«Ταξίδια… στον κόσμο, τη μνήμη και τη φαντασία» Υπερόριος 2004, Σάμος
Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε στην αίθουσα Αντώνη Τρίτση στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων στις 20 Νοέμβρη 2004. Δημοσιεύτηκε και στο «Μεθόριος του Αιγαίου», Ιαν-Μάρ. 2005, τ. 15
Όταν ο φίλος μου ο Γιώργος ο Βοϊκλής μου ζήτησε να παρουσιάσω τον τόμο «Ταξίδια… στον κόσμο, τη μνήμη και τη φαντασία», που περιέχει τα διηγήματα 46 σαμιωτών συγγραφέων, δέχτηκα χωρίς επιφύλαξη εξωτερικά, λόγω της φιλίας που με συνδέει εδώ και τριάντα χρόνια μαζί του, εσωτερικά όμως είχα φοβερές επιφυλάξεις. Η κύρια επιφύλαξή μου ήταν πώς θα άντεχα να διαβάσω τα διηγήματα τόσων λογοτεχνών που προέρχονται από ένα μόνο νησί. Στατιστικά θα έπρεπε να περιμένω ότι πάρα πολλά από αυτά θα ήταν κακά, και όταν λέω κακά εννοώ ότι δεν θα άντεχα να τα διαβάσω. Και δεν υπάρχει πιο επώδυνο πράγμα για μένα από το να διαβάζω κάτι που δεν μου αρέσει. Γι αυτό άλλωστε δεν υπήρξα ποτέ μου καλός μαθητής και φοιτητής, γιατί υπήρχαν πάντα μαθήματα που δεν μου άρεσαν. Με έκπληξη όμως είδα, διαβάζοντας το ένα μετά το άλλο τα κείμενα της συλλογής αυτής, ότι δεν βρέθηκα ποτέ στον ενδοιασμό: να παρατήσω αυτό που διαβάζω και να πάω στο επόμενο; Κανένα διήγημα δεν ήταν κακό, και αυτό το είπα όχι μόνο στο Γιώργο, αλλά και σε άλλους φίλους που συζήτησα το θέμα, για παράδειγμα με τον Μανώλη το Σέργη που βγάλαμε μαζί το πρόγραμμα της Εξομοίωσης του Πανεπιστημίου στο Γύθειο, επίκουρο καθηγητή λαογραφίας. Σήμερα είχαμε τις εξετάσεις σε αυτό το πρόγραμμα και ήλθα για αυτή την εκδήλωση κυριολεκτικά με την ψυχή στο στόμα.
Επαναλαμβάνω, για μένα το κατ’ αρχήν κριτήριο για ένα πεζογράφημα είναι αν αντέχεις να το διαβάσεις. Και σας βεβαιώ ότι μου έχουν τύχει πολλά τέτοια σαν βιβλιοκριτικός. Από εκεί και ύστερα αν κάποια κείμενα τα θεωρώ καλύτερα από κάποια άλλα, αυτό έχει να κάνει και με υποκειμενικά κριτήρια. Για παράδειγμα ο Γιώργης ο Παπαδάκης, που μαζί παρουσιάσαμε το βιβλίο του Σταμάτη Δανά «Στα μονοπάτια του ανέφικτου», και ο οποίος έχει ερευνητικό ενδιαφέρον για το φανταστικό, φυσικά θα τοποθετούσε αξιολογικά πρώτα τα φανταστικά διηγήματα αυτής της συλλογής.
Πολλοί συγγραφείς που κατάγονται από την επαρχία έχουν, αν μου επιτρέπεται να τη χαρακτηρίσω έτσι, μια ηθογραφική αγωνία για τον τόπο τους. Οι αλλαγές που συντελούνται στην ελληνική κοινωνία είναι ταχύτατες. Βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο μιας μίνι παγκοσμιοποίησης, που εκφράζεται με την εγκατάλειψη των τοπικών ιδιωμάτων καθώς και τη σταδιακή φθορά των παραδοσιακών ηθών και εθίμων, τα οποία προσπαθούν να αναβιώσουν, σχεδόν μουσειακά, οι τοπικοί σύλλογοι. Πολλοί σύλλογοι των συμπατριωτών μου των κρητικών στην Αθήνα κάνουνε κάθε χρόνο τη γιορτή του κλείδωνα, ένα έθιμο που έχει εκλείψει τώρα από την Κρήτη, συμπιέζοντάς το σε μια μόνο βραδιά. Έχω κάνει δυο τέτοιες παρουσιάσεις.
Οι περισσότεροι συγγραφείς αυτών των αφηγημάτων χαρακτηρίζονται από αυτή την ηθογραφικοί αγωνία, όπως για παράδειγμα ο Κώστας Καλαντζής. Το διήγημά του «Πάσχα στο Αιγαίο» βρίσκεται μέσα στην Παπαδιαμαντική παράδοση, μόνο που ο Παπαδιαμάντης γράφει συγχρονικά, ενώ ο Καλαντζής περιγράφει το παρελθόν. Η «θαμιστική αφήγηση», για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο της αφηγηματολογίας, η αφήγηση δηλαδή γεγονότων που επαναλαμβάνονται, είναι το χαρακτηριστικό του διηγήματος. Οι παρατατικοί κυριαρχούν. Στο τέλος όμως ο Καλαντζής κλείνει με επιδέξιο τρόπο, αφηγούμενος συγκεκριμένο γεγονός, το πώς ο παπάς καθυστέρησε μια φορά να πει το «Χριστός Ανέστη», περιμένοντας κατά το έθιμο να έλθει το πλοίο.
Από το Πάσχα πηγαίνουμε στα «Χριστούγεννα στην Ικαρία» της Θάλειας Τσαρνά, με τη θαμιστική αφήγηση πάλι να κυριαρχεί. Μόνο που εδώ το συγκεκριμένο γεγονός δεν έχει το happy end που έχει το διήγημα του Καλαντζή. Η γιορτή των Χριστουγέννων σκεπάζεται από το θρήνο για τους ναυτικούς που χάθηκαν.
Ο Γιάννης Κονταξής χρησιμοποιεί την ημερολογιακή αφήγηση για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο γεγονός με άφθονο σασπένς, το πώς γλίτωσε το πλοίο τους από μια κακοκαιρία, όπου λίγο έλειψε να ναυαγήσει. Το ίδιο θέμα αναπτύσσει και ο Κώστας Θρασυβούλου στο διήγημά του «Σορόκος και μπουγάζι». Αλιεύω μια υφολογική νησίδα, με το εφέ της συνεκδοχής: «Οι κοπέλες άφησαν τους αφαλούς τους να βγουν σεργιάνι».
Το «Πηγάδι του Άι Γιάννη» του Ανδρέα Παπανικήτα είναι και αυτό μια τρυφερή αναπόληση του παρελθόντος, ένα εικαστικό αφήγημα για ένα πηγάδι ομορφότατο, «αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας», για να έλθει μετά από χρόνια και να το βρει μπαζωμένο. «Το πηγάδι που μιλούσε» της Βούλα Χαραλαμπάκη – Σακελλάρη είναι ένα άλλο πηγάδι, στο οποίο έγινε ένα φονικό. Με μια συναρπαστική αφήγηση η συγγραφέας μας περιγράφει την ιστορία, και το πώς, τυχαία, ανακαλύφθηκε ο δολοφόνος. Το πραγματικό είναι πολλές φορές πιο συναρπαστικό, αρκεί να το αφηγηθείς ωραία.
Όταν λείπει το σασπένς της αφήγησης, υπάρχει ο λυρισμός της γραφής. Αναφέρομαι στα «Γράμματα της τιμονιέρας» της Κούλας Καραμηνά-Πόθου. Είναι καταπληκτικό πώς μια γυναίκα φόρεσε την περσόνα ενός άντρα με τέτοια επιτυχία.
Το «Τρεις φορές στην ίδια πόλη» της Λίτσας Ψαραύτη είναι αφηγηματικά πρωτότυπο, και αποτελεί μια μικρογραφία της αφηγηματικής τεχνικής της Ρέας Γαλανάκη στο τελευταίο της μυθιστόρημα «Ο αιώνας των λαβυρίνθων». Τα τρία κείμενα που απαρτίζουν το αφήγημα ταυτοποιούνται στη βάση της χρονολογίας, με μια δεκαετία διαφορά το καθένα, 1976, 1986, 1996. Της Γαλανάκη χωρίζεται σε εικοσαετίες, 1878, 1898 κλπ. Είναι ένα ρέκβιεμ για τη Ρωσία, στην πραγματικότητα νομίζω ένα ρέκβιεμ για τα όνειρα, ή καλύτερα τις ουτοπίες, που εξέθρεψαν τη νιότη μας.
Το «Αυτά που έφυγαν κι αυτά που θα ’ρθουν» της Ηρώς Παπαμόσχου είναι ένα αφήγημα νοσταλγίας, τρυφερό και μελαγχολικό. –Αχ, πού είσαι Αιγαίο μου!!! Με τα νησιά και τα νησάκια σου. Και το αφήγημα κλείνει: -Ε, ναι λοιπόν, το καλοκαίρι θα πάμε στη Σάμο.
«Ο αποχαιρετισμός» του Σταμάτη Βαλσάμου έχει μια προσχηματική αφήγηση για να μας ξεναγήσει στο Αιγαίο και στη Σάμο με μια θαυμάσια εικαστική περιγραφή. Οι διάλογοι μας μεταφέρουν σε καταστάσεις του παρελθόντος. Αποπνέει την ίδια νοσταλγία που αποπνέουν και τα περισσότερα αφηγήματα αυτού του τόμου.
«Ταξίδι στο Αιγαίο» είναι αντίθετα ο καταδηλωτικός τίτλος του διηγήματος του Φάνη Γαλάνη, με εικαστικές περιγραφές των νησιών του. Αλιεύουμε απ’ αυτό την παρακάτω αποφθεγματική φράση: «Αγαπούμε το ταξίδι, γιατί δίνει την εντύπωση πως ξεφεύγουμε από τον εαυτό μας, πως σπάζουμε τις αλυσίδες μας».
«Οι ρίζες» της Μαριάννας Κυριακάκη είναι ένα συναρπαστικό διήγημα που δίνει μια διάσταση της ζωής των μεταναστών στην Αμερική. Αλιεύουμε επίσης την παρακάτω φράση: «Στην απελπισία μας οι άνθρωποι παλεύουμε να γεμίσουμε το χρόνο μας. Είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για να μη σκεφτόμαστε». Να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας, να μη σκεφτόμαστε, είναι ψυχικές διαθέσεις που μας επισκέπτονται συχνά στη ζωή.
Και από την Αμερική πηγαίνουμε στην Αίγυπτο, με τον «Πικρό νόστο» του Κώστα Βαξεβανάκη. Αν και έχω μια ελαφρά διαφορετική αντίληψη για τα ιστορικά γεγονότα, το κεντρικό ζήτημα στο αφήγημα, ο ξεριζωμός, περιγράφεται με ζωντάνια και ενάργεια.
Το συμπλήρωμα της νοσταλγίας είναι η λαχτάρα αυτών που αφήσαμε πίσω για μας. «Το χαμόγελο της νεκρής» του Μανόλη Κάρλα εκφράζει θαυμάσια τη νοσταλγία της μάνας για το ξενιτεμένο παιδί της. Πεθαίνει με το χαμόγελο στα χείλη καθώς της διαβάζουν το γράμμα του γιου της.
Την ίδια λαχτάρα εκφράζει και το διήγημα «Γράμματα στον Αλέξανδρο» της Έπης Χριστοδούλου. Παρά τον τίτλο, το κείμενο αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην επιστολή και στο ημερολόγιο. Υπάρχει βέβαια ο αποδέκτης, ο Αλέξανδρος, τον οποίο η μητέρα συμβουλεύει τρυφερά.
Το «Ράλια, κοιμάσαι;» της Αγγελικής Οικονόμου εκφράζει τη νοσταλγία για τους δικούς που αφήσαμε πίσω, με ένα εντυπωσιακό εφέ τέλους. Η Ράλια ονειρεύεται τους δικούς της, και η ευτυχία που νιώθει μέσα στην ύπνο της είναι πολύ μεγάλη. Η αφηγήτρια τελειώνει: Ας τέλειωνε απόψε η μπαταρία στο ξυπνητήρι σου, Ράλια.
Όμως «Το ταξίδι στο όνειρο» της Κατερίνας Κατσαμπά που αναφέρεται σε ένα υιοθετημένο παιδί που κάθε βράδυ βλέπει στον ύπνο του τη μάνα του έχει πιο δραματικό χαρακτήρα. Το παιδί νοσταλγεί μια μάνα που δεν γνώρισε ποτέ, μια μάνα που θα μπορούσε να είχε κάνει μια άλλη επιλογή και όχι να το εγκαταλείψει.
Τα απομνημονεύματα του Μανόλη Βοϊκλή με τίτλο «Εξόριστος στα εκτός σχεδίου» είναι συναρπαστικές ιστορίες της εσωτερικής μετανάστευσης, και αναδεικνύουν ανάγλυφα το κλίμα της εποχής. Διαβάζοντάς τα αναγνωρίζει κανείς πώς η πραγματικότητα συναγωνίζεται με πολύ μεγάλη επιτυχία τη φαντασία.
Τα «Ξεφλουδίσια» του Αριστείδη Βουγιούκα εικονογραφούν σκηνές από τη ζωή των χωρικών στην Ευρυτανία. Διάβασα με συγκίνηση σ’ αυτό το διήγημα την υπόθεση της «Λαφίνας», του δημοτικού τραγουδιού που η γιαγιά μου μου το τραγούδαγε λειψό όταν ήμουν μικρός, γιατί δεν το θυμόταν όλο.
«Η μάνα» της Αγγελικής Βαλεοντή-Δεμερτζή κινείται στο ίδιο κλίμα με τον Μανόλη Βοϊκλή. Χωρίς να έχουν οι ιστοριούλες της τον ανεκδοτικό χαρακτήρα που έχουν εκείνες του Βοϊκλή, είναι πολύ συγκινητικές περιγράφοντας στενές οικογενειακές σχέσεις.
Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει, λέει ο λαός, ή έστω παραδίπλα. Η Έρη Ρίτσου, η κόρη του ποιητή (για τις κόρες του, παρεμπιπτόντως, έχει γράψει τα καλύτερά του ποιήματα, τα διαβάσαμε με συγκίνηση στα νιάτα μας) έχει καταθέσει ένα από τα καλύτερα (υποκειμενική κρίση) και εκτενέστερα (αντικειμενική διαπίστωση, μετρώντας τις σελίδες) διηγήματα της συλλογής. Φαντάζομαι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό, εικονογραφεί τις αγωνίες και τα προβλήματα της εφηβείας, και κυρίως βέβαια τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα.
Το «Ήταν ένα μικρό καράβι» του Άλκη Καλτάκη είναι μια τοπική ιστοριογραφία. Καταγράφει με επιμέλεια τις ακτοπλοϊκές συνθήκες της Σάμου μιας εικοσαετίας περίπου, 1935 με 1955, με την πένα όχι λαογράφου, αλλά λογοτέχνη.
Ποτέ δεν κουραζόμαστε να διαβάζουμε αναμνήσεις των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, που, ενώ τους έπρεπε κάθε έπαινος, σύρθηκαν στις φυλακές και τις εξορίες. Μια τέτοια συγκινητική αφήγηση είναι και το «Πειραιάς – Άι Στράτης με επιστροφή» του Πέτρου Παπαγεωργίου, που περιγράφει την μεταπολεμική πραγματικότητα, ενώ «Η επιστροφή των προσφύγων» του Δημήτρη Καραμηνά αναφέρεται στην επιστροφή από τη Μέση Ανατολή των προοδευτικών στρατιωτών που βρέθηκαν περίπου αιχμάλωτοι στα χέρια των συμμάχων. Όσο για το «Αταξίδευτο όνειρο» του Νίκου Νόου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα προηγούμενο επεισόδιο, περιγράφοντας την πρώτη αποτυχημένη προσπάθειά του να πάει στη Μέση Ανατολή. «Το πρώτο μας ταξίδι στη χώρα του ονείρου είχε ναυαγήσει», καταλήγει το αφήγημα. Και όταν πραγματοποιήθηκε, ναυάγησαν οι ελπίδες στην ουτοπία.
Το διήγημα του Σταύρου Κουτράκη «Χριστόφορος Κολόμπος του Δ.», αναφέρεται στην επιστροφή από την ξενιτιά. Χιουμοριστικό, θεματοποιεί τους οικονομικούς μετανάστες. Πρόκειται πραγματικά για μια ειρωνική αντιστροφή, ο μετανάστης γίνεται αφεντικό επιστρέφοντας στον τόπο του για να δεχθεί άλλους μετανάστες. Μόνο που εδώ η μετανάστρια θα γίνει συντρόφισσά του.
Διήγημα που μας θυμίζει τα διηγήματα της Αγγέλας Καστρινάκη είναι το «Διπλό ταξίδι» του Διαμαντή Ρήνα. Καμιά συναρπαστική ιστορία, απλά μια θαυμάσια περιγραφή ενός ταξιδιού με το πλοίο. Μάθαμε απ’ αυτό ότι ο βιβλιοκριτικός Γιάννης Χατζίνης είναι Σάμιος.
Στην ίδια παράδοση, της αφήγησης του ελάχιστου, βρίσκεται και το αφήγημα της Αθηνάς Θάνου-Κάιλα που έχει τον τίτλο «Σαν χθες… Τι διάστημα μικρό… Τι διάστημα μικρό». Πρόκειται για ένα νοσταλγικό ταξίδι στο χρόνο μέσα από φωτογραφίες.
Το «Μια ανθοστήλη στο Αιγαίο» της Λιλής Κωνσταντινίδου αναφέρεται στη νοσταλγία του πατρικού σπιτιού που συμπλέκεται με την τρυφερή ανάμνηση της πρώτης αγάπης. Είναι ένα αληθινά συγκινητικό διήγημα, φαντάζομαι αυτοβιογραφικό. Το ίδιο και «Τα ξύλα της ανάγκης» του Μιχάλη Παπαδημητρίου, όπου μαζί με τη νοσταλγία της πρώτης αγάπης έχουμε και τη νοσταλγία της γλώσσας. Σε ένα αφήγημα μόλις πάνω από δυο σελίδες έχουμε μισή σελίδα γλωσσάρι.
Η νοσταλγία είναι επίσης το θέμα του διηγήματος του Νίκου Ορφανού που φέρει τον καταδηλωτικό επίσης τίτλο «Νοσταλγία και ελπίδα». Η εικονογράφηση νοσταλγικών εικόνων και των πικρών στιγμών του αποχαιρετισμού γίνεται με δύναμη και αίσθημα από τον συγγραφέα.
Τα χρόνια της νοσταλγίας ήταν δύσκολα χρόνια. Το «Κρυμμένα στις σκιές της ίριδας» της Μαργαρίτας Ικαρίου δείχνει τη δύσκολη ζωή που πέρασαν οι αγωνιστές της αντίστασης και οι οικογένειές τους. Η ηρωίδα αναρωτιέται στην τελευταία σειρά: Διάβηκα όλες τις ρωγμές της παλάμης μου;
Να κάνω εδώ μια παρέκβαση. Το σασπένς κάθε αφήγησης λύνεται στο τέλος. Το σασπένς όμως του τι σε μια αφήγηση είναι πραγματικό και τι φανταστικό είναι κάτι που δεν λύνεται. Αναγνώστες όπως εγώ μένουμε πάντα, ή σχεδόν πάντα, με το ερωτηματικό. Για παράδειγμα στο διήγημα του Γιώργου Βοϊκλή «Solaris 2003» γνωρίζω πρόσωπα του διηγήματος, ακόμη και όταν δεν αναφέρονται με το όνομά τους, καθώς και γεγονότα. Υποθέτω ότι ο Εγκέφαλος είναι πραγματικό πρόσωπο. Η τόσο γλαφυρή αφήγηση του διηγήματος με έκανε προς στιγμή να ξεχάσω ότι ανήκει στην κατηγορία του φανταστικού, και αν δεν ήταν τώρα εδώ ο Βοϊκλής θα ένιωθα ότι με εγκατέλειψε και δεν με πήρε στη διαστημική Ουτοπία του με τα άλλα 89 ζευγάρια, εμένα τον κύριο Εννέα σε Ένα. Για κάποιες ανακρίβειες σχετικά με το πρόσωπό μου, δεν μπορούσε να ξέρει. Κι αυτό γιατί το διήγημα γράφηκε πριν ένα χρόνο. Το ότι με έκανε διηγηματικό πρόσωπο με κολακεύει, όπως με έκανε εξάλλου και μυθιστορηματικό στο έργο του «Τα παιδιά της Ευρώπης στην πόλη του ήλιου». Το ότι με χρησιμοποίησε και σε άλλο έργο του είναι μια αφηγηματική τεχνική που χρησιμοποιούν ορισμένοι συγγραφείς, τα ίδια πρόσωπα δηλαδή να εμφανίζονται και σε άλλα έργα τους. Την τεχνική αυτή έχει χρησιμοποιήσει για παράδειγμα ο Αλέξανδρος Κοτζιάς. Τον Αντωνιάδη, ένα από τα πρόσωπα του τρίτου του μυθιστορήματος, του Εωσφόρου που εκδόθηκε το 1959 το επανεμφανίζει στην τελευταία νουβέλα του «Ο πυγμάχος» που εκδόθηκε το 1991. Ο θάνατός του από ατύχημα έβαλε δυστυχώς τέρμα στη συγγραφική του σταδιοδρομία.
Για το αφήγημα του Μιχάλη Μητσού «Απ’ το χωριό στο κτήμα», που αναφέρεται σε σπαρταριστά ανέκδοτα από τη ζωή ενός μπάρμπα Γιάννη, δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι πρόκειται για πραγματικές ιστορίες. Ήδη από την αρχή ο συγγραφέας δηλώνει ότι δεν αναφέρει το επίθετό του γιατί ζουν οι απόγονοί του και φοβάται «μήπως του πουν καμιά κουβέντα».
Το διήγημα του Σταμάτη Δανά «Τα εργόχειρα της σιωπής», με ένα πικρό χιούμορ, αναφέρεται νοσταλγικά στη ζωή στο χωριό. Η επιστροφή στην Αθήνα φαντάζει εφιάλτης για τον ήρωά του. Άθελά του αναπολεί ευτυχισμένες στιγμές.
Το διήγημα «Στην ανατολή για το θέρος» της Κικής Κονταξή-Διακογιάννη είναι μια νοσταλγία της γλώσσας. Οι αναμνήσεις τις γιαγιάς από την Τουρκία όπου πήγε με τον πατέρα της μικρό κοριτσάκι δίνονται σε ένα γλωσσικό ιδίωμα που για να γίνει πλήρως κατανοητό η συγγραφέας παραθέτει γλωσσάρι στο τέλος, όπως και ο Μιχάλης Παπαδημητρίου, στο διήγημα του οποίου αναφερθήκαμε πιο πριν.
«Στο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής» του Παρασκευά Βουγιούκα έχουμε την αφήγηση μιας «ημερήσιας εκδρομής», όπου μας δίνονται δυνατές περιγραφές, γεμάτες λυρισμό, της φύσης. Κι αυτό στην παράδοση της αφήγησης του ελάχιστου.
Το διήγημα «Η φυγή» της Νίτσας Κιάσσου θεματοποιεί την αντίσταση στον κατακτητή. Αναφέρεται στη φυγή στη Μέση Ανατολή του ήρωα, για να αποφύγει τις παραπέρα διώξεις. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ διαβάζοντάς το: Υπήρξε πραγματικό πρόσωπο ο ήρωάς της;
Τι τρυφερό που είναι το αφήγημα «Ο παππούς» του Άγγελου Ρήγα. Μόνο για ένα πραγματικό παππού, σε ένα πραγματικά αυτοβιογραφικό αφήγημα, θα μπορούσε να ξεχυθεί τόση τρυφερότητα.
«Το παράπονο του γερο –Λιά» είναι ένα πρωτόλειο διήγημα του Θεόδωρου Σαρρηγιάννη, που το έγραψε μαθητής 17 χρονών. Έκανε πολύ καλά που το δημοσίευσε «αυτούσιο, όπως γράφτηκε τότε, χωρίς καμιά απολύτως παρέμβαση, διόρθωση ή αλλαγή», όπως γράφει σε σημείωση στο τέλος. Γιατί αλλιώς θα χανόταν το γνήσιο πατριωτικό αίσθημα για τους αγώνες των Κυπρίων αδελφών μας στους οποίους αναφέρεται, και που τότε βρισκόταν στην κορύφωσή τους.
«Οι εξεγερθέντες του ύπνου» του Λουκά Τζόγια έχει μια πρωτότυπη αφηγηματική τεχνική. Ο Τζόγιας εγκιβωτίζει αφηγηματικά τα ποιήματά του, με τα οποία εκφράζει τα δικά του ταξίδια στη μνήμη. Το ίδιο κάνει και ο Αντώνης Σαρρηγιάννης στο «Φρουρέ χρόνε, το μπούκ’ς τρώει χώμα», όπου η λυρική εγκιβωτίζουσα αφήγηση είναι δυσδιάκριτη από τους καθαρούς στίχους. Θυμήθηκα το παιχνίδι, το παίζαμε και εμείς στην Κρήτη, και το λέγαμε σκατούλι, με το συμπάθιο.
Το «Ταξίδι στο πουθενά» του Στάμου Δημητρόπουλου είναι ένας εσωτερικός μονόλογος, που ξεκινάει με το υπαρξιακό ερώτημα: Πού πάω; Και επαναλαμβάνεται σαν λάιτ μοτίβ μετά από κάμποσες αράδες. Το τέλος του ταξιδιού είναι το υπαρξιακό μηδέν του Σαρτρ: Πουθενά. Ζοφερό αφήγημα, που φαίνεται να τροφοδοτείται από μια ερωτική απογοήτευση.
Το διήγημα «Αρχάπολις» του Δημήτρη Νικηταρά είναι ένα φανταστικό διήγημα, μια παραλλαγή του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης, που ξεκινάει σε αρχαϊκούς διαστημικούς τόπους για να καταλήξει στη γη. Είναι μια θαυμάσια ιστορία που θα γοητεύσει τους θιασώτες του φανταστικού, που, από όσο ξέρω, συνεχώς πληθύνονται.
Δεν είμαι από τους θιασώτες του είδους. Και η τραγική ειρωνεία είναι ότι έχω γράψει ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν έχει δημοσιευθεί, τολμώ να προσθέσω, ελπίζοντας: ακόμα.
Γιατί το λέω αυτό. Γιατί και το «Συναξάρι των άστρων» του Σπύρου Ζαχαρόπουλου, που ανήκει και αυτό στην κατηγορία του φανταστικού, κανονικά θα έπρεπε να είναι έξω από τις προτιμήσεις μου. Έχει όμως ένα χαρακτηριστικό που βρίσκεται μέσα στα γούστα μου: το χιούμορ. Το απόλαυσα διαβάζοντάς το. Και η τόλμη στη χρήση κάποιων λέξεων, όπως στη φράση «μονάχα ένα πόρδο βρόντηξε», με διασκέδασε.
Και κλείνω με την «Πλωτή περιφερόμενη πατρίδα» της Έλσας Χίου. Ήρωάς της είναι ένας περιθωριακός που ταξιδεύει πάνω κάτω με το Σάμινα, για να βρεθεί ανάμεσα στους πνιγμένους του ναυαγίου. Μελαγχολικό διήγημα, που αναδεικνύει την εσωτερική αξιοπρέπεια των περιθωριακών, που πρωταγωνιστούν σε πολλά έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας, σε έργα του Γιώργου Μανιώτη, του Γιώργου Σκούρτη, του Κώστα Μουρσελά, του Γιάννη Ξανθούλη, και άλλων. Και αναρωτιέμαι πάλι: Είναι πραγματικό πρόσωπο ο ήρωας της Έλσας Χίου; Μια συναρπαστική αφήγηση τείνει πάντα να σε κάνει να πιστέψεις πως είναι.
Θα κλείσω επαναλαμβάνοντας αυτό που είπα και στην αρχή. Ήταν μια απόλαυση για μένα η ανάγνωση αυτού του τόμου. Εύχομαι σε όλους τους συγγραφείς δύναμη, έμπνευση και δημιουργικότητα. Ευχαριστώ.
Book review, movie criticism
Friday, September 17, 2010
Thursday, September 16, 2010
Οι Μεσελέροι
Οι Μεσελέροι
Εισήγηση που έγινε για την εορτασμό των 10 χρόνων του ομώνυμου περιοδικού του συλλόγου Μεσελεριανών, στις 6 Ιουνίου 2010, στα γραφεία του συλλόγου Γεραπετριτών. Οι άλλοι δύο εισηγητές ήσαν ο Θεοχάρης Προβατάκης και ο Μιχάλης Περαντώνης.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Οι Μεσελέροι", αριθμός φύλλου 41, Ιούλ-Σεπτ. 2010
Καταρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Γιώργη Μανωλαράκη για την τιμή που μου έκανε να με επιλέξει ως ένα από τους εισηγητές της σημερινής εκδήλωσης, και όλους εσάς που βρίσκεστε εδώ.
Πριν μιλήσω για το περιοδικό θα ήθελα να αναφερθώ στην έννοια του communitas, όρο που εισήγαγε ο Victor Turner, κοινωνικός ανθρωπολόγος. Η λέξη είναι λατινική και σημαίνει μια μη δομημένη κοινότητα όπου όλα τα μέλη είναι ίσα. Στη συνέχεια η έμφαση δίνεται όχι τόσο στην ισότητα των μελών, όσο στα βαθιά αισθήματα αλληλεγγύης και αγάπης που αναπτύσσονται ανάμεσά τους, και στην αίσθηση του ατόμου ότι δεν ανήκει μόνο στην οικογένειά του, αλλά είναι μέλος μιας ευρύτερης οικογένειας στην οποία μπορεί να στηριχθεί. Και το αίσθημα αυτό, στις μέρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης, μόνο στα χωριά διατηρείται ακόμη. Στα χωριά όπου η «κοινότητα», ακριβής μετάφραση του communitas, έχει καταργηθεί από τον Καποδίστρια. Η πιο χαρακτηριστική του έκφραση είναι το «καλημέρα» που λες στον χωριανό όταν τον συναντάς στα σοκάκια του χωριού ή στα μονοπάτια. Η πιο ανεπτυγμένη, η βοήθεια που τρέχουν να προσφέρουν οι γειτόνοι και γενικά οι χωριανοί, όταν κάποιος είναι άρρωστος και έχει ανάγκη. Τη βοήθεια που μπορεί να προσφέρει η κοινότητα την είδα πολύ χαρακτηριστικά σε ένα κινέζικο έργο, το «Ένας πατέρας με 25 παιδιά» του Huang Hong, όπου τον ήρωα της ταινίας, ορφανό και από τους δυο γονείς, τον μεγάλωσαν οι χωριανοί.
Για μας που βρεθήκαμε εξόριστοι από τα χωριά μας στην Αθήνα μας λείπει αυτό το αίσθημα της communitas, που ευτυχώς το νοιώθουμε κάθε φορά που επιστρέφουμε σ’ αυτά, συνήθως για τις καλοκαιρινές μας διακοπές.
Όλα τα χωριά της Κρήτης, ή σχεδόν όλα, έχουν ένα υποκατάστατο τρόπο διατήρησης αυτής της communitas: τους τοπικούς συλλόγους. Οι σύλλογοι αυτοί με τις δραστηριότητές τους, μια κοπή πίττας, ένα χορό, μια εκδρομή, τον κλήδονα, τα καζανέματα, τη μάχη της Κρήτης και ό, τι άλλο, μαζεύουν τους χωριανούς οι οποίοι αισθάνονται τη ίδια ζεστασιά με αυτή που νοιώθουν όταν βρίσκονται στο χωριό τους. Όμως οι Μεσελέροι προχώρησαν πιο πέρα: εκτός από την ίδρυση του «Εξωραϊστικού και επιμορφωτικού συλλόγου μεσελεριανών» δημιούργησαν και το τριμηνιαίο έντυπο «Οι Μεσελέροι». Εκεί φιλοξενούνται κείμενα, μεσελεριανών κυρίως, αλλά και άλλων συνεργατών. Οι Μεσελέροι προφανώς είναι ο θεματικός ομφαλός της εφημερίδας, αλλά τα κείμενα εξακτινώνονται και σε θέματα γενικότερου κρητικού ενδιαφέροντος.
Τα κείμενα αυτά, πέραν από το ενδιαφέρον της θεματικής τους, είναι υψηλού επιπέδου, συχνά μάλιστα πολύ υψηλού. Δυο φορές μάλιστα χρησιμοποίησα αποσπάσματα από άρθρα που δημοσιεύτηκαν στους «Μεσελέρους» σε δικά μου κείμενα.
Εκτός του ότι η εφημερίδα οδηγεί σε μεγαλύτερη σύσφιξη των δεσμών των μεσελεριανών και τους ενημερώνει για τον τόπο τους αλλά και γενικά για την Κρήτη, αποτελεί κίνητρο για τους μεσελεριανούς να γράψουν για το χωριό τους, τα ήθη και τα έθιμα, παλιές ιστορίες, κ.λπ. Τα λαογραφικά θέματα βέβαια σε ένα τέτοιο έντυπο είναι αναπόφευκτο να έχουν περίοπτη θέση μια και ενδιαφέρουν περισσότερο από τις άλλες θεματικές. Έτσι η εφημερίδα αυτή αποτελεί πολύτιμο βοήθημα για έναν λαογράφο ερευνητή.
Θα αναρωτηθεί κανείς, αφού είναι τόση σημαντική η συμβολή ενός εντύπου στη ζωή ενός τοπικού συλλόγου γιατί δεν ακολουθούν το καλό αυτό παράδειγμα και άλλοι σύλλογοι.
Εδώ μπαίνουν τα προβλήματα. Το οικονομικό πρόβλημα είναι ένα σημαντικό πρόβλημα που δεν ξεπερνιέται εύκολα. Όταν τα οικονομικά ενός συλλόγου δεν είναι ιδιαίτερα ανθηρά, ένα τέτοιο βήμα θα ήταν λίγο παρακινδυνευμένο. Προ παντός όμως χρειάζονται τα άτομα που θα εργαστούν για το έντυπο αυτό. Και μπορεί να υπάρχουν άτομα δραστήρια σε κάθε σύλλογο, που όμως διστάζουν να προσφέρουν προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς προβλέπουν ότι η προσπάθεια που απαιτείται είναι πάρα πολύ μεγάλη –και πράγματι είναι. Γι αυτό αξίζει ένα μεγάλο εύγε στον Γιώργη Μανωλαράκη και σε όλη την ομάδα που έχουν αναλάβει την προσπάθεια της έκδοσης του περιοδικού αυτού.
Κλείνοντας θα ήθελα να κάνω μία πρόταση: επειδή ένα έντυπο διαβάζεται, αλλά συχνά, αν δεν πετιέται, φυλάσσεται σε μέρη που μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ξεχνάει κανείς πού το έβαλε, καλό θα είναι τα άρθρα του περιοδικού να αναρτώνται στο διαδίκτυο, ώστε να έχει κανείς ανά πάσα στιγμή πρόσβαση σ’ αυτά. Και επειδή η συντήρηση μιας ιστοσελίδας έχει κάποιο, έστω και μικρό, κόστος, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα blog, που δεν στοιχίζει τίποτα, και η ύλη του περιοδικού να αναρτάται εκεί. Μάλιστα η δημιουργία blog είναι μια καλή ιδέα για κάθε σύλλογο που δεν μπορεί να αναλάβει το κόστος της έκδοσης ενός εντύπου. Το έχουν κάνει ήδη οι Μυρτιανοί στο σύλλογό τους. Θα μπορούσαν να τους ακολουθήσουν και άλλοι σύλλογοι.
Κλείνοντας θα ήθελα για άλλη μια φορά να συγχαρώ το Γιώργη Μανωλαράκη και όλους τους υπόλοιπους συντελεστές αυτής της αξιόλογης προσπάθειας, και να ευχηθώ να είμαστε πάλι εδώ, σε δέκα χρόνια, για να εορτάσουμε τα είκοσι χρόνια κυκλοφορίας των «Μεσελέρων».
Ευχαριστώ
Μπάμπης Δερμιτζάκης.
Εισήγηση που έγινε για την εορτασμό των 10 χρόνων του ομώνυμου περιοδικού του συλλόγου Μεσελεριανών, στις 6 Ιουνίου 2010, στα γραφεία του συλλόγου Γεραπετριτών. Οι άλλοι δύο εισηγητές ήσαν ο Θεοχάρης Προβατάκης και ο Μιχάλης Περαντώνης.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Οι Μεσελέροι", αριθμός φύλλου 41, Ιούλ-Σεπτ. 2010
Καταρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Γιώργη Μανωλαράκη για την τιμή που μου έκανε να με επιλέξει ως ένα από τους εισηγητές της σημερινής εκδήλωσης, και όλους εσάς που βρίσκεστε εδώ.
Πριν μιλήσω για το περιοδικό θα ήθελα να αναφερθώ στην έννοια του communitas, όρο που εισήγαγε ο Victor Turner, κοινωνικός ανθρωπολόγος. Η λέξη είναι λατινική και σημαίνει μια μη δομημένη κοινότητα όπου όλα τα μέλη είναι ίσα. Στη συνέχεια η έμφαση δίνεται όχι τόσο στην ισότητα των μελών, όσο στα βαθιά αισθήματα αλληλεγγύης και αγάπης που αναπτύσσονται ανάμεσά τους, και στην αίσθηση του ατόμου ότι δεν ανήκει μόνο στην οικογένειά του, αλλά είναι μέλος μιας ευρύτερης οικογένειας στην οποία μπορεί να στηριχθεί. Και το αίσθημα αυτό, στις μέρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης, μόνο στα χωριά διατηρείται ακόμη. Στα χωριά όπου η «κοινότητα», ακριβής μετάφραση του communitas, έχει καταργηθεί από τον Καποδίστρια. Η πιο χαρακτηριστική του έκφραση είναι το «καλημέρα» που λες στον χωριανό όταν τον συναντάς στα σοκάκια του χωριού ή στα μονοπάτια. Η πιο ανεπτυγμένη, η βοήθεια που τρέχουν να προσφέρουν οι γειτόνοι και γενικά οι χωριανοί, όταν κάποιος είναι άρρωστος και έχει ανάγκη. Τη βοήθεια που μπορεί να προσφέρει η κοινότητα την είδα πολύ χαρακτηριστικά σε ένα κινέζικο έργο, το «Ένας πατέρας με 25 παιδιά» του Huang Hong, όπου τον ήρωα της ταινίας, ορφανό και από τους δυο γονείς, τον μεγάλωσαν οι χωριανοί.
Για μας που βρεθήκαμε εξόριστοι από τα χωριά μας στην Αθήνα μας λείπει αυτό το αίσθημα της communitas, που ευτυχώς το νοιώθουμε κάθε φορά που επιστρέφουμε σ’ αυτά, συνήθως για τις καλοκαιρινές μας διακοπές.
Όλα τα χωριά της Κρήτης, ή σχεδόν όλα, έχουν ένα υποκατάστατο τρόπο διατήρησης αυτής της communitas: τους τοπικούς συλλόγους. Οι σύλλογοι αυτοί με τις δραστηριότητές τους, μια κοπή πίττας, ένα χορό, μια εκδρομή, τον κλήδονα, τα καζανέματα, τη μάχη της Κρήτης και ό, τι άλλο, μαζεύουν τους χωριανούς οι οποίοι αισθάνονται τη ίδια ζεστασιά με αυτή που νοιώθουν όταν βρίσκονται στο χωριό τους. Όμως οι Μεσελέροι προχώρησαν πιο πέρα: εκτός από την ίδρυση του «Εξωραϊστικού και επιμορφωτικού συλλόγου μεσελεριανών» δημιούργησαν και το τριμηνιαίο έντυπο «Οι Μεσελέροι». Εκεί φιλοξενούνται κείμενα, μεσελεριανών κυρίως, αλλά και άλλων συνεργατών. Οι Μεσελέροι προφανώς είναι ο θεματικός ομφαλός της εφημερίδας, αλλά τα κείμενα εξακτινώνονται και σε θέματα γενικότερου κρητικού ενδιαφέροντος.
Τα κείμενα αυτά, πέραν από το ενδιαφέρον της θεματικής τους, είναι υψηλού επιπέδου, συχνά μάλιστα πολύ υψηλού. Δυο φορές μάλιστα χρησιμοποίησα αποσπάσματα από άρθρα που δημοσιεύτηκαν στους «Μεσελέρους» σε δικά μου κείμενα.
Εκτός του ότι η εφημερίδα οδηγεί σε μεγαλύτερη σύσφιξη των δεσμών των μεσελεριανών και τους ενημερώνει για τον τόπο τους αλλά και γενικά για την Κρήτη, αποτελεί κίνητρο για τους μεσελεριανούς να γράψουν για το χωριό τους, τα ήθη και τα έθιμα, παλιές ιστορίες, κ.λπ. Τα λαογραφικά θέματα βέβαια σε ένα τέτοιο έντυπο είναι αναπόφευκτο να έχουν περίοπτη θέση μια και ενδιαφέρουν περισσότερο από τις άλλες θεματικές. Έτσι η εφημερίδα αυτή αποτελεί πολύτιμο βοήθημα για έναν λαογράφο ερευνητή.
Θα αναρωτηθεί κανείς, αφού είναι τόση σημαντική η συμβολή ενός εντύπου στη ζωή ενός τοπικού συλλόγου γιατί δεν ακολουθούν το καλό αυτό παράδειγμα και άλλοι σύλλογοι.
Εδώ μπαίνουν τα προβλήματα. Το οικονομικό πρόβλημα είναι ένα σημαντικό πρόβλημα που δεν ξεπερνιέται εύκολα. Όταν τα οικονομικά ενός συλλόγου δεν είναι ιδιαίτερα ανθηρά, ένα τέτοιο βήμα θα ήταν λίγο παρακινδυνευμένο. Προ παντός όμως χρειάζονται τα άτομα που θα εργαστούν για το έντυπο αυτό. Και μπορεί να υπάρχουν άτομα δραστήρια σε κάθε σύλλογο, που όμως διστάζουν να προσφέρουν προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς προβλέπουν ότι η προσπάθεια που απαιτείται είναι πάρα πολύ μεγάλη –και πράγματι είναι. Γι αυτό αξίζει ένα μεγάλο εύγε στον Γιώργη Μανωλαράκη και σε όλη την ομάδα που έχουν αναλάβει την προσπάθεια της έκδοσης του περιοδικού αυτού.
Κλείνοντας θα ήθελα να κάνω μία πρόταση: επειδή ένα έντυπο διαβάζεται, αλλά συχνά, αν δεν πετιέται, φυλάσσεται σε μέρη που μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ξεχνάει κανείς πού το έβαλε, καλό θα είναι τα άρθρα του περιοδικού να αναρτώνται στο διαδίκτυο, ώστε να έχει κανείς ανά πάσα στιγμή πρόσβαση σ’ αυτά. Και επειδή η συντήρηση μιας ιστοσελίδας έχει κάποιο, έστω και μικρό, κόστος, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα blog, που δεν στοιχίζει τίποτα, και η ύλη του περιοδικού να αναρτάται εκεί. Μάλιστα η δημιουργία blog είναι μια καλή ιδέα για κάθε σύλλογο που δεν μπορεί να αναλάβει το κόστος της έκδοσης ενός εντύπου. Το έχουν κάνει ήδη οι Μυρτιανοί στο σύλλογό τους. Θα μπορούσαν να τους ακολουθήσουν και άλλοι σύλλογοι.
Κλείνοντας θα ήθελα για άλλη μια φορά να συγχαρώ το Γιώργη Μανωλαράκη και όλους τους υπόλοιπους συντελεστές αυτής της αξιόλογης προσπάθειας, και να ευχηθώ να είμαστε πάλι εδώ, σε δέκα χρόνια, για να εορτάσουμε τα είκοσι χρόνια κυκλοφορίας των «Μεσελέρων».
Ευχαριστώ
Μπάμπης Δερμιτζάκης.
Wednesday, September 15, 2010
Γιάννης Γεωργακάκης, Οι μαντινάδες του λυρικού
Γιάννης Γεωργακάκης, Οι μαντινάδες του λυρικού, Μορφωτική Στέγη Ιεράπετρας
Κρητικά Επίκαιρα, Ιανουάριος 2005
Με μια εμπεριστατωμένη εισαγωγή του Μανώλη Μιλτ. Παπαδάκη κυκλοφόρησε από τη Μορφωτική Στέγη Ιεράπετρας η δεύτερη συλλογή με μαντινάδες του Γιάννη Γεωργακάκη, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του, με τον τίτλο «Οι μαντινάδες του λυρικού». Είχε προηγηθεί η συλλογή «Λυριές», που εκδόθηκε το Μάρτη του 1988. Ο «νονός» του τίτλου της συλλογής παίζει επιτυχημένα με ένα εφέ ομοιότητας μεταξύ λυρικού και λυβικού. Οι μαντινάδες αυτές γράφηκαν στη «νύμφη του Λυβικού», την Ιεράπετρα.
Η μουσική, ο χορός και η μαντινάδα είναι από τα πιο ζωντανά στοιχεία της κρητικής παράδοσης. Όπως παλιά οι μεγαλοαστικές οικογένειες το θεωρούσαν υποχρεωτικό για την τάξη τους να διδάσκονται οι κόρες τους πιάνο και γαλλικά, έτσι κι εδώ σχεδόν κάθε οικογένεια το θεωρεί αναγκαίο να στείλει τα παιδιά της σε μια σχολή χορού, να μάθουν να χορεύουν τον πεντοζάλη και τον μαλεβεζιώτη, τη σούστα και τον συρτό. Λιγότερες ίσως, αλλά αρκετές, στέλνουν τα παιδιά τους, και όχι μόνο τα αγόρια αλλά και τα κορίτσια, σε δασκάλους της λύρας. Όσο για τους μεγάλους, αρχίζει να γίνεται πια ζήτημα τιμής να έχει συνθέσει κανείς κάποιες μαντινάδες στη ζωή του. Οι πιο ταλαντούχοι βέβαια ρίχνονται με περισσότερο πάθος, και πολλές φορές ο όγκος δουλειάς τους είναι τόσος που εκδίδονται σε ξεχωριστό τόμο, ενώ πολλών οι μαντινάδες δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά. Οι διαγωνισμοί μαντινάδας, ένας σχετικά καινούριος θεσμός που έχει εξαπλωθεί απ’ άκρη σ’ άκρη στην Κρήτη, αποτελεί ένα παραπάνω κίνητρο.
Αυτό που χαρακτηρίζει τις μαντινάδες του Γιάννη Γεωργακάκη είναι η υψηλή ποιότητά τους. Αξιοποιώντας στοιχεία της παράδοσης, κυρίως φράσεις ή στίχους που έχουν μεγάλη συχνότητα επανάληψης, συνθέτει μαντινάδες σπάνιας ευαισθησίας, οξύνοιας και πρωτοτυπίας. Και θα διαφωνήσω με τον σεβαστό μου δάσκαλο Μανώλη Παπαδάκη ότι «οι αδυναμίες τους εστιάζονται κυρίως στις αρκετές παραλλαγές τους».
Δεν πρέπει να κρίνουμε τη λαϊκή ποίηση με κριτήρια που αρμόζουν μόνο για την έντεχνη. Εξάλλου οι variations, θέμα και παραλλαγές, είναι αναγνωρισμένο μουσικό είδος. Η επανάληψη εξάλλου, η οποία αποτελεί το δομικό στοιχείο της παραλλαγής, είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα εφέ, και όχι μόνο στην ποίηση. Το χρησιμοποιεί για παράδειγμα εξαντλητικά ο Γιώργος Μανιώτης. Αν χρησιμοποιείται με μέτρο, δεν κουράζει. Απεναντίας ο ακροατής θαυμάζει την επινοητικότητα στην παραλλαγή. Αυτό βέβαια εφόσον δε γίνεται σε βαθμό κατάχρησης. Θυμάμαι σε πανηγύρι του χωριού μου που είχα σιχαθεί να ακούω συνέχεια μαντινάδες από τον λυράρη που είχαν τη φράση «έλαβα επιστολή» ή παρόμοιες. Ήταν σίγουρα πάνω από δέκα. Εξάλλου οι περισσότερες μαντινάδες της συλλογής που αποτελούν παραλλαγές δεν είναι πάνω από τέσσερις, τις οποίες παραθέτει ως παράδειγμα ο επιμελητής σε υποσημείωση. Στο κείμενο βρίσκονται στη θεματική «Τσ’ αγάπης και του έρωτα», σε δυο ζευγάρια, 49-50 και 71-72. Η παραλλαγή στηρίζεται στην επανάληψη του πρώτου στίχου «σαν τσι μπουμπουριστούς χοχλιούς με ξεροτηγανίζεις». Εμένα ως μελετητή, αλλά φαντάζομαι και τον απλό αναγνώστη, θα τον ενδιέφερε η ομαδοποίησή τους, αφού συνήθως βρίσκονται στην ίδια θεματική, που είναι και το πιο βολικό κριτήριο κατάταξης των λαϊκών στιχουργημάτων. Για παράδειγμα θα ήθελα να ακολουθεί η 52 τη 48, που έχουν κοινό τον πρώτο στίχο εκτός από το δεύτερο μισό του δεύτερου ημιστίχιου: «Άντε να σεργιανίσουμε στσ’ αγάπης…». Το τελευταίο μισό στην πρώτη μαντινάδα είναι «τσι μπαξέδες» και στη δεύτερη «τα σοκάκια», δημιουργώντας μια δυναμική αντίθεση ανάμεσα σε αδόμητο χώρο, μπαξέ, εξοχή, και σε δομημένο χώρο, χωριό. Στο δεύτερο στίχο ο έρωτας προσωποποιείται: «που ξεφαντώνει ο έρωντας, με νιες και νιους γλεντζέδες» και «κι ο έρωντας στο διάβα μας θα παίζει παλαμάκια». Ο έρωτας επίσης προσωποποιείται στη μαντινάδα 62 της ίδιας θεματικής: «Απ’ τ’ αργαστήρι του Θεού βγήκες χωρίς ψεγάδι/ με τον ορτάκη έρωντα σ’ έβαλα στο σημάδι» (ορτάκης σημαίνει σύντροφος). Καταλαβαίνουμε βέβαια ότι μια τέτοια ομαδοποίηση για να γίνει χρειάζεται τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Ενδιαφέρον έχουν και οι μαντινάδες με κοινό στοιχείο τις πρώτες λέξεις. Για παράδειγμα οι μαντινάδες 51 και 52 της ίδιας θεματικής αρχίζουν με το «άντε να», και οι μαντινάδες 1 και 3 «Της φύσης και της αγροτιάς» αρχίζουν με το «Να ’μουν». Αυτή η φράση υπάρχει και σε μαντινάδες της παράδοσης, όπως η παρακάτω που μου την είπε ο πατέρας μου πριν από 25 χρόνια όταν τον ηχογράφησα σε κασέτα μαζί με τη μητέρα μου. Την είχε ακούσει, όπως μου είπε, από ένα γούμενο σε κάποιο πανηγύρι. «Να ’μουν το Μάη γάιδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλο το χρόνο πετεινός και κάτης το Γενάρη».
«Και να κερνά» είναι φράση με την οποία ξεκινά όχι ο πρώτος αλλά ο δεύτερος στίχος στο 5 και στο15 «Της ξεφάντωσης». Στην πρώτη «μια κοπελιά ξανθιά και μαυρομάτα» (το «ξανθή» θα ήταν πιο κρητικό) ενώ στη δεύτερη «μια λυγερή, γλυκιά Κρητικοπούλα». Διαλέγετε.
Παραλλαγές υπάρχουν επίσης και σε μαντινάδες της παράδοσης. Την μαντινάδα «Όποιος τα λόγια ντου μετρά πριχού τα ξεστομίσει,/ εκειός δεν είναι μπορετό ποτές του ν’ αστοχήσει» (Της λαϊκής σοφίας), την άκουσα σε παραλλαγή από τη γιαγιά μου: «Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώσει/ εκείνος δεν μπορεί ποτέ να στερομετανιώσει». Το «Όλα ’ναι φάδια τσι κοιλιάς και το ψωμί στημόνι» είναι στίχος που τον έχω στην παραπάνω κασέτα, και τον είπε μια γειτόνισσα. Υπάρχει στο 20 «Της λαϊκής σοφίας» και στο 30 «Της φύσης και της αγροτιάς».
Η μαντινάδα «Δίσεκτο χρόνο πάντρεψαν την Αρετή στα ξένα/ εννιά τ’ αγόρια του σογιού, δεν έμεινε κανένα» (Της δίσεκτης χρονιάς) είναι μια διακειμενική αναφορά στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» ενώ ο στίχος «νύκτες γλυκά ονείρατα, νύκτες σπαρμένες μάγια» (Της φύσης και της αγροτιάς) φαίνεται μάλλον σαν φαινόμενο κρυπτομνησίας του Σολωμικού στίχου «Νύχτα γεμάτη όνειρα, νύχτα γεμάτη μάγια».
Αν έβρισκα μια αδυναμία στη συλλογή αυτή αφορά κάποια στοιχεία λογιοσύνης που δεν συνάδουν με τη λαϊκότητα της παράδοσης, στοιχεία λογιοσύνης λεκτικά. Δεν με ξενίζει καθόλου η μαντινάδα «Ένας σοφός μας πρόγονος, ο Σταγειρίτης, γράφει:/ μέρα που δεν εγέλασες, μπάτερε πάει στράφι», με ξενίζει όμως η παρακάτω: «Δε λησμονώ καλοκαιρνό το ραντεβού μαζί σου/ για να χαρώ τη δροσερή υγρή περίπτυξή σου». Θα ήθελα η «περίπτυξη» να ήταν αγκάλιασμα, ενώ και το «λησμονώ» κάπου δεν μου αρέσει. «Δεν τα ξεχνώ τα ραντεβού που ήμουνα κοντά σου/ και χαίρουμουν το δροσερό και υγρό αγκάλιασμά σου», τολμώ να δώσω μια δική μου παραλλαγή. Ακόμη άστοχη θεωρώ τη μαντινάδα «Τζοκόντα! Το χαμόγελο νάταν να μας χαρίσεις, /παράδεισο επίγειο μπορούσες να μας κτίσεις» (Του χαμόγελου). Το χαμόγελο της Τζοκόντα δεν είναι υποδειγματικό, αλλά αινιγματικό.
Οι δυο τρεις αυτές μαντινάδες δεν αλλοιώνουν φυσικά τη γενική εντύπωση από τη συλλογή, που είναι γεμάτη διαμάντια (ήμουνα έτοιμος να γράψω «μαργαριτάρια», αλλά ξαφνικά θυμήθηκα τη μεταφορική σημασία της λέξης, αν και αυτά τα βρίσκουμε εμείς οι εκπαιδευτικοί σε διαγωνίσματα). Και δεν πρέπει να ξεχάσουμε να αναφέρουμε και το γλωσσάρι, που είναι πια απαραίτητο για κάθε λογοτεχνικό κρητικό βιβλίο. Ξεχνούμε τις λέξεις. Έτσι ενώ οι περισσότερες λέξεις από το γλωσσάρι μού είναι γνωστές, δεν ξέρω τι σημαίνει «παλαίτσα», που δεν βρίσκεται στο γλωσσάρι. Αν ξέρει κανείς ας μας γράψει.
Κρητικά Επίκαιρα, Ιανουάριος 2005
Με μια εμπεριστατωμένη εισαγωγή του Μανώλη Μιλτ. Παπαδάκη κυκλοφόρησε από τη Μορφωτική Στέγη Ιεράπετρας η δεύτερη συλλογή με μαντινάδες του Γιάννη Γεωργακάκη, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του, με τον τίτλο «Οι μαντινάδες του λυρικού». Είχε προηγηθεί η συλλογή «Λυριές», που εκδόθηκε το Μάρτη του 1988. Ο «νονός» του τίτλου της συλλογής παίζει επιτυχημένα με ένα εφέ ομοιότητας μεταξύ λυρικού και λυβικού. Οι μαντινάδες αυτές γράφηκαν στη «νύμφη του Λυβικού», την Ιεράπετρα.
Η μουσική, ο χορός και η μαντινάδα είναι από τα πιο ζωντανά στοιχεία της κρητικής παράδοσης. Όπως παλιά οι μεγαλοαστικές οικογένειες το θεωρούσαν υποχρεωτικό για την τάξη τους να διδάσκονται οι κόρες τους πιάνο και γαλλικά, έτσι κι εδώ σχεδόν κάθε οικογένεια το θεωρεί αναγκαίο να στείλει τα παιδιά της σε μια σχολή χορού, να μάθουν να χορεύουν τον πεντοζάλη και τον μαλεβεζιώτη, τη σούστα και τον συρτό. Λιγότερες ίσως, αλλά αρκετές, στέλνουν τα παιδιά τους, και όχι μόνο τα αγόρια αλλά και τα κορίτσια, σε δασκάλους της λύρας. Όσο για τους μεγάλους, αρχίζει να γίνεται πια ζήτημα τιμής να έχει συνθέσει κανείς κάποιες μαντινάδες στη ζωή του. Οι πιο ταλαντούχοι βέβαια ρίχνονται με περισσότερο πάθος, και πολλές φορές ο όγκος δουλειάς τους είναι τόσος που εκδίδονται σε ξεχωριστό τόμο, ενώ πολλών οι μαντινάδες δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά. Οι διαγωνισμοί μαντινάδας, ένας σχετικά καινούριος θεσμός που έχει εξαπλωθεί απ’ άκρη σ’ άκρη στην Κρήτη, αποτελεί ένα παραπάνω κίνητρο.
Αυτό που χαρακτηρίζει τις μαντινάδες του Γιάννη Γεωργακάκη είναι η υψηλή ποιότητά τους. Αξιοποιώντας στοιχεία της παράδοσης, κυρίως φράσεις ή στίχους που έχουν μεγάλη συχνότητα επανάληψης, συνθέτει μαντινάδες σπάνιας ευαισθησίας, οξύνοιας και πρωτοτυπίας. Και θα διαφωνήσω με τον σεβαστό μου δάσκαλο Μανώλη Παπαδάκη ότι «οι αδυναμίες τους εστιάζονται κυρίως στις αρκετές παραλλαγές τους».
Δεν πρέπει να κρίνουμε τη λαϊκή ποίηση με κριτήρια που αρμόζουν μόνο για την έντεχνη. Εξάλλου οι variations, θέμα και παραλλαγές, είναι αναγνωρισμένο μουσικό είδος. Η επανάληψη εξάλλου, η οποία αποτελεί το δομικό στοιχείο της παραλλαγής, είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα εφέ, και όχι μόνο στην ποίηση. Το χρησιμοποιεί για παράδειγμα εξαντλητικά ο Γιώργος Μανιώτης. Αν χρησιμοποιείται με μέτρο, δεν κουράζει. Απεναντίας ο ακροατής θαυμάζει την επινοητικότητα στην παραλλαγή. Αυτό βέβαια εφόσον δε γίνεται σε βαθμό κατάχρησης. Θυμάμαι σε πανηγύρι του χωριού μου που είχα σιχαθεί να ακούω συνέχεια μαντινάδες από τον λυράρη που είχαν τη φράση «έλαβα επιστολή» ή παρόμοιες. Ήταν σίγουρα πάνω από δέκα. Εξάλλου οι περισσότερες μαντινάδες της συλλογής που αποτελούν παραλλαγές δεν είναι πάνω από τέσσερις, τις οποίες παραθέτει ως παράδειγμα ο επιμελητής σε υποσημείωση. Στο κείμενο βρίσκονται στη θεματική «Τσ’ αγάπης και του έρωτα», σε δυο ζευγάρια, 49-50 και 71-72. Η παραλλαγή στηρίζεται στην επανάληψη του πρώτου στίχου «σαν τσι μπουμπουριστούς χοχλιούς με ξεροτηγανίζεις». Εμένα ως μελετητή, αλλά φαντάζομαι και τον απλό αναγνώστη, θα τον ενδιέφερε η ομαδοποίησή τους, αφού συνήθως βρίσκονται στην ίδια θεματική, που είναι και το πιο βολικό κριτήριο κατάταξης των λαϊκών στιχουργημάτων. Για παράδειγμα θα ήθελα να ακολουθεί η 52 τη 48, που έχουν κοινό τον πρώτο στίχο εκτός από το δεύτερο μισό του δεύτερου ημιστίχιου: «Άντε να σεργιανίσουμε στσ’ αγάπης…». Το τελευταίο μισό στην πρώτη μαντινάδα είναι «τσι μπαξέδες» και στη δεύτερη «τα σοκάκια», δημιουργώντας μια δυναμική αντίθεση ανάμεσα σε αδόμητο χώρο, μπαξέ, εξοχή, και σε δομημένο χώρο, χωριό. Στο δεύτερο στίχο ο έρωτας προσωποποιείται: «που ξεφαντώνει ο έρωντας, με νιες και νιους γλεντζέδες» και «κι ο έρωντας στο διάβα μας θα παίζει παλαμάκια». Ο έρωτας επίσης προσωποποιείται στη μαντινάδα 62 της ίδιας θεματικής: «Απ’ τ’ αργαστήρι του Θεού βγήκες χωρίς ψεγάδι/ με τον ορτάκη έρωντα σ’ έβαλα στο σημάδι» (ορτάκης σημαίνει σύντροφος). Καταλαβαίνουμε βέβαια ότι μια τέτοια ομαδοποίηση για να γίνει χρειάζεται τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Ενδιαφέρον έχουν και οι μαντινάδες με κοινό στοιχείο τις πρώτες λέξεις. Για παράδειγμα οι μαντινάδες 51 και 52 της ίδιας θεματικής αρχίζουν με το «άντε να», και οι μαντινάδες 1 και 3 «Της φύσης και της αγροτιάς» αρχίζουν με το «Να ’μουν». Αυτή η φράση υπάρχει και σε μαντινάδες της παράδοσης, όπως η παρακάτω που μου την είπε ο πατέρας μου πριν από 25 χρόνια όταν τον ηχογράφησα σε κασέτα μαζί με τη μητέρα μου. Την είχε ακούσει, όπως μου είπε, από ένα γούμενο σε κάποιο πανηγύρι. «Να ’μουν το Μάη γάιδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλο το χρόνο πετεινός και κάτης το Γενάρη».
«Και να κερνά» είναι φράση με την οποία ξεκινά όχι ο πρώτος αλλά ο δεύτερος στίχος στο 5 και στο15 «Της ξεφάντωσης». Στην πρώτη «μια κοπελιά ξανθιά και μαυρομάτα» (το «ξανθή» θα ήταν πιο κρητικό) ενώ στη δεύτερη «μια λυγερή, γλυκιά Κρητικοπούλα». Διαλέγετε.
Παραλλαγές υπάρχουν επίσης και σε μαντινάδες της παράδοσης. Την μαντινάδα «Όποιος τα λόγια ντου μετρά πριχού τα ξεστομίσει,/ εκειός δεν είναι μπορετό ποτές του ν’ αστοχήσει» (Της λαϊκής σοφίας), την άκουσα σε παραλλαγή από τη γιαγιά μου: «Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώσει/ εκείνος δεν μπορεί ποτέ να στερομετανιώσει». Το «Όλα ’ναι φάδια τσι κοιλιάς και το ψωμί στημόνι» είναι στίχος που τον έχω στην παραπάνω κασέτα, και τον είπε μια γειτόνισσα. Υπάρχει στο 20 «Της λαϊκής σοφίας» και στο 30 «Της φύσης και της αγροτιάς».
Η μαντινάδα «Δίσεκτο χρόνο πάντρεψαν την Αρετή στα ξένα/ εννιά τ’ αγόρια του σογιού, δεν έμεινε κανένα» (Της δίσεκτης χρονιάς) είναι μια διακειμενική αναφορά στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» ενώ ο στίχος «νύκτες γλυκά ονείρατα, νύκτες σπαρμένες μάγια» (Της φύσης και της αγροτιάς) φαίνεται μάλλον σαν φαινόμενο κρυπτομνησίας του Σολωμικού στίχου «Νύχτα γεμάτη όνειρα, νύχτα γεμάτη μάγια».
Αν έβρισκα μια αδυναμία στη συλλογή αυτή αφορά κάποια στοιχεία λογιοσύνης που δεν συνάδουν με τη λαϊκότητα της παράδοσης, στοιχεία λογιοσύνης λεκτικά. Δεν με ξενίζει καθόλου η μαντινάδα «Ένας σοφός μας πρόγονος, ο Σταγειρίτης, γράφει:/ μέρα που δεν εγέλασες, μπάτερε πάει στράφι», με ξενίζει όμως η παρακάτω: «Δε λησμονώ καλοκαιρνό το ραντεβού μαζί σου/ για να χαρώ τη δροσερή υγρή περίπτυξή σου». Θα ήθελα η «περίπτυξη» να ήταν αγκάλιασμα, ενώ και το «λησμονώ» κάπου δεν μου αρέσει. «Δεν τα ξεχνώ τα ραντεβού που ήμουνα κοντά σου/ και χαίρουμουν το δροσερό και υγρό αγκάλιασμά σου», τολμώ να δώσω μια δική μου παραλλαγή. Ακόμη άστοχη θεωρώ τη μαντινάδα «Τζοκόντα! Το χαμόγελο νάταν να μας χαρίσεις, /παράδεισο επίγειο μπορούσες να μας κτίσεις» (Του χαμόγελου). Το χαμόγελο της Τζοκόντα δεν είναι υποδειγματικό, αλλά αινιγματικό.
Οι δυο τρεις αυτές μαντινάδες δεν αλλοιώνουν φυσικά τη γενική εντύπωση από τη συλλογή, που είναι γεμάτη διαμάντια (ήμουνα έτοιμος να γράψω «μαργαριτάρια», αλλά ξαφνικά θυμήθηκα τη μεταφορική σημασία της λέξης, αν και αυτά τα βρίσκουμε εμείς οι εκπαιδευτικοί σε διαγωνίσματα). Και δεν πρέπει να ξεχάσουμε να αναφέρουμε και το γλωσσάρι, που είναι πια απαραίτητο για κάθε λογοτεχνικό κρητικό βιβλίο. Ξεχνούμε τις λέξεις. Έτσι ενώ οι περισσότερες λέξεις από το γλωσσάρι μού είναι γνωστές, δεν ξέρω τι σημαίνει «παλαίτσα», που δεν βρίσκεται στο γλωσσάρι. Αν ξέρει κανείς ας μας γράψει.
Tuesday, September 14, 2010
Ανδρέας Μήτσου, Ο σκύλος της Μαρί
Ανδρέας Μήτσου, Ο σκύλος της Μαρί, Καστανιώτης 2004
Αντί, 3 Δεκ. 2004, τ. 831
Ο Ανδρέας Μήτσου, μετά το βραβευμένο με κρατικό βραβείο μυθιστορήματος «Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου», που γυρίστηκε και σήριαλ, και αφού μεσολαβούν οι συλλογές διηγημάτων «Σφήκες» και «Γέλια», επανέρχεται στο μυθιστόρημα με τον «Σκύλο της Μαρί».
Δεν μπορούμε να απαιτούμε από ένα συγγραφέα να μας δίνει κάθε φορά και κάτι διαφορετικό, λίγοι το κάνουν, το ζητούμενο είναι να προσφέρει κάθε φορά και μια συναρπαστική αφήγηση. Ο Μήτσου, εκτός του ότι έχει να προσφέρει την πιο συναρπαστική ιστορία που επινόησε μέχρι τώρα, έχει να μας δώσει αφηγηματικά και κάτι καινούριο.
Κατ’ αρχήν να ξεκινήσουμε απ’ αυτά που μας είναι ήδη γνωστά από τα προηγούμενα έργα του, τα τελευταία από τα οποία τα έχουμε παρουσιάσει. Ο Μήτσου είναι ένας συγγραφέας που παρακολουθούμε την πορεία του εδώ και δεκαπέντε χρόνια.
Κατ’ αρχήν, το ύφος του είναι κάτι το ξεχωριστό στη σύγχρονη λογοτεχνία. Με δοκιμιακές προθέσεις, συνεχείς σχολιασμούς και υπομνηματισμούς των γεγονότων, έχει τη σαφήνεια και τη διαύγεια, και τη γλώσσα φυσικά, της υπηρεσιακής αναφοράς ενός υφισταμένου προς τους προϊσταμένους του. Αυτό δημιουργεί και μια αίσθηση καθαρεύουσας, που έχει σχέση βέβαια όχι με τη γραμματική και τη σύνταξη, αλλά με την επιμελημένη επιλογή των λέξεων.
Στη συνέχεια έχουμε τη μέριμνά του για την αφηγηματική τεχνική. Η κορυφαία στιγμή των αφηγηματικών πειραματισμών του υπήρξε το ομώνυμο διήγημα στη συλλογή «Ο χαρτοκόπτης έχει φοβηθεί». Και στο μυθιστόρημα αυτό έχει να μας προσφέρει κάτι το διαφορετικό, ένα πειραματισμό πάνω στην αφήγηση.
Ο μυθιστοριογράφος Χένρι Τζέημς δεν ήταν μόνο ικανός λογοτέχνης. Τον απασχόλησε πολύ και το πρόβλημα της αφήγησης, και επινόησε μια δική του αφηγηματική τεχνική, την οποία ονόμασε showing, σε αντιπαράθεση με το telling, που χαρακτήριζε την αφηγηματική τεχνική μέχρι τις μέρες του. Και οι δυο τεχνικές εντάσσονται στα πλαίσια της εξωδιηγητικής-ετεροδιηγητικής αφήγησης, ή, για να χρησιμοποιήσουμε ένα πιο οικείο όρο, της τριτοπρόσωπης αφήγησης.
Ποια η διαφορά. Στο telling ο τριτοπρόσωπος αφηγητής είναι παντογνώστης-θεός, που γνωρίζει και τις πιο μύχιες σκέψεις, και τα πιο κρυφά και λεπτά αισθήματα των προσώπων της ιστορίας. Στο showing, ο τριτοπρόσωπος αφηγητής δεν υποκρίνεται τον παντογνώστη. Δεν εκθέτει σκέψεις και συναισθήματα, αλλά συμπεριφορές. Η προσωπογράφηση γίνεται βάσει των πράξεων των ηρώων, έμμεσα, και όχι μέσω της αφήγησης, άμεσα. Βρισκόμαστε στην εποχή της ανάπτυξης της θεωρίας της συμπεριφοράς στην Αμερική, που κύρια αρχή της, ακολουθώντας και τις κυρίαρχες επιστημολογικές αρχές του θετικισμού, είναι ότι μας ενδιαφέρει ό,τι είναι μετρήσιμο, γιατί μόνο αυτό επιδέχεται επαλήθευση, και το μόνο μετρήσιμο είναι η συμπεριφορά. Όσο για τις ψυχικές περιοχές των ψυχοδυναμικών σχολών, εγώ, υπερεγώ, εκείνο, συνειδητό, ασυνείδητο, κανείς δεν μπορεί να τα δει, τίποτα δεν μπορεί να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του – έτσι τουλάχιστον διατείνονται οι εκπρόσωποι αυτής της θεωρίας.
Ο Χένρι Τζέημς αποτελεί την ακραία έκφραση της κύριας αρχής του ρεαλισμού, την αρχή της αληθοφάνειας. Και η αληθοφάνεια αυτή, αφού αρχικά απαιτείται σε σχέση με τα γεγονότα, τώρα απαιτείται και σε σχέση με την αφήγηση. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής του showing θα μπορούσε να υπάρχει και ως πραγματικό πρόσωπο, όχι όμως και ο τριτοπρόσωπος αφηγητής του telling, που δεν μπορεί παρά να είναι μόνο ο θεός – ή ο διάβολος, αλλά όχι ανθρώπινο ον.
Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς, για να έχουν και την πίττα σωστή και το σκύλο χορτάτο, χρησιμοποίησαν την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ή καλύτερα την ενδοδιηγητική-ομοδιηγητική. Εδώ ο αφηγητής είναι πρόσωπο της ιστορίας, και έχει κάθε δικαίωμα να μας λέει για τις δικές του σκέψεις και τα δικά του συναισθήματα, αφηγούμενος απλώς τις συμπεριφορές των άλλων προσώπων.
Ο Μήτσου δεν θέλει να εξοστρακίσει έτσι εύκολα τον τριτοπρόσωπο αφηγητή. Και μ’ αυτόν ξεκινάει την αφήγησή του. Η επινόηση που κάνει, η πρωτοτυπία στην αφηγηματική του τεχνική, είναι ότι ο τριτοπρόσωπος αφηγητής μετατρέπεται ξαφνικά σε πρωτοπρόσωπο: «Είμαι ο Πιερ Αδαμόπουλος, ο αφηγητής τούτης της ιστορίας, αλλά και εκείνος που θα την κλείσει τελικά και θα αποδώσει δικαιοσύνη. Παριστάνω τον τρίτο, κατά την προσφιλή συνήθειά μου, ενόσω διηγούμαι. Προσπαθώ να πάρω απόσταση από τα πράγματα, ώστε να γίνει η καταγραφή τους ψύχραιμη» (σελ. 89).
Όμως η τεχνική αυτή έχει τα όριά της. Αφού «ξεμασκαρεύεται» ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο Μήτσου δεν μπορεί να τον χρησιμοποιήσει πια ως τριτοπρόσωπο. Όμως δεν θέλει να χάσει τα πλεονεκτήματα της τριτοπρόσωπης αφήγησης, και τη χρησιμοποιεί, προσπαθώντας να της δώσει μια μορφή αληθοφάνειας, καθόλου βέβαια πειστικής. Φυσικά ο αναγνώστης μπορεί να παραιτηθεί απ’ αυτή και από τις ρεαλιστικές συμβάσεις. Σαν αναγνώστης αρνούμαι να βάλω ένα αφήγημα στην προκρούστεια κλίνη του ρεαλισμού, θεωρώντας το ρεαλισμό μια απόκλιση από την κύρια γραμμή αφήγησης στην ιστορία της ανθρωπότητας όπου το φανταστικό κυριαρχεί, από τους θεούς που στέκονται στο πλευρό των ηρώων των ομηρικών επών μέχρι τα μαγικά χαλιά και την ανάληψη της ωραίας Ρεμέδιος στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες. Έτσι δεν θεωρώ αδυναμία το να δηλώνει ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής «Σας παρακαλώ να πιστέψετε ότι είμαι σε θέση να γνωρίζω την τελευταία εικόνα του υπενωμοτάρχη Στεργίου», την εικόνα με τη θηλιά σφιγμένη στο λαιμό του πριν ξεψυχήσει.
Την αδυναμία πάντως του πρωτοπρόσωπου αφηγητή προσπαθεί να την καλύψει ο Μήτσου βάζοντας ένα δεύτερο αφηγητή, έναν αστυνομικό, του οποίου η αφήγηση λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο σαν μια δεύτερη κατάθεση στην υπόθεση ενός εγκλήματος (ή μιας αυτοκτονίας).
Το πιο ενδιαφέρον πάντως είναι η μυθοπλασία, που εδώ οικοδομείται πάνω σε ένα έντονο σασπένς: Τι τέλος θα έχει ο έρωτας του νεαρού υπενωμοτάρχη για την κρουπιέρισσα Μαρί, έρωτας που έχει περάσει προ πολλού τα όρια της γελοιοποίησης, όπως σχολιάζει εκτενώς ο αφηγητής; Γελοιοποίησης που μας φέρνει στο νου τον καθηγητή στον «Γαλάζιο άγγελο» του Χάινριχ Μαν, που τον ξέρουμε όλοι από την ομώνυμη ταινία με την Μάρλεν Ντίτριχ να πρωταγωνιστεί.
Το τέλος θα είναι όμοιο με το τέλος μιας γαλλικής ταινίας που είδαμε πριν μερικά χρόνια, τον «Εραστή της κομμώτριας». Η κομμώτρια, ζώντας μια δεκάχρονη ευτυχία με τον άντρα θα αυτοκτονήσει πέφτοντας σε ένα ποτάμι, μην αντέχοντας στη σκέψη ότι η ευτυχία αυτή θα έχει κάποιο τέλος. Ο υπενωμοτάρχης θα απαγχονιστεί αμέσως μόλις εκπληρώσει το όνειρό του, να κάνει έρωτα με τη Μαρί. Ξέρει κι αυτός ότι έφτασε στην κορυφή της ευτυχίας που τόσο είχε ποθήσει και ονειρευτεί. Ξέρει ότι στο εξής θα ακολουθήσει ο κατήφορος, γιατί, παρότι ερωτευμένος, γνωρίζει ποια είναι η Μαρί.
Και εδώ φαίνεται η υπεροχή του μυθιστορήματος σε σχέση με τον κινηματογράφο. Στον κινηματογράφο το σχόλιο αφήνεται να το κάνει στο μυαλό του ο θεατής, το πολύ να είναι κάτι σύντομο στο στόμα ενός από τα πρόσωπα της ταινίας. Στο μυθιστόρημα αυτό όμως ο Μήτσου αφιερώνει πολλές σελίδες σχολιάζοντας την πράξη του αυτόχειρα, δικαιώνοντάς τον. Αφού τον είχε αποκαθηλώσει στις πρώτες σελίδες, στη βάση της καθημερινής λογικής, τον στήνει σε ένα ψηλό βάθρο, στη βάση μιας υψηλής αίσθησης και αντίληψης του τι σημαίνει έρωτας και ερωτικό πάθος.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί το στόρι ως μια στροφή σε ένα νεορομαντισμό. Όμως δεν είναι. Η ακραία έκφραση του ερωτικού πάθους μόνο ως απόκλιση ή ως ματαίωση μπορεί να περιγραφή. Έτσι το μυθιστόρημα του Μήτσου εντάσσεται σε αυτές τις υπέροχες «αφηγήσεις», μέσα στις οποίες συγκαταλέγονται το «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» του Μάρκες, «Η Μαντάμ Μπατερφλάι» του David Henry Huang, και η γαλλική ταινία στην οποία αναφερθήκαμε.
Μια τελευταία παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε είναι ότι το δοκιμιακό τμήμα που σχολιάζει την αυτοκτονία θα μπορούσε να είχε συμπυκνωθεί. Δεν είναι το τέλος του έργου, υπάρχει ακόμη το σασπένς για την έκβαση μιας αρχαιοκαπηλίας. Όμως η αυτοκτονία αυτή είναι η «ιδέα» του μυθιστορήματος, και ο Μήτσου δεν θέλει να την εγκαταλείψει τόσο εύκολα. Γι αυτό άλλωστε βάζει τον αφηγητή, σε ένα σύντομο κεφάλαιο που φέρνει τον τίτλο «Η συμφωνία των τζιτζικιών» να αφηγείται την τελευταία ανάμνηση του υπενωμοτάρχη, πριν κοπεί το νήμα της ζωής του. Αυτό βέβαια δεν αλλοιώνει τη θετική εντύπωση που μας έδωσε το όλο έργο.
Αντί, 3 Δεκ. 2004, τ. 831
Ο Ανδρέας Μήτσου, μετά το βραβευμένο με κρατικό βραβείο μυθιστορήματος «Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου», που γυρίστηκε και σήριαλ, και αφού μεσολαβούν οι συλλογές διηγημάτων «Σφήκες» και «Γέλια», επανέρχεται στο μυθιστόρημα με τον «Σκύλο της Μαρί».
Δεν μπορούμε να απαιτούμε από ένα συγγραφέα να μας δίνει κάθε φορά και κάτι διαφορετικό, λίγοι το κάνουν, το ζητούμενο είναι να προσφέρει κάθε φορά και μια συναρπαστική αφήγηση. Ο Μήτσου, εκτός του ότι έχει να προσφέρει την πιο συναρπαστική ιστορία που επινόησε μέχρι τώρα, έχει να μας δώσει αφηγηματικά και κάτι καινούριο.
Κατ’ αρχήν να ξεκινήσουμε απ’ αυτά που μας είναι ήδη γνωστά από τα προηγούμενα έργα του, τα τελευταία από τα οποία τα έχουμε παρουσιάσει. Ο Μήτσου είναι ένας συγγραφέας που παρακολουθούμε την πορεία του εδώ και δεκαπέντε χρόνια.
Κατ’ αρχήν, το ύφος του είναι κάτι το ξεχωριστό στη σύγχρονη λογοτεχνία. Με δοκιμιακές προθέσεις, συνεχείς σχολιασμούς και υπομνηματισμούς των γεγονότων, έχει τη σαφήνεια και τη διαύγεια, και τη γλώσσα φυσικά, της υπηρεσιακής αναφοράς ενός υφισταμένου προς τους προϊσταμένους του. Αυτό δημιουργεί και μια αίσθηση καθαρεύουσας, που έχει σχέση βέβαια όχι με τη γραμματική και τη σύνταξη, αλλά με την επιμελημένη επιλογή των λέξεων.
Στη συνέχεια έχουμε τη μέριμνά του για την αφηγηματική τεχνική. Η κορυφαία στιγμή των αφηγηματικών πειραματισμών του υπήρξε το ομώνυμο διήγημα στη συλλογή «Ο χαρτοκόπτης έχει φοβηθεί». Και στο μυθιστόρημα αυτό έχει να μας προσφέρει κάτι το διαφορετικό, ένα πειραματισμό πάνω στην αφήγηση.
Ο μυθιστοριογράφος Χένρι Τζέημς δεν ήταν μόνο ικανός λογοτέχνης. Τον απασχόλησε πολύ και το πρόβλημα της αφήγησης, και επινόησε μια δική του αφηγηματική τεχνική, την οποία ονόμασε showing, σε αντιπαράθεση με το telling, που χαρακτήριζε την αφηγηματική τεχνική μέχρι τις μέρες του. Και οι δυο τεχνικές εντάσσονται στα πλαίσια της εξωδιηγητικής-ετεροδιηγητικής αφήγησης, ή, για να χρησιμοποιήσουμε ένα πιο οικείο όρο, της τριτοπρόσωπης αφήγησης.
Ποια η διαφορά. Στο telling ο τριτοπρόσωπος αφηγητής είναι παντογνώστης-θεός, που γνωρίζει και τις πιο μύχιες σκέψεις, και τα πιο κρυφά και λεπτά αισθήματα των προσώπων της ιστορίας. Στο showing, ο τριτοπρόσωπος αφηγητής δεν υποκρίνεται τον παντογνώστη. Δεν εκθέτει σκέψεις και συναισθήματα, αλλά συμπεριφορές. Η προσωπογράφηση γίνεται βάσει των πράξεων των ηρώων, έμμεσα, και όχι μέσω της αφήγησης, άμεσα. Βρισκόμαστε στην εποχή της ανάπτυξης της θεωρίας της συμπεριφοράς στην Αμερική, που κύρια αρχή της, ακολουθώντας και τις κυρίαρχες επιστημολογικές αρχές του θετικισμού, είναι ότι μας ενδιαφέρει ό,τι είναι μετρήσιμο, γιατί μόνο αυτό επιδέχεται επαλήθευση, και το μόνο μετρήσιμο είναι η συμπεριφορά. Όσο για τις ψυχικές περιοχές των ψυχοδυναμικών σχολών, εγώ, υπερεγώ, εκείνο, συνειδητό, ασυνείδητο, κανείς δεν μπορεί να τα δει, τίποτα δεν μπορεί να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του – έτσι τουλάχιστον διατείνονται οι εκπρόσωποι αυτής της θεωρίας.
Ο Χένρι Τζέημς αποτελεί την ακραία έκφραση της κύριας αρχής του ρεαλισμού, την αρχή της αληθοφάνειας. Και η αληθοφάνεια αυτή, αφού αρχικά απαιτείται σε σχέση με τα γεγονότα, τώρα απαιτείται και σε σχέση με την αφήγηση. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής του showing θα μπορούσε να υπάρχει και ως πραγματικό πρόσωπο, όχι όμως και ο τριτοπρόσωπος αφηγητής του telling, που δεν μπορεί παρά να είναι μόνο ο θεός – ή ο διάβολος, αλλά όχι ανθρώπινο ον.
Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς, για να έχουν και την πίττα σωστή και το σκύλο χορτάτο, χρησιμοποίησαν την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ή καλύτερα την ενδοδιηγητική-ομοδιηγητική. Εδώ ο αφηγητής είναι πρόσωπο της ιστορίας, και έχει κάθε δικαίωμα να μας λέει για τις δικές του σκέψεις και τα δικά του συναισθήματα, αφηγούμενος απλώς τις συμπεριφορές των άλλων προσώπων.
Ο Μήτσου δεν θέλει να εξοστρακίσει έτσι εύκολα τον τριτοπρόσωπο αφηγητή. Και μ’ αυτόν ξεκινάει την αφήγησή του. Η επινόηση που κάνει, η πρωτοτυπία στην αφηγηματική του τεχνική, είναι ότι ο τριτοπρόσωπος αφηγητής μετατρέπεται ξαφνικά σε πρωτοπρόσωπο: «Είμαι ο Πιερ Αδαμόπουλος, ο αφηγητής τούτης της ιστορίας, αλλά και εκείνος που θα την κλείσει τελικά και θα αποδώσει δικαιοσύνη. Παριστάνω τον τρίτο, κατά την προσφιλή συνήθειά μου, ενόσω διηγούμαι. Προσπαθώ να πάρω απόσταση από τα πράγματα, ώστε να γίνει η καταγραφή τους ψύχραιμη» (σελ. 89).
Όμως η τεχνική αυτή έχει τα όριά της. Αφού «ξεμασκαρεύεται» ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο Μήτσου δεν μπορεί να τον χρησιμοποιήσει πια ως τριτοπρόσωπο. Όμως δεν θέλει να χάσει τα πλεονεκτήματα της τριτοπρόσωπης αφήγησης, και τη χρησιμοποιεί, προσπαθώντας να της δώσει μια μορφή αληθοφάνειας, καθόλου βέβαια πειστικής. Φυσικά ο αναγνώστης μπορεί να παραιτηθεί απ’ αυτή και από τις ρεαλιστικές συμβάσεις. Σαν αναγνώστης αρνούμαι να βάλω ένα αφήγημα στην προκρούστεια κλίνη του ρεαλισμού, θεωρώντας το ρεαλισμό μια απόκλιση από την κύρια γραμμή αφήγησης στην ιστορία της ανθρωπότητας όπου το φανταστικό κυριαρχεί, από τους θεούς που στέκονται στο πλευρό των ηρώων των ομηρικών επών μέχρι τα μαγικά χαλιά και την ανάληψη της ωραίας Ρεμέδιος στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες. Έτσι δεν θεωρώ αδυναμία το να δηλώνει ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής «Σας παρακαλώ να πιστέψετε ότι είμαι σε θέση να γνωρίζω την τελευταία εικόνα του υπενωμοτάρχη Στεργίου», την εικόνα με τη θηλιά σφιγμένη στο λαιμό του πριν ξεψυχήσει.
Την αδυναμία πάντως του πρωτοπρόσωπου αφηγητή προσπαθεί να την καλύψει ο Μήτσου βάζοντας ένα δεύτερο αφηγητή, έναν αστυνομικό, του οποίου η αφήγηση λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο σαν μια δεύτερη κατάθεση στην υπόθεση ενός εγκλήματος (ή μιας αυτοκτονίας).
Το πιο ενδιαφέρον πάντως είναι η μυθοπλασία, που εδώ οικοδομείται πάνω σε ένα έντονο σασπένς: Τι τέλος θα έχει ο έρωτας του νεαρού υπενωμοτάρχη για την κρουπιέρισσα Μαρί, έρωτας που έχει περάσει προ πολλού τα όρια της γελοιοποίησης, όπως σχολιάζει εκτενώς ο αφηγητής; Γελοιοποίησης που μας φέρνει στο νου τον καθηγητή στον «Γαλάζιο άγγελο» του Χάινριχ Μαν, που τον ξέρουμε όλοι από την ομώνυμη ταινία με την Μάρλεν Ντίτριχ να πρωταγωνιστεί.
Το τέλος θα είναι όμοιο με το τέλος μιας γαλλικής ταινίας που είδαμε πριν μερικά χρόνια, τον «Εραστή της κομμώτριας». Η κομμώτρια, ζώντας μια δεκάχρονη ευτυχία με τον άντρα θα αυτοκτονήσει πέφτοντας σε ένα ποτάμι, μην αντέχοντας στη σκέψη ότι η ευτυχία αυτή θα έχει κάποιο τέλος. Ο υπενωμοτάρχης θα απαγχονιστεί αμέσως μόλις εκπληρώσει το όνειρό του, να κάνει έρωτα με τη Μαρί. Ξέρει κι αυτός ότι έφτασε στην κορυφή της ευτυχίας που τόσο είχε ποθήσει και ονειρευτεί. Ξέρει ότι στο εξής θα ακολουθήσει ο κατήφορος, γιατί, παρότι ερωτευμένος, γνωρίζει ποια είναι η Μαρί.
Και εδώ φαίνεται η υπεροχή του μυθιστορήματος σε σχέση με τον κινηματογράφο. Στον κινηματογράφο το σχόλιο αφήνεται να το κάνει στο μυαλό του ο θεατής, το πολύ να είναι κάτι σύντομο στο στόμα ενός από τα πρόσωπα της ταινίας. Στο μυθιστόρημα αυτό όμως ο Μήτσου αφιερώνει πολλές σελίδες σχολιάζοντας την πράξη του αυτόχειρα, δικαιώνοντάς τον. Αφού τον είχε αποκαθηλώσει στις πρώτες σελίδες, στη βάση της καθημερινής λογικής, τον στήνει σε ένα ψηλό βάθρο, στη βάση μιας υψηλής αίσθησης και αντίληψης του τι σημαίνει έρωτας και ερωτικό πάθος.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί το στόρι ως μια στροφή σε ένα νεορομαντισμό. Όμως δεν είναι. Η ακραία έκφραση του ερωτικού πάθους μόνο ως απόκλιση ή ως ματαίωση μπορεί να περιγραφή. Έτσι το μυθιστόρημα του Μήτσου εντάσσεται σε αυτές τις υπέροχες «αφηγήσεις», μέσα στις οποίες συγκαταλέγονται το «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» του Μάρκες, «Η Μαντάμ Μπατερφλάι» του David Henry Huang, και η γαλλική ταινία στην οποία αναφερθήκαμε.
Μια τελευταία παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε είναι ότι το δοκιμιακό τμήμα που σχολιάζει την αυτοκτονία θα μπορούσε να είχε συμπυκνωθεί. Δεν είναι το τέλος του έργου, υπάρχει ακόμη το σασπένς για την έκβαση μιας αρχαιοκαπηλίας. Όμως η αυτοκτονία αυτή είναι η «ιδέα» του μυθιστορήματος, και ο Μήτσου δεν θέλει να την εγκαταλείψει τόσο εύκολα. Γι αυτό άλλωστε βάζει τον αφηγητή, σε ένα σύντομο κεφάλαιο που φέρνει τον τίτλο «Η συμφωνία των τζιτζικιών» να αφηγείται την τελευταία ανάμνηση του υπενωμοτάρχη, πριν κοπεί το νήμα της ζωής του. Αυτό βέβαια δεν αλλοιώνει τη θετική εντύπωση που μας έδωσε το όλο έργο.
Monday, September 13, 2010
Γιώργος και Καλή Βοϊκλή, Dalybor, ο νεαρός Σέρβος φίλος
Γιώργος και Καλή Βοϊκλή, «Dalybor, ο νεαρός Σέρβος φίλος», Υπερόριος 2004
Μεθόριος του Αιγαίου, Οκτ-Δεκ. 2004, τ. 14.
Μετά τη «Λαμπερούλα», ο «Dalybor» είναι το δεύτερο βιβλίο που ο Γιώργος Βοϊκλής γράφει μαζί με την κόρη του την Καλή (Εκδόσεις Υπερόριος, διάθεση από το βιβλιοπωλείο Παρασκήνιο). Τότε η Καλή ήταν ένα κοριτσάκι δώδεκα χρονών, ενώ όταν γράφτηκε αυτό το βιβλίο ήταν ένα κορίτσι δεκαπέντε χρονών (Τώρα σπουδάζει ψυχολογία στο Πάντειο πανεπιστήμιο).
Ο Γιώργος Βοϊκλής είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα. Νεαρός Λαμπράκης πριν τη δικτατορία, γίνεται από τα ηγετικά στελέχη μιας μικρής αντιστασιακής οργάνωσης στη διάρκειά της. Της δίνει τον οικολογικό της προσανατολισμό αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Αργότερα μετεξελίχτηκε στη γνωστή ΕΚΠΟΙΖΩ.
Στην δημοσιογραφική του καριέρα τον απασχόλησαν έντονα, εκτός από τα οικολογικά προβλήματα, και τα προβλήματα διατροφής. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται στη δήμο της Ηλιούπολης.
O Dalybor είναι ένα βιβλίο μαρτυρία, μια μαρτυρία μοναδική στο είδος της θα λέγαμε, που αφορά τον απόηχο του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Όλοι θυμόμαστε την υπέροχη πρωτοβουλία των δήμων και της εκκλησίας, τότε που δοκιμαζόταν ο Σερβικός λαός, να φιλοξενηθούν στην Ελλάδα κάποια από τα ορφανά που άφησε ο πόλεμος. Ο Dalybor ήταν ένα από αυτά.
Το βιβλίο εκδόθηκε αρχικά το 1999 με χορηγία των ζαχαροπλαστείων Δεμίρης και με την αιγίδα του δήμου Ηλιούπολης, στα σχολεία του οποίου μοιράστηκε δωρεάν, περίπου σε 6000 μαθητές. Ακολούθησε η δεύτερη έκδοση σε μετάφραση στα Σέρβικα από την Νίκη και την Ιφιγένεια Ραδούλοβιτς, στο Νόβι Σαντ (ή Νεάπολη, επί το ελληνικότερο) το 2002. Αυτή είναι η τρίτη έκδοση, δίγλωσση, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν reader για αυτόν που μαθαίνει Σέρβικα. Εγώ διάβασα μερικές σειρές της μετάφρασης, μπόρεσα όμως να αντισταθώ στον πειρασμό να συνεχίσω, φρεσκάροντας τα Σέρβικα που μάθαινα κάποτε, πριν 25 χρόνια, και τα οποία παράτησα, για χάρη άλλων γλωσσών.
Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο είναι σύντομες ημερολογιακές σημειώσεις της Καλής από τη μετάβαση και την επιστροφή στη Βοσνία, που στη συνέχεια πλουτίζονται με τις αναμνήσεις εκείνου του ταξιδιού. Το δεύτερο είναι ένα βιωματικό κείμενο, η εμπειρία αυτής της φιλοξενίας. Εικονογραφείται η σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στο Γιώργο και τον Dalybor κατά τη διάρκειά της, και δίνεται ένα πορτραίτο του παιδιού, που ο Γιώργος το εννοεί περίπου ως μια μεταφορά της αξιοπρέπειας, της υπερηφάνειας και του δυναμισμού του Σερβικού λαού.
Το κείμενο της Καλής χωρίζεται σε μικρά κειμενάκια δυο τριών παραγράφων, καθένα με τον ξεχωριστό του τίτλο. Η «διάβαση των συνόρων», «τα σημάδια του πολέμου» και τα «εγκλήματα των μουσουλμάνων» είναι αρκετά αποκαλυπτικές εμπειρίες, ιδιαίτερα πειστικές μια και δίνονται από την πένα ενός δεκαπεντάχρονου κοριτσιού.
Με ανάλογο τρόπο χωρίζεται και το κείμενο του Γιώργου Βοϊκλή. Μικρές αφηγήσεις, επεισόδια μοναδικά αλλά και «θαμιστικά» που εικονογραφούν την προσωπικότητα του Dalybor και περιγράφονται οι αντιδράσεις του Γιώργου σ’ αυτά. Εικονογραφείται ο πλούτος των συναισθηματικών σχέσεων που αναπτύχθηκαν ανάμεσά τους, σε ένα σύμπλεγμα ρόλων οικοδεσπότη-φιλοξενουμένου, παιδαγωγού-μαθητή, πατέρα-γιου. Οι τελευταίοι αυτοί ρόλοι ήταν αναπόφευκτο να παιχτούν, μια και ο Γιώργος δεν έχει γιο αλλά ένα μόνο κορίτσι, την Καλή, και ο Dalybor έχασε τον πατέρα του στη δίνη του πολέμου. Η απώλεια αυτή αποτέλεσε εξάλλου και τη φοβερή «προϋπόθεση» της φιλοξενίας του στην Ελλάδα.
Θα συνοψίσουμε την πλούσια εικονογράφηση που κάνει ο Γιώργος του Dalybor στην αξιοπρέπειά του, στο ισχυρό συναισθηματικό του δέσιμο με την οικογένεια που τον φιλοξενούσε, το επίσης ισχυρό δέσιμο με τους συντρόφους του, τα άλλα 23 παιδιά που φιλοξενήθηκαν σε ισάριθμες οικογένειες, τη χαρά του από τα «αγαθά» που απόλαυσε στην Ελλάδα, τη γενναιοδωρία του (δώρισε το ρουχισμό του σε πιο ταλαιπωρημένα παιδιά κατά την παραμονή του στο Λουτράκι τις τρεις τελευταίες εβδομάδες της παραμονής του στην Ελλάδα), και τέλος τον ατίθασο και ριψοκίνδυνο χαρακτήρα του. Αρκετές φορές λαχτάρησε το Γιώργο. Είναι όμως γνωστό ότι τα δυναμικά παιδιά μεγαλώνουν πάντα με ρίσκο. Τον θυμάμαι κι εγώ, που τον φιλοξενήσαμε μαζί με την οικογένεια του Γιώργου το επόμενο καλοκαίρι στο πατρικό μου στην Κρήτη, να έρχεται μια μέρα αλαφιασμένος στο σπίτι. Είχε πειράξει κάποια σκυλιά που ήταν σε ένα κοντινό περιβόλι, και αυτά έλυσαν και τον πήραν στο κυνήγι. Η ταχύτητα των ποδιών του τον έσωσε.
Θα πρέπει να μνημονεύσω εδώ, εν είδει ευχαριστηρίου, τον οδοντίατρο της Ιεράπετρας (δεν θυμάμαι πια το όνομά του) που του σφράγισε ένα δόντι χωρίς να δεχτεί χρήματα. Δίπλα στις οικογένειες που φιλοξένησαν παιδιά υπήρξαν και άλλες που έδειξαν επίσης τα φιλεύσπλαχνα αισθήματά τους. Οι προσφορές ρούχων ήταν το πιο συνηθισμένο. Να μνημονεύσω επίσης τον φούρναρη που αναφέρει το Γιώργος στο βιβλίο του, που φιλοδωρούσε τον Dalybor κάθε φορά με μια τυρόπιτα ή κάτι άλλο.
Η ακραία συνέπεια του ρεαλισμού είναι η αφήγηση όχι πια του ευλογοφανούς, «κατά το εικός και το αναγκαίον» που θα έλεγε ο Αριστοτέλης, αλλά του πραγματικού. Απομνημονεύματα, βιογραφίες, αυτοβιογραφίες, χρονικά, καταλαμβάνουν μια συνεχώς μεγαλύτερη μερίδα στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού. Η μαρτυρία αυτή του Γιώργου και της Καλής Βοϊκλή αποτελεί μοναδική στο είδος της. Δεν είναι βέβαια η μοναδικότητα το κύριο προσόν της, αλλά τα έντονα συναισθήματα που ξεχειλίζουν απ’ τις σελίδες αυτού του τόσο καλογραμμένου βιβλίου, ενός βιβλίου που συγκινεί κάθε αναγνώστη.
Μεθόριος του Αιγαίου, Οκτ-Δεκ. 2004, τ. 14.
Μετά τη «Λαμπερούλα», ο «Dalybor» είναι το δεύτερο βιβλίο που ο Γιώργος Βοϊκλής γράφει μαζί με την κόρη του την Καλή (Εκδόσεις Υπερόριος, διάθεση από το βιβλιοπωλείο Παρασκήνιο). Τότε η Καλή ήταν ένα κοριτσάκι δώδεκα χρονών, ενώ όταν γράφτηκε αυτό το βιβλίο ήταν ένα κορίτσι δεκαπέντε χρονών (Τώρα σπουδάζει ψυχολογία στο Πάντειο πανεπιστήμιο).
Ο Γιώργος Βοϊκλής είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα. Νεαρός Λαμπράκης πριν τη δικτατορία, γίνεται από τα ηγετικά στελέχη μιας μικρής αντιστασιακής οργάνωσης στη διάρκειά της. Της δίνει τον οικολογικό της προσανατολισμό αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Αργότερα μετεξελίχτηκε στη γνωστή ΕΚΠΟΙΖΩ.
Στην δημοσιογραφική του καριέρα τον απασχόλησαν έντονα, εκτός από τα οικολογικά προβλήματα, και τα προβλήματα διατροφής. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται στη δήμο της Ηλιούπολης.
O Dalybor είναι ένα βιβλίο μαρτυρία, μια μαρτυρία μοναδική στο είδος της θα λέγαμε, που αφορά τον απόηχο του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Όλοι θυμόμαστε την υπέροχη πρωτοβουλία των δήμων και της εκκλησίας, τότε που δοκιμαζόταν ο Σερβικός λαός, να φιλοξενηθούν στην Ελλάδα κάποια από τα ορφανά που άφησε ο πόλεμος. Ο Dalybor ήταν ένα από αυτά.
Το βιβλίο εκδόθηκε αρχικά το 1999 με χορηγία των ζαχαροπλαστείων Δεμίρης και με την αιγίδα του δήμου Ηλιούπολης, στα σχολεία του οποίου μοιράστηκε δωρεάν, περίπου σε 6000 μαθητές. Ακολούθησε η δεύτερη έκδοση σε μετάφραση στα Σέρβικα από την Νίκη και την Ιφιγένεια Ραδούλοβιτς, στο Νόβι Σαντ (ή Νεάπολη, επί το ελληνικότερο) το 2002. Αυτή είναι η τρίτη έκδοση, δίγλωσση, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν reader για αυτόν που μαθαίνει Σέρβικα. Εγώ διάβασα μερικές σειρές της μετάφρασης, μπόρεσα όμως να αντισταθώ στον πειρασμό να συνεχίσω, φρεσκάροντας τα Σέρβικα που μάθαινα κάποτε, πριν 25 χρόνια, και τα οποία παράτησα, για χάρη άλλων γλωσσών.
Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο είναι σύντομες ημερολογιακές σημειώσεις της Καλής από τη μετάβαση και την επιστροφή στη Βοσνία, που στη συνέχεια πλουτίζονται με τις αναμνήσεις εκείνου του ταξιδιού. Το δεύτερο είναι ένα βιωματικό κείμενο, η εμπειρία αυτής της φιλοξενίας. Εικονογραφείται η σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στο Γιώργο και τον Dalybor κατά τη διάρκειά της, και δίνεται ένα πορτραίτο του παιδιού, που ο Γιώργος το εννοεί περίπου ως μια μεταφορά της αξιοπρέπειας, της υπερηφάνειας και του δυναμισμού του Σερβικού λαού.
Το κείμενο της Καλής χωρίζεται σε μικρά κειμενάκια δυο τριών παραγράφων, καθένα με τον ξεχωριστό του τίτλο. Η «διάβαση των συνόρων», «τα σημάδια του πολέμου» και τα «εγκλήματα των μουσουλμάνων» είναι αρκετά αποκαλυπτικές εμπειρίες, ιδιαίτερα πειστικές μια και δίνονται από την πένα ενός δεκαπεντάχρονου κοριτσιού.
Με ανάλογο τρόπο χωρίζεται και το κείμενο του Γιώργου Βοϊκλή. Μικρές αφηγήσεις, επεισόδια μοναδικά αλλά και «θαμιστικά» που εικονογραφούν την προσωπικότητα του Dalybor και περιγράφονται οι αντιδράσεις του Γιώργου σ’ αυτά. Εικονογραφείται ο πλούτος των συναισθηματικών σχέσεων που αναπτύχθηκαν ανάμεσά τους, σε ένα σύμπλεγμα ρόλων οικοδεσπότη-φιλοξενουμένου, παιδαγωγού-μαθητή, πατέρα-γιου. Οι τελευταίοι αυτοί ρόλοι ήταν αναπόφευκτο να παιχτούν, μια και ο Γιώργος δεν έχει γιο αλλά ένα μόνο κορίτσι, την Καλή, και ο Dalybor έχασε τον πατέρα του στη δίνη του πολέμου. Η απώλεια αυτή αποτέλεσε εξάλλου και τη φοβερή «προϋπόθεση» της φιλοξενίας του στην Ελλάδα.
Θα συνοψίσουμε την πλούσια εικονογράφηση που κάνει ο Γιώργος του Dalybor στην αξιοπρέπειά του, στο ισχυρό συναισθηματικό του δέσιμο με την οικογένεια που τον φιλοξενούσε, το επίσης ισχυρό δέσιμο με τους συντρόφους του, τα άλλα 23 παιδιά που φιλοξενήθηκαν σε ισάριθμες οικογένειες, τη χαρά του από τα «αγαθά» που απόλαυσε στην Ελλάδα, τη γενναιοδωρία του (δώρισε το ρουχισμό του σε πιο ταλαιπωρημένα παιδιά κατά την παραμονή του στο Λουτράκι τις τρεις τελευταίες εβδομάδες της παραμονής του στην Ελλάδα), και τέλος τον ατίθασο και ριψοκίνδυνο χαρακτήρα του. Αρκετές φορές λαχτάρησε το Γιώργο. Είναι όμως γνωστό ότι τα δυναμικά παιδιά μεγαλώνουν πάντα με ρίσκο. Τον θυμάμαι κι εγώ, που τον φιλοξενήσαμε μαζί με την οικογένεια του Γιώργου το επόμενο καλοκαίρι στο πατρικό μου στην Κρήτη, να έρχεται μια μέρα αλαφιασμένος στο σπίτι. Είχε πειράξει κάποια σκυλιά που ήταν σε ένα κοντινό περιβόλι, και αυτά έλυσαν και τον πήραν στο κυνήγι. Η ταχύτητα των ποδιών του τον έσωσε.
Θα πρέπει να μνημονεύσω εδώ, εν είδει ευχαριστηρίου, τον οδοντίατρο της Ιεράπετρας (δεν θυμάμαι πια το όνομά του) που του σφράγισε ένα δόντι χωρίς να δεχτεί χρήματα. Δίπλα στις οικογένειες που φιλοξένησαν παιδιά υπήρξαν και άλλες που έδειξαν επίσης τα φιλεύσπλαχνα αισθήματά τους. Οι προσφορές ρούχων ήταν το πιο συνηθισμένο. Να μνημονεύσω επίσης τον φούρναρη που αναφέρει το Γιώργος στο βιβλίο του, που φιλοδωρούσε τον Dalybor κάθε φορά με μια τυρόπιτα ή κάτι άλλο.
Η ακραία συνέπεια του ρεαλισμού είναι η αφήγηση όχι πια του ευλογοφανούς, «κατά το εικός και το αναγκαίον» που θα έλεγε ο Αριστοτέλης, αλλά του πραγματικού. Απομνημονεύματα, βιογραφίες, αυτοβιογραφίες, χρονικά, καταλαμβάνουν μια συνεχώς μεγαλύτερη μερίδα στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού. Η μαρτυρία αυτή του Γιώργου και της Καλής Βοϊκλή αποτελεί μοναδική στο είδος της. Δεν είναι βέβαια η μοναδικότητα το κύριο προσόν της, αλλά τα έντονα συναισθήματα που ξεχειλίζουν απ’ τις σελίδες αυτού του τόσο καλογραμμένου βιβλίου, ενός βιβλίου που συγκινεί κάθε αναγνώστη.
Sunday, September 12, 2010
Μάρω Δούκα, Αθώοι και φταίχτες
Μάρω Δούκα, Αθώοι και φταίχτες, Κέδρος 2004
Μεθόριος του Αιγαίου, Οκτ-Δεκ. 2004, τ. 14 και Κρητικά Επίκαιρα Ιούλ-Αύγ.2005.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια έχουν περάσει διάφορες εντάσεις και υφέσεις. Μετά τα Ίμια ήλθαν οι σεισμοί, και η παροχή βοήθειας από την Ελλάδα δημιούργησε μια ατμόσφαιρα φιλίας (για πόσο καιρό αλήθεια;) ανάμεσα στους δυο λαούς. Μετά ήλθε ο Οτσαλάν. Και μετά;
Μετά είχαμε την μεγάλη επιτυχία της «Πολίτικης κουζίνας». Καιρό είχε ο ελληνικός κινηματογράφος να μας παρουσιάσει τέτοιο έργο. Θέμα του η τρυφερή, σχεδόν ερωτική, σχέση, ανάμεσα σε έναν έλληνα που αναγκάστηκε να εκπατριστεί μετά τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης το ’58 και σε μια τουρκοπούλα γειτονοπούλα του.
Το μήνυμα είναι σαφές: Οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα. Οι εντάσεις και οι συγκρούσεις υποδαυλίζονται από τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων.
Τη θεματική αυτή την επεκτείνει η Μάρω Δούκα με το τελευταίο έργο της «Αθώοι και φταίχτες». Όπως και η Γαλανάκη στο τελευταίο της μυθιστόρημα «Ο αιώνας των Λαβυρίνθων», τοποθετεί επίσης την πλοκή στον γενέθλιο τόπο της, και μάλιστα με την πιο στενή έννοια, τα Χανιά.
Πρωταγωνιστής στο βιβλίο της είναι ένας απόγονος τουρκοκρητικών που έρχεται ως απεσταλμένος του ΒΒC για να κάνει μια έρευνα για τα μουσουλμανικά μνημεία που έχουν απομείνει στο νησί.
Με τον ήρωά της είχα μια επαφή, πρέπει να συνέβη κάπου πριν πέντε χρόνια. Πήρα ένα e-mail από κάποιον τούρκο, που είχε βρει την ιστοσελίδα μου στο διαδίκτυο. Ήθελε να επισκεφτεί την Κρήτη για αυτήν ακριβώς την έρευνα. Ήταν αρκετά επιφυλακτικός στο γράμμα του. Δεν ήξερε αν είχα διάθεση να τον βοηθήσω. «Μπορεί να μην αγαπάς τους τούρκους», θυμάμαι ότι μου έγραψε χαρακτηριστικά.
Του απάντησα με ένα γράμμα ειλικρινές.
Δεν μου απάντησε. Από τα γραφόμενά μου έβγαλε το συμπέρασμα ότι δεν αγαπώ τους τούρκους – τουλάχιστον όχι τόσο, όσο θα ήθελε αυτός.
Ο ήρωας της Μάρως Δούκα έχει κρητικούς συγγενείς, μια και η αδελφή του παππού του αλλαξοπίστησε για να παντρευτεί ένα χριστιανό που αγαπούσε, λίγες μέρες πριν την ανταλλαγή. Με αυτούς τους συγγενείς του έχει τακτικές επαφές.
Η Μάρω Δούκα είναι μια από τους κρήτες συγγραφείς που παρακολουθώ το έργο τους, όχι μόνο για λόγους πατριωτισμού, αλλά και γιατί είναι από τις πιο αξιόλογες φωνές της πεζογραφίας μας σήμερα. Έχουμε παρουσιάσει από τα κρητικά επίκαιρα το «Εις τον πάτο της εικόνας» και την «Ουράνια μηχανική». Το ενδιάμεσο μυθιστόρημα, το «Ένας σκούφος από πορφύρα» δεν το διάβασα όταν κυκλοφόρησε για δυο λόγους. Ο ένας λόγος ήταν ότι δεν μου αρέσουν τα ιστορικά μυθιστορήματα. Ο άλλος το ότι την εποχή που δημοσιεύτηκε έγραφα το διδακτορικό μου, και είχα βάλει πείσμα να το τελειώσω στα τρία χρόνια, έτσι δεν ασχολήθηκα με άλλα διαβάσματα. Το πήρα όμως τώρα στην Κρήτη, για τις καλοκαιρινές μου διακοπές, να το διαβάσω πριν διαβάσω το «Αθώοι και φταίχτες».
Τελικά δεν ήταν ιστορικό μυθιστόρημα, όπως νόμιζα, αλλά Ιστορία γραμμένη λογοτεχνικά, η ιστορία του Αλέξιου Κομνηνού. Αυτή η σχεδόν σκόρπια παράθεση επεισοδίων, με αφηγηματικό ιστό τη βιογραφία του αυτοκράτορα, δεν είναι ότι καλύτερο για να κρατήσει το αφηγηματικό ενδιαφέρον. Αυτό ίσως το κατάλαβε η συγγραφέας, και γι αυτό το επόμενο έργο της, η «Ουράνια μηχανική», έχει μια συναρπαστική πλοκή (Παρεμπιπτόντως, για τη Μάρω Δούκα αν ποτέ διαβάσει αυτές τις γραμμές, «Βογόμιλος» σημαίνει ο αγαπημένος του θεού και όχι ο δούλος του θεού. Και δεν ξέρω αν η πληροφορία της για το Χαμιντιέ είναι σωστή, ότι ιδρύθηκε από Τουρκοκρητικούς στο 1838. Είχα διαβάσει, νομίζω στα Κρητικά Επίκαιρα, ότι μεταφέρθηκαν στη Συρία από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ – εξ ου και Χαμιντιέ- το 1898).
Το «Αθώοι και φταίχτες» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συναίρεση του Σκούφου και της Μηχανικής. Η Δούκα ξεκινάει όπως στον Σκούφο, με αφηγήσεις σκόρπιων επεισοδίων από την πρόσφατη κρητική ιστορία, με μόνη τη διαφορά ότι δίπλα στην αφήγηση εμφιλοχωρεί με περισσότερες αξιώσεις ίσως η γεωγραφία. Πώς ήταν τότε τα Χανιά; Τι βρισκόταν στη θέση αυτών που βρίσκονται σήμερα;
Πρέπει να ομολογήσω ότι αυτή η «ιστορική γεωγραφία» μπορεί να έχει ένα ενδιαφέρον για τους χανιώτες, όπως και για τον ξάδελφό μου τον Γιώργη τον Τζανετάκη που υπηρέτησε στα Χανιά - διαβάζαμε το έργο ταυτόχρονα ανταλλάσσοντας απόψεις - όχι όμως και για κάποιο μη χανιώτη. Όμως, ας μην είμαι άδικος, χάρηκα που έμαθα επιτέλους ποιος ήταν ο Αλί Κογκό, που η φήμη του είχε δρασκελίσει δυο νομούς για να φτάσει και στο Λασίθι. Τη φράση «σαν τον Αλί Κογκό» την άκουγα συχνά όταν ήμουν μικρός.
Προσπαθώ να σας πω ότι το έργο στην αρχή μου φάνηκε κουραστικό. Παρόλο που υποπτευόμαστε μια συναρπαστική πλοκή, μια και υπάρχει μια ανεξιχνίαστη δολοφονία, το σπασπένς δεν ενισχύεται, αλλά απεναντίας αποδυναμώνεται με τις γεωγραφικές και απομνημονευματικές παρεμβολές (ο εγγονός διαβάζει ένα ημερολόγιο του παππού του, και απευθύνεται στην φίλη του αρχικά, και στη συνέχεια στο γιο του, που αποτελεί και τον τελικό αποδέκτη του cd στο οποίο γράφει το κείμενό του). Ακόμη και τα εγκιβωτισμένα ιστορικά επεισόδια διασπώνται σε τμήματα που απέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους μέσα στο κείμενο, που φοβάμαι ότι ο αναγνώστης χάνει τη συνέχειά τους ή το αφηγηματικό τους ενδιαφέρον. Τι γίνεται, για παράδειγμα, με την επανάσταση του Πέτρου Καντανολέοντος, και πως καταλήγει ο γάμος του γιου του με τη Σοφία ντα Μολίν; Το μαθαίνουμε εκατοντάδες σελίδες αργότερα (το έργο έχει 586 σελίδες). Ο Πέτρος έπεσε σε παγίδα, ο γιος του σκοτώθηκε με τη γυναίκα του, ενώ ο μετανιωμένος πατέρας της, μισοτρελαμένος από τις ενοχές, θα περιφέρεται σε όλη του τη ζωή στα χαλάσματα του πύργου του. Αυτά μας τα λέει ο Ζαμπέλιους στους «Κρητικούς γάμους». Είχαμε διαβάσει το έργο, και μάλιστα κάναμε μια συγκριτολογική μελέτη με το «Έως πότε», πρώιμο θεατρικό έργο του Καζαντζάκη που αποτελεί δραματοποίησή του. Έτσι ξέραμε την τραγική κατάληξη.
Αργότερα εγκαταλείπεται ο Σκούφος και περνάμε στη Μηχανική, εγκαταλείπεται η ιστορικο-γεωγραφία και περνάμε στη συναρπαστική αφήγηση ενός οικογενειακού δράματος.
Βρίσκομαι στην προτελευταία μέρα των διακοπών μου στο Κάτω Χωριό, έχω γράψει σε έξι εβδομάδες οκτώ βιβλιοκριτικές, αυτή είναι η ένατη, πρέπει να πάω για μπάνιο στην Ιεράπετρα και μετά με έχουν καλέσει για φαγητό, βιάζομαι. Έτσι σκέφτηκα να παραθέσω δυο αποσπάσματα από την προηγούμενη βιβλιοκριτική μου (Απρίλης 2000) που κολλάνε και γι αυτό το βιβλίο, κάνοντας κάποιες αναγκαίες τροποποιήσεις. Το πρώτο αφορά την πλοκή.
«Ενώ η λατινοαμερικάνικη πεζογραφία έχει εγκολπωθεί τον μαγικό ρεαλισμό και τα σήριαλ έχουν υιοθετήσει την απιθανότητα των συμπτώσεων, η Μάρω Δούκα μένει δέσμια του ρεαλισμού, παγιδευμένη στην μαρξιστική εξίσωση του ρεαλισμού με την υψηλή λογοτεχνία, ή μάλλον με το μαρξιστικό αξίωμα, τουλάχιστον στην κατά Λούκατς εκδοχή του, ότι μόνο ο ρεαλισμός μπορεί να δώσει υψηλή λογοτεχνία. Το γκροτέσκ, ως απίθανο, δεν υπάρχει στην αφήγησή της, και η ιστορία με τις υπερβολικές σηριαλ-ικές συμπτώσεις της παρουσιάζεται στο τέλος ως εγκιβωτισμένες φαντασιώσεις του νεαρού ήρωα στο δρόμο του με το τρένο προς την Αθήνα. Το εφέ του απροσδόκητου αμέσως φθίνει μπροστά στην απογοήτευση που νιώθει ο αναγνώστης μαθαίνοντας ότι η προηγούμενη αφήγηση ήταν απλώς ονειροπολήσεις του ήρωα».
Η πρόοδος σε αυτό το μυθιστόρημα είναι ότι οι απίθανες συμπτώσεις τοποθετούνται ως πραγματικά γεγονότα και όχι ως προϊόντα φαντασίωσης ή ονείρου. Για παράδειγμα η ομοιότητα της νεκρής ουκρανής με την Βιργινία οφείλεται στο ότι έχουν κοινό προπάππου. Ο αδελφός του παππού της νεκρής το έσκασε το 1919 από το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στη Σοβιετική Ένωση και πέρασε στους μπολσεβίκους. Όσο για την αναγνώριση, η οποία στην Μηχανική, όπως γράψαμε, βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο, εδώ βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Σε πρώτο πλάνο τη βρήκαμε, παρεμπιπτόντως, όταν βλέπαμε τα λατινοαμερικάνικα σήριαλ για να κάνουμε εξάσκηση στη γλώσσα - τότε δεν ήταν μεταγλωττισμένα όπως σήμερα («Κοινοί τόποι σε δέκα λατινοαμερικάνικα σήριαλ», Διαβάζω, τ. 310), και την βρήκαμε κυρίαρχη επίσης σε ένα κινέζικο σήριαλ, το «Οικογενειακό μας δένδρο». Το έβλεπα αυτό το καλοκαίρι από τη δορυφορική μου για τον ίδιο λόγο, εξάσκηση της γλώσσας.
Και προχωράμε στο ύφος:
«Ο ελεύθερος πλάγιος λόγος κυριαρχεί, εναλλασσόμενος με τον ευθύ των ηρώων και τον λόγο του αφηγητή σε ένα συνεχές κείμενο μεγάλων παραγράφων, που μάλλον κουράζει τον αναγνώστη. Το εφέ της μακροπεριόδου δίνει συχνά ένα ασθματικό τόνο στην αφήγηση, εκφράζοντας υφολογικά την ψυχολογική ένταση των ηρώων. Ο λόγος είναι καταδηλωτικός με ελάχιστη χρήση μεταφορών και παρομοιώσεων, ελάχιστα αυτοαναφορικός, παραπέμποντας συνεχώς στο αντικείμενο της αφήγησης».
Ότι γράψαμε τότε για την «Ουράνια μηχανική» ισχύει και για το «Αθώοι και φταίχτες».
Δίπλα από τη θεματική του τίτλου, υπάρχει και μια άλλη θεματική, η νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες. Η Δούκα γράφει για τη νοσταλγία των Τουρκοκρητικών για τη χαμένη Κρήτη τους. Γράφει κάπου «… έχουν αρχίσει τελευταία να καταφτάνουν απόγονοι Τουρκοκρητικών με οργανωμένα γκρούπ» (σελ. 523). Τότε που διάβαζα αυτές τις γραμμές είχα τηλεφωνική επικοινωνία με τον ξάδελφό μου τον Γιάννη το Ζωγραφάκη, που μου είπε ότι πήγε εκδρομή στην Τουρκία με «οργανωμένο γκρουπ» του συλλόγου Μικρασιατών. Τις βιντεοταινίες που τράβηξαν τις πρόβαλαν σε ειδική εκδήλωση στην Ιεράπετρα.
Είπα ότι βιάζομαι, και έγραψα την πιο μακροσκελή βιβλιοκριτική μου. Θα σας έλεγα καλό χειμώνα αν δεν ήξερα ότι όταν δημοσιευτεί αυτή η βιβλιοκρητική (στη στήλη «βιβλιοκρητικά» στα Κρητικά Επίκαιρα) μάλλον θα πλησιάζει το καλοκαίρι.
Μεθόριος του Αιγαίου, Οκτ-Δεκ. 2004, τ. 14 και Κρητικά Επίκαιρα Ιούλ-Αύγ.2005.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια έχουν περάσει διάφορες εντάσεις και υφέσεις. Μετά τα Ίμια ήλθαν οι σεισμοί, και η παροχή βοήθειας από την Ελλάδα δημιούργησε μια ατμόσφαιρα φιλίας (για πόσο καιρό αλήθεια;) ανάμεσα στους δυο λαούς. Μετά ήλθε ο Οτσαλάν. Και μετά;
Μετά είχαμε την μεγάλη επιτυχία της «Πολίτικης κουζίνας». Καιρό είχε ο ελληνικός κινηματογράφος να μας παρουσιάσει τέτοιο έργο. Θέμα του η τρυφερή, σχεδόν ερωτική, σχέση, ανάμεσα σε έναν έλληνα που αναγκάστηκε να εκπατριστεί μετά τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης το ’58 και σε μια τουρκοπούλα γειτονοπούλα του.
Το μήνυμα είναι σαφές: Οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα. Οι εντάσεις και οι συγκρούσεις υποδαυλίζονται από τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων.
Τη θεματική αυτή την επεκτείνει η Μάρω Δούκα με το τελευταίο έργο της «Αθώοι και φταίχτες». Όπως και η Γαλανάκη στο τελευταίο της μυθιστόρημα «Ο αιώνας των Λαβυρίνθων», τοποθετεί επίσης την πλοκή στον γενέθλιο τόπο της, και μάλιστα με την πιο στενή έννοια, τα Χανιά.
Πρωταγωνιστής στο βιβλίο της είναι ένας απόγονος τουρκοκρητικών που έρχεται ως απεσταλμένος του ΒΒC για να κάνει μια έρευνα για τα μουσουλμανικά μνημεία που έχουν απομείνει στο νησί.
Με τον ήρωά της είχα μια επαφή, πρέπει να συνέβη κάπου πριν πέντε χρόνια. Πήρα ένα e-mail από κάποιον τούρκο, που είχε βρει την ιστοσελίδα μου στο διαδίκτυο. Ήθελε να επισκεφτεί την Κρήτη για αυτήν ακριβώς την έρευνα. Ήταν αρκετά επιφυλακτικός στο γράμμα του. Δεν ήξερε αν είχα διάθεση να τον βοηθήσω. «Μπορεί να μην αγαπάς τους τούρκους», θυμάμαι ότι μου έγραψε χαρακτηριστικά.
Του απάντησα με ένα γράμμα ειλικρινές.
Δεν μου απάντησε. Από τα γραφόμενά μου έβγαλε το συμπέρασμα ότι δεν αγαπώ τους τούρκους – τουλάχιστον όχι τόσο, όσο θα ήθελε αυτός.
Ο ήρωας της Μάρως Δούκα έχει κρητικούς συγγενείς, μια και η αδελφή του παππού του αλλαξοπίστησε για να παντρευτεί ένα χριστιανό που αγαπούσε, λίγες μέρες πριν την ανταλλαγή. Με αυτούς τους συγγενείς του έχει τακτικές επαφές.
Η Μάρω Δούκα είναι μια από τους κρήτες συγγραφείς που παρακολουθώ το έργο τους, όχι μόνο για λόγους πατριωτισμού, αλλά και γιατί είναι από τις πιο αξιόλογες φωνές της πεζογραφίας μας σήμερα. Έχουμε παρουσιάσει από τα κρητικά επίκαιρα το «Εις τον πάτο της εικόνας» και την «Ουράνια μηχανική». Το ενδιάμεσο μυθιστόρημα, το «Ένας σκούφος από πορφύρα» δεν το διάβασα όταν κυκλοφόρησε για δυο λόγους. Ο ένας λόγος ήταν ότι δεν μου αρέσουν τα ιστορικά μυθιστορήματα. Ο άλλος το ότι την εποχή που δημοσιεύτηκε έγραφα το διδακτορικό μου, και είχα βάλει πείσμα να το τελειώσω στα τρία χρόνια, έτσι δεν ασχολήθηκα με άλλα διαβάσματα. Το πήρα όμως τώρα στην Κρήτη, για τις καλοκαιρινές μου διακοπές, να το διαβάσω πριν διαβάσω το «Αθώοι και φταίχτες».
Τελικά δεν ήταν ιστορικό μυθιστόρημα, όπως νόμιζα, αλλά Ιστορία γραμμένη λογοτεχνικά, η ιστορία του Αλέξιου Κομνηνού. Αυτή η σχεδόν σκόρπια παράθεση επεισοδίων, με αφηγηματικό ιστό τη βιογραφία του αυτοκράτορα, δεν είναι ότι καλύτερο για να κρατήσει το αφηγηματικό ενδιαφέρον. Αυτό ίσως το κατάλαβε η συγγραφέας, και γι αυτό το επόμενο έργο της, η «Ουράνια μηχανική», έχει μια συναρπαστική πλοκή (Παρεμπιπτόντως, για τη Μάρω Δούκα αν ποτέ διαβάσει αυτές τις γραμμές, «Βογόμιλος» σημαίνει ο αγαπημένος του θεού και όχι ο δούλος του θεού. Και δεν ξέρω αν η πληροφορία της για το Χαμιντιέ είναι σωστή, ότι ιδρύθηκε από Τουρκοκρητικούς στο 1838. Είχα διαβάσει, νομίζω στα Κρητικά Επίκαιρα, ότι μεταφέρθηκαν στη Συρία από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ – εξ ου και Χαμιντιέ- το 1898).
Το «Αθώοι και φταίχτες» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συναίρεση του Σκούφου και της Μηχανικής. Η Δούκα ξεκινάει όπως στον Σκούφο, με αφηγήσεις σκόρπιων επεισοδίων από την πρόσφατη κρητική ιστορία, με μόνη τη διαφορά ότι δίπλα στην αφήγηση εμφιλοχωρεί με περισσότερες αξιώσεις ίσως η γεωγραφία. Πώς ήταν τότε τα Χανιά; Τι βρισκόταν στη θέση αυτών που βρίσκονται σήμερα;
Πρέπει να ομολογήσω ότι αυτή η «ιστορική γεωγραφία» μπορεί να έχει ένα ενδιαφέρον για τους χανιώτες, όπως και για τον ξάδελφό μου τον Γιώργη τον Τζανετάκη που υπηρέτησε στα Χανιά - διαβάζαμε το έργο ταυτόχρονα ανταλλάσσοντας απόψεις - όχι όμως και για κάποιο μη χανιώτη. Όμως, ας μην είμαι άδικος, χάρηκα που έμαθα επιτέλους ποιος ήταν ο Αλί Κογκό, που η φήμη του είχε δρασκελίσει δυο νομούς για να φτάσει και στο Λασίθι. Τη φράση «σαν τον Αλί Κογκό» την άκουγα συχνά όταν ήμουν μικρός.
Προσπαθώ να σας πω ότι το έργο στην αρχή μου φάνηκε κουραστικό. Παρόλο που υποπτευόμαστε μια συναρπαστική πλοκή, μια και υπάρχει μια ανεξιχνίαστη δολοφονία, το σπασπένς δεν ενισχύεται, αλλά απεναντίας αποδυναμώνεται με τις γεωγραφικές και απομνημονευματικές παρεμβολές (ο εγγονός διαβάζει ένα ημερολόγιο του παππού του, και απευθύνεται στην φίλη του αρχικά, και στη συνέχεια στο γιο του, που αποτελεί και τον τελικό αποδέκτη του cd στο οποίο γράφει το κείμενό του). Ακόμη και τα εγκιβωτισμένα ιστορικά επεισόδια διασπώνται σε τμήματα που απέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους μέσα στο κείμενο, που φοβάμαι ότι ο αναγνώστης χάνει τη συνέχειά τους ή το αφηγηματικό τους ενδιαφέρον. Τι γίνεται, για παράδειγμα, με την επανάσταση του Πέτρου Καντανολέοντος, και πως καταλήγει ο γάμος του γιου του με τη Σοφία ντα Μολίν; Το μαθαίνουμε εκατοντάδες σελίδες αργότερα (το έργο έχει 586 σελίδες). Ο Πέτρος έπεσε σε παγίδα, ο γιος του σκοτώθηκε με τη γυναίκα του, ενώ ο μετανιωμένος πατέρας της, μισοτρελαμένος από τις ενοχές, θα περιφέρεται σε όλη του τη ζωή στα χαλάσματα του πύργου του. Αυτά μας τα λέει ο Ζαμπέλιους στους «Κρητικούς γάμους». Είχαμε διαβάσει το έργο, και μάλιστα κάναμε μια συγκριτολογική μελέτη με το «Έως πότε», πρώιμο θεατρικό έργο του Καζαντζάκη που αποτελεί δραματοποίησή του. Έτσι ξέραμε την τραγική κατάληξη.
Αργότερα εγκαταλείπεται ο Σκούφος και περνάμε στη Μηχανική, εγκαταλείπεται η ιστορικο-γεωγραφία και περνάμε στη συναρπαστική αφήγηση ενός οικογενειακού δράματος.
Βρίσκομαι στην προτελευταία μέρα των διακοπών μου στο Κάτω Χωριό, έχω γράψει σε έξι εβδομάδες οκτώ βιβλιοκριτικές, αυτή είναι η ένατη, πρέπει να πάω για μπάνιο στην Ιεράπετρα και μετά με έχουν καλέσει για φαγητό, βιάζομαι. Έτσι σκέφτηκα να παραθέσω δυο αποσπάσματα από την προηγούμενη βιβλιοκριτική μου (Απρίλης 2000) που κολλάνε και γι αυτό το βιβλίο, κάνοντας κάποιες αναγκαίες τροποποιήσεις. Το πρώτο αφορά την πλοκή.
«Ενώ η λατινοαμερικάνικη πεζογραφία έχει εγκολπωθεί τον μαγικό ρεαλισμό και τα σήριαλ έχουν υιοθετήσει την απιθανότητα των συμπτώσεων, η Μάρω Δούκα μένει δέσμια του ρεαλισμού, παγιδευμένη στην μαρξιστική εξίσωση του ρεαλισμού με την υψηλή λογοτεχνία, ή μάλλον με το μαρξιστικό αξίωμα, τουλάχιστον στην κατά Λούκατς εκδοχή του, ότι μόνο ο ρεαλισμός μπορεί να δώσει υψηλή λογοτεχνία. Το γκροτέσκ, ως απίθανο, δεν υπάρχει στην αφήγησή της, και η ιστορία με τις υπερβολικές σηριαλ-ικές συμπτώσεις της παρουσιάζεται στο τέλος ως εγκιβωτισμένες φαντασιώσεις του νεαρού ήρωα στο δρόμο του με το τρένο προς την Αθήνα. Το εφέ του απροσδόκητου αμέσως φθίνει μπροστά στην απογοήτευση που νιώθει ο αναγνώστης μαθαίνοντας ότι η προηγούμενη αφήγηση ήταν απλώς ονειροπολήσεις του ήρωα».
Η πρόοδος σε αυτό το μυθιστόρημα είναι ότι οι απίθανες συμπτώσεις τοποθετούνται ως πραγματικά γεγονότα και όχι ως προϊόντα φαντασίωσης ή ονείρου. Για παράδειγμα η ομοιότητα της νεκρής ουκρανής με την Βιργινία οφείλεται στο ότι έχουν κοινό προπάππου. Ο αδελφός του παππού της νεκρής το έσκασε το 1919 από το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στη Σοβιετική Ένωση και πέρασε στους μπολσεβίκους. Όσο για την αναγνώριση, η οποία στην Μηχανική, όπως γράψαμε, βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο, εδώ βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Σε πρώτο πλάνο τη βρήκαμε, παρεμπιπτόντως, όταν βλέπαμε τα λατινοαμερικάνικα σήριαλ για να κάνουμε εξάσκηση στη γλώσσα - τότε δεν ήταν μεταγλωττισμένα όπως σήμερα («Κοινοί τόποι σε δέκα λατινοαμερικάνικα σήριαλ», Διαβάζω, τ. 310), και την βρήκαμε κυρίαρχη επίσης σε ένα κινέζικο σήριαλ, το «Οικογενειακό μας δένδρο». Το έβλεπα αυτό το καλοκαίρι από τη δορυφορική μου για τον ίδιο λόγο, εξάσκηση της γλώσσας.
Και προχωράμε στο ύφος:
«Ο ελεύθερος πλάγιος λόγος κυριαρχεί, εναλλασσόμενος με τον ευθύ των ηρώων και τον λόγο του αφηγητή σε ένα συνεχές κείμενο μεγάλων παραγράφων, που μάλλον κουράζει τον αναγνώστη. Το εφέ της μακροπεριόδου δίνει συχνά ένα ασθματικό τόνο στην αφήγηση, εκφράζοντας υφολογικά την ψυχολογική ένταση των ηρώων. Ο λόγος είναι καταδηλωτικός με ελάχιστη χρήση μεταφορών και παρομοιώσεων, ελάχιστα αυτοαναφορικός, παραπέμποντας συνεχώς στο αντικείμενο της αφήγησης».
Ότι γράψαμε τότε για την «Ουράνια μηχανική» ισχύει και για το «Αθώοι και φταίχτες».
Δίπλα από τη θεματική του τίτλου, υπάρχει και μια άλλη θεματική, η νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες. Η Δούκα γράφει για τη νοσταλγία των Τουρκοκρητικών για τη χαμένη Κρήτη τους. Γράφει κάπου «… έχουν αρχίσει τελευταία να καταφτάνουν απόγονοι Τουρκοκρητικών με οργανωμένα γκρούπ» (σελ. 523). Τότε που διάβαζα αυτές τις γραμμές είχα τηλεφωνική επικοινωνία με τον ξάδελφό μου τον Γιάννη το Ζωγραφάκη, που μου είπε ότι πήγε εκδρομή στην Τουρκία με «οργανωμένο γκρουπ» του συλλόγου Μικρασιατών. Τις βιντεοταινίες που τράβηξαν τις πρόβαλαν σε ειδική εκδήλωση στην Ιεράπετρα.
Είπα ότι βιάζομαι, και έγραψα την πιο μακροσκελή βιβλιοκριτική μου. Θα σας έλεγα καλό χειμώνα αν δεν ήξερα ότι όταν δημοσιευτεί αυτή η βιβλιοκρητική (στη στήλη «βιβλιοκρητικά» στα Κρητικά Επίκαιρα) μάλλον θα πλησιάζει το καλοκαίρι.
Saturday, September 11, 2010
Άρης Σφακιανάκης, Μπέιμπι σίτινγκ
Άρης Σφακιανάκης, Μπέιμπι σίτινγκ, Κέδρος 2002.
Κρητικά Επίκαιρα, Μάρτης 2004
Επισημαίναμε στο προηγούμενο βιβλιοκριτικό μας σημείωμα για το «Δεν ήξερες… δεν ρώταγες;» ότι ο Άρης Σφακιανάκης βρήκε το δρόμο του στο μυθιστόρημα. Με το καινούριο του μυθιστόρημα «Μπέιμπι σίτινγκ» επιβεβαιώνεται αυτή μας η αντίληψη, ότι δηλαδή άδικα περιπλανήθηκε στους δρόμους του διηγήματος, η φόρμα του οποίου δεν του πηγαίνει ιδιαίτερα, αν και αρκετά από τα διηγήματα των συλλογών του ήταν εξαιρετικά. Αποχαιρετάει το γκροτέσκο για τα καλά, για να αποδυθεί σε ένα καταλυτικό, σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό χιούμορ που κατακτάει τον αναγνώστη αμέσως από τις πρώτες σελίδες.
Οι φορμαλιστές εξοβελίζουν τον συγγραφέα στη μελέτη ενός λογοτεχνήματος, όμως ο απλός αναγνώστης, καμιά φορά και ο μη απλός, όπως σεμνύνομαι ότι είμαι, αναρωτιούνται όχι για το «εικός και το αναγκαίο» των γεγονότων, αυτό είναι δεδομένο στη ρεαλιστική αφήγηση, αλλά για την πραγματικότητά τους. Ξέρουμε ότι οι συγγραφείς αντλούν από την πραγματικότητα τα γεγονότα και τους τύπους που βάζουν στις ιστορίες τους, ότι σε κάποιο βαθμό είναι αυτοβιογραφικές, όμως τα δυο αυτά μυθιστορήματα του Σφακιανάκη είναι στο έπακρο αυτοβιογραφικά. Στο πρώτο εκδραματίζει την περιπέτειά του με το γάμο του, και στο δεύτερο τη σχέση του με την μικρή κόρη του. Ο συγγραφέας δύσκολα μπορεί να κρυφτεί κάτω από τη μάσκα του αφηγητή του, του Ορφέα Πλάνη.
Ο Σφακιανάκης ακολουθεί μια αφηγηματική τεχνική δοκιμασμένη σε αριστουργήματα, αυτή της παράλληλης πλοκής. Τα καλύτερα παραδείγματα του είδους είναι ο «Βασιλιάς Ληρ» και η «Άννα Καρένινα». Μάλιστα οι ωραιότερες λογοτεχνικές σελίδες του Τολστόι βρίσκονται στην ιστορία του Λέβιν, και όχι της Άννας. Η περιγραφή του θερισμού, με τον πρίγκηπα Λέβιν να δουλεύει δίπλα στους μουζίκους του, είναι αριστουργηματική. Και ξέρουμε ότι είναι αυτοβιογραφική.
Από τις δυο πλοκές η μια είναι η «συναρπαστικά αφηγηματική», με απροσδόκητα και σασπένς, με τριτοπρόσωπο αφηγητή, ενώ η άλλη εκδιπλώνει ένα πανόραμα σχέσεων και καταστάσεων ανάμεσα στον πρωτοπρόσωπο αφηγητή και τη μικρή κόρη του. «Εικόνες από μια έκθεση» είχα χαρακτηρίσει κάποτε τη σύγχρονη ελληνική αφηγηματική λογοτεχνία, δανειζόμενος τον χαρακτηρισμό από το ομώνυμο έργο του Μοντέστ Μουσόργκσκι. Από τότε έχει περάσει μια δεκαετία, το μυθιστόρημα έχει κατακλύσει τις βιτρίνες και έχει κατακτήσει τις καρδιές του ολοένα και αυξανόμενου ελληνικού αναγνωστικού κοινού, και μια παραχώρηση σε πιο λαϊκά γούστα δεν κάνει ποτέ κακό στις πωλήσεις ενός βιβλίου. Έτσι στη δεύτερη αυτή πλοκή βλέπουμε ερωτικές αντιζηλίες, ντετεκτιβικές παρακολουθήσεις, σκηνές σεξ στα πιο απίθανα μέρη και με τον πιο απίθανο τρόπο, κλπ. Βέβαια γι αυτές τις τελευταίες ο συγγραφέας φτάνει στην υπερβολή, αν και όχι μεγαλύτερη απ’ ότι ο Μάικλ Τσιμίνο (ή μάλλον ο σεναριογράφος του) στον «Ελαφοκυνηγό». Ο θείος μπορεί να κάνει έρωτα με την ανιψιά του μόνο αφού παίξει «ρώσικη ρουλέτα», όπως και ήρωας του Τσιμίνο. Όμως πόσες φορές μπορεί να γίνει αυτό; Αν ένα πιστόλι έχει έξι σφαίρες, τότε στατιστικά μέσα σε έξι απόπειρες η μια θα είναι επιτυχημένη και θα σε σκοτώσει. Πότε μπόρεσε ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και έμαθε για τη ρώσικη ρουλέτα του φίλου του, και έψαξε να τον βρει; Στο μεσοδιάστημα θα έπρεπε να είχε σκοτωθεί. Γιατί η Αντιγόνη ξαναγύρισε εκεί που είχε θάψει τον αδελφό της, αφού η ταφή ήταν συμβολική και είχε εκτελέσει τα τελετουργικά; Μα για να συλληφθεί, και να προχωρήσει η ιστορία. Το ίδιο κι εδώ, για να μπορέσει ο ντε Νίρο να γίνει μάρτυρας του θανάτου του. Η ρώσικη ρουλέτα αν δεν είναι απόπειρα αυτοκτονίας, δεν μπορεί να γίνει πάνω από μια φορά. Έτσι κι εδώ, δεν πείθει ότι ο θείος έκανε κατ’ εξακολούθησε ρώσικη ρουλέτα για να μπορέσει να συνουσιασθεί με την ανιψιά του, γιατί η έκβαση ήταν προβλέψιμη. Αυτό που σώζει όμως είναι το ότι ο Σφακιανάκης αφήνει ανοικτό και το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας, κάτι που βέβαια, από άλλη άποψη, λειτουργεί αρνητικά, γιατί για τέτοιου είδους μείζονα γεγονότα στις ιστορίες δεν πρέπει να μένουμε με αινίγματα. Όμως τον Σφακιανάκη αυτή η δεύτερη ιστορία, η προσχηματική, που δανείζει το χρόνο στην αφήγηση, δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα, και πολύ σωστά, αφού την θέτει απλώς αντιστικτικά στην κύρια ιστορία του μπέιμπι σίτινγκ που τον ενδιαφέρει, μια και εκδραματίζει μια προσωπική κατάσταση, ένα προσωπικό δράμα. Η εναλλαγή στις ιστορίες, με την αλέγκρο του μπέιμπι σίτινγκ να εναλλάσσεται με την πρέστο της ερωτικής ιστορίας, σπάει τη μονοτονία και κάνει την ανάγνωση να κυλάει αβίαστα παρακάτω, παρατείνοντας και το σασπένς.
Είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα του τέλους με το προηγούμενο μυθιστόρημα του Σφακιανάκη. Εκεί ο αφηγητής, σεξομανής που βαριέται τη μια γυναίκα μετά την άλλη, μένει στο τέλος μόνος.
...Τουλάχιστον θα κοιμηθώ, σκέφτηκα.
Λογάριαζα χωρίς τους εφιάλτες.
Εδώ ο αφηγητής, ταλαιπωρημένος από την απαιτητική κορούλα του στα μπέιμπι σίτινγκ, θα μείνει έντρομος μπροστά στην προοπτική να τον υποκαταστήσει ο φίλος της πρώην γυναίκας του. Το εφέ τέλους είναι και εδώ εξαιρετικό: Ο αφηγητής προσφέρεται σε ένα εθελοντικό μπέιμπι σίτινγκ, αυτό που μέχρι χθες θεωρούσε μεγάλη αγγαρεία.
«Μα», δίστασε εκείνη, «μόλις χθες δεν είχες μπέιμπι σίτινγκ;»
«Μην ξαναπείς αυτή τη λέξη», είπα.
Υφολογικά υπάρχει μια εκζήτηση στην επίδειξη γνώσεων, που δεν είναι βέβαια καθόλου κακή, μια και σε πολλούς η απουσία μιας τέτοιας εκζήτησης δεν είναι παρά απουσία γνώσεων. Είναι σαν να κλείνει ο συγγραφέας το μάτι στον αναγνώστη, μπάζοντάς τον στο κλαμπ των μυημένων. Μήπως κι εγώ το ίδιο δεν κάνω σε αυτή τη βιβλιοκριτική;
Οι διακειμενικές αναφορές σε κινηματογραφικά έργα είναι κάμποσες, σε μια περίπτωση μάλιστα σε δυο συνεχόμενες σελίδες (283 και 284). Και οι μεταφορές είναι συχνά λογοτεχνικά προσχηματικές. Το παρακάτω απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό του υφολογικού πλούτου του έργου: «Εκεί, σαν άλλη Μάνι Πένι από ταινίες του Τζέημς Μποντ, καθόταν μια ευσταλής κυρία ακαθορίστου ηλικίας με ενδυματολογικά γούστα της εποχής Τιδόρ. Φορούσε συνήθως ταγιέρ με γεωμετρικά σχέδια και χρώματα γήινα, ενώ φρόντιζε να βάφει τα μαλλιά της σ’ ένα βαθύ κόκκινο, που θύμιζε το αίμα στα χέρια της Λαίδης Μάκμπεθ» (σελ. 18).
Αυτό το μυθιστόρημα το απόλαυσα, ένα μαγευτικό Σαββατοκύριακο στο Isthmia prime hotel στην Κόρινθο, όπου πήγα τέσσερα Σαββατοκύριακα για το μάθημα της εξομοίωσης (σειρά μαθημάτων που κάνουν οι δάσκαλοι των Παιδαγωγικών Ακαδημιών για να αποκτήσουν πτυχίο ισοδύναμο με των σημερινών Πανεπιστημιακών Τμημάτων τετραετούς φοίτησης. Παρεμπιπτόντως, δεν πληρώθηκα για να διαφημίσω αυτό το ξενοδοχείο, είναι όντως υπέροχο). Και κλείνοντας αυτό το βιβλιοκριτικό σημείωμα, αναρωτιέμαι τι να γράφει τώρα άραγε ο Σφακιανάκης.
Κρητικά Επίκαιρα, Μάρτης 2004
Επισημαίναμε στο προηγούμενο βιβλιοκριτικό μας σημείωμα για το «Δεν ήξερες… δεν ρώταγες;» ότι ο Άρης Σφακιανάκης βρήκε το δρόμο του στο μυθιστόρημα. Με το καινούριο του μυθιστόρημα «Μπέιμπι σίτινγκ» επιβεβαιώνεται αυτή μας η αντίληψη, ότι δηλαδή άδικα περιπλανήθηκε στους δρόμους του διηγήματος, η φόρμα του οποίου δεν του πηγαίνει ιδιαίτερα, αν και αρκετά από τα διηγήματα των συλλογών του ήταν εξαιρετικά. Αποχαιρετάει το γκροτέσκο για τα καλά, για να αποδυθεί σε ένα καταλυτικό, σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό χιούμορ που κατακτάει τον αναγνώστη αμέσως από τις πρώτες σελίδες.
Οι φορμαλιστές εξοβελίζουν τον συγγραφέα στη μελέτη ενός λογοτεχνήματος, όμως ο απλός αναγνώστης, καμιά φορά και ο μη απλός, όπως σεμνύνομαι ότι είμαι, αναρωτιούνται όχι για το «εικός και το αναγκαίο» των γεγονότων, αυτό είναι δεδομένο στη ρεαλιστική αφήγηση, αλλά για την πραγματικότητά τους. Ξέρουμε ότι οι συγγραφείς αντλούν από την πραγματικότητα τα γεγονότα και τους τύπους που βάζουν στις ιστορίες τους, ότι σε κάποιο βαθμό είναι αυτοβιογραφικές, όμως τα δυο αυτά μυθιστορήματα του Σφακιανάκη είναι στο έπακρο αυτοβιογραφικά. Στο πρώτο εκδραματίζει την περιπέτειά του με το γάμο του, και στο δεύτερο τη σχέση του με την μικρή κόρη του. Ο συγγραφέας δύσκολα μπορεί να κρυφτεί κάτω από τη μάσκα του αφηγητή του, του Ορφέα Πλάνη.
Ο Σφακιανάκης ακολουθεί μια αφηγηματική τεχνική δοκιμασμένη σε αριστουργήματα, αυτή της παράλληλης πλοκής. Τα καλύτερα παραδείγματα του είδους είναι ο «Βασιλιάς Ληρ» και η «Άννα Καρένινα». Μάλιστα οι ωραιότερες λογοτεχνικές σελίδες του Τολστόι βρίσκονται στην ιστορία του Λέβιν, και όχι της Άννας. Η περιγραφή του θερισμού, με τον πρίγκηπα Λέβιν να δουλεύει δίπλα στους μουζίκους του, είναι αριστουργηματική. Και ξέρουμε ότι είναι αυτοβιογραφική.
Από τις δυο πλοκές η μια είναι η «συναρπαστικά αφηγηματική», με απροσδόκητα και σασπένς, με τριτοπρόσωπο αφηγητή, ενώ η άλλη εκδιπλώνει ένα πανόραμα σχέσεων και καταστάσεων ανάμεσα στον πρωτοπρόσωπο αφηγητή και τη μικρή κόρη του. «Εικόνες από μια έκθεση» είχα χαρακτηρίσει κάποτε τη σύγχρονη ελληνική αφηγηματική λογοτεχνία, δανειζόμενος τον χαρακτηρισμό από το ομώνυμο έργο του Μοντέστ Μουσόργκσκι. Από τότε έχει περάσει μια δεκαετία, το μυθιστόρημα έχει κατακλύσει τις βιτρίνες και έχει κατακτήσει τις καρδιές του ολοένα και αυξανόμενου ελληνικού αναγνωστικού κοινού, και μια παραχώρηση σε πιο λαϊκά γούστα δεν κάνει ποτέ κακό στις πωλήσεις ενός βιβλίου. Έτσι στη δεύτερη αυτή πλοκή βλέπουμε ερωτικές αντιζηλίες, ντετεκτιβικές παρακολουθήσεις, σκηνές σεξ στα πιο απίθανα μέρη και με τον πιο απίθανο τρόπο, κλπ. Βέβαια γι αυτές τις τελευταίες ο συγγραφέας φτάνει στην υπερβολή, αν και όχι μεγαλύτερη απ’ ότι ο Μάικλ Τσιμίνο (ή μάλλον ο σεναριογράφος του) στον «Ελαφοκυνηγό». Ο θείος μπορεί να κάνει έρωτα με την ανιψιά του μόνο αφού παίξει «ρώσικη ρουλέτα», όπως και ήρωας του Τσιμίνο. Όμως πόσες φορές μπορεί να γίνει αυτό; Αν ένα πιστόλι έχει έξι σφαίρες, τότε στατιστικά μέσα σε έξι απόπειρες η μια θα είναι επιτυχημένη και θα σε σκοτώσει. Πότε μπόρεσε ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και έμαθε για τη ρώσικη ρουλέτα του φίλου του, και έψαξε να τον βρει; Στο μεσοδιάστημα θα έπρεπε να είχε σκοτωθεί. Γιατί η Αντιγόνη ξαναγύρισε εκεί που είχε θάψει τον αδελφό της, αφού η ταφή ήταν συμβολική και είχε εκτελέσει τα τελετουργικά; Μα για να συλληφθεί, και να προχωρήσει η ιστορία. Το ίδιο κι εδώ, για να μπορέσει ο ντε Νίρο να γίνει μάρτυρας του θανάτου του. Η ρώσικη ρουλέτα αν δεν είναι απόπειρα αυτοκτονίας, δεν μπορεί να γίνει πάνω από μια φορά. Έτσι κι εδώ, δεν πείθει ότι ο θείος έκανε κατ’ εξακολούθησε ρώσικη ρουλέτα για να μπορέσει να συνουσιασθεί με την ανιψιά του, γιατί η έκβαση ήταν προβλέψιμη. Αυτό που σώζει όμως είναι το ότι ο Σφακιανάκης αφήνει ανοικτό και το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας, κάτι που βέβαια, από άλλη άποψη, λειτουργεί αρνητικά, γιατί για τέτοιου είδους μείζονα γεγονότα στις ιστορίες δεν πρέπει να μένουμε με αινίγματα. Όμως τον Σφακιανάκη αυτή η δεύτερη ιστορία, η προσχηματική, που δανείζει το χρόνο στην αφήγηση, δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα, και πολύ σωστά, αφού την θέτει απλώς αντιστικτικά στην κύρια ιστορία του μπέιμπι σίτινγκ που τον ενδιαφέρει, μια και εκδραματίζει μια προσωπική κατάσταση, ένα προσωπικό δράμα. Η εναλλαγή στις ιστορίες, με την αλέγκρο του μπέιμπι σίτινγκ να εναλλάσσεται με την πρέστο της ερωτικής ιστορίας, σπάει τη μονοτονία και κάνει την ανάγνωση να κυλάει αβίαστα παρακάτω, παρατείνοντας και το σασπένς.
Είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα του τέλους με το προηγούμενο μυθιστόρημα του Σφακιανάκη. Εκεί ο αφηγητής, σεξομανής που βαριέται τη μια γυναίκα μετά την άλλη, μένει στο τέλος μόνος.
...Τουλάχιστον θα κοιμηθώ, σκέφτηκα.
Λογάριαζα χωρίς τους εφιάλτες.
Εδώ ο αφηγητής, ταλαιπωρημένος από την απαιτητική κορούλα του στα μπέιμπι σίτινγκ, θα μείνει έντρομος μπροστά στην προοπτική να τον υποκαταστήσει ο φίλος της πρώην γυναίκας του. Το εφέ τέλους είναι και εδώ εξαιρετικό: Ο αφηγητής προσφέρεται σε ένα εθελοντικό μπέιμπι σίτινγκ, αυτό που μέχρι χθες θεωρούσε μεγάλη αγγαρεία.
«Μα», δίστασε εκείνη, «μόλις χθες δεν είχες μπέιμπι σίτινγκ;»
«Μην ξαναπείς αυτή τη λέξη», είπα.
Υφολογικά υπάρχει μια εκζήτηση στην επίδειξη γνώσεων, που δεν είναι βέβαια καθόλου κακή, μια και σε πολλούς η απουσία μιας τέτοιας εκζήτησης δεν είναι παρά απουσία γνώσεων. Είναι σαν να κλείνει ο συγγραφέας το μάτι στον αναγνώστη, μπάζοντάς τον στο κλαμπ των μυημένων. Μήπως κι εγώ το ίδιο δεν κάνω σε αυτή τη βιβλιοκριτική;
Οι διακειμενικές αναφορές σε κινηματογραφικά έργα είναι κάμποσες, σε μια περίπτωση μάλιστα σε δυο συνεχόμενες σελίδες (283 και 284). Και οι μεταφορές είναι συχνά λογοτεχνικά προσχηματικές. Το παρακάτω απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό του υφολογικού πλούτου του έργου: «Εκεί, σαν άλλη Μάνι Πένι από ταινίες του Τζέημς Μποντ, καθόταν μια ευσταλής κυρία ακαθορίστου ηλικίας με ενδυματολογικά γούστα της εποχής Τιδόρ. Φορούσε συνήθως ταγιέρ με γεωμετρικά σχέδια και χρώματα γήινα, ενώ φρόντιζε να βάφει τα μαλλιά της σ’ ένα βαθύ κόκκινο, που θύμιζε το αίμα στα χέρια της Λαίδης Μάκμπεθ» (σελ. 18).
Αυτό το μυθιστόρημα το απόλαυσα, ένα μαγευτικό Σαββατοκύριακο στο Isthmia prime hotel στην Κόρινθο, όπου πήγα τέσσερα Σαββατοκύριακα για το μάθημα της εξομοίωσης (σειρά μαθημάτων που κάνουν οι δάσκαλοι των Παιδαγωγικών Ακαδημιών για να αποκτήσουν πτυχίο ισοδύναμο με των σημερινών Πανεπιστημιακών Τμημάτων τετραετούς φοίτησης. Παρεμπιπτόντως, δεν πληρώθηκα για να διαφημίσω αυτό το ξενοδοχείο, είναι όντως υπέροχο). Και κλείνοντας αυτό το βιβλιοκριτικό σημείωμα, αναρωτιέμαι τι να γράφει τώρα άραγε ο Σφακιανάκης.
Subscribe to:
Posts (Atom)