Book review, movie criticism

Wednesday, May 8, 2024

Parviz Kimiavi, The Mongols (1973)

 

Parviz Kimiavi, The Mongols (1973)

 


  Στον σκηνοθέτη μιας τηλεοπτικής σειράς που αγωνίζεται με το σενάριο της πρώτης του ταινίας μυθοπλασίας, του παραγγέλλουν να επιβλέψει την εγκατάσταση ενός τηλεοπτικού αναμεταδότη σε μια απομακρυσμένη ερημική περιοχή της επαρχίας Zahedan, κοντά στα σύνορα με το Αφγανιστάν. Ήδη έχει προσλάβει τουρκομάνους για το έργο του και έχει επιλέξει το χώρο όπου θα γυριστεί η ταινία. Η γυναίκα του που εργάζεται πάνω στο διδακτορικό της για την εισβολή των Μογγόλων στο Ιράν προσπαθεί να τον πείσει να μη δεχθεί αυτή την αποστολή. Μια νύχτα, ενώ εργάζεται πάνω στην τηλεοπτική σειρά του για την ιστορία του κινηματογράφου, η φαντασία του πετάει και βλέπει εικόνες διαφορετικών χρόνων και τόπων: Την ιστορία του σινεμά, την ιστορία της εισβολής των Μογγόλων, την ταινία που θα γυρίσει και την αποστολή του στην έρημο.

  Το ότι πετάει η φαντασία του σ’ αυτούς τους κόσμους είναι μια ρεαλιστική σύμβαση που την ξεχνάμε γρήγορα. Ο Kimiavi, ακολουθώντας τα ίχνη του Fereydoun Rahnema στην ταινία του «Ο Σιγιαβάς στην Περσέπολη» (1967), συμφύρει τόπους και χρόνους, συχνά με σουρεαλιστικές εικόνες. Με αυτή τη σύμφυρση κάνει τη σάτιρά του.

  Η έλευση της τηλεόρασης πιστεύει ότι αποτελεί το τέλος, όχι μόνο του κινηματογράφου αλλά και παραδοσιακών μορφών τέχνης. Δύο επεισόδια είναι χαρακτηριστικά.

  Ο παραμυθάς του Naqqali αφηγείται την ιστορία του Abbas, ενός σιίτη μάρτυρα, δείχνοντας ταυτόχρονα τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται τη συγκεκριμένη στιγμή της αφήγησής του σε έναν τεράστιο πίνακα που απεικονίζει το γεγονός. Ξαφνικά καταφτάνει μια πομπή κουβαλώντας θριαμβευτικά μια τηλεόραση, την οποία εγκαθιστά σε μια αίθουσα. Είναι σίγουρο ότι θα κερδίσει τους θεατές του Naqqali.

  Ο σκηνοθέτης ξεθάβει σιγά σιγά το φιλμ που είναι παραχωμένο στην άμμο της ερήμου.

  Έγκλημα.

  Τον συλλαμβάνουν και τον βάζουν στην γκιλοτίνα. Η λεπίδα πέφτει ορμητικά από πάνω το κεφάλι του. Όμως αντί να δούμε το κεφάλι του να κυλάει στην άμμο, βλέπουμε να κυλάει μια μπομπίνα  φιλμ.

  Ο θάνατος του κινηματογράφου, συμβολικά. Ωθώντας παραπέρα τον συμβολισμό, έχουμε τον θάνατο του σκηνοθέτη από τη λογοκρισία.

  -Τι είναι ο κινηματογράφος; Μια παγίδα, λέει ένας Μογγόλος. Να πάει από εκεί που ήλθε. Ταυτόχρονα ακούμε τη Άννα Καρίνα να τραγουδάει το Ma ligne de chance από τον «Τρελό πιερό» (1965) του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, μια από τις πιο εμβληματικές ταινίες του γαλλικού νέου κύματος.

  Και η εισβολή των Μογγόλων (σε κάποιες σκηνές αντί για όπλα φέρουν στον ώμο τους τηλεοπτικές αντένες) αποτελεί ένα σύμβολο της εισβολής της τηλεόρασης.

  Η σάτιρα αυτή κτυπάει εμμέσως πλην σαφώς τις εκσυγχρονιστικές προσπάθειες του σάχη. Η τηλεόραση, που θα σήμαινε το τέλος του κινηματογράφου (είχαμε κι εμείς τέτοιους φόβους όταν εμφανίστηκε και στην Ελλάδα), είναι στην υπηρεσία της εξουσίας.

  Το να υποστηρίζεις την παράδοση ενάντια στο καινούριο εκείνη την εποχή ήταν σαν να καταφερόσουνα ενάντια στον εκμοντερνισμό του σάχη, και κατ’ επέκταση ενάντια στον ίδιο τον σάχη.

  Και βέβαια δεν μπορούμε να μην εντοπίσουμε εδώ το οξύμωρο: ο Kimiavi υπερασπίζεται την παράδοση ενάντια στο μοντέρνο, χρησιμοποιώντας όμως το μοντέρνο ύφος του Νέου Κύματος.


Την ταινία την είχα δει πριν δέκα χρόνια και δεν το θυμόμουνα. Δεν την είδα και στο ιστολόγιο-κατάλογο που έχω, γιατί εκείνη την εποχή συχνά αναρτούσα, σε μια ανάρτηση, για δυο ή περισσότερες ταινίες. Σε μια τέτοια ανάρτηση έγραψα τα παρακάτω: 

Για τους «Μογγόλους» έγραψα ότι ο Κιμιάβι αναδεικνύεται σε ιρανό Παρατζάνοφ. Εντελώς ποιητική η ταινία. Σύμφυρση εξωκειμενικού και ενδοκειμενικού (ο σκηνοθέτης που ψάχνει για τους ηθοποιούς, με βάση τα μογγολικά χαρακτηριστικά τους). Οι ομάδες των Μογγόλων και των Ιρανών, που κινούνται σαν χορός αρχαίας τραγωδίας. Σύγκριση με το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Καβάφη. Εδώ οι Ιρανοί δεν περιμένουν, αλλά πηγαίνουν να συναντήσουν τους Μογγόλους. Οι Μογγόλοι είναι μια μεταφορά της βαρβαρότητας των σύγχρονων media σε σχέση με την παραδοσιακή κουλτούρα (Ο παραμυθάς που βλέπει να στήνουν απέναντι στην πλατεία την κεραία μιας τηλεόρασης, ενώ ο κόσμος σιγά σιγά χάνεται και μένει χωρίς ακροατές). 

Tuesday, May 7, 2024

Milos Forman, Μαύρος Πέτρος (Černý Petr, 1964)

 

Milos Forman, Μαύρος Πέτρος (Černý Petr, 1964)

 


  Μου άρεσαν τόσο οι τρεις κωμωδίες του Μίλος Φόρμαν που είδα, ώστε αποφάσισα να δω και τις υπόλοιπες τρεις.

  Ο μαύρος Πέτρος δεν είναι η ξεκαρδιστική κωμωδία που είδα προχθές, τη «Φωτιά, πυροσβέστες», για την οποία θα αναρτήσω όταν προβληθεί και η οποία γυρίστηκε τρία χρόνια αργότερα. Βλέπω όμως ότι το θέμα της κλεψιάς με το οποίο ξεκινάει η ταινία εδώ, θα το αναπτύξει περισσότερο σ’ εκείνη. Επίσης γίνεται αναφορά στους πυροσβέστες, που θα κατακλύσουν εκείνη την ταινία.

  Κεντρικό πρόσωπο είναι ο «Μαύρος Πέτρος», ένας δεκαεξάρης έφηβος που αναλαμβάνει δουλειά σαν κάμερα παρακολούθησης των πελατών, η οποία δεν υπήρχε τότε. Πρέπει να εντοπίζει τους πελάτες που έχουν χώσει κρυφά κάτι στις τσάντες τους. Κυρίως πελάτισσες δηλαδή, γιατί αυτές έρχονται στο σουπερμάρκετ.

  Τον βλέπουμε σε δυο περιπτώσεις να τα κάνει θάλασσα.

  Βλέπουμε και το φλερτ του, στην οποία φέρεται όμως με μεγάλη αδεξιότητα.

  Κάποια στιγμή θα εμφανιστούν δυο άλλα άτομα, με ένα από τα οποία θα έχει μια τεταμένη σχέση. Αυτό κι αν είναι αδέξιο απέναντι στο άλλο φύλο.

  Η σάτιρα είναι βέβαια παρούσα («Να φροντίσεις να είσαι καλός στη δουλειά σου για να γίνεις διευθυντής, οπότε θα καλοπερνάς», μια από τις σατιρικές ατάκες), αλλά σαν κεντρικό θέμα είναι τα προβλήματα των έφηβων, και κυρίως η αδεξιότητά τους απέναντι στο άλλο φύλο. Έχουμε και τον καημένο τον Πέτρο, που συνέχεια του τα ψάλλει ο πατέρας του.

  Και δυο ατάκες από την ταινία.

  Η μια είναι τσέχικη παροιμία.

  «Όποιος είναι κοντά στο φαγητό, μένει μακριά από τον τάφο».

  Και αυτή, που τη λέει επίσης ο πατέρας του:

  «Ήμουν χαρούμενος που ήσουν αγόρι».

  Για μένα έλεγε η μητέρα μου πολλές φορές: Είχα γιο κι είχα χαρά.

  Αλλά την απογοήτευσα.

  Μικρός ήμουν πολύ άτακτος.   

  Η βαθμολογία της στο IMDb είναι 7, 0,4 μονάδες μικρότερη από τη βαθμολογία της «Φωτιά, πυροσβέστες».  

Thursday, May 2, 2024

Arby Ovanessian, The spring (1971)

 

Arby Ovanessian, The spring (1971)

 


  Μια γυναίκα δύο άντρες λέει το τραγούδι, εδώ όμως είναι τρεις.

  Θέμα της ταινίας ο έρωτας, που υπερβαίνει παραδοσιακούς θεσμούς όπως ο γάμος.

  Ο ένας άντρας είναι ο άντρας της.

  Ο άλλος είναι ο εραστής της, χριστιανός.

  Ο τρίτος, φίλος του άντρα της, την ερωτεύεται. Είναι παντρεμένος, με προσυμφωνημένο γάμο, ούτε μια μέρα δεν αγάπησε τη γυναίκα του.

  Μια τέτοια ιστορία δεν μπορεί να έχει χάπι εντ.

  Όταν ανακαλύπτεται το κρυμμένο ειδύλλιο, οι γυναίκες κουτσομπολεύουν ενώ οι άντρες σκέφτονται πώς να τους τιμωρήσουν.

  Η γυναίκα μάλλον αυτοκτονεί. Βλέπουμε ένα σκοινί να κρέμεται από την κορυφή ενός τρούλου, κομμένο στην άκρη όταν πλησιάζει το έδαφος.

  Κάτω είναι ξαπλωμένη η γυναίκα.

  Ο εραστής θρηνεί. Ανοίγει τα στήθη του στο γιο της για να τον σκοτώσει. Ο πατέρας τον αποτρέπει.

  Σε ένα πλάνο στο τέλος τον βλέπουμε να εξαφανίζεται στο βάθος μιας χέρσας γης.

  Η ταινία είναι πρωτοποριακά ποιητική, ξεφεύγοντας από τον ρεαλισμό του ιρανικού κινηματογράφου, τόσο του νέου κύματος όσο και των film-farsi. Βλέπουμε σκηνές με χαλαρή σύνδεση, και αργές, σχεδόν στιλιζαρισμένες κινήσεις. Και βέβαια μεγάλης διάρκειας πλάνα. Χαρακτηριστικό είναι το τελευταίο πλάνο, με τον εραστή να απομακρύνεται στο βάθος.

  Η πιο χαρακτηριστική σκηνή είναι εκείνη όπου ο σύζυγος ρίχνει χώμα πάνω στον τάφο σκεπάζοντας τη νεκρή, όχι με φτυάρι αλλά με τα ίδια του τα χέρια, που κρατάει κάπου δυόμισι λεπτά. 

  Η ταινία είναι μεταφορά ενός λογοτεχνήματος του αρμένιου συγγραφέα και ποιητή Mkrtich Armen (1976-1972). Και ο σκηνοθέτης είναι ιρανοαρμένιος. Όλα τα επώνυμα που τελειώνουν σε -ιάν είναι αρμένικα, όπως Χατσατουριάν, Σαρογιάν).

  Η «Πηγή» είναι μια από τις πιο καλές ιρανικές ταινίες που έχω δει.