Book review, movie criticism

Thursday, June 23, 2016

Ανέκδοτο: ο Αϊνστάιν στην Ελλάδα

«Έρχεται ο Αϊνστάιν στην Ελλάδα και τον καλούνε σε μια δεξίωση. Καθώς πίνει το απεριτίφ του τον πλησιάζει ένας και του λέει:
- Καλησπέρα σας κύριε Αϊνστάιν, τιμή μας να σας έχουμε απόψε μαζί μας
- Τιμή δική μου, απαντάει ο μεγάλος επιστήμων. Αν επιτρέπετε τι IQ έχετε;
- 250, απαντάει αυτός.
  Τότε ο Αϊνστάιν του πιάνει συζήτηση για τη θεωρία της σχετικότητας, τις μαύρες τρύπες, και
άλλα σχετικά. Λίγο αργότερα κι ενώ έτρωγαν το ορεκτικό τους ένας κύριος που καθόταν αριστερά του, τού λέει:
- Μεγάλη τιμή μας κάνετε κύριε Αϊνστάιν να βρίσκεστε εδώ μαζί μας.
- Δική μου η τιμή ευγενικέ κύριε, απάντησε ο Αϊνστάιν. Τι IQ έχετε ευγενικέ κύριε;
- 150.
  Του πιάνει λοιπόν κουβέντα ο Αϊνστάιν για το διεθνές δίκαιο, για τα
προβλήματα που ανακύπτουν από τα πειράματα γενετικής (εδώ είναι που κολλάει το ανέκδοτο) κ.ο.κ. Λίγο αργότερα κι ενώ έτρωγε το κυρίως πιάτο του, αυτός που καθόταν δεξιά του του λέει:
- Είναι μεγάλη μου τιμή να τρώω δίπλα σ’ έναν τόσο μεγάλο επιστήμονα.
- Δική μου η τιμή, απάντησε ο Αϊνστάιν, τι IQ έχετε;
- 100.
  Του πιάνει λοιπόν κουβέντα για την κυβέρνηση, για τα επιτόκια, το
χρηματιστήριο, την τιμή της βενζίνης κ.ο.κ. Λίγο αργότερα κι ενώ έτρωγαν επιδόρπιο ο κύριος που καθόταν απέναντί του τού λέει:
- Είναι πάρα πολύ μεγάλη μου τιμή να σας έχω απέναντι μου κύριε Αϊνστάιν.
- Δική μου η τιμή κύριε, τι IQ έχετε;
- 50.
Του πιάνει λοιπόν κουβέντα ο Αϊνστάιν για τον big brother, τη Φάρμα, τον Πιο αδύναμο κρίκο, τον Τριανταφυλλόπουλο, τον Ευαγγελάτο και δε συμμαζεύεται. Καθώς έπιναν καφέ, τον πλησιάζει ένας κύριος και του λέει με τη σειρά του.
- Πολύ μεγάλη μας τιμή κύριε Αϊνστάιν να βρίσκεστε σήμερα μαζί μας.
- Δική μου η τιμή. Ποιο είναι το IQ σας;
- 10.
Κι ο Αϊνστάιν τον ρωτάει:
- Πώς πάει ο Παναθηναϊκός;»


Tuesday, June 21, 2016

Το τραγούδι της Σούσας (απόσπασμα από το βιβλίο μου Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας)



Μα όποιος δεν εγάπησε και θέλει ν' αγαπήση,
να τονέ φάνε τα θεργιά, κι η θάλασσα, κι η ζήση.
Ετσά κι η Σούσα, η λυγερή, τση Κρήτης η κολώνα,
εγάπα το Σαλή - Μπαχρή, στα πλούτη και στα φρόνια.
Ετσά η Σούσα, η λυγερή, τση Κρήτης το καμάρι,
εγάπα το Σαλή - Μπαχρή, άντρα να τονέ πάρη.
Ετσά κι η Σούσα, η λυγερή, του Κάστρου το ντιλμπέρι,
εγάπα το Σαλή - Μπαχρή, να τονέ κάμη ταίρι.
  Το τραγούδι της Σούσας, που γνώρισε αρκετές παραλλαγές, βρίσκεται στον αντίποδα της επικοηρωικής αφηγηματικής ποίησης. Εδώ περιγράφεται ο έρωτας μιας Κρητικοπούλας, της Σούσας, με ένα νεαρό Τούρκο, τον Σαλή Μπαχρή. Ο αδελφός της όμως που τους ανακαλύπτει, τη μαχαιρώνει. Ο Σαλή Μπαχρής κάνει σαν τρελός για να τη σώσει, επειδή όμως δεν τα καταφέρνει, μαχαιρώνεται και ο ίδιος. Ο έρωτας θριαμβεύει πάνω από εθνικές και θρησκευτικές διαφορές.
Σαν είδε το Σαλή - Μπαχρή η Σούσα κι αποθαίνει,
εγύρισε στση μάνας τση κι αυτά τα λόγια λέει:
- Το βασιγέτι, πούκαμα, το χάλασα και μόνο
να μη με θάψεις μάνα μου εις την Αγιά - Τριάδα,
μόν' κει που θάψουν το Μπαχρή εις την δεξιάν του μπάντα.
Τόσο εξημέρωνε κι εγάρνιζεν η μέρα, (σελ. 111)
εψυχομάχειε η λυγερή του Κάστρου η περιστέρα.
Σιμά σιμά τα βάλανε τα άσορτα κορμιά ντως,
για να λυγίζουν τσι καρδιές από τα βάσανά ντως.
Εκειά, που θάψανε το νιο, εβγήκε κυπαρίσσι,
κι εκειά που θάψανε τη νια εβγήκε καλαμιώνας.
Κάθε πρωί, κάθε βραδύ, και κάθε νιο φεγγάρι,
έσκυφτεν ο κυπάρισσος κι εφίλειε το καλάμι.
Κάθε Σαββάτο, Κυριακή και κάθε μπαϊράμι,
έσκυφτεν ο κυπάρισσος κι εφίλειε το καλάμι.
Ένας παπάς επέρασε κι είδεν τα κι εφιλιούντο.
Τα γένια του έπιασε σφιχτά κι ήρχισε να φωνάζει:
- Αμάν Αλλάχ, γειτόνοι μου, αμάν Αλλάχ παιδιά μου,
τούτα τα ξένα τα ορφανά, τα πολυαγαπημένα,
ως εφιλιούντο ζωντανά, φιλιούνται αποθαμένα.

Thursday, June 16, 2016

Το χωριό μου

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, Γιώργος Βλάχος και Νίκος Δημ. Νικολαΐδης, Ήρωες του Στέλιου Ανεμοδουρά



Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, Γιώργος Βλάχος και Νίκος Δημ. Νικολαΐδης, Ήρωες του Στέλιου Ανεμοδουρά, C&C publications, 2015, σελ. 338

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μια ιστορία των κόμικς με επίκεντρο το έργο του Ανεμοδουρά

Τον ήξερα σαν Θάνο Αστρίτη. Αργότερα έμαθα ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Στέλιος Ανεμοδουράς. Είναι αυτός που έγραφε τον Μικρό ήρωα, το αγαπημένο μου ανάγνωσμα στα μαθητικά μου χρόνια. Ο Γιώργος Θαλάσσης, ο Σπίθας και η Κατερίνα, οι οποίοι μάχονταν με γενναιότητα και επινοητικότητα τους γερμανούς, ήσαν οι ήρωες που με συντρόφευαν στα παιδικά μου χρόνια.
Θυμάμαι.
Αγοράζαμε από τον Γιώργη τον Τωμαδάκη, το φίλο που χρηματοδότησε την έκδοση του βιβλίου μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά», Μικρούς Ήρωες που είχε διαβάσει, δυο δραχμές τους τρεις. Το καινούριο τεύχος έκανε δύο δραχμές.
Είχα βρεθεί με λεφτά και αγόρασα φαίνεται καμιά δεκαριά. Την επομένη ξεκινώ για το σχολείο (δημοτικό πάντα). Δεν πήγαινα από τον αμαξιτό αλλά από το μονοπάτι της Πατσουνάκας, μέσα από τα περβόλια. Είχα φτάσει στον καλαμιώνα όταν ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι είχα πονοκέφαλο. Μα τι λέω, πιάνω το μέτωπό μου, μου φαίνεται πως καίει. Σίγουρα έχω πυρετό. Δεν μπορώ να πάω άρρωστος σχολείο. Γυρνάω πίσω και λέω στη μάνα μου ότι δεν νοιώθω καλά. Ξεντύνομαι και ξαπλώνω στο κρεβάτι. Και αρχίζω να διαβάζω τον ένα Μικρό Ήρωα μετά τον άλλο.
Υποφέρω από γαστρίτιδα. Αυτό είμαι σίγουρος ότι οφείλεται στο Μικρό Ήρωα. Κάθε μεσημέρι που γύριζα από το σχολείο με περίμενε τουλάχιστον ένας Μικρός Ήρωας για να τον διαβάσω. Έτρωγα το φαγητό μου γρήγορα γρήγορα για να πέσω με τα μούτρα στο αγαπημένο μου ανάγνωσμα. Ε, πώς να μην πάθει το στομάχι μου.
Όμως για τον Μικρό Ήρωα γράφω και στο βιβλίο μου για το χωριό μου. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα.
  «Και δεν διαβάζαμε;
  «Τα μαθήματα μας ελάχιστα. Διαβάζαμε όμως πολύ παραμύ­θια, στα 7-8 χρόνια μας, μετά «Γκαούρ Ταρζάν», «Γκρέκο, ο ήρως των γηπέδων» και προ παντός «Μικρό Ήρωα», με τις περιπέτειες του Παιδιού-Φάντασμα. Τι αποστασιοποιήσεις και πράσινα άλογα. Το τεύχος που σκοτώθηκε ο Διαβολάκος και το Ζουζούνι το διαβάζαμε μαζί με ένα φίλο μου, δώδεκα χρονών και οι δυο, και χύναμε μαύρο δάκρυ» (σελ. 96).
  Στο βιβλίο αυτό διαβάζω με έκπληξη ότι ο Στέλιος Ανεμοδουράς δεν έγραψε μόνο τον Μικρό Ήρωα αλλά και πάρα πολλά άλλα κόμικς και εικονογραφημένα της εποχής που δεν έφταναν στο χωριό μου. Αλλά να παραθέσω ένα απόσπασμα από τον γενικό πρόλογο του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη.
  «Ο Στέλιος Ανεμοδουράς υπήρξε μια ξεχωριστή μορφή στο χώρο του λαϊκού αναγνώσματος και των εικονογραφημένων για περίπου πενήντα χρόνια. Καταπιάστηκε σχεδόν με κάθε είδος από τα παραπάνω και η εκδοτική του καριέρα συνδέθηκε με την επιτυχία. Το όνομά του συνδέθηκε περισσότερο από όλα με τη δημιουργία του Μικρού Ήρωα, ενός λαϊκού αναγνώσματος που γαλούχησε τρεις γενιές ελληνοπαίδων. Η χρήση μιας γλώσσας απλής μεν αλλά ποιοτικής και προσεγμένης υπήρξε το μεγάλο εφόδιο του Μικρού Ήρωα» (σελ. 19).
  Επειδή υπάρχει μια τάση να υποτιμάται το κόμικ ως ευρισκόμενο στον ίδιο παραδειγματικό άξονα με την παραλογοτεχνία, θα παραθέσω άλλο ένα απόσπασμα από τον ίδιο πρόλογο.
  «Το κόμικ δεν είναι μόνο ένα ευχάριστο ανάγνωσμα αλλά ένα διαπολιτισμικό μέσο μεταφοράς της κουλτούρας και της ιστορίας μεταξύ των λαών. Τα εκατομμύρια αντίτυπα του Τεντέν, του Αστερίξ, του Ιζνογκούντ αλλά και του Λούκυ Λουκ, πέρα από την ψυχαγωγία, μπόλιασαν με γνώση τους αναγνώστες, με ιδέες και πληροφορίες σχετικές με την Αμερική του 19ου αιώνα, με την παλιά Γαλλία, και με ήθη και έθιμα ανατολικών κρατών. Όλες αυτές οι πληροφορίες σωρεύονται και δημιουργούν στο νέο άνθρωπο μια βάση δεδομένων που λειτουργεί δυναμικά, σε συνέργεια με τις αναμφισβήτητα απαραίτητες προσθήκες του σχολείου και με την πιθανή ανάγνωση άλλων λογοτεχνικών βιβλίων» (σελ. 18).
  Θα παραθέσω και μια δική μου μαρτυρία.
  Με τον Μικρό Ήρωα αποφοίτησα από την παιδική λογοτεχνία, την ίδια χρονιά που αποφοίτησα και από το δημοτικό. Στην λογοτεχνία εισήλθα στην πρώτη γυμνασίου με το «Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο», για να ακολουθήσει στη δευτέρα γυμνασίου ο «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι, και στη συνέχεια τα κορυφαία μυθιστορήματά του. Έτσι άκουγα με δυσπιστία τον φίλο μου το Δημήτρη (του έχω αφιερώσει το βιβλίο μου «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα», γιατί αυτός με μύησε στα παραψυχικά φαινόμενα) που μου μιλούσε με ενθουσιασμό για τον Αστερίξ. Κάποια στιγμή είπα να διαβάσω ένα τεύχος να δω πως είναι. Και ενθουσιάστηκα. Ήταν τέλη της δεκαετίας του ’70.
  Εκείνη την εποχή μετέφρασα για έναν τυπογράφο που είχε και εκδοτικές φιλοδοξίες το «Ιστορικό μυθιστόρημα» του Γκέοργκ Λούκατς, που τελικά έμεινε ανέκδοτο. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν ένα λατινικό ρητό που συνάντησα εκεί το βρήκα μερικές μέρες αργότερα στον Αστερίξ.  
  Το ρητό δεν το θυμάμαι, ήμουν τότε αρκετά μεγάλος, 29 χρονών. Θυμάμαι όμως τον Ίντσου Να Τιάρα Λαμάτα, τον Γενναίο Αετό με την Τρυφερή Καρδιά του «Γκρέκο, ο ήρως των γηπέδων». Ήμουν τότε μόλις 10 χρονών, γι’ αυτό το θυμάμαι.  
  Με στενοχώρησε πολύ που σταμάτησε γρήγορα η κυκλοφορία του. Διαβάζω εδώ ότι κυκλοφόρησε σε μόλις 72 τεύχη, από τον Απρίλη του 1959 έως τον Σεπτέμβρη του 1960.
  Παρεμπιπτόντως να πω ότι πολύ μου άρεσε και ο Γκαούρ Ταρζάν. Ακόμη θυμάμαι ατάκες του και αστεία επεισόδια. Το παρακάτω το αφηγούμαι αρκετά συχνά.
  Οι άγριοι συλλαμβάνουν τον Ποκοπίκο. Πρόκειται να τον εκτελέσουν. Και τον ρωτά ο φύλαρχος: -Πριν σε εκτελέσουμε, θέλουμε να μας πεις την τελευταία σου επιθυμία. Και ο Ποκοπίκο: –Θέλω να πεθάνω από βαθιά γηρατειά.
  Τον Γκαούρ Ταρζάν τον έγραφε ο Νίκος Ρούτσος και τον Γκρέκο, ο ήρως των γηπέδων ο Γιώργος Μαρμαρίδης. Ναι, με επίκεντρο την προσωπικότητα του Στέλιου Ανεμοδουρά οι τρεις συγγραφείς, Παπαδάκης, Βλάχος και Νικολαΐδης μιλάνε για όλα τα σχετικά έντυπα που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα κάνοντας συχνές αναφορές και στα έντυπα του εξωτερικού, παραθέτοντας ταυτόχρονα έξοχο φωτογραφικό υλικό. Εξαιρετική η δουλειά τους, συνιστώ το βιβλίο ανεπιφύλακτα.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Saturday, June 11, 2016

Εύα Στάμου, Η εκδρομή



Εύα Στάμου, Η εκδρομή, Αρμός 2016, σελ. 242

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα πάνω στις σχέσεις των δύο φύλων.

Έχουμε ήδη γράψει και για άλλα τέσσερα έργα της Εύας Στάμου, το «Ντεκαφεϊνέ», τον «Εθισμό», τις «Μεσημβρινές συνευρέσεις» και την «Επέλαση της ροζ λογοτεχνίας». Σειρά έχει σήμερα η «Εκδρομή», ένα «ψυχολογικό μυθιστόρημα» όπως το χαρακτηρίζει.
Δεν είναι η μόνη που εμπνέεται από τον επαγγελματικό της χώρο για τα μυθιστορήματά της (με διδακτορικό στην ψυχολογία, εργάζεται ως ψυχοθεραπεύτρια). Ο Ίρβιν Γιάλομ, η Μάρω Βαμβουνάκη είναι σε όλους γνωστοί. Και ο Μανόλης Πρατικάκης, ψυχίατρος και ποιητής, τελευταία εναλλάσσει την ποίηση με την πεζογραφία, γράφοντας πεζά τα οποία εμπνέεται από τον επαγγελματικό του χώρο, όπως «Τα αφηγήματα ενός ψυχίατρου».  
Έχει ειπωθεί ότι ο Δον Ζουάν στις πολλές κατακτήσεις του δεν αναζητούσε την ηδονή αλλά την επιβεβαίωση. Πάντως πιστεύω ότι το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Πολλές αιτίες μπορεί να οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα, όπως και μια αιτία μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερα από ένα αποτελέσματα. Η αναζήτηση της ηδονής είναι δεδομένη, με δεύτερο αίτιο, ίσως μεγαλύτερης βαρύτητας, την ανάγκη επιβεβαίωσης.
Δεν μπορούν όλοι να έχουν πλήρη ενόραση του εαυτού τους, το αντίθετο μάλιστα. Συχνά τις διάφορες επιλογές μας τις αιτιολογούμε με εκλογικεύσεις. Η εκλογίκευση του Παύλου είναι ότι δεν θέλει την δέσμευση, δεν θέλει να θυσιάσει την ελευθερία του στο συζυγικό ζυγό (να γράψω άλλη μια φορά ότι στα κρητικά, ένα αντώνυμο του «παντρεμένος» είναι και το «ελεύθερος», και στα δυο γένη). Όμως η Νάντια υποπτεύεται άλλα πράγματα.
«Της λέει ότι τον πιάνει άγχος στη σκέψη πως λίγους μήνες μετά τη γνωριμία η επαφή χάνει τη γοητεία της κι Νάντια καταλαβαίνει πόσο λίγος νιώθει, πόσο φοβάται ότι η συχνή επαφή με μια γυναίκα θα φέρει στην επιφάνεια τις ελλείψεις του» (σελ. 32).
Και πιο κάτω, σκέφτεται πάλι η Νάντια.
«Κατέστρεφε τα πάντα από φόβο ότι, αν τον μάθαιναν καλύτερα, θα αντιλαμβάνονταν πόσο ανάξιος της αγάπης ήταν» (σελ. 96).
Έχει γίνει άραγε πιο ώριμος, έχει ξεπεράσει τα συμπλέγματά του, ή η Νάντια είναι διαφορετική;
Ίσως και τα δυο.
Σκέφτεται τον μόνιμο δεσμό. Κάποια στιγμή θα της ζητήσει να συγκατοικήσουν. Και θα συγκατοικήσουν.
Ποια θα είναι η συνέχεια;
Υπάρχουν ειδολογικές αναμονές. Σε μια κωμωδία περιμένουμε το happy end. Το ίδιο και στη ροζ λογοτεχνία. Στην «υψηλή λογοτεχνία» όμως (έτσι ονομάτισε μια ιστοσελίδα του ο φίλος μου ο Γιώργος ο Παπαδάκης, περιορίζοντάς την όμως στην ξένη) δεν μπορούμε να έχουμε αφηγηματικές αναμονές. Το τέλος είναι πάντα ανοιχτό. Στο «Monte Mario» του Carlo Cassola το τέλος μένει ανοιχτό μέχρι την τελευταία σελίδα. «Έπρεπε να σου τηλεφωνήσω για να σου πω ότι είχα αποφασίσει να σε παντρευτώ». Όμως δεν του τηλεφώνησε. Του το λέει τώρα. Κλαίγοντας.
Την αγαπούσε. Τι θα αποφασίσει άραγε;
Αποφάσισε το μεγάλο όχι.
Τι θα γίνει όμως με τους ήρωες της Στάμου;
Να μην αποκαλύψω το τέλος, μπορείτε να αγοράσετε το βιβλίο. Αν και στην καλή λογοτεχνία σημασία δεν έχει η Ιθάκη αλλά το ταξίδι στη θάλασσα της λογοτεχνικότητας του έργου.
Να ρίξω τώρα μια ματιά στις υπογραμμίσεις μου.
«-…Η σχέση μας έχει μια ανυπόφορη επισημότητα που με πνίγει. Θέλω να χωρίσουμε. Θέλω να γνωρίσω κάποιον που όταν θα είναι μαζί μου να τρώει την μπριζόλα του με τα χέρια του και θα αφήνει την σάλτσα να τρέχει στο πηγούνι του».
-Καλή τύχη! Είμαι σίγουρος ότι δεν θα δυσκολευτείς να βρεις τον Νεάντερταλ που ψάχνεις» (σελ. 12).
Περίεργο. Η μέση γυναίκα θα εγκατέλειπε τον άντρα ακριβώς για αυτό το λόγο.
«Δεν τον ενδιέφερε και τόσο να παίρνει ρίσκα, όσο το να ικανοποιεί την παρτενέρ του και μέσω της δικής της ευχαρίστησης να επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά τον ανδρισμό του» (σελ. 35).
Τελικά υπάρχει και σ’ αυτόν η αιτία που ταλαιπωρεί τον Δον Ζουάν, η ανάγκη επιβεβαίωσης του ανδρισμού του.
Και θυμήθηκα το σαν-ανέκδοτο.
-Γιατί οι γυναίκες υποκρίνονται οργασμό;
-Γιατί νομίζουν ότι μας νοιάζει.
Σε μια φίλη μου που το είπα σχολίασε: Σας νοιάζει και σας παρανοιάζει.
Διαβάζουμε:
«Η Νάντια δεν αποσκοπούσε στο ν’ αλλάξει τον Παύλο ή να τον επηρεάσει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, απλά απολάμβανε το τώρα» (σελ. 46-47).
Η Νάντια. Γιατί οι άλλες γυναίκες…
Αλλά να πω πάλι το σαν-ανέκδοτο.
Όταν παντρεύεται μια γυναίκα φιλοδοξεί να αλλάξει τον άνδρα. Όμως ο άνδρας δεν αλλάζει.
Όταν παντρεύεται ένας άντρας πιστεύει ότι η γυναίκα του θα μείνει έτσι όπως είναι. Όμως κάνει λάθος. Η γυναίκα αλλάζει.
«… ο Παύλος κατάλαβε με απογοήτευση ότι δεν ήταν η αποδοχή της κατάστασης που ώθησε την Ελισάβετ να επιστρέψει, μα η επιθυμία της να τον αλλάξει» (σελ. 51).
Προς επίρρωση των παραπάνω.
«Πέρασε από το μυαλό της ότι ο Παύλος είχε ξανάρθει….» (σελ. 60) με άλλες γυναίκες, στο ξενοδοχείο που είχαν κλείσει δωμάτιο για να περάσουν τη βραδιά.
Και θυμήθηκα το ανέκδοτο.
«Φτάνουν στο strip club και ο πορτιέρης λέει στον άντρα της. AdTech Ad
- Γεια χαρά Κώστα! Τι κάνεις;
Η σύζυγος τότε τον ρωτάει αν είχε ξαναπάει σε αυτό το στριπτιτζάδικο, αλλά ο Κώστας της λέει:
- Όχι, απλά πηγαίνουμε μαζί στο γυμναστήριο.
Όταν κάθισαν, η σερβιτόρα ρωτάει τον Κώστα αν θα πάρει το συνηθισμένο του ποτό και του φέρνει τη μάρκα ουίσκι που του αρέσει. Η σύζυγος αρχίζει να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά και τον ρωτάει:
- Από πού και ως πού ήξερε η σερβιτόρα ποιο ποτό πίνεις συνήθως;
- Έρχεται κι αυτή στο ίδιο γυμναστήριο και μια φορά συζητάγαμε σχετικά με ποτά.
- Ας το καταπιώ κι αυτό, λέει η σύζυγος.
Μετά από κάποια ώρα έρχεται και μια στρίπερ στο τραπέζι τους, κάθεται στα πόδια του, τον παίρνει αγκαλιά και του λέει:
- Γεια σου Κωστάκη μου! Να σου κάνω το χορό που σε τρελαίνει;
Η σύζυγος πλέον είναι έξω φρενών αρπάζει την τσάντα της και φεύγει τρέχοντας από το στριπτιτζάδικο. Ο Κώστας τρέχει από πίσω της και την βλέπει να μπαίνει σε ένα ταξί. Προτού προλάβει η σύζυγος να κλείσει την πόρτα, ο Κώστας προλαβαίνει και μπαίνει μέσα στο ταξί μαζί της. Προσπαθεί απεγνωσμένα να τα μπαλώσει, λέγοντάς της πως η στριπτιτζού τον πέρασε για κάποιον άλλο. Η σύζυγος όμως δεν τον πιστεύει και αρχίζει να του φωνάζει, να τον βρίζει, να τον χτυπάει όλο νεύρα. Κι ο ταξιτζής που παρακολουθούσε την φάση, φτιάχνει λίγο τον καθρέφτη, κοιτάει προς τα πίσω το ζευγάρι που τσακώνεται και λέει:
- Κωστάκη, ζόρικο το γκομενάκι σήμερα, ε;».
Ευτυχώς το βρήκα στη google, δεν το θυμόμουνα και τόσο καλά.
  Εδώ και δυο χρόνια περίπου έχω τον ιδεοψυχαναγκασμό να ανιχνεύω ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους. Εδώ βρήκα τρεις.
Ο Παύλος χαμογέλασε χωρίς να σχολιάσει (σελ. 115)
Εκείνος ως πιο ώριμος και αποφασισμένος (σελ. 122)
Με κάποιους τα κατάφερνε, με κάποιους άλλους όχι (σελ. 194)
  Όμως, εδώ και λίγους μήνες, ο ιδεοψυχαναγκασμός μου διευρύνθηκε στο να ανιχνεύω και άλλα μέτρα. Παραθέτω δειγματικά:
«Με ολοκαίνουριες γόβες που τρίζουν» (ανάπαιστος, σελ. 29)
«Είχα ελπίσει για λίγο πως κάτι μπορούσε να γίνει» (δάχτυλος, σελ. 210)
«Πέντε ολόκληροι μήνες/ με την ίδια γυναίκα» (σελ. 211. Το πρώτο ημιστίχιο σε δάχτυλο και το δεύτερο σε ανάπαιστο).
Σε μια σελίδα μόνο εντόπισα τις παρακάτω φράσεις σε αμφίβραχυ: «Στην Αθήνα σκοπεύει να μείνει», «Μου βάζεις μια νέα παράμετρο», «αυτού που βιώνουμε ήδη», «να βλέπω τις φίλες μου», «…μου αρέσει να κάνω δηλώσεις» (σελ. 199). Μια κειμενογλωσσολογική μελέτη πάνω στα μέτρα που παρεισφρέουν στον πεζό λόγο θα είχε ενδιαφέρον, αλλά εγώ δεν είμαι γλωσσολόγος για να την επιχειρήσω.
Και συνειδητοποίησα ότι το μέτρο είχε νόημα την εποχή της προφορικότητας που βοηθούσε στην απομνημόνευση, και βέβαια σήμερα τους στιχουργούς στη μουσικότητα των στίχων τους για να γίνει πιο εύκολη η μελοποίηση, και ότι αυτό που κάνω με εμποδίζει να συγκεντρωθώ στο περιεχόμενο.
Όχι, δεν σκοπεύω να καταφύγω στην Εύα για να με θεραπεύσει, θα το προσπαθήσω μόνος μου. Για τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ίσως κάνω εξαίρεση.
Εξαιρετικό και αυτό το βιβλίο της Εύας, θα το απολαύσετε.

Μπάμπης Δερμιτζάκης