Book review, movie criticism

Sunday, September 24, 2017

Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια

Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, Πατάκης 2008, σελ. 387
Εξαιρετικό μυθιστόρημα, βραβευμένο με το Αραβείο Αναγνωστών
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  Μου άρεσε πολύ το τελευταίο βιβλίο του Ζουργού «Χίλιες και μια νύχτες» που διάβασα το καλοκαίρι, σε αντίθεση με το «Στη σκιά της πεταλούδας», που δεν το βρήκα βέβαια κακό βιβλίο, κάθε άλλο, όμως όχι αριστούργημα. Έτσι αποφάσισα να διαβάσω και τα «Ανεμώλια» το οποίο με ενθουσίασε. Ψάχνοντας αφού το τέλειωσα πληροφορίες στο διαδίκτυο βρήκα ότι ενθουσίασε και πάρα πολλούς άλλους αναγνώστες, τόσους πολλούς ώστε κέρδισε το βραβείο αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ.
  Πρόπερσι το καλοκαίρι πραγματοποίησα ένα όνειρο ζωής, να διαβάσω την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» στο πρωτότυπο. Και τόσο με ενθουσίασαν που αποφάσισα να τα διαβάσω για δεύτερη φορά. Σκέφτηκα λοιπόν μήπως ο ενθουσιασμός μου αυτός είχε μεταφερθεί και στο μυθιστόρημα του Ζουργού, μια και τα έπη αυτά λειτουργούν σ’ αυτό ως αντικατοπτρικές (mise en abyme) ιστορίες. Όμως όχι, το έργο του Ζουργού είναι πραγματικά αριστούργημα. 
  Το κεντρικό μοτίβο είναι αυτό της «Ιλιάδας». Ο Δημήτρης, που πιο πολύ τον συναντάμε με το όνομα «Μυκηναίος» (υπάρχουν πολλά ονόματα που παραπέμπουν στην ομηρική αρχαιότητα), μαζί με τους φίλους του πάνε να «κλέψουνε» την Ελένη, που του την ξελόγιασε ένας λεφτάς πριν 20 χρόνια. Το δεύτερο όμως δεν είναι ομηρικό, είναι καζαντζακικό, αυτό της «Οδύσσειας». Η τέσσερις φίλοι ακολουθούν τον Μυκηναίο έχοντας προβλήματα στην οικογενειακή τους ζωή με τις γυναίκες τους και προσπαθούν να ξεφύγουν. Ο Νίκος μάλιστα που αφηγείται την ιστορία αφήνεται να παρασυρθεί με το στρώμα θαλάσσης του στο νερό. Θα τον περιμαζέψουν οι άλλοι στο σκάφος που έχει το ομηρικό όνομα «Θερσίτης». «Θερσίτης» τιτλοφορείται και το τελευταίο από τα 24 κεφάλαια του βιβλίου, όσες είναι και οι ραψωδίες και στα δυο έπη, και κάποιες απ’ αυτές τιτλοφορούνται όπως και οι ομηρικές.
  Όμως οι αναλογίες δεν ξεπερνάνε κάποια βασικά πράγματα. Η Ελένη, ενώ είχε σχεδιάσει την απόδρασή της από την Μυτιλήνη στο τέλος υπαναχωρεί. Όλοι επιστρέφουν, εκτός από τον Νίκο που δεν βιάζεται για το ταξίδι της επιστροφής. Στο δρόμο μάλιστα συναντά και μια Καλυψώ που έχει το όνομα Ναντίν. Το κομμωτήριο που δουλεύει ονομάζεται «Καλυψώ». Θα σημειώσω επίσης ότι ένα πλούσιο τατουάζ στην πλάτη του Στάθη παραπέμπει άμεσα στην ασπίδα του Αχιλλέα, που με τόσο γλαφυρό τρόπο ο Όμηρος απεικονίζει τις παραστάσεις που υπάρχουν σ’ αυτήν. Είναι μακρύ το απόσπασμα για να το παραθέσω, βρίσκεται στη σελίδα 131.
  Δεν έχει νόημα να παραθέσω όλες τις διακειμενικές αναφορές στα έπη και στον μύθο. Να πούμε απλά ότι ο Ζουργός, κάποια στοιχεία που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστά, τα παραθέτει σε υποσημείωση.
  Στην αρχή το μυθιστόρημα κάνει κοιλιά. Διαβάζουμε για τα οικογενειακά των πέντε φίλων. Μετά ξεκινάει η κύρια ιστορία. Όμως η κοιλιά, που έχει να κάνει πάντα με την πλοκή, γεμίζει με το ύφος. Ευφάνταστος στις μεταφορές του και στις εικόνες του ο Ζουργός αναπληρώνει την χαλαρότητα της πλοκής. Και ενώ είχα την αντίληψη ότι στα μυθιστορήματα συνήθως το προβάδισμα το έχει ή η πλοκή (ρομαντισμός) ή η γλώσσα (μοντερνισμός), εδώ βλέπουμε να βρίσκονται ισόρροπες στο υπόλοιπο του έργου.
  Όπως και στα δυο άλλα του μυθιστορήματα που διάβασα, η αφήγηση κινείται σε δυο χρονικά επίπεδα, ενώ γίνεται και κάποια αναφορά στον πλασματικό χρόνο της αφήγησης. Το πρώτο είναι η παιδική ηλικία των ηρώων, στην οποία γίνονται συχνές αναδρομές δίνοντας και μια εικόνα της εποχής. Το δεύτερο είναι το επίπεδο της κύριας ιστορίας, με τους ήρωές μας, σαραντάρηδες, να έχουν σαλπάρει για την αρπαγή της Ελένης.
  Υπάρχουν τέλος κάποιες εγκιβωτισμένες ιστορίες, συναρπαστικές καθαυτές, σαν εκείνες που συναντάμε κυρίως στην «Οδύσσεια».
  Το απαισιόδοξο συναίσθημα που είδαμε να αναδίδεται στα δυο άλλα μυθιστορήματα που διαβάσαμε υπάρχει και εδώ, παρόλο που ο Ζουργός προσπαθεί να το αμβλύνει με ένα κάποιο happy end σε σχέση με τον κεντρικό ήρωα-αφηγητή. Δεν ξέρω αν υπάρχει και στα άλλα του μυθιστορήματα, πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα διαβάσω κάποια απ’ αυτά.
  Και τώρα να σχολιάσουμε κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
  «Ο Σάμιουελ Μπάτλερ γράφει στην Κοινή ανθρώπινη μοίρα πως όλες οι γυναίκες παντού και πάντοτε χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: υπάρχουν οι όμορφες, οι έξυπνες και οι γλυκές» (σελ. 32).
  Μην τον πιστεύετε αγαπητές μου αναγνώστριες, μπορεί να είστε και τα τρία, ή έστω τα δύο. Το λέει εξάλλου και το ανέκδοτο που θυμήθηκα τώρα.
  «-Είσαι τόσο όμορφη, τόσο γλυκιά, τόσο χαριτωμένη, τόσο… τόσο…
-Για να σου πω, μήπως μου τα λες όλα αυτά για να με π#δ#ξ#ς;
-Και έξυπνη!!!».
  Και μια «αποδόμηση» της «Οδύσσειας».
  «Φαντάστηκαν ποτέ ότι ο Οδυσσέας, όταν γύρισε πίσω στην Ιθάκη, θυμόταν συχνά την Καλυψώ; Εφτά χρόνια ήταν αυτά, πώς να τα ξεχάσει;… πως τότε ο Οδυσσέας θυμήθηκε τους βοστρύχους της Καλυψώς, τα στήθη της και το παραγώνι στη σπηλιά που έκαιγε κορμούς από κέδρους και μοσχοβόλαγε γύρω η χόβολη και το μαλλί από τα υφαντά; Υποψιάστηκαν άραγε πως τότε ήταν που νοστάλγησε τη θαλπωρή της αθανασίας που του είχε προσφέρει η νεράιδα και σιχάθηκε μια για πάντα τα ανθρώπινα;» (σελ. 179).
  Διαβάζω:
  «Οι συμπτώσεις είναι ένα ανερμήνευτο κομμάτι της ζωής. Δεν έχουν αιτία ούτε εμφανίζονται περιοδικά, αλλά είναι αταξινόμητες, χαώδεις. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τις διηγηθείς αργότερα, να μπουν στον νάρθηκα της αφήγησης και να γίνουν ιστορίες» (σελ. 278).
  Και εγώ έχω μια εμμονή με τις συμπτώσεις. Σε ένα αυτοβιογραφικό μου κείμενο έβαλα ως υπότιτλο τον τίτλου του έργου του Άρθουρ Κέσλερ «Οι ρίζες της σύμπτωσης».
  Εδώ εντοπίσαμε ένα πραγματολογικό λάθος. Διαβάζουμε:
  «Ο άναξ ανδρών [ο Μυκηναίος] ήταν ο μόνος από μας που μέχρι τότε είχε βγει νικητής στη μάχη κατά της πρεσβυωπίας. Ο Χρήστος είχε γυαλιά που τα κουβαλούσε πάντα πάνω του, όπως κι ο Στάθης, μόνο που αυτός τα έκρυβε σαν κοκαΐνη γιατί ντρεπόταν. Ο Γέρος, μύωπας απ’ το γυμνάσιο, σήκωνε τον σκελετό κι έφερνε το χαρτί μπροστά στη μύτη του, ενώ εγώ κρατούσα το καθετί μακριά σαν να μην το ’θελα μπροστά μου…» (σελ. 291).
  Ο Γέρος, αν ήταν μύωπας από το γυμνάσιο, σαραντάρης που ήταν τώρα θα έπρεπε η πρεσβυωπία να του εξουδετερώσει τη μυωπία. Μύωπας κι εγώ από το γυμνάσιο, στα σαράντα μου άρχισα να διαβάζω χωρίς γυαλιά. Τι χαρά!!! Αυτό κράτησε εφτά οχτώ χρόνια. Μετά αγόρασα γυαλιά μυωπίας. Μεγάλο σπάσιμο να βγάζεις και να βάζεις γυαλιά. Τώρα που έχω κάνει εγχείρηση καταρράκτη και στα δυο μάτια, η μυωπία μου είναι μισό βαθμό και η πρεσβυωπία μου δύο. Κυκλοφορώ χωρίς γυαλιά, αλλά άλλα γυαλιά φοράω για την τηλεόραση, μισό βαθμό, άλλα για να διαβάζω, δυο βαθμούς, και άλλα για τον υπολογιστή, ένα βαθμό.
  Και ένα τελευταίο: «Είμαστε οι μέλισσες του αόρατου». Το είπε ο Ρίλκε. Το διαβάζουμε τρεις τέσσερις φορές, αλλά την τελευταία φορά το αποδομεί.
  «Ίσως θα ’πρεπε να διορθώσουμε τον Ρίλκε, είμαστε οι μέλισσες του ορατού, ζούμε μερικές βδομάδες όπως αυτές και πεθαίνουμε. Καμιά τους δεν θυμάται το πρόσωπο του μελισσοκόμου, μάλλον δεν υπάρχει μελισσοκόμος, είμαστε τελικά οι αγριομέλισσες του ορατού» (σελ. 369).
  Ποιητική η μεταφορά του Ρίλκε. Εγώ στο μυθιστόρημά μου «Το μυστικό των εξωγήινων» χρησιμοποιώ μια πιο πεζή: πρόβατα. Είμαστε τα πρόβατα στην στάνη ενός τσομπάνη.   
  Μίλησα για τη μουσικότητα του λόγου του Ζουγρού γράφοντας για το «Λίγες και μια νύχτες». Εδώ υπάρχει μια ακόμη επιβεβαίωση. Βρήκα πάνω από 25 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, αλλά και πολλούς στίχους στα υπόλοιπα μέτρα που τους υπογράμμισα. Βλέπω τώρα ότι θα έπιαναν μεγαλύτερη έκταση από το σώμα της κυρίως κριτικής, γι’ αυτό αποφάσισα να παραθέσω από δυο παραδείγματα, δειγματικά, κάνοντας και κάποιες παρατηρήσεις.
  Δυο δεκαπεντασύλλαβοι.
Εύκολο είναι να το λες, δύσκολο να το κάνεις (σελ. 8)
Χρόνια πολλά αργότερα, μες στους αχνούς της μνήμης (σελ. 12)
  Δυο αμφίβραχεις.
Ο κύβος ερρίφθη εδώ και βδομάδες (σελ. 64)
Τι είναι εκείνες οι σκέψεις στην πίσσα της νύχτας (σελ. 159)
Δυο ανάπαιστοι.
Την κοιτούσα εκείνο το βράδυ από τον έρημο όρμο (σελ. 138)
Πολλά βράδια την είχα στο νου μου και κάπνιζα σαν να μπορούσε (σελ. 177)
  Δυο δάχτυλοι.
  Μία απ’ τις κόρες του γέρου μας έφερε μία σαλάτα πνιγμένη στο λάδι (σελ. 100, δεκαεπτασύλλαβος, όπως και στο Όμηρο).
Χάθηκε μέσα στον κόσμο (σελ. 169)
Ένας ιαμβικός δεκαεπτασύλλαβος, να μην ξεχνάμε και την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη.
Η βέρα ήταν στη θέση της όπως εδώ και δέκα χρόνια (σελ. 200) 
 Μια ακόμη παρατήρηση. Συχνά στην ίδια πρόταση, ένα κόμμα, νοητό η πραγματικό, χωρίζει δυο διαφορετικά μέτρα. Παράδειγμα:
Αν υπάρχει ανάσταση/κάποια μέρα θα το μάθω (σελ. 238). Εδώ τον ανάπαιστο ακολουθεί ο τροχαίος.
Το ίδιο και εδώ: Τον ακούσαμε που άρχισε/πάλι να φωνάζει (σελ. 297).
Τα φώτα της στεριάς/ ήταν πια πολύ μακριά (σελ. 296). Εδώ είναι ο ίαμβος που ακολουθείται από τροχαίο. 

Masud Kimiai, Dash Akol (1971)



  Έχουμε δει άλλες τέσσερις ταινίες του ιρανού Masud Kimiai.
  Ο Dash Akol είναι ένας δυνατός, γενναίος και μεγαλόψυχος άνδρας. Έχει όμως ένα εχθρό, τον Kaka Rostam, ένα κακόψυχο και τιποτένιο τύπο. Ο Haji Samad, ετοιμοθάνατος, τον αφήνει εκτελεστή της διαθήκης του καθώς του έχει μεγάλη εκτίμηση. Ο Dash Akol ερωτεύεται την δεκατετράχρονη κόρη του Marjan. Και αυτή φαίνεται να τρέφει αισθήματα γι’ αυτόν. Όμως ο Dash Akol, σαραντάρης πια, κρατάει μυστικό το αίσθημά του, πράγμα που τον κάνει πολύ δυστυχισμένο. Έτσι όταν έρχεται το προξενιό, θα δώσει την έγκρισή του. Το βράδυ του γάμου της θα μεθύσει σε ένα καπηλειό, και θα υποκύψει επιτέλους στο ερωτικό κάλεσμα της χορεύτριας που είναι ερωτευμένη μαζί του. Εναλλάσσονται οι ερωτικές σκηνές των δυο ζευγαριών, με τη σεμνότητα των ταινιών της εποχής, λίγο πιο τολμηρές αυτές με τον Dash Akol. Επιστρέφοντας σπίτι του θα μονολογήσει (σε επανάληψη) μπροστά στο κλουβί με τον παπαγάλο του: «Όταν κάποιος είναι δυστυχισμένος, είναι ένας ωκεανός θλίψης. Marjan, η αγάπη σου με σκοτώνει.
  Αυτό μεταφορικά. Γιατί αυτός που θα τον σκοτώσει είναι ο κακός Kaka Rostam, με τον οποίο θα μονομαχήσει. Για δεύτερη φορά θα του χαρίσει η ζωή. Όμως γυρνώντας του την πλάτη, αυτός σηκώνεται και τον μαχαιρώνει. Στρέφεται πίσω, τον αρπάζει από το λαιμό και τον πνίγει.
  Η ταινία μου θύμισε τον «Τελευταίο ronin» (2012) του γιαπωνέζου Shigemichi Sugita. Ο Seno Magonzaemon είναι ο 48ος σαμουράι που δεν πήρε μέρος στην εκδίκηση για το θάνατό του κυρίου του για να προφυλάξει την κόρη του που είναι ακόμη νήπιο. Την παίρνει και καταφεύγει στο σπίτι μιας εταίρας, αλλάζοντας το όνομά του. Το κορίτσι μεγαλώνει και τρέφει αισθήματα για τον προστάτη της. Και αυτός την ερωτεύεται, αλλά, όπως ο Dash Akol, όταν έρχεται το προξενιό από την οικογένεια ενός πλούσιου έμπορα που ο γιος του την έχει ερωτευθεί, θα το δεχθεί, παρά της δικές της αντιρρήσεις. Και αφού έχει πια εκπληρώσει το καθήκον του αυτοκτονεί.
  Ο γιαπωνέζος αυτοκτονεί. Ερχόμενοι πιο κοντά στην Δύση, στο Ιράν, ο Dash Akol, παρά την απελπισία του για το χαμένο έρωτά του, θα βρει ικανοποίηση στην αγκαλιά μιας χορεύτριας που μέχρι τότε είχε αρνηθεί τον έρωτά της. Ο θάνατός του προήλθε από την αφελή γενναιοφροσύνη του. Ο Humbert όμως, αμερικανός αυτός, θα κάνει τα αδύνατα δυνατά να κατακτήσει την δωδεκάχρονη κόρη της σπιτονοικοκυράς του, την Λολίτα. Τελικά θα του την πέσει πρώτη αυτή. Θα απολαύσει τον έρωτά της, αλλά οι τέτοιοι έρωτες έχουν τις περισσότερες φορές ημερομηνία λήξης.
  Και οι τρεις ταινίες καλύπτουν το φαντασιακό των σαραντάρηδων, τον έρωτα μιας πιτσιρίκας. Υπάρχουν τέτοιοι έρωτες και στην πραγματικότητα. Ο Γκαίτε ατύχησε γιατί ήταν ήδη 74 χρόνων. Κάποιος γνωστός μου όμως, πενηντάρης, όχι.
  Ο Kimiai είναι ίσως ο πιο πιστός οπαδός του Μανιχαίου ο οποίος ίδρυσε στην Περσία τον «Μανιχαϊσμό», που κεντρικό του δόγμα είναι η διαρκής πάλι του καλού με το κακό. Το δίπολο καλού-κακού βρίσκεται σε όλα τα έργα του Kimiai που έχω δει. Ο καλός υπερνικά, συχνά σκοτώνοντας τον κακό σε μια πράξη εκδίκησης, αλλά συνήθως πεθαίνει και αυτός.

  

Nicolas Roeg, The man who fell to earth (1976)

Nicolas Roeg, The man who fell to earth (1976)


  Τα έργα επιστημονικής φαντασίας δεν είναι του γούστου μου, κι ας έχω γράψει μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, όμως κατά καιρούς βλέπω. Τον «Άνθρωπο που έπεσε στη γη» τον είδα γιατί πήρα ένα ενημερωτικό email που με ενημέρωνε για την προβολή του σε επανέκδοση στις 21 του Σεπτέμβρη, αλλά κοιτάζοντας το Αθηνόραμα δεν τον είδα στις νέες ταινίες. Μου έχει ξανασυμβεί, άλλαξε η ημερομηνία προβολής του και δεν το πήρα χαμπάρι. Εγώ πάντως θα κάνω την ανάρτηση.
  Ναι, σίγουρα θα κάνω την ανάρτηση, συμπληρώνοντας σήμερα που θα την κάνω, γιατί εντελώς τυχαία είδα ότι προβάλλεται από την Πέμπτη η αναβλημένη «Μαμά ή γιαγιά», ταινία που την είχα ξεχάσει εντελώς. Μου έχει ξανασυμβεί να ξεχάσω να αναρτήσω κείμενα που έχω γράψει.
  Ο Τόμας είναι ένας ανθρωποειδής που έρχεται από άλλο πλανήτη. Είναι παντρεμένος και έχει δυο παιδιά. Στον πλανήτη του υπάρχει έλλειψη νερού, και έτσι έρχεται στη γη που στη γλώσσα τους ονομάζεται «ο πλανήτης με το νερό». Εδώ γνωρίζεται με την Μαίρη Λου η οποία τον ερωτεύεται. Κάποια στιγμή θα μάθει ποιος είναι πραγματικά.
  Ο Τόμας πρέπει να φροντίσει για το ταξίδι της επιστροφής. Απαιτείται όμως να φτιάξει ένα διαστημόπλοιο και να εφοδιαστεί με καύσιμα, πάρα πολλά καύσιμα. Καθώς είναι ανθρωποειδής με ιδιαίτερη ευφυΐα, σκαρώνει εννιά πατέντες τις οποίες εκμεταλλεύεται εμπορικά για να αποκτήσει τα απαραίτητα χρήματα για το σκοπό του. Όμως κάποιοι που δουλεύουν στην εταιρεία που δημιούργησε δεν έχουν σκοπό να αφήσουν να ξοδευτούν τόσα χρήματα για κάτι τέτοιο, δηλαδή την αποστολή ενός μικρού, κλειστοφοβικού διαστημόπλοιου επανδρωμένου με ένα μόνο άτομο στο διάστημα, συναρπαστικό εγχείρημα καθ’ αυτό.
  Το σενάριο μπάζει κάπου. Πώς θα έστελνε νερό στον πλανήτη του; Νερό δεν έστειλε, το ξέρουμε, η οικογένειά του μάλλον πεθαίνει από τη λειψυδρία. Γιατί να έχει λοιπόν σαν πρώτη μέριμνά του το ταξίδι της επιστροφής σε ένα πλανήτη που πεθαίνει; Μήπως για να προλάβει να δει τους δικούς του; Μήπως γιατί και ο ίδιος, σαν ανθρωποειδής, είναι καταδικασμένος να πεθάνει αρκετά γρήγορα στη γη; Πιθανόν. Αλλά γιατί δεν μας λέγεται γιατί δεν έστειλε νερό στον πλανήτη του; Και πώς θα σχεδίαζε να το στείλει εξάλλου;
  Όσο για το τέλος, περίπου unhappy, με άφησε αμήχανο. Οι «κακοί» που έχουν εκπαραθυρώσει δυο άτομα όχι μόνο μένουν ατιμώρητοι αλλά και πέτυχαν τον στόχο τους.
  Ο David Bowie (1947-2016) στο ρόλο του Τόμας είναι ένα ατού της ταινίας. Μεσουράνησε στον κόσμο της μουσικής τη δεκαετία του ’70.
  Το άλλο ατού: Οι ερωτικές σκηνές, που νομίζω ήταν αρκετά τολμηρές για την εποχή.
 


Saturday, September 23, 2017

Mike Newell, Four weddings and a funeral (Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία, 1994)

Mike Newell, Four weddings and a funeral (Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία, 1994)


  Την είχα ξαναδεί την ταινία, όπως κι εσείς φαντάζομαι, και είπα να την ξαναδώ. Έξυπνοι διάλογοι, ευφάνταστο σενάριο αν και πάνω σε γνωστά μοτίβα, όπως η ματαίωση ενός γάμου την τελευταία στιγμή («Ο πρωτάρης») και ερωτεύομαι αλλά δεν μου αρέσει η δέσμευση, αλλά τελικά...
  Ο Χιου Γκραντ ερωτεύεται την Άντι Μακ Ντάουελ, αλλά, όπως και με  τις προηγούμενες σχέσεις του, δεν σκοπεύει να προχωρήσει σοβαρά. Αυτή, αμερικανίδα, θα φύγει. Θα την ξαναβρεί αρραβωνιασμένη, θα πάει και στο γάμο της, και αυτός αποφασίζει τελικά να παντρευτεί μια από τις πρώην του. Έρχεται στο γάμο του, και μαθαίνει ότι έχει χωρίσει. Και θα αφήσει τη νύφη στα κρύα του λουτρού.

  Το τέλος είναι ιδιαίτερα επινοητικό. Σε φωτογραφίες στα γράμματα τέλους τους βλέπουμε όλους ζευγαρωμένους, κάτι που για τους περισσότερους το είχαμε υποψιαστεί από τα φλερτ που είχαμε δει, αλλά όχι και για την καημένη τη νύφη. Ευτυχώς βρήκε και αυτή το ταίρι της. 

Friday, September 22, 2017

Rodrigo Grande, Al final del tunel (Στο τέλος του τούνελ, 2016)

Rodrigo Grande, Al final del tunel (Στο τέλος του τούνελ, 2016)


Από χθες στους κινηματογράφους.
  Σε χθεσινή ανάρτησή μου («Το κύμα», παίζεται κι αυτό από χθες στους κινηματογράφους) έγραψα, σε σχέση με τη διαφορά ταινιών τρόμου και θρίλερ (αν και, βέβαια, πολλές φορές μια ταινία εντάσσεται και στα δυο είδη, όπως το «Ιt» που θα προβληθεί την επόμενη Πέμπτη), ότι στις πρώτες έχουμε γενικά unhappy end ενώ στις δεύτερες happy end. Συνήθως το happy end είναι η τιμωρία των κακών, αλλά καμιά φορά το ξεπερνάει με την ευόδωση ενός ρομάντζου. Είναι η περίπτωση του «Τέλους του τούνελ» του αργεντινού Rodrigo Grande.
   O Joaquin είναι παράλυτος, σε καροτσάκι. Πληροφορικάριος, ασχολείται κάθε μέρα στο υπόγειό του. Κάποια στιγμή έρχεται η Μπέρτα με το κοριτσάκι της. Είχαν διαβάσει την αγγελία του ότι ενοικιάζεται ένα δωμάτιο στην ταράτσα της σπιταρόνας του.
  Η Μπέρτα είναι χορεύτρια, αλλά εργάζεται ως στρίπερ. Το εξάχρονο κοριτσάκι της είναι μουγγό εδώ και δυο χρόνια. Τι να συνέβη άραγε και βουβάθηκε; (Θυμήθηκα εδώ το μουγγό αγοράκι στο «Sole a catinelle»).
  Κάποια στιγμή ο Joaquin ακούει θόρυβους από δίπλα. Τι να συμβαίνει άραγε;
  Εξπέρ στα ηλεκτρονικά καθώς είναι, θα παρακολουθήσει και θα καταγράψει στο λάπτοτ του τα τεκταινόμενα. Κάποιοι ετοιμάζουν μια ληστεία. Σκάβουν ένα τούνελ για να φτάσουν σε μια παρακείμενη τράπεζα.
  Θα τα καταφέρουν άραγε;
  Η ειδολογική αναμονή είναι πώς όχι. Και βέβαια δεν θα τα καταφέρουν. Όμως μέχρι την τελική κατάληξη θα βρεθούμε μπροστά σε πολλά επεισόδια με άφθονο σασπένς και ανατροπές. Ο σκηνοθέτης που υπογράφει και το σενάριο είναι εξαιρετικά επινοητικός. Βλέπουμε ασήμαντες λεπτομέρειες (το χάσιμο ενός ρολογιού) που, επίσης ειδολογικά, δημιουργούν το σασπένς ότι αυτό δεν είναι άσχετο με την οικονομία του έργου, κάπου θα οδηγήσει. Όμως σε τι;
  Όταν η Μπέρτα λέει ότι θέλει να σκοτώσει τον κακό που εξαιτίας του μουγγάθηκε το κοριτσάκι της (στο μεταξύ αυτό μιλάει με το σκυλί του Joaquin) η ειδολογική αναμονή είναι ότι πράγματι αυτή θα τον σκοτώσει, όσο και αν στην πλοκή βρίσκεται περίπου εκτός της σύγκρουσης των κακών με τον Joaquin.
  Έγραψα στην ανάρτηση στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω ότι τα θρίλερ είναι καλύτερα να τα βλέπετε στις μεταμεσονύχτιες ώρες αν δεν θέλετε να πέσετε αμέσως για ύπνο γιατί φάγατε αργά, και οι γιατροί συμβουλεύουν (ο καρδιολόγος μου μού το επανέλαβε πριν λίγες μέρες) να μην πέφτουμε για ύπνο πριν περάσουν δυο ώρες από το φαγητό. Σίγουρα θα σας κρατήσουν ξύπνιους, εκτός πια κι αν είναι τόσο κακά. Εγώ σας συνιστώ να δείτε την ταινία, αλλά αν δεν έχετε χρόνο και την βρείτε αργότερα σε dvd, καλύτερα είναι να τη δείτε τέτοιες ώρες, ή έστω μετά το βραδινό σας φαγητό. Εξάλλου η διάρκειά της είναι ακριβώς δυο ώρες.


Thursday, September 21, 2017

Kai Wessel, Nebel im August (Ομίχλη τον Αύγουστο, 2016)

Kai Wessel, Nebel im August (Ομίχλη τον Αύγουστο, 2016)


  Συγκλονιστική ταινία, που έχει να κάνει με τους ναζί. Έχουμε δει ταινίες για το ολοκαύτωμα (μόλις χθες τον «Παράδεισο» του Αντρέι Κοντσαλόφσκι, κι αυτή συγκλονιστική, θα αναρτήσουμε την ερχόμενη Πέμπτη που θα παίζεται στις αίθουσες), έχουμε δει για την εξέγερση στο γκέτο της Βαρσοβίας,  για τη διάσωση εβραίων, αλλά για το πρόγραμμα της ευθανασίας των ναζί δεν έχω ξαναδεί.
  Με αφετηρία το πραγματικό γεγονός του τσιγγανόπαιδου  Έρνστ Λόσσα που θανατώθηκε στις 9 Αυγούστου το 1944, απόλυτα υγιής όμως τσιγγάνος,  ο Robert Domes γράφει ένα μυθιστόρημα και ο Holger Karsten Schmidt το σενάριο πάνω στο οποίο ο Kai Wessel θα γυρίσει την ταινία του.
  Με επίκεντρο τον Έρνστ και την Ναντλ (φανταστικό πρόσωπο το κοριτσάκι όπως διαβάζουμε στα γράμματα τέλους) παρακολουθούμε τις μεθόδους με τις οποίες εξόντωναν τους τροφίμους σ’ αυτό το σανατόριο. Ο διευθυντής, ένας βοηθός του και μια νοσοκόμα, διαβάζουμε στα γράμματα τέλους ότι καταδικάστηκαν, αλλά με πολύ μικρές ποινές. Επίσης ότι 200.000 άτομα εξοντώθηκαν στο πρόγραμμα ευθανασίας των ναζί.
  Και κάτι που μας άρεσε, η ανατροπή ενός στερεότυπου. Από τα παραμύθια ξέρουμε για την όμορφη νεράιδα και την άσχημη μάγισσα. Εδώ βλέπουμε την σατανική αλλά όμορφη νοσοκόμα να είναι το εκτελεστικό όργανο της ευθανασίας και την όχι όμορφη αλλά πονόψυχη νοσοκόμα να κρύβει στο δωμάτιό της ένα κοριτσάκι που ήταν στη λίστα για να θανατωθεί.
  Μην τη χάσετε αυτή την ταινία.

   

Jim Jarmusch, Mystery train (1989)



Jim Jarmusch, Mystery train (1989)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους, σε επανέκδοση.
  Να ξεκινήσω με ένα σχόλιο για τον τίτλο: δεν είδα κανένα μυστηριώδες τραίνο. Ναι, υπάρχει ένα τραίνο στο οποίο ταξιδεύουν ένα νεαρό ζευγάρι από την Ιαπωνία. Η γυναίκα είναι φαν του Έλβις Πρίσλεϋ, ο οποίος αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τον συνδετικό κρίκο των τριών ιστοριών που παρακολουθούμε. Ίσως το «Μυστηριώδες ξενοδοχείο» να ήταν πιο κατάλληλος τίτλος, μόνο που κι αυτό δεν ήταν μυστηριώδες.
  Η δομή του έργου μου θύμισε τη δομή του θεάτρου Νο: Jo, Ha, Kyu, αργά, γρήγορα, πολύ γρήγορα. Η αναλογία βέβαια δεν είναι απόλυτη, γιατί η ροή των έργων του Jarmusch που είδα, το «Paterson», «Στην παγίδα του νόμου» και το «Ο νεκρός» είναι αργή, largo, το πολύ andante. Περισσότερο έχει να κάνει με το ελάχιστο σασπένς της πρώτης ιστορίας, το σασπένς που αυξάνεται με τη δεύτερη στην οποία κεντρικό πρόσωπο είναι μια ιταλίδα που κάποια στιγμή νοιώθει να απειλείται από δυο άγνωστους, για να κορυφωθεί με την τρίτη ιστορία στην οποία έχουμε και πυροβολισμό με ένα τραυματία. Όμως η ιστορία αυτή δεν είναι η κλασική του crime, είναι όπως θα έλεγε και ο Νίτσε «ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη». Ο απελπισμένος από την εγκατάλειψη της φίλης του πυροβολεί τον καταστηματάρχη, που του ’πρεπε εδώ που τα λέμε, πριν προλάβουν να επέμβουν οι δυο φίλοι του, που τον πήραν από το μπαρ όπου ήταν ολομέθυστος και είχε τρομοκρατήσει τους θαμώνες με ένα γεμάτο πιστόλι. Και τώρα πρέπει να κρυφτούν.
  Υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, είναι μια εξαιρετική ταινία.
  Παραλίγο να το ξεχάσω, βλέποντας την ταινία πρόσεξα κάτι, μια διαφορά, ή μάλλον αντίθεση, ανάμεσα στην κινέζικη και τη γιαπωνέζικη γλώσσα, και έκανα μια ξεχωριστή ανάρτηση.