Κάρλος Φουέντες, Τα κρυστάλλινα σύνορα (μετ. Μαργαρίτα Μπονάτσου), Καστανιώτης 2009, σελ. 262
H βιβλιοκριτική αυτή δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μέσα σε εννιά διηγήματα ο Φουέντες αφηγείται το δράμα που περνάει η πατρίδα του, το Μεξικό.
Πριν ξεκινήσω να διαβάζω τα «Κρυστάλλινα σύνορα» διάβασα την «Αύρα» και τα «Γενέθλια», δυο νουβέλες σε ένα τόμο, από τα πρώτα έργα του Φουέντες, εκδόσεις Θεμέλιο. Ήταν δύο ατμοσφαιρικά έργα, με το στοιχείο του φανταστικού, που μου θύμιζαν έντονα Έντγκαρ Άλλαν Πόε και λίγο Μπόρχες. Δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα, και φοβήθηκα μήπως συναντούσα κάτι ανάλογο με τα «Κρυστάλλινα σύνορα». Ευτυχώς οι φόβοι μου διαψεύστηκαν. Το έργο θα το χαρακτήριζα ως ένα έργο στρατευμένου ρεαλισμού. Όχι κριτικού, που τον διακόνησαν γάλλοι συγγραφείς συντηρητικοί στις πολιτικές τους πεποιθήσεις, όχι σοσιαλιστικού, αφού το όραμα μάλλον έχει καταρρεύσει, παρά τη στράτευση του Φουέντες στο κομουνιστικό κόμμα, αλλά στρατευμένου. Στρατευμένου με την έννοια ότι τα προβλήματα της χώρας του, του Μεξικού, αποτελούν τη θεματική εμμονή του. Δεν ξέρω τι συμβαίνει στα υπόλοιπα έργα του, πάντως εδώ βρήκα έναν Φουέντες να μιλάει για την πατρίδα του, για τον κόσμο που υποφέρει, για τον διπλανό γίγαντα τον οποίο τροφοδοτεί με μετανάστες στους οποίους αυτός φέρεται με μεγαλύτερο ρατσισμό από ότι φερόταν στους μαύρους, ακόμη και πριν την κατάργηση της δουλείας. Το έργο αυτό είναι μια καταγγελία της διαφθοράς και της εκμετάλλευσης, ένας ύμνος στην αγάπη και την ανθρωπιά και μια ελεγεία για τον ανθρώπινο πόνο.
Έχουμε γράψει και παλιά πως το μυθιστόρημα πουλάει και όχι το διήγημα. Κάποιοι, με έξυπνες επινοήσεις, συρράβουν διηγήματα και τα παρουσιάζουν ως μυθιστόρημα (ένα παράδειγμα η «Ωντισιόν» της φίλης μου της Ελένης της Στασινού). Εδώ ο Φουέντες φτιάχνει εννιά διηγήματα στα οποία ο μόνος ενοποιητικός ιστός είναι δυο από τους ήρωες. Έτσι χαρακτηρίζει το έργο, όπως φαίνεται στο εξώφυλλο, «μυθιστόρημα σε εννέα διηγήματα».
Κάνοντας την ανάρτηση για τις νουβέλες έψαξα στο διαδίκτυο και βρήκα ένα άρθρο όπου η συγγραφέας του λέει ότι την τελευταία δεκαετία (του ’60) ο Φουέντες στα έργα του μας δίνει τουλάχιστον ένα παράδειγμα της μάγισσας ή της θεάς. Στο «μυθιστόρημα» αυτό βρήκα σε αφθονία και τους δυο τύπους, της κακιάς γυναίκας που σου προκαλεί αποστροφή και της καλής γυναίκας για την οποία νοιώθεις αγάπη και συμπάθεια. Η δεύτερη είναι η δυστυχισμένη, ταλαιπωρημένη εργαζόμενη μεξικάνα. Η πρώτη είναι η διεφθαρμένη, που κυνηγάει την καλή ζωή χωρίς να έχει ηθικές αναστολές. Το πιο χαρακτηριστικό βέβαια παράδειγμα είναι Μιτσελίνα, η νύφη του Λεονάρδο Μπαρόσο. Την διαλέγει για νύφη του, γυναίκα του γιου του, ανυστερόβουλα, όμως αυτή του την πέφτει. Εκτός από το πρώτο διήγημα, όπου αυτοί οι δυο είναι οι κεντρικοί ήρωες, εμφανίζονται και σε κάποια από τα επόμενα.
Ο Φουέντες δεν έχει ξεχάσει τη μαθητεία του στο φανταστικό. Ο Διονίσιο της «Λεηλασίας» κάθεται σε ένα εστιατόριο. Τρίβοντας ένα μπουκάλι τσίλι, βλέπει να βγαίνει από μέσα όχι η σάλτσα αλλά ένα μικροσκοπικό αντράκι με καουμπόικο κοστούμι. Είναι το τζίνι. Τον ευχαριστεί που τον έβγαλε μετά από εγκλεισμό ενός χρόνου, και τον ρωτάει ποια επιθυμία του θέλει να ικανοποιήσει. «Γυναίκες», απαντάει ο Διονίσιο, με κάθε καινούριο πιάτο που θα παραγγέλνει θέλει να έρχεται και μια γυναίκα. Έτσι και γίνεται. Και βλέπουμε να παρελαύνουν κάμποσες γυναίκες, όλες του τύπου της αποκρουστικής, της κακιάς, της μάγισσας. Έξυπνη επινόηση, για να παρουσιάσει γυναίκες αυτού του τύπου σε όλες τους τις αποχρώσεις.
Το υφολογικό χαρακτηριστικό του Φουέντες είναι ότι χρησιμοποιεί αρκετά συχνά το εφέ της μακροπεριόδου και το εφέ της απαρίθμησης. Για παράδειγμα, ανάμεσα στις σελίδες 136 και 138, σε δυο σελίδες έκταση, βλέπουμε μόνο τρεις περιόδους. Να δώσουμε και ένα παράδειγμα απαρίθμησης, με το οποίο χαρακτηρίζεται ο διεφθαρμένος ήρωας. Ο Εμιλιάνο Μπαρόσο μιλάει για τον αδελφό του τον Λεονάρδο Μπαρόσο: «Αλλά το αληθινό του όνομα είναι συμβάσεις. Το όνομά του είναι λαθρεμπόριο. Το όνομά του είναι χρηματιστήριο. Αυτοκινητόδρομοι. Μακίλας (Εργοστάσια συναρμολόγησης που εμφανίστηκαν κατά μήκος των βόρειων συνόρων του Μεξικού τη δεκαετία του ’60). Πορνεία. Μπαρ. Εφημερίδες. Τηλεόραση. Ναρκοδόλαρα» (σελ. 108-109).
Ακόμη, ο Φουέντες είναι πολύ επινοητικός στις μεταφορές του. Διαβάζω για παράδειγμα. «…με λιγότερες ρυτίδες στο πρόσωπό του απ’ ό, τι μια παλιά σέλα» (σελ. 37) «…τινάζοντας τις μπούκλες της σαν σφουγγαρίστρα πολυτελείας» (σελ. 79). Τις χρησιμοποιεί όπως κάνει συχνά και ο Γιάννης Ξανθούλης, για τις αρνητικές συνδηλώσεις τους, σαρκάζοντας τα πρόσωπα.
Διαβάζω ακόμη:
«…μιλούσε ατελείωτα στα αγγλικά για χρέη, πληθωρισμό, για το κόστος ζωής, τις υποτιμήσεις του νομίσματος, περικοπές στους μισθούς, συντάξεις που δεν έφταναν για τίποτα, όλα πολύ χάλια» (σελ. 58) και «… τη θυσία της χώρας, της κακοκυβερνημένης, της διεφθαρμένης, της ανάλγητης…» (σελ. 170).
Ναι, σε πολλά σημεία η περιγραφή που κάνει του Μεξικού θυμίζει την Ελλάδα. Στο μόνο που η Ελλάδα θυμίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ότι και αυτή δέχεται λαθρομετανάστες τους οποίους προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποφύγει. Αν και φοβάμαι ότι αυτό δεν θα γίνεται για πολύ. Στο εξής θα την αποφεύγουν οι λαθρομετανάστες. Δεν χρειάζεται να μεταναστεύσεις σε μια χώρα που έχει τα χάλια της δικής σου χώρας. Ξέρω ότι οι νέοι επιστήμονές μας μεταναστεύουν ήδη στο εξωτερικό. Για τους μη επιστήμονες, μάλλον έχουν κλείσει οι δρόμοι για Σουηδία, Καναδά, Γερμανία και Αυστραλία.
Μου άρεσαν πολύ και τα εννιά διηγήματα. Θα θυμάμαι για πολύ τα «Κρυστάλλινα σύνορα», το διήγημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή. Ένας μεξικάνος καθαριστής και μια αμερικανίδα ανταλλάσουν ένα απελπισμένο φιλί μέσα από την τζαμαρία ενός κτιρίου. Επίσης τις «Φίλες», όπου η Μις Έιμι, η στριμμένη γριά, θα περάσει μια συνειδησιακή μεταστροφή σαν τον Εμπενέζερ Σκρουτζ στις «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες» του Ντίκενς, καθώς και το «Στοίχημα», ένα διήγημα εκδίκησης. Όμως και τα άλλα διηγήματα, που δεν έχουν το σασπένς και την κορύφωση των προηγούμενων, είναι επίσης εξαιρετικά.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment