Ανδρέα Μήτσου, Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου, Καστανιώτης 1995, σελ. 209
Γράμματα και Τέχνες, Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 1996, τ. 78
Τα "Ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου" είναι το πρώτο μυθιστόρημα που μας δίνει ο Αντρέας Μήτσου, μετά τις τέσσερις συλλογές διηγημάτων του.
Το μυθιστόρημα αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα αφηγηματικό πανόραμα, καθώς ο συγγραφέας αφενός προβάλλει αρκετά ζητήματα που θίγει η θεωρία της αφήγησης, και αφετέρου χρησιμοποιεί ένα πλούτο αφηγηματικών τεχνικών.
Πριν ασχοληθούμε όμως με τις αφηγηματικές τεχνικές του έργου, ας δώσουμε μια σύντομη περίληψη της ιστορίας του, προσπαθώντας ταυτόχρονα να την ερμηνεύσουμε με τα εργαλεία της ψυχανάλυσης.
Ο Ορέστης Χαλκιόπουλος βιώνει ένα έντονο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, ζώντας με την νεαρή και όμορφη μητέρα του, το οποίο αδυνατεί να ξεπεράσει, μια και η άλλη κορυφή του τριγώνου, ο πατέρας, λείπει διαρκώς, καθώς είναι ναυτικός και ταξιδεύει.
Ο Πέτρος, ο καθηγητής του, προσφέρεται ως το ανδρικό πρότυπο ταύτισης του έφηβου Ορέστη. Και αφού λοιπόν ο πατέρας είναι απών, δεν υπάρχει λόγος να τον "σκοτώσει", κατά τις επιταγές του Οιδιπόδειου. Μένει όμως ανοιχτό το δεύτερο διάβημα, η ερωτική σχέση με τη μητέρα του.
Μια και είναι ανεπίτρεπτη κοινωνικά, και καθώς ο Ορέστης έχει ήδη ταυτισθεί με τον Πέτρο, θα ωθήσει και τους δυο με πονηρό τρόπο σε μια ερωτική σχέση, ικανοποιώντας έτσι υποκατάστατα το οιδιπόδειο σύμπλεγμά του.
Από εκεί και πέρα η ιστορία εκτυλίσσεται σε γενικές γραμμές κατά το "εικός και το αναγκαίον". Ο πατέρας επιστρέφοντας, αφού επιχειρήσει χωρίς επιτυχία να σκοτώσει τον Πέτρο, θα απομακρυνθεί. Ο νεαρός καθηγητής, μετά τους πρώτους έρωτες, θα προσπαθήσει να απεγκλωβιστεί από αυτή την αδιέξοδη σχέση με μια παντρεμένη γυναίκα, μεγαλύτερή του. Αυτή όμως θα κοιτάξει με κάθε τρόπο να διατηρήσει το δεσμό τους, ακόμη και μετά το γάμο του με μια άλλη κοπέλα. Όταν νιώσει ότι είναι πια καιρός να απομακρυνθεί1, σκοτώνεται σε τροχαίο.
Την ιστορία την αφηγούνται τρεις αφηγητές: Η Φωτούλα, η μητέρα του, σε κάποιες ημερολογιακές σελίδες, ο Ορέστης, που εξιστορεί τη ζωή του στη Μαρία σε μια μάταιη προσπάθεια να τη κατακτήσει ανοίγοντάς της την καρδιά του, και ο συγγραφέας.
Ο συγγραφέας; Οι σύγχρονες θεωρίες της αφήγησης τον θέλουν εξωαφηγηματικό πρόσωπο. Ο συγγραφέας τους αγνοεί: "Πρέπει όμως να με εμπιστευθείτε... Είναι ανάγκη, σε οριακές τουλάχιστον στιγμές της αφήγησης, να εμπιστευόμαστε τον συγγραφέα". (σελ. 99)
Κατά την αντίληψή μας, δεν υπάρχει εξωδιηγητικός ετεροδιηγητικός αφηγητής. Υπάρχει μόνο ο συγγραφέας, περισσότερο, λιγότερο, ή καθόλου implied δεν έχει σημασία. Η, για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, μια και οι όροι έχουν περίπου επιβληθεί, ο εξωδιηγητικός ετεροδιηγητικός, ή τριτοπρόσωπος αφηγητής, δεν είναι άλλος από τον συγγραφέα. Και όταν ο αφηγητής είναι ο συγγραφέας, ο αποδέκτης της αφήγησης στον οποίο απευθύνεται ("εμπιστευθείτε...") δεν είναι άλλος από τον αναγνώστη.
Όμως εδώ ο Μήτσου μας παγιδεύει, υπερβαίνοντας τις παραδοσιακές διακρίσεις. Είναι όντως ο συγγραφέας; Αν και αυτοαποκαλείται συγγραφέας, έχει την περιορισμένη οπτική ενός ενδοδιηγητικού ετεροδιηγητικού αφηγητή, ενός μάρτυρα, που από κάπου πληροφορείται τα γεγονότα, παρά το ότι κάποιες στιγμές παρουσιάζεται ως παντογνώστης.2 Αλλού (σελ. 158) αυτοαποκαλείται αφηγητής.
Οι χρόνοι της αφήγησης είναι τρεις. Ο χρόνος που καταγράφει τα γεγονότα στο ημερολόγιό της η Φωτούλα, ο χρόνος που τα αφηγείται ο Ορέστης στη Μαρία, χρόνια μετά, και ο χρόνος του συγγραφέα/αφηγητή. Ο τελευταίος αυτός χρόνος πλαισιώνει τους άλλους δυο, μια και αυτοί βρίσκονται μέσα στο χρόνο της ιστορίας, ο οποίος τους υπερβαίνει.
Ο χρόνος της αφήγησης τόσο του τριτοπρόσωπου όσο και του πρωτοπρόσωπου αφηγητή είναι συνήθως χωρίς έκταση, ένα συνεχές αφηγηματικό παρόν. Ο Μήτσου έντεχνα τον διατείνει, παρουσιάζοντας τον αφηγητή του (τελικά δεν τον ξεφορτωνόμαστε εύκολα αυτόν) να μην ξέρει τη συνέχεια της ιστορίας, σαν να την αφηγείται δηλαδή τμηματικά.3
Η σασπένς αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε καλής αφήγησης. Και ενώ οι "σασπένς του τι" ενυπάρχουν, λίγο πολύ, σε κάθε αφήγηση, λόγω της δυναμικής των γεγονότων (Θα τα φτιάξει τελικά ο Πέτρος με τη Φωτούλα; Θα τον σκοτώσει ο άντρας της;) ο Μήτσου δημιουργεί επί πλέον "σασπένς του πώς", μέσω προσήμανσης ("μετά το φρικτό θάνατό της", σελ. 84, και σε ενίσχυση "Γιατί της έκοψε το νήμα της ζωής" σελ. 177).
Το εφέ του απροσδόκητου που βλέπουμε στο τέλος του έργου, ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα όπως τα διηγήθηκε ο Ορέστης, τον καθηγητή του τελικά δεν τον δολοφόνησε κλπ, το αξιοποιεί επί πλέον ο Μήτσου για να πραγματευθεί το θέμα της αξιοπιστίας της αφήγησης, της "αλήθειας" της. Και η αλήθεια αυτή δεν βρίσκεται τόσο στην πιστότητά της, στην αυθεντικότητα των γεγονότων, όσο στη διάθλασή τους μέσα από, όχι μια νοούσα συνείδηση, αλλά από έναν πάσχοντα ψυχισμό. Η "συμμόρφωση" των γεγονότων στις απαιτήσεις της ψυχής αποκαλύπτει την αλήθεια της. Αυτή την αλήθεια υποστηρίζει και ο Μήτσου. Και η αλήθεια αυτή είναι ότι ο Ορέστης (τον οποίο περιβάλει με τη συμπάθειά του ο συγγραφέας, ενώ για τα άλλα πρόσωπα χρησιμοποιεί συχνά εκφράσεις με αρνητικές συνυποδηλώσεις) έμεινε μια ψυχοπαθολογική προσωπικότητα, χωρίς να καταφέρει να συνάψει ικανοποιητικό δεσμό με το άλλο φύλο, δέσμιος ενός οιδιπόδειου συμπλέγματος που δεν κατάφερε να ξεπεράσει, ούτε τότε, που λίγο έλειψε να σκοτώσει τον πατέρα του στην προσπάθειά του να σώσει τον Πέτρο, ούτε τώρα, που μένει δέσμιος μιας φαντασίωσης ότι δολοφονεί τον Πέτρο, με τον οποίο είχε ταυτισθεί, όταν εκείνος καταστρέφει την ταύτιση αυτή απορρίπτοντας ερωτικά τη μητέρα, μια απόρριψη που ο Ορέστης από τη δικιά του πλευρά δεν θα μπορέσει να πραγματοποιήσει.
Στο επίπεδο του κειμένου, τα υφολογικά εφέ διατίθενται με λιτότητα. Οι λίγες, αλλά ανοίκειες και ισχυρά εικονιστικές μεταφορές (βλέπε υποσημείωση 1), ένα δυο εφέ διακειμενικότητας ("σ' εκείνες τις περίφημες σκάλες της Οδησσού", σελ, 160, από το "Θωρηκτό Ποτιέμκιν") αναδεικνύουν με τη σπάνι τους το δοκιμιακό ύφος του λόγου του συγγραφέα, που προσπαθεί να διεισδύσει κάτω από την φωτογραφική επιφάνεια των γεγονότων αποκαλύπτοντας την ουσία τους, κοινό στίγμα εξάλλου όλων των έργων του. Έτσι οι διάλογοι σπανίζουν, ενώ αφθονούν οι συμπεριλήψεις (iterations), σε μια αφήγηση που εισβάλλεται διαρκώς από δοκιμιακά, συχνά αποφθεγματικά, αποσπάσματα.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
1.Από τις πιο ωραίες εικονιστικές μεταφορές του έργου είναι η παρακάτω, που αναφέρεται στη μεταστροφή των αισθημάτων της Φωτούλας: "Ο Πέτρος είναι ένας σαλίγκαρος. Χώθηκε μέσα στο καβούκι του. Όσο φεύγει, νιώθω πως αφήνει πάνω μου το κολλώδες στίγμα του. Έτσι καταντήσανε τα λόγια του τα ωραία.
Πόσο θα μένουν πάνω μου; Πόσο κρατάει το ξεραμένο σάλιο του γυμνοσάλιαγκα πάνω σ' ένα ερειπωμένο τοίχο; Δεν τον εμποδίζει, όμως, να βγάλει αγριολούλουδα στα αγκωνάρια και στα θέμελα." (σελ. 188).
2. "Ο καθηγητής εκείνος αυτό ακριβώς δεν άντεχε. Την απόλυτη παράδοση του Ορέστη". σελ. 124
3."Φοβάμαι πως... Μα ελπίζω να διαψευστώ". σελ. 158
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment