Γιώργος Ξηροτύρης, Ψάχνοντας για χρυσό, ΑΛΔΕ 2011, σελ. 491
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα γλαφυρό πορτραίτο της νεολαίας της Θεσσαλονίκης δίνεται σ’ αυτό το μυθιστόρημα
Ο Γιώργος Ξηροτύρης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του, από νωρίς ξεκίνησε να γράφει. Το «Ψάχνοντας για χρυσό» είναι το πρώτο του βιβλίο, ένα μυθιστόρημα-ποταμός σχεδόν πεντακοσίων σελίδων. Η δράση του τοποθετείται στη γενέθλια γη, τη Θεσσαλονίκη.
Το μυθιστόρημα είναι νεανικό, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς το ύφος, καθώς ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συχνά τη νεανική αργκό. Αναφέρεται σε μια παρέα νέων, στα προβλήματά τους, τις διασκεδάσεις τους και τις ερωτικές τους περιπέτειες. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Άρης, που συχνά παίρνει την σκυτάλη της αφήγησης από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή. Αγαπάει τη Δανάη, όμως κάποια στιγμή χωρίζουν, και στη ζωή του τώρα μπαίνει η Φανή. Ο φίλος του ο Μάνος αγαπάει την Ελένη, που είναι παντρεμένη με ένα τέρας που την κακοποιεί. Το κοριτσάκι της, η Θάλεια, υποφέρει από αυτά που υφίσταται η μητέρα της, και στο τέλος με ανακούφιση τη βλέπει στην αγκαλιά του Μάνου.
Δεν έχω σκοπό να γράψω όλες τις ιστορίες των ηρώων του έργου, απλά με εντυπωσίασε η σύμπτωση –λάθος. Οι συμπτώσεις έχουν πάψει να με εντυπωσιάζουν πια- η σύμπτωση της ομοιότητας της παραπάνω ιστορίας με την ιστορία που αφηγείται η Ελένη Στασινού στο πρώτο της μυθιστόρημα «Η κουμπάρα η Μαργαρίτα». Η Μαργαρίτα αγαπάει την γυναίκα στην οποία βρήκε καταφύγιο ο πατέρας της ξεφεύγοντας από μια μέγαιρα σύζυγο. Έχουμε το ίδιο θέμα σε δυο εκδοχές: Στη μια είναι η μητέρα ενώ στην άλλη είναι ο πατέρας που ξεφεύγει από τον ανυπόφορο σύντροφο. Η «Κουμπάρα η Μαργαρίτα» ήταν το βιβλίο που διάβασα αμέσως πριν από το «Ψάχνοντας για χρυσό».
Και η σύμπτωση δεν σταματάει εκεί. Όπως και η Στασινού, ο Ξηροτύρης επικεντρώνεται σε σκηνές που είναι χαλαρά συνδεμένες μεταξύ τους. Ενώ όμως στο μυθιστόρημα της Στασινού μαθαίνουμε την ιστορία σχεδόν από την αρχή, εδώ η ιστορία ξετυλίγεται με ένα πολύ αργό ρυθμό. Και αυτό γιατί τα περισσότερα επεισόδια είναι καταλύτες και όχι πυρήνες–για να χρησιμοποιήσω τους όρους του Ρολάν Μπαρ- επεισόδια δηλαδή που εικονογραφούν ένα κλίμα, καθώς και την ψυχολογία και τις διαθέσεις των ηρώων και όχι επεισόδια που το ένα πυροδοτεί το άλλο.
Ο Ξηροτύρης εισάγει έναν «μαγικό ρεαλισμό» στο μυθιστόρημά του, που έχει όμως περισσότερο να κάνει με το μυθιστόρημα «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα» (να και άλλη Μαργαρίτα) του Μπουλγκάκοφ και όχι με τους λατινοαμερικάνους συγγραφείς. Τον κεντρικό ήρωα, τον Άρη, τον ακολουθεί μια μάγισσα που υπερίπταται πάνω σε μια σκούπα. Συχνά πιάνει κουβέντα μαζί της. Παραίσθηση; Δεν μας το λέει ο Ξηροτύρης. Αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να είναι πραγματική, για εκείνους τους αναγνώστες που πιστεύουν ακόμη στους μάγους και στις μάγισσες, με ή χωρίς σκούπα.
Οι περισσότεροι συγγραφείς κάνουν τα πρώτα τους βήματα στη λογοτεχνία ξεκινώντας από την ποίηση. Αλλά και φτασμένοι ποιητές κάνουν κάποια στιγμή τη μεταγραφή τους στην πεζογραφία, όπως η Ρέα Γαλανάκη, ενώ άλλοι, όπως ο Μανώλης Πρατικάκης, φλερτάρουν κάποια στιγμή με την πεζογραφία (αναφέρομαι στα πεζογραφήματά του «Τα αφηγήματα ενός ψυχίατρου» που κυκλοφόρησαν πρόπερσι και έχοντας υπόψη μου κάποια άλλα που θα κυκλοφορήσουν σύντομα). Ο Ξηροτύρης, για τον οποίο προφανώς η ποίηση είναι ένα απωθημένο, εγκαταλείπει συχνά τον αφηγηματικό λόγο για χάρη του ποιητικού, με μικρά στιχουργήματα ενσωματωμένα μέσα στα μικρά υποκεφάλαια, ή τελειώνοντάς τα μ΄ αυτά. Σε μια περίπτωση μάλιστα ολόκληρο το υποκεφάλαιο είναι ένα ποίημα:
Σε είδα.
Εκεί ψηλά να με κοιτάς,
σε είδα.
Πόσο μπορείς να μ’ αγαπάς,
το είδα.
Το κλάμα μέσα σου βαθιά,
το είδα.
Και ήθελα μόνο να σε δω.
Σε είδα (σελ. 349).
Ένα ξεχωριστό υφολογικό στοιχείο στον Ξηροτύρη είναι η τάση του κάποιες φορές να βάζει το ρήμα στο τέλος, όπως γίνεται περίπου στα γερμανικά. Διαβάζουμε για παράδειγμα: «Τουλάχιστον το κενό σπάει και τον ήχο ομορφαίνει, της ζωής μου. Και το βλέπει στα μάτια μου ότι τη θλίψη αναπνέω και μαζί μου σιωπά, ξανά. Ο χρόνος μαζί της τρέχει, αλλά όμορφες στιγμές αφήνει, μέσα μου. Δύο κουβέντες, ένα χαμόγελο, ένα χάδι στο μάγουλο. Μέχρι εκεί. Τη βροχή που από τον ουρανό βαθιά μέσα μου πέφτει, βλέπει, και για ένα τραγούδι μου λέει, καινούριο. Λες και ξέρει ότι ο Νοέμβρης, ο μήνας του δικού μου φόβου είναι». Ακολουθεί ένα μικρό στιχούργημα, για να συνεχίσει πάλι ο Ξηροτύρης σε πρόζα.
Παρά τον αφηγηματικό μύθο ο Ξηροτύρης στην ουσία δίνει μια εικόνα της Θεσσαλονίκης και ένα πορτραίτο των νεαρών ηρώων του, που υποθέτουμε ότι στέκουν συνεκδοχικά για ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας της Θεσσαλονίκης. Πολλοί θεσσαλονικείς νέοι διαβάζοντας αυτό το βιβλίο θα βρουν πολλά πράγματα από τον εαυτό τους. Και όχι μόνο οι θεσσαλονικείς. Όλοι οι νέοι έχουν λίγο πολύ κοινά χαρακτηριστικά.
Ο Ξηροτύρης έχει επιδείξει ένα αξιόλογο λογοτεχνικό ταλέντο σ’ αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα. Το ταλέντο του αυτό είμαστε σίγουροι ότι θα το αναπτύξει περισσότερο στα μεταγενέστερα έργα του.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment