Book review, movie criticism

Friday, November 18, 2016

James Schamus, Indignation



James Schamus, Indignation (2016)

  Κι αυτή την ταινία μου τη σύστησε με θέρμη ο φίλος μου ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης. Και φυσικά την είδα. Και μου άρεσε πάρα πολύ.
  Μου άρεσαν κυρίως οι διάλογοι, ιδιαίτερα εκείνος ανάμεσα στον νεαρό Μάρκους και στον κοσμήτορα του κολλεγίου. Η Κωνσταντίνα Γαβαλά (ο σύνδεσμος που παραθέτω) γράφει χαρακτηριστικά: «Η συζήτηση μεταξύ του Markus και του Κοσμήτορα Caudwell διαρκεί περίπου ένα τέταρτο της ώρας και είναι πραγματικά κορυφαία και απογειώνει όλη την ταινία».
  Η τόση διάρκεια όχι μόνο δεν είναι κινηματογραφική, αλλά ούτε καν θεατρική. Πώς είναι δυνατόν να απογειώνει;
  Πρόκειται για λογοτεχνία. Ψάχνω στην βικιπαίδεια και βλέπω ότι το σενάριο είναι παρμένο από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ.
  Ο Ροθ, διάβασα κάπου, θεωρείται σήμερα ο κορυφαίος εν ζωή αμερικανός μυθιστοριογράφος. Όμως το «Βυζί» του, σουρεαλιστικό, δεν μου άρεσε ιδιαίτερα. Μου άρεσε όμως «Η νόσος του Πορτνόι». Μια και είδα την ταινία, και μια και είμαι ιδιοσυγκρασιακά συγκριτολόγος όπως με χαρακτήρισε ένας καναδός καθηγητής, είπα να διαβάσω και το βιβλίο.
  Όμως να δώσουμε μια σύντομη περίληψη της υπόθεσης.
  Ο Μάρκους είναι εβραίος. Σπουδάζει σε ένα κολλέγιο. Ερωτεύεται την Ολίβια. Στην πρώτη τους συνάντηση του τον παίρνει τσιμπούκι. Αυτός σοκάρεται, αποφεύγει να την ξαναδεί. Μάλλον θα το έχει κάνει και με άλλους. 
  Θα την ξαναδεί. Θα του εξηγήσει ότι το έκανε επειδή της άρεσε πάρα πολύ και ήθελε να τον ευχαριστήσει.
  Στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται μετά από εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας θα τον τελειώσει με το χέρι, κάτω από τα σκεπάσματα. Μια νοσοκόμα θα τους δει.
  Ο Μάρκους μαθαίνει ότι έχει κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, κόβοντας τον καρπό της. Το μαθαίνει όμως και η μητέρα του η οποία τον εξορκίζει να διακόψει. Τον βάζει να της υποσχεθεί. Υπόσχεται. Όμως σχεδόν αμέσως η Ολίβια εξαφανίζεται. Αναρωτιέται τι έγινε. Φοβάται μήπως αυτοκτόνησε. Ρωτάει, ξαναρωτάει, στο τέλος αναγκάζεται να καταφύγει στον κοσμήτορα για να μάθει τι της συνέβη. Αυτός του λέει ότι νοσηλεύεται μετά από νευρική κρίση σε νοσοκομείο, και ότι είναι έγκυος. Μήπως είναι αυτός ο υπεύθυνος;
  Ούτε κατά διάνοια. Δεν έκαναν ολοκληρωμένο σεξ.
  Ο Μάρκους, ακολουθώντας τη συμβουλή ενός συμφοιτητή του, θα βάλει κάποιον αντικαταστάτη, πληρώνοντάς τον εννοείται, στον υποχρεωτικό εκκλησιασμό. Το αποτέλεσμα είναι να ανακαλυφθεί και να αποβληθεί, και αυτό που προσπαθούσε να αποφύγει δεν θα το καταφέρει: θα τον στρατολογήσουν, θα τον στείλουν στην Κορέα και θα σκοτωθεί.
  Στην τραγωδία νοιώθουμε έλεος για τον τραγικό ήρωα γιατί ήδη από τη μυθολογία ξέρουμε το τέλος του. Στις τραγωδίες της Κρητικής Αναγέννησης που η υπόθεση δεν είναι γνωστή στο κοινό, το τέλος προσημαίνεται. Και σε πολλές μυθιστορηματικές και κινηματογραφικές αφηγήσεις θα δούμε αυτή την προσήμανση του τραγικού τέλους του ήρωα.
  Το ίδιο και εδώ. Ξέρουμε ότι ο Μάρκους θα σκοτωθεί στην Κορέα. Και μαζί με τα τραγικά αισθήματα δημιουργείται και το «σασπένς του πώς» κατέληξε να σκοτωθεί.
  Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη. Πώς γίνεται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση να μαθαίνουμε ότι ο ήρωας σκοτώθηκε;
  Η κλασική λύση είναι ο εγκιβωτισμός. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση συνήθως είναι ένα ημερολόγιο το οποίο ανακαλύπτει κάποιος και το δημοσιεύει. Χωρίς να προσημαίνει τον θάνατό του, ο Έριχ Μαρία Ρέμαρκ εγκιβωτίζει την αφήγηση του ήρωά του προκειμένου να μας πει ότι στο τέλος σκοτώθηκε, στο γνωστό και πρώτο μυθιστόρημα για μεγάλους που διάβασα ποτέ, μαθητής πρώτης γυμνασίου, το «Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο».
  Εδώ ο Ροθ κάνει κάτι άλλο: βάζει τον ήρωά του να μας αφηγείται, ενώ ήδη είναι νεκρός και το ξέρει.
  Πώς γίνεται αυτό;
  Ο λατινοαμερικάνικος μαγικός ρεαλισμός διαχέεται σιγά σιγά στην παγκόσμια λογοτεχνία.
  Τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται;
  Την επινόηση αυτή την συνάντησα στο μυθιστόρημα της Γιασμίνα Χαντρά «Τρομοκρατικό κτύπημα». Εκδόθηκε το 2005, ενώ το βιβλίο του Ροθ το 2008. Σ’ αυτό ο Μωχάμεντ Μουλεσεχούλ (το Γιασμίνα Χαντρά είναι ψευδώνυμο) βάζει τον ήρωά του να αφηγείται τον θάνατό του, in fine res.  
  Το είχε υπόψη του ο Ροθ;
   Η αγγλική μετάφραση εκδόθηκε το 2006. Ίσως όμως και να το διάβασε στα γαλλικά.
  Ο Scharmus είναι κατά βάση σεναριογράφος. Η «Αγανάκτηση» είναι η πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, και φυσικά υπογράφει και εδώ το σενάριο. Ακολουθεί κατά γράμμα τους περισσότερους διαλόγους του Ροθ, και φυσικά αυτό τον εκτενή στον οποίο αναφερθήκαμε πιο πριν. Καθώς όμως σε μια ταινία δεν είναι δυνατόν να χωρέσουν όλα όσα υπάρχουν στο μυθιστόρημα, κάνει έξυπνες επινοήσεις, συμπυκνώνοντας την πλοκή. Στο μυθιστόρημα ο Μάρκους έχει αρχικά τρεις συγκάτοικους. Αφού τσακώνεται με τον ένα, αλλάζει δωμάτιο στο οποίο έχει μόνο ένα συγκάτοικο. Μετά τσακώνεται και μ’ αυτόν όταν του βρίζει την Ολίβια, παρόλο που είχε δανειστεί το αμάξι του για το ραντεβού τους, και μετακομίζει σε άλλο δωμάτιο, μόνος. Ο Scharmus αφαιρεί τους δυο συγκάτοικους που είναι περιττοί στην πλοκή και προσθέτει τον επόμενο με το αμάξι, περιορίζοντας έτσι τη μετακόμιση σε μία.  
  Στη «Νόσο του Πορτνόι» υπέθεσα ότι ο Ροθ λίγο πολύ αυτοβιογραφείται. Στη βικιπαίδεια διαβάζω τώρα ότι αυτό συμβαίνει πράγματι σε πολλά του μυθιστορήματα. Στον περίφημο διάλογο με τον κοσμήτορα ο Μάρκους δηλώνει ότι είναι άθεος, όπως είναι και ο Ροθ. Του εξακοντίζει επιχειρήματα από το βιβλίο του Μπέρτραντ Ράσελ «Γιατί δεν είμαι χριστιανός».
  Στην ταινία, ο Μάρκους πέφτει λιπόθυμος βγαίνοντας από το γραφείο του κοσμήτορα. Ήταν η οξεία σκωληκοειδίτιδα που τον οδήγησε στο νοσοκομείο. Στο βιβλίο αυτό συμβαίνει λίγο αργότερα.
  Και κάποιες διαφορές.
  Στην ταινία, μετά την επίσκεψη της μητέρας του, ο Μάρκους από το παράθυρο του νοσοκομείου τη βλέπει να συνομιλεί με την Ολίβια στην αυλή. Η σκηνή αυτή δεν υπάρχει στο βιβλίο, αλλά είναι έξυπνη. Μπορούμε να υποθέσουμε τι διαμείφθηκε σ’ αυτό το διάλογο ανάμεσά τους.
  Ο έρωτας του Μάρκους για την Ολίβια δηλώνεται πιο απερίφραστα στην ταινία. Πληγωμένος από την ξιφολόγχη του κινέζου στρατιώτη, τον οποίο όμως πρόλαβε να πυροβολήσει και να σκοτώσει, τον ακούμε σε μια αποστροφή στην Ολίβια:
  «Με ακούς Ολίβια; Με ακούς που σου λέω ότι όλα είναι Ο.Κ; Ό,τι και να είναι, είναι Ο.Κ. Γιατί κάποιος σε αγάπησε πραγματικά. Τουλάχιστον αυτό πιστεύω ότι ήταν».
  Και συνεχίζει, ενώ στην οθόνη βλέπουμε την Ολίβια καθισμένη σε μια καρέκλα, γερασμένη, σε κάποια ψυχιατρική κλινική: «Πρέπει να το ξέρεις αυτό. Πρέπει να το ξέρεις, Ολίβια. Πρέπει να το ξέρεις».
  Την πολεμική σκηνή του τέλους που σκοτώνεται ο Μάρκους την έχουμε δει και στην αρχή. Δεν υπάρχει στο βιβλίο, αλλά ο Scharmus δεν θα έχανε την ευκαιρία.
  Και η μεγάλη διαφορά του μυθιστορήματος από την ταινία:
  Στην ταινία δεν μαθαίνουμε τις σκέψεις του Μάρκους κατά τη συζήτησή του με τον κοσμήτορα. Αυτό βέβαια ισχύει για κάθε κινηματογραφική μεταφορά μυθιστορήματος. Επίσης στη μεγάλη οθόνη δεν μπορούν να μεταφερθούν δοκιμιακά αποσπάσματα, παρά μόνο όσα είναι σε δεύτερο επίπεδο αφήγησης, δηλαδή στο στόμα των ηρώων, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ρητορικός χείμαρρος του Μάρκους εναντίον κάθε θρησκείας.
  Στο τέλος υπάρχει και ένα επεισόδιο το οποίο ο Scharmus δεν μπάζει στο μυθιστόρημά του. Οι φοιτητές, ξαναμμένοι από ένα χιονοπόλεμο, ορμούν στους κοιτώνες των κοριτσιών και αυνανίζονται πάνω στις κιλότες τους. Το χιόνι εμποδίζει την αστυνομία να καταφθάσει έγκαιρα. 18 άτομα θα αποβληθούν. Την ίδια ώρα ο συμφοιτητής με το αμάξι σκοτώνεται σε τροχαίο.
  Είναι πραγματικό το γεγονός ή επινοημένο;
  Πραγματικό.
  Αυτό το μαθαίνουμε επιλογικά, όπου ο Ροθ αναφέρεται και σε μια άλλη εξέγερση, 20 χρόνια αργότερα, με τους φοιτητές όχι να ασχημονούν, αλλά να καταφέρονται ενάντια στην καταπίεση που τους ασκείται στο κολλέγιο. Κανείς δεν θα αποβληθεί. Και θα καταργηθεί ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός.
  Και η σύμπτωση.
  Το «Σχολείο του σινεμά» του Γιάννη Καραμπίτσου έχει την Κυριακή την προβολή της ταινίας «Εάν», που αναφέρεται σε μια εξέγερση σε ένα αγγλικό κολέγιο. Ο Γιάννης θυμήθηκε κατόπιν και μια άλλη ταινία που αναφέρεται στην εξέγερση των φοιτητών ενός κολεγίου, το «Διαγωγή μηδέν» του Jean Vigo, και προγραμμάτισε την προβολή της για το Σάββατο, μαζί με το «Σχετικά με τη Νίκαια», βουβή ταινία του ίδιου σκηνοθέτη.
  Έχω ένα ακόμη βιβλίο του Ροθ, λέω να το διαβάσω και αυτό. Και να διαβάζω και κάθε άλλο που θα πέφτει στα χέρια μου.
 

Tuesday, November 15, 2016

Κωστής Παπαγιώργης, Σιαμαία και ετεροθαλή



Κωστής Παπαγιώργης, Σιαμαία και ετεροθαλή, Ροές 1987

  Για τον Κωστή Παπαγιώργη έχουμε ξαναγράψει, και συγκεκριμένα για  τα βιβλία του «Ντοστογιέφσκι», «Κέντρο δηλητηριάσεων» και «Σύνδρομο αγοραφοβίας». Σειρά έχει σήμερα το «Σιαμαία και ετεροθαλή».
  Τα «Σιαμαία και ετεροθαλή» είναι το δεύτερο βιβλίο που εξέδωσε. Αποτελείται από κείμενα που γράφηκαν σε διάφορα περιοδικά. Μισοδιαβασμένο, χάθηκε στο χάος των βιβλίων μου που παγιδεύτηκαν πριν δέκα  περίπου χρόνια σε ένα λεβητοστάσιο και το ανέσυρα, μαζί με άλλα, πριν λίγες μέρες.
  Με σπουδές στη φιλοσοφία είναι φυσικό αρκετά από τα κείμενά του να έχουν σχέση μ’ αυτήν. Κάποια  επίσης αναφέρονται σε λογοτέχνες. Έχω ξαναγράψει ότι τον θεωρώ σαν έναν από τους πιο σημαντικούς  νεοέλληνες δοκιμιογράφους και ότι μου αρέσει πολύ, και γι’ αυτό θα προχωρήσω κατευθείαν στο σχολιασμό κάποιων αποσπασμάτων. 
  «Αντίκρυ στον πρωτοφανή σφετερισμό των προβλημάτων της από τις επιστήμες του ανθρώπου: ψυχανάλυση, γλωσσολογία, σημειολογία, επιστήμες των δομών κτλ. η σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη δεν μπορεί παρά να αναγνωρίζει την κρίση της» (σελ. 145).
  Προσυπογράφω.
  «Η γραφή δεν είναι παρά η παράσταση της λαλιάς… (Ρουσώ). Η λαλιά σε σχέση με τη γραφή είναι ό,τι το αντικείμενο με τη φωτογραφία του (Σωσύρ)» (σελ. 152).
  Αυτό ισχύει μόνο για τις αλφαβητικές γλώσσες και όχι για τις ιδεογραμματικές, όπως η κινέζικη. Στο άρθρο μου «Σκέψεις και σχόλια για τη γλώσσα» έχω γράψει αναλυτικά.
  «Moi aussi jetais de trop: ήμουνα περιττός για την αιωνιότητα. Το παράλογο που θα συναγάγει παρακάτω ο Σαρτρ – σου μιλάω όπως κατάλαβες για τη Ναυτία-…» (σελ. 176).
  Δεν το θυμάμαι, το διάβασα πριν χρόνια, κι εγώ έτσι νοιώθω. Δεν με νοιάζει που η γη δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος, δεν με νοιάζει που είμαι μια κουκίδα μέσα σε έναν άπειρο χώρο, αλλά υπαρξιακά με βαραίνει το ότι είμαι ένας κτύπος μέσα στον άπειρο χρόνο.
  «Είναι, όπως έλεγε ο Λένιν για τους επαγγελματίες επαναστάτες, νεκρός επ’ αδεία» (σελ. 183).
  Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο, νοιώθω ακόμη απέραντο θαυμασμό γι’ αυτούς τους «νεκρούς επ’ αδεία».
  «Και τι υπάρχει βαθύτερο, για άλλη μια φορά, μέσα στο αθεμελίωτο και το ά-πειρο, από τη θρυλική ανάγκη του μύθον τινά διηγείσθαι;» (σελ. 210).
  Είναι ακριβώς αυτό που πραγματεύομαι στο δεύτερο βιβλίο μου «Η αναγκαιότητα του μύθου» (Θυμάρι, 1987). Όμως μιλάω ειρωνικά γι’ αυτή την αναγκαιότητα, και έχω αυτοσαρκαστεί κάποιες φορές από την ανάγκη που έχω νοιώσει να καταφύγω σε προσωπικούς μύθους. Γνωρίζοντας όμως αυτή τη «θρυλική ανάγκη» μπορώ και κάνω αυτοδιορθώσεις, δηλαδή να τους βλέπω ειρωνικά.
  Αυτά για τον Παπαγιώργη. Ό,τι βιβλίο του πέφτει στα χέρια μου θα το διαβάζω.

Monday, November 14, 2016

Paul Verhoeven, Elle (Εκείνη, 2016)



Paul Verhoeven, Elle (Εκείνη, 2016)

  Πριν ξεκινήσουμε, να πούμε ότι η ταινία παίζεται στο Ααβόρα art cinema Ιπποκράτους 180 (ΜΕΤΡΟ Αμπελόκηποι), Νεάπολη Τηλ.: 2106423271).
  Την ταινία μου τη  συνέστησε με θέρμη ο φίλος  μου Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, και μια και είχα ακούσει γι’ αυτήν είπα να τη δω.
  Στο imdb χαρακτηρίζεται ως drama, thriller. Τα θρίλερ δεν είναι (πια) ένα είδος που προτιμώ. Όμως η ταινία  αυτή ήταν κυρίως δράμα.
  Έχω ξαναπεί ότι θεωρώ το σασπένς ως μεγάλη αρετή σε μια  αφήγηση, μυθιστορηματική, κινηματογραφική ή ό,τι άλλο. Και ο Βερχόφεν μπάζει το θρίλερ με το σασπένς του στο δράμα για να κάνει την ταινία πιο συναρπαστική.
  Έχω γράψει για την παριολατρεία που χαρακτηρίζει κάποιους συγγραφείς, αλλά και σκηνοθέτες. «Η γειτονιά των καταφρονεμένων» του Κουροσάβα είναι η πιο εκπροσωπευτική του είδους, ενώ παρίες θα  δούμε και σε πολλά μυθιστορήματα της Ευγενίας Φακίνου. Θυμήθηκα τώρα και τον «Όλυμπο των αποκλήρων» της Γιασμίνα Χαντρά.
 Όμως υπάρχουν δυστυχισμένοι που δεν είναι υποχρεωτικά παρίες. Τέτοιοι είναι οι ήρωες του Βερχόφεν.
  Η Μισέλ, επιτυχημένη επιχειρηματίας κουβαλάει μια τραυματική παιδική ηλικία. Ο πατέρας της σκότωσε 27 άτομα και καταδικάστηκε σε ισόβια.  Δεν θέλει να  τον ξαναδεί, είχε εμπλακεί και η ίδια σ’ αυτή την ιστορία. Η μητέρα της μπλέκει με τεκνά. Η ίδια  είναι χωρισμένη, και παρατάει τον φίλο της, πανεπιστημιακό, όταν μαθαίνει πως τα έχει μπλέξει με μια φοιτήτρια. Ο γιος της  είναι περίπου προβληματικός, και έχει μπλέξει με  μια ακόμη πιο προβληματική κοπέλα,  την οποία  μάλιστα έχει παντρευτεί. Και επί πλέον τη Μισέλ την βιάζουν, το ίδιο άτομο,  με κουκούλα, τουλάχιστον τρεις φορές αν  θυμάμαι καλά.
  Εδώ βρίσκεται το θρίλερ. Όμως, ενώ όλα τα θρίλερ τελειώνουν με  την αποκάλυψη του «κακού», εδώ η ταινία δεν τελειώνει με την αποκάλυψή του, ο οποίος είναι άλλωστε προβλέψιμος. Είναι ένας τύπος  τον οποίο χαλβάδιαζε η Μισέλ, μάλιστα του την έπεσε κιόλας. Όμως ο ίδιος  μπορεί να λειτουργήσει σεξουαλικά μόνο βιάζοντας. Στο τέλος, όταν είναι πια νεκρός, η γυναίκα  του την ευχαριστεί που του χάρισε αυτό που είχε ανάγκη,  έστω για  λίγο. Ήταν καλός άνθρωπος, λέει,  αλλά  είχε βασανισμένη ψυχή.
   Θα μιλήσω πάλι συγκριτολογικά. Ξαναείδα την ταινία «Η τελετή» του Σαμπρόλ, με την Ιζαμπέλ Ιπέρ κατά 20 χρόνια νεότερη. Με τη φίλη της είναι οι «κακές» που σκοτώνουν τα  αφεντικά της. Είναι μάλιστα απόλυτα κακές, αφού μαθαίνουμε ότι η Ιζαμπέλ (δεν θυμάμαι το όνομά της στην ταινία, για την οποία πάλι δεν θυμάμαι ποιο βραβείο πήρε) σκότωσε το μωρό της και η φίλη της έβαλε φωτιά και έκαψε το σπίτι τους όπου ήταν κατάκοιτος ο ανάπηρος πατέρας της, φόνοι για τους οποίους απαλλάχτηκαν λόγω αμφιβολιών. Ο Βερχόφεν αμβλύνει την «κακία» του βιαστή, με  τα λόγια της γυναίκας του, κάνοντάς μας να  νοιώσουμε μια κάποια λύπη γι’ αυτόν, σε αντίθεση με τις ηρωίδες του Σαμπρόλ, για τις οποίες ο γάλλος σκηνοθέτης προσπαθεί να μας διαλύσει κάθε συμπάθεια που θα μπορούσαν να μας προκαλέσουν.
  Οίκτο νοιώθουμε και για τον καταδικασμένο πατέρα της Μισέλ. Η κόρη του όλες αυτές τις δεκαετίες δεν πήγε ποτέ να τον δει. Όταν της το ζήτησε η μητέρα της αρνήθηκε  κατηγορηματικά. Το αποφάσισε τελικά επειδή πέθανε από εγκεφαλικό και αυτή ήταν κατά κάποιο  τρόπο η τελευταία της επιθυμία.
  Ο πατέρας της,  όταν πληροφορείται ότι η κόρη του θα  τον επισκεφθεί, αυτοκτονεί μέσα στο κελί του.
  Τι ήταν αυτό που τον οδήγησε να σκοτώσει 27 άτομα, και σκυλιά, γατιά, και ό,τι άλλο ζώο εύρισκε μπροστά του, ανεξέλεγκτα, σε κατάσταση αμόκ; Δεν ξέρω, ίσως δεν το πρόσεξα. Σίγουρα κάποια τραυματική εμπειρία θα ήταν. Ό,τι και να ήταν, είναι τραγικό μετά  από  τόσα  χρόνια να μην μπορείς να αντικρίσεις το παιδί σου.
  Εξαιρετική ταινία,  χωρίς κοιλιές, που σου κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον.

Sunday, November 13, 2016

Håkon Liu, Miss Kicki



Håkon Liu, Miss Kicki (2009)

  Η «Δεσποινίς Κίκι» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ταϊβανέζου Χόκον Λιου. Κρίνοντας από το κουλουράκι πάνω στο a του ονόματός του, πρέπει η μητέρα του να είναι σουηδέζα. Αλλά και οι κεντρικοί ήρωες της ταινίας, η μητέρα και ο γιος, είναι σουηδοί.
  Η μητέρα επιστρέφει ανύπαντρη από τις ΗΠΑ, όπου πιθανόν είχε πάει με κάποιο φίλο. Είχε αφήσει το γιο της στη μητέρα της όταν ήταν τεσσάρων χρόνων. Τώρα είναι δεκαεπτά.
  Ζει σε ένα φτωχικό σπίτι. Ένας ταϊβανέζος παλιός «φίλος» της, ο κος Τσανγκ, την καλεί στο skype και της εύχεται χρόνια πολλά. Μετά καταφθάνει η μητέρα της, και σε λίγο έρχεται και ο γιος. Η μητέρα της της λέει κρυφά να της πληρώσει τα έξοδα για ένα ταξίδι με το γιο της. Θέλει να έλθουν πιο κοντά μάνα και γιος.
  Δέχεται. Θα πάνε στην Ταϊβάν. Εκεί ο γιος θα συναντήσει έναν ταλαιπωρημένο νεαρό κινέζο. Αυτός τον ρωτάει για τον πατέρα του. Δεν γνώρισε πατέρα, λέει, η μητέρα του είχε πολλούς φίλους. Όσο για τον κινέζο, ο πατέρας του είναι αδιόρθωτος χαρτοπαίχτης, χρωστάει, και η μητέρα του είναι νεκρή. Μένει σε ένα εγκαταλειμμένο κτίριο.
  Η μητέρα δεν θα τολμήσει την πρώτη φορά να δει το φίλο της, στα υπερπολυτελή γραφεία του. Όμως τη δεύτερη φορά θα καταφέρει να κτυπήσει το κουδούνι του σπιτιού του. Θα της ανοίξει η υπηρέτρια Μετά θα έλθει η γυναίκα του. Τέλος θα εμφανιστεί και ο κος Τσανγκ.  Κάποια αμηχανία διαλύεται γρήγορα. Η γυναίκα την καλεί να μείνει να φάνε. Αρνείται, την περιμένουν έξω τα παιδιά. Όμως τότε εμφανίζονται και τα παιδιά. Συστήνονται. Ο κος Τσανγκ έχει ένα γιο και μια κόρη. Της ζητάει να παίξει πιάνο για τους επισκέπτες. Η γυναίκα του συνιστά στην Κίκι να πάνε οπωσδήποτε να δουν την λίμνη Sun moon. Ο άντρας συμφωνεί.
  Κρυφά, πριν φύγουν, της δίνει ένα φάκελο. Τον ανοίγει στο ταξί. Έχει χρήματα και ένα σημείωμα, με την παράκληση να μην τον ξανασυναντήσει.
  Όμως θα τον ξανασυναντήσει.
  Πηγαίνουν στη λίμνη, σε ένα ωραίο ξενοδοχείο. Η σχέση της με τον γιο της γίνεται τεταμένη. Αυτός φεύγει από το ξενοδοχείο χωρίς να δώσει σημεία ζωής. Τον ψάχνει με την αστυνομία. Ρωτάει για το σπίτι του φίλου του, το πατρικό του.
  Τους έχουν απαγάγει δανειστές και τους κρατάνε εκεί. Αν ο πατέρας δεν πληρώσει, θα τους σκοτώσουν. Αυτός φεύγει για να βρει δήθεν χρήματα, όμως ο γιος δεν πιστεύει ότι θα ξαναγυρίσει. Ευτυχώς έρχεται η μητέρα. Ζητάνε από αυτήν χρήματα, για να μην σκοτώσουν το γιο της.
  Έτσι είναι που θα ξανασυναντήσει τον κο Τσανγκ.
  Επιστρέφει, τους δίνει δυο μεγάλες δεσμίδες. Αυτοί τα αρπάζουν και ορμούν στις σκάλες να φύγουν. Όμως οι αστυνομικοί την είχαν παρακολουθήσει, γιατί ο αστυνομικός που την μετέφερε την πρώτη φορά είχε υποπτευθεί ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει.
  Η μητέρα έχει σώσει τη ζωή του γιου της. Οι αντιστάσεις σπάζουν. Στην τελευταία σκηνή τους βλέπουμε αγκαλιασμένους.
  Πολύ συγκινητική ταινία.