Book review, movie criticism

Monday, December 28, 2015

Fatih Akin, Σκουπίδια στον κήπο της Εδέμ



Fatih Akin, Σκουπίδια στον κήπο της Εδέμ (2012)

«Σκουπίδια στον κήπο της Εδέμ» είναι ο γερμανικός τίτλος. Οι άγγλοι έδωσαν το δικό τους «Μολύνοντας τον παράδεισο», κι εμείς τον δικό μας «Ο Παράδεισος δεν είναι εδώ».
Το έργο είναι ντοκιμαντέρ, και έχει να κάνει με το οικολογικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε σε ένα παραλιακό χωριό κάπου στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στην Τραπεζούντα. Η κάμερα του Ακίν καταγράφει τις εξελίξεις μιας πενταετίας. Με αυτά που βλέπεις σου σηκώνεται η τρίχα. Ούτε σ’ εμάς θα διανοούνταν να κάνουν μια τέτοια χωματερή, δίπλα δίπλα στο χωριό. Οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν, αλλά ποιος τους ακούει. Ο δήμαρχος κάθισε στο σκαμνί του κατηγορουμένου πολλές φορές.
Εκτός από το οικολογικό πρόβλημα ο Ακίν μας παρουσιάζει όψεις της ζωής του χωριού. Βρεθήκαμε σε ένα πανηγύρι όπου ακούσαμε ποντιακά, είδαμε την καλλιέργεια του τσαγιού, που σ’ αυτούς είναι όπως σε εμάς το λάδι στην Κρήτη, και ακούσαμε τους νέους να μιλάνε για το όνειρό τους να φύγουν. Ναι, δεν έχουν σκοπό να περάσουν όλη τους τη ζωή σ’ αυτό το χωριό.
Εξαιρετικό ντοκιμαντέρ.
Ο Φατίχ Ακίν είναι ένας από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες. Έχω γράψει σχεδόν για όλες του τις ταινίες. Ό,τι έχω γράψει βρίσκεται εδώ.  

Sunday, December 27, 2015

Μανόλης Πρατικάκης, Λιθοξόος



Μανόλης Πρατικάκης, Λιθοξόος, Κέδρος 2015, σελ. 84

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένας ύμνος για ένα παραδεισένιο ακατοίκητο νησάκι νότια της Ιεράπετρας

  Έχουμε γράψει για το σύνολο του έργου του Μανόλη Πρατικάκη. Σειρά έχει σήμερα η τελευταία του ποιητική συλλογή που έχει τίτλο «Λιθοξόος».
  Όπως γράφει ο ποιητής σε εισαγωγικό σημείωμα, «Η συλλογή Λιθοξόος είναι η δεύτερη μιας τριλογίας που άρχισε με την Κιβωτό (2012). Είναι εμπνευσμένη από το ακατοίκητο νησί Γαϊδουρονήσι (πρόσφατα Χρυσή), εννιά μίλια μόλις από το Μύρτος Ιεράπετρας, απ’ όπου κατάγομαι. Εννιά μόλις μίλια “από έναν μικρό παράδεισο”, από τα νότια παράλια της Κρήτης προς την Αφρική, όπως έγραψε ένας ξένος επισκέπτης».
  Η ποίηση του Πρατικάκη διακρίνεται για ένα μεταφυσικό λυρισμό. Ο Μανόλης υμνεί τις ομορφιές της φύσης, κυρίως της ιδιαίτερης πατρίδας του, με ένα φιλοσοφικό τρόπο, όπου κάτω από το ιμπρεσιονιστικό περίβλημα αποκαλύπτει ένα κυβιστικό «καθαυτό», το οποίο συνδέει με ρήσεις και αποφθέγματα των αγαπημένων του προσωκρατικών. Ας δώσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
  «Κάθομαι σε βραχάκι κατά Γιαλυράκη μεριά. Δροσίζει τα πόδια μου το κύμα. Ξαφνικά έστρεψα στα νερά. Είπα: Από εδώ άρχισαν όλα. Ην γαρ ύδωρ αρχή τοις όλοις. Από δε του ύδατος ιλύς κατέστη. Εκ δε εκατέρωθεν εγεννήθη ζώον» (σελ. 11).
  Τον Πρατικάκη τον έλκει σαν μαγνήτης η παραδοσιακή ποίηση. Στους πεζόμορφους στίχους του παρεισφρέουν συχνά κανονικοί ίαμβοι, αλλά και τροχαίοι, ανάπαιστοι και δάκτυλοι, δίνοντας μια εξαιρετική μουσική αίσθηση στην ποίησή του. Επιλέγω από το ποίημα που μου έχει αφιερώσει (ευχαριστώ Μανόλη) «Ατσαλένια γάγγλια» (σελ. 34).
  Σε μια κύφωση ή αλλόκοτη λόρδωση
  Μια σχεδόν ξεγραμμένη λεγεώνα (κανονικοί ανάπαιστοι).
  Μέσα στο φέγγος του θέρους, με τη θεία Θεανή (σελ. 50). Εδώ τον δάκτυλο του πρώτου ημιστίχιου τον διαδέχεται ο τροχαίος του δεύτερου. Πιο κάτω συναντάμε ολόκληρο τροχαϊκό στίχο: «Αβαρής σαν συννεφάκι πλέει πλάι στις μυρτιές».
  Να σημειώσουμε και την παρήχηση του «λ» στον παραπάνω στίχο. Οι συχνές παρηχήσεις εντείνουν την μουσική αίσθηση που δίνουν οι στίχοι του Πρατικάκη. Στο «Κρώξιμο των γλάρων» συναντάμε συχνά την παρήχηση του «ρ»: «Και παρακεί τα παιδικά της λαλίτσας μας λαλάρια, ως μικρά ρόπτρα, το κάθε τρυφερό ανοίγουνε πορτάκι» (σελ. 47). Εδώ έχουμε και παρήχηση του «λ».
  Υπάρχουν και δυο ποιήματα με την παραδοσιακή στιχουργία. Το ένα είναι «Ο δημιουργός», όπου τα ημιστίχια των 24 τροχαϊκών στίχων του ομοιοκαταληκτούν. 
  Τ’ ασχημάτιστα μορφώνει, για να βγουν καινούριοι κλώνοι
  Τέτοια τέχνη, τόση ορμή· έτσι ανοίγει το κορμί (σελ. 23).
  Tiger, tiger, burning bright, in the forests of the night, θυμήθηκα το ποίημα του William Blake.   
 «Το κεράκι της αγάπης», παρόλο που ο τίτλος είναι σε τροχαϊκό μέτρο, ολόκληρο το ποίημα είναι σε κανονικό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο.
  «Πού πας, κορίτσι ανέγγιχτο, σε πισσωμένο κόσμο.
Πού πας σε γυάλινο καιρό και σπαταλάς το φως σου…
Μικρό κρινάκι στο γιαλό, ανθός μες στην αλμύρα,
το φως της καλοσύνης σου καθώς νικάει τη μοίρα.
Και βγάνει ο βράχος γιασεμιά κι από την άλλη ρόδο
κι από την πιο σφιχτή μεριά τη μυστική φωνή του.
Και την ακούς στ’ αμίλητα νερά της ησυχίας.
Και την ακούς στην κάμινο που μέσα σου κοιμάται,
Μέσα στη σιγανή φωτιά που σαν πληγή θυμάται…» (σελ. 62).
  Θυμίζει Σολωμό, αν και με την κατά τόπους ομοιοκαταληξία ο Πρατικάκης ξεφεύγει επιστρέφοντας στην Κρήτη.
  Όμως δεν είναι δύο τα ποιήματα σε παραδοσιακό στίχο, είναι τρία. Το τρίτο έχει τίτλο «Οβίδιον». Όμως τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους του ολοσέλιδου ποιήματος τους παραθέτει σε πεζόμορφο κείμενο τεσσάρων παραγράφων. Εγώ θα ξεχωρίσω τους τρεις στίχους της τελευταίας, και πιο μικρής, παραγράφου.
  «Μα ένας άγριος άνεμος λυσσομανά οργισμένος/ και κουρελιάζει τα κλαδιά, τα υφάσματα σε ξέφτια./ Και σαν κουρέλια τα σκορπά εδώ κι εκεί στους άμμους» (σελ. 46).
  Πολλά ποιήματα είναι ερωτικά, αφιερωμένα σε ένα γράμμα της αλφαβήτου, όπως άλλωστε και η ποιητική συλλογή. Ας δώσουμε ένα ωραίο απόσπασμα.
  «Φιληθήκαμε φθινόπωρο και ρώταγες πώς γίνεται και γέμισαν λεμονανθούς τα μονοπάτια ως το χθες και έως το αύριο των ανθρώπων. Πώς γίνεται και στα φιλιά μας ομοιοκαταληκτούν από καταβολής τα κύματα.
  «Γλυκιά μου, αφού το ξέρεις. Η αγάπη έχει τις ρίζες της
βαθιά στη γη.
Μα οι κλώνοι της καρπίζουνε στον ουρανό» (σελ. 59).
  Διαβάζουμε:
  «Άμμος και πάλι άμμος. Με ελάχιστη πανίδα και χλωρίδα. Εδώ έχουν όλα αυτοκρατορικό δικαίωμα στην τεμπελιά» (σελ. 30).
  Θα έπρεπε να είχε επισκεφτεί το γαϊδουρονήσι ο Πωλ Λαφάργκ (1842-1911), ο γαμπρός του Μαρξ, που έγραψε αυτό το προκλητικό έργο «Δικαίωμα στην τεμπελιά». Ο Σταχάνοφ δεν είχε ακόμη γεννηθεί.
  «Νομίζαμε πως χάσαμε τα πάντα, ενώ απλώς
  χάσαμε τις αυταπάτες μας» (σελ. 19).
  Νομίζανε. Οι άλλοι, όχι εγώ. Αυτό σαν σχόλιο για την κρίση και τα συν αυτή.
  Εξαιρετική και αυτή η ποιητική συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη. Ε, δεν μπορεί, όποιος τη διαβάσει και δεν επισκεφτεί το Γαϊδουρονήσι είναι ασυγχώρητος.

Μπάμπης Δερμιτζάκης
 
 

Thursday, December 24, 2015

Μπάμπης Δερμιτζάκης, Ο δικός μου Νίκος Καζαντζάκης

Το βιβλίο μου σε epub και σε pdf

Τα κάλαντα



Τα κάλαντα

  Δεν είμαι από αυτούς που κλείνουν την πόρτα τους στα παιδιά που λένε τα κάλαντα. Ένας βασικός λόγος είναι ότι και εγώ πιτσιρικάς πήγαινα και τα έλεγα.
  Όχι απόλυτα. Κλείνω την εξώπορτα την παραμονή το βράδυ.
  Ο λόγος;
  Αυτό έγινε πριν δέκα τόσα χρόνια 
  Κάποιοι πιτσιρικάδες ξεκίνησαν αξημέρωτα για το μεροκάματο. Είχα κοιμηθεί κατά τις δυο, και στις έξι να ’σου το κουδούνι. Αγουροξυπνημένος είπα να τους διαολοστείλω αλλά είπα άσε, άγιες μέρες είναι. Από τότε κάθε παραμονή της παραμονής που τα παιδιά λένε τα κάλαντα, πριν πέσω να κοιμηθώ κλείνω την εξώπορτα. Την ανοίγω το πρωί μόλις σηκωθώ.
  Χθες είχαμε πάει με το φίλο μου το Γιώργο τον Παπαδάκη στον φίλο μας τον Μιχάλη τον Κωστάκη για πρέφα. Όταν γύρισα έκανα το λάθος να μην πέσω αμέσως να κοιμηθώ όπως είχα σκεφτεί αρχικά να κάνω παρόλο που ήταν περασμένες δώδεκα, αλλά άνοιξα τον υπολογιστή. Και έγινε αυτό που φοβόμουν: κόλλησα. Κοιμήθηκα κατά τις 2.30.
  Ξύπνησα στις 8.30, παραμονή Χριστουγέννων 2015 (Μα μανία αυτό το word, να μου υπογραμμίζει λάθος τη λέξη Χριστούγεννα όταν την γράφω με μικρό, για να με αναγκάσει έμμεσα να τη γράφω με κεφαλαίο). Σε λίγο κτυπάει το κουδούνι. Είναι ένας πιτσιρικάς. –Να τα πω; -Να τα πεις.
  Είναι λαχανιασμένος. Η φωνή του κόβεται συχνά. Χάνει λέξεις. Κάποια στιγμή σταματάει:
-Να τα πω από την αρχή γιατί ξέχασα κάτι. Και ξαναρχίζει ακόμη πιο λαχανιασμένος.
  Του λέω «και του χρόνου» και του δίνω την αμοιβή του. Και τον συμβουλεύω. –Κι εγώ όταν ήμουν μικρός… για να καταλήξω με τη συμβουλή: -σταμάτα λίγο, ξεκουράσου πριν πας στο επόμενο σπίτι. –Όχι, μου λέει, πρέπει να μαζέψω αρκετά για να αγοράσω μια μπάλα.
 -Κι εγώ όταν ήμουν μικρός έλεγα τα κάλαντα… του λέω.
 Όμως δεν μάζευα λεφτά για να πάρω μπάλα, αλλά για να παίξω κουμάρι στην Αγιά Τριάδα (Ναι, είχαμε ποιήσει την αυλή της εκκλησίας όχι οίκον εμπορίου αλλά καζίνο. Ίσως γι’ αυτό δεν εμφανίστηκε ο Χριστός).
  Αυτό δεν του το είπα. Αυτό που του είπα, όχι ακριβώς όπως θα το πω σε σας, είναι το παρακάτω:
  Πήγαινα σε κάποια από τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού. Είχα γυρίσει πολλά σπίτια λέγοντας τα κάλαντα, είχα κουραστεί. Άφησα τελευταία τη συγχωρεμένη την Καλλιόπη την Καρπαθάκη που το σπίτι της είναι απέναντι από το δικό μας.
 -Να τα πω;
 -Και βέβαια να τα πεις.
  Αρχίζω κι εγώ «Καλήν ημέραν άρχοντες…». Όμως η φωνή μου είχε κλείσει, τραγουδούσα λαχανιασμένος, και όσο ένιωθα το λαχάνιασμά μου τόσο αυτό δυνάμωνε.
  Με λυπήθηκε η Καλλιόπη και μου λέει γρήγορα γρήγορα: -Και του χρόνου· και μου δίνει το φιλοδώρημα.
  Είναι από τις ελάχιστες φορές στη ζωή μου που ένιωσα τέτοια ντροπή. 

John H. Lee, The third way of love



John H. Lee, The third way of love (第三种爱情 2015)

«Ο τρίτος δρόμος του έρωτα» είναι μια συγκινητική ερωτική ιστορία. Είναι δομημένη πάνω στο μοτίβο της σταχτοπούτας, όμως ο έρωτας δεν ευοδώνεται τελικά. Στις τελευταίες σκηνές οι δυο ήρωες, η Zhou Yu και ο Lin Qi Zheng, είναι μόνοι και κλαίνε. Ερωτευμένοι πάντα. Μόνο στις χολιγουντιανές ταινίες έχουμε το χάπι εντ.
Όμως στη ζωή τα πράγματα είναι αλλιώς. Όπως διαβάζω σε σχόλια στον παραπάνω σύνδεσμο, οι δυο πρωταγωνιστές είναι ζευγάρι. Να τους ευχηθούμε η σχέση τους να μην έχει το θλιβερό τέλος που έχει για τους ήρωες που υποδύονται στην ταινία.
Η αδελφή της Zhou Yu κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Είναι κρυφά ερωτευμένη με το αφεντικό της τον Lin Qi Zheng, που διευθύνει μια μεγάλη εταιρεία.
Κάποια στιγμή οι ήρωές μας συναντώνται. Η Zhou Yu είναι δικηγόρος και εργάζεται σε μια νομική εταιρεία που έρχεται σε συνεργασία με την εταιρεία του Lin Qi Zheng.
Έχουν ξανασυναντηθεί. Αυτή δεν θυμάται πού, αυτός όμως δεν έχει ξεχάσει. Ήταν στο αεροπλάνο, και της έδινε το ένα χαρτομάντιλο μετά το άλλο καθώς είχε πλαντάξει στο κλάμα. Τώρα θα του πει το λόγο που έκλαιγε, μόλις είχε χωρίσει.
Για να κλαίει, μάλλον αυτός την παράτησε.
Αναρωτιόμουνα, αυτή η απόπειρα αυτοκτονίας πώς θα κολλήσει στην οικονομία του έργου; Θα το δούμε στο τέλος της ταινίας.
Τα επεισόδια είναι όμορφα και συγκινητικά. Η ταινία έχει και αρκετές πινελιές χιούμορ.
Και κάτι ακόμη:
Ένα από τα επεισόδια στην ταινία είναι η υπογραφή μιας συμφωνίας. Γίνεται πάνω σε ένα πλοίο. Βλέπουμε δυο σημαίες. Τη μια την αναγνωρίζουν όλοι, είναι η κινέζικη. Την άλλη όμως πόσοι θα την αναγνωρίσουν;
Είναι η ελληνική.


Tuesday, December 22, 2015

Stefan Arsenijević, Love and other crimes


Σε προηγούμενη ανάρτησή μου είχα γράψει πόσο με ενθουσίασε ο γιουγκοσλάβικος κινηματογράφος, και μάλιστα σκεφτόμουν μια προσωπική «βδομάδα γιουγκοσλάβικου κινηματογράφου», κατά την οποία δεν θα έκανα τίποτα άλλο από το να βλέπω γιουγκοσλάβικες ταινίες. Όμως κάτι σε αποσπά, ξαφνικά μπαίνουν άλλες προτεραιότητες και το σχέδιο δεν πραγματοποιείται. Σίγουρα όμως θα βλέπω γιουγκοσλάβικες ταινίες κάθε που θα μου δίνεται η ευκαιρία.
Η «Αγάπη και άλλα εγκλήματα» είναι μια ακόμη γιουγκοσλάβικη, σέρβικη για την ακρίβεια, ταινία που με ενθουσίασε. Μια ταινία για τον έρωτα, πολύ συγκινητική. Οι χαρακτήρες ανθρώπινοι, πολύ ανθρώπινοι. Ο Μιλούτιν αφήνει παραπάνω χρήματα στο χρηματοκιβώτιό του για τη φίλη του την Ανίτσα, που το βράδυ θα το σκάσει με τον Στανισλάβ τον υπάλληλό του, που τον έχει σαν γιο του. Η Ανίτσα δεν θα τα πάρει, θα ανοίξει το χρηματοκιβώτιο και θα αφήσει μέσα την φωτογραφία της, για ανάμνηση. (Θυμήθηκα τώρα το «Cirkus Columbia» του Danis Tanović, όπου η φιλενάδα ετοιμάζεται να το σκάσει με τον γιο του, και αυτός το αποδέχεται, βοηθώντας τους μάλιστα. Δεν έχω αναρτήσει για την ταινία, θα κάνω συνολική ανάρτηση όταν δω κάποιες ακόμη ταινίες του που έχω). Εγκαταλειμμένη από το φίλο της θα τα φτιάξει με τον Μιλούτιν, που το επάγγελμά του είναι να πουλάει προστασία σε μικρομάγαζα. Κάποια στιγμή τσακώνεται με έναν ανταγωνιστή για τα σύνορα. Τον τραυματίζουν ελαφρά. Δεν θα ανταποδώσει, προτιμάει να τους έχει με το φόβο της ανταπόδοσης. Ζητάει τη συγνώμη από τη γυναίκα που εγκατάλειψε. Αυτή δεν τον συγχωρεί. Νοιώθει μια κάποια ικανοποίηση, γιατί αυτό, λέει, δείχνει ότι τον αγαπά ακόμη.
Υπάρχουν πολλά συγκινητικά επεισόδια, όπως εκείνο που ο Στανισλάβ αποτρέπει τη δεκατετράχρονη κόρη του Μιλούτιν να πηδήξει από την ταράτσα. Η κόρη του είναι νευρωσικά μουγκή, για κάποιο λόγο που αγνοούμε. Η Ανίτσα θα την καταφέρει να μιλήσει. Το τραγούδι Besa me mucho συγκινεί όλα τα πρόσωπα του έργου, το ακούμε κάμποσες φορές.
Ο Στανισλάβ είναι πολύ νεότερος από την Ανίτσα. Υπήρξε μαθητής της. Την είχε ερωτευθεί. Ακούμε πολλές λεπτομέρειες για αυτό τον εφηβικό έρωτα. Την συγκινεί, αλλά δεν θα είναι εύκολο να την παρασύρει. Τελικά όμως θα την καταφέρει να δεχθεί να φύγουν μαζί για το εξωτερικό. Θα τον αγκαλιάσει και θα τον φιλήσει.  
Όμως αυτός θα μετανιώσει. Έχει και μια μητέρα διαλυμένη ψυχολογικά, μετά την εγκατάλειψη του άντρα της, όταν ο γιος της ήταν δυο χρονών. Αυτό θα αποβεί μοιραίο.
Φανταζόμαστε ένα χάπι εντ με την Ιβάνα, την δεκατετράχρονη μουγκή κόρη του Μιλούτιν, όταν την αποτρέπει για δεύτερη φορά από το να πηδήξει από την ταράτσα. Όμως το τέλος είναι unhappy. Ένας από τους μπράβους του ανταγωνιστή του Μιλούτιν τον σκοτώνει. Το χάπι εντ θυσιάζεται για τον μαγικό ρεαλισμό.
Ο Στανισλάβ είναι μάγος. Κάνει διάφορα ταχυδακτυλουργικά. Λέει ότι μπορεί να εξαφανιστεί. Στο αεροπλάνο κάθεται μόνη η Ανίτσα. Ξάφνου πέφτει το τραπεζάκι από το διπλανό κάθισμα. Στην αεροσυνοδό λέει να μην το σηκώσει. Στην επόμενη και τελευταία σκηνή, ο Στανισλάβ έχει εξαφανιστεί. Τον είχαμε δει να είναι ξαπλωμένος στο δρόμο, με μια τρύπα από τη σφαίρα στο στήθος. Το φάντασμά του συνοδεύει την Ανίτσα.
Πανέμορφη παρά τα 45 χρόνια της η Ανίτσα Ντόμπρα, εξαιρετικός ηθοποιός ο Βουκ Κόστιτς, υπέροχη η ταινία που μας έδωσε ο Στεφάν Αρσένιεβιτς.
Κόντευα να το ξεχάσω, ήθελα να γράψω και αυτό. Όπως σχηματίζουμε μια εικόνα για συγκεκριμένους λαούς (οι γερμανοί είναι έτσι, οι ιταλοί τέτοιοι, η Τζένη Χειλουδάκη τους περιγράφει, κυρίως σαν εραστές) το ίδιο συμβαίνει και με τον κινηματογράφο. Παρά τις διαφορές που έχουν οι σκηνοθέτες μεταξύ τους, όμως μοιάζουν. Και δεν είναι μόνο η γλώσσα ή οι ηθοποιοί. Το συνειδητοποίησα με τους γιουγκοσλάβους (όλοι τους είναι σλάβοι, και έχουν μια λίγο πολύ κοινή ιστορία, παρά τον θρησκευτικό εμφύλιο που πέρασαν). Οι γιουγκοσλάβικες ταινίες που είδα μοιάζουν μεταξύ τους, ενώ διαφέρουν από τις ιρανικές ή τις κινέζικες που ξέρω καλύτερα, αλλά και με τις αμερικάνικες ή τις γιαπωνέζικες. Ακόμη και οι κορεάτικες μου δίνουν μια ξεχωριστή αίσθηση.