τις μουσικές του σπουδές.
  Θα γίνει πολύ καλός ζωγράφος, αλλά το τίμημα θα είναι βαρύ και για τους δυο. Ο γιος δεν μπορεί να ξεχάσει την συμπεριφορά του πατέρα του. Ο πατέρας, αναγνωρίζοντας την ενοχή του, θα φύγει από το σπίτι. Θα παρακολουθεί από μακριά την εξέλιξή του.
  Η μητέρα θέλει πάση θυσία να αποκτήσουν διαμέρισμα σε πολυκατοικία, από αυτά που προσφέρει το κράτος. Δικαιούχος είναι ο άντρας της. Αυτός αρνείται να καλοπιάσει τους υπεύθυνους με δώρα, το κάνει αυτή. Όταν όμως έλθει η ώρα και το διαμέρισμα δεν δίνεται στον άντρα της, θα ξεσπάσει σαν ύαινα εναντίον τους.
  Μπορεί όμως να πάρει αυτή διαμέρισμα, με την προϋπόθεση ότι ζει μόνη. Έτσι παίρνουν εικονικό διαζύγιο. Πρέπει όμως να ζουν ξεχωριστά, για να μην καταλάβουν την κομπίνα. Όταν αυτός φεύγει, στο τέλος του έργου, αυτή ξεσπάει σε κλάματα. Νοιώθει ένοχη για την τόση πίεση που του άσκησε για να αποκτήσουν το διαμέρισμα, με το μεγάλο τίμημα να ζουν τόσο καιρό χωριστά.

Getting home (落叶归根, Το πεσμένο φύλλο επιστρέφει στη ρίζα του, 2007)

  Είναι κινέζικη παροιμία ο τίτλος, αλλά οι εγγλέζοι προτίμησαν να δώσουν το δικό τους: Γυρίζοντας σπίτι.
  Επί τέλους και μια κωμωδία!
  Ο Zhao μπεκροπίνει με τον Liu, συνάδελφό του στο εργοστάσιο. Είναι το τελευταίο τους μεθύσι. Ο Liu πεθαίνει εκεί που πίνουν. Ο Zhao αποφασίζει να τηρήσει μια υπόσχεση που του είχε δώσει, όταν πεθάνει να τον μεταφέρει στην πατρίδα του, να ταφεί εκεί.
  Και ακολουθούν ένα σωρό κωμικά επεισόδια. Πότε τον μεταφέρει στον ώμο του, πότε σε διάφορα οχήματα κάνοντας ωτοστόπ, πότε… Πολλές φορές δηλώνει ότι είναι απλώς μεθυσμένος. Όμως κάποιες φορές αποκαλύπτεται το ψέμα, όπως στο παρακάτω σπαρταριστό επεισόδιο.
  Ταξιδεύουν με ένα λεωφορείο, όταν τους σταματάνε για ληστεία. Ο αρχηγός των ληστών επιμένει να του πάρει όλα τα χρήματα, όταν όμως αυτός του λέει ότι το άλλο πακέτο με τις 4.000 είναι για την οικογένεια του νεκρού και ότι τον μεταφέρει από ένα πολύ μακρινό μέρος για να ταφεί στην πατρίδα του, συγκινείται τόσο πολύ με την αφοσίωσή του που του δίνει όλα τα κλοπιμαία, να τα δώσει και αυτά στην οικογένειά του. Κατόπιν παίρνει τους άνδρες του και φεύγουν. Οι επιβάτες ένας ένας πλησιάζουν και παίρνουν τα πορτοφόλια τους. Στο τέλος ζητάνε αποζημίωση, γιατί τους έβαλαν να ταξιδέψουν με ένα νεκρό χωρίς να τους ενημερώσουν.
  Σπάνιο το μοτίβο, η μεταφορά του νεκρού στην πατρίδα του για να ταφεί. Το συνάντησα μόνο μια φορά, στην επίσης απολαυστική κωμωδία του Fatih Akin «Im Juli».
  Όταν πέθανε η μητέρα μου, 28-12-1979, πλήρωσα πανάκριβα το εισιτήριο για το φέρετρό της, για να ταφεί στο χωριό μας. Όμως όταν πέθανε ο πατέρας μου, στις 17-6-1997, δεν πλήρωσα τίποτα. Οι κρητικές ναυτιλιακές εταιρείες είχαν συμφωνήσει, δεν ξέρω πριν από πόσα χρόνια, η τελευταία επιστροφή στην πατρίδα να γίνεται δωρεάν.
  
Driverless (无人 Χωρίς πιλότο, 2010)

  Η ταινία αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν μια δεύτερη πικάντικη σούπα αγάπης. Παρακολουθούμε τρεις ιστορίες, οι οποίες συμπλέκονται κάποια στιγμή μεταξύ τους. Η πιο συγκινητική είναι αυτή με τον νεαρό ραλίστα με τις πολλές κατακτήσεις και τη νεαρή κωφάλαλη. Αυτήν ερωτεύεται, παρά τις πολλές κατακτήσεις του, έχοντας συγκινηθεί από τη δική της αγάπη. Κωμικοτραγική η σκηνή που αυτή σπαράζει στο κλάμα γιατί δεν θέλησε να κάνει έρωτα μαζί της όπως με τις άλλες, νομίζοντας ότι την απέρριψε. Όμως αυτός δεν τη βλέπει σαν τις άλλες. Στην τελευταία σκηνή της ταινίας τους βλέπουμε αγκαλιασμένους να φιλιούνται στο σπορ αμάξι με ξέσκεπη τη σκεπή, ενώ πέφτει πυκνό χιόνι.
  Και στην προ-τελευταία τι βλέπουμε;
  Ένα γάμο, στα χολιγουντιανά πρότυπα. ΄
  Έχουμε δυο ζευγάρια. Ο παντρεμένος άντρας συναντάει μια παλιά του αγάπη, από τα φοιτητικά του χρόνια. Έχει να τη δει δέκα χρόνια. Αυτή έχει δεσμό, όμως θα τα φτιάξει μαζί του. Και οι δυο είναι αποφασισμένοι να χωρίσουν, όμως μετά από διάφορες περιπέτειες θα τα ξαναβρούν με τα ταίρια τους. Το ένα ζευγάρι ήδη είναι παντρεμένο, το άλλο είναι που θα παντρευτεί. Τους βλέπουμε να τρέχουν προς την εκκλησία, ο γαμπρός με τα γαμπριάτικα, η νύφη με το νυφικό, τα παρανυμφάκια μπροστά και πίσω κόσμος, ενώ πέφτει άφθονο χιόνι.
  Και όμως, δεν ήταν κομεντί.

Full circle (越老人院,  Πετώντας πάνω από το γηροκομείο, 2012)

  Μια ολότελα συγκινητική ταινία για την τρίτη ηλικία και τα γηροκομεία, και για την απαξίωση που βιώνουν οι ηλικιωμένοι, και όχι μόνο στην Κίνα αλλά και στη Δύση, πράγμα που φαίνεται και από τον τίτλο με τον οποίο την κυκλοφόρησαν οι άγγλοι (ή οι αμερικάνοι;): «Πλήρης κύκλος». Σαν τίτλος είναι τρέχα γύρευε, αλλά και ποιος θα πήγαινε να «πετάξει» πάνω από ένα γηροκομείο για να δει πως περνούν οι γέροι;
  Είχα μια συγκλονιστική εμπειρία, φοιτητής, στην απογραφή του 1971. Έπεσε στη μερίδα μου να απογράψω τους τρόφιμους ενός γηροκομείου στην Καλλιθέα. Αντίκρισα μια θλιβερή, απελπιστική κατάσταση. Και, να εξηγούμαστε, δεν θα ενοχοποιήσω τη χούντα γι’ αυτό.
  Το κεντρικό θέμα της ταινίας είναι η σχέση ενός ηλικιωμένου με το γιο του· ή μάλλον η ανυπαρξία σχέσης, καθώς ο γιος δεν θέλει να τον δει στα μάτια του. Και οι δυο έχουν τα δίκια τους, όμως τελικά ο εγγονός θα πετύχει την προσέγγισή τους.
  Το «σασπένς» της ταινίας είναι η συμμετοχή σε μια τηλεοπτική εκπομπή. Θα τα καταφέρουν; Η διευθύντρια του γηροκομείου έχει τις αντιρρήσεις της, το θεωρεί επικίνδυνο. Αυτοί θα το σκάσουν. Τους κυνηγάνε, τους εντοπίζουν. Όμως τελικά δεν έχει άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσει. Θα κερδίσουν το βραβείο της βραδιάς. 
  Ρωτάει ο παρουσιαστής της εκπομπής έναν απ’ αυτούς ποιος ήταν ο λόγος που συμμετείχε.
  Και η απάντηση:
  Η ελπίδα μήπως τον δει η κόρη του, στην Ιαπωνία, όπου βρίσκεται με άντρα της. Ήταν αντίθετος μ’ αυτό το γάμο, και αυτή έκοψε κάθε επαφή μαζί του εδώ και επτά χρόνια.
  Καλά, θα πείτε, ήταν τόσο τρομερό που παντρεύτηκε το γιαπωνέζο;
  Εσείς τι θα λέγατε αν η κόρη σας παντρευόταν ένα τούρκο;
  Η ταινία είναι μόνο εν μέρει μελαγχολική, γιατί υπάρχουν πολλά χιουμοριστικά επεισόδια. Θα αναφέρουμε μόνο ένα.
  Οι ηλικιωμένοι βρίσκονται μέσα σε ένα λεωφορείο που θα τους μεταφέρει στην πόλη, στο τηλεοπτικό στούντιο. Στο δρόμο προκαλούν; τους προκαλούν; δεν κατάλαβα, μια ομάδα νεαρών που επιβαίνουν σε ένα τζιπ. Κάνοντας κόντρα παρά λίγο να συγκρουστεί το τζιπ με ένα διερχόμενο αυτοκίνητο.
  Το λεωφορείο παθαίνει λάστιχο. Κατεβαίνουν οι ηλικιωμένοι. Σταματάει και το τζιπ, κατεβαίνουν οι νεαροί έτοιμοι για καυγά. Οι γέροι δεν πτοούνται, σηκώνουν τις γροθιές τους έτοιμοι να παλέψουν. Οι νέοι βλέπουν με έκπληξη με ποιους έχουν να κάνουν, καθώς και τον γέρο με το καροτσάκι μέσα στο λεωφορείο που τους ενθαρρύνει. Χαμογελούν. Στην επόμενη σκηνή τους βλέπουμε να αλλάζουν το τρυπημένο λάστιχο με τη ρεζέρβα.
  Και μια συγκινητική σκηνή:
  Ο γέρος που είναι το κεντρικό πρόσωπο στην ταινία αφηγείται στον εγγονό του, αλλά και στους άλλους, μια ιστορία που είδαμε πριν τέσσερα χρόνια στο youtube. Ήταν μια μικρού μήκους ταινία ενός δικού μας, του Κωνσταντίνου Πιλάβιου, που άρεσε τόσο πολύ που μεταφράστηκε σε πάρα πολλές γλώσσες. Τίτλος της: «Τι είναι αυτό» (2011). Δείχνει την πατρική αγάπη και την υπομονή με την οποία οι γονείς αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους, σε αντίθεση με τον εκνευρισμό και την ανυπομονησία που νοιώθουν συχνά αυτά απέναντί τους όταν γεράσουν. 
  Και μια σύμπτωση.
  Στην προηγούμενη ανάρτησή μου για τον Mahamat Saleh Haroun παραθέσαμε μια ατάκα από την ταινία του Darrat (2006), μια ιταλική παροιμία: Que non piscia in compagnia e un ladro o una spia. Αυτός που δεν κατουράει με παρέα, είναι ή κλέφτης ή κατάσκοπος. Σε κάποια σκηνή βλέπουμε τα γεροντάκια να κατεβαίνουν από το λεωφορείο και να κατουράνε in compagnia, δίπλα δίπλα.
  Πολύ με συγκίνησε αυτή η ταινία.
  Ξαναδιαβάζοντας αυτές τις γραμμές πριν κάνω την ανάρτηση θυμήθηκα και την πρώτη ταινία του Χαρούν που έχει τίτλο «Ο πατέρας μας». Και εκεί βλέπουμε, όπως στο «Driverless», το ειδύλλιο ενός νεαρού με μια μουγκή, σε happy end.
Zhang Yang, Paths of the soul (冈仁波齐2015)

  Έχουμε γράψει σχεδόν για όλα τα έργα του Zhang Yang. Σειρά έχουν σήμερα τα «Μονοπάτια της ψυχής».
  Τύφλα να ’χουν οι χατζήδες, οι χριστιανοί που πάνε στην Ιερουσαλήμ και οι μουσουλμάνοι που πάνε στην Μέκκα, παίρνοντας το αεροπλάνο και πηγαίνοντας αραχτοί (άντε, κάποιοι πάνε και οδικώς). Στο έργο αυτό του Τζανγ Γιανγκ βλέπουμε ένα προσκύνημα που για να φτάσεις στον τόπο προορισμού περνούνε μήνες. Και ο τόπος προορισμού είναι το Gang ren bo qi (Kang rinpoche μεταφράζει το imdb και δεν βλέπω να υπάρχει μετάφραση στα ελληνικά), ένας ιερός τόπος σε ένα βουνό πάνω από τη Λάσα, την πρωτεύουσα του Θιβέτ.
  Ο παππούς έχει γεράσει, θέλει πριν πεθάνει να κάνει το προσκύνημα στον ιερό αυτό τόπο. Χρόνια τώρα έχει εκφράσει αυτή την επιθυμία. Ο ανιψιός του θα τον βοηθήσει να την εκπληρώσει δηλώνοντας ότι θα τον συνοδεύσει, όμως μετά την πρωτοχρονιά. Μαθαίνοντας το σχέδιό τους δηλώνουν και άλλοι την πρόθεσή τους να συμμετάσχουν, συγγενείς, φίλοι, χωριανοί. Αν μέτρησα καλά, μαζεύτηκαν κάπου δώδεκα άτομα. Ανάμεσά τους και ένα μικρό κοριτσάκι που φαίνεται να το διασκεδάζει.
  Δεν φανταζόμουν πώς θα ήταν αυτό το προσκύνημα. Θα διανύσουν 1200 χιλιόμετρα, πεζοί, και κατά τη διαδρομή, κάθε επτά βήματα, θα ξαπλώνουν μπρούμυτα και θα ξανασηκώνονται. Στα χέρια έχουν κάτι σαν ξυλοπαντόφλες, και με αυτές ακουμπάνε πρώτα στο οδόστρωμα, περίπου σαν να κάνουν βουτιά. Όταν σηκώνονται τις κτυπάνε τρεις φορές μεταξύ τους. Ο πιστός προσκυνητής, λένε, κάνει καρούμπαλο στο μέτωπο. Όλοι έχουν. Φυσικά με τέτοιο τρόπο βαδίσματος δεν μπορούν να κάνουν πάνω από δέκα χιλιόμετρα την ημέρα, γι’ αυτό και η πορεία διαρκεί μήνες.
  Τους συνοδεύει ένα τρακτέρ που σέρνει μια σκεπαστή καρότσα. Εκεί έχουν τα εφόδιά τους, ρούχα, τρόφιμα και μια σκηνή, την οποία στήνουν το βράδυ.  
  Κατά τη διαδρομή τους βλέπουμε την καλοσύνη, τόσο τη δική τους όσο και των ντόπιων που συναντούν. Είναι πρόθυμοι να τους φιλέψουν και να τους φιλοξενήσουν. Οι ίδιοι θα καλέσουν ένα γέρο στη σκηνή τους καθώς, μόνος του καθώς είναι, δίπλα σε μια φωτιά που έχει ανάψει, σίγουρα θα ξεπαγιάσει τη νύχτα. Τα πάντα είναι σκεπασμένα με χιόνι.
  Πιο πριν είχαν κατασκηνώσει δίπλα στο δρόμο. Βλέπουν έναν άνδρα που κάνει αυτές τις σαν-γονυκλισίες, μια γυναίκα που σέρνει ένα κάρο και ένα γαϊδουράκι δίπλα. Τους προσκαλούν για τσάι. Από πού είναι; Είναι από το Για Αν, μια επαρχία το Σετσουάν (από εκεί που ήταν και ο καλός άνθρωπος, να συμπληρώσουμε εμείς). Και γιατί σέρνει η γυναίκα το κάρο και όχι το γαϊδούρι; Το γαϊδούρι το έχουν για τα δύσκολα, στις ανηφόρες, αλλιώς θα εξοντωθεί. Εξάλλου το θεωρούν σαν μέλος της οικογένειας. Όταν φτάσουν στη Λάσα θα το γυρίσουν να δει τα μέρη, και θα το πάνε σε ένα ναό όπου θα κόψουν λίγο τρίχωμά του και θα το αφήσουν στο άγαλμα του Βούδα.
  Στο δρόμο έχουμε γεννητούρια. Μια γυναίκα θα γεννήσει ένα μωρό. Όλοι είναι ευτυχισμένοι, και πρώτος και καλύτερος ο παππούς. Όμως έχουν και ατυχίες. Το τρακτέρ τρακάρει με ένα αυτοκίνητο, σπάει ο άξονας, και δεν υπάρχει περίπτωση να βρουν ανταλλακτικό παρά μόνο στη Λάσα. Ζεύονται την καρότσα και προχωράνε.
  Φτάνουν στη Λάσα, αλλά τους έχουν τελειώσει τα λεφτά, δεν μπορούν να προχωρήσουν. Μια γυναίκα θα τους φιλοξενήσει. Όλη η οικογένειά της έχει πάει προσκύνημα, το σπίτι είναι άδειο. Θα δουλέψουν για να μαζέψουν λεφτά. Μετά από λίγους μήνες θα ξεκινήσουν πάλι.
  Τους βλέπουμε να ανεβαίνουν στο βουνό, πάνω σε ένα στενό χιονισμένο μονοπάτι. Όμως συνεχίζουν να πέφτουν μπρούμυτα. Τη νύχτα θα στήσουν τη σκηνή. Το πρωί που σηκώνονται όμως βλέπουν ότι ο παππούς έχει πεθάνει. Τι ωραίος θάνατος, στην πλαγιά του ιερού όρους!
  Στο τέλος, σε μια μαύρη οθόνη, τους ακούμε να ψάλλουν. Προφανώς έχουν φτάσει στον προορισμό τους. Συνεχίζουν, ενώ πέφτουν τα γράμματα τέλους.
  Η ταινία είναι μυθοπλασίας, όμως για εμάς τους δυτικούς έχει έναν ντοκιμενταρίστικο εξωτισμό. Εξαιρετική.