Book review, movie criticism

Thursday, March 24, 2016

80. Ζαχαροσκονισμένη



80. Ζαχαροσκονισμένη 


  Μου έκανε share τη φωτογραφία ο φίλος μου ο Θόδωρας, αν και την είχα δει χθες και είχα κάνει like στον τοίχο της Λένας: Η Iεράπετρα, ολόθολη από την αφρικανική σκόνη. Από κάτω υπήρχε η λεζάντα: Ζαχαροσκονισμένη. Και είπα να φτιάξω τη μαντινάδα.

Ζαχαροσκονισμένη μου και θολουρογεμάτη,
όμορφή μου Γεράπετρο, να μη σε πιάσει μάτι.

Περί κουλτουριάρηδων



Περί κουλτουριάρηδων

Ποτέ δεν μπορείς να συμφωνείς με όλα όσα γράφει κάποιος, στην προκειμένη περίπτωση όμως συμφωνώ σχεδόν με το σύνολο όσων γράφει ο Χριστιανόπουλος στο άρθρο του «Αλαμπουρνέζικα, η γλώσσα των κουλτουριάρηδων».
Μια διαφωνία μου:
Λέει ο Χριστιανόπουλος: «Να μη λέει διαρκώς (ο κουλτουριάρης) «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη», και τα συναφή».
Εγώ υποστηρίζω ακριβώς το αντίθετο. Να μην παριστάνουμε τους παντογνώστες, ειδικά όταν κρίνουμε ένα λογοτέχνημα, μια ταινία ή ένα έργο τέχνης. Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα» (τώρα, το να πω το λατινικό «De gustibus non est disputandum» θα επισύρω τους μύδρους του). Και, να το πω άλλη μια φορά, όταν γράφω στις κριτικές μου ότι «αυτό είναι εξαιρετικό» ή «αυτό είναι μάπα», εννοώ πάντα «κατά τη γνώμη μου». Ο Σάμιουελ Τζόνσον, κορυφαίος κριτικός, έθαψε δυο αριστουργήματα του αιώνα του (18ος): τον «Τρίστραμ Σάντι» και τον «Τομ Τζόουνς». Έγραψε ότι ήταν κακά έργα, όχι κατά τη γνώμη του, αλλά αντικειμενικά κακά. ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ μπορεί και να είχε δίκιο, και άδικο η μεγάλη μάζα που τους άρεσαν, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ.
Ο Χριστιανόπουλος κατακεραυνώνει τους κουλτουριάρηδες επειδή, λέει, χρησιμοποιούν ακαταλαβίστικη γλώσσα. Κάποιες δεκαετίες πριν τους κατακεραύνωνε η αριστερά-στα νεολαιίστικα πηγαδάκια τουλάχιστον. Το «κουλτουριάρης» ήταν η βρισιά που έριχναν στους διανοούμενους, τους οποίους η εργατική τάξη έβλεπε πάντα με δυσπιστία. Εγώ από αντίδραση αυτοπροσδιοριζόμουν ως κουλτουριάρης.
Συμφωνώ με αυτά που γράφει για την ακαταλαβίστικη γλώσσα, ιδιαίτερα στην ποίηση. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν συμπαθώ την ποίηση όπως δεν την συμπαθούσε και ο Κωστής Παπαγιώργης, όπως άκουσα σε ένα βίντεο αναρτημένο στο youtube. Όταν όμως ήμουν νέος και η ποίηση φάνταζε πιο γκλαμουράτη πρόλαβα και διάβασα τους κλασικούς.  Μάλιστα έγραψα για τέσσερις από αυτούς: Κάλβο, Σολωμό, Παλαμά και Καβάφη, με κίνητρο το ότι θα τους δίδασκα. Φυσικά είχα διαβάσει όλο τον Ελύτη και τον Σεφέρη, και πάρα πολύ Ρίτσο. Από τους σύγχρονους δεν έχω διαβάσει κανέναν, και δεν σκοπεύω να διαβάσω. Διαβάζω μόνο ποιητικές συλλογές φίλων, όπως του Μανόλη του Πρατικάκη. Όπως μπορείτε να συμπεράνετε, δεν έχω διαβάσει ούτε Χριστιανόπουλο. Μάλιστα με ενόχλησε που αρνήθηκε να πάρει το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του το 2011. Αυτό το θεώρησα ως πόζα. Ξέρω ότι άλλοι βάζουν τα αδύνατα δυνατά, κινούμενοι παρασκηνιακά, για να πάρουν ένα βραβείο. Αυτός, που του το έδωσαν χωρίς να κινήσει το δακτυλάκι του, εκτιμώντας το έργο του, με το να το αρνηθεί, ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ, ήταν σαν να τους έφτυσε. (Κοίτα να δεις, σκέφτομαι τώρα ξαναδιαβάζοντας αυτό το κείμενο για διορθώσεις, μήπως τελικά το αρνήθηκε για να δηλώσει με έμμεσο τρόπο ότι δεν κινήθηκε παρασκηνιακά και ότι το πήρε αξιοκρατικά; Γιατί ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΩ να κινήθηκε παρασκηνιακά για να το πάρει και μετά να το αρνήθηκε). Μετά όμως από το εν λόγω άρθρο του, σίγουρα θα διαβάσω κάτι δικό του αν πέσει στα χέρια μου.
Αυτό που ΝΟΜΙΖΩ πως θα αγνοεί ο Χριστιανόπουλος είναι ότι ένας αμερικανός καθηγητής έγραψε ένα «κουλτουριάρικο» κείμενο σκόπιμα ασυνάρτητο, και το έστειλε σε ένα περιοδικό που του το δημοσίευσε. Μετά αποκάλυψε την απάτη. Η βικιπαίδεια που αναφέρεται σ’ αυτό παραθέτει και τον σύνδεσμο με το ίδιο το κείμενο.
Θυμάμαι:
Πριν τριάντα τόσα χρόνια ήμουν βαθμολογητής στην έκθεση στις πανελλαδικές εξετάσεις. Πέφτω πάνω σε ένα τέτοιο ασυνάρτητο ακαταλαβίστικο κείμενο. Του έβαλα 3. –Αφηρημένος ήσουν; Με ρώτησε ο υπεύθυνος για την έκθεση. –Καθόλου αφηρημένος, έτσι το αξιολόγησα.
Μια φίλη συναδέλφισσα μου έδειξε με θαυμασμό μια παρόμοια «κουλτουριάρικη», ασυνάρτητη έκθεση. Εξέφρασα ήπια τις αντιρρήσεις μου για να μην την προσβάλω.
Δεν συνάντησα παρόμοιες εκθέσεις, όμως σήμερα δεν θα ήμουν τόσο αυστηρός. Τουλάχιστον αυτοί οι δυο μαθητές είχαν κάνει κάποια διαβάσματα, σε σχέση με τη «σιωπηλή πλειοψηφία».
Παρεμπιπτόντως να πω ότι δεν με απασχόλησε ποτέ αν θα είχα διαφορά βαθμολογίας με τον άλλο βαθμολογητή. Όταν έπεφτα πάνω σε κάποιο χαρισματικό γραφτό που δεν ήταν παράφραση κάποιου εκθεσιολόγιου με τις τετριμμένες τις περισσότερες φορές αντιλήψεις, του έβαζα ολοστρόγγυλο 100, δηλαδή είκοσι. Αυτό συνέβη κάμποσες φορές.
Παρεμπιπτόντως και πάλι, ένα «κουλτουριάρικο» σχήμα που το θεωρώ απλά σαν ένα υφολογικό στολίδι χωρίς βαθύτερο νόημα είναι ένα σχήμα χιαστί, που, αν θυμάμαι καλά, το χρησιμοποιεί ο Βέλτσος, αλλά και αρκετοί άλλοι. Βρήκα ένα παράδειγμα από κάποιο άλλο κείμενο: «Η γλώσσα του Άλλου και το Άλλο της γλώσσας».
Τελειώνοντας θα πω ότι τα δικά μου κείμενα δεν είναι καθόλου ακαταλαβίστικα. Πιθανότατα αυτό το οφείλω στην μαθητεία μου στη «Νέα Αριστερά», ένα αριστερό γκρουπούσκουλο που έκανε επίσημα την εμφάνισή του αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Ξεχυνόμασταν όλοι για τη λεγόμενη «στρατολόγηση». Για να στρατολογήσεις κάποιον στην οργάνωση έπρεπε να του μιλάς μια γλώσσα που να την καταλαβαίνει. Ο Ιησούς μάλιστα, που κι αυτός μιλούσε απλά, για να είναι απόλυτα σίγουρος ότι θα τον καταλάβουν χρησιμοποιούσε και παραβολές. Βέβαια η απλή και κατανοητή γλώσσα του δεν θα ήταν αρκετή αν δεν έκανε πού και πού κανένα θαύμα.

Tuesday, March 22, 2016

Νίκος Ψιλάκης, Πολυφίλητη



Νίκος Ψιλάκης, Πολυφίλητη, Ηράκλειο 2014 εκδόσεις Καρμάνωρ, σελ. 477

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2016, α.φ. 486 και στο Λέξημα

Ο Νίκος Ψιλάκης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας πολλών λογοτεχνικών βιβλίων. Έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις και βραβεία, ανάμεσα στα οποία είναι το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το έργο «Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης» και το βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης» για την προσφορά του στα Γράμματα. Η «Πολυφίλητη» είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα.
Πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα. Η υπόθεσή του διαδραματίζεται στα χρόνια της πολιορκίας του Ηρακλείου από τους τούρκους, της πιο μακρόχρονης πολιορκίας στην ιστορία (1647-1669).
Συχνά το στόρι είναι πρόσχημα για την αναπαράσταση του φόντου, στη συγκεκριμένη περίπτωση την κατάσταση της Κρήτης και τις συνθήκες της πολιορκίας στα μισά του 17ου αιώνα, και άλλες φορές το ιστορικό φόντο δίνεται σε αδρές γραμμές, για να μην αιωρούνται οι ήρωες της ιστορίας στο κενό. Η ζυγαριά δηλαδή γέρνει πότε προς τη μια μεριά και πότε προς την άλλη. Είναι η πρώτη φορά που συναντάω τη ζυγαριά να ισορροπεί, που βλέπω δηλαδή ότι η αναπαράσταση του φόντου γίνεται με τη μεγαλύτερη πιστότητα, ενώ ταυτόχρονα ο Ψιλάκης έχει επινοήσει ένα εντυπωσιακό στόρι που κρατάει αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Ο Ψιλάκης για να γράψει το μυθιστόρημά του έκανε διεξοδικές έρευνες σε πρωτογενείς πηγές, που μόνο ένας ιστορικός θα μπορούσε να κάνει. Αυτό φαίνεται στις «Ευχαριστίες» που προτάσσει στο βιβλίο του, όπου ανάμεσα στους άλλους ευχαριστεί και τον ξάδελφό μου τον Μανώλη Δρακάκη, διευθυντή των Γενικών Αρχείων του Κράτους στο Ηράκλειο, που, όπως γράφει, του «παραχώρησε σειρές ολόκληρες αδημοσίευτων δικαιοπρακτικών εγγράφων, κυρίως διαθηκών που συντάχθηκαν εκείνη τη ζοφερή περίοδο».
Το έχω ξαναγράψει, την ιστορία τη βιώνει κανείς καλύτερα μέσα από το ιστορικό μυθιστόρημα γιατί, συμπορευόμενος με τους ήρωες και συμπάσχοντας μαζί τους όπως ο θεατής της τραγωδίας με τους τραγικούς ήρωες, την αφομοιώνει πληρέστερα από ότι μέσα από τις ψυχρές σελίδες μιας ιστοριογραφίας. Εξάλλου πόσοι διαβάζουν βιβλία ιστορίας; Οι αναγνώστες της λογοτεχνίας είναι πολύ περισσότεροι.
Το στόρι είναι συναρπαστικό. Τρεις ιστορίες αγάπης με κύρια αυτή της Φραντζέσκας, της κεντρικής ηρωίδας, παρακολουθούμε σε αυτό το μυθιστόρημα. Ένας βιασμός και ένα έκθετο αποτελούν κομβικά στοιχεία της πλοκής, μιας πλοκής γεμάτης ανατροπές και απροσδόκητα. Η εγκατάλειψη των μωρών ήταν φαίνεται συχνό φαινόμενο εκείνη την εποχή, εποχή φτώχειας, όπως φαίνεται από τα επίθετα «Βρεττός» και «Esposito» που ακολουθούν τα τρισέγγονα. Συνάντησα δυο ανάλογες ιστορίες, τη μια στον «Κύκλο» του ιρανού σκηνοθέτη Jafar Panahi και την άλλη στο «Μωρό της Καμπούλ» του Μπαρμάκ Ακράμ. Φτωχές χώρες και οι δυο, το Ιράν και το Αφγανιστάν, αν και σ’ αυτές μπαίνει ένας επί πλέον παράγοντας, η θρησκεία. Δεν ξέρω κατά πόσο ήταν συχνός «τόπος» στη λογοτεχνία εκείνης της εποχής, όμως ο «Tom Jones» του Χένρι Φίλντινγκ (1707-1757) που διαβάζω τώρα ξεκινάει με ένα έκθετο μωρό που βρίσκει πάνω στο κρεβάτι του ο κύριος Ολγουόρθι.
Ένας Καζαντζάκης δεν υπάρχει περίπτωση να μην αφήσει τη στάμπα του σε ένα κρητικό συγγραφέα. Σε αρκετά σημεία το έργο μου θύμιζε τον μεγάλο Κρητικό. Για παράδειγμα:
«Έτσι τη θέλω την εικόνα μου. Μπορείς να τη ζγουραφίσεις; Θέλω να μοχτεί ο άνθρωπος, να παλεύει με το Χάρο, να βγαίνει νικητής από τη μαύρη γης. Να κάμεις κι έναν Χριστό παραδίπλα. Να τον ζγουραφίσεις όμορφο, ντυμένο στα χρυσόρουχα. Να στέκει δίπλα στους αποθαμένους, αλλά να μην τους βγάζει συρτούς από τον Άδη, μόνο να τους κάνει σινιάλο: -Ελάτε, ελάτε, μη δειλιάζετε, μπορείτε. Αυτό θα πει παράδεισος: να ’χεις καλό συμβουλάτορα. Κι οδηγό. Αυτό θα πει ανάσταση: να σηκώνεσαι μοναχός σου» (σελ. 244).
Όμως υπάρχει κάτι στο μυθιστόρημα αυτό που μου έκανε ξεχωριστή εντύπωση. Έχω γράψει ότι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος κυλά στις φλέβες μας και ασυνείδητα παρεισφρέει στα πεζά μας κείμενα. Στο έργο αυτό του Ψιλάκη ανίχνευσα πάρα πολλούς ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους.
Όμως όχι μόνο. Συνάντησα και τα υπόλοιπα στιχουργικά μας μέτρα, με τον ανάπαιστο (Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη) και τον δάκτυλο (Άνδρα μοι έννεπε μούσα) να κυριαρχούν. Αυτό με εξέπληξε. Η μόνη υπόθεση που μπορώ να κάνω είναι ότι μια υποσυνείδητη μουσική αίσθηση κατεύθυνε την πένα (μεταφορικά πια) του Ψιλάκη σε μια επιλογή λέξεων που, συμπαρατάσσοντάς τις σε κανονικά μέτρα, έδιναν στο κείμενο έναν εξαίρετο ρυθμό. Αντιστάθηκα στον πειρασμό να υπογραμμίζω τέτοιες φράσεις κάθε φορά που τις συναντούσα, και παρ’ όλα αυτά οι υπογραμμίσεις μου είναι άφθονες.
Διαβάζουμε:
«Τι θέλει να γράψει αλήθεια; (αμφίβραχυς) Τι λογής μυστικά (ανάπαιστος) θέλει να φανερώσει; (ίαμβος) (σελ. 353).
Επίσης:  
«Κάθε που έβλεπε (δάκτυλος) χαρτιά και μελάνια, την έπιανε τρέμουλο (αμφίβραχυς, σελ. 353).
«Τα βλέφαρα κλείνουν κι ανοίγουν, μπερδεύεται ο νους και θολώνει» (αμφίβραχυς, σελ. 46)
«Ύπνος σπασμένος σε χίλια κομμάτια», «Ποιος να νοιαστεί για μια ξένη;» «Μόνο αν βρισκόταν κανένας γαμπρός να τις θέλει» (δάκτυλος, σελ. 46).
«Και στην άκρη της πλεξούδας» (σελ. 46, τροχαίος. Σε γνωρίζω από την κόψη).
Μάλλον μετά την ανίχνευση των ιαμβικών δεκαπεντασύλλαβων ο ιδεοψυχαναγκασμός μου έχει διευρυνθεί και στην ανίχνευση άλλων μέτρων. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο και ψάχνοντας για τις υπογραμμίσεις μου διαβάζω: «τα σαγόνια του χρόνου» (ανάπαιστος, σελ. 51). Συνειρμικά ανακαλώ την ταινία του συγχωρεμένου του Αγγελόπουλου «Η σκόνη του χρόνου» (αμφίβραχυς) καθώς και «Το λιβάδι που δακρύζει (τροχαίος). Και ξάφνου θυμάμαι και τον τίτλο του τελευταίου μου βιβλίου, «Ο δικός μου Νίκος Καζαντζάκης», και βλέπω ότι είναι και αυτός σε τροχαϊκό μέτρο. Και τα μέτρα αυτά βλέπω να πυκνώνουν όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του βιβλίου, όπως συμπεραίνω από τις υπογραμμίσεις μου.
Διαβάζουμε:
«Άλλωστε, ο μόνος έρωτας που δεν ξεχνιέται ποτέ είναι ο ανεκπλήρωτος» (σελ. 356).
Το μοτίβο αυτό το έχω συναντήσει σε κάποιους συγγραφείς. Στο νου μου έρχεται πρόχειρα «Ο σκύλος της Μαρί» του Ανδρέα Μήτσου και «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» του Μάρκες. Κάπου αλλού έχω γράψει γι’ αυτό πιο διεξοδικά.
Διαβάζουμε:
«Ψωμί κρατείς; Έγνοια κρατείς. Φάε το να ξεγνοιάσεις» (σελ. 147).
Θα παραφράσω:
«Γλυκό κρατείς; Έγνοια κρατείς. Φάε το να ξεγνοιάσεις». Είμαι αδιόρθωτος γλυκατζής, δεν πολυκαιρίζει γλυκό στο σπίτι μου· και ευτυχώς που δεν έχω στερητικό σύνδρομο και έτσι δεν αγοράζω, δεν είναι όμως να μου φέρει κανείς, το καταβροχθίζω αμέσως. Θυμάμαι μικρός που το Πάσχα γινόταν ένας αγώνας ανάμεσα σε μένα και τη μητέρα μου: εκείνη, πού να κρύψει τις καλλιτσούνες κι εγώ να βρω πού τις έχει κρυμμένες. Πάντα κέρδιζα, και όταν ανακάλυπτε ότι τις είχα βρει και τις είχα φάει, μου έλεγε αυτόν τον δεκαπεντασύλλαβο: «Ήφαε η γρα τα σύκα τζη, θέτει κι αποκοιμάται».
Υπάρχουν κι άλλες παροιμίες σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο:
Όταν με βρίσκεις πάρε με, κι όταν με θες θα μ’ έχεις (σελ. 196)
Όλοι ξανοίγαν το σεισμό κι ο πελελός γυναίκα (στην ίδια σελίδα)
Η παρακάτω όμως, στην ίδια σελίδα, είναι σε τροχαίο:
Του νοδάρου το μελάνι τον καλό το γάμο κάνει.
Εξαιρετικότατο το μυθιστόρημα αυτό του Νίκου Ψιλάκη, το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Η απόλαυση του κειμένου βαδίζει χέρι χέρι με τη γνώση μιας σημαντικής καμπής στην ιστορία της Κρήτης. Αξίζει η «Πολυφίλητη» να γίνει και «Πολυδιαβασμένη».
Τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους τους παραθέτω πάντα στο τέλος, γιατί θα μπορούσαν να παραλειφθούν.

Έβγαινα σαν το φάντασμα για να βρουβολογήσω (σελ. 42)
Την είχαν ζέψει στη δουλειά, φαμέγια στα χωράφια (σελ. 46)
Ψαράδες ανηφόριζαν με ψαροκοφινίδες (σελ. 71)
Για να γελούνε οι θεατές με τα καμώματά του (σελ. 75)
Τείχη και σπίτια κι εκκλησιές, ανθρώπους και πραμάτειες (σελ. 107)
Να μη σου τα πολυλογώ, μπήκα κι εγώ στη μάχη (σελ. 111)
Στην άκρα του Ριζόκαμπου βρισκόταν ο Αφέντης (σελ. 123)
Πήγε να του αποκριθεί, να τον καλωσορίσει (σελ. 123-124)
Γυναίκα αργοκίνητη με παρδαλό φουστάνι (σελ. 193)
Αλέξιε δεν μαθαίνεται με ζγουραφιές ο κόσμος (σελ. 262)
Μέσα στη φούρκα του χιονιά φάνηκε στην πλατεία (σελ. 277)
Έλειπε ο Αλέξιος στη φύλαξη του κάστρου (σελ. 278)
Η πιο γλυκιά αναδρομή στα παιδικά της χρόνια (σελ. 294-295)
Κατά τα λυχνανάμματα σηκώθηκα να φύγω (σελ. 359)
Βλέπω τα ίδια πράγματα, γροικώ τους ίδιους ήχους (σελ. 376)
Απρίλης μήνας, Σάββατο, νομίζω του Λαζάρου (σελ. 378)
Την είδα να τινάζεται και να πετιέται πάνω (σελ. 387)
    

Saturday, March 19, 2016

Jia Zhang-ke, Πέρα από τα βουνά




Πριν ξεκινήσουμε, να πούμε ότι παίζεται τώρα στους κινηματογράφους.  
 Έχουμε παρουσιάσει ήδη τρεις ταινίες του Τζια Τζανγκ-Κε (Τζια το επώνυμο, Τζανγκ-κε το όνομα), την «Ακίνητη ζωή», τον «Πορτοφολά» και την «Πλατφόρμα».  Σειρά έχει σήμερα το «Πέρα από τα βουνά», τίτλος που του δώσαμε εμείς, «Mountains may depart», τίτλος που του έδωσαν οι αγγλόφωνοι, και 山河故(shan he gu ren), ο τίτλος που του έδωσε ο σκηνοθέτης, και που θα τον μεταφράζαμε, λίγο ελεύθερα, «Ο παλιόφιλός μου από το χωριό».
Δεν είχα φανταστεί ότι ο τίτλος αυτός είναι ειρωνικός. Ο «παλιόφιλος» έπιασε την καλή, ενώ ο φίλος του είναι εργάτης σε ορυχείο. Φλερτάρουν την ίδια κοπέλα, η οποία έχει κάτι σαν φαστφουντάδικο. Ο πλούσιος τη θέλει. Και για να κάνει τον άλλο πέρα αγοράζει το ανθρακωρυχείο όπου δουλεύει, πολύ φτηνά γιατί η τιμή του άνθρακα όλο και πέφτει, μόνο και μόνο για να του προτείνει να τον προωθήσει στη δουλειά, αλλά με ένα αντάλλαγμα: να κάνει πίσω με την κοπέλα, γιατί τη θέλει αυτός, αλλιώς να σηκωθεί να φύγει.
Εσείς στη θέση του τι θα κάνατε;
Ελπίζω ό,τι και αυτός: θα τα βροντούσατε.
Δεν κέρδισε τίποτα.
Η κοπέλα ποιον από τους δυο διάλεξε;
Εσείς οι γυναίκες που διαβάζετε αυτές τις γραμμές ποιον θα διαλέγατε;
Φυσικά τον πλούσιο.
Έτσι έκανε κι αυτή.
Αυτός, απογοητευμένος, πήρε των ομματιών του και έφυγε. Όχι, δεν είχε σκοπό να ξαναγυρίσει. Μάλιστα πέταξε τα κλειδιά του σπιτιού του στην ταράτσα.
Αλλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Γι’ αυτήν, εννοούμε.
Και πηδάμε στο έτος 2014 (ήμασταν στο 1999).
Ο δικός της βρήκε άλλη γυναίκα και την παράτησε. Και ως πλούσιος, της πήρε και την επιμέλεια του παιδιού. Και το χειρότερο, ετοιμάζεται να τον πάρει και να πάνε στην Αυστραλία. Μάλλον οι δουλειές του δεν είναι και τόσο καθαρές, και θέλει να ξεφύγει. Όσο για το φίλο του, το βλέπουμε νιόπαντρο με ένα μωρό, όμως η δουλειά του κατέστρεψε τα πνευμόνια. Χρειάζονται λεφτά για την εγχείρηση και τις χημειοθεραπείες. Θα γυρίσουν στην πατρίδα. Και η γυναίκα του θα απευθυνθεί σ’ εκείνη τη φίλη που αγαπούσε (βρήκε την πρόσκληση γάμου που του έδωσε πάνω σ’ ένα τραπέζι). Θα της δώσει χρήματα. Μάλλον θα παίρνει μια καλή διατροφή.
Και πηδάμε σε ένα φανταστικό 2024, στην Αυστραλία. Ο γιος, τώρα παλικάρι.
Ο Τζια Τζανγκ-κε, γεννημένος το 1970, ανήκει στους σκηνοθέτες της λεγόμενης 6ης γενιάς. Έχουν περίπου την ίδια θεματική: τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Κίνα την εποχή της καπιταλιστικής της ανάπτυξης, έστω και με κομμουνιστική διαχείριση, και της παγκοσμιοποίησης, κυρίως στις ανθρώπινες σχέσεις. Πλουτισμός από τη μια μεριά και εξαθλίωση από την άλλη. Λατρεία του χρήματος, ξενικές επιρροές. Ο πλούσιος έφτασε στο σημείο να αλλάξει το όνομά του, το έκανε Peter. Ξέρω ότι πολλοί κινέζοι, δίπλα στο κινέζικο όνομά τους επιλέγουν και ένα δυτικό.
Μήπως κάνουν καλά;
Τη δασκάλα μου στον ελληνοκινεζικό σύνδεσμο την θυμάμαι με το δυτικό όνομά της, Helen, και όχι με το κινέζικο.
Ο γιος, αποκομμένος από τη μητέρα του με την οποία δεν είχε επικοινωνήσει όλα αυτά τα χρόνια, μάλλον δεν έχει ξεπεράσει το οιδιπόδειο σύμπλεγμα: τα φτιάχνει με τη δασκάλα του των αγγλικών. Σχεδόν ξεχνάει τη μητρική του γλώσσα. Για να κάνει μια σοβαρή συζήτηση με τον πατέρα του που δεν έμαθε και τόσο καλά αγγλικά (θέλει να εγκαταλείψει τις σπουδές του, πράγμα το οποίο αυτός δεν θέλει ούτε να το ακούσει) φωνάζει τη δασκάλα του για να κάνει το διερμηνέα.
Όμως το πιο συγκλονιστικό είναι το τέλος.
Η μητέρα του, μέσα σε ένα ερημικό τοπίο στο οποίο πέφτει χιόνι, χορεύει στον ξέφρενο ρυθμό ενός δυτικού τραγουδιού.
Μήπως βρίσκεται και ο Τζιαν Τζανγκ-κε στην αναζήτηση της κινεζικότητας, όπως εμείς της ελληνικότητας;
Καθόλου, την κινεζικότητα τη θεωρεί χαμένη. Η παγκοσμιοποίηση θα καταπιεί τα πάντα.
Η ιστορία είναι και εδώ το πρόσχημα για να μας παρουσιάσει ο σκηνοθέτης το φόντο. Ελάχιστο σασπένς υπάρχει. Δεν μπαίνει καν στον κόπο να μας πει τι έγινε με τον ανθρακωρύχο, παραβιάζοντας ένα βασικό αφηγηματικό κώδικα.
Το ύφος του Τζιαν Τζανγκ-κε μας είναι γνωστό και από τις ταινίες του που έχουμε δει μέχρι τώρα: αργοί ρυθμοί, αλλά όχι υπερβολικά όπως στις ταινίες του Αγγελόπουλου, μικροί διάλογοι, αλλά όχι η μούγκα που υπάρχει στον Αγγελόπουλο. Η κάμερα εστιάζει στα πρόσωπα, εκφραστικά των συναισθημάτων που νοιώθουν εκείνη τη στιγμή. Ακόμη και στους διαλόγους δεν δείχνει εναλλάξ τα άτομα που συνδιαλέγονται, παρά μόνο το πρόσωπο εκείνου που η συζήτηση τον αφορά περισσότερο, και συνήθως τον αναστατώνει.
Είχα σκοπό να ασχοληθώ με τους κινέζους πιο συστηματικά σε ένα project που αφήνω για αργότερα, την μελέτη του κινέζικου κινηματογράφου. Όμως καθώς η ταινία παίζεται τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές στους κινηματογράφους, και καθώς μου άρεσε πάρα πολύ, λέω να τον δω και αυτόν «πακέτο», δηλαδή να δω και όσες άλλες ταινίες του έχω, κάνοντας μια συνολική ανάρτηση. Εξάλλου ήδη το έχω κάνει σε τέσσερις ακόμη σκηνοθέτες. Αυτοί είναι οι Diao Yinan, Li Yang,  Zhang Yang και Lou Ye.
Είναι ένα έργο που δεν πρέπει να το χάσετε.