Νένα Κοκκινάκη, Ο άνθρωπος της κλειστής πόρτας, Δόμος 1996, σελ. 222
Κρητικά Επίκαιρα, Μάρτης 1997, Αντί, 24 Μαΐου 1997, τ. 635
Ένα λογοτεχνικό δοκίμιο πάνω στον εγωκεντρισμό και στις αδιέξοδες προσωπικές σχέσεις είναι το τελευταίο έργο της Νένας Κοκκινάκη, με τίτλο «Ο άνθρωπος της κλειστής πόρτας». Το αισιόδοξο happy end των νεανικών μυθιστορημάτων της την εγκαταλείπει εδώ. Η μυθοπλασία στο έργο αυτό δεν προσφέρει μια σε φαντασιακό επίπεδο ικανοποίηση, όπως οι ονειροπολήσεις των εφήβων, αλλά μια εκδραμάτιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο σημερινός άνθρωπος, πότε ταμπουρωμένος πίσω από κλειστές πόρτες, αποκλείοντας τις διόδους επικοινωνίας με τον «άλλο», πότε ματαιωμένος στα πιο αγνά του αισθήματα.
Τα κύρια πρόσωπα συνιστούν ένα «ιψενικό τρίγωνο», περιβαλλόμενα από κάποια άλλα πρόσωπα δορυφόρους-δείκτες.
Ο Αύγουστος αγαπάει την Ελίνα, η Ελίνα τον Νικηφόρο, ενώ ο Νικηφόρος, αν και ενδίδει στη σχέση με την Ελίνα, φαίνεται ότι τρέφει αρκετή συμπάθεια προς το ανδρικό φύλο.
Ο Αύγουστος δεν θα αποκαλύψει ποτέ τον έρωτά του, από φόβο μη πάψει να βλέπει την γυναίκα που λατρεύει. Η Ελίνα μάταια περιμένει μπροστά από την κλειστή πόρτα. Στην απελπισία της σκέφτεται το θάνατο, τον οποίο θα τρέξει να συναντήσει, όταν θα ξεσπάσει το σκάνδαλο.
Το μυθιστόρημα δημιουργεί μια «σασπένς του πώς», ξεκινώντας in fine res. Ετσι η συγγραφέας αξιοποιεί και το θεματικό μοτίβο του ότι αναγνωρίζουμε την αξία ενός αγαπημένου προσώπου μόνο όταν το χάσουμε. Τελικά τίποτα δεν είναι πιο έντονα παρόν από ότι η απουσία. Είναι όπως η αφύπνιση που μας δημιουργείται, όταν, ακούγοντας μια ευχάριστη μουσική υπόκρουση, ξαφνικά παύουμε να την ακούμε.
Η συγγραφέας, ξεκινώντας το μυθιστόρημά της, παρουσιάζει «νεκροφιλικά» τον Νικηφόρο να ερεθίζεται σεξουαλικά όταν επισκέπτεται τον τάφο της Ελίνας. Στη συνέχεια αναπτύσσεται η ιστορία, με το ερώτημα να αιωρείται στον αναγνώστη, πώς και γιατί πέθανε η Ελίνα.
Ήδη από τα προηγούμενα βιβλία της η Κοκκινάκη κατάφερε να ισορροπήσει σε ένα συγγραφικό λόγο όπου ο αφηγηματικός λόγος δεν σφετερίζεται το λόγο των προσώπων. Μιλάνε αρκετά, πολύ περισσότερο από ότι συνέβαινε στα πρώτα της έργα. Ο λόγος τους λειτουργεί ως ιντερμέδιο στον κατά καιρούς πυκνά σχολιαστικό λόγο του αφηγητή, χαλαρώνοντας την τεταμένη προσοχή που απαιτεί. Οι παραλογοτέχνες το ξέρουν αυτό, και αφήνουν τους ήρωές τους να φλυαρούν με τις ώρες σε ένα λόγο quasi στιχομυθιακό. Ο αμιγώς σε πρώτο επίπεδο αφηγηματικός λόγος είναι πάντα κουραστικός. Μάλιστα η συγγραφέας δεν περιορίζεται μόνο στον ευθύ λόγο των προσώπων, αλλά παραθέτει και μακροσκελή αποσπάσματα από το ημερολόγιο της Ελίνας, σε μια εκτεταμένη αφήγηση δευτέρου επιπέδου.
Μια πρωτοτυπία επίσης της συγγραφέως, που αξίζει να αναφερθεί, είναι η πρόταξη ενός (δήθεν;) αποσπάσματος από το ημερολόγιο εργασίας του «ανθρώπου της κλειστής πόρτας», στο οποίο αναφέρεται όχι μόνο στο σημαινόμενο ενός σημείου που το σημαίνον του λέγεται «Νικηφόρος», αλλά και σε κάποιο «αντικείμενο αναφοράς», που κατά κάποιο τρόπο τη βοήθησε στην αποκρυστάλλωση του σημαινομένου της.
Και εδώ βέβαια τίθεται το ευρύτερο πρόβλημα των υπαρκτών προσώπων-μοντέλων, που, συνοδεύοντας ή μη αυτοβιογραφικά στοιχεία, μπαίνουν στις σελίδες μιας αφήγησης. Τα πρόσωπα αυτά δεν διεκδικούν την «αναγνώριση» από τον αναγνώστη, αντίθετα από ότι συμβαίνει π.χ. σε μια σάτιρα. Το πολύ πολύ να αναγνωρισθούν κάποια απ’ αυτά από το περιβάλλον της συγγραφέως. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι το εξής: Ακόμη και αν η συγγραφέας δεν διεκδικεί ούτε απαιτεί την αναγνώρισή τους, κατά πόσο έχει το δικαίωμα, κυρίως όταν τα απαξιώνει, να διαστρεβλώνει κάποια από τα βιογραφικά τους στοιχεία;
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment