Book review, movie criticism

Monday, November 16, 2015

Zhang Shichuan 张石川 (1889-1953) Laborer’s love (劳工之爱情, 1922)



Zhang Shichuan 石川 (1889-1953) Laborer’s love (劳工之爱情, 1922)

Καιρός να ξεκινήσουμε να βλέπουμε συστηματικά κινέζικο κινηματογράφο. Αρχίζουμε με τον Τζανγκ Σιτσουάν.
Ο Τζανγκ Σιτσουάν θεωρείται ένας από τους πατέρες του κινέζικου κινηματογράφου. Γύρισε πάνω από 150 έργα στην καριέρα του, όπως «Το δύσκολο ζευγάρι» (1913), η πρώτη κινέζικη ταινία μεγάλου μήκους, «Ο έρωτας του εργαζόμενου» (1922), η πρώτη πλήρης κινέζικη ταινία που έχει σωθεί, «Το ορφανό σώζει τον παππού» (1923), μια από τις πρώτες μεγάλες κινέζικες εμπορικές επιτυχίες, «Η πυρπόληση του ναού του κόκκινου λωτού» (1928), η πρώτη ταινία πολεμικών τεχνών που αποτέλεσε την αφετηρία για τη δημιουργία ενός ιδιαίτερα δημοφιλούς είδους και «Η τραγουδίστρια Κόκκινη Παιωνία» (1931), η πρώτη ομιλούσα κινέζικη ταινία.
Ο έρωτας του μανάβη όπως θα ήταν ο πιο κατάλληλος τίτλος είναι μια σύντομη κωμωδία, μόλις 22 λεπτών. Το μανάβικο είναι απέναντι από το ιατρείο. Ο μανάβης φλερτάρει με την κόρη του γιατρού. Μια φορά που της πιάνει κουβέντα, βρίσκουν την ευκαιρία μια ομάδα παιδιών και του αρπάζουν φρούτα από το μανάβικό του. Προλαβαίνει τα δυο πιο μικρά. Δίνει μια στον πισινό του ενός. Το άλλο βάζει τα κλάματα. Το παίρνει στην αγκαλιά του και προσπαθεί να το ηρεμήσει. Στο τέλος τα διώχνει αφού τους βάζει από ένα φρούτο σε κάθε παλάμη.
Ταπεινό το επάγγελμά του, ο γιατρός του λέει ότι θα του δώσει την κόρη του αν του αυξήσει την πελατεία.
Αυτός τι σκαρφίζεται;
Στον πρώτο όροφο ενός διπλανού κτηρίου στεγάζεται μια ταβέρνα. Η σκάλα είναι εξωτερική. Την ξηλώνει και φτιάχνει μια δικής του επινόησης, με σκαλιά σαν περσίδες. Κρύβεται από πίσω. Όταν αντιλαμβάνεται κάποιους να κατεβαίνουν, κλείνει τις περσίδες και αυτοί κουτρουβαλιάζονται σαν σε τσουλήθρα. Έχουν κτυπήσει χέρια πόδια, όμως ο γιατρός είναι απέναντι· που τρίβει τα χέρια του από χαρά με την πελατεία που καταφτάνει συνεχώς. Και φυσικά θα δεχθεί τον ταπεινό μανάβη για γαμπρό του.
Τώρα, να εμπνεύστηκε το έργο του ο Τζανγκ Σιτσουάν από το «Χαμίνι» του Τσάρλι Τσάπλιν, που γυρίστηκε την προηγούμενη χρονιά;
Δεν μπορούμε να ξέρουμε.
Για όσους δεν το θυμούνται, το χαμίνι προπορεύεται και πετροβολάει τα παράθυρα των σπιτιών, ενώ πίσω του ακολουθεί ο Τσάπλιν διαφημίζοντας την πραμάτεια του: Τζάμιαααααααα!  Τζάμιαααααα!
Η ταινία υπάρχει στο youtube.

Sunday, November 15, 2015

Francisco Manso, Napumoceno’s will




 Ο Φρανσίσκο Μάνσο είναι πορτογάλος σκηνοθέτης αλλά η υπόθεση του έργου του «Η διαθήκη του Ναπουμοσένο», μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του ομώνυμου μυθιστορήματος του Germano Almeida, τοποθετείται στο Πράσινο Ακρωτήρι, όπου γεννήθηκε και ο μυθιστοριογράφος.
Το έργο κατά το μεγαλύτερο μέρος του είναι μια ξεκαρδιστική κωμωδία. Στο τέλος γίνεται πιο σοβαρό, αλλά και πιο συγκινητικό. Κάποια κωμικά επεισόδια δημιουργούνται αναδρομικά, όταν συμπληρώνονται τα αφηγηματικά κενά. Παράδειγμα: Πεθαίνει ο Ναπουμοσένο. Η δόνα Chica, μια παλιά του καθαρίστρια, κλαίει με λυγμούς. Και τώρα τι θα γίνει με το μηνιαίο επίδομα που της δίνει; Η κόρη της, η Maria da Graça, τη βλέπει να κλαίει και τη ρωτάει γιατί. Της λέει το λόγο: πέθανε ο Ναπουμοσένο. –Ποιος, αυτός ο διεστραμμένος, που με παίρνει συχνά από πίσω;
Όμως ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν διεστραμμένος. Λαχταρούσε να δει την κόρη του, καρπό της σχέσης του με την καθαρίστριά του. Και, πού να το φανταστεί η Μαρία ντα Γκράσα, ότι θα την άφηνε γενικό κληρονόμο του μετά το θάνατό του, χωρίς να αφήσει τίποτα στον Κάρλος τον ανιψιό του που καραδοκούσε πότε να πεθάνει να τον κληρονομήσει.
Μαζί με την περιουσία του της αφήνει και κάποιες κασέτες όπου αφηγείται την ιστορία του. Ήλθε δεκαπεντάχρονος, χωρίς παπούτσια, κι έγινε ένας μεγιστάνας. Υπάρχουν αρκετά χιουμοριστικά επεισόδια για το πώς τα κατάφερε. Η Μαρία ακούει συγκινημένη, με δάκρυα στα μάτια πολλές φορές, τις κασέτες.
Υπήρξε και ένας μεγάλος έρωτας στη ζωή του, όταν ήταν πια σε ώριμη ηλικία, με μια νεαρή μαύρη, η Adélia. Τον άφησε όταν γύρισε ο αρραβωνιαστικός της από το ταξίδι. Η Μαρία ψάχνει να τη βρει, να τη ρωτήσει για τον πατέρα της, να της πει για τον πατέρα της. Όμως δεν τη βρίσκει. Θα παραήταν ρομαντικό.
Ένα κωμικό επεισόδιο βρίσκεται στην αρχή της ταινίας. Μια από τις επιθυμίες του νεκρού ήταν να ταφεί με το πένθιμο εμβατήριο του Μπετόβεν. –Ποιος είναι αυτός ο Μπετάφεν; ρωτάει ο ανιψιός του τον μαέστρο της τοπικής μπάντας. –Δεν τον ξέρω. Αλλά και αυτός ο ευλογημένος, δεν του άρεσε το πένθιμο εμβατήριο του δικού μας του … που παίζουμε στις κηδείες;
Ένας από την μπάντα όμως ξέρει τον Μπετάφεν, που δεν λέγεται Μπατάφεν αλλά Μπετόβεν. Έχει τη μαγνητοταινία με τη μουσική σπίτι του. Η κηδεία θα γίνει κουβαλώντας στον ώμο του ένα τεράστιο μαγνητόφωνο από το οποίο ακούγεται το πένθιμο εμβατήριο.
Ακόμη:
Ο ανιψιός του ο Κάρλος τού μαθαίνει οδήγηση. Δεν είναι και τόσο καλός δάσκαλος. Αγανακτισμένος του λέει ο θείος του: -Τι σόι οδηγός είσαι εσύ; Όλοι ξέρουν πως πήρες το δίπλωμά σου στο στρατό.
Συχνά όταν οδηγώ με το γιο μου και δεν του αρέσει κάτι στην οδήγησή μου μού θυμίζει ότι πήρα το δίπλωμά μου στο στρατό.
Όλοι οι Δόκιμοι Έφεδροι Αξιωματικοί Εφοδιασμού Μεταφορών βγάζαμε δίπλωμα οδήγησης, υποχρεωτικά. Μαθαίναμε σε ρέο, 2,5 τόνων. Όμως απαγορευόταν στη μονάδα μετά να μας χρεώνουν αυτοκίνητο. Εν τάξει, δεν είναι το μόνο παράλογο από αυτά που συμβαίνουν στα ελληνικά στρατά. Ήταν μια χρυσή εποχή, πριν παρέμβουν οι συντεχνίες των δασκάλων οδήγησης, που μπορούσαμε να κάνουμε το στρατιωτικό δίπλωμα πολιτικό, και μάλιστα Β΄επαγγελματικό μια και μάθαμε σε ρέο, αλλά πριν πάρουμε το απολυτήριο. Θα μπορούσα να το κάνω ερασιτεχνικό, αλλά καθώς είμαι απαισιόδοξος είχα πάντα σαν αρχή «μάθε τέχνη κι άστηνε». Μπορεί να μην τα κατάφερνα να σταδιοδρομήσω ως καθηγητής, θα μπορούσα να βγάζω το ψωμάκι μου ως σοφεράντζα. Χρόνια αργότερα το μετέτρεψα σε ερασιτεχνικό, γιατί είχα ήδη κάποια χρόνια πίσω μου ως καθηγητής και διότι το ερασιτεχνικό δεν χρειαζόταν πια ανανέωση κάθε δεν θυμάμαι πόσα χρόνια, και ίσχυε μέχρι τα 65, ενώ το επαγγελματικό έπρεπε να το ανανεώνω κάθε δυο χρόνια πληρώνοντας και κάτι παράβολα.
Όταν πήγα στη μονάδα μου στην Κοζάνη, 889 ΑΤΧ, σκεφτόμουνα να ενοικιάζω από rent a car για εξάσκηση. Έμαθα όμως ότι ένας συνάδελφος, Παπατόλιος με το όνομα, έδινε το μισό του μισθό για να πληρώνει τις ζημιές που είχε κάνει οδηγώντας κι αυτός ένα ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο. Έτσι εγκατέλειψα την ιδέα.
Μετά από εννιά χρόνια, Γενάρη του 1982, αγόρασα από το φίλο μου το Γιώργη τον Παπαδάκη το autobianchi του. Από τότε που ήμουν στη σχολή αξιωματικών στη Σπάρτη δεν είχα ξαναοδηγήσει. Πριν έξι χρόνια όμως είχα αγοράσει το γιαμαχάκι μου. Ο συγκάτοικός μου ο Νίκος ο Τζανάκης με έβαλε σε ένα γήπεδο και μου έδειξε τις ταχύτητες, πώς να πηγαίνω μπροστά πίσω. Ένας δάσκαλος οδήγησης δυο μέρες μετά μου έκανε μάθημα, όμως μόνο τρία τέταρτα της ώρας γιατί έκανα το λάθος να τον προπληρώσω (ποτέ ξανά δεν έκανα το ίδιο λάθος). Βιαζόταν λέει κάπου να πάει, και θα μου συμπλήρωνε το τέταρτο στο επόμενο μάθημα.
Δεν υπήρξε επόμενο. Έρχεται στο σπίτι μου στην Καλλιθέα ο φίλος μου ο Ηρακλής ο Χριστάκης και μου λέει «Πάμε σπίτι, μας έχει τραπέζι η μάνα μου». Η κυρία Φανή έμενε κάπου στα Πατήσια. Θα οδηγούσα εγώ, αυτός θα καθόταν πλάι μου. Μετά φόβου θεού πήγαμε σπίτι του, αλλά μετά γυρίσαμε μαζί πίσω γιατί δεν τολμούσα να επιστρέψω μόνος μου. Την επόμενη μέρα όμως πήγα μόνος μου στην Ηλιούπολη, στο φίλο μου τον Μιχάλη τον Κωστάκη. Όσο μπορούσα πιο προσεκτικά.
Μάθαινα γρήγορα. Στη γιορτή μου, δέκα μέρες μετά, έβαλα μέσα πέντε φίλους και πήγαμε να τους κεράσω στην Κηφισιά.
Και μια τραυματική μου εμπειρία με το autobianchi.
Καλοκαίρι, νομίζω τον επόμενο χρόνο, έρχομαι από το Ηράκλειο για το χωριό μου, για τις καλοκαιρινές διακοπές. Τα παράθυρα ανοιχτά. Τρέχω. Λίγο μετά τη Νεάπολη, σε μια κατηφόρα, το autobianchi απογειώθηκε. Κυριολεκτικά. Μέχρι να πατήσουν πάλι οι ρόδες του στην άσφαλτο τα χρειάστηκα.
Να πω για όσους με διαβάζουν για πρώτη φορά, συχνά αυτοβιογραφούμαι στις κριτικές μου.  

Friday, November 13, 2015

Masoud Kimiai, Some of his movies



Masoud Kimiai, Some of his movies

Gheisar (1969)

  Ο «Καίσαρας» είναι μια ταινία εκδίκησης. Ο κοπέλα αυτοκτονεί γιατί βιάστηκε. Σε σημείωμα που αφήνει κατονομάζει τον βιαστή της. Ο μεγάλος αδελφός θέλει να εκδικηθεί. Ήταν ο τσαμπουκάς της γειτονιάς, όμως έχει πάει στη Μέκκα και έχει εξαγνισθεί, τα νταηλίκια τα έχει αφήσει. Αρπάζει το μαχαίρι μαζί του. Ο θείος του τον αποπαίρνει, θυμίζοντάς του τη μετάνοιά του και το ταξίδι στη Μέκκα. Το αφήνει. Μοιραίο λάθος. Θα αρπάξει από τον λαιμό τον βιαστή αλλά τα δυο αδέλφια του θα τον μαχαιρώσουν.
  Ο μικρός του αδελφός, ο «Καίσαρας», θα αναλάβει να εκδικηθεί, παρά τις προσπάθειες του θείου του και της μητέρας του, αλλά και της αρραβωνιαστικιάς του. Θα τους καθαρίσει όλους αλλά θα πυροβοληθεί στο τέλος από τους αστυνομικούς στο πόδι και θα συλληφθεί.
  Γιατί δεν καταγγέλλουν το βιασμό στην αστυνομία;
  Λένε ότι καλύτερα που αυτοκτόνησε, μια βιασμένη κοπέλα είναι ντροπή για την οικογένεια. Ας μη ξεχνάμε ότι είμαστε σε ισλαμική χώρα, έστω και στην πριν τον Χομεϊνί εποχή.
  Όχι, δεν ήταν στις προθέσεις του Κιμιάι να καταγγείλει αυτή την απαρχαιωμένη αίσθηση τιμής, εμείς τη βλέπουμε απ’ έξω. Στη δική μας κουλτούρα η κοπέλα δεν θα θεωρήσει ότι κηλιδώθηκε η τιμή της ανεπανόρθωτα με τον βιασμό, δεν θα αυτοκτονήσει. Και παρόλο που μπορεί να τον αποκρύψει, πάρα πολλές περιπτώσεις βιασμού έρχονται στο φως της δημοσιότητας και οι βιαστές τιμωρούνται. Στο Ισλάμ, διάβασα, ότι η βιασθείσα για να εξαγνίσει την τιμή της πρέπει να παντρευτεί τον βιαστή. Νομίζω ότι κάποια αυτοκτόνησε για να το αποφύγει, δεν θυμάμαι καλά.
  Συναρπαστική πάντως η ταινία, όπως και το «Snakes fang» που είδαμε πριν τέσσερα χρόνια, με άφθονο σασπένς.


  Ένα χρόνο μετά τον «Καίσαρα» ο Κιμιάι γυρίζει τον «Ρεζά τον μοτοσικλετιστή». Κυκλοφοράει με μια μοτοσικλέτα Yamaha. Μετά από έξι χρόνια αγόρασα κι εγώ το γιαμαχάκι μου. Μικρό αλλά θεριό. Το είχα 25 ολόκληρα χρόνια.
  Ο Ρεζά κάνει την πρώτη του ληστεία. Είναι στα γονίδια: ο πατέρας του έκανε έξι ληστείες αλλά και στις έξι, όπως μας λέει η μητέρα του, τον έπιασαν. Τώρα βρίσκεται στο χώμα χωρίς να μας λέγεται πώς έφτασε εκεί .
  Κινδυνεύει να τον πιάσουν και καταφεύγει σε ένα τρελάδικο κάνοντας τον τρελό. Σ’ αυτό όμως το τρελάδικο καταφεύγει και κάποιος άλλος, για άλλο λόγο όμως: είναι συγγραφέας και θέλει να γράψει ένα μυθιστόρημα για τους τρελούς. Θέλει να ζήσει ανάμεσά τους μια μέρα για να είναι πειστικός στην περιγραφή του. Όμως πρέπει να ντυθεί σαν τρόφιμος, για να μπορέσει να τους παρακολουθήσει καλύτερα. Με την αρραβωνιαστικιά του, ένα πλουσιοκόριτσο, δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις. Δεν είναι θερμός μαζί της, της φέρεται υπεροπτικά, την πληγώνει.
  Την επομένη έρχονται οι δικοί του να τον πάρουν. Έλα όμως που παίρνουν τον Ρεζά, γιατί του μοιάζει καταπληκτικά. Μάταια αγωνίζεται να πείσει ότι δεν είναι τρελός.
  Του Ρεζά του αρέσει ο καινούριος του ρόλος, αλλά περισσότερο του αρέσει η κοπέλα. Και αυτός της αρέσει, γιατί έχει γίνει «διαφορετικός». Απολαμβάνει βόλτες μαζί του με τη μηχανή.
  Σε ένα κέντρο που πηγαίνουν κάποιος της ζητάει να χορέψουν. Αυτός ζηλεύει, γίνεται καυγάς στον οποίο, μόνος εναντίον πολλών, πληγώνεται άσχημα. Αυτή τον μαλώνει. Αυτός συνειδητοποιεί ότι προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους, της αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα, και της λέει ότι συνέχιζε να παίζει αυτό το ρόλο γιατί την αγάπησε. Αυτή τον πλησιάζει τρυφερά. Της μιλάει για τη ληστεία και της λέει ότι είναι αποφασισμένος να επιστρέψει τα χρήματα. Θέλει να ζήσει μια τίμια ζωή.
  Περιμένουμε ότι θα έχουμε την «Αρχόντισσα και τον αλήτη» α λα ιρανικά.
  Όμως όχι.
  Τηλεφωνεί για να παραδώσει τα χρήματα. Όμως οι σύντροφοί του τον περιμένουν για να του τα αρπάξουν, μέσα σε ένα άδειο σινεμά. Τον μαχαιρώνουν. Όμως στην έξοδο καραδοκούν οι αστυνομικοί. Αυτός, πληγωμένος, ξεγλιστράει ανάμεσα στον κόσμο. Παίρνει τη μηχανή του και φεύγει. Η κάμερα τον παρακολουθεί στην πορεία του, καθώς οδηγεί πληγωμένος. Το ατύχημα είναι αναπόφευκτο. Αυτοί που τον κτυπάνε τον ρίχνουν στον κάδο ενός απορριμματοφόρου και απομακρύνονται. Δεν θα είναι οι πρώτοι που παρατάνε το θύμα τους, ούτε οι τελευταίοι.
  Η ταινία αυτή, όπως και η προηγούμενη, μου θύμισε τις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες της δεκαετίας το εξήντα. Και στις δυο μάλιστα είδαμε το κέντρο διασκέδασης με την τραγουδίστρια, όμως σε ένα τραγούδι μόνο σε κάθε έργο.
    Τελικά ο Behrouz Vossoughi που πρωταγωνιστούσε και στις δυο ταινίες είναι πολύ καλός ηθοποιός. Και, διαβάζοντας το βιογραφικό του, είδα ότι πρωταγωνιστούσε, σε ώριμη ηλικία πια, στη θαυμάσια ταινία του κούρδου Bahman Ghobadi «Η εποχή του ρινόκερου».

Dash Akol (1971) 
Αναρτήσαμε εδώ

The sergeant (1990)

  Εντυπωσιακή ταινία, που μου θύμισε το «Darrat» του Mahamat Saleh Haroun. Φαίνεται σαν μια ταινία εκδίκησης, που όμως εξελίσσεται διαφορετικά.
  Ο λοχίας γυρνάει μετά από οκτώ χρόνια στο σπίτι του. Είχε τραυματιστεί στον πόλεμο, είχε πάθει αμνησία, από την οποία συνήλθε πολύ αργά και όχι ολοκληρωτικά. Τον θεωρούσαν χαμένο. Διαπιστώνει ότι ένας που πλούτισε με παράνομες δραστηριότητες του έχει καταχραστεί τη μοναδική του περιουσία, ένα κομμάτι δάσους. Το διεκδικεί. Πηγαίνει στο δάσος με το γιο του και υλοτομεί. Έρχονται οι μπράβοι του και τον σακατεύουν στο ξύλο. Μόλις που καταφέρνει ο μικρός γιος του να τον σώσει, μεταφέροντάς τον με το φορτηγάκι τους στο νοσοκομείο. Οι σκηνές αυτές είναι εντυπωσιακές.  
  Η γυναίκα του είναι ρωσίδα, που παγιδεύτηκε με τη μητέρα της στην εντεύθεν πλευρά των συνόρων, ενώ ο πατέρας της και όλοι οι συγγενείς της έμειναν στην απέναντι πλευρά, στη Ρωσία. Κάτι ανάλογο έζησαν και οι δικοί μας στα βόρεια σύνορα. Κάποια στιγμή τα σύνορα ανοίγουν. Η γιαγιά θέλει να γυρίσει πίσω, να επισκεφτεί τους συγγενείς της και τον τάφο του άντρα της που δεν ξαναπαντρεύτηκε, και να ταφεί εκεί. Η κόρη της θέλει να τη συνοδεύσει. Ο άντρας της έχει γίνει αλλιώτικος, είναι σιωπηλός, ενώ επαναλαμβάνει συχνά «Αυτή η γη είναι δική μου». Ο γιος του όμως θέλει να μείνει μαζί του.
  Ένας επίσης συνταξιούχος αστυνομικός, φίλος του, τον συνοδεύει στο σπίτι του καταπατητή. Ζητάνε τους τίτλους. Ένας από τους δυο δικούς του που είναι εκεί τον συμβουλεύει να τους δώσει. Είναι μικρής αξίας αυτό το κομμάτι δάσους και οι δυο αστυνομικοί, ήρωες στον πόλεμο, χαίρουν μεγάλης εκτίμησης στην περιοχή. Αυτός αρνείται. Φέρνει τους τίτλους και τους ρίχνει στο τζάκι στη φωτιά. Ο λοχίας αρπάζει το φάκελο, δεν έχουν καεί τα πάντα. Φαίνεται ότι το σημαντικό σώζεται. Με μανία ορμάει στον καταπατητή και τον ρίχνει κάτω. Τον τραβάει προς το τζάκι στο οποίο καίει μια μεγάλη φλόγα. Τον τραβάει, τον τραβάει, όμως κάποια στιγμή μετανιώνει και τον σέρνει πίσω, μακριά από τη φωτιά.
  Γι’ αυτό λέω ότι η ταινία μου θύμισε το «Darrat»: όπως και ο νεαρός σε εκείνη την ταινία, δεν θα τον σκοτώσει. Όταν όμως αυτός σηκώνεται από κάτω και αρπάζει ένα σίδερο έτοιμος να το κατεβάσει στο κεφάλι του λοχία, ο συνάδελφός του τον πυροβολεί. Ο άλλος δικός του τον πλησιάζει από πίσω και τον κτυπάει στο λαιμό με ένα μπαλτά. Προλαβαίνει όμως να γυρίσει και να τον πυροβολήσει. Εκείνος που είχε τις αντιρρήσεις του απομακρύνεται χωρίς να παρέμβει. Είχε προειδοποιήσει, χωρίς βέβαια να φαντάζεται την τραγική εξέλιξη.
  Το τέλος είναι happy. Τρέχουν με το αυτοκίνητο στα σύνορα να προλάβουν τη γυναίκα του με τη γιαγιά. Τους προλαβαίνουν. Η γιαγιά την παροτρύνει να γυρίσει πίσω.
  Για τη γιαγιά το τέλος μάλλον δεν ήταν happy.  


(Έχουμε αναρτήσει για αυτή την ταινία στις 19-11-2011, το παρακάτω κείμενο)
  Στο έργο βλέπουμε πάλι την καταπίεση της γυναίκας. Ο ήρωας, με προβλήματα στην όραση, σώζει από τους άντρες τους την αδελφή του και μια άλλη γυναίκα. Με τη βοήθεια ενός καλού ανθρώπου που τον βοηθάει, παίρνει πίσω κάποια πράγματα που του πήρε ο κακός. Ο καλός και ο κακός παλεύουν στο τέλος, αφού ο καλός έχει βάλει φωτιά στην αποθήκη του κακού, και κατά τα φαινόμενα τον εξοντώνει. Μια τεράστια πυρκαγιά θυμίζει τις δυτικές ταινίες καταστροφής. Καλογυρισμένη ταινία με σασπένς, που αντλεί τη θεματική της από την πραγματικότητα στο σημερινό Iράν και κυρίως την καταπίεση της γυναίκας, χωρίς να την προβάλει σαν κεντρική ιδέα όπως η Tahmine Milani στα έργα της.

Sultan (1996)

  Και εδώ έχουμε πάλι να κάνουμε με ιδιοκτησίες, περιουσιακά στοιχεία και κληρονομιές.
  Ο «Σουλτάνος» που έχει μείνει άστεγος γιατί το σπίτι του απαλλοτριώθηκε για να περάσει ο αυτοκινητόδρομος ζει με έναν περιθωριακό τύπο που κάνει διάφορες μιμήσεις, μαζεύοντας χρήματα από τους περαστικούς. Κυκλοφορούν με μια τρίκυκλη, με καλάθι, σαν αυτές που είχαν οι γερμανοί στην κατοχή, σαν αυτή που είχε και ο φίλος και σύντροφος Αντώνης. Κάποια στιγμή πέφτει στα χέρια τους ένας φάκελος (τον κλέβουν; δεν φαίνεται καθαρά) που στην πραγματικότητα είναι μια διαθήκη: η διαθήκη ενός πλούσιου που αφήνει πεντακόσια τετραγωνικά στην κόρη του θυρωρού του, την οποία μάλιστα σπούδασε. Όμως το πρόβλημα είναι να πουληθεί όλο το οίκημα με το οικόπεδο σε έναν κατασκευαστή, που θα φτιάξει πολυκατοικίες, πολυκαταστήματα και ό,τι άλλο. Πρέπει όμως να βρεθεί η διαθήκη.
  Ο «Σουλτάνος» θα ζητήσει χρήματα, όμως τελικά θα δώσει χωρίς αντάλλαγμα τη διαθήκη στην κοπέλα.
  Ένα ειδύλλιο αναπτύσσεται ανάμεσά τους. Θα ευοδωθεί;
  Εντυπωσιακή και συγκινητική η σκηνή με τα πυροτεχνήματα που σκαρώνουν οι φίλοι για τους δυο ερωτευμένους. Όμως ο κατασκευαστής με τους μπράβους του, που προηγουμένως τον είχαν σαπίσει, όπως και το λοχία, στο ξύλο, παραμονεύουν. Έχει αποσυνδέσει το καλάθι από τη μοτοσικλέτα. Ορμάει κατά πάνω τους. Οι μπράβοι απομακρύνονται ενώ ο κατασκευαστής το βάζει στα πόδια. Ορμάει μέσα σε ένα ερειπωμένο κτίριο. Τον ακολουθεί ο «Σουλτάνος». Ακούγεται μια ισχυρή έκρηξη. Το τέλος είχε προσημανθεί: πριν ξεκινήσει με τη μοτοσικλέτα είχε πάρει μαζί του μια χειροβομβίδα.
  Από τους κορυφαίους ιρανούς σκηνοθέτες ο Κιμιάι, πολύ μας άρεσαν οι ταινίες του.

Thursday, November 12, 2015

Cheng Guofu, The message (风声,Ο ήχος του ανέμου, 2009)



Cheng Guofu, The message (,Ο ήχος του ανέμου, 2009)

 Μού είναι δύσκολο να δω ταινία «ξεκάρφωτα», ακόμη και κωμωδία. Αυτό συμβαίνει σπάνια, συνήθως μεταμεσονύκτιες ώρες. Πάντα πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος, είτε γιατί διάβασα κάπου γι’ αυτήν είτε γιατί μου είπε κάποιος γι’ αυτήν. Και συχνά βλέπω έναν σκηνοθέτη «πακέτο», όσες ταινίες του έχω καταφέρει να μαζέψω όλα αυτά τα χρόνια.
Το «Μήνυμα» το είδα επειδή αναφέρθηκε σ’ αυτό η κα Yu Dan, διευθύντρια σε ένα ινστιτούτο ενός πανεπιστημίου του Πεκίνου, συχνή καλεσμένη στην εκπομπή της Liu Fangfei «Ταξίδια στον πολιτισμό» στο κινέζικο κανάλι CCTV-4. Αναφέρθηκε σ’ αυτό αφηγούμενη μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία, την οποία ανάρτησα στο blog μου με τίτλο «Κάφκα και μορς».
Η ταινία, μεταφορά ενός μυθιστορήματος, σάρωσε κυριολεκτικά ένα σωρό βραβεία σε διάφορα φεστιβάλ.
Η ιστορία τοποθετείται στο Νανκίν το 1942, την εποχή της γιαπωνέζικης κατοχής. Το αντιστασιακό κίνημα προέβαινε σε συχνές δολοφονίες συνεργατών των γιαπωνέζων, οι οποίοι είχαν εγκαταστήσει μια κυβέρνηση ανδρείκελο. Υποπτεύονται ότι υπάρχει διαρροή πληροφοριών, κάποιος ανάμεσά τους δουλεύει για την αντίσταση. Ένας γιαπωνέζος αξιωματικός της αντικατασκοπίας στέλνει ένα ψεύτικο μήνυμα και καταφέρνει να εντοπίσει πέντε άτομα, ένα από τα οποία πρέπει να είναι ο πληροφοριοδότης που έχει το ψευδώνυμο «φάντασμα». Τους μεταφέρουν σε ένα «πύργο των καταιγίδων» για ανακρίσεις. Και ακολουθούν συγκλονιστικές σκηνές, που δεν έχουν να κάνουν όλες με τις φρικτές ανακρίσεις.
Τελικά βρίσκεται ο πληροφοριοδότης. Είναι μια από τις δυο γυναίκες, υπεύθυνη για την κωδικοποίηση των σημάτων μορς. Καταφέρνει να την πυροβολήσουν πριν βασανιστεί για να μαρτυρήσει τον αρχηγό τους.
Το νήμα της ιστορίας αποκαλύπτεται μετά την απελευθέρωση από έναν από τους πέντε, που ήταν τελικά ο αρχηγός, στην άλλη κοπέλα. Από το τραγούδι του η νεκρή κοπέλα κατάλαβε ότι ήταν δικός τους. Αυτός, ως αρχηγός, την ήξερε, αυτή όχι. Της λέει να τον καρφώσει, ώστε υπεράνω πάσης υποψίας αυτή, να ενημερώσει τους συντρόφους για το ψεύτικο μήνυμα για να μην πέσουν στη παγίδα. Υπάρχει προθεσμία, και ήδη ένας από αυτούς έχει πεθάνει από τα βασανιστήρια ενώ ένας άλλος, απελπισμένος, έχει αυτοκτονήσει. Αυτή αρνείται. Τη διατάζει. Της γράφει στην παλάμη: εγώ είμαι ο Magnum (o αρχηγός), τον οποίο ζητούν από τους ύποπτους, πέρα από την ομολογία τους, να καταδώσουν. Πρέπει να υπακούσει.
Αυτή όμως έχει άλλα σχέδια. Ο αρχηγός είναι πιο σημαντικός για την αντίσταση, αυτός πρέπει να σωθεί. Βάζει τη φίλη της να καρφώσει αυτήν ως πληροφοριοδότρια. Έτσι και γίνεται. Αθώος ο αρχηγός, μεταφέρεται εσπευσμένα στο νοσοκομείο για να του περιποιηθούν τα τραύματά του από τα βασανιστήρια. Εξαντλημένος πάνω στο φορείο, τραγουδάει ένα τραγούδι. Ανάλογα με μικροαλλαγές στο τραγούδι μεταδίδονται και οι διάφορες πληροφορίες. Μια νοσοκόμα ακούει, καταλαβαίνει, απομακρύνεται.
Συναρπαστικό το έργο, όχι μόνο σαν κατασκοπευτική περιπέτεια αλλά προπαντός σαν έκφραση υπέρτατου πατριωτισμού και αυτοθυσίας.
Μια σκηνή στο τέλος πριν τις αποκαλύψεις είναι ιδιαίτερα συναρπαστική. Η Ιαπωνία έχει παραδοθεί, ο γιαπωνέζος αξιωματικός περιμένει σε ένα πεζούλι να τους πάρουν για την επιστροφή στην πατρίδα, όπου τον περιμένει στρατοδικείο επειδή επετέθη σε ανώτερο αξιωματικό και διότι για την ανάκριση των πέντε ενήργησε αυτόβουλα, παραβιάζοντας άνωθεν διαταγές. Ένας από τους πέντε τον πλησιάζει. Κουβεντιάζει μαζί του. Είναι δικός τους, η πληροφοριοδότρια είναι νεκρή. Αυτός βγάζει ένα μαχαίρι και του κόβει το λαρύγγι. Σίγουρα θα ένοιωσε μεγάλη έκπληξη πριν ξεψυχήσει. Είναι ο αρχηγός.
Το βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας» είναι ανάπτυξη ενός άρθρου που γράφηκε στα πλαίσια ενός προβληματισμού της ομάδας λογοτεχνίας στο «Κέντρο Ζωής και Πολιτισμού» της Καλλιθέας, τέλη της δεκαετίας του ’70, γιατί κάποιες φορές η μεγάλη τέχνη προσεγγίζει πλατιά λαϊκά στρώματα, ενώ άλλες φορές την αγκαλιάζουν μόνο καλλιεργημένες ελίτ. Στην πρώτη περίπτωση εντάσσεται η Κρητική Αναγέννηση, τότε που τον «Ερωτόκριτο» τον μάθαινε απ’ έξω ο απλός κρητικός. Στη δεύτερη περίπτωση η «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη, που τη διαβάζω τώρα μόνο και μόνο επειδή είναι Καζαντζάκης, το μόνο έργο του που δεν είχα διαβάσει μέχρι τώρα εκτός από το ποιητικό «Τερτσίνες».  
Σήμερα, όπως υπάρχει η καλή λογοτεχνία και η παραλογοτεχνία (την κακή λογοτεχνία έτσι κι αλλιώς δεν την διαβάζουν παρά ελάχιστοι), έτσι υπάρχουν έργα σινεφίλ για πιο απαιτητικούς θεατές, που όμως είναι λίγοι, και έργα εμπορικά. Οι κινηματογραφικοί κριτικοί δεν δείχνουν καμιά επιείκεια για τα εμπορικά έργα. Για το «Μήνυμα» διαβάζω στην βικιπαίδεια ότι, «παρά το ότι ήταν εμπορική επιτυχία, επαινέθηκε εκτενώς από τους κριτικούς».