Book review, movie criticism

Wednesday, February 24, 2016

Nima Javidi, Melbourne




  Θα το ξαναπώ άλλη μια φορά, θεωρώ ότι το σασπένς είναι εκ των ων ουκ άνευ σε μια αφήγηση. Το παρακάτω όμως δεν το έχω ξαναπεί, σίγουρα εδώ και πάρα πολλά χρόνια: η πιο γενική δομή μιας αφήγησης (τη διάβασα στον Τσβετάν Τοντόροφ) είναι κατάσταση ηρεμίας-ανατροπή-αποκατάσταση.
Το σασπένς στη «Μελβούρνη» είναι από τα πιο έντονα που έχω συναντήσει, με εξαίρεση ίσως το «Κλειδί» του Ebrahim Forouzesh (σε σενάριο Κιαροστάμι), με ένα μικρό παιδί και ένα μωρό κλειδωμένα σε ένα σπίτι, με το φαγητό να καίγεται στην κουζίνα γιατί η μητέρα είχε ξεχάσει φεύγοντας να κλείσει το μάτι.
Αλλά να επιστρέψουμε στον Τοντόροφ.
Η ανατροπή (με τις συναφείς προσπάθειες αποκατάστασης) καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης. Θυμήθηκα όμως τώρα το «Σχετικά με την Έλλη» το Asgar Farhadi, όπου η «κατάσταση ηρεμίας» καταλάμβανε ένα υπερβολικά μεγάλο μέρος, σε σημείο να προκαλεί σασπένς: δεν μπορεί να κυλίσει έτσι η ταινία, κάτι θα συμβεί. Πότε επί τέλους θα συμβεί, και πόσο συγκλονιστικό θα είναι;
Κάποια στιγμή συνέβη η ανατροπή, ή αλλιώς η διατάραξη της αρχικής κατάστασης ηρεμίας. Και ήταν όντως συγκλονιστική.
Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε αφήγηση διακρίνεται από αυτό το σχήμα. Έχω δει ταινίες με επεισόδια που απλά εικονογραφούν μια κατάσταση, συνήθως κοινωνική, με αλληλοδιαδεχόμενα επεισόδια που δεν έχουν πυρηνικό χαρακτήρα, που δεν πυροδοτεί δηλαδή το ένα το άλλο, αλλά δεικτικό. Όμως ένας μεγάλος σκηνοθέτης όπως ο σέρβος Goran Markovic, ανάμεσα σε αυτά τα δεικτικά επεισόδια θα χωρέσει μια μίνι ιστορία στην ταινία του «Kordon».
Στη «Μελβούρνη» η αρχική κατάσταση είναι η εξής: ένα ζευγάρι μαζεύουν τα πράγματά τους. Έχουν ξενοικιάσει το διαμέρισμα, θα πάνε στη Μελβούρνη για σπουδές. Θα λείψουν τρία με τέσσερα χρόνια. Σε λίγες ώρες αναχωρούν με το αεροπλάνο. Καθώς είναι απασχολημένοι με την τακτοποίηση, μια γυναίκα τους παρακαλεί να κρατήσουν το μωρό του διπλανού διαμερίσματος. Είναι baby-sitter και πρέπει να πεταχτεί για λίγο έξω για να αγοράσει φάρμακα.
Η Σάρα παίρνει το μωρό και το ακουμπάει στο κρεβάτι. Κοιμάται. Επιστρέφει στις δουλειές τους.
Και η ανατροπή: κάποια στιγμή, πηγαίνοντας ο σύζυγός της να δει το μωρό, βλέπει ότι είναι νεκρό.
Και το σασπένς κορυφώνεται: πώς θα ξεμπλέξουν από αυτή την ιστορία; Έρχεται η μητέρα του Αμίρ, έρχεται ο πατέρας του μωρού που είναι χωρισμένος με τη γυναίκα του, έρχεται αυτός στον οποίο είχαν πουλήσει την επίπλωση, έρχεται ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος να το ελέγξει, έρχονται διάφοροι, τους οποίους θα πρέπει να διαχειριστούν για να μη πάρουν χαμπάρι.
Η πιο δύσκολη στιγμή τους ήταν όταν το μικρό μιας γυναίκας πήρε χαμπάρι το μωρό. Ο Αμίρ όταν το αντιλαμβάνεται το βουτάει γρήγορα από την κρεβατοκάμαρα και το πηγαίνει στη μητέρα του. Όμως αυτό ουρλιάζει θέλοντας το «νινί» (τα μικρά παιδιά φαίνεται ότι μιλούν μια διεθνή γλώσσα). Του δίνει μια κούκλα, αυτό τίποτα, θέλει το νινί. Είδε κι έπαθε να τους ξεφορτωθεί.
Υπάρχει ένα εφέ απροσδόκητου στην ταινία. Νόμισαν –και μαζί τους κι εμείς- ότι η baby-sitter τους το παρέδωσε νεκρό. Όμως όχι, το διαπιστώνουν αργότερα. Ο άντρας ψάχνει στο διαδίκτυο. Εκεί βρίσκει πληροφορίες για το σύνδρομο του «αιφνίδιου βρεφικού θανάτου». Υπάρχουν διάφορες αιτίες, και κάποιες καταστάσεις που τον κάνουν πιο πιθανό, όπως το κάπνισμα στο δωμάτιο του μωρού, αλλά και το να το αποθέσεις μπρούμυτα.
Έτσι το απόθεσε η Σάρα, για να μην πέσει από το κρεβάτι.
Ο Αμίρ προσπαθεί να την παρηγορήσει. Δεν πεθαίνει κάθε μωρό που το αποθέτουν μπρούμυτα, υπάρχουν αρκετές άλλες αιτίες πιο σοβαρές.
Η «αποκατάσταση» έρχεται στο τέλος της ταινίας: θα το ξεφορτωθούν με τον τρόπο που νόμισαν αρχικά ότι το ξεφορτώθηκε η baby-sitter: θα παρακαλέσουν μια ηλικιωμένη γειτόνισσα στο παραδίπλα διαμέρισμα μέχρι να έλθει η μητέρα του. Στην τελευταία σκηνή τους βλέπουμε μέσα στο ταξί με το οποίο πηγαίνουν στο αεροδρόμιο. Κατηφείς και οι δυο. Σε λίγο βλέπουμε την Σάρα με δάκρυα στα μάτια, ενώ ο Αμίρ κλαίει κανονικά, καλύπτοντας το πρόσωπό του με την παλάμη του.

Monday, February 22, 2016

Έστα Ράζου, Στον έρωτα παίρνεις σχήματα



Έστα Ράζου, Στον έρωτα παίρνεις σχήματα, Γαβριηλίδης 2015, σελ. 58

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Εξαιρετικά, ολιγόστιχα ποιήματα, μιας ταλαντούχας ποιήτριας

  Έχω ξαναγράψει ότι μου αρέσουν πολύ τα ολιγόστιχα ποιήματα. Αποτελούν μια εντυπωσιακή έκρηξη της έμπνευσης σε αντίθεση με τα πολύστιχα, τα οποία κάνουν αναπόφευκτα «κοιλιές». Έτσι θα ξεκινήσω πάλι ανορθόδοξα λέγοντας ότι πολύ μου άρεσαν τα ολιγόστιχα ποιήματα της Έστα Ράζου, τα οποία περιέχονται σ’ αυτή την πρώτη της ποιητική συλλογή.
   Διαβάζοντάς τα έκανα μια σκέψη, για την ακρίβεια συνειδητοποίησα μιαν αντίθεση. Τα διηγήματα, σε σχέση με τα μυθιστορήματα, μου αρέσουν λιγότερο. Ένας βασικός λόγος είναι ότι όταν ξεκινάω να διαβάζω ένα πεζογράφημα, θέλω κάποιο χρόνο για να συγκεντρωθώ σ’ αυτό και να μου αποσπάσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Το διήγημα, πριν καλά καλά συμβεί αυτό, τελειώνει, και φτου κι απ’ την αρχή, για το επόμενο. Είναι γνωστό ότι το διήγημα «πουλάει» λιγότερο από το μυθιστόρημα. Δεν ξέρω ποιος είναι ο λόγος για τους άλλους αναγνώστες που δεν το προτιμούν, όμως ο δικός μου είναι αυτός που ανέφερα.
  Συνοψίζουμε λοιπόν: ενώ μου αρέσει το μικρό στην ποίηση, μου αρέσει το μεγάλο στην αφηγηματική πεζογραφία.
  Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στα ποιήματα της Ράζου.
  Η έμπνευση πυροδοτείται από διάφορα πράγματα. Τις περισσότερες φορές είναι μια εικόνα ή ένα επεισόδιο, που η ποιητική ματιά το «φωτογραφίζει» με το δικό της τρόπο. Ο Κώστας Μαυρουδής που εμπνέεται ανάλογα γράφει σύντομα πεζά.  «Στενογραφίες» τα ονομάζει σε κάποιο βιβλίο του. Η Ράζου γράφει ολιγόστιχα ποιήματα.
 Να δώσουμε ένα δείγμα. Έχει τον τίτλο «Πριονίδια».

Χαρακτική σε ξύλο,
Χαρακτική στην καρδιά.
Τι πονάει περισσότερο; (σελ. 30).

  Ο συνειρμός με τη μεταφορική χρήση της λέξης καταλήγει στο ερώτημα.
  Και ένα ακόμη, επίσης συνειρμικό με μεταφορική σημασία της λέξης. Έχει τίτλο «Πνοές».

Σε ξύλινο σκαμπό
άβολα
κάθομαι

Ακόμη
πιο άβολες
οι σκέψεις μου (σελ. 17).

  Κάνω κι εγώ τους δικούς μου συνειρμούς διαβάζοντας. Παραθέτω τον «Τρύγο».

Μάτια από σταφύλι
κι όμως
ακόμη είναι Δεκέμβρης (σελ. 16).

  Το «Μάτια από σταφύλι» μου θύμισε το βιβλίο της φίλης μου της Σταυρούλας Σκαλίδη, «Κρέας από σταφύλι».

  Και μια εικόνα, τα «Μονοπάτια».

Σταγόνα,
ποια διέξοδο
ψάχνεις
να βρεις πάνω στο τζάμι; (σελ. 34).

  Εδώ συναντούμε το εφέ της αποστροφής και την προσωποποίηση.

  Το «Επιτύμβιο» είναι αποφθεγματικό.

Πάντα
είμαστε πιο κοντά στον προορισμό μας
αν είμαστε
μόνοι (σελ. 31).

  
  Το δεύτερο μέρος έχει τίτλο «Χαϊκού».
  Δεν θα εκπλαγώ που η ποιήτρια του ολιγόστιχου Έστα Ράζου ελκύστηκε από τη μικρή αυτή γιαπωνέζικη ποιητική φόρμα, αφού και αρκετοί άλλοι έλληνες ποιητές έχουν γράψει σ’ αυτήν.
  Και, θα εκφραστώ αποφθεγματικά κι εγώ, ποτέ μη γενικεύεις. Μου αρέσουν τα ολιγόστιχα ποιήματα αλλά πάντα αντιμετώπιζα τα χαϊκού με δυσπιστία. Δεν είναι μόνο το ότι ως φόρμα περιορίζει την έμπνευση, πράγμα που αποτελεί ίσως τον κύριο λόγο που οι σύγχρονοι ποιητές κατέφυγαν στον ελεύθερο στίχο, αλλά και το ότι είναι κάτι ξένο. Προτιμώ χίλιες φορές τη μαντινάδα που είναι εγχώρια, και όχι μόνο γιατί είμαι κρητικός. Καλά τα χαϊκού της Ράζου, αλλά τα πρώτα ποιήματα της συλλογής μου άρεσαν περισσότερο. Θα παραθέσω όμως δύο, απ’ αυτά που μου άρεσαν πιο πολύ.

 Άγκυρα πέφτεις
ταράζοντας την ψυχή.
Πάλι μου λείπεις (σελ. 47). 

Φάρος στ’ αγνάντι!
Έι, γλάρε! Και σε σένα
δείχνει το δρόμο; (σελ. 51).

  Έχω μανία είπαμε να ανιχνεύω τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, που παρεισφρέουν ασυνείδητα, τόσο σε ποιήματα όσο και σε πεζά. Στο ποίημα «Στάχτη κι ανάσα…» αναδιατάσσω τις λέξεις της πρώτης στροφής:

Οι σκέψεις μου φλογίζονται πιότερο στο σκοτάδι

Σαν πεινασμένος
αλιγάτορας
έρποντας,
που τροφή
ψάχνει (σελ. 23).

  Και ένας παρά τρίχα, ή μάλλον παραλίγο, γιατί ξεχειλίζει το δεύτερο ημιστίχιο με μια ακόμη συλλαβή: «Τίμιο ξύλο προσκυνώ/ και σιωπηλά προσεύχομαι» (σελ. 25).
  Πολύ μου άρεσαν τα ποιήματα της Έστας Ράζου, και είμαι σίγουρος ότι θα αρέσουν και σε σας.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Masoud Atyabi, Mind your manners



Masoud Atyabi, Mind your manners (2010)

 

 Είναι η δεύτερη ταινία που βλέπω του Atyabi, μια κομεντί φαντασίας. Η πρώτη ήταν η «Κοκορομαχία».
  Ο Εμπραχίμ αργεί να ξυπνήσει. Όσο κι αν του φωνάζει ο ξάδελφός του, δεν εννοεί. Του χύνει στο πρόσωπο νερό, και αυτός γίνεται τούρκος.
  Θυμάμαι, έτσι έγινε τούρκος και ένας συμμαθητής μου στη σχολή αξιωματικών που επειδή δεν εννοούσε να ξυπνήσει για τη σκοπιά τού έριξα νερό.
  Το φανταστικό στην ταινία είναι ένας «άγγελος του θανάτου». Το έργο δεν είναι θρίλερ, είναι ένας συνηθισμένος μεσήλικας ντυμένος στα λευκά. Είναι αποφασισμένο να «πάρει» τον Εμπραχίμ. Βγαίνοντας έξω, τον παρασέρνει ένα αυτοκίνητο. Βρίσκεται στο χειρουργείο. Καταλήγει.
Όμως όχι ολοκληρωτικά, σαν τον αρχαιολόγο στο «Σταθμό συνάντησης» του Goran Markovic. Σε συνεννόηση με τον «από πάνω» αποφασίζει να τον «επιστρέψει». Τον επαναφέρουν.
Σε μια από τις επισκέψεις του στο νοσοκομείο για να δουν πώς πάει το τραύμα του βλέπει και την Σαγιέ, που έχει πάει να δώσει τις δικές της εξετάσεις. Την ερωτεύεται κεραυνοβόλα.
Οι γιατροί δεν της λένε ότι έχει καρκίνο και ότι της μένουν μόλις τρεις τέσσερις μήνες ζωής. Ο Εμπραχίμ το μαθαίνει και προσπαθεί να αποτρέψει τον «άγγελο του θανάτου», που μετά το ατύχημα τού είναι ορατός, από το να την πάρει. Αυτός του λέει ότι δεν υπάρχουν ελπίδες, και μάλιστα επειδή είναι αμαρτωλή μάλλον θα πάει στην κόλαση. Είναι πορτοφολού, το μαθαίνουμε αργότερα, αλλά με τα λεφτά που κλέβει συντηρεί μια φτωχή εγκαταλειμμένη γριούλα - μια καλή πράξη που ίσως την στείλει στον παράδεισο. Όμως, αν θέλει, μπορεί να τη βοηθήσει. Δεν του λέει με ποιο τρόπο, απλά τον προτρέπει να έλθει σε επαφή μαζί της.
Στη συνέχεια βλέπουμε χιουμοριστικά επεισόδια με τις μάταιες προσπάθειές του να την προσεγγίσει. «Πρόσεχε τους τρόπους σου», του λέει κάποια στιγμή. Λίγο αργότερα θα της κάνει πρόταση γάμου με κάθε επισημότητα, με συνοδεία τον ξάδελφο, την οποία θα αποκρούει με αγανάκτηση. Στο τέλος, σε μια απελπισμένη προσπάθεια, θα της αποκαλύψει την αλήθεια για την αρρώστια της και το αναμενόμενο τέλος της. Δεν θα τον πιστέψει. Ο γιατρός αρχικά θα αρνηθεί, αλλά αργότερα θα γίνει η επιβεβαίωση.
Η Σαγιέ βρίσκεται σε απόγνωση, έχει ανεβεί στην ταράτσα ενός πολυώροφου κτιρίου για να αυτοκτονήσει. Ο Εμπραχίμ την πλησιάζει και προσπαθεί να την αποτρέψει. Όμως έπειτα κάνει κάτι άλλο. Της λέει ότι μπορεί να πετάει, και θα την κάνει και την ίδια να πετάξει. Καθώς της κρατάει το χέρι θα φουντάρει, παρασέρνοντάς την. Με αυτή την πράξη αυτοθυσίας πιστεύει ότι θα την «εξαγνίσει», και δεν θα πάει στην κόλαση.
Κάτω όμως οι πυροσβέστες έχουν απλώσει το στρώμα. Ο Εμπραχίμ δεν θα πάθει τίποτα, αλλά η Σαγιέ θα τραυματιστεί.
Στο τέλος της ταινίας βλέπουμε ένα μωρό που μόλις γεννήθηκε. Είναι του Εμπραχίμ. Φυσικά μαντεύουμε ποια είναι η μητέρα. Τη βλέπουμε λίγο αργότερα όταν της το πηγαίνουν, λέγοντάς της ό,τι είναι κοριτσάκι. Πώς Θα το ονομάσουν;
Θα αποφασίσει η Σαγιέ.
Και η αρρώστια της;
Ξεπέρασε τους τέσσερις μήνες. Ένας προσεκτικός θεατής μπορεί να διακρίνει την τριχόπτωση στο κεφάλι της κάτω από τη μαντήλα, αποτέλεσμα προφανώς χημειοθεραπείας. Όμως…
-Άξιζε.
Αυτή είναι η τελευταία ατάκα της ταινίας «What is the time in your world» του Safi Yazdanian (η προ-προηγούμενη ανάρτησή μας) που τη λέει ο Φάρχαντ. Σίγουρα θα την σκέφτηκε και η Σαγιέ.

Sunday, February 21, 2016

F.Scott. Fitzgerald, Ο παράδεισος του Πατ Χόμπυ



F.Scott. Fitzgerald, Ο παράδεισος του Πατ Χόμπυ (μετ. Φαίδων Ταμβακάκης), οδός Πανός 1985, σελ. 173.

Μόλις πρόσφατα γράψαμε για τα δυο αριστουργήματα του Φιτζέραλντ, τον «Υπέροχο Γκάτσμπι» και «Τρυφερή είναι η νύχτα». Σειρά έχει σήμερα ένας μικρός τόμος με διηγήματα που έχει τίτλο «Ο παράδεισος του Πατ Χόμπυ».
Κάνω επανειλημμένες δηλώσεις για το ίδιο πράγμα σε σημείο να καταντάω βαρετός, αλλά πρέπει να το κάνω για κάποιον που με διαβάζει για πρώτη φορά. Αυτό που θα ξαναδηλώσω τώρα είναι πως εκτιμώ αφάνταστα το χιούμορ, και όπου το συναντώ, αν πρόκειται για βιβλίο τού προσθέτω πόντους στη συνείδησή μου, αν πρόκειται για ταινία βάζω πολλά αστεράκια στο IMDB. Δεν ξέρω τι γνώμη έχουν οι κριτικοί για αυτά τα διηγήματα, αλλά εμένα μου άρεσαν εξίσου με τα δυο μυθιστορήματα που ανέφερα πιο πριν. Και όμως, όπως διαβάζω στο εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή, ο Φιτζέραλντ τα έγραψε για βιοποριστικούς λόγους, και μάλλον δεν θεωρούνται από τα κορυφαία του.
Ο ήρωάς του, ο Πατ Χόμπυ, ένας πάλαι ποτέ επιτυχημένος σεναριογράφος την εποχή του βωβού κινηματογράφου, αγωνίζεται να επιβιώσει με μικροδουλειές στα κινηματογραφικά στούντιο όπου κάποτε διέπρεπε. Είναι βουτηγμένος στα χρέη και στο ποτό, ακριβώς όπως και ο συγγραφέας εκείνη την εποχή. Στη δύση της φήμης του, αλκοολικός, θα πεθάνει πριν προλάβουν να δημοσιευτούν όλα αυτά τα διηγήματα στο Esquire, το 1940.
Μόνο οι μεγάλοι έχουν το χάρισμα του αυτοσαρκασμού. Και, διάβασα κάπου, αυτός που αυτοσαρκάζεται δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο να τρελαθεί.  
Το παρακάτω απόσπασμα προσωπογραφεί τέλεια τον ήρωά του:
«Παρόλο που αυτό μεγάλωνε την πιθανότητα να έβλεπε ο Πατ το όνομά του στους τίτλους, που τόσο το χρειαζόταν, σήμαινε ότι μπορεί να χρειαζόταν να δουλέψει κόλας. Η ιδέα και μόνο τον έκανε να διψάσει» (σελ. 48).
Για αλκοόλ φυσικά.
Όχι, δεν ήταν τεμπέλης ο Φιτζέραλντ, αλλά έπρεπε να δώσει όσο γινόταν πιο εντυπωσιακή την καρικατούρα του ήρωά του.
Την έννοια της ανοικείωσης την πρότειναν οι ρώσοι φορμαλιστές, ίσως ο Σκλόφσκι αν θυμάμαι καλά. Εδώ βλέπω μια έξυπνη ανοικείωση, με την αντιστροφή μιας μεταφοράς, με το όχημα να γίνεται μεταφερόμενο και το μεταφερόμενο να γίνεται όχημα. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα.
«Ένας τεράστιος δεινόσαυρος που έμοιαζε με γυναίκα, με ύψος πάνω από ένα ογδόντα και ανάλογο φάρδος, έσκυψε πάνω από την καρέκλα του» (σελ. 76).
Ένα από τα διηγήματα έχει τίτλο «Βράστε νερό… και να ’ναι μπόλικο».
Χθες βράδυ το συζήταγα με μια φίλη μου, ότι ξεχνάω, ξεχνάω ονόματα, και ξέροντας ότι τα ξεχνάω, όταν φέρνω κάποιο πρόσωπο στο νου μου, στον πανικό μου μήπως έχω ξεχάσει το όνομά του δεν μπορώ να το θυμηθώ με τίποτα. Όμως ευτυχώς για τις κριτικές μου η συνειρμική μου μνήμη, που πάνω εκεί στηρίζεται και μια κάποια συγκριτολογική ικανότητα που έχω, εξακολουθεί να δουλεύει ακόμη πάρα πολύ καλά, και ελπίζω για αρκετά χρόνια ακόμη. Έτσι όταν διάβασα αυτό τον τίτλο θυμήθηκα την ατάκα «…και να ’ναι μπόλικο». Ήταν από ταινία της δεκαετίας του ’60, και την έλεγε ή ο Γιαννάκης Καλαντζόπουλος ή ο Βασιλάκης Καΐλας. Το πρώτο σκέλος δεν το θυμήθηκα αμέσως, αλλά μια και δεν επρόκειτο για όνομα ήμουν σίγουρος ότι θα το θυμόμουνα.
Και πράγματι μετά από κάμποση ώρα το θυμήθηκα: «Βάλε μου μια δραχμή ψωμί και να ’ναι μπόλικο. Βάλε μου μια δραχμή τυρί και να ’να μπόλικο».
Η ατάκα ήταν εντυπωσιακή γιατί σήμαινε, αναλογίζομαι τώρα, ή μια παράκληση να του βάλει ο μπακάλης κάτι παραπάνω, ή μια προειδοποίηση να μην τον κλέψει στο ζύγι, κάτι συνηθισμένο εκείνη την εποχή.
Την ταινία δεν μπόρεσα να τη θυμηθώ. Αλλά, σκέφτομαι τώρα, ας κάνω τον κόπο, ας ψάξω στη google, ίσως τη βρω.
Μπα, ψύλλους στ’ άχερα. Όμως μια και μπήκα στη google είπα να ψάξω και για την ανοικείωση (остранение). Τελικά καλά θυμόμουν, ο Σκλόφσκι πρότεινε τον όρο. Για να δούμε, τον λένε Βίκτωρ;
Μπράβο μου!!!! Καλά θυμόμουν και το μικρό του.
Αυτή την ιστορία την έχω ξαναγράψει, ας τη γράψω ακόμη μια φορά.
Ήταν δεκαετία του πενήντα.
Πηγαίνω στο μπακάλικο της Κατερίνης της Παραουλάκη, που ήταν στην πλατεία του χωριού.
-Αθηνά, δώσε μου ένα πενηνταράκι χαλουβά (ένα πενηνταράκι είχα όλο κι όλο).
Αυτή κόβει ένα κομμάτι, το βάζει σε ένα χαρτί, το φέρνει κάτω από τη μύτη μου και μου λέει –Μύρισε.
Σκύβω και μυρίζω.
–Δώσε μου τώρα το πενηνταράκι.
Τι χαλβά να πάρεις με ένα πενηνταράκι;
Είχε χιούμορ η Αθηνά, που το κληρονόμησε ατόφιο ο γιος της ο Κωστής.
Όμως μου έδωσε χαλβά.
Και ήταν μπόλικος.