Book review, movie criticism

Wednesday, March 16, 2011

Μάρω Βαμβουνάκη, Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα

Μάρω Βαμβουνάκη, Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα, Ψυχογιός 2010, σελ. 303.

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μια ακόμη μελέτη πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό από την ψυχαναλύτρια συγγραφέα

Τη Μάρω Βαμβουνάκη την παρακολουθώ σταθερά εδώ και χρόνια. Μόνο για ένα της βιβλίο δεν έχω γράψει, για το τελευταίο της βιβλίο των εκδόσεων Φιλιππότης, την «Αντήχηση από το παρελθόν», που το χαρακτηρίζει ως μελέτημα. Όλα τα προηγούμενα έργα της είναι μυθιστορήματα ή διηγήματα.
Ήδη ο χαρακτηρισμός δείχνει ότι η Μάρω έχει κάνει μια στροφή από το μυθιστόρημα στο μελέτημα, και επειδή μάλλον το μελέτημα αυτό δεν ευτύχησε στον εκδότη της (υπόθεση κάνω) έκανε μεταγραφή στον Ψυχογιό για να γνωρίσει μια εκδοτική επιτυχία που δεν την γνώρισε με τα μυθιστορήματά της. Ήδη μιλώντας για αυτά είχαμε γράψει επανειλημμένα ότι χρησιμοποιεί την μυθιστορηματική πλοκή προσχηματικά για να σχολιάσει πάνω στον έρωτα και γενικότερα στις σχέσεις των δυο φύλων. Με τη στροφή που κάνει η θεματική της διευρύνεται. Η συνταξιούχος συμβολαιογράφος γίνεται εν ενεργεία ψυχαναλυτής, και οι συνεδρίες με τους πελάτες της (να μην πούμε ασθενείς) της προσφέρουν άφθονο υλικό για να σκεφθεί και να σχολιάσει όχι μόνο πάνω στον έρωτα και στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και στα ψυχολογικά προβλήματα που φαίνεται να ταλανίζουν όλο και περισσότερο τον σημερινό άνθρωπο. Και δεν χρειάζεται πια να στήσει μια ολόκληρη πλοκή. Μια μικρή ιστορία που μαθαίνει στις συνεδρίες της, μια περίπτωση που αντιμετωπίζει, της προσφέρει το υλικό για να σχολιάσει.
Το ύφος της είναι αφάνταστα ελκυστικό, πράγμα που εξηγεί και το μεγάλο τιράζ που έχουν τα βιβλία της. Μπορεί να μη συμφωνούμε με όλα όσα λέει, αλλά τα διαβάζουμε όλα ευχάριστα. Πρωταρχική για μένα είναι η απόλαυση του κειμένου. Προτιμώ ένα βιβλίο που με συναρπάζει σαν ύφος και σαν γραφή και ας διαφωνώ με τις ιδέες του παρά ένα βιβλίο που οι ιδέες του με βρίσκουν σύμφωνο αλλά είναι πεζό και βαρετό.
Θα σταματήσω εδώ, γιατί έχω άφθονα σημεία να σχολιάσω από το τελευταίο αυτό έργο της Μάρως.
Γράφει η Μάρω: «Πάντα με σαγήνευε η ιδέα ενός μυθιστορήματος που ο ιστορικός του χρόνος να απλώνεται σε μόνο μια μέρα, σε ένα εικοσιτετράωρο» (σελ. 54). Μπορεί να τη σαγήνευε η ιδέα, δεν ξέρω μόνο κατά πόσο θα τη σαγήνευε ο «Οδυσσέας» του James Joyce, που αναφέρεται ακριβώς σε ένα εικοσιτετράωρο από τη ζωή του Λεοπόλδου Μπλουμ. Πολλοί τον έχουν αγοράσει, αλλά πόσοι τον έχουν διαβάσει; Εγώ έχω διαβάσει το μισό, αφήνοντας σκόπιμα το άλλο μισό για αργότερα, όταν η ματιά μου θα ήταν πιο ώριμη, ξέροντας ότι δεν θα άντεχα να το ξαναδιαβάσω όλο. Αποτελούσε ένα είδος αστείου ανάμεσα σε μένα και μια μαθήτριά μου, να τη ρωτώ πότε πότε αν διάβασε επί τέλους τον «Οδυσσέα» που είχε η μητέρα της στη βιβλιοθήκη της, και που δεν είχε διαβάσει.
Διαβάζουμε: «Να είσαι στα τριάντα πέντε σου και να έχεις στόχο δημιουργίας μια σύνταξη κάνει το πράγμα άγριο πνευματικά, ακόμη και παθολογικά. Πώς θα βγει η ζωή έτσι; Πώς θα χαίρεσαι; Τι νόημα έχει;» (σελ. 81). Μάρω, ξέχασες φαίνεται ότι πήρες σύνταξη στα δεκαπέντε χρόνια (ήσουνα δεν ήσουνα σαράντα χρονών, φαντάζομαι), για να αφιερωθείς στο γράψιμο. Ο Ιάσωνας Ευαγγέλου, αυτός ο σοφός συγγραφέας που για αρκετό διάστημα συμμετείχα στο φιλολογικό του καφενείο, μου είπε ότι «όταν πάρεις σύνταξη αρχίζεις και ζεις». Το ιδανικό μου ήταν να ζήσω σαν τον Joseph Brodsky, τον Ρώσο νομπελίστα ποιητή που το σοβιετικό καθεστώς τον είχε καταδικάσει για αργία, γιατί προτιμούσε να κάθεται και να γράφει ποίηση από το να δουλεύει. Ή σαν εκείνο τον αρχαίο έλληνα που επίσης καταδικάστηκε για αργία. Και όταν το πληροφορήθηκε αυτό ένας σπαρτιάτης περιηγητής, ζήτησε να γνωρίσει αυτόν τον άνθρωπο «που ξέρει να ζει ευγενικά». Δηλαδή ο Ελύτης άσχημα την πέρασε που δεν εργάστηκε ποτέ του αλλά έγραφε ποίηση; Ήταν εισοδηματίας (σαπωνοποιεία Αλεπουδέλη), κάτι που θα ήθελα και εγώ διακαώς να είμαι, αλλά οι μοίρες μου στάθηκαν φειδωλές.
«Μόνο σαράντα, εγκλωβισμένη σε δυο παιδιά που θα της ουρλιάζουν γιατί τους ουρλιάζει, με ένα όπως όπως διαζύγιο φτηνιάρικο, όπως υπήρξε και ο γάμος της…» (σελ. 84).
Α, όλα κι όλα, η Doris Lessing δεν ήταν τόσο ανόητη να την πατήσει έτσι, πήρε διαζύγιο και παράτησε τα δυο μικρά παιδιά της στον άντρα της. Πώς το δικαιολόγησε; Κάνω αντιγραφή και επικόλληση από την Βικιπαίδεια (ξέρετε αγγλικά φαντάζομαι, γιατί βαριέμαι να μεταφράζω) For a long time I felt I had done a very brave thing. There is nothing more boring for an intelligent woman than to spend endless amounts of time with small children. I felt I wasn't the best person to bring them up. I would have ended up an alcoholic or a frustrated intellectual like my mother.
Παρεμπιπτόντως, λίγο πιο κάτω συνεχίζει η Μάρω: «Ποια ποιότητα, ποια ένταση μπορεί να έχει μια ζωή ίδια με της γκρινιάρας μάνας της;» (σελ. 84).
Βέβαια, να μην τη θάψουμε ολότελα τη Ντόρις Λέσινγκ που η προηγούμενη ανάρτησή μας στην κατηγορία «πεζογραφία» ήταν για το μυθιστόρημά της «Το χρυσό σημειωματάριο», στο δεύτερο διαζύγιό της πήρε μαζί της το παιδί της.
Διαβάζουμε: «Πάντως, όσο συζητώ το θέμα με άλλους, που αλληλοεμπιστευόμαστε εκείνα που δυσκολευόμαστε να εμπιστευτούμε στον εαυτό μας, τόσο διαπιστώνω πως είναι αρκετοί αυτοί που δεν τρελαίνονται για διακοπές, όσο τουλάχιστον διαδίδουν» (σελ. 86).
Σίγουρα αυτοί δεν είναι κρητικοί. Κυκλοφορεί το εξής ανέκδοτο, συζήτηση ανάμεσα σε δυο φίλους. Ο κρητικός παραπονιέται πως δεν πήγε διακοπές –Καλά, δεν πήγες πουθενά πουθενά; -Να, πήγα στου κουμπάρου μου στη Χαλκιδική δεκαπέντε μέρες. –Αλλού; -Να, και δέκα μέρες στου μπατζανάκη μου στη Λευκάδα. –Ρε μπαγάσα, πήγες εικοσιπέντε μέρες εκτός Αθηνών και λες ότι δεν πήγες διακοπές; -Να μωρέ, δεν πήγα στην Κρήτη.
Διαβάζουμε: «Υπάρχουν κάποιες ασιατικές φιλοσοφίες που… ισχυρίζονται πως και τους γονείς, που χρειαζόμαστε, επιλέγουμε να έχουμε γονείς» (σελ. 110).
Μια από τις ενοχές που κουβαλάω είναι που είπα κάποτε στη μάνα μου πως δυστυχώς τους γονείς μας δεν μπορούμε να τους επιλέξουμε. Από την έκφραση που πήρε το πρόσωπό της κατάλαβα ότι την πλήγωσα βαθύτατα. Αν είχε την ετοιμότητα θα μου απαντούσε πως ούτε οι γονείς επιλέγουν τα παιδιά τους. Όμως όταν έγινα γονιός κατάλαβα ότι δεν ήταν ζήτημα ετοιμότητας. Ένας γονιός δεν θα ήθελε να αλλάξει το παιδί του, όποιο κι αν είναι.
Η ενοχή μου αμβλύνεται στη σκέψη ότι και αυτή με στενοχώρησε πολλές φορές. Κάθε φορά που, σαν παιδί, έκανα καμιά αταξία, με απειλούσε ότι θα πέσει στο πηγάδι να πνιγεί. Μετά από κάθε αταξία, όταν δεν την έβρισκα στο σπίτι, γεμάτος τρόμο κοίταζα τη σκοτεινή επιφάνεια του πηγαδιού, προσπαθώντας να διακρίνω μήπως βρίσκεται στο βάθος. Δεν ήξερα τότε πως οι πνιγμένοι βγαίνουν στην επιφάνεια.
Διαβάζω τη λέξη «ερωτομίσος» στη σελίδα 206, και θυμάμαι ένα στίχο από τα αγαπημένα μου Catuli Carmina, τα τραγούδια του Κάτουλου, του Karl Orff: odi et amo, αγαπώ και μισώ.
Με χαρά βλέπω ότι κάναμε την ίδια σκέψη σε σχέση με το διήγημα «Ο δήμιος του έρωτα» του Ίρβιν Γιάλομ από την ομότιτλη συλλογή διηγημάτων, που αναφέρεται στον έρωτα μιας γυναίκας με ένα κατά πολύ νεότερό της άνδρα. «…Ο θεραπευτής Γιάλομ ανακαλύπτει στο τέλος μιας μακρόχρονης θεραπείας την περιττή του ματαιοπονία, την ανόητη, να θεραπεύσει από τον έρωτά της μια ηλικιωμένη γυναίκα. Γιατί να θεραπεύσουμε έναν έρωτα για δυο, όταν συμφωνούν και οι δυο να τον ζήσουν, που ξέρουν κι ας μην μπορούν να το εξηγήσουν στους τρίτους ότι είναι ευτυχισμένοι μαζί, ακόμη και ευτυχισμένοι στη δυστυχία τους;» (σελ. 222)
Σε ένα κείμενο που είχα γράψει σαν σχόλιο σε ανάρτηση της alef για τον Γιάλομ (και που δεν το βρίσκω, ίσως το έσβησε, ίσως να μην το έστειλα τελικά, απευθύνεται όμως στην alef) γράφω, ανάμεσα στα άλλα:
«Δεν είναι σαφέστατο; Όλη η κριτική του Laing για την ψυχανάλυση σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Όπως και του Μαρκούζε εξάλλου. Ο ψυχίατρος δεν κάνει τίποτα άλλο από το να προσαρμόζει τον ασθενή στην «αρχή της πραγματικότητας», και στην προκειμένη περίπτωση να σκοτώσει ένα νευρωσικό έρωτα. Όμως η θεραπεία τελικά προήλθε από την κατά κάποιο τρόπο ευόδωσή του. Ο Δήμιος του έρωτα του Ίρβιν Γιάλομ στην περίπτωσή της απέτυχε, ευτυχώς».
Διαβάζουμε: «…για τους παλαιότερους νόμους που έδιναν τον μικρό γιο στον πατέρα σε περίπτωση διαζυγίου» (σελ. 237). Νόμιζα ότι αυτό γίνεται μόνο στο Ισλάμ, δεν ήξερα ότι παλιά γινόταν και σε μας.
Η Μάρω θυμάται το παρακάτω που άκουσε από μια γνωστή της: «Ο Δυτικός άνθρωπος περιστρέφεται στο Δικαίωμά του, στο τι του χρωστούν. Ο άνθρωπος της Ανατολής περιστρέφεται γύρω από το Χρέος του, στο τι εκείνος οφείλει» (σελ. 266).
Θα προτείνω μια ερμηνεία. Ο Δυτικός άνθρωπος έφτασε στην μοντέρνα εποχή μετά τη φεουδαρχία μέσω της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού που κράτησαν αιώνες. Οι Ασιάτες πέρασαν απότομα από τη φεουδαρχία στη μοντέρνα εποχή. Και η υψηλότατη αρχή στην φεουδαρχία ήταν αυτή του χρέους και της υποταγής στον ηγεμόνα, και φαίνεται δεν έχει ξεπεραστεί. Εμείς με μεγάλη μας χαρά απαλλαχτήκαμε από το βασιλιά μας. Κάποιοι γιαπωνέζοι όμως, πριν λίγα χρόνια, αυτοκτόνησαν όταν ο αυτοκράτορας δήλωσε ότι δεν είναι θεός.
Γράφει η Μάρω: «Ξαναθυμήθηκα μετά ένα δοκίμιο του Μίλαν Κούντερα, νομίζω στο βιβλίο του «Η τέχνη του μυθιστορήματος», όπου μιλάει για την τραγωδία του Οιδίποδα…» (σελ. 269). «Νομίζει», γιατί δεν έχει σημασία αν τελικά είναι από εκεί ή από κάπου αλλού. Κι εγώ συχνά προτιμώ να βάλω το «νομίζω» παρά να παραλείψω κάτι σημαντικό που θέλω να πω. Κι εγώ «νομίζω» ότι μπορεί ο Κούντερα να το γράφει και στο βιβλίο του «Η τέχνη του μυθιστορήματος», σίγουρα όμως το γράφει στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», μυθιστόρημα που ξαναδιάβασα πριν λίγες βδομάδες και για το οποίο έκανα μια ανάρτηση στο blog μου. Ο Κούντερα συγκρίνει τον Οιδίποδα που ένοιωθε ένοχος ενώ δεν θα έπρεπε, με τους Τσέχους κομμουνιστές που κοιτάζουν να αποποιηθούν τις ευθύνες τους, ενώ είναι ολοφάνερα ένοχοι.
Στην προτελευταία σελίδα (302) διαβάζουμε για τις λέξεις-σκοπούς του Αργεντινού ψυχοθεραπευτή Χόρχε Μπουκάι. Αυτοπραγμάτωση, άνοδος, ευτυχία, επιτυχία, φώτιση, συνειδητοποίηση, κορυφή, ειρήνη. Η Μάρω τις έστειλε με το κινητό της σε φίλους ρωτώντας τους ποια θεωρούν πιο σπουδαία. Γράφει πως όλοι απάντησαν «φώτιση», με εξαίρεση μια φίλη που απάντησε «συνειδητοποίηση».
Ε, σε ένα τέτοιο κουίζ θα ήθελα να απαντήσω κι εγώ. Επιλέγω λοιπόν τη λέξη «ευτυχία». Αν έχει πετύχει κανείς όλα τα υπόλοιπα, σίγουρα θα είναι ευτυχισμένος.
Η Μάρω είπαμε είναι μια συγγραφέας με γλαφυρό, ελκυστικό ύφος. Συνεχώς προβληματισμένη κάνει βαθυστόχαστες σκέψεις, αλλά ταυτόχρονα είναι και πολύ ευαίσθητη. Η ευαισθησία της αυτή αποκαλύπτεται, ανάμεσα στα άλλα, και από το παρακάτω απόσπασμα που παραθέτει από τα λόγια ενός Έλληνα επιστήμονα, και με το οποίο θα ήθελα να κλείσω αυτή την παρουσίαση:
«Νοσταλγώ πάντα μια εικόνα που θεωρώ πως με βοήθησε να προκόψω, να γίνω όποιος είμαι: μαθητής, να μελετώ στο φτωχό σπίτι μας, στο ορεινό χωριό μας, και να αισθάνομαι την αγράμματη μάνα μου λίγο πιο πέρα, πάντα λίγο πιο πέρα και πάντα κοντά μου, να με συντροφεύει, να πλέκει με τις βελόνες της σιωπηλή» (σελ. 264).

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Saturday, March 12, 2011

Ελένη Γκίκα, Αιώνια επιστροφή

Ελένη Γκίκα, Αιώνια επιστροφή, Ψυχογιός 2010, σελ. 448

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε και στο Λέξημα

Μια ερωτική ιστορία που διαχέεται μέσα σε λογοτεχνικά διαβάσματα.

Η πολυγραφότατη Ελένη άφησε αυτή τη φορά δυο χρόνια να περάσουν πριν εκδώσει το επόμενο μυθιστόρημά της, που έχει σαν τίτλο την νιτσεϊκή ιδέα της αιώνιας επιστροφής. Από το 2006 που εξέδωσε το μυθιστόρημά της «Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς» την παρακολουθούμε σταθερά.
Αυτό που ξεχωρίζει στη γραφή της Γκίκα είναι ο ελλειπτικός λόγος, η κοφτή φράση με συχνή απουσία ρήματος, η συνειρμική γραφή, σε μια υστερο-μοντερνιστική ροή συνείδησης (stream of consciousness). Αυτό ήταν περίπου το υφολογικό της στίγμα και στα προηγούμενα έργα της.
Σε επίπεδο περιεχομένου βλέπουμε κάποιες εξελίξεις. Όπως και στα προηγούμενα έργα, θεματικό κέντρο είναι ο έρωτας, που όμως εδώ εξακτινώνεται και σε σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις.
«Κάηκε η Αθήνα! Της είπε χθες.
Κι εγώ σε περίμενα. Καιγόμουν κι εγώ-ήθελε, αλλά ντράπηκε να του πει.
Θυμήθηκε, εξάλλου, ότι κι εκείνη αυτό την έκοφτε κάποτε∙ το ότι καιγόταν η Αθήνα. Λες και είχε κυλήσει αιώνας-ούτε ειδήσεις δεν άκουγε πια» (σε. 188).
Τώρα πια την κόφτει – την Ελένη – και στα μυθιστορήματά της, γιατί σίγουρα την κόφτει στη ζωή. Χωράνε εδώ σελίδες για τον δολοφονημένο δεκαπεντάχρονο μαθητή, τον νεκρό νεαρό Αφγανό, τον Γλέζο με τα δακρυγόνα στα μάτια. Χωράνε σελίδες για διαδηλώσεις που δεν καταλήγουν ποτέ σε εξεγέρσεις και σε νεκρούς (η Μαρίλη απλά τραυματίστηκε, έστω και σοβαρά), αντίθετα από ό, τι συμβαίνει στις αραβικές χώρες τώρα, γιατί εδώ ο κόσμος κάνει υπομονή, τέσσερα χρόνια είναι, θα περάσουν, και όταν περάσουν αυτά τα τέσσερα χρόνια θα περιμένει να περάσουν άλλα τέσσερα. Εμείς μπορούμε να επιλέγουμε αυτούς που θα μας κλέβουν, οι Άραβες όχι (και, διάβολε, κάποιοι φαγώθηκαν γιατί να είναι μόνο δυο, θα έπρεπε να είναι λέει περισσότεροι, λες και δυο δεν είναι αρκετοί). Δεν είμαστε καλύτερα εμείς, που τουλάχιστον δεν θρηνούμε νεκρούς;
«Κατακερματισμένη εποχή, κατακερματισμένο εγώ, κατακερματισμένη και η εικόνα του κόσμου. Μονάχα κατακερματισμένη μπορεί να κοιτάζει η σύγχρονη λογοτεχνία πια τη ζωή-πέθανε, πάει, μας τελείωσε το παλιό κλασικό μυθιστόρημα. Ανούσια η παλιά βατή φόρμα. Μονάχα η αλήθεια της μιας πλευράς, αυτό που απ’ εδώ δύναμαι κάθε φορά να βλέπω», η Όλγα επιμένει. «Μονάχα θραύσματα αλήθειας, εκλάμψεις μονάχα της στιγμής, σαν θεϊκό πρόσωπο που αγαπά να φανερώνεται πάντα την πιο κρίσιμη και επώδυνη στιγμή» (σελ. 251).
Πιστεύουμε ότι η Γκίκα προσυπογράφει τα λόγια της ηρωίδας της. Και αυτή βρήκε έναν έξυπνο τρόπο για να ξεπεράσει την κατακερματισμένη εικόνα του κόσμου: βλέποντάς τη μέσα από την τέχνη. Μέσα από τη λογοτεχνία κυρίως – πεζογραφία και ποίηση- αλλά και μέσα από τον κινηματογράφο. Ο κόσμος είναι κατακερματισμένος γιατί τον βλέπουμε από μια μόνο οπτική, την προσωπική οπτική. Βλέποντάς τον μέσα από την τέχνη τον ενοποιούμε μέσα από τις διαφορετικές οπτικές των μεγάλων δημιουργών. Η Ελένη, με τις άφθονες αναφορές της σε πεζογράφους, ποιητές και σκηνοθέτες δεν κάνει επίδειξη γνώσεων, ή καλύτερα εύρους κουλτούρας, αλλά μας καταθέτει τις οφειλές της. Έτσι στις σελίδες του μυθιστορήματος αυτού, όπως και στα προηγούμενα άλλωστε, παρελαύνουν συγγραφείς όπως ο Καμύ, ο Φλωμπέρ, ο Κέσλερ: «Αλλά σκέφτηκα πως όχι, από το «Οι ρίζες της σύμπτωσης» θα πρέπει να αρχίσουμε» (σελ. 156). Έχω κλέψει αυτόν τον τίτλο για ένα δικό μου de profundis κείμενο. Παρελαύνουν ποιητές με εκτεταμένα αποσπάσματα όπως ο Πούσκιν, ο Ουίτμαν, και η Σύλβια Πλαθ για την οποία γράφει:
«Το πρόσωπό σου κοιτά συλλογισμένο απ’ το τραπέζι μου, Αυτοκτονία.
Η δύναμή σου ξεχύθηκε σαν χείμαρρος κατά το τέλος της αγωνίας και της οργής.
Στην αρχή σε βάφτισαν Σύλβια Πλαθ κι έπειτα άλλαξαν το όνομα σε κυρία Χιούζ και γέννησες κι άρχισες να παλαβώνεις» (σελ. 110)
Με τον Ταρκόφσκι φαίνεται να έχει μια εμμονή, και πιο συγκεκριμένα με τα έργα του «Στάλκερ» και «Θυσία».
Η Γκίκα βλέπει τους ήρωές της μέσα από μυθιστορηματικούς ή κινηματογραφικούς ήρωες, ταυτίζοντάς τους ή διαφοροποιώντας τους. «Ο Στάλκερ-Ορέστης» (σελ. 243), «Αλλά ο μπαμπάς της ποτέ δεν υπήρξε ο Κάρλος Μποβερί» (σελ. 222). Και φυσικά δεν χάνει ευκαιρία για διακειμενικές, έμμεσες αναφορές: «Και η Όλγα αναζητούσε τον χαμένο της χρόνο» (σελ. 252).
Όπως έκανε και στα προηγούμενα έργα της, η Γκίκα παρεμβάλει κριτικές από βιβλία που έχει διαβάσει. Όμως εδώ κάνει μια καινοτομία, που όπως μας λέει, έγινε κατ΄ απαίτηση δική της στην εφημερίδα της: υπάρχουν και κριτικές για κλασικά αριστουργήματα. Έτσι «ξαναδιαβάσαμε» με τη φρέσκια ματιά της την «Μαντάμ Μποβαρί», τον «Φύλακα στη σίκαλη» και την «Πτώση».
Δεν είναι η μόνη καινοτομία στο μυθιστόρημα αυτό. Η Ελένη μιλώντας για το σεξ γίνεται πιο τολμηρή, όχι τόσο στην περιγραφή όσο στο λεξιλόγιο. Για να καταλάβετε τι εννοώ, σας λέω μόνο ότι δεν τολμώ να παραθέσω σχετικό απόσπασμα, σε μια βιβλιοκριτική που θα αναρτηθεί όχι μόνο στο Λέξημα αλλά και στο blog μου, πράγμα που, μια και δεν είμαι ακόμη συνταξιούχος, πιθανόν να μου δημιουργούσε προβλήματα, παρόμοια με αυτά που είχα στο παρελθόν για κάτι σόκιν ανέκδοτα.
Περιέργως η Γκίκα δεν αναφέρεται στα blog (το δικό της blog είναι πλουσιότατο σε βιβλιοκριτικές), κάνει όμως αναφορά στο facebook. Το facebook αποτελεί σήμερα μια εξαιρετική μορφή επικοινωνίας. Βρήκα σ’ αυτό φίλους ξεχασμένους από χρόνια, με βρήκαν φίλοι που γι αυτούς ήμουν μια θολή ανάμνηση. Και αυτή την βιβλιοκριτική θα την αναρτήσω στον τοίχο της, από εκεί θα την διαβάσει.
Σε ένα σημείο στο βιβλίο της η Ελένη κάνει ένα ορθογραφικό λάθος, που ξέφυγε και στην επιμέλεια. Γράφει «συγκρητική λογοτεχνία» (σελ. 231). Σαν κρητικός που είμαι, πολύ μου άρεσε αυτό το λάθος.
Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι η Ελένη δεν είναι μόνο μια εξαιρετική συγγραφέας με ευρύτατη κουλτούρα, αλλά και εξαιρετικός άνθρωπος. Και αυτά τα πράγματα δεν πάνε πάντα μαζί.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Thursday, March 10, 2011

Αλέξανδρος Βαλαβάνης, Τέλος χρόνου

Αλέξανδρος Βαλαβάνης, Τέλος χρόνου, ΑΛΔΕ 2006, σελ. 169

Οι «Πονηριές του έρωτα» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος αυτού του βιβλίου, όμως ο Αλέξανδρος προτίμησε τον διδακτικό, προειδοποιητικό τίτλο «Τέλος χρόνου». Πρόκειται για ένα δροσερό, νεανικό, σπαρταριστό αφήγημα που αναφέρεται στις προσπάθειες τριών φίλων να κατακτήσουν τις κοπέλες που αγαπούν, τις μυστικές διαβουλεύσεις, τα σχέδια, τα μυστικά και τις εξαπατήσεις, όλα τα σύνεργα που θέτει στη διάθεση των ερωτευμένων ο θεός του έρωτα για να τους βοηθήσει να πετύχουν το στόχο τους. Μυστικές παρακολουθήσεις, συνωμοσίες, ξεγελάσματα, επιστράτευση φίλων, και τι δεν σκαρφίζονται οι τρεις φίλοι για να πετύχουν το σκοπό τους. Ακόμη και απεργία πείνας, επίκαιρη τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές. Η κοπέλα «…σκέφτηκε μήπως η απεργία πείνας προκαλεί σοβαρές διαταραχές στις λειτουργίες του εγκεφάλου» (σελ. 54). Αν και κάποιος άλλος θα σκεφτότανε ότι πιθανές διαταραχές του εγκεφάλου οδηγούν σε μια τέτοια απόφαση, απεργία πείνας για να συγκινήσεις μια γυναίκα. Τελικά όλες οι πιθανές καταστάσεις, όλες οι υπάρχουσες τεχνικές (ή σχεδόν όλες) καταγράφονται εδώ, σε ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να αποτελέσει και εγχειρίδιο του φλερτ ή «Πώς να κατακτήσετε τη γυναίκα που αγαπάτε». Διαβάζοντάς το μου ήλθε στο μυαλό ένα άλλο φλερτ στην ιστορία της λογοτεχνίας, εξίσου εντυπωσιακό, του Φαμπρίς προς την Κλέλια στο «Μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ. Μέσα από το παράθυρο της φυλακής φλερτάρει την αγαπημένη του, επίμονα, παθιασμένα.
Οι τρεις φίλοι δεν ήξεραν τα ονόματα των κοριτσιών που τους είχαν κλέψει την καρδιά, έτσι τους έδωσαν παρατσούκλια, η Κορδέλα, η Κοκκινομάλλα και η Ρακούν. Την ομορφιά τους ο Αλέξανδρος την περιγράφει χιουμοριστικά: η μια είναι καλλίσωμη και ωραιοπρόσωπη, η άλλη έχει καλλίπυγα οπίσθια. Η Κορδέλα είναι η ντίβα. Μετά από κάποιες σελίδες, δεν ξέρω πώς, διάβαζα Κορδέλια αντί Κορδέλα, το μυθιστόρημα θύμιζε σεξπηρική κωμωδία, αν και η Κορδέλια είναι ηρωίδα μιας από τις τραγωδίες του Σαίξπηρ, του «Βασιλιά Λήρ».
Ο Αλέξανδρος εστιάζει στις πονηριές των αγοριών. Αφήνει για το τέλος τις πονηριές των κοριτσιών. Η πιο σπαρταριστή πονηριά τους είναι πως κάνουν τάχα ότι δεν καταλαβαίνουν τις πονηριές τους. Και μέσα σε όλα αυτά χωράει και ένα επεισόδιο, πώς οι δυο φίλοι αντέγραψαν στις πανελλαδικές. Εμείς οι επιτηρητές κοιμόμαστε κανονικά. Όχι πάντα βέβαια. Μια φορά τα πήραμε στο κρανίο. Του είπαμε «κόφτο, σε πήραμε χαμπάρι ρε φίλε», αυτός το χαβά του, ο συνεπιτηρητής εξοργίστηκε και του πήρε την κόλα. Πάει η χρονιά. Αφού τον είχαμε αντιληφθεί, τι ήθελε και αυτός ο αφιλότιμος να συνεχίσει. Και μάλιστα με ένα τρόπο καθόλου επινοητικό, όπως αυτός των δυο φίλων.
Διαβάζουμε για έναν από τους τρεις ήρωες: «Αν χρειαζόταν να γράψει κάτι στον πίνακα, το έκανε αμέσως, αν όμως του απηύθυνε ερώτηση ο καθηγητής απλά τον κοιτούσε χωρίς να μιλάει» (σελ. 65).
Δεν είναι υπερβολή. Είχα κι εγώ μια μαθήτρια που δεν μιλούσε, δεν ήξερα καν το ηχόχρωμα της φωνής της. Τώρα είναι λαλίστατη, επιτυχημένη τηλεπαρουσιάστρια, γνωστή σε όλους.
Στον επίλογο ο Αλέξανδρος δίνει συμβουλές στους ερωτευμένους. Και πρώτα απ’ όλα να είναι τολμηροί. «Μεγάλο εμπόδιο σε όσα θα μπορούσαμε να πετύχουμε αποτελούν τα τεχνητά εμπόδια που κατασκευάζουμε στο μυαλό μας. Πολλές φορές η επιτυχία δεν εξαρτάται από το πόσο θα προσπαθήσουμε για κάτι, αλλά απλά, από το να ξεκινήσουμε» (σελ. 169). Όπως θα έλεγε και ο Καβάφης, «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας/ τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις/ αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου/ αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου». Αν μας αρέσει η Ιθάκη, ε, αξίζει τον κόπο να επιχειρήσουμε το ταξίδι. Όπως καταλήγει αποφθεγματικά στον πρόλογο, «Το μεγαλύτερο ρίσκο στη ζωή είναι να μην παίρνεις κανένα».
Ο Αλέξανδρος Βαλαβάνης είναι ένας πολύ ταλαντούχος πεζογράφος. Και καλά θα κάνει να συνεχίσει να γράφει.

Wednesday, March 9, 2011

Ιωάννα Κατροτζανή - Στεφάνου, Μάθε γέρο γράμματα

Ιωάννα Κατροτζανή - Στεφάνου, Μάθε γέρο γράμματα

Αναδημοσιεύω το παρακάτω κείμενο από το περιοδικό «Του Ψηλορείτη οι στράτες», Φεβρουάριος 2011, τ. 81, περιοδική έκδοση της Αδελφότητας Κρητών Ρόδου «Ο Ψηλορείτης».
Για τους παρακάτω λόγους:
Η Ιωάννα είναι θεία μου, δεύτερη ξαδέλφη της μητέρας μου. Αναφέρει ότι ο πατριάρχης Αλεξάνδρειας Μελέτιος Μεταξάκης (1971-1935) ήταν πρώτος ξάδελφος της γιαγιάς της. Το περασμένο καλοκαίρι μου θύμισε ο ξάδελφός μου ο Γιάννης ο Ζωγραφάκης ότι ο πατριάρχης Μελέτιος, από τον Παρσά και αυτός όπως και η γιαγιά μας, ήταν ή ξάδελφός της ή θείος της (είχαν 20 χρόνια διαφορά ηλικίας) και μάλιστα είχε προσφερθεί να πάρει το θείο μου, τον πατέρα του Γιάννη και αδελφό της μητέρας μου, στην Αλεξάνδρεια, στις αρχές της δεκαετίας του ’30.
Τέλος διάβασα στο κείμενο αυτό μια ευχή που της έλεγε η γιαγιά της και εγώ την είχα ξεχάσει: Την ευχή μου να ’χεις και από τα είκοσί μου ανύχια. Η δική μου γιαγιά μου έλεγε μιαν άλλη ευχή, μπορώ να πω λιγάκι ύποπτη: Την ευκή τσ’ ευκής μου να ’χεις και χωρίς να κάμεις να ’χεις.
Πώς θα μπορούσε άραγε να γίνει αυτό; Ή με μια πλούσια κληρονομιά ή με κλεψιές και απάτες. Δεν ανήκω στην κατηγορία αυτών που κλέβουν και εξαπατούν, και έτσι απ’ αυτό το δρόμο αποκλείεται. Και δεν ξέρω να έχω κανένα άκληρο θείο ή θεία που θα μπορούσα να τον κληρονομήσω. Άρα η ευχή της συγχωρεμένης της γιαγιάς μου δεν έπιασε.
Πέθανε όταν πήγαινα στην έκτη δημοτικού. Εγώ από τη δευτέρα δημοτικού, με μια μέθοδο άνευ διδασκάλου που μου είχε αγοράσει ο πατέρας μου, προσπαθούσα να μάθω αγγλικά. Η γιαγιά είναι κατάκοιτη στο κρεβάτι με σπασμένη τη λεκάνη, κι εγώ δίπλα της προσπαθώ να κλίνω το I have. Και αυτή να σχολιάζει σκανδαλισμένη: «Άκου αηδίες τσι λέει, το βούι (we) λέει χέζει (has).
Και θυμήθηκα και τη μητέρα μου. Ακούω όπερα από το τρανζιστοράκι που είχα αγοράσει μόλις πριν λίγες βδομάδες. Το σχόλιό της: Ήθελα και να κάτεχα είντα καταλαβαίνεις από ’φτανά τα σκυλομουργίσματα.Σκυλομούργισμα είναι το παραπονεμένο γαύγισμα του σκύλου, που μοιάζει με κορώνα σοπράνου.


Μάθε γέρο γράμματα...

Γράφει η Ιωάννα Κατροτζανή - Στεφάνου

Η μάθηση... μεγάλη κουβέντα. Άραγε, πότε ξεκίνησε η δίψα για μάθηση; Μα βέβαια από τη στιγμή που εμφανίστηκε ο άνθρωπος πάνω στη γη. Η ανάγκη τον ώθησε να επινοεί αντικείμενα κι εργαλεία, να ερευνά και να μαθαίνει. Χιλιάδες χρόνια έρευνας μας οδήγησαν στο σήμερα, με τα τρομερά επιτεύγματα, που ένας μέσος ανθρώπινος νους είναι αδύνατο να συλλάβει και να κατανοήσει. Ο Θεός προίκισε τον άνθρωπο με τόση δύναμη ψυχής, ώστε μπροστά στην ανάγκη του για μάθηση κανένα εμπόδιο να μην τον σταματά. Ακόμη και στα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς, την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα μικρά παιδιά σπρωγμένα από τον πόθο της μάθησης, πήγαιναν τη νύχτα στο «κρυφό σχολειό» αψηφώντας τον κίνδυνο, για να μάθουν γράμματα, κάτω από το φως του λύχνου, τραγουδώντας το «φεγγαράκι μου λαμπρό. ..» και παρακαλώντας το να τους φέγγει μέσα στο σκοτάδι.
Μικρό παιδί κι εγώ, φανταζόμουν το σχολείο σαν κάτι μαγικό και λαχταρούσα πότε θα 'ρθει η ώρα να γραφτώ στην πρώτη τάξη. Όταν ήρθε αυτή η μέρα, ετοιμάστηκα ολόχαρη και ακολουθώντας τη συμβουλή της μητέρας μου, πέρασα από τη γιαγιά μου να μου δώσει την ευχή της.
- Καλημέρα γιαγιά, της είπα μπαίνοντας στην αυλή.
- Καλώς το Γιαννουλιό μου, είντα 'ναι κι ήρθες πουρνό - πουρνό;
- Εγώ γιαγιά πάω στο σχολειό και ήρθα να μου δώσεις την ευχή σου.
- Έχε παιδί μου την ευχή μου και από τα είκοσι μου νύχια.
Έτσι έδινε τις ευχές της η γιαγιά μου, γιατί νόμιζε πως οι ευχές βγαίνουνε από τις άκρες των δαχτύλων. Μετά άρχισε να με συμβουλεύει.
- Γιαννουλιό παιδί μου, στο σχολειό που θα πας, να ξανοίγεις είντα λέει η δασκάλα σου, να μάθεις πολλά γράμματα, να γενείς και συ δασκάλα. Όϊ σαν και μένα που δεν κατέχω να βάλω την υπογραφή μου. Μεγάλο παράπονο έχω των γονιών μου, γιατί ο αδελφός μου ο Πετρής έγινε συμβολαιογράφος, ο πρώτος μου ξάδερφος, ο Μελέτιος, Πατριάρχης στην Αλεξάνδρεια, κι εμένα μου πήρανε ένα αργαστήρι να φαίνω λέει την προίκα μου.
Τη γιαγιά μου την αγαπούσα πολύ και λυπήθηκα γι 'αυτά που μου έλεγε.
- Μη στενοχωριέσαι γιαγιά, κι εγώ, ό, τι μαθαίνω, θα 'ρχομαι και θα στο λέω για να μαθαίνεις κι εσύ.
- Έχε την ευχή μου παιδί μου.
Έτσι, περνούσαν οι μέρες κι εγώ πήγαινα στην πρώτη τάξη και μάθαινα το αλφάβητο. Όταν φτάσαμε στο σίγμα, εντυπωσιάστηκα πολύ απ' αυτό το γράμμα. Δεν ξέρω γιατί. Πήγα λοιπόν στη γιαγιά μου.
- Γιαγιά, έλα να δεις είντα 'μαθα σήμερα στο σχολειό. Θωρείς ετουτονέ το γράμμα; Το λένε σίγμα. Μα ξάνοιξε να δεις. Είναι δυο σίγμα που δε μοιάζουνε. Το ένα που μοιάζει με συκαλάκι, του αρέσει να κάθεται στη μέση - μέση και το άλλο που μοιάζει με σκουληκάκι, αυτό το παντέρμο θέλει όλο στην κουντούρα να κάθεται.
Η γιαγιά μου άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. - Όϊ δα, είντα μου λες εκειά!
Αφού της εξήγησα και ό, τι άλλο είχα μάθει, έφυγα. Ξαναπήγα μετά από μέρες να τη δω. Καθώς έμπαινα στην αυλή, είδα δυο γειτόνισσες που κάθονταν με τη γιαγιά μου και πλέκανε κάλτσες. Την άκουσα τότε να τους διηγείται για το σίγμα, ό, τι της είχα πει. Έκανε την πολύξερη στις φίλες της και μιλούσε γεμάτη θαυμασμό και καμάρι, ενώ εκείνες την άκουγαν με προσήλωση περισσή. Δε θέλησα να της χαλάσω αυτή την όμορφη στιγμή. Έκανα μεταβολή κι έφυγα, ολόχαρη που κατάφερα να της δώσω την ικανοποίηση που δεν ένοιωσε μικρή. Τη χαρά και τη σπίθα της μάθησης. Ποτέ δεν είναι αργά για μάθηση, σκέφτηκα. Ακόμη μέχρι σήμερα, νομίζω πως την ακούω να μου λέει: - Έχει την ευχή μου παιδί μου και από τα είκοσι μου νύχια.
Ας είσαι καλά γιαγιά μου εκεί που είσαι. Πάντα θα σε θυμάμαι και θα σ' αγαπώ.

Tuesday, March 8, 2011

Ντόρις Λέσσινγκ, Το χρυσό σημειωματάριο

Ντόρις Λέσσινγκ, Το χρυσό σημειωματάριο (μετ. Μαργαρίτα Μπονάτσου), Καστανιώτης 2010, σελ. 734

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα αφηγηματικά πρωτότυπο έργο, που αναφέρεται κυρίως στα προβλήματα της (αγγλικής) αριστεράς και στις σχέσεις των δύο φύλων

734 σελίδες, δεν τα βγάζεις εύκολα πέρα, έτσι είπα να το πιάσω μονορούφι πριν παγώσει το ενδιαφέρον μου. Νομίζω το κατάφερα, μέσα σε μια βδομάδα.
Θα ξεκινήσω τη βιβλιοκριτική μου χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από το βιβλίο. Διαβάζω: «…Τόμας Μαν, τον τελευταίο μεγάλο συγγραφέα με την παλιά έννοια, ο οποίος χρησιμοποίησε το μυθιστόρημα για να κάνει φιλοσοφικές δηλώσεις για τη ζωή. Το θέμα είναι πως η λειτουργία του μυθιστορήματος φαίνεται να αλλάζει. Έχει γίνει ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της δημοσιογραφίας» (σελ. 90).
Με την παλιά, αλλά όχι με την πιο παλιά έννοια. Ούτε ο Σταντάλ, ούτε ο Φλωμπέρ, ούτε ο Μπαλζάκ, ούτε ο Ντοστογιέφσκι, ούτε ο Τολστόι έκαναν φιλοσοφικές δηλώσεις για τη ζωή, παρά μόνο παρεμπιπτόντως. Ο Τόμας Μαν ήταν ο αντίποδας του μοντερνισμού η αντεστραμμένη εικόνα του. Δεν έχει εμμονή με τη γλώσσα όπως οι μοντερνιστές, για αυτόν η γλώσσα ήταν απλώς το όχημα μέσω του οποίου έκανε τις φιλοσοφικές δηλώσεις του. Η Ντόρις Λέσσινγκ ακολουθεί τα χνάρια του Τόμας Μαν, κάνοντας στο έργο της αυτό φιλοσοφικές δηλώσεις για τη ζωή.
Παίρνω μια φράση από το βιβλίο: «ψυχρή αναλυτική ευφυΐα» (σελ. 626). Αν το «ψυχρή» το αντικαταστήσουμε με το «θερμή», χαρακτηρίζουμε τη συγγραφέα, τουλάχιστον όπως μας παρουσιάζεται σε αυτό το έργο της.
Μια δήλωση για τη λογοτεχνία: «Λογοτεχνία είναι η εκ των υστέρων ανάλυση των γεγονότων» (σελ. 268). Αυτό κάνει η Λέσσινγκ, αναλύει γεγονότα, πολλά από τα οποία είναι αυτοβιογραφικά – οι ενδείξεις είναι άφθονες. Και τα αναλύει πολύ επιδέξια. Είναι όντως μια αναλυτική ευφυΐα. Είναι όμως θερμή, γιατί εμπλέκεται σ’ αυτά, ως περίπου αυτοβιογραφούμενη.
Είναι όμως η λογοτεχνία πράγματι αυτό;
Ο Μπροντέλ είχε πει: Η ιστορία είναι μια συναρπαστική αφήγηση. Ή μήπως είπε «πρέπει να είναι»; Ένα εγχειρίδιο ιστορίας πρέπει να είναι μια συναρπαστική αφήγηση, και όχι μόνο για την απόλαυση του κειμένου. Το ίδιο και μια λογοτεχνική ιστορία. Όμως η λογοτεχνική ιστορία στο βιβλίο της Λέσσινγκ πνίγεται κυριολεκτικά μέσα στην ανάλυση.
Η Λέσσινγκ θέλει να τα πει όλα, και όλα δεν μπορούνε να λεχθούνε σε μια ιστορία με συγκεκριμένους ήρωες. Κάποιες από τις ιστορίες, με κύρια τις «Ελεύθερες γυναίκες», τις εγκιβωτίζει. Επίσης τις τεμαχίζει, σε μια πρωτότυπη αφηγηματική δομή. Παραπονιέται σε ένα πρόλογο που έγραψε κοντά δέκα χρόνια αργότερα (το βιβλίο εκδόθηκε το 1962) ότι οι κριτικοί δεν έδωσαν σημασία στην αφηγηματική δομή του βιβλίου.
Ποια είναι αυτή η δομή;
Η αφηγήτρια, η Άννα Βουλφ, περσόνα της συγγραφέως, γράφει μια νουβέλα, τις «Ελεύθερες γυναίκες», ενώ ταυτόχρονα κρατάει τέσσερα σημειωματάρια, όπου καταγράφει θεματικά εμπειρίες και γεγονότα: το μαύρο, το κόκκινο (εδώ γράφει για την πολιτική), το κίτρινο και το μπλε. Υπάρχει και το χρυσό, που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο, που εμφανίζεται στο τέλος, στο οποίο βρίσκονται ενωμένες οι θεματικές των προηγούμενων. Και όλα αυτά σπάζουν σε τέσσερα μέρη, με εξαίρεση τις «Ελεύθερες γυναίκες», που είναι σε πέντε μέρη, που ανοίγουν και κλείνουν το βιβλίο.
Στα έργα της Κρητικής Αναγέννησης, στα διαλείμματα, παιζόταν τα ιντερμέδια. Έπρεπε να ξεφύγει ο θεατής από την κύρια θεματική της τραγωδίας με κάτι άλλο, σαν εναλλαγή. Πιθανότατα η Λέσσινγκ σκέφτηκε με ανάλογο τρόπο, ότι θα ήταν κουραστικό για τον αναγνώστη να διαβάσει ξεχωριστά τη νουβέλα και ξεχωριστά τα σημειωματάρια, και γι αυτό προτίμησε να σπάσει την ανάγνωσή τους. Σαν να είναι ο αναγνώστης ένας τηλεθεατής που παρακολουθεί πέντε σήριαλ τη βδομάδα, και βλέπει κάθε εβδομάδα και μια συνέχεια.
Ο Αριστοτέλης, στον ορισμό της τραγωδίας, γράφει «μέγεθος εχούσης». Μ’ αυτό θέλει να πει ότι πρέπει να έχει ένα τέτοιο μέγεθος που να μπορεί να την παρακολουθήσει ο αναγνώστης. Όχι πάρα πολύ μεγάλη, αλλά ούτε και πάρα πολύ μικρή, γιατί τότε θα ήταν ασήμαντη. Εδώ όμως το μέγεθος είναι τεράστιο, 734 σελίδες. Οι αναγνώστες, τουλάχιστον όχι όλοι, δεν είναι αργόσχολοι συνταξιούχοι ώστε να ξεπετάξουν το βιβλίο σε δυο μέρες, για να μη χάσουν την υπόθεση. Εγώ, διαβάζοντας το «χρυσό σημειωματάριο», διαπίστωσα ότι είχα ξεχάσει πράγματα που είχα διαβάσει στα προηγούμενα σημειωματάρια και αναφερόντουσαν σ’ αυτό.
Η Λέσσινγκ παίζει σε ένα σημείο υπερβολικά με το σασπένς. Στη δεύτερη συνέχεια της νουβέλας μαθαίνουμε ότι ο Τόμι αυτοπυροβολήθηκε. Σκοτώθηκε τελικά; Η συγγραφέας, ούτε λίγο ούτε πολύ, θέλει να διαβάσουμε πρώτα τις τέσσερις συνέχειες από τα σημειωματάρια, σχεδόν διακόσιες σελίδες, μέχρι για να μάθουμε τι έγινε.
Τελικά δεν πέθανε, αλλά έμεινε τυφλός.
Δεν της έκανα το χατίρι. Διάβασα πρώτα τη νουβέλα, και μετά ένα ένα τα σημειωματάρια, ξεχωριστά. Αν το μάθαινε θα αγανακτούσε, αλλά και εγώ διεκδικώ το δικαίωμά μου ως αναγνώστης, να κάνω το βιβλίο ό, τι θέλω. Αυτό δεν κάνουν άλλωστε όλοι οι αναγνώστες; Και το πιο συνηθισμένο: Αν δεν τους αρέσει ένα βιβλίο, το πετάνε.
Μυθιστόρημα εσωτερικού χώρου- Inner space fiction- το χαρακτηρίζει, πολύ εύστοχα, η Margaret Drabble όπως διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια. Υπάρχουν εξωτερικά γεγονότα, όμως ταυτόχρονα με τα γεγονότα βλέπουμε και την αντανάκλασή τους στην ψυχή της αφηγήτριας, την ανάλυσή τους. Και κυριολεκτικά βέβαια είναι μυθιστόρημα εσωτερικού χώρου, αφού πάρα πολλά επεισόδια διαδραματίζονται στο δωμάτιό της, με τους εκάστοτε άνδρες της.
Ακόμη θέλει να πει πάρα πολλά. Η πολιτική και οι σχέσεις των δύο φύλων είναι τα κυρίαρχα θέματά της. Ακολουθούν οι φυλετικές διακρίσεις. Και βέβαια δεν είναι δυνατόν να ενδιαφέρουν τα δυο κύρια θέματα όλους τους αναγνώστες εξίσου. Όπως λέει η ίδια στην εισαγωγή, κάποιοι αναγνώστες εστιάζονται στο ένα θέμα και κάποιοι άλλοι στο άλλο.
Οι εντάσεις στις σχέσεις των φύλων αποδίδονται καλύτερα με τον διάλογο. Το τελευταίο μέρος από τις ελεύθερες γυναίκες θα μπορούσε να μεταγραφεί σε θεατρικό. Όμως είναι εκτεταμένο για τη σκηνική οικονομία, και γι αυτό η συγγραφέας δεν μπαίνει στον κόπο να το παρουσιάσει σαν θεατρικό διάλογο, κάτι που κάνει όμως σε δυο σελίδες στην τρίτη συνέχεια από το μπλε σημειωματάριο (σελ. 553-555). Είναι κάτι σαν Play Strinberg (αναφέρομαι στο έργο του Ντύρενματ), αλλά στο πεζό.
Είπαμε, σ’ αυτό το βιβλίο θέλει η Λέσσινγκ να χωρέσει πολλά. Πιθανόν κάποια σχεδιάσματα διηγημάτων ή νουβελών που παρατίθενται να μη γράφηκαν με αφορμή το βιβλίο, αλλά να τα ενσωμάτωσε σ’ αυτό.
Τέλος, από τα κομμάτια του έργου που μας άρεσαν ιδιαίτερα είναι οι παρωδίες μαρξιστικών κριτικών για το βιβλίο της ηρωίδας της. Στο κόκκινο σημειωματάριο η Λέσσινγκ παραθέτει τις εμπειρίες της ως στρατευμένη επί χρόνια στην αριστερά, και μάλιστα στο αγγλικό κομμουνιστικό κόμμα.
Θα κλείσω παραθέτοντας δυο αποσπάσματα από την εισαγωγή.
«Γιατί να περάσεις μήνες και χρόνια γράφοντας χιλιάδες λέξεις για ένα βιβλίο, ή ακόμη και για ένα συγγραφέα, όταν υπάρχουν εκατοντάδες βιβλία που περιμένουν να τα διαβάσεις;» (σελ. 19).
Η απάντηση είναι προφανής. Διαβάζοντας μόνο δεν μπορείς να κάνεις καριέρα, σαν πανεπιστημιακός για παράδειγμα, παρά μόνο γράφοντας.
Και το δεύτερο:
«…διάβασα πρόσφατα μια εργασία για τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα από ένα αγόρι λίγο πριν από τις εισαγωγικές εξετάσεις. Ξεχείλιζε από πρωτοτυπία και ενθουσιασμό για το θεατρικό, από το αίσθημα στο οποίο κάθε πραγματική διδασκαλία της λογοτεχνίας στοχεύει να προκαλέσει. Η εργασία επιστράφηκε από τον καθηγητή με την εξής δικαιολογία: δεν μπορώ να τη βαθμολογήσω, δεν υπάρχουν παραθέσεις πηγών. Ελάχιστοι δάσκαλοι θα το θεωρούσαν αυτό θλιβερό και γελοίο» (σελ. 22-23).
Είχα μια ανάλογη εμπειρία, γι αυτό το αναφέρω. Το κείμενό μου μπορεί να μην ήταν λαμπρό, όμως ήταν πρωτότυπο στις ιδέες. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε βιβλιογραφία.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Monday, March 7, 2011

Ju Kyung Joong, Natalie

Ju Kyung Joong, Natalie (2010)

Η προηγούμενη ανάρτησή μου ήταν για την «Ναταλί» του Ιβάν Μπούνιν. Πριν προλάβω να κάνω άλλη ανάρτηση βλέπω, συμπτωματικά (άλλη μια φορά οι «ρίζες της σύμπτωσης»), ότι ανάμεσα στις ταινίες μου ήταν και η Natalie του Κορεάτη Ju Kyung Joong. Καθώς έχω πολύ καιρό να γράψω για ταινία είπα να τη δω και να γράψω κάτι γι αυτήν, ώστε να έχω δυο συνεχόμενες αναρτήσεις με τίτλο «Ναταλί».
Μπήκα στο διαδίκτυο για να βρω στοιχεία για την ταινία, και διαβάζω ότι είναι η πρώτη κορεάτικη ταινία 3-D (η ελληνική ποια να είναι άραγε;).
Βλέποντας την ταινία αυτή διαπίστωσα για μια ακόμη φορά, και μάλιστα έχοντας δει πρόσφατα το μικρού μήκους έργο «Το χέρι» του Kar Wai Wong (ένα από τα τρία μέρη της ταινίας «Eros») ότι ο έρωτας τρέφεται με την ματαίωση και την απουσία. Το έχω ξαναγράψει, ας το ξαναγράψω άλλη μια φορά, το παρακάτω που διάβασα: η απόσταση τρέφει τον έρωτα ενώ η εγγύτητα τρέφει το σεξουαλικό πάθος. Στην ταινία βλέπουμε τον παθιασμένο έρωτα τριών προσώπων που σχηματίζουν ένα ιψενικό τρίγωνο. Ο καθηγητής και η μαθήτρια χωρίζουν, για να στοιχειώσει στο εξής τη σκέψη τους ο απών άλλος. Ο καθηγητής έχει φτιάξει τη Ναταλί, ένα μπρούτζινο άγαλμα με μοντέλο την Ο Μι Ραν, και την εκθέτει σε μια έκθεση με γλυπτά του. Όλα έχουν πουληθεί, όμως αυτό αρνείται να το πουλήσει. Ένας επίδοξος αγοραστής καταφτάνει ξαφνικά, και θέλει να το αγοράσει όσο όσο. Είναι ένας παλιός μαθητής του. Έχει σχέση με την Ο Μι Ραν. Στο τέλος αποκαλύπτει ότι είναι ο άνδρας της. Και αυτού τη σκέψη την έχει στοιχειώσει, γιατί είναι πια νεκρή. Ρισκάρισε τη ζωή της για να δώσει ζωή στο κοριτσάκι τους που θα γεννούσε. Αποκαλύπτει στον καθηγητή ότι η Ο Μι Ραν έβαζε γράμματα στην γραμματοθυρίδα του ζητώντας να τον συναντήσει, όμως αυτός τα εντόπιζε έγκαιρα και τα κατέστρεφε. Στο τέλος της ταινίας βλέπουμε τον καθηγητή να χώνεται μέσα σε ένα τεράστιο γραμματοκιβώτιο, που πάνω του γράφει «Το γραμματοκιβώτιο του έρωτα».
Η ταινία έχει αρκετές τολμηρές σκηνές, χωρίς να είναι τσόντα. Και σίγουρα θα δείχνουν πιο ελκυστικές σε προβολή 3-D. Όμως οι τολμηρές σκηνές, μου λέει η κόρη φίλου μου, είναι πολύ συνηθισμένες στον κορεάτικο κινηματογράφο.
Ψάχνοντας στο διαδίκτυο βρήκα ένα ενδιαφέρον βιογραφικό για τον σκηνοθέτη. Γράφηκε προφανώς πριν από την παραπάνω ταινία, και τον παρουσιάζει ως μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Ένα αριστούργημά του, το Dongseung, προβλήθηκε σε δυο κινηματογραφικά φεστιβάλ, στο Βερολίνο και στο Σικάγο. Στο δεύτερο απέσπασε το βραβείο κοινού. Το γύρισε με άπειρες δυσκολίες, όταν έμαθε ότι η μητέρα του θα πέθαινε από καρκίνο. Ο θάνατος αυτός φαίνεται να τον έχει στοιχειώσει, αφού και η Ο Μι Ραν από καρκίνο πέθανε, καρκίνο των ωοθηκών που με την εγκυμοσύνη έκανε μετάσταση σε όλο της το σώμα.

Οι τέσσερις εποχές