Book review, movie criticism

Thursday, June 27, 2024

David Lynch, (The straight story, 1999)

 

David Lynch,  (The straight story, 1999)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Μεγάλος σκηνοθέτης ο David Lynch, δεν ήταν δυνατόν να μη δω μια ταινία του, και μάλιστα όταν πρόκειται για επανέκδοση (οι επανεκδόσεις είναι κατά τεκμήριο καλές). Είχα όμως την δυσπιστία μήπως είναι κι αυτή καμιά παλαβιάρικη σαν το «Mulholand drive» (να μην τα λέω κάθε φορά, κατά τα γούστα μου πάντα), όμως δεν ήταν έτσι.

  Ο Άλβιν, 73 χρονών, με προβλήματα υγείας (περπατάει με δυο μπαστούνια), όταν μαθαίνει ότι ο αδελφός του, που βρίσκεται 390 χιλιόμετρα μακριά, έπαθε εγκεφαλικό, αποφασίζει να πάει να τον δει. Είχαν δέκα χρόνια να μιλήσουν, μετά από ένα τσακωμό.

  Το αίμα νερό δεν γίνεται.

  Δεν έχει δίπλωμα οδήγησης, η όρασή του δεν είναι και τόσο καλή, πώς να πάει;

  Η απλή λύση θα ήταν να πάρει το λεωφορείο.

  Γιατί δεν το έκανε;

  Θα έλεγα σκηνοθετική αδεία, αν η ταινία δεν βασιζόταν σε πραγματική ιστορία.

  Ο Alvin Straight γεννήθηκε το 1920 και πέθανε το 1996, 76 χρονών. Στην ταινία μαθαίνουμε ότι το ταξίδι αυτό με το χορτοκοπτικό του, στον κοτσαδόρο του οποίου είχε δέσει μια σκεπαστή άμαξα, το έκανε στα 73 του χρόνια.

  Σχεδόν όλη η ταινία είναι το οδοιπορικό αυτό.

  Το σασπένς δεν είναι αν θα φτάσει στον προορισμό του, για να γίνει ταινία η περιπέτειά του σίγουρα έφτασε, αλλά για το ποιο θα είναι το επόμενο επεισόδιο, τι θα συναντήσει στο δρόμο του. Και βέβαια περιμένουμε ότι ένα από τα προβλήματα που θα συναντήσει είναι με το χορτοκοπτικό του, αποκλείεται να μην του βγάλει πρόβλημα στο δρόμο.

  Το πρώτο επεισόδιο είναι με μια κοπέλα που συνάντησε. Είχε φύγει από το σπίτι. Δεν του λέει λεπτομέρειες. Αυτός της λέει για τη δική του ζωή. Σε κάποιον άλλο θα μιλήσει αργότερα και για την κόρη του, μια lady bird η οποία μένει μαζί του.

  Αυτό που με συγκίνησε ιδιαίτερα είναι η προθυμία των ανθρώπων τους οποίους συναντούσε να τον βοηθήσουν. Το είχα δει και σε μια άλλη ταινία, δεν θυμάμαι ποια, και το είχα αναφέρει στην ανάρτηση που έκανα.

  Αποκλείεται να είναι 73 χρόνων και ο Richard Farnsworth που τον ενσαρκώνει (για την ερμηνεία του προτάθηκε για βραβείο όσκαρ), σίγουρα είναι παραπάνω.

  Διάβασα τη βιογραφία του.

  Πέθανε ένα χρόνο μετά την προβολή της ταινίας, το 2000. Γεννήθηκε όπως και ο Alvin το 1920, άρα θα ήταν σίγουρα 78 χρονών όταν γυρίστηκε η ταινία.

  Διάβασα τη βιογραφία του Farnsworth.

  Συγκινήθηκα με το θάνατό του.

  Σε τελική φάση καρκίνου είχε φοβερούς πόνους. Επίσης είχε παραλύσει εν μέρει. Δεν άντεξε και αυτοπυροβολήθηκε.

  Δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι η ταινία θα είχε υψηλή βαθμολογία στο IMDb, αλλά δεν φανταζόμουν ότι θα είχε 8, μια βαθμολογία που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.  

 

  

Θωμάς Σίδερης, Gas station ή Τα περιστέρια της Λαχώρης (2023)

 

Θωμάς Σίδερης, Gas station ή Τα περιστέρια της Λαχώρης (2023)

 


  Από σήμερα στο Στούντιο

  Το έχω ξαναγράψει, της γης οι κολασμένοι είναι σήμερα οι λαθρομετανάστες.

  Αυτό είναι το θέμα της ταινίας, με φόντο το ναυάγιο της Πύλου.

  Γιατί οι δυο τίτλοι;

  Θα μπορούσε να είναι τρεις, όπως και τρεις είναι οι ιστορίες.

  Η πρώτη είναι ενός πακιστανού που δούλευε χρόνια σε βενζινάδικο. Κάποτε πήγαν να το ληστέψουν. Δεν τον χωράει πια η Ελλάδα, επιστρέφει στην πατρίδα.

  Η δεύτερη αναφέρεται στο ναυάγιο της Πύλου. Τα περιστέρια της Λαχώρης είναι μια μεταφορά για τους λαθρομετανάστες που χάθηκαν, στην πλειοψηφία τους πακιστανοί. Οι πακιστανοί, αλλά και οι ιρανοί, αρέσκονται στα περιστέρια.

  Στο χωριό μου, όταν ήμουν μαθητής, θυμάμαι περιστέρια είχε η Τριχού, η γιαγιά της Κατερίνας. Αλλά και άλλοι πρέπει να είχαν. Το μικρό, τρυφερό περιστέρι που είχε πεντανόστιμο κρέας το λέγανε κορμάκι.  

  Η τρίτη ιστορία είναι αυτή της δολοφονίας του Λουκμάν Σαχζάτ στα Πετράλωνα, που η καταδίκη των δολοφόνων σήμανε την αρχή του τέλους της Χρυσής Αυγής.

  Την αρχή του τέλους;

  Ήλλαξε ο Μανωλιός κι ήβαλε τα ρούχα του αλλιώς.

  Μεγάλη ιστορία.

  Η δολοφονία ενός ακόμη πακιστανού στα Πετράλωνα θα θυμίσει τη δολοφονία του Λουκμάν και θα ξεσηκώσει τον κόσμο.

  Για την εκμετάλλευση που υφίστανται οι ξένοι είχα μια προσωπική εμπειρία. Πήγα να επισκεφτώ ένα φίλο Αιγύπτιο που είχε σπουδάσει κινέζικη φιλολογία στο Κάιρο (να μη ρωτήσω σε ποιο πανεπιστήμιο εδώ υπάρχει τμήμα κινέζικης φιλολογίας) σε μια δομή υποδοχής της ευαγγελικής εκκλησίας.

  Ένας από τους φιλοξενούμενους στη δομή έβαψε το σπίτι ενός έλληνα.

  Πότε θα με πληρώσεις;

  Αύριο.

  Αυτό γινόταν κάθε μέρα.

  Τον παίρνω εγώ τηλέφωνο, σαν έλληνας.

  Πότε θα τον πληρώσεις;

  Αύριο.

  Το ίδιο παραμύθι.

  Αμφιβάλλω αν τον πλήρωσε τελικά.

  Το τι υφίστανται οι λαθρομετανάστες από τους Λίβυους το ξέρω από μια άλλη ταινία, που είχε να κάνει με λαθρομετανάστες της υποσαχάριας, δηλαδή της μαύρης, Αφρικής. Κρίμα να μην μπορώ να θυμηθώ τον τίτλο. Βασανιστήρια και πείνα.

  Το άλλο που ήθελα να πω, είναι ότι δεν πρέπει να κατηγορούμε τους έλληνες για ολιγορία στο ναυάγιο της Πύλου. Είχα παρακολουθήσει τα γεγονότα τότε. Προσφέρθηκαν να τους πάρουν από το σκάφος που είχε πρόβλημα. Αρνήθηκαν, ζήτησαν, αν θυμάμαι καλά, τρόφιμα και νερό.

  Γιατί αρνήθηκαν;

  Προορισμός τους ήταν η Ιταλία.

  Αν δεχόντουσαν, θα έμεναν σε δομές υποδοχής λαθρομεταναστών στην Ελλάδα, και κύριος είδε αν κατάφερναν να προωθηθούν παραπέρα. Οι βόρειοι γείτονές μας έχουν κλείσει τα σύνορα όπως εμείς κάναμε στον Έβρο, όμως τη θάλασσα πώς να την κλείσεις; Η Ιταλία ήταν σαφώς καλύτερος προορισμός.

  Θυμήθηκα και το άλλο.

  Οι ιταλοί στην ψύχρα βύθισαν ένα πλοίο με λαθρομετανάστες.

  Τουλάχιστον έτσι άκουσα στα ΜΜΕ εκείνη την εποχή.

  Θα δούμε συγκλονιστικά βίντεο που ενσωμάτωσε στην ταινία του ο Σίδερης. Συνομιλίες ατόμων πριν αναχωρήσει το πλοίο για την Ιταλία με τους δικούς τους, που τους έλεγαν τις ταλαιπωρίες τους στη Λιβύη.

  Με συγκλόνισε η ιστορία του πατέρα που, όταν έμαθε το θάνατο του γιου του στο ναυάγιο, σταμάτησε να τρώει και πέθανε από ασιτία.

  Συγκλονιστική ταινία, αξίζει να τη δείτε. 

Wednesday, June 26, 2024

Brigitte Lahaie, Moi, la scandaleuse

 

 Brigitte Lahaie, Moi, la scandaleuse, edition J’ ai lu, 1987, σελ. 207.

 

 


 

  Τώρα που πήραμε φόρα, μετά τη Stoya αναρτούμε για την Brigitte Lahaie.

  Και η Brigitte Lahaie εργάστηκε ως πορνοστάρ, όμως τρεις δεκαετίες πριν από τη Stoya, τέλη της δεκαετίας του ’70. Και, σε αντίθεση με το βιβλίο της Stoya, είναι εντελώς αυτοβιογραφικό.

  Και αυτή την βιβλιοκριτική την έγραψα πριν σχεδόν έξι χρόνια, χωρίς να τολμώ να την αναρτήσω.   

  Έμαθα πολλά πράγματα για τη βιομηχανία του σεξ εκείνης της εποχής. Βέβαια από τότε μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. Σήμερα δεν υπάρχουν πορνοταινίες, υπάρχουν μόνο πορνοβίνταιο, είναι αναρτημένα σε ιστοσελίδες, ελλείπει το στόρι, και όπου υπάρχει είναι ελάχιστο, προσχηματικό. Αλλά βέβαια όλες τις πορνοστάρ τις έχουν παραμερίσει τα cam-girls.

  Σίγουρα η Μπριζίτ Λαέ ήταν η καλύτερη πορνοστάρ της εποχής της, ήταν η μόνη που θυμόμουν σαν όνομα και σαν πρόσωπο. Πολύ όμορφη, ωραίο σώμα και τροφαντά στήθη. Μου έκανε εντύπωση το ότι είχε κόμπλεξ στην εφηβεία για την εμφάνισή της. Βέβαια ήταν και η ζήλεια της αδελφής της, που της έλεγε: «Μη στενοχωριέσαι Μπριζίτ που δεν είσαι ωραία, κάποια αγόρι θα βρεθεί να σ’ αγαπήσει».

  Θυμάμαι και μια φίλη, πολύ παλιά, πολύ ωραία και αυτή, που είχε κόμπλεξ με την εμφάνισή της στην εφηβεία της. Δεν ξέρω αν ήταν επιδημία της εποχής.

  Πάει μήνας που διάβασα το βιβλίο, καλύτερα να το ξεφυλλίσω και να δω τις υπογραμμίσεις μου.

  «Μου αρέσει να φαντάζομαι την καύλα του, τις φαντασιώσεις που του έρχονται βλέποντάς με να με παίρνει και να με κατακτάει ένας άλλος». Και κάμποσες σελίδες πιο κάτω: «Κάθε φορά που γυρνούσα ένα φιλμ, για να φτιαχτώ φανταζόμουν τα ακίνητα πρόσωπα των θεατών, τις φαντασιώσεις που τους έρχονταν στο μυαλό βλέποντάς με…».

  Αυτός σίγουρα είναι ένας από τους λόγους που μια γυναίκα γίνεται πορνοστάρ, όπως και cam-girl.

  Ένας, γιατί νομίζω ότι ο βασικός είναι το χρήμα.

   «Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν περισσότερες πόρνες ανάμεσα στις πορνοστάρ από ό,τι στις κανονικές σταρ. Ούτε και στους πιο αξιοσέβαστους κύκλους, όπου οι γυναίκες πρέπει να κατακτήσουν πολύ ακριβά την προαγωγή τους. Η πορνεία δεν βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, στην άσκηση ενός επαγγέλματος αλλά στο πνεύμα».

  Εγώ δεν θα κατηγορήσω ούτε τις μεν ούτε τις δε. Όλοι πρέπει να ζήσουμε, όλοι πρέπει να βάλουμε τα δυνατά μας.

  «Οι περισσότερες γυναίκες περνάνε τη ζωή τους αγαπώντας άνδρες απρόσιτους, αδιάφορους. Είναι γνωστό ότι αγαπάτε κυρίως αυτούς/ές που σαν αντιστέκονται ή που σας αγνοούν».

  Έχει μια αλήθεια αυτό που λέει.

  Η Μπριζίτ δούλευε σαν πωλήτρια σε υποδηματοπωλείο. Έπαιρνε 1500 φράγκα το μήνα. Σαν πορνοστάρ, αμέσως μετά, έπαιρνε 500 φράγκα για μισής μέρας δουλειά.

  Κοινωνικές ανισότητες.

  «Όταν ένας άντρας λέει σε μια γυναίκα ότι έχει ωραία μάτια, ότι είναι όμορφη ή ότι είναι ωραίο το ντύσιμό της, αυτό που σκέφτεται είναι ο κώλος της».

  Και θυμήθηκα ένα ανέκδοτο.

  -Είσαι τόσο όμορφη, τόσο γλυκιά, τόσο χαριτωμένη, τόσο… τόσο…

  -Για να σου πω, μήπως μου τα λες όλα αυτά για να με πηδήξεις;

  -Και έξυπνη!!!

  Πολλοί της κόλλαγαν, κάποιοι με εντελώς απροκάλυπτο τρόπο.

  «-Πόσα;

  -Δέκα χρόνια.

  -Δέκα χρόνια τι; με ρωτούσε ο άγνωστος  πραγματικά έκπληκτος.

  -Δέκα χρόνια πριν δεχτώ.

  Οι περισσότεροι έφευγαν οργισμένοι, σηκώνοντας τους ώμους τους, λες και ήμουν εγώ που τους είχα επιτεθεί».

  Μα δεν της πέρασε από το μυαλό ότι κάποιες άλλες θα έλεγαν τόσα φράγκα αντί για τόσα χρόνια; Σίγουρα αυτοί οι άνδρες, αυτό τον τρόπο προσέγγισης δεν τον δοκίμαζαν για πρώτη φορά σ’ αυτήν.

  Ο μαζοχισμός μπορεί να φτάσει στα πιο απίθανα άκρα. Δεν θα αντιγράψω το απόσπασμα, θα το δώσω σε περίληψη. Ο σαδιστής άνδρας είχε κρεμάσει τη φίλη του από ένα γάντζο στο ταβάνι. Ο γάντζος ξεκόλλησε, η φίλη του έσπασε την σπονδυλική της στήλη και έμεινε σε όλη της τη ζωή κλεισμένη μέσα σε ένα θώρακα, που καθώς τον φόρεσαν δυο φίλοι μου ξέρω ότι τον λένε «κηδεμόνα».

  Ένας από τους παριστάμενους τον κατέδωσε, και έκανε κάμποσο καιρό φυλακή. Και καταλήγει η Μπριζίτ: «Αυτή η ιστορία είναι ακόμη πιο συγκινητική για μένα καθώς ξέρω ότι αυτή η γυναίκα δεν έπαψε ποτέ να αγαπάει αυτό τον άνδρα που την άφησε ανάπηρη».

  Αναρωτιέμαι, αν είχε πάθει το ίδιο χουνέρι και η Άνα θα εξακολουθούσε να αγαπάει τον Κρίστιαν; («Πενήντα αποχρώσεις του γκρι»).

  Πολλοί πιστεύουν, λέει, ότι οι σκηνοθέτες των πορνοταινιών κοιμούνται με τις πορνοστάρ τους. Τίποτα πιο λάθος. Απεναντίας αυτό ισχύει για πολλές από τις κανονικές σταρ.

  Και θυμήθηκα την Κάθριν Ζέτα Τζόουνς που είχε εξομολογηθεί, «Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να περάσω από πολλά κρεβάτια».

  Τα βίντεο και τα κανάλια έφεραν μια επανάσταση με οδυνηρές συνέπειες για κάποιες πορνοστάρ, που πόζαραν για πέντε έξι ταινίες με το πραγματικό τους όνομα, μετά σταμάτησαν, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά. Ξαφνικά είδαν τα έργα που γύρισαν να βρίσκονται στο βίντεο κλαμπ της γειτονιάς και να παίζονται στα κανάλια. Μια από αυτές, στο Αμβούργο, αυτοκτόνησε.

  «Είμαι βαθιά κλειτοριδική, όπως τα τρία τέταρτα των γυναικών».

  Το μάθαμε κι αυτό.

  «Μια ηθοποιός άξια του ονόματος αυτού, μπορεί να παίζει τα πάντα. Συμπεριλαμβανομένου και του πάθους για τον άσχημο. Εγώ συνειδητά διάλεγα τους πιο άσχημους, ξέροντας ότι θα διέγειρε τους θεατές να βλέπουν μια όμορφη γυναίκα ερωτευμένη με ανθρώπους με τους οποίους πολλοί μπορούσαν να ταυτιστούν».

  Το παρακάτω μπορούσα να το φανταστώ. Την Ορνέλα Μούτι, στις πιο «σκληρές» σκηνές σε κάποια ερωτικά επεισόδια, την αντικαθιστούσε μια που της έμοιαζε. Σίγουρα και αρκετές άλλες. Ο Γιάννης ο Καραμπίτσος, που ξέρει αρκετά καλά τα πράγματα, μας έλεγε ότι πολλοί σκηνοθέτες υποχρεώνουν τις ηθοποιούς τους να κάνουν πραγματικό σεξ με τους παρτενέρ τους. Τα πάντα για το ρεαλισμό!!! Και δεν μιλάμε βέβαια για τα «9 τραγούδια» του Michael Winterbottom.

  Αυτά με την Brigitte Lahaie. Πριν ξεκινήσω να γράφω αυτές τις γραμμές την έψαξα πάλι στο διαδίκτυο. Έβαλα δυο άλλα βιβλία της στο καλαθάκι του Amazon. Δεν ξέρω αν θα τα παραγγείλω τελικά γυρνώντας από τις διακοπές μου. Θα ήταν πάντως ένα καλό κίνητρο το ότι θα φρέσκαρα ξανά τα γαλλικά μου.