Μίλαν Κούντερα, Συνάντηση, (μετ. Γιάννης Η. Χάρης), Βιβλιοπωλείο της Εστίας 2010, σελ. 214.
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα ακόμη βιβλίο με αριστουργηματικά δοκίμια από τον μεγάλο Τσέχο συγγραφέα.
Δύο είναι οι εν ζωή μυθιστοριογράφοι που μου αρέσουν ιδιαίτερα: ο Μάρκες και ο Κούντερα. Έχοντας τη στόφα του δοκιμιογράφου, προτιμώ τον Κούντερα o οποίος, μετά το «Αστείο», το πρώτο του μυθιστόρημα, δοκιμιογραφεί ακατάπαυστα, και μέσα στα μυθιστορήματά του και έξω από αυτά. Η τελευταία συλλογή δοκιμίων του κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας, με τίτλο «Συνάντηση».
Στον δοκιμιογράφο Κούντερα διακρίνει κανείς όλες τις αρετές που μπορεί να έχει ένα δοκίμιο, και που σπάνια τις συναντάει κανείς μαζεμένες: Οξύτητα παρατήρησης, τολμηρές σκέψεις, εύρος γνωστικού πεδίου, υφολογικές αρετές. Πιστεύω ότι μόνο ο Έκο θα μπορούσε να τον συναγωνιστεί.
Στη «Συνάντηση» υπάρχουν κείμενα γραμμένα σε διάφορες περιόδους της ζωής του συγγραφέα, αν και τα περισσότερα δεν έχουν χρονολογική ένδειξη. Η πιο πρώιμη χρονολογία που είδαμε είναι το 1980. Τα θέματά του μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέροντα για τους περισσότερους αναγνώστες, όμως ο τρόπος πραγμάτευσής τους τα κάνει όλα ιδιαίτερα ελκυστικά. Κάποια από τα θέματά του τα επανα-πραγματεύεται, κάτω από το πρίσμα μιας, αν όχι πιο ώριμης, πάντως ελαφρά διαφορετικής οπτικής.
Με πατέρα πιανίστα και με σπουδές στη σύνθεση, είναι αναπόφευκτο να έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική. Μιλάει εκτενώς για τον Λέος Γιάνατσεκ, για τον Άρνολντ Σαίνμπεργκ, ενώ αυτά που γράφει για τον Γιάννη Ξενάκη είναι ενδιαφέροντα για τον έλληνα αναγνώστη. Το παρακάτω απόσπασμα μας κάνει να νοιώθουμε υπερήφανοι για τον μεγάλο μας έλληνα συνθέτη.
«Στη μουσική του Ξενάκη βρήκα παρηγοριά. Έμαθα να την αγαπώ στην πιο ζοφερή εποχής της ζωής μου και της γενέτειράς μου» (σελ. 96). Γράφοντας αυτές τις γραμμές μπαίνω στον πειρασμό να τελειώσω αυτό το σημείωμα ακούγοντας Ξενάκη. Βάζω την Περσέπολη.
Για την Ελλάδα, που πατάει με το ένα πόδι στην Ανατολή και με το άλλο στη Δύση, γράφει: «Το ίδιο δίλημμα ισχύει για την Ελλάδα, που κατοικεί ταυτόχρονα στον ανατολικοευρωπαϊκό κόσμο (παράδοση του Βυζαντίου, ορθόδοξη Εκκλησία, ρωσόφιλος προσανατολισμός) και τον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο (ελληνορωμαϊκή παράδοση, ισχυροί δεσμοί με την Αναγέννηση, νεωτερικότητα). Οι Αυστριακοί ή οι έλληνες μπορεί σε ζωηρές αντιπαραθέσεις να αμφισβητούν ένα προσανατολισμό προς όφελος ενός άλλου, αλλά από κάποια απόσταση θα μπορούσε να πει κανείς υπάρχουν έθνη που η ταυτότητά τους χαρακτηρίζεται από τον δυισμό, από την πολυπλοκότητα του μεσαίου πλαισίου τους, και εκεί ακριβώς βρίσκεται η ιδιαιτερότητά τους» (σελ. 115-116).
Εμείς θα το λέγαμε πιο λαϊκά: μπορούμε να το παίζουμε δίπορτο.
Πιο κάτω διαβάζουμε:
«Η επανάληψη των σκανδάλων είναι η βασίλισσα όλων των σκανδάλων». Αν μιλάμε για την Ελλάδα δεν θα λέγαμε βασίλισσα, αλλά αυτοκράτειρα.
Από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα είναι εκείνο για τον Ανατόλ Φρανς, όπου μιλάει για τις «μαύρες λίστες». Αναρωτιέται: Από πού αντλούν τη δύναμή τους οι μαύρες λίστες; Από πού έρχονται οι μυστικές διαταγές με τις οποίες συμμορφώνονται;» (σελ. 60).
Δίνει αμέσως την απάντηση: «Από τα σαλόνια. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν έπαιξαν τόσο μεγάλο ρόλο τα σαλόνια όσο στη Γαλλία. Χάρη στην αριστοκρατική παράδοση που κρατάει αιώνες, έπειτα χάρη στο Παρίσι, όπου σ’ έναν περιορισμένο χώρο συνωστίζεται όλη η πνευματική ελίτ της χώρας και κατασκευάζει απόψεις∙ που δεν τις διαδίδει με κριτικές μελέτες, με επιστημονικές συζητήσεις, αλλά με φανταχτερές διατυπώσεις, με λογοπαίγνια, με κακεντρεχή ευφυολογήματα».
Μόλις πριν τρεις μέρες βρέθηκα μάρτυρας ενός τέτοιου λογοπαίγνιου, που κάποιος προσπαθούσε να χώσει φίλο μου συγγραφέα σε μαύρη λίστα. Δεν θα πω το λογοπαίγνιο, γιατί θα αποκαλύψω το φίλο μου.
Παρακάτω:
«Προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τις πολιτικές απόψεις του συγγραφέα, αδημονώντας να τις κρίνουν. Ο ασφαλέστερος τρόπος να σου ξεφύγει ένα μυθιστόρημα» (σελ. 71).
Στη στρατευμένη λογοτεχνία (la literature engageé του Σαρτρ) δεν χρειάζεται καν να διαβάσεις για να αποκρυπτογραφήσεις, μπορείς να κρίνεις χωρίς καν να διαβάσεις. Σίγουρα δεν είναι μεγάλος, αλλά πολλοί τον έκριναν χωρίς να τον διαβάσουν: μιλάω για τον Λουντέμη. Με τον Γκόρκι βέβαια τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Εκεί θα ψάξεις να βρεις την αχίλλειο πτέρνα. Κάποιος τη βρήκε στη «Μάνα», δεν θυμάμαι αν το διάβασα ή το άκουσα, πάντως πρόσφατα.
«Η κακία μπορεί καμιά φορά να γίνει ερήμην της εγκώμιο!» (σελ. 73). Αμέσως πιο πριν γράφει ο Κούντερα: «Ο Πωλ Βαλερύ (μέσα σε μια και μόνο σύντομη φράση) βάζει τα βιβλία του Φρανς πλάι στα βιβλία του Τολστόι, του Ίψεν και του Ζολά, κα τα χαρακτηρίζει ‘ελαφρά έργα’». Ο κρίνων κρίνοντας κρίνεται.
Θα τελειώσω την παρουσίαση αυτή του τελευταίου βιβλίου του Κούντερα με το παρακάτω απόσπασμα.
«Στην εποχή μας μάθαμε να υποτάσσουμε τη φιλία σ’ αυτό που αποκαλούμε πεποιθήσεις. Και μάλιστα με την περηφάνια μιας ηθικής ευθύτητας. Χρειάζεται όντως μεγάλη ωριμότητα για να καταλάβουμε ότι η άποψη την οποία προασπιζόμαστε είναι απλώς ένας ευσεβής πόθος, μια ιστορία αναγκαστικά ατελής, πιθανόν εφήμερη, που μόνο οι φοβερά στενόμυαλοι την παρουσιάζουν σαν βεβαιότητα ή αλήθεια. Αντίθετα με την παιδαριώδη πίστη σε μια πεποίθηση, η πίστη σ’ ένα φίλο είναι αρετή, ίσως η μοναδική, η ύστατη» (σελ. 140).
Με τον καλύτερό μου φίλο δεν μοιραζόμαστε τις ίδιες (πολιτικές) πεποιθήσεις.
Αυτά και άλλα ενδιαφέροντα θα βρει ο αναγνώστης στον Κούντερα. Και ελπίζω να μη γίνει και μ’ αυτόν ότι έγινε με τον Καζαντζάκη, να μείνει κορυφαίος αλλά χωρίς το Νόμπελ. Πάνε σχεδόν τριάντα χρόνια που το πήρε ο Μάρκες (για την ακρίβεια 28), καιρός να το πάρει και ο Κούντερα.
Book review, movie criticism
Friday, November 19, 2010
Thursday, November 18, 2010
Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Ο θησαυρός των αηδονιών
Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Ο θησαυρός των αηδονιών, Γαβριηλίδης 2009, σελ. 105
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Με αυτοβιογραφικά κυρίως κείμενα παρουσιάζεται ο συγγραφέας στο καινούριο του βιβλίο.
Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, στρατιωτικός γιατρός, είναι κυρίως διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος. Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο διηγήματος του Διαβάζω για τη συλλογή διηγημάτων του «Ροζαμούνδη». Ήμουν στην απονομή, και θυμάμαι το πόσο σπαρταριστό ήταν το διήγημα που διαβάστηκε.
Ο «Θησαυρός των αηδονιών» είναι η τελευταία του συλλογή διηγημάτων. Στην πραγματικότητα τα διηγήματα της συλλογής αυτής είναι αυτοβιογραφικά κείμενα. Σ’ αυτά ανακαλεί έναν τεταρταίο πυρετό που πέρασε μικρός, ένα σεισμό που τους υποχρέωσε να μετακομίσουν, μια πρωτοχρονιά στη στρατιωτική σχολή, αναμνήσεις από την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, μια Λιούμπιτελ (παρεμπιπτόντως ήταν και εμένα η πρώτη μου φωτογραφική μηχανή, και θυμήθηκα με συγκίνηση την περιγραφή του χειρισμού της. Σίγουρα δεν ήταν το ίδιο μοντέλο, αλλά ο χειρισμός ήταν ο ίδιος). Αυτά μέχρι τη σελίδα 70. Μετά ακολουθούν επίσης αυτοβιογραφικά αφηγήματα αλλά μικρότερα σε έκταση, όπου ο Ηλίας αντί να φωτογραφίζει τον εαυτό του φωτογραφίζει: έναν αγρότη με την κόρη του να οργώνουν, έναν τρελό, τα πάρκιν της εθνικής, και στη συνέχεια με ακόμη πιο μικρά αφηγήματα, ένα νεκροταφείο γαϊδουριών, ένα σκυλί, ένα χοίρο, ένα μουλάρι και έναν τράγο. «Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν», είναι και τίτλος ταινίας, αλλά δυστυχώς τα γαϊδούρια τα αφήνουν και πεθαίνουν από την πείνα. Στα υπόλοιπα αφηγήματα ο Παπαδημητρακόπουλος περιγράφει τη συναισθηματική σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στα ζώα αυτά και στον άνθρωπο.
Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά του Παπαδημητρακόπουλου συνειδητοποίησα κάτι σε σχέση με το γλωσσικό. Ναι, η δημοτική νίκησε κατά κράτος την καθαρεύουσα, όμως, πιστεύω, μια κάποια διγλωσσία εξακολουθεί να υπάρχει. Πάρα πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούν ένα ύφος που άλλοι θα το χαρακτήριζαν υψηλό, εγώ το λέω επιτηδευμένο, και που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η προτίμηση καθαρευουσιάνικων λέξεων αντί λέξεων της δημοτικής. Πιστεύω ότι δεν είναι ζήτημα μεγαλύτερης σαφήνειας, αλλά επίδειξης λεξιλογικού πλούτου, που αυτόματα διαχωρίζει τον διανοούμενο, τον καλλιεργημένο, από τον απλό λαό, όπως παλιά η καθαρεύουσα ξεχώριζε τον μορφωμένο από τον αμόρφωτο. Έτσι ο κοιλαράς γίνεται προγάστωρ, και το υποχωρώντας γίνεται υπείκων (λέξη που το word μού υπογραμμίζει αυτόματα ως λάθος). Μετά από αυτό, γιατί να γράψει νύχτα και όχι νύκτωρ, δαιμονισμένο θόρυβο και όχι δαιμονιώδη θόρυβο; Έτσι το λιτό ύφος του Παπαδημητρακόπουλου γίνεται αυτόματα και υψηλό.
Υψηλό; Όχι πάντα. Συχνά χρησιμοποιεί λέξεις λαϊκές που κάνουν το ύφος χαμηλό όπως «Τον φάγαμε κι αυτόν στη μάπα» (σελ. 48-49), ενώ πιο συχνά λαϊκές λέξεις ανακατεύονται με το λόγιο ύφος όπως «…δεν θα φτουρήσω επί πολύ» (σελ. 57), «…οι οδηγοί μας τον μεταβάλουν προοδευτικώς σε οικογενειακόν σκατώνα» (σελ. 90) κ.ά. Αν το ύφος αυτό δεν εχρησιμοποιείτο και στον δοκιμιακό λόγο θα έλεγα ότι ήταν απλά παπαδιαμαντική επιρροή.
Πάντως η χρήση του πολυτονικού νομίζω ότι είναι απλά αποτέλεσμα νοσταλγίας. Είναι αρκετοί αυτοί που επιμένουν πολυτονικά. Οι τελευταίες εκδόσεις των windows τους πήραν υπόψη τους.
Τα παραπάνω δεν είναι ένσταση, είναι απλά διαπίστωση. Ο Παπαδημητρακόπουλος είναι ένας ταλαντούχος λογοτέχνης, και δικαίως κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη νεοελληνική γραμματεία.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Με αυτοβιογραφικά κυρίως κείμενα παρουσιάζεται ο συγγραφέας στο καινούριο του βιβλίο.
Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, στρατιωτικός γιατρός, είναι κυρίως διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος. Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο διηγήματος του Διαβάζω για τη συλλογή διηγημάτων του «Ροζαμούνδη». Ήμουν στην απονομή, και θυμάμαι το πόσο σπαρταριστό ήταν το διήγημα που διαβάστηκε.
Ο «Θησαυρός των αηδονιών» είναι η τελευταία του συλλογή διηγημάτων. Στην πραγματικότητα τα διηγήματα της συλλογής αυτής είναι αυτοβιογραφικά κείμενα. Σ’ αυτά ανακαλεί έναν τεταρταίο πυρετό που πέρασε μικρός, ένα σεισμό που τους υποχρέωσε να μετακομίσουν, μια πρωτοχρονιά στη στρατιωτική σχολή, αναμνήσεις από την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, μια Λιούμπιτελ (παρεμπιπτόντως ήταν και εμένα η πρώτη μου φωτογραφική μηχανή, και θυμήθηκα με συγκίνηση την περιγραφή του χειρισμού της. Σίγουρα δεν ήταν το ίδιο μοντέλο, αλλά ο χειρισμός ήταν ο ίδιος). Αυτά μέχρι τη σελίδα 70. Μετά ακολουθούν επίσης αυτοβιογραφικά αφηγήματα αλλά μικρότερα σε έκταση, όπου ο Ηλίας αντί να φωτογραφίζει τον εαυτό του φωτογραφίζει: έναν αγρότη με την κόρη του να οργώνουν, έναν τρελό, τα πάρκιν της εθνικής, και στη συνέχεια με ακόμη πιο μικρά αφηγήματα, ένα νεκροταφείο γαϊδουριών, ένα σκυλί, ένα χοίρο, ένα μουλάρι και έναν τράγο. «Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν», είναι και τίτλος ταινίας, αλλά δυστυχώς τα γαϊδούρια τα αφήνουν και πεθαίνουν από την πείνα. Στα υπόλοιπα αφηγήματα ο Παπαδημητρακόπουλος περιγράφει τη συναισθηματική σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στα ζώα αυτά και στον άνθρωπο.
Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά του Παπαδημητρακόπουλου συνειδητοποίησα κάτι σε σχέση με το γλωσσικό. Ναι, η δημοτική νίκησε κατά κράτος την καθαρεύουσα, όμως, πιστεύω, μια κάποια διγλωσσία εξακολουθεί να υπάρχει. Πάρα πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούν ένα ύφος που άλλοι θα το χαρακτήριζαν υψηλό, εγώ το λέω επιτηδευμένο, και που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η προτίμηση καθαρευουσιάνικων λέξεων αντί λέξεων της δημοτικής. Πιστεύω ότι δεν είναι ζήτημα μεγαλύτερης σαφήνειας, αλλά επίδειξης λεξιλογικού πλούτου, που αυτόματα διαχωρίζει τον διανοούμενο, τον καλλιεργημένο, από τον απλό λαό, όπως παλιά η καθαρεύουσα ξεχώριζε τον μορφωμένο από τον αμόρφωτο. Έτσι ο κοιλαράς γίνεται προγάστωρ, και το υποχωρώντας γίνεται υπείκων (λέξη που το word μού υπογραμμίζει αυτόματα ως λάθος). Μετά από αυτό, γιατί να γράψει νύχτα και όχι νύκτωρ, δαιμονισμένο θόρυβο και όχι δαιμονιώδη θόρυβο; Έτσι το λιτό ύφος του Παπαδημητρακόπουλου γίνεται αυτόματα και υψηλό.
Υψηλό; Όχι πάντα. Συχνά χρησιμοποιεί λέξεις λαϊκές που κάνουν το ύφος χαμηλό όπως «Τον φάγαμε κι αυτόν στη μάπα» (σελ. 48-49), ενώ πιο συχνά λαϊκές λέξεις ανακατεύονται με το λόγιο ύφος όπως «…δεν θα φτουρήσω επί πολύ» (σελ. 57), «…οι οδηγοί μας τον μεταβάλουν προοδευτικώς σε οικογενειακόν σκατώνα» (σελ. 90) κ.ά. Αν το ύφος αυτό δεν εχρησιμοποιείτο και στον δοκιμιακό λόγο θα έλεγα ότι ήταν απλά παπαδιαμαντική επιρροή.
Πάντως η χρήση του πολυτονικού νομίζω ότι είναι απλά αποτέλεσμα νοσταλγίας. Είναι αρκετοί αυτοί που επιμένουν πολυτονικά. Οι τελευταίες εκδόσεις των windows τους πήραν υπόψη τους.
Τα παραπάνω δεν είναι ένσταση, είναι απλά διαπίστωση. Ο Παπαδημητρακόπουλος είναι ένας ταλαντούχος λογοτέχνης, και δικαίως κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη νεοελληνική γραμματεία.
Wednesday, November 17, 2010
Γεραπετρίτικη έκφραση 2010
Γεραπετρίτικη έκφραση 2010, Ιεράπετρα 21ος αιών, σελ. 256
Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα, Οκτώβρης 2010 και στην εφημερίδα Ιεράπετρα 21, τέλος Ιούλη.
Με περισσότερες σελίδες και περισσότερες συμμετοχές κυκλοφόρησε ο νέος τόμος της υπέροχης αυτής εκδοτικής πρωτοβουλίας της «Ιεράπετρας 21ος αιών» με τον τίτλο «Γεραπετρίτικη έκφραση 2010», μετά την επιτυχία που είχε η κυκλοφορία του περυσινού τόμου «Γεραπετρίτικη έκφραση 2009». Στις 256 σελίδες του υπάρχουν όλα τα είδη του γραπτού λόγου, από το διήγημα και την ποίηση μέχρι το δοκίμιο και το οδοιπορικό. Όλα τα κείμενα είναι πολύ ωραία, και ορισμένα εξαιρετικά, και θα πρέπει εδώ να επαινέσουμε την κριτική επιτροπή και τους επιμελητές της έκδοσης.
Φυσικά θα επαινέσουμε και όλους τους συμμετέχοντες συγγραφείς, που άλλοι παρουσιάζονται για πρώτη φορά και άλλοι έχουν ήδη πίσω τους ένα συγγραφικό έργο. Σε κάποιους το βήμα της «Γεραπετρίτικης έκφρασης» έδωσε τη δυνατότητα να δημοσιοποιήσουν τη δουλειά τους, ενώ σίγουρα για κάποιους άλλους η ύπαρξη του βήματος αυτού αποτέλεσε το κίνητρο να ασχοληθούν δημιουργικά με τη λογοτεχνία.
Θα ήταν αδύνατο στα πλαίσια ενός μικρού βιβλιοκριτικού σημειώματος να ασχοληθούμε με όλα τα κείμενα, και γι αυτό θα αναφερθούμε σε κάποια που μας έκαναν ξεχωριστή εντύπωση.
Κατ’ αρχήν θα επαναλάβω αυτό που έγραψα και στη βιβλιοκριτική μου για τον περυσινό τόμο, ότι νοιώθω ιδιαίτερα υπερήφανος που συμμετέχουν τέσσερις Δερμιτζάκηδες και σ’ αυτόν (ο ένας με ψευδώνυμο). Δεν θα ήταν άσχημο να συμμετάσχει και ο Μιχάλης, με ένα κείμενο για τα παλαιοντολογικά ευρήματα στην περιοχή. Ας του απευθυνθούν οι εκδότες.
Υπάρχουν και τρεις Λαμπράκηδες. Εκτός κι αν είναι και αυτοί τέσσερις, με κάποιον να συμμετέχει με ψευδώνυμο. Όλα τα υπόλοιπα επώνυμα συμμετέχουν άπαξ.
Τα πρώτα κείμενα αναφέρονται στον λογοτέχνη στον οποίο είναι αφιερωμένος ο τόμος, στον Νίκο Στρατάκη (1888-1970). Υπάρχει ένα σύντομο βιογραφικό, που ακολουθείται από μια περίληψη της εισήγησης που έκανε σε μια βραδιά αφιερωμένη στον πανωχωρίτη λογοτέχνη πριν μερικά χρόνια ο πισκοπιανός λογοτέχνης Κωστής Δερμιτζάκης. Τέλος υπάρχει ένα δείγμα γραφής του Νίκου Στρατάκη, το ποίημα «Χαιρετισμός στη Γεράπετρα». Μετά ακολουθούν κείμενα σχετικά με την έκδοση: ο πρόλογος και σημείωμα της κριτικής επιτροπής.
Στο λογοτεχνικό στερέωμα της επαρχίας Ιεράπετρας, η τέως κοινότητα Κάτω Χωρίου εκπροσωπείται επάξια. Το Πάνω Χωριό το εκπροσωπεί ο Νίκος Στρατάκης, και την Επισκοπή ο Κωστής Δερμιτζάκης. Το Κάτω Χωριό το εκπροσωπώ εγώ με ένα διήγημά μου από τη συλλογή «Ο χορός της βροχής, οικολογικά παραμύθια και διηγήματα». Μόνο τα Παπαδιανά δεν εκπροσωπούνται. Σοφίτσα, αν διαβάσεις αυτές τις γραμμές, κάνε κάτι.
Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε δύο αφηγήματα του Λάζαρου Αντωνού. Συγκινήθηκα πολύ που έμαθα ότι ένας βαϊνιώτης, ο Πελέκας, που δίνει και τον τίτλο στο αφήγημα, είχε πολεμήσει με τις διεθνείς ταξιαρχίες στο πλευρό των δημοκρατικών στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, όπου και έχασε τη συντρόφισσά του. Το δεύτερο αφήγημα είναι πάνω στο μοτίβο της πρώτης αγάπης. Με τον τίτλο «πρώτη αγάπη» έγραψαν δυο εξαιρετικά διηγήματα ο δικός μας Ιωάννης Κονδυλάκης και ο Ιβάν Τουργκιένεφ, τα οποία πραγματεύτηκα σε μια συγκριτολογική μελέτη μου με τίτλο «Η πρώτη αγάπη στον Κονδυλάκη και στον Τουργκένιεφ» η οποία δημοσιεύτηκε σε ένα σλοβένικο συγκριτολογικό περιοδικό. Το αφήγημα του Αντωνού έχει τίτλο «Το μνημόσυνο». Όπως και τα διηγήματα του Κονδυλάκη και του Τουργκένιεφ, υποπτεύομαι ότι είναι λίγο πολύ αυτοβιογραφικό.
Ο νεαρός ερωτεύεται την συνομήλική του κοπέλα. Καθώς όμως οι κοπέλες ωριμάζουν πιο γρήγορα από τα αγόρια, αυτή κάποια στιγμή άφησε την παρέα του για αγόρια μεγαλύτερης ηλικίας. Αυτός όμως δεν την ξέχασε. Όταν μετά από χρόνια συναντιούνται, αυτή του μιλάει στον πληθυντικό. «Ο καφές σας είναι έτοιμος». «Ο καφές μας δεν μπήκε ποτέ στη φωτιά Ελένη», απάντησε εκείνος λυπημένα.
«Κοιτάχτηκαν έντονα για λίγο χωρίς να μιλούν, μετά εκείνος άπλωσε τα χέρια και άνοιξε την αγκαλιά του. Η Ελένη πλησίασε και έσμιξαν. Έκλαιγε καθώς ακουμπούσε το κεφάλι της στο στήθος του. Άκουγε την καρδιά του που χτυπούσε δυνατά και μύρισε το άρωμά του. Τον ένοιωσε που έκλαιγε κι αυτός. Την έσφιγγε δυνατά. Αναζήτησε ο ένας το στόμα του άλλου, και τα χείλια τους ενώθηκαν σε ένα φιλί παθιασμένο, βίαιο και ανέλπιδο, αθώο όσο και ένοχο, ποτισμένο από τα δάκρυα και γερμένο από το βάρος των χρόνων που μεσολάβησαν, κοινό μνημόσυνο μιας αγάπης που δεν μπήκε ποτέ στην εφηβεία» (σελ. 105). Έτσι τελειώνει το διήγημα, ένα από τα ωραιότερα της συλλογής.
Τόσο εγώ, όσο και οι φίλοι μου Μανόλης Πρατικάκης και Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, στα κείμενά μας μιλούμε για τα χωριά μας. Εγώ, για το πανηγύρι του προφήτη Ηλία. Ο γλωσσολόγος Χαραλαμπάκης εστιάζεται στο γλωσσικό ιδίωμα του χωριού του, της Ανατολής, ενώ ο ποιητής Πρατικάκης ανασυνθέτει ποιητικά αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων από το Μύρτος. Αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα στο οποίο μιλάει για τον λύχνο.
«…το γλυκό φως του λυχναριού (αυτό το κατοικίδιο, χειροποίητο άστρο), που έκανε τα πράγματα να κολυμπάνε ανάλαφρα στη ρέμβη τους. Η μητέρα του έβαζε λάδι με το λαδικό, το βαμβακερό φυτίλι (στριφτή ελάχιστη πλεξίδα) το απορροφούσε αργά. Ύστερα άναβε το σπίρτο και το πλησίαζε στην άκρη του. Βλέπαμε τη μικρή γήινη φλόγα να γεννιέται εκεί, σ’ αυτό τον μικρό κύκλο της ανθρώπινης επινοητικότητας. Η αργή καύση σε παράλληλο βηματισμό έντυνε με απαλές ανταύγειες τις αργόσυρτες ώρες μας. Ήταν η πρώτη χαμένη μας απτότητα. Καθώς μέναμε απέξω, αμέτοχοι στη λειτουργία ν’ ανοίγουμε ένα μικρό ξέφωτο μες στο σκοτάδι. Έτσι γνωρίσαμε την ‘αρχή του τρομερού’» (σελ. 148).
Ποιους να αναφέρω ακόμη και ποιους να αφήσω. Την Κύρβα με τους υπέροχους δεκαπεντασύλλαβους, τον Κωστή τον Δερμιτζάκη που, ανάμεσα στους ελεύθερους στίχους του ψάρεψα έναν υπέροχο δεκαπεντασύλλαβο «Αργόσχολοι ντελάληδες και στοχαστές του ονείρου», τον Νικόλα Ευαντινό, που τον βλέπω να παίρνει επάξια τη σκυτάλη από τον Μανόλη Πρατικάκη, αυτοβιογραφικές αναμνήσεις όπως αυτή του Γεώργιου Μιχελαράκη στο «Ένα περιστατικό που δεν θα ξεχαστεί ποτέ»… Υπάρχουν τόσα πολλά υπέροχα κείμενα.
Κλείνοντας το βιβλιοκριτικό αυτό σημείωμα, θα ήθελα να ευχηθώ μακροημέρευση στη «Γεραπετρίτικη έκφραση», με μιαν ακόμη ευχή: Κάποια στιγμή να εκδίδεται από την «Ιεράπετρα 22ος αιών».
Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα, Οκτώβρης 2010 και στην εφημερίδα Ιεράπετρα 21, τέλος Ιούλη.
Με περισσότερες σελίδες και περισσότερες συμμετοχές κυκλοφόρησε ο νέος τόμος της υπέροχης αυτής εκδοτικής πρωτοβουλίας της «Ιεράπετρας 21ος αιών» με τον τίτλο «Γεραπετρίτικη έκφραση 2010», μετά την επιτυχία που είχε η κυκλοφορία του περυσινού τόμου «Γεραπετρίτικη έκφραση 2009». Στις 256 σελίδες του υπάρχουν όλα τα είδη του γραπτού λόγου, από το διήγημα και την ποίηση μέχρι το δοκίμιο και το οδοιπορικό. Όλα τα κείμενα είναι πολύ ωραία, και ορισμένα εξαιρετικά, και θα πρέπει εδώ να επαινέσουμε την κριτική επιτροπή και τους επιμελητές της έκδοσης.
Φυσικά θα επαινέσουμε και όλους τους συμμετέχοντες συγγραφείς, που άλλοι παρουσιάζονται για πρώτη φορά και άλλοι έχουν ήδη πίσω τους ένα συγγραφικό έργο. Σε κάποιους το βήμα της «Γεραπετρίτικης έκφρασης» έδωσε τη δυνατότητα να δημοσιοποιήσουν τη δουλειά τους, ενώ σίγουρα για κάποιους άλλους η ύπαρξη του βήματος αυτού αποτέλεσε το κίνητρο να ασχοληθούν δημιουργικά με τη λογοτεχνία.
Θα ήταν αδύνατο στα πλαίσια ενός μικρού βιβλιοκριτικού σημειώματος να ασχοληθούμε με όλα τα κείμενα, και γι αυτό θα αναφερθούμε σε κάποια που μας έκαναν ξεχωριστή εντύπωση.
Κατ’ αρχήν θα επαναλάβω αυτό που έγραψα και στη βιβλιοκριτική μου για τον περυσινό τόμο, ότι νοιώθω ιδιαίτερα υπερήφανος που συμμετέχουν τέσσερις Δερμιτζάκηδες και σ’ αυτόν (ο ένας με ψευδώνυμο). Δεν θα ήταν άσχημο να συμμετάσχει και ο Μιχάλης, με ένα κείμενο για τα παλαιοντολογικά ευρήματα στην περιοχή. Ας του απευθυνθούν οι εκδότες.
Υπάρχουν και τρεις Λαμπράκηδες. Εκτός κι αν είναι και αυτοί τέσσερις, με κάποιον να συμμετέχει με ψευδώνυμο. Όλα τα υπόλοιπα επώνυμα συμμετέχουν άπαξ.
Τα πρώτα κείμενα αναφέρονται στον λογοτέχνη στον οποίο είναι αφιερωμένος ο τόμος, στον Νίκο Στρατάκη (1888-1970). Υπάρχει ένα σύντομο βιογραφικό, που ακολουθείται από μια περίληψη της εισήγησης που έκανε σε μια βραδιά αφιερωμένη στον πανωχωρίτη λογοτέχνη πριν μερικά χρόνια ο πισκοπιανός λογοτέχνης Κωστής Δερμιτζάκης. Τέλος υπάρχει ένα δείγμα γραφής του Νίκου Στρατάκη, το ποίημα «Χαιρετισμός στη Γεράπετρα». Μετά ακολουθούν κείμενα σχετικά με την έκδοση: ο πρόλογος και σημείωμα της κριτικής επιτροπής.
Στο λογοτεχνικό στερέωμα της επαρχίας Ιεράπετρας, η τέως κοινότητα Κάτω Χωρίου εκπροσωπείται επάξια. Το Πάνω Χωριό το εκπροσωπεί ο Νίκος Στρατάκης, και την Επισκοπή ο Κωστής Δερμιτζάκης. Το Κάτω Χωριό το εκπροσωπώ εγώ με ένα διήγημά μου από τη συλλογή «Ο χορός της βροχής, οικολογικά παραμύθια και διηγήματα». Μόνο τα Παπαδιανά δεν εκπροσωπούνται. Σοφίτσα, αν διαβάσεις αυτές τις γραμμές, κάνε κάτι.
Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε δύο αφηγήματα του Λάζαρου Αντωνού. Συγκινήθηκα πολύ που έμαθα ότι ένας βαϊνιώτης, ο Πελέκας, που δίνει και τον τίτλο στο αφήγημα, είχε πολεμήσει με τις διεθνείς ταξιαρχίες στο πλευρό των δημοκρατικών στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, όπου και έχασε τη συντρόφισσά του. Το δεύτερο αφήγημα είναι πάνω στο μοτίβο της πρώτης αγάπης. Με τον τίτλο «πρώτη αγάπη» έγραψαν δυο εξαιρετικά διηγήματα ο δικός μας Ιωάννης Κονδυλάκης και ο Ιβάν Τουργκιένεφ, τα οποία πραγματεύτηκα σε μια συγκριτολογική μελέτη μου με τίτλο «Η πρώτη αγάπη στον Κονδυλάκη και στον Τουργκένιεφ» η οποία δημοσιεύτηκε σε ένα σλοβένικο συγκριτολογικό περιοδικό. Το αφήγημα του Αντωνού έχει τίτλο «Το μνημόσυνο». Όπως και τα διηγήματα του Κονδυλάκη και του Τουργκένιεφ, υποπτεύομαι ότι είναι λίγο πολύ αυτοβιογραφικό.
Ο νεαρός ερωτεύεται την συνομήλική του κοπέλα. Καθώς όμως οι κοπέλες ωριμάζουν πιο γρήγορα από τα αγόρια, αυτή κάποια στιγμή άφησε την παρέα του για αγόρια μεγαλύτερης ηλικίας. Αυτός όμως δεν την ξέχασε. Όταν μετά από χρόνια συναντιούνται, αυτή του μιλάει στον πληθυντικό. «Ο καφές σας είναι έτοιμος». «Ο καφές μας δεν μπήκε ποτέ στη φωτιά Ελένη», απάντησε εκείνος λυπημένα.
«Κοιτάχτηκαν έντονα για λίγο χωρίς να μιλούν, μετά εκείνος άπλωσε τα χέρια και άνοιξε την αγκαλιά του. Η Ελένη πλησίασε και έσμιξαν. Έκλαιγε καθώς ακουμπούσε το κεφάλι της στο στήθος του. Άκουγε την καρδιά του που χτυπούσε δυνατά και μύρισε το άρωμά του. Τον ένοιωσε που έκλαιγε κι αυτός. Την έσφιγγε δυνατά. Αναζήτησε ο ένας το στόμα του άλλου, και τα χείλια τους ενώθηκαν σε ένα φιλί παθιασμένο, βίαιο και ανέλπιδο, αθώο όσο και ένοχο, ποτισμένο από τα δάκρυα και γερμένο από το βάρος των χρόνων που μεσολάβησαν, κοινό μνημόσυνο μιας αγάπης που δεν μπήκε ποτέ στην εφηβεία» (σελ. 105). Έτσι τελειώνει το διήγημα, ένα από τα ωραιότερα της συλλογής.
Τόσο εγώ, όσο και οι φίλοι μου Μανόλης Πρατικάκης και Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, στα κείμενά μας μιλούμε για τα χωριά μας. Εγώ, για το πανηγύρι του προφήτη Ηλία. Ο γλωσσολόγος Χαραλαμπάκης εστιάζεται στο γλωσσικό ιδίωμα του χωριού του, της Ανατολής, ενώ ο ποιητής Πρατικάκης ανασυνθέτει ποιητικά αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων από το Μύρτος. Αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα στο οποίο μιλάει για τον λύχνο.
«…το γλυκό φως του λυχναριού (αυτό το κατοικίδιο, χειροποίητο άστρο), που έκανε τα πράγματα να κολυμπάνε ανάλαφρα στη ρέμβη τους. Η μητέρα του έβαζε λάδι με το λαδικό, το βαμβακερό φυτίλι (στριφτή ελάχιστη πλεξίδα) το απορροφούσε αργά. Ύστερα άναβε το σπίρτο και το πλησίαζε στην άκρη του. Βλέπαμε τη μικρή γήινη φλόγα να γεννιέται εκεί, σ’ αυτό τον μικρό κύκλο της ανθρώπινης επινοητικότητας. Η αργή καύση σε παράλληλο βηματισμό έντυνε με απαλές ανταύγειες τις αργόσυρτες ώρες μας. Ήταν η πρώτη χαμένη μας απτότητα. Καθώς μέναμε απέξω, αμέτοχοι στη λειτουργία ν’ ανοίγουμε ένα μικρό ξέφωτο μες στο σκοτάδι. Έτσι γνωρίσαμε την ‘αρχή του τρομερού’» (σελ. 148).
Ποιους να αναφέρω ακόμη και ποιους να αφήσω. Την Κύρβα με τους υπέροχους δεκαπεντασύλλαβους, τον Κωστή τον Δερμιτζάκη που, ανάμεσα στους ελεύθερους στίχους του ψάρεψα έναν υπέροχο δεκαπεντασύλλαβο «Αργόσχολοι ντελάληδες και στοχαστές του ονείρου», τον Νικόλα Ευαντινό, που τον βλέπω να παίρνει επάξια τη σκυτάλη από τον Μανόλη Πρατικάκη, αυτοβιογραφικές αναμνήσεις όπως αυτή του Γεώργιου Μιχελαράκη στο «Ένα περιστατικό που δεν θα ξεχαστεί ποτέ»… Υπάρχουν τόσα πολλά υπέροχα κείμενα.
Κλείνοντας το βιβλιοκριτικό αυτό σημείωμα, θα ήθελα να ευχηθώ μακροημέρευση στη «Γεραπετρίτικη έκφραση», με μιαν ακόμη ευχή: Κάποια στιγμή να εκδίδεται από την «Ιεράπετρα 22ος αιών».
Wednesday, November 10, 2010
-3
Τελειώσαμε τις κάθε μέρα αναρτήσεις με παλιές βιβλιοκριτικές, στο εξής χαλαρά. Το παρακάτω post ανήκει στο γιο μου.
-3
Ο γιος μου έχει μεγάλη αίσθηση του χιούμορ. Μου το είπε, και το επαναδιατυπώνω σε όλο του το context για να γίνει κατανοητό από τους αναγνώστες του blog μου.
Τα μέλη του συμβουλίου επιλογής σχολικών συμβούλων αρχικά μου έβαλαν εικοσάρια στη συνέντευξη για να τα αλλάξουν στη συνέχεια, κατόπιν εντολής της τότε υπουργού παιδείας, σε τριάρια (μου έκαναν μια προσχηματική ΕΔΕ για κάποια σόκιν ανέκδοτα στο blog μου με στόχο να με εκπαραθυρώσουν από σχολικό σύμβουλο, και η οποία δεν είχε καν ξεκινήσει. Απολογήθηκα κάπου οκτώ μήνες αργότερα). Όμως αν ήξεραν ότι η πολιτική του κόμματος που τους τοποθέτησε σε αυτό το πόστο θα οδηγούσε τη χώρα στα πρόθυρα της πτώχευσης, με αποτέλεσμα να έλθει το ΔΝΤ, να αλλάξει ο νόμος περί συντάξεων με συνέπεια πάρα πολλοί υπάλληλοι, μεταξύ των οποίων και σχολικοί σύμβουλοι, να ζητήσουν συνταξιοδότηση και να δημιουργηθούν έτσι πάρα πολλά κενά, τόσα κενά ώστε εγώ, αν και από την 1η θέση έπεσα στη 42η να βρεθώ σε εκλόγιμη θέση και με έγγραφο της υπουργού κας Διαμαντοπούλου να κληθώ να αντικαταστήσω τον Γιώργο το Δάλκο, ε, αν τα ήξεραν όλα αυτά δεν θα μου έβαζαν 3, αλλά -3.
-3
Ο γιος μου έχει μεγάλη αίσθηση του χιούμορ. Μου το είπε, και το επαναδιατυπώνω σε όλο του το context για να γίνει κατανοητό από τους αναγνώστες του blog μου.
Τα μέλη του συμβουλίου επιλογής σχολικών συμβούλων αρχικά μου έβαλαν εικοσάρια στη συνέντευξη για να τα αλλάξουν στη συνέχεια, κατόπιν εντολής της τότε υπουργού παιδείας, σε τριάρια (μου έκαναν μια προσχηματική ΕΔΕ για κάποια σόκιν ανέκδοτα στο blog μου με στόχο να με εκπαραθυρώσουν από σχολικό σύμβουλο, και η οποία δεν είχε καν ξεκινήσει. Απολογήθηκα κάπου οκτώ μήνες αργότερα). Όμως αν ήξεραν ότι η πολιτική του κόμματος που τους τοποθέτησε σε αυτό το πόστο θα οδηγούσε τη χώρα στα πρόθυρα της πτώχευσης, με αποτέλεσμα να έλθει το ΔΝΤ, να αλλάξει ο νόμος περί συντάξεων με συνέπεια πάρα πολλοί υπάλληλοι, μεταξύ των οποίων και σχολικοί σύμβουλοι, να ζητήσουν συνταξιοδότηση και να δημιουργηθούν έτσι πάρα πολλά κενά, τόσα κενά ώστε εγώ, αν και από την 1η θέση έπεσα στη 42η να βρεθώ σε εκλόγιμη θέση και με έγγραφο της υπουργού κας Διαμαντοπούλου να κληθώ να αντικαταστήσω τον Γιώργο το Δάλκο, ε, αν τα ήξεραν όλα αυτά δεν θα μου έβαζαν 3, αλλά -3.
Tuesday, November 9, 2010
Μουρατχάν Μουνγκάν, Τσαντόρ
Μουρατχάν Μουνγκάν, Τσαντόρ (μετ. Πέτρου Μάρκαρη), Καστανιώτης 2010, σελ. 103
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μέσα από τον γυρισμό ενός ξενιτεμένου ο συγγραφέας εκφράζει τους φόβους του για μια τραγική μοίρα που επικρέμεται σαν απειλή στην πατρίδα του.
«Παλιέ μου φίλε, τι γυρεύεις, χρόνια ξενιτεμένος ήσουν…». Το ποίημα αυτό του Σεφέρη δόθηκε στις τελευταίες εξετάσεις του ΑΣΕΠ, πριν τρία χρόνια, στη διδακτική της λογοτεχνίας στους φιλόλογους. Ήμουν από τους διορθωτές, και επί τη ευκαιρία έκανα ένα post στο blog μου για το ποίημα, παραθέτοντας τους στίχους και τη μουσική του Μαρκόπουλου. Το ποίημα αναφέρεται σε ένα ξενιτεμένο, που γυρνώντας στον τόπο του δεν τον αναγνωρίζει πια.
Το μυθιστόρημα του Μουνγκάν δεν είναι τίποτα άλλο παρά το ποίημα του Σεφέρη σε πεζό. Ο ήρωας επιστρέφει σε μια πατρίδα που δεν κατονομάζεται, και την οποία δεν αναγνωρίζει. Έχει περάσει πολέμους και καθεστωτικές αλλαγές. Στη σελίδα 41 διαβάζουμε: «Η ζέστη στην Καρμπάλα…». Όμως, με δεδομένη την εικόνα ότι την εξουσία στη χώρα αυτή την έχουν οι ισλαμιστές, μάλλον η κατά τα άλλα μη κατονομαζόμενη χώρα ταιριάζει περισσότερο με το Αφγανιστάν παρά με το Ιράκ, τότε που βρίσκονταν στην εξουσία οι Ταλιμπάν. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2004, πιθανόν όμως να άρχισε να γράφεται πριν την ανατροπή των Ταλιμπάν με την αμερικανική επέμβαση στο Αφγανιστάν.
Η γενέθλια πόλη του ήρωα είναι ερειπωμένη. Μάταια ψάχνει να βρει τους δικούς του, καθώς και την αγαπημένη του. Ελάχιστες γυναίκες κυκλοφορούν στους δρόμους, και αυτές με μπούργκα. Οι άνθρωποι φαίνονται παραιτημένοι, φοβισμένοι. Η αστυνομία εμφανίζεται από το πουθενά για να τιμωρήσει τους παραπτωματίες: «Μια γυναίκα που η φωνή της είχε ακουστεί κάπως πιο δυνατά, ένας άνδρας που είχε βρεθεί στο δρόμο την ώρα της προσευχής, κάποιος πωλητής που τον είχαν καταγγείλει, κάποιος περαστικός που τους είχε κινήσει την υποψία ότι είχε προβεί σε κάποια άσεμνη χειρονομία, όλοι αυτοί δοκίμαζαν τα μακριά ρόπαλά τους…» (σελ. 42).
Το μυθιστόρημα αυτό δεν είναι μυθιστόρημα γεγονότων, είναι μυθιστόρημα (συν) αισθημάτων. Τα επεισόδια που συντελούνται είναι ελάχιστα, ο διάλογος ανύπαρκτος, η αφήγηση εστιάζεται στις εντυπώσεις που αποκομίζει ο ήρωας από μια πόλη που αλλιώς την άφησε και αλλιώς τη βρίσκει, και στα συναισθήματα που του δημιουργούνται στην απέλπιδα αναζήτηση των δικών του.
Το υποτυπώδες σασπένς της αναζήτησης λύεται στο τέλος. Ανακαλύπτει τα ίχνη της μητέρας του που έχει ξαναπαντρευτεί, και ζει σε μια πόλη στο βορά. Θα της κτυπήσει την πόρτα, αλλά αυτή προσποιείται ότι δεν τον αναγνωρίζει και του την κλείνει κατάμουτρα.
Μεγάλο μέρος της αφήγησης εστιάζεται στην εντύπωση που κάνει στον ήρωα η μπούργκα. Όλες οι γυναίκες κυκλοφορούν με μπούργκα, είναι αδύνατον να αναγνωρίσει τη μητέρα, την αδελφή του ή την αγαπημένη του κάτω από αυτή την αμφίεση. Περιφέρεται στους δρόμους μήπως και τον αναγνωρίσουν αυτές. Μάταια όμως. Κανένα από αυτά τα «χελιδόνια», όπως ονοματίζει τις γυναίκες με τη μαύρη μπούργκα η Γιασμίνα Χαντρά στο μυθιστόρημά της «Τα χελιδόνια της Καμπούλ», δεν τον αναγνωρίζει.
Η μπούργκα φαίνεται να είναι ο δεύτερος ήρωας του μυθιστορήματος. Ο Μουνγκάν μιλάει για τις γυναίκες, αλλά στην πραγματικότητα μιλάει γι αυτήν. «Ενώ στις γυναίκες που κυκλοφορούσαν με καλυμμένο το πρόσωπο έφταναν παλιά τα μακριά σάλια, οι σάρπες, ή και τα τσαντόρ, τώρα είχαν μετατραπεί σε μια σκηνή από ύφασμα, με ένα μεταξωτό καφάσι στο ύψος των ματιών. Καμιά κίνηση του σώματός τους δεν μπορούσε να δρασκελίσει τους λόφους των υφασμάτων, που τις είχαν τυλίξει σαν σκοτεινή σπηλιά, και να φτάσει στον άνθρωπο, για να πιστοποιήσει ότι ήταν γυναίκες. Έβλεπες κάτι υφασμάτινες σκηνές, με κινήσεις, βηματισμό και στάσεις. Μόνο το θρόισμα του υφάσματος, όταν περπατούσαν, έκανε αισθητή την παρουσία τους. Ήταν ο ψίθυρος του σώματός τους» (σελ. 49).
Τότε γιατί το μυθιστόρημα τιτλοφορείται «Τσαντόρ»;
Το διαβάζουμε πιο κάτω:
«Ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια κάποιας που είχε γνωρίσει στο εξωτερικό, λόγια στα οποία δεν είχε δώσει τότε σημασία. Η γυναίκα ήταν πολιτική πρόσφυγας και ο Ακμπάρ είχε αποδώσει σ’ αυτό τα λόγια της. ‘Το τσαντόρ ανοίγει το δρόμο που οδηγεί στην μπούργκα’» (σελ. 74).
Πάλι θα αναφερθώ στις «ρίζες της σύμπτωσης».
Πριν ξεκινήσω να γράφω αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση ανοίγω τα email μου και πέφτω πάνω στο παρακάτω άρθρο από το newsletter των Νέων, σήμερα, Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010 με τίτλο «Τρέμουν τον τούρκο Χομεϊνί». Η πρώτη παράγραφος του άρθρου είναι η εξής.
«Τρόµο προκαλεί στους κεµαλιστές η νέα δήλωση του ηγέτη του µεγαλύτερου θρησκευτικού τάγµατος της Τουρκίας Φετουλάχ Γκιουλέν ότι έφτασε ο καιρός να επιστρέψει στη χώρα. Οι κεµαλιστές χαρακτηρίζουν τον Γκιουλέν «Χοµεϊνί της Τουρκίας» και πιστεύουν ότι θα επιστρέψει για να εφαρµόσει τη σαρία». Ολόκληρο το άρθρο βρίσκεται εδώ http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artid=4599613&ml=1
Ψάχνοντας στο διαδίκτυο για βιογραφικά του συγγραφέα, βρήκα ότι έχει ένα παραπάνω λόγο να ανησυχεί: Είναι ομοφυλόφιλος, και δεν το κρύβει. Πρόπερσι, σε μια παρουσίαση ενός βιβλίου του Τζεμίλ Τουράν, άκουσα ότι η Ελλάδα έδωσε πολιτικό άσυλο σε έναν ιρανό ομοφυλόφιλο που είχε βασανιστεί άγρια από το ιρανικό καθεστώς εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του. Ο Μουνγκάν, με έναν τούρκο Χομεϊνί, μάλλον κινδυνεύει.
Θα σχολιάσω, όπως συνηθίζω, κάποια κομμάτια από το βιβλίο:
«Θυμήθηκε ένα παλιό, πολύ γνωστό ρητό: ‘Το γέλιο της γυναίκας είναι μια πρόσκληση στον σατανά’» (σελ. 76).
Είπα ότι θα σχολιάσω, αλλά αυτό θα το αφήσω ασχολίαστο.
«Έστω κι αν δεν μπορούσε να το εκφράσει με λέξεις, κάπου μέσα στην καρδιά του ήξερε πως τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη λαμπρή ευτυχία πατέρα και γιου που γελάνε την ίδια στιγμή» (σελ. 33).
Κι εγώ, σαν πατέρας, το νιώθω, όταν βλέπω μαζί με το γιο μου κωμωδίες. Φαντάζομαι και ο γιος μου.
Μίλησα περισσότερο για το θέμα, ως πιο ενδιαφέρον, παρά για τη λογοτεχνικότητα της γραφής του Μουνγκάν. Είναι δεξιοτέχνης στην αφήγηση, έστω και με υποτυπώδη πλοκή, και γλαφυρός στην περιγραφή. Δίκαια θεωρείται εφάμιλλος του Παμούκ, του οποίου είναι μόλις τρία χρόνια νεώτερος.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μέσα από τον γυρισμό ενός ξενιτεμένου ο συγγραφέας εκφράζει τους φόβους του για μια τραγική μοίρα που επικρέμεται σαν απειλή στην πατρίδα του.
«Παλιέ μου φίλε, τι γυρεύεις, χρόνια ξενιτεμένος ήσουν…». Το ποίημα αυτό του Σεφέρη δόθηκε στις τελευταίες εξετάσεις του ΑΣΕΠ, πριν τρία χρόνια, στη διδακτική της λογοτεχνίας στους φιλόλογους. Ήμουν από τους διορθωτές, και επί τη ευκαιρία έκανα ένα post στο blog μου για το ποίημα, παραθέτοντας τους στίχους και τη μουσική του Μαρκόπουλου. Το ποίημα αναφέρεται σε ένα ξενιτεμένο, που γυρνώντας στον τόπο του δεν τον αναγνωρίζει πια.
Το μυθιστόρημα του Μουνγκάν δεν είναι τίποτα άλλο παρά το ποίημα του Σεφέρη σε πεζό. Ο ήρωας επιστρέφει σε μια πατρίδα που δεν κατονομάζεται, και την οποία δεν αναγνωρίζει. Έχει περάσει πολέμους και καθεστωτικές αλλαγές. Στη σελίδα 41 διαβάζουμε: «Η ζέστη στην Καρμπάλα…». Όμως, με δεδομένη την εικόνα ότι την εξουσία στη χώρα αυτή την έχουν οι ισλαμιστές, μάλλον η κατά τα άλλα μη κατονομαζόμενη χώρα ταιριάζει περισσότερο με το Αφγανιστάν παρά με το Ιράκ, τότε που βρίσκονταν στην εξουσία οι Ταλιμπάν. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2004, πιθανόν όμως να άρχισε να γράφεται πριν την ανατροπή των Ταλιμπάν με την αμερικανική επέμβαση στο Αφγανιστάν.
Η γενέθλια πόλη του ήρωα είναι ερειπωμένη. Μάταια ψάχνει να βρει τους δικούς του, καθώς και την αγαπημένη του. Ελάχιστες γυναίκες κυκλοφορούν στους δρόμους, και αυτές με μπούργκα. Οι άνθρωποι φαίνονται παραιτημένοι, φοβισμένοι. Η αστυνομία εμφανίζεται από το πουθενά για να τιμωρήσει τους παραπτωματίες: «Μια γυναίκα που η φωνή της είχε ακουστεί κάπως πιο δυνατά, ένας άνδρας που είχε βρεθεί στο δρόμο την ώρα της προσευχής, κάποιος πωλητής που τον είχαν καταγγείλει, κάποιος περαστικός που τους είχε κινήσει την υποψία ότι είχε προβεί σε κάποια άσεμνη χειρονομία, όλοι αυτοί δοκίμαζαν τα μακριά ρόπαλά τους…» (σελ. 42).
Το μυθιστόρημα αυτό δεν είναι μυθιστόρημα γεγονότων, είναι μυθιστόρημα (συν) αισθημάτων. Τα επεισόδια που συντελούνται είναι ελάχιστα, ο διάλογος ανύπαρκτος, η αφήγηση εστιάζεται στις εντυπώσεις που αποκομίζει ο ήρωας από μια πόλη που αλλιώς την άφησε και αλλιώς τη βρίσκει, και στα συναισθήματα που του δημιουργούνται στην απέλπιδα αναζήτηση των δικών του.
Το υποτυπώδες σασπένς της αναζήτησης λύεται στο τέλος. Ανακαλύπτει τα ίχνη της μητέρας του που έχει ξαναπαντρευτεί, και ζει σε μια πόλη στο βορά. Θα της κτυπήσει την πόρτα, αλλά αυτή προσποιείται ότι δεν τον αναγνωρίζει και του την κλείνει κατάμουτρα.
Μεγάλο μέρος της αφήγησης εστιάζεται στην εντύπωση που κάνει στον ήρωα η μπούργκα. Όλες οι γυναίκες κυκλοφορούν με μπούργκα, είναι αδύνατον να αναγνωρίσει τη μητέρα, την αδελφή του ή την αγαπημένη του κάτω από αυτή την αμφίεση. Περιφέρεται στους δρόμους μήπως και τον αναγνωρίσουν αυτές. Μάταια όμως. Κανένα από αυτά τα «χελιδόνια», όπως ονοματίζει τις γυναίκες με τη μαύρη μπούργκα η Γιασμίνα Χαντρά στο μυθιστόρημά της «Τα χελιδόνια της Καμπούλ», δεν τον αναγνωρίζει.
Η μπούργκα φαίνεται να είναι ο δεύτερος ήρωας του μυθιστορήματος. Ο Μουνγκάν μιλάει για τις γυναίκες, αλλά στην πραγματικότητα μιλάει γι αυτήν. «Ενώ στις γυναίκες που κυκλοφορούσαν με καλυμμένο το πρόσωπο έφταναν παλιά τα μακριά σάλια, οι σάρπες, ή και τα τσαντόρ, τώρα είχαν μετατραπεί σε μια σκηνή από ύφασμα, με ένα μεταξωτό καφάσι στο ύψος των ματιών. Καμιά κίνηση του σώματός τους δεν μπορούσε να δρασκελίσει τους λόφους των υφασμάτων, που τις είχαν τυλίξει σαν σκοτεινή σπηλιά, και να φτάσει στον άνθρωπο, για να πιστοποιήσει ότι ήταν γυναίκες. Έβλεπες κάτι υφασμάτινες σκηνές, με κινήσεις, βηματισμό και στάσεις. Μόνο το θρόισμα του υφάσματος, όταν περπατούσαν, έκανε αισθητή την παρουσία τους. Ήταν ο ψίθυρος του σώματός τους» (σελ. 49).
Τότε γιατί το μυθιστόρημα τιτλοφορείται «Τσαντόρ»;
Το διαβάζουμε πιο κάτω:
«Ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια κάποιας που είχε γνωρίσει στο εξωτερικό, λόγια στα οποία δεν είχε δώσει τότε σημασία. Η γυναίκα ήταν πολιτική πρόσφυγας και ο Ακμπάρ είχε αποδώσει σ’ αυτό τα λόγια της. ‘Το τσαντόρ ανοίγει το δρόμο που οδηγεί στην μπούργκα’» (σελ. 74).
Πάλι θα αναφερθώ στις «ρίζες της σύμπτωσης».
Πριν ξεκινήσω να γράφω αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση ανοίγω τα email μου και πέφτω πάνω στο παρακάτω άρθρο από το newsletter των Νέων, σήμερα, Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010 με τίτλο «Τρέμουν τον τούρκο Χομεϊνί». Η πρώτη παράγραφος του άρθρου είναι η εξής.
«Τρόµο προκαλεί στους κεµαλιστές η νέα δήλωση του ηγέτη του µεγαλύτερου θρησκευτικού τάγµατος της Τουρκίας Φετουλάχ Γκιουλέν ότι έφτασε ο καιρός να επιστρέψει στη χώρα. Οι κεµαλιστές χαρακτηρίζουν τον Γκιουλέν «Χοµεϊνί της Τουρκίας» και πιστεύουν ότι θα επιστρέψει για να εφαρµόσει τη σαρία». Ολόκληρο το άρθρο βρίσκεται εδώ http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artid=4599613&ml=1
Ψάχνοντας στο διαδίκτυο για βιογραφικά του συγγραφέα, βρήκα ότι έχει ένα παραπάνω λόγο να ανησυχεί: Είναι ομοφυλόφιλος, και δεν το κρύβει. Πρόπερσι, σε μια παρουσίαση ενός βιβλίου του Τζεμίλ Τουράν, άκουσα ότι η Ελλάδα έδωσε πολιτικό άσυλο σε έναν ιρανό ομοφυλόφιλο που είχε βασανιστεί άγρια από το ιρανικό καθεστώς εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του. Ο Μουνγκάν, με έναν τούρκο Χομεϊνί, μάλλον κινδυνεύει.
Θα σχολιάσω, όπως συνηθίζω, κάποια κομμάτια από το βιβλίο:
«Θυμήθηκε ένα παλιό, πολύ γνωστό ρητό: ‘Το γέλιο της γυναίκας είναι μια πρόσκληση στον σατανά’» (σελ. 76).
Είπα ότι θα σχολιάσω, αλλά αυτό θα το αφήσω ασχολίαστο.
«Έστω κι αν δεν μπορούσε να το εκφράσει με λέξεις, κάπου μέσα στην καρδιά του ήξερε πως τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη λαμπρή ευτυχία πατέρα και γιου που γελάνε την ίδια στιγμή» (σελ. 33).
Κι εγώ, σαν πατέρας, το νιώθω, όταν βλέπω μαζί με το γιο μου κωμωδίες. Φαντάζομαι και ο γιος μου.
Μίλησα περισσότερο για το θέμα, ως πιο ενδιαφέρον, παρά για τη λογοτεχνικότητα της γραφής του Μουνγκάν. Είναι δεξιοτέχνης στην αφήγηση, έστω και με υποτυπώδη πλοκή, και γλαφυρός στην περιγραφή. Δίκαια θεωρείται εφάμιλλος του Παμούκ, του οποίου είναι μόλις τρία χρόνια νεώτερος.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Monday, November 8, 2010
Ρούλα Κακλαμανάκη, Το ευάλωτο σώμα της δικαιοσύνης
Ρούλα Κακλαμανάκη, Το ευάλωτο σώμα της δικαιοσύνης, Άγκυρα 2010, σελ. 143
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Σαρκαστικός στις λιθογραφίες του ο Ντομιέ, δεικτική στις κρίσεις της η Κακλαμανάκη, αποτελούν ένα συναρπαστικό δίδυμο στο εξαιρετικό αυτό βιβλίο.
Μια από τις κατηγορίες των βιβλιοπαρουσιάσεων στο Λέξημα είναι και οι «Λοιπές κατηγορίες». Απουσιάζουν για παράδειγμα κατηγορίες όπως η βιογραφία, όμως το τελευταίο βιβλίο της Ρούλας Κακλαμανάκη φαίνεται να είναι ειδολογικά άστεγο, και αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να μπει σε καμιά κατηγορία, ακόμη και σε μια εξαντλητική κατηγοριοποίηση των παρουσιάσεών μας.
Η Ρούλα Κακλαμανάκη ήταν δικαστικός, ήταν βουλευτής και υφυπουργός στα υπουργεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Παιδείας, όμως είναι ποιήτρια (απ’ αυτή την ιδιότητα δεν παίρνεις ποτέ σύνταξη και δεν γίνεσαι ποτέ «τέως»), πεζογράφος, και γενικά άνθρωπος των γραμμάτων. Έχει εκδώσει πάρα πολλά βιβλία που δεν έχει νόημα να τα απαριθμήσω, αφού και η ίδια στο σύντομο βιογραφικό στο αφτί του βιβλίου παραθέτει μόνο τον αριθμό τους κατά κατηγορία και όχι αναλυτικά με τους τίτλους τους, ως είθισται, σε κάποια από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου.
Τότε που τα βιβλία ήταν χειρόγραφα, αλλά και στις πρώτες μέρες της τυπογραφίας, η εικονογράφηση ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Σήμερα η εικονογράφηση απουσιάζει εντελώς από κατηγορίες όπως η πεζογραφία και η ποίηση, και υπάρχει μόνο σε κατηγορίες όπου θεωρείται λίγο πολύ αναγκαία, όπως π.χ. η ταξιδιωτική λογοτεχνία, ή σε βιβλία για τον κινηματογράφο και τη ζωγραφική. Η παιδική λογοτεχνία είναι μια εξαίρεση.
Όμως σε όλες τις περιπτώσεις η εικονογράφηση «ακολουθεί» το περιεχόμενο του βιβλίου. Στην παιδική λογοτεχνία για παράδειγμα, ο εικονογράφος, έχοντας το κείμενο, εμπνέεται τις εικόνες.
Στο βιβλίο της Ρούλας τα πράγματα είναι αντίστροφα. Η εικονογράφηση προηγείται. Είναι λιθογραφίες του Ονορέ Ντομιέ, που έχουν ως θέμα τη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της. Ακόμη έχω την υποψία ότι κάποιες λιθογραφίες του Ντομιέ ανέσυραν στη μνήμη της Κακλαμανάκη κάποιες από τις ιστορίες που αφηγείται, ή πυροδότησαν το δοκιμιακό-σχολιαστικό τμήμα που τις συνοδεύει. Με ένα διαυγή και καυστικό λόγο η Κακλαμανάκη εκθέτει τα κακώς κείμενα της δικαιοσύνης, κάποια εγγενή και λίγο πολύ αναπόφευκτα, κάποια άλλα όμως όχι, και έχουν να κάνουν με την ανεπάρκεια των θεσμών και τη διαφθορά των λειτουργών. Η μαρτυρία της, καθώς είναι εκ των έσω και όχι δημοσιογραφική, έχει σημαντικότατη αξία. Εμείς που τη ζήσαμε αυτή τη δικαιοσύνη στο πετσί μας πρόσφατα δεν πέφτουμε από τα σύννεφα, και στο διαδίκτυο έχουν κυκλοφορήσει πράγματα πολύ πιο φοβερά από αυτά που εκθέτει στο βιβλίο της η Κακλαμανάκη, και έτσι στο βιβλίο απολαύσαμε την ικανότητα της συγγραφέως ως δοκιμιογράφου και ως αφηγήτριας.
Και ως ποιήτριας. Δεν μπορεί να απωθήσει τον ποιητικό εαυτό της και γι αυτό σε κάποια σημεία η γραφή της είναι εντελώς ποιητική. Αντιγράφω από το 6ο κεφάλαιο:
«…και πάλι νόμοι, κι άλλοι νόμοι…
Ο ένας πάνω στον άλλον.
Ο ένας μέσα στον άλλον.
Για τη βία των δυνατών που ξέρουν τη δύναμή τους.
Για τη μη βία των αδυνάτων που επαναπαύονται στην αδυναμία τους.
Για τον κρυφό καημό και το βίαιο πάθος.
Για την πνοή της εφήμερης ζωής.
Για την αβέβαιη υπόσχεση της αθανασίας.
Η λέξη πέφτει βαριά σαν πέτρα στο βυθό των πραγμάτων
Η καμπάνα χτυπάει.
Η καρδιά χτυπάει.
Τα ρολόγια δεν σταματάνε
Κι ας τελειώνει της ζωής ο χρόνος» (σελ. 56-57).
Ο Τολστόι, στα διαβάσματά του, αποθησαύριζε αποφθεγματικές φράσεις και αποσπάσματα που συναντούσε, που αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλίο. Το βιβλίο της Κακλαμανάκη βρίθει από αρκετές τέτοιες φράσεις και αποσπάσματα, κάποια μέσα στο κυρίως κείμενο, κάποια στα μότο που υπάρχουν σε κάθε κεφάλαιο. Θα παραθέσω μερικά.
«Όσο πιο άδικη η νίκη, τόσο μεγαλύτερη η επαγγελματική επιτυχία» (σελ. 82).
Για τον άτεγκτο δικαστή:
«Όσο πιο άτεγκτος τόσο πιο ύποπτος. Ή για δουλεία ή για βλακεία ή, και το γελοιωδέστερο, για εμφιαλωμένη υπεροψία» (σελ. 87).
«Η δίκη είναι μάχη. Δεν είναι διάλογος, ή διευθέτηση μιας υπόθεσης μεταξύ φίλων. Είναι μάχη, με στρατηγούς και στρατιώτες, με θύματα και θύτες. Είναι δράμα, με σκηνοθεσία και ρόλους ηθοποιών» (σελ. 123).
«Η απάτη είναι έγκλημα των πλουσίων, όπως η αλητεία και η μικροκλοπή είναι έγκλημα των φτωχών. Αρνείσαι την κατηγορία ενώπιον του δικαστηρίου, με την ανάλογη αμφίεση, ακριβώς αντίθετη από τη συνήθη δική σου» (σελ. 128).
«Το δίκαιο, όπως και κάθε άλλο αγαθό, κατά κανόνα το απολαμβάνεις ανάλογα με το πάχος του πορτοφολιού σου» (σελ. 133).
Όχι πάντα.
Μου το διηγήθηκαν για κάποιο μεγαλοδικηγόρο, που για ευνόητους λόγους δεν θα αναφέρω το όνομά του. Μπορεί και να μην είναι αλήθεια, κυκλοφορούν τόσα ψέματα στις μέρες μας.
Ένας με πολύ παχύ πορτοφόλι ήταν διατεθειμένος να λαδώσει τον δικαστή. Ο δικηγόρος του, πριν τη δίκη, αφήνει τον πελάτη του στο διάδρομο να περιμένει και πηγαίνει μέσα στο δικαστήριο, όπου θα λάδωνε τον δικαστή με τρόπο. Ο δικαστής του λέει -κε… η σειρά σας δεν ήλθε ακόμη. –Το ξέρω, θα μπορούσα να αφήσω την τσάντα μου;-Βεβαίως. Βγαίνει έξω και λέει με συνωμοτικό ύφος στον πελάτη.-Μην ανησυχείς, τα κανόνισα. Γίνεται η δίκη, τρώει μια καμπάνα ο πελάτης, -Είδες πώς τα καταφέραμε; του λέει ο δικηγόρος του. Τη γλύτωσες με την μικρότερη ποινή που θα μπορούσε να σου επιβληθεί.
Και θυμήθηκα τώρα κάτι που διάβασα πριν χρόνια, για τους δικαστές τον μεσαίωνα. Καλός δικαστής δεν ήταν αυτός που δεν χρηματιζότανε γιατί όλοι χρηματίζονταν και από τους δυο αντίδικους, αλλά αυτός που άφηνε την κρίση του ανεπηρέαστη από το ύψος του χρηματισμού.
Η Ρούλα, σε ένα σύντομο επίμετρο, μιλάει για «Το αγαθό της δικαιοσύνης». Πυκνό σαν άρθρο εγκυκλοπαίδειας παραθέτει κάποιους γενικούς άξονες, καθώς και ιδέες που ανέπτυξαν διάφοροι φιλόσοφοι στο πέρασμα των αιώνων για τη δικαιοσύνη. Εστιάζεται κυρίως στον αγώνα που καταβλήθηκε για την ανεξαρτησία της, μέσω της τριχοτόμησης των εξουσιών. Βέβαια η ανεξαρτησία αυτή πολλές φορές βρίσκεται μέσα σε εισαγωγικά, αλλά σε σχέση με την απροκάλυπτη αυθαιρεσία των δυνατών που κυριαρχούσε παλιά έχει συντελεστεί μεγάλη πρόοδος. Όμως πρέπει να γίνουν και άλλα. Όπως καταλήγει η Κακλαμανάκη, «…το πρόβλημα της δικαιοσύνης βρίσκεται στο σημείο της αναζήτησης ως επιτακτική ανάγκη νέων μεθόδων, από την ήσσονα σχετικότητα ως την ουτοπία».
Ωραία φράση για να τελειώνεις ένα βιβλίο: Ως την ουτοπία.
Ωραία φράση για να τελειώνεις την παρουσίαση ενός βιβλίου: Είναι πραγματικά θαυμάσιο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Σαρκαστικός στις λιθογραφίες του ο Ντομιέ, δεικτική στις κρίσεις της η Κακλαμανάκη, αποτελούν ένα συναρπαστικό δίδυμο στο εξαιρετικό αυτό βιβλίο.
Μια από τις κατηγορίες των βιβλιοπαρουσιάσεων στο Λέξημα είναι και οι «Λοιπές κατηγορίες». Απουσιάζουν για παράδειγμα κατηγορίες όπως η βιογραφία, όμως το τελευταίο βιβλίο της Ρούλας Κακλαμανάκη φαίνεται να είναι ειδολογικά άστεγο, και αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να μπει σε καμιά κατηγορία, ακόμη και σε μια εξαντλητική κατηγοριοποίηση των παρουσιάσεών μας.
Η Ρούλα Κακλαμανάκη ήταν δικαστικός, ήταν βουλευτής και υφυπουργός στα υπουργεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Παιδείας, όμως είναι ποιήτρια (απ’ αυτή την ιδιότητα δεν παίρνεις ποτέ σύνταξη και δεν γίνεσαι ποτέ «τέως»), πεζογράφος, και γενικά άνθρωπος των γραμμάτων. Έχει εκδώσει πάρα πολλά βιβλία που δεν έχει νόημα να τα απαριθμήσω, αφού και η ίδια στο σύντομο βιογραφικό στο αφτί του βιβλίου παραθέτει μόνο τον αριθμό τους κατά κατηγορία και όχι αναλυτικά με τους τίτλους τους, ως είθισται, σε κάποια από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου.
Τότε που τα βιβλία ήταν χειρόγραφα, αλλά και στις πρώτες μέρες της τυπογραφίας, η εικονογράφηση ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Σήμερα η εικονογράφηση απουσιάζει εντελώς από κατηγορίες όπως η πεζογραφία και η ποίηση, και υπάρχει μόνο σε κατηγορίες όπου θεωρείται λίγο πολύ αναγκαία, όπως π.χ. η ταξιδιωτική λογοτεχνία, ή σε βιβλία για τον κινηματογράφο και τη ζωγραφική. Η παιδική λογοτεχνία είναι μια εξαίρεση.
Όμως σε όλες τις περιπτώσεις η εικονογράφηση «ακολουθεί» το περιεχόμενο του βιβλίου. Στην παιδική λογοτεχνία για παράδειγμα, ο εικονογράφος, έχοντας το κείμενο, εμπνέεται τις εικόνες.
Στο βιβλίο της Ρούλας τα πράγματα είναι αντίστροφα. Η εικονογράφηση προηγείται. Είναι λιθογραφίες του Ονορέ Ντομιέ, που έχουν ως θέμα τη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της. Ακόμη έχω την υποψία ότι κάποιες λιθογραφίες του Ντομιέ ανέσυραν στη μνήμη της Κακλαμανάκη κάποιες από τις ιστορίες που αφηγείται, ή πυροδότησαν το δοκιμιακό-σχολιαστικό τμήμα που τις συνοδεύει. Με ένα διαυγή και καυστικό λόγο η Κακλαμανάκη εκθέτει τα κακώς κείμενα της δικαιοσύνης, κάποια εγγενή και λίγο πολύ αναπόφευκτα, κάποια άλλα όμως όχι, και έχουν να κάνουν με την ανεπάρκεια των θεσμών και τη διαφθορά των λειτουργών. Η μαρτυρία της, καθώς είναι εκ των έσω και όχι δημοσιογραφική, έχει σημαντικότατη αξία. Εμείς που τη ζήσαμε αυτή τη δικαιοσύνη στο πετσί μας πρόσφατα δεν πέφτουμε από τα σύννεφα, και στο διαδίκτυο έχουν κυκλοφορήσει πράγματα πολύ πιο φοβερά από αυτά που εκθέτει στο βιβλίο της η Κακλαμανάκη, και έτσι στο βιβλίο απολαύσαμε την ικανότητα της συγγραφέως ως δοκιμιογράφου και ως αφηγήτριας.
Και ως ποιήτριας. Δεν μπορεί να απωθήσει τον ποιητικό εαυτό της και γι αυτό σε κάποια σημεία η γραφή της είναι εντελώς ποιητική. Αντιγράφω από το 6ο κεφάλαιο:
«…και πάλι νόμοι, κι άλλοι νόμοι…
Ο ένας πάνω στον άλλον.
Ο ένας μέσα στον άλλον.
Για τη βία των δυνατών που ξέρουν τη δύναμή τους.
Για τη μη βία των αδυνάτων που επαναπαύονται στην αδυναμία τους.
Για τον κρυφό καημό και το βίαιο πάθος.
Για την πνοή της εφήμερης ζωής.
Για την αβέβαιη υπόσχεση της αθανασίας.
Η λέξη πέφτει βαριά σαν πέτρα στο βυθό των πραγμάτων
Η καμπάνα χτυπάει.
Η καρδιά χτυπάει.
Τα ρολόγια δεν σταματάνε
Κι ας τελειώνει της ζωής ο χρόνος» (σελ. 56-57).
Ο Τολστόι, στα διαβάσματά του, αποθησαύριζε αποφθεγματικές φράσεις και αποσπάσματα που συναντούσε, που αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλίο. Το βιβλίο της Κακλαμανάκη βρίθει από αρκετές τέτοιες φράσεις και αποσπάσματα, κάποια μέσα στο κυρίως κείμενο, κάποια στα μότο που υπάρχουν σε κάθε κεφάλαιο. Θα παραθέσω μερικά.
«Όσο πιο άδικη η νίκη, τόσο μεγαλύτερη η επαγγελματική επιτυχία» (σελ. 82).
Για τον άτεγκτο δικαστή:
«Όσο πιο άτεγκτος τόσο πιο ύποπτος. Ή για δουλεία ή για βλακεία ή, και το γελοιωδέστερο, για εμφιαλωμένη υπεροψία» (σελ. 87).
«Η δίκη είναι μάχη. Δεν είναι διάλογος, ή διευθέτηση μιας υπόθεσης μεταξύ φίλων. Είναι μάχη, με στρατηγούς και στρατιώτες, με θύματα και θύτες. Είναι δράμα, με σκηνοθεσία και ρόλους ηθοποιών» (σελ. 123).
«Η απάτη είναι έγκλημα των πλουσίων, όπως η αλητεία και η μικροκλοπή είναι έγκλημα των φτωχών. Αρνείσαι την κατηγορία ενώπιον του δικαστηρίου, με την ανάλογη αμφίεση, ακριβώς αντίθετη από τη συνήθη δική σου» (σελ. 128).
«Το δίκαιο, όπως και κάθε άλλο αγαθό, κατά κανόνα το απολαμβάνεις ανάλογα με το πάχος του πορτοφολιού σου» (σελ. 133).
Όχι πάντα.
Μου το διηγήθηκαν για κάποιο μεγαλοδικηγόρο, που για ευνόητους λόγους δεν θα αναφέρω το όνομά του. Μπορεί και να μην είναι αλήθεια, κυκλοφορούν τόσα ψέματα στις μέρες μας.
Ένας με πολύ παχύ πορτοφόλι ήταν διατεθειμένος να λαδώσει τον δικαστή. Ο δικηγόρος του, πριν τη δίκη, αφήνει τον πελάτη του στο διάδρομο να περιμένει και πηγαίνει μέσα στο δικαστήριο, όπου θα λάδωνε τον δικαστή με τρόπο. Ο δικαστής του λέει -κε… η σειρά σας δεν ήλθε ακόμη. –Το ξέρω, θα μπορούσα να αφήσω την τσάντα μου;-Βεβαίως. Βγαίνει έξω και λέει με συνωμοτικό ύφος στον πελάτη.-Μην ανησυχείς, τα κανόνισα. Γίνεται η δίκη, τρώει μια καμπάνα ο πελάτης, -Είδες πώς τα καταφέραμε; του λέει ο δικηγόρος του. Τη γλύτωσες με την μικρότερη ποινή που θα μπορούσε να σου επιβληθεί.
Και θυμήθηκα τώρα κάτι που διάβασα πριν χρόνια, για τους δικαστές τον μεσαίωνα. Καλός δικαστής δεν ήταν αυτός που δεν χρηματιζότανε γιατί όλοι χρηματίζονταν και από τους δυο αντίδικους, αλλά αυτός που άφηνε την κρίση του ανεπηρέαστη από το ύψος του χρηματισμού.
Η Ρούλα, σε ένα σύντομο επίμετρο, μιλάει για «Το αγαθό της δικαιοσύνης». Πυκνό σαν άρθρο εγκυκλοπαίδειας παραθέτει κάποιους γενικούς άξονες, καθώς και ιδέες που ανέπτυξαν διάφοροι φιλόσοφοι στο πέρασμα των αιώνων για τη δικαιοσύνη. Εστιάζεται κυρίως στον αγώνα που καταβλήθηκε για την ανεξαρτησία της, μέσω της τριχοτόμησης των εξουσιών. Βέβαια η ανεξαρτησία αυτή πολλές φορές βρίσκεται μέσα σε εισαγωγικά, αλλά σε σχέση με την απροκάλυπτη αυθαιρεσία των δυνατών που κυριαρχούσε παλιά έχει συντελεστεί μεγάλη πρόοδος. Όμως πρέπει να γίνουν και άλλα. Όπως καταλήγει η Κακλαμανάκη, «…το πρόβλημα της δικαιοσύνης βρίσκεται στο σημείο της αναζήτησης ως επιτακτική ανάγκη νέων μεθόδων, από την ήσσονα σχετικότητα ως την ουτοπία».
Ωραία φράση για να τελειώνεις ένα βιβλίο: Ως την ουτοπία.
Ωραία φράση για να τελειώνεις την παρουσίαση ενός βιβλίου: Είναι πραγματικά θαυμάσιο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Sunday, November 7, 2010
Γιώργος Μαρκόπουλος, Κρυφός κυνηγός
Γιώργος Μαρκόπουλος, Κρυφός κυνηγός, Κέδρος 2010, σελ. 50
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μελαγχολικά στην ατμόσφαιρά τους αλλά πανέμορφα στην εικονοποιία τους είναι τα ποιήματα της τελευταίας αυτής συλλογής του ποιητή.
Η τελευταία ποιητική συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου με τίτλο «Κρυφός κυνηγός» εκδόθηκε δώδεκα χρόνια ακριβώς μετά την βραβευμένη με κρατικό βραβείο ποίησης ποιητική του συλλογή «Μη σκεπάζεις το ποτάμι». Στο ενδιάμεσο διάστημα εξέδωσε βέβαια άλλα βιβλία, κυρίως δοκίμια, με θέμα την ποίηση. Η μακρόχρονη αυτή κυοφορία έφερε στο φως έναν καταπληκτικό καρπό, μια συλλογή με εξαιρετικά ποιήματα.
Γεννημένος το 1951 ο ποιητής, βρίσκεται σε μια ηλικία κατά την οποία μπορεί να κάνει ένα απολογισμό ζωής, να κοιτάξει το παρελθόν με νοσταλγία αλλά και κριτικά, και να δει το περιβάλλον του αντικειμενικά, χωρίς την αισιοδοξία της νιότης. Ήδη στο πρώτο ποίημα που φέρει τον τίτλο «Οι παλιοί εαυτοί μου» αρχίζει αναρωτώμενος:
«Πού πήγαν όλοι, πού χάθηκαν;
Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,
ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,
ο ατίθασος του στρατού, ο σκληρός ο ατρόμητος,
των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,
πού πήγαν, πού χάθηκαν;
Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε
Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,
ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους
κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες».
Ο Καζαντζάκης λέει κάπου «Τότε που ήμουν νέος, και νέος θα πει να θέλεις να σώσεις τον κόσμο». Αν αυτό ισχύει γενικά για τη νιότη, ίσχυσε περισσότερο για τη δική μας γενιά. Μπορεί ο Μαρκόπουλος να εκφράζει ένα προσωπικό του βίωμα, αλλά σίγουρα έχει συνείδηση ότι πρόκειται για ένα συλλογικό βίωμα της γενιάς του.
«Θύμησες που κουρνιάσατε στα πράγματα κιόλας», λέει με απορία σε ένα ποίημα πιο κάτω. Αυτό το «κιόλας» ηχεί γεμάτο παράπονο.
Το παρελθόν όμως δεν εμφανίζεται μόνο με τις θύμησες, αλλά και με τα όνειρα. Στο «Όνειρο» γράφει:
«Ναι, τους είδα που έπαιζαν στον άλλο κόσμο τάβλι,
όλους εκείνους της τάξεως των αγροφυλάκων
που μας έπαιρναν τις σφενδόνες τότε και τα σταφύλια∙
και ήσαν χαρούμενοι, ναι, τους είδα, σας λέω,
με τις στολές τους, και έπαιζαν τάβλι με ζάρια τα δόντια τους» (σελ. 23).
Θυμήθηκα κι εγώ (βρίσκομαι επίσης στην ηλικία των αναμνήσεων) την τρομερή εξουσία του δικού μας αγροφύλακα, που μας έπαιρνε τις σφενδόνες, όχι όμως και τα σταφύλια γιατί ήταν από το δικό μας αμπέλι. Είχα ζηλέψει τόσο την εξουσία του που, πιτσιρικάς, ήθελα όταν μεγαλώσω να γίνω αγροφύλακας. Αλλά δεν θα μου άρεσε να με μισούνε τα παιδιά και γι αυτό δεν θα τους έπαιρνα τις σφεντόνες. Όμως αν τελικά γινόμουν αγροφύλακας και με την οικολογική συνείδηση που έχω τώρα, σίγουρα θα τους τις έπαιρνα.
Θα προσυπογράψω μαζί με τον Μαρκόπουλο: «Πατρίδα μου είναι πλέον η μνήμη/ και περιουσία μου όσοι αγάπησα∙ και όσοι μ’ αγάπησαν» (σελ. 29).
Το ίδιο και το παρακάτω:
«Δύσκολα μιλάει, αλλά δεν στενοχωριέται
γιατί ξέρει ότι η σιωπή
είναι η αδικημένη αδελφή της ομιλίας.
που κάποτε θα βρει το δίκιο της» (σελ. 31).
Ο Μαρκόπουλος αντικρίζει τη ζωή με την μελαγχολία του ανθρώπου που ετοιμάζεται να κλείσει την έκτη δεκαετία της ζωής του. Η μελαγχολία αυτή εκφράζεται με εικόνες νοσοκομείων και νεκροταφείων - των νεκροταφείων αυτοκινήτων μη εξαιρουμένων - με εικόνες αρρώστων και κηδειών. Αλλά και με θάρρος. Δεν διστάζει να βάλει την χρονολογία γέννησής του στο βιογραφικό του στο αυτί του βιβλίου. Πολλοί συγγραφείς μετά από μια πολύ πιο μικρή ηλικία, το ξεχνούν. Άραγε το «ξεχνούν» σαν ξόρκι για τα γηρατειά, ή από υστεροβουλία; Εμείς, «σαν έτοιμοι από καιρό, σαν θαρραλέοι», θα την βάζουμε πάντα.
Από τα πιο πρωτότυπα ποιήματα της συλλογής είναι η «Αέναη εναλλαγή» Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, με τον στίχο «Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο» να διατρέχει σαν λάιτ μοτίβ το ποίημα, όπου ανακαλούνται συνειρμικά μνήμες από το παρελθόν:
«Χρώμα καφέ του Φλεβάρη,
βροχή στα παράθυρα που επιστρέφει
και μελανί σκοτάδι του δάσους,
κάμπος πνιγμένος στην ομίχλη
εκεί που η καμπάνα το απόγευμα την πλημμύρα σημαίνει» (σελ. 39).
Όμως από τα πιο συγκινητικά είναι τα φωτογραφικά στη σύλληψη και σύντομα σαν αποφθέγματα στην απόδοση «Μετά των αγίων» με τα οποία κλείνει η συλλογή αποκαλύπτοντας την ευαισθησία του ποιητή, και που θυμίζουν αρκετά τις «Στενογραφίες» του Κώστα Μαυρουδή. Δίνουμε ένα μικρό δείγμα.
-Το πρώτο φιλί παιδιού στον πατέρα που δεν το θυμάται και ο τελευταίος ασπασμός που θα τον θυμάται για πάντα.
-Το κοριτσάκι στην τηλεόραση που, ενώ βομβαρδίστηκαν, συνετρίβησαν όλα, αυτό ασταμάτητα έκλαιγε ζητώντας την κούκλα του.
-Δυο παιδάκια, παραμονή Χριστουγέννων, που λένε τα κάλαντα στον τάφο του πατέρα τους.
-Ο πανύψηλος εκείνος άντρας με τα γένια, ντυμένος μαχητής του ΕΛΑΣ κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, που αντί για όπλο κρατούσε στα χέρια του ένα καδρόνι πουλώντας λαχεία.
Και το τελευταίο της συλλογής:
-Και η στερνή στιγμή της ζωής μας, τέλος, που καθώς θα φεύγουμε έχοντας αφήσει, αν και δίπλα μας, πολύ μακριά φίλους και συγγενείς, από τα βουνά ή τη θάλασσα πέρα, κάποιος θα προβάλλει, που όμως δεν θα προφτάσουμε, δεν θα προφτάσουμε να δούμε ποιος είναι.
«Μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις», λένε συχνά για να δείξουν την παντοδυναμία της εικόνας. Όμως οι λέξεις έχουν επίσης μια φοβερή δύναμη, να φτιάχνουν εικόνες στη μεταφορική τους διάσταση, κάτι που στη γλώσσα της εικόνας είναι τόσο δύσκολο ώστε, μετά τον Αϊζενστάιν και το ιδεολογικό μοντάζ του, κάθε προσπάθεια έχει εγκαταλειφθεί πλήρως. Η εικονοπλαστική δύναμη του Μαρκόπουλου στη δημιουργία τολμηρών και ανοίκειων μεταφορών είναι εντυπωσιακή. Όλη η συλλογή είναι ένας τάπητας τέτοιων μεταφορών, μεταφορών συχνά τόσο μεγάλων στην έκταση, που ανάλογες μόνο στον «Ερωτόκριτο» έχω συναντήσει. Ας δώσουμε ένα μικρό δείγμα.
«Διότι είμαι μόνος
σαν τον καπνό μετά το φονικό στην κάννη του πιστολιού
και σαν την αγριοσυκιά
που φύτρωσε ξάφνου μες στη μαυρίλα της πυρκαγιάς» (σελ. 11)
«…και όνειρα που χάνονται
σαν το πουλί που κανένας δεν ξέρει
όταν πετάξει απ’ το σύρμα πού πάει» (σελ. 18)
«…μια ζωή μένοντας μόνος.
Σαν το κερί που το ξέχασε ο καντηλανάφτης στο μανουάλι
και σαν το κρασί που δεν ήπιε, στο τραπέζι,
ο αλκοολικός γιατί τον προσέβαλαν» (σελ. 26).
Η μελαγχολία και η θλίψη που αναδύεται από πολλά ποιήματα εξαϋλώνεται μέσα στη φαντασμαγορία των εικόνων που τα κατακλύζουν, δείχνοντας για μια ακόμη φορά την καθαρτική λειτουργία της τέχνης, που με ωραίες εικόνες μας συμφιλιώνει με την τραγικότητα της ζωής.
Η ποιητική αυτή συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου είναι από τις ωραιότερες που έχω διαβάσει ως τώρα. Με πίστη στο ταλέντο του, περιμένω και την επόμενη συλλογή του, έστω και αν περάσουν άλλα δώδεκα χρόνια μέχρι την έκδοσή της.
Μπάμπης Δερμιτζάκης.
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μελαγχολικά στην ατμόσφαιρά τους αλλά πανέμορφα στην εικονοποιία τους είναι τα ποιήματα της τελευταίας αυτής συλλογής του ποιητή.
Η τελευταία ποιητική συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου με τίτλο «Κρυφός κυνηγός» εκδόθηκε δώδεκα χρόνια ακριβώς μετά την βραβευμένη με κρατικό βραβείο ποίησης ποιητική του συλλογή «Μη σκεπάζεις το ποτάμι». Στο ενδιάμεσο διάστημα εξέδωσε βέβαια άλλα βιβλία, κυρίως δοκίμια, με θέμα την ποίηση. Η μακρόχρονη αυτή κυοφορία έφερε στο φως έναν καταπληκτικό καρπό, μια συλλογή με εξαιρετικά ποιήματα.
Γεννημένος το 1951 ο ποιητής, βρίσκεται σε μια ηλικία κατά την οποία μπορεί να κάνει ένα απολογισμό ζωής, να κοιτάξει το παρελθόν με νοσταλγία αλλά και κριτικά, και να δει το περιβάλλον του αντικειμενικά, χωρίς την αισιοδοξία της νιότης. Ήδη στο πρώτο ποίημα που φέρει τον τίτλο «Οι παλιοί εαυτοί μου» αρχίζει αναρωτώμενος:
«Πού πήγαν όλοι, πού χάθηκαν;
Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,
ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,
ο ατίθασος του στρατού, ο σκληρός ο ατρόμητος,
των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,
πού πήγαν, πού χάθηκαν;
Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε
Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,
ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους
κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες».
Ο Καζαντζάκης λέει κάπου «Τότε που ήμουν νέος, και νέος θα πει να θέλεις να σώσεις τον κόσμο». Αν αυτό ισχύει γενικά για τη νιότη, ίσχυσε περισσότερο για τη δική μας γενιά. Μπορεί ο Μαρκόπουλος να εκφράζει ένα προσωπικό του βίωμα, αλλά σίγουρα έχει συνείδηση ότι πρόκειται για ένα συλλογικό βίωμα της γενιάς του.
«Θύμησες που κουρνιάσατε στα πράγματα κιόλας», λέει με απορία σε ένα ποίημα πιο κάτω. Αυτό το «κιόλας» ηχεί γεμάτο παράπονο.
Το παρελθόν όμως δεν εμφανίζεται μόνο με τις θύμησες, αλλά και με τα όνειρα. Στο «Όνειρο» γράφει:
«Ναι, τους είδα που έπαιζαν στον άλλο κόσμο τάβλι,
όλους εκείνους της τάξεως των αγροφυλάκων
που μας έπαιρναν τις σφενδόνες τότε και τα σταφύλια∙
και ήσαν χαρούμενοι, ναι, τους είδα, σας λέω,
με τις στολές τους, και έπαιζαν τάβλι με ζάρια τα δόντια τους» (σελ. 23).
Θυμήθηκα κι εγώ (βρίσκομαι επίσης στην ηλικία των αναμνήσεων) την τρομερή εξουσία του δικού μας αγροφύλακα, που μας έπαιρνε τις σφενδόνες, όχι όμως και τα σταφύλια γιατί ήταν από το δικό μας αμπέλι. Είχα ζηλέψει τόσο την εξουσία του που, πιτσιρικάς, ήθελα όταν μεγαλώσω να γίνω αγροφύλακας. Αλλά δεν θα μου άρεσε να με μισούνε τα παιδιά και γι αυτό δεν θα τους έπαιρνα τις σφεντόνες. Όμως αν τελικά γινόμουν αγροφύλακας και με την οικολογική συνείδηση που έχω τώρα, σίγουρα θα τους τις έπαιρνα.
Θα προσυπογράψω μαζί με τον Μαρκόπουλο: «Πατρίδα μου είναι πλέον η μνήμη/ και περιουσία μου όσοι αγάπησα∙ και όσοι μ’ αγάπησαν» (σελ. 29).
Το ίδιο και το παρακάτω:
«Δύσκολα μιλάει, αλλά δεν στενοχωριέται
γιατί ξέρει ότι η σιωπή
είναι η αδικημένη αδελφή της ομιλίας.
που κάποτε θα βρει το δίκιο της» (σελ. 31).
Ο Μαρκόπουλος αντικρίζει τη ζωή με την μελαγχολία του ανθρώπου που ετοιμάζεται να κλείσει την έκτη δεκαετία της ζωής του. Η μελαγχολία αυτή εκφράζεται με εικόνες νοσοκομείων και νεκροταφείων - των νεκροταφείων αυτοκινήτων μη εξαιρουμένων - με εικόνες αρρώστων και κηδειών. Αλλά και με θάρρος. Δεν διστάζει να βάλει την χρονολογία γέννησής του στο βιογραφικό του στο αυτί του βιβλίου. Πολλοί συγγραφείς μετά από μια πολύ πιο μικρή ηλικία, το ξεχνούν. Άραγε το «ξεχνούν» σαν ξόρκι για τα γηρατειά, ή από υστεροβουλία; Εμείς, «σαν έτοιμοι από καιρό, σαν θαρραλέοι», θα την βάζουμε πάντα.
Από τα πιο πρωτότυπα ποιήματα της συλλογής είναι η «Αέναη εναλλαγή» Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, με τον στίχο «Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο» να διατρέχει σαν λάιτ μοτίβ το ποίημα, όπου ανακαλούνται συνειρμικά μνήμες από το παρελθόν:
«Χρώμα καφέ του Φλεβάρη,
βροχή στα παράθυρα που επιστρέφει
και μελανί σκοτάδι του δάσους,
κάμπος πνιγμένος στην ομίχλη
εκεί που η καμπάνα το απόγευμα την πλημμύρα σημαίνει» (σελ. 39).
Όμως από τα πιο συγκινητικά είναι τα φωτογραφικά στη σύλληψη και σύντομα σαν αποφθέγματα στην απόδοση «Μετά των αγίων» με τα οποία κλείνει η συλλογή αποκαλύπτοντας την ευαισθησία του ποιητή, και που θυμίζουν αρκετά τις «Στενογραφίες» του Κώστα Μαυρουδή. Δίνουμε ένα μικρό δείγμα.
-Το πρώτο φιλί παιδιού στον πατέρα που δεν το θυμάται και ο τελευταίος ασπασμός που θα τον θυμάται για πάντα.
-Το κοριτσάκι στην τηλεόραση που, ενώ βομβαρδίστηκαν, συνετρίβησαν όλα, αυτό ασταμάτητα έκλαιγε ζητώντας την κούκλα του.
-Δυο παιδάκια, παραμονή Χριστουγέννων, που λένε τα κάλαντα στον τάφο του πατέρα τους.
-Ο πανύψηλος εκείνος άντρας με τα γένια, ντυμένος μαχητής του ΕΛΑΣ κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, που αντί για όπλο κρατούσε στα χέρια του ένα καδρόνι πουλώντας λαχεία.
Και το τελευταίο της συλλογής:
-Και η στερνή στιγμή της ζωής μας, τέλος, που καθώς θα φεύγουμε έχοντας αφήσει, αν και δίπλα μας, πολύ μακριά φίλους και συγγενείς, από τα βουνά ή τη θάλασσα πέρα, κάποιος θα προβάλλει, που όμως δεν θα προφτάσουμε, δεν θα προφτάσουμε να δούμε ποιος είναι.
«Μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις», λένε συχνά για να δείξουν την παντοδυναμία της εικόνας. Όμως οι λέξεις έχουν επίσης μια φοβερή δύναμη, να φτιάχνουν εικόνες στη μεταφορική τους διάσταση, κάτι που στη γλώσσα της εικόνας είναι τόσο δύσκολο ώστε, μετά τον Αϊζενστάιν και το ιδεολογικό μοντάζ του, κάθε προσπάθεια έχει εγκαταλειφθεί πλήρως. Η εικονοπλαστική δύναμη του Μαρκόπουλου στη δημιουργία τολμηρών και ανοίκειων μεταφορών είναι εντυπωσιακή. Όλη η συλλογή είναι ένας τάπητας τέτοιων μεταφορών, μεταφορών συχνά τόσο μεγάλων στην έκταση, που ανάλογες μόνο στον «Ερωτόκριτο» έχω συναντήσει. Ας δώσουμε ένα μικρό δείγμα.
«Διότι είμαι μόνος
σαν τον καπνό μετά το φονικό στην κάννη του πιστολιού
και σαν την αγριοσυκιά
που φύτρωσε ξάφνου μες στη μαυρίλα της πυρκαγιάς» (σελ. 11)
«…και όνειρα που χάνονται
σαν το πουλί που κανένας δεν ξέρει
όταν πετάξει απ’ το σύρμα πού πάει» (σελ. 18)
«…μια ζωή μένοντας μόνος.
Σαν το κερί που το ξέχασε ο καντηλανάφτης στο μανουάλι
και σαν το κρασί που δεν ήπιε, στο τραπέζι,
ο αλκοολικός γιατί τον προσέβαλαν» (σελ. 26).
Η μελαγχολία και η θλίψη που αναδύεται από πολλά ποιήματα εξαϋλώνεται μέσα στη φαντασμαγορία των εικόνων που τα κατακλύζουν, δείχνοντας για μια ακόμη φορά την καθαρτική λειτουργία της τέχνης, που με ωραίες εικόνες μας συμφιλιώνει με την τραγικότητα της ζωής.
Η ποιητική αυτή συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου είναι από τις ωραιότερες που έχω διαβάσει ως τώρα. Με πίστη στο ταλέντο του, περιμένω και την επόμενη συλλογή του, έστω και αν περάσουν άλλα δώδεκα χρόνια μέχρι την έκδοσή της.
Μπάμπης Δερμιτζάκης.
Subscribe to:
Posts (Atom)