Book review, movie criticism

Wednesday, November 2, 2011

Θόδωρος Γεωργάκης, Με λογισμό και με όνειρο

Θόδωρος Γεωργάκης, Με λογισμό και με όνειρο

Παρουσίαση του βιβλίου του δημάρχου της Ηλιούπολης Θεόδωρου Γεωργάκη «Με λογισμό και μ’ όνειρο, Λόγος και Πράξη στην τοπική αυτοδιοίκηση» στην αίθουσα Συλλόγου Ποντίων του δήμου Καλλιθέας την Τετάρτη 16 Μαρτίου 2005

Θα ήθελα κατ’ αρχήν να ευχαριστήσω το δήμαρχο κ. Θεόδωρο Γεωργάκη για την τιμή που μου έκανε να μιλήσω για το βιβλίο του, «Με λογισμό και μ’ όνειρο», Λόγος και Πράξη στην Τοπική Αυτό διoίκηση, Τόμος Α΄, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Λιβάνη σε μια πολύ καλαίσθητη έκδοση, και στη συνέχεια όλους εσάς που ήλθατε σε αυτή την παρουσίαση.
Στη συνέχεια, θα ήθελα να επισημάνω τη διαφορά, ανάμεσα στους προλογήσαντες το βιβλίο και σε δυο από τους παρουσιαστές του. Οι προλογήσαντες είναι πολιτικά πρόσωπα, ενώ από τους παρουσιαστές ο υποφαινόμενος και η κα Πίκη είμαστε πρόσωπα της λογοτεχνίας. Εγώ, βιβλιοκριτικός και θεωρητικός της λογοτεχνίας, η κα Πίκη λογοτέχνις.
Και επισημαίνω αυτή τη διαφορά, για να τονίσω ότι η λογοτεχνία και η πολιτική μπορεί να διαφέρουν, όμως δεν βρίσκονται σε απόλυτη διάσταση. Διάβασα κάπου ότι στη Γαλλία σχεδόν όλοι οι υπουργοί έχουν δημοσιεύσει τουλάχιστον ένα βιβλίο, και μάλιστα λογοτεχνικό.
Το πρώτο μέρος της εισαγωγής έχει τίτλο «Η ξεχασμένη τέχνη της ρητορικής». Η ρητορική είναι η κατ’ εξοχήν τέχνη του πολιτικού. Όμως η λέξη ρητορική χρησιμοποιείται και σαν περίπου συνώνυμη της θεωρίας της λογοτεχνίας. Η φίλη μου η Αμίνα από το Πανεπιστήμιου του Μαρόκου έχει τον επίσημο τίτλο «καθηγήτρια της ρητορικής», που στην πραγματικότητα σημαίνει καθηγήτρια της λογοτεχνίας. Ο Wayne Booth έχει γράψει ένα βιβλίο πάνω στη θεωρία του μυθιστορήματος με τίτλο: The rhetoric of fiction, η ρητορική του μυθιστορήματος.
Τι κοινό έχει ένας πολιτικός με ένα λογοτέχνη;
Το κοινό που έχουν και οι δυο τους είναι η ευαισθησία. Ευαισθησία στα προβλήματα των συνανθρώπων, ευαισθησία στα προβλήματα της ζωής, ευαισθησία σεισμογράφου να καταγράφουν και τις πιο μικρές αλλαγές, τους πιο ασήμαντους κραδασμούς που συμβαίνουν στον κοινωνικό τους χώρο. Και ενώ ο λογοτέχνης τα ερεθίσματά του τα μετασχηματίζει σε λόγο, ο πολιτικός τα μετασχηματίζει σε πράξη.
Και εδώ πάλι δεν μιλάμε για απόλυτες αντιθέσεις, αλλά για μετατοπιζόμενες εντάσεις. Η στρατευμένη λογοτεχνία, η litterature engagee όπως την ονομάζουν οι Γάλλοι δίνοντάς της μια περίοπτη θέση στο σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής, μήπως δεν είναι πράξη, μια κατ’ εξοχής επαναστατική πράξη; Και ο πολιτικός, πριν ενεργήσει, δεν θα πρέπει να μιλήσει, να ρητορεύσει, ώστε να πετύχει την αποδοχή και τη συναίνεση για τις πράξεις τις οποίες σκοπεύει να κάνει, τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί;
Υπάρχει λοιπόν συχνά μια διαπλοκή λογοτεχνίας και πολιτικής. (Ξεχάστε τις αρνητικές συνυποδηλώσεις που έχει η λέξη διαπλοκή όταν μιλάμε για πολιτική, εγώ είμαι λογοτέχνης και θεωρητικός της λογοτεχνίας. Και σαν λογοτέχνης δράττομαι της ευκαιρίας να ευχαριστήσω και απ’ αυτή τη θέση τον κο Γεωργάκη που το λογοτεχνικό μου πόνημα «Ο χορός της βροχής- οικολογικά παραμύθια και διηγήματα» το περιέβαλε με αγάπη, το εκτίμησε, και με την προτροπή του το εξέδωσε ο δήμος Ηλιούπολης και το μοιράστηκε σε όλους τους μαθητές των δημοτικών σχολείων του δήμου). Η διαπλοκή λοιπόν της λογοτεχνίας και της πολιτικής φαίνεται με ένα άμεσο τρόπο μέσα στα κείμενα. Οι λογοτεχνικές αναφορές είναι πάμπολλες, κυρίως παραθέματα από ποιήματα των μεγάλων μας ποιητών, Σολωμού, Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη και άλλων. Δεν λείπουν βέβαια και αναφορές από έργα μεγάλων μας πεζογράφων, όπως του Καζαντζάκη και του Σαμαράκη.
Αλλά ας δούμε όμως πώς ο ίδιος ο Γεωργάκης περιγράφει τη σχέση του με τη λογοτεχνία:
«Είναι η λογοτεχνία που μου επέτρεψε ν’ αποκαλύψω τον ‘καημό της Ρωμιοσύνης’. Είναι η λογοτεχνία που μου επέτρεψε να κατανοήσω πόσο βαθιά στην ψυχή μας φτάνουν τα προβλήματα της καταπίεσης και της ανεργίας, της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος, της τρίτης ηλικίας… Είναι η λογοτεχνία η πρώτη ύλη που μου έδωσε τη δυνατότητα να ανακαλύψω την απαντοχή του ανθρώπου, το μεράκι και τον αγώνα του να αφήσει κάτι στην κοινωνία, να δημιουργήσει, να πλάσει, δηλαδή, το μέλλον» (σελ. 43)
Και η παρακάτω εξομολόγηση, στην ίδια σελίδα, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική:
«Υπάρχει λοιπόν, ευθεία σχέση ανάμεσα στις σκέψεις και στα συναισθήματα που μου προκάλεσε ένα λογοτεχνικό κείμενο, στην εμπειρία που μου πρόσφερε για κάποια θέματα και στο πώς αντιμετώπισα την επόμενη μέρα στο γραφείο μου αυτά τα θέματα.
Με κάθε υπευθυνότητα σας εξομολογούμαι ότι θα ήμουν φτωχότερος ως πολιτικός στο βαθμό που θα μου έλειπε εκείνη η μαγική και βαθιά εμπειρία του κόσμου, όπως αυτός ο κόσμος ζει και αναδεικνύεται, σε όλη την πολυπλοκότητά του, μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο» (σελ. 43-44).
Και πιο κάτω γράφει χαρακτηριστικά: «Η λογοτεχνία λοιπόν δεν είναι μόνο η πηγή, αλλά και το μέσο για την προσέγγιση της ύπαρξης με το λόγο. Για την πραγματική, την ουσιαστική ανθρώπινη επικοινωνία. Για τη συνύπαρξη και τη συμπόρευση των ανθρώπων. Για την προώθηση της κοινής τους προσπάθειας με στόχο μια καλύτερη ζωή, ένα καλύτερο αύριο» (σελ. 47).
Και θα κλείσω με τα αποσπάσματα για τη λογοτεχνία από τον πρόλογο με την ακόλουθη αποφθεγματική διατύπωση:
«Τα λογοτεχνικά στοιχεία είναι που δίνουν στον πολιτικό λόγο την κοινωνική, την ανθρώπινη διάστασή του» (σελ. 47).
Στο τέλος του προλόγου ο Γεωργάκης επεξηγεί τον τίτλο του βιβλίου που είναι απόσπασμα από στίχο του Σολωμού: «… προσπάθησα να συνταιριάξω τη λογική και το συναίσθημα, τον ορθολογισμό και το όνειρο… ‘Με λογισμό και μ’ όνειρο…’, όπως το θέλει ο Διονύσιος Σολωμός, προσπάθησα να αντιμετωπίζω, από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι σήμερα – ίσως και λόγω της κοινής επτανησιακής καταγωγής μας-, όλα τα προβλήματα που συναντούσα στο δρόμο μου, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο» (σελ. 48).
Θα ήθελα εδώ να κάνω μια μικρή παρέκβαση, σε σχέση με την κοινή επτανησιακή καταγωγή του Γεωργάκη με το Σολωμό. Πριν από την κοινή επτανησιακή καταβολή υπάρχει η κρητική. Ως γνωστό, μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους τούρκους αθρόοι έτρεξαν οι κρητικοί στα Επτάνησα για να γλιτώσουν τον οθωμανικό ζυγό. Η κατάληξη σε –άκης είναι άσφαλτος δείκτης. Όσο για το Σολωμό, έχουν ανιχνευθεί οι προγονικές του ρίζες στη Σητεία. Υπάρχει ακόμη περιοχή εκεί που λέγεται «Σολωμικά». Και πριν από ένα μήνα περίπου που ήμουνα στα Κύθηρα, η υπεύθυνος του ιστορικού αρχείου μου έδειξε, δίπλα στο κτίριο στο κάστρο που βρίσκεται το αρχείο, ένα εκκλησάκι όπου είναι θαμμένα μέλη της οικογένειας Σολωμού. Στα Κύθηρα, όπως μου είπε, έμειναν κάπου έναν αιώνα πριν μεταναστεύσουν στη Ζάκυνθο.
Γιατί αυτή η παρέκβαση.
Σαν κρητικός δεν μπορώ παρά να νιώθω υπερηφάνεια που ο Σολωμός έχει κρητικές ρίζες, δεν μπορώ παρά να νιώθω υπερήφανος που ένας από τους πιο επιτυχημένους δήμαρχους της Ελλάδας, εκλεγμένος για τέταρτη συνεχή φορά, έχει κρητικές ρίζες. Και, για να συνοψίσω κρητικά την αξία των κειμένων αυτών που πριν γίνουν αντικείμενο ανάγνωσης με την παρούσα έκδοση εκφωνήθηκαν σαν προφορικός λόγος, θα παραθέσω ένα δίστιχο του μεγάλου μου, του μεγάλου μας συμπατριώτη, του Βιτσέντζου Κορνάρου:
Κι ο που κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο
Κάνει και κλαίσι και γελούν τα μάτια των ανθρώπω.
Ο Γιωργάκης στα κείμενα αυτά δείχνει ότι κατέχει να μιλεί «με γνώση και με τρόπο», και δεν ξέρω αν έκλαψαν ή γέλασαν όσοι τον άκουσαν να τα εκφωνεί, είμαι όμως σίγουρος ότι τον καταχειροκρότησαν.
Θα ήθελα να επιστρέψω στην μεταφορικότητα του τίτλου. Σε ένα παραδειγματικό άξονα με τον τίτλο «λογισμός» θα βάζαμε τη λογική, το ρεαλισμό, την αυτοσυγκράτηση, το συντηρητισμό. Σε έναν άλλο παραδειγματικό άξονα με τίτλο «όνειρο» θα βάζαμε τη φαντασία, την προοδευτικότητα, το ριζοσπαστισμό, την υπέρβαση. Ο Γεωργάκης επιλέγει τη μέση οδό, το «μέτρον» ή «μεσότητα» των προγόνων μας, που εκφράζεται με το πολυχρησιμοποιούμενο γνωμικό «παν μέτρον άριστον». Όταν οι φοιτητές στο γαλλικό Μάη κραύγαζαν το σύνθημα «Η φαντασία στην εξουσία» εξέφραζαν την αντίθεσή τους στην πεζότητα και συντηρητικότητα της γαλλικής πολιτικής.
Ο μεγάλος νομπελίστας γερμανός βιολόγος, ο Κόντραντ Λόρεντς, έχει μιλήσει για το νόμο του εκκρεμούς. Από τη μια άκρη περνάει στην άλλη, για να ισορροπήσει στη μέση. Ο Γεωργάκης ισορροπεί προγραμματικά ανάμεσα στο λογισμό και στο όνειρο. Δεν προκρίνει κανένα υπέρ του άλλου. Και τα δυο πρέπει να υπάρχουν στις σωστές αναλογίες, ανάλογα με την κατάσταση.
Θα αναφερθώ τώρα ως πολίτης σε μια διάσταση της σημερινής πολιτικής και, προπαντός, της επετειακής ρητορίας. Νομίζω ότι είναι κοινή πεποίθηση όλων μας ότι οι περισσότερες ομιλίες που γίνονται είναι βαρετές, ή καλύτερα υπνοφόρες, για να χρησιμοποιήσω μια λέξη ενός παλιού συντρόφου, του Κώστα του Σκούρα, καλή του ώρα στη Μήλο που βρίσκεται.
Γιατί αυτό:
Γιατί δεν υπάρχει η σωστή αναλογία ανάμεσα στο περιεχόμενο και στην έκφραση, ανάμεσα στα ρητορικά σχήματα και στην πληροφορία. Πολλοί επετειακοί λόγοι, ας πούμε για τις εθνικές γιορτές, είναι κατάφορτοι με εκφράσεις πατριωτικών εξάρσεων, μεγαλοστομιών και κούφιων λόγων, αλλά πολύ φτωχοί σε πληροφοριακό υλικό. Το πληροφοριακό υλικό που υπάρχει είναι ελάχιστο, γνωστό και στον τελευταίο έλληνα, απαραίτητο στημόνι για να υφανθεί πάνω του το υφάδι της μεγαλοστομίας. Και όταν ακούμε τέτοιους λόγους, λέμε όλοι μας «-άντε να τελειώνει».
Υπάρχουν οι εξαιρέσεις. Ένας τέτοιος λόγος που μου έκανε εντύπωση ήταν του τέως πρύτανη του Πολυτεχνείου Μαρκάτου, σε μια γιορτή για τη μάχη της Κρήτης πέρυσι στο Νέο Ηράκλειο. Σίγουρα υπάρχουν και άλλες.
Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και οι ομιλίες του Γεωργάκη που εμπεριέχονται στον τόμο αυτό, και, μια και η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί, τολμώ να υποθέσω το ίδιο και για τις ομιλίες που βρίσκονται στο δεύτερο υπό έκδοση τόμο. Το πληροφοριακό υλικό που παρατίθεται είναι πλουσιότατο.
Στον τόμο αυτό είναι συγκεντρωμένες ομιλίες που εντάσσονται σε τρεις θεματικές κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία έχει τίτλο «Κορυφαίες στιγμές της εθνικής μας πορείας», με κείμενα για την εθνική αντίσταση, τη μάχη της Κρήτης κλπ. Η δεύτερη «Ελλάδα και Ελληνισμός» περιέχει κείμενα για τους Έλληνες της Ιωνίας, για το δράμα του Ποντιακού Ελληνισμού και για την Κύπρο. Η τρίτη ενότητα, η οποία κατά τη γνώμη μου έχει το μεγαλύτερο αναγνωστικό ενδιαφέρον, έχει τίτλο «Ιστορικές μορφές και πρότυπα για τη νεολαία μας». Εκεί εξαίρεται η προσωπικότητα αγωνιστών όπως ο Μαρίνος Αντύπας, ο Λάκης Σάντας, η Ηρώ Κωνσταντοπούλου, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ο Σωτήρης Πέτρουλας, ο Κώστας Γεωργάκης, ο φοιτητής που αυτοπυρπολήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη Χούντα, οι ήρωες του Πολυτεχνείου, Η Ελένη Φωκά.
Η τελευταία αυτή μου ήταν άγνωστη. Διάβασα με συγκίνηση το ιστορικό της. Δασκάλα στην Κύπρο, παρέμεινε μετά την εισβολή στα κατεχόμενα, για να διδάσκει σε ένα καθεστώς διώξεων τα ελληνόπουλα που ζούσαν κάτω από την τουρκική κατοχή. Όταν πήγε στην ελεύθερη Κύπρο για ένα πρόβλημα υγείας οι τουρκικές αρχές δεν της επέτρεψαν την επιστροφή.
Με συγκίνησε επίσης και η ομιλία για τους ήρωες πυροσβέστες, που έπεσαν στο καθήκον τους στην προσπάθεια κατάσβεσης μιας πυρκαγιάς στον Υμηττό. Δεν πρέπει να μνημονεύονται μόνο οι επώνυμοι, αλλά και οι απλοί άνθρωποι που προσφέρουν τη ζωή τους στην εκτέλεση του καθήκοντος.
Θα κλείσω κυκλικά, ξαναεπιστρέφοντας στη λογοτεχνία. Αναφέρθηκα στην Αρχή ότι ο Θόδωρος Γεωργάκης παραθέτει συχνά στις ομιλίες του λογοτεχνικά αποσπάσματα. Εδώ θα προσθέσουμε ότι κάποιες φορές παραθέτει και πρωτότυπες, δικές του ποιητικές δημιουργίες. Για το ποίημα που έγραψε για την Ηρώ Κωνσταντοπούλου παραθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα.

«Έδωσε την ύπαρξή της τη νεανική
έδωσε τη χαρά της, χάρισε την αγάπη της,
δώρισε τη ζωή της, έσβησε την ικμάδα της
για σένα και για μένα,
για την ειρήνη και το δίκιο.

Και, για να μην αμφισβητήσει κανείς τις κρητικές καταβολές του δημάρχου, θα παραθέσω τις δυο μαντινάδες με τις οποίες κλείνει την ομιλία του για τη Μάχη της Κρήτης.

«Να ’ναι καλά οι Κρητικοί όπου κι αν κατοικούνε
Τη μάχη των πατέρων τους ποτέ να μη ξεχνούνε.
Σαν φάρο όλοι βλέπουμε τη μάχη τη μεγάλη,
Που την Ευρώπη τίμησε κι ας το ξεχνούν οι άλλοι».

Δεν μπορώ, νιώθω υποχρεωμένος σαν κρητικός, θα ευχηθώ κι εγώ με ανάλογο τρόπο στο Δήμαρχο:

Δήμαρχε τσ’ Ηλιούπολης, Θεόδωρε Γεωργάκη
Δουλεύεις για το δήμο σου με μπόλικο μεράκι.
Γι αυτό και μεις σου ευχόμαστε χίλια χρόνια να ζήσεις
Κι ανέ σου φαίνονται πολλά, να τα εκατοστίσεις.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

«Ταξίδια… στον κόσμο, τη μνήμη και τη φαντασία

«Ταξίδια… στον κόσμο, τη μνήμη και τη φαντασία» Υπερόριος 2004, Σάμος

Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε στην αίθουσα Αντώνη Τρίτση στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων στις 20 Νοέμβρη 2004. Δημοσιεύτηκε και στο «Μεθόριος του Αιγαίου», Ιαν-Μάρ. 2005, τ. 15

Όταν ο φίλος μου ο Γιώργος ο Βοϊκλής μου ζήτησε να παρουσιάσω τον τόμο «Ταξίδια… στον κόσμο, τη μνήμη και τη φαντασία», που περιέχει τα διηγήματα 46 σαμιωτών συγγραφέων, δέχτηκα χωρίς επιφύλαξη εξωτερικά, λόγω της φιλίας που με συνδέει εδώ και τριάντα χρόνια μαζί του, εσωτερικά όμως είχα φοβερές επιφυλάξεις. Η κύρια επιφύλαξή μου ήταν πώς θα άντεχα να διαβάσω τα διηγήματα τόσων λογοτεχνών που προέρχονται από ένα μόνο νησί. Στατιστικά θα έπρεπε να περιμένω ότι πάρα πολλά από αυτά θα ήταν κακά, και όταν λέω κακά εννοώ ότι δεν θα άντεχα να τα διαβάσω. Και δεν υπάρχει πιο επώδυνο πράγμα για μένα από το να διαβάζω κάτι που δεν μου αρέσει. Γι αυτό άλλωστε δεν υπήρξα ποτέ μου καλός μαθητής και φοιτητής, γιατί υπήρχαν πάντα μαθήματα που δεν μου άρεσαν. Με έκπληξη όμως είδα, διαβάζοντας το ένα μετά το άλλο τα κείμενα της συλλογής αυτής, ότι δεν βρέθηκα ποτέ στον ενδοιασμό: να παρατήσω αυτό που διαβάζω και να πάω στο επόμενο; Κανένα διήγημα δεν ήταν κακό, και αυτό το είπα όχι μόνο στο Γιώργο, αλλά και σε άλλους φίλους που συζήτησα το θέμα, για παράδειγμα με τον Μανώλη το Σέργη που βγάλαμε μαζί το πρόγραμμα της Εξομοίωσης του Πανεπιστημίου στο Γύθειο, επίκουρο καθηγητή λαογραφίας. Σήμερα είχαμε τις εξετάσεις σε αυτό το πρόγραμμα και ήλθα για αυτή την εκδήλωση κυριολεκτικά με την ψυχή στο στόμα.
Επαναλαμβάνω, για μένα το κατ’ αρχήν κριτήριο για ένα πεζογράφημα είναι αν αντέχεις να το διαβάσεις. Και σας βεβαιώ ότι μου έχουν τύχει πολλά τέτοια σαν βιβλιοκριτικός. Από εκεί και ύστερα αν κάποια κείμενα τα θεωρώ καλύτερα από κάποια άλλα, αυτό έχει να κάνει και με υποκειμενικά κριτήρια. Για παράδειγμα ο Γιώργης ο Παπαδάκης, που μαζί παρουσιάσαμε το βιβλίο του Σταμάτη Δανά «Στα μονοπάτια του ανέφικτου», και ο οποίος έχει ερευνητικό ενδιαφέρον για το φανταστικό, φυσικά θα τοποθετούσε αξιολογικά πρώτα τα φανταστικά διηγήματα αυτής της συλλογής.
Πολλοί συγγραφείς που κατάγονται από την επαρχία έχουν, αν μου επιτρέπεται να τη χαρακτηρίσω έτσι, μια ηθογραφική αγωνία για τον τόπο τους. Οι αλλαγές που συντελούνται στην ελληνική κοινωνία είναι ταχύτατες. Βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο μιας μίνι παγκοσμιοποίησης, που εκφράζεται με την εγκατάλειψη των τοπικών ιδιωμάτων καθώς και τη σταδιακή φθορά των παραδοσιακών ηθών και εθίμων, τα οποία προσπαθούν να αναβιώσουν, σχεδόν μουσειακά, οι τοπικοί σύλλογοι. Πολλοί σύλλογοι των συμπατριωτών μου των κρητικών στην Αθήνα κάνουνε κάθε χρόνο τη γιορτή του κλείδωνα, ένα έθιμο που έχει εκλείψει τώρα από την Κρήτη, συμπιέζοντάς το σε μια μόνο βραδιά. Έχω κάνει δυο τέτοιες παρουσιάσεις.
Οι περισσότεροι συγγραφείς αυτών των αφηγημάτων χαρακτηρίζονται από αυτή την ηθογραφικοί αγωνία, όπως για παράδειγμα ο Κώστας Καλαντζής. Το διήγημά του «Πάσχα στο Αιγαίο» βρίσκεται μέσα στην Παπαδιαμαντική παράδοση, μόνο που ο Παπαδιαμάντης γράφει συγχρονικά, ενώ ο Καλαντζής περιγράφει το παρελθόν. Η «θαμιστική αφήγηση», για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο της αφηγηματολογίας, η αφήγηση δηλαδή γεγονότων που επαναλαμβάνονται, είναι το χαρακτηριστικό του διηγήματος. Οι παρατατικοί κυριαρχούν. Στο τέλος όμως ο Καλαντζής κλείνει με επιδέξιο τρόπο, αφηγούμενος συγκεκριμένο γεγονός, το πώς ο παπάς καθυστέρησε μια φορά να πει το «Χριστός Ανέστη», περιμένοντας κατά το έθιμο να έλθει το πλοίο.
Από το Πάσχα πηγαίνουμε στα «Χριστούγεννα στην Ικαρία» της Θάλειας Τσαρνά, με τη θαμιστική αφήγηση πάλι να κυριαρχεί. Μόνο που εδώ το συγκεκριμένο γεγονός δεν έχει το happy end που έχει το διήγημα του Καλαντζή. Η γιορτή των Χριστουγέννων σκεπάζεται από το θρήνο για τους ναυτικούς που χάθηκαν.
Ο Γιάννης Κονταξής χρησιμοποιεί την ημερολογιακή αφήγηση για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο γεγονός με άφθονο σασπένς, το πώς γλίτωσε το πλοίο τους από μια κακοκαιρία, όπου λίγο έλειψε να ναυαγήσει. Το ίδιο θέμα αναπτύσσει και ο Κώστας Θρασυβούλου στο διήγημά του «Σορόκος και μπουγάζι». Αλιεύω μια υφολογική νησίδα, με το εφέ της συνεκδοχής: «Οι κοπέλες άφησαν τους αφαλούς τους να βγουν σεργιάνι».
Το «Πηγάδι του Άι Γιάννη» του Ανδρέα Παπανικήτα είναι και αυτό μια τρυφερή αναπόληση του παρελθόντος, ένα εικαστικό αφήγημα για ένα πηγάδι ομορφότατο, «αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας», για να έλθει μετά από χρόνια και να το βρει μπαζωμένο. «Το πηγάδι που μιλούσε» της Βούλα Χαραλαμπάκη – Σακελλάρη είναι ένα άλλο πηγάδι, στο οποίο έγινε ένα φονικό. Με μια συναρπαστική αφήγηση η συγγραφέας μας περιγράφει την ιστορία, και το πώς, τυχαία, ανακαλύφθηκε ο δολοφόνος. Το πραγματικό είναι πολλές φορές πιο συναρπαστικό, αρκεί να το αφηγηθείς ωραία.
Όταν λείπει το σασπένς της αφήγησης, υπάρχει ο λυρισμός της γραφής. Αναφέρομαι στα «Γράμματα της τιμονιέρας» της Κούλας Καραμηνά-Πόθου. Είναι καταπληκτικό πώς μια γυναίκα φόρεσε την περσόνα ενός άντρα με τέτοια επιτυχία.
Το «Τρεις φορές στην ίδια πόλη» της Λίτσας Ψαραύτη είναι αφηγηματικά πρωτότυπο, και αποτελεί μια μικρογραφία της αφηγηματικής τεχνικής της Ρέας Γαλανάκη στο τελευταίο της μυθιστόρημα «Ο αιώνας των λαβυρίνθων». Τα τρία κείμενα που απαρτίζουν το αφήγημα ταυτοποιούνται στη βάση της χρονολογίας, με μια δεκαετία διαφορά το καθένα, 1976, 1986, 1996. Της Γαλανάκη χωρίζεται σε εικοσαετίες, 1878, 1898 κλπ. Είναι ένα ρέκβιεμ για τη Ρωσία, στην πραγματικότητα νομίζω ένα ρέκβιεμ για τα όνειρα, ή καλύτερα τις ουτοπίες, που εξέθρεψαν τη νιότη μας.
Το «Αυτά που έφυγαν κι αυτά που θα ’ρθουν» της Ηρώς Παπαμόσχου είναι ένα αφήγημα νοσταλγίας, τρυφερό και μελαγχολικό. –Αχ, πού είσαι Αιγαίο μου!!! Με τα νησιά και τα νησάκια σου. Και το αφήγημα κλείνει: -Ε, ναι λοιπόν, το καλοκαίρι θα πάμε στη Σάμο.
«Ο αποχαιρετισμός» του Σταμάτη Βαλσάμου έχει μια προσχηματική αφήγηση για να μας ξεναγήσει στο Αιγαίο και στη Σάμο με μια θαυμάσια εικαστική περιγραφή. Οι διάλογοι μας μεταφέρουν σε καταστάσεις του παρελθόντος. Αποπνέει την ίδια νοσταλγία που αποπνέουν και τα περισσότερα αφηγήματα αυτού του τόμου.
«Ταξίδι στο Αιγαίο» είναι αντίθετα ο καταδηλωτικός τίτλος του διηγήματος του Φάνη Γαλάνη, με εικαστικές περιγραφές των νησιών του. Αλιεύουμε απ’ αυτό την παρακάτω αποφθεγματική φράση: «Αγαπούμε το ταξίδι, γιατί δίνει την εντύπωση πως ξεφεύγουμε από τον εαυτό μας, πως σπάζουμε τις αλυσίδες μας».
«Οι ρίζες» της Μαριάννας Κυριακάκη είναι ένα συναρπαστικό διήγημα που δίνει μια διάσταση της ζωής των μεταναστών στην Αμερική. Αλιεύουμε επίσης την παρακάτω φράση: «Στην απελπισία μας οι άνθρωποι παλεύουμε να γεμίσουμε το χρόνο μας. Είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για να μη σκεφτόμαστε». Να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας, να μη σκεφτόμαστε, είναι ψυχικές διαθέσεις που μας επισκέπτονται συχνά στη ζωή.
Και από την Αμερική πηγαίνουμε στην Αίγυπτο, με τον «Πικρό νόστο» του Κώστα Βαξεβανάκη. Αν και έχω μια ελαφρά διαφορετική αντίληψη για τα ιστορικά γεγονότα, το κεντρικό ζήτημα στο αφήγημα, ο ξεριζωμός, περιγράφεται με ζωντάνια και ενάργεια.
Το συμπλήρωμα της νοσταλγίας είναι η λαχτάρα αυτών που αφήσαμε πίσω για μας. «Το χαμόγελο της νεκρής» του Μανόλη Κάρλα εκφράζει θαυμάσια τη νοσταλγία της μάνας για το ξενιτεμένο παιδί της. Πεθαίνει με το χαμόγελο στα χείλη καθώς της διαβάζουν το γράμμα του γιου της.
Την ίδια λαχτάρα εκφράζει και το διήγημα «Γράμματα στον Αλέξανδρο» της Έπης Χριστοδούλου. Παρά τον τίτλο, το κείμενο αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην επιστολή και στο ημερολόγιο. Υπάρχει βέβαια ο αποδέκτης, ο Αλέξανδρος, τον οποίο η μητέρα συμβουλεύει τρυφερά.
Το «Ράλια, κοιμάσαι;» της Αγγελικής Οικονόμου εκφράζει τη νοσταλγία για τους δικούς που αφήσαμε πίσω, με ένα εντυπωσιακό εφέ τέλους. Η Ράλια ονειρεύεται τους δικούς της, και η ευτυχία που νιώθει μέσα στην ύπνο της είναι πολύ μεγάλη. Η αφηγήτρια τελειώνει: Ας τέλειωνε απόψε η μπαταρία στο ξυπνητήρι σου, Ράλια.
Όμως «Το ταξίδι στο όνειρο» της Κατερίνας Κατσαμπά που αναφέρεται σε ένα υιοθετημένο παιδί που κάθε βράδυ βλέπει στον ύπνο του τη μάνα του έχει πιο δραματικό χαρακτήρα. Το παιδί νοσταλγεί μια μάνα που δεν γνώρισε ποτέ, μια μάνα που θα μπορούσε να είχε κάνει μια άλλη επιλογή και όχι να το εγκαταλείψει.
Τα απομνημονεύματα του Μανόλη Βοϊκλή με τίτλο «Εξόριστος στα εκτός σχεδίου» είναι συναρπαστικές ιστορίες της εσωτερικής μετανάστευσης, και αναδεικνύουν ανάγλυφα το κλίμα της εποχής. Διαβάζοντάς τα αναγνωρίζει κανείς πώς η πραγματικότητα συναγωνίζεται με πολύ μεγάλη επιτυχία τη φαντασία.
Τα «Ξεφλουδίσια» του Αριστείδη Βουγιούκα εικονογραφούν σκηνές από τη ζωή των χωρικών στην Ευρυτανία. Διάβασα με συγκίνηση σ’ αυτό το διήγημα την υπόθεση της «Λαφίνας», του δημοτικού τραγουδιού που η γιαγιά μου μου το τραγούδαγε λειψό όταν ήμουν μικρός, γιατί δεν το θυμόταν όλο.
«Η μάνα» της Αγγελικής Βαλεοντή-Δεμερτζή κινείται στο ίδιο κλίμα με τον Μανόλη Βοϊκλή. Χωρίς να έχουν οι ιστοριούλες της τον ανεκδοτικό χαρακτήρα που έχουν εκείνες του Βοϊκλή, είναι πολύ συγκινητικές περιγράφοντας στενές οικογενειακές σχέσεις.
Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει, λέει ο λαός, ή έστω παραδίπλα. Η Έρη Ρίτσου, η κόρη του ποιητή (για τις κόρες του, παρεμπιπτόντως, έχει γράψει τα καλύτερά του ποιήματα, τα διαβάσαμε με συγκίνηση στα νιάτα μας) έχει καταθέσει ένα από τα καλύτερα (υποκειμενική κρίση) και εκτενέστερα (αντικειμενική διαπίστωση, μετρώντας τις σελίδες) διηγήματα της συλλογής. Φαντάζομαι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό, εικονογραφεί τις αγωνίες και τα προβλήματα της εφηβείας, και κυρίως βέβαια τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα.
Το «Ήταν ένα μικρό καράβι» του Άλκη Καλτάκη είναι μια τοπική ιστοριογραφία. Καταγράφει με επιμέλεια τις ακτοπλοϊκές συνθήκες της Σάμου μιας εικοσαετίας περίπου, 1935 με 1955, με την πένα όχι λαογράφου, αλλά λογοτέχνη.
Ποτέ δεν κουραζόμαστε να διαβάζουμε αναμνήσεις των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, που, ενώ τους έπρεπε κάθε έπαινος, σύρθηκαν στις φυλακές και τις εξορίες. Μια τέτοια συγκινητική αφήγηση είναι και το «Πειραιάς – Άι Στράτης με επιστροφή» του Πέτρου Παπαγεωργίου, που περιγράφει την μεταπολεμική πραγματικότητα, ενώ «Η επιστροφή των προσφύγων» του Δημήτρη Καραμηνά αναφέρεται στην επιστροφή από τη Μέση Ανατολή των προοδευτικών στρατιωτών που βρέθηκαν περίπου αιχμάλωτοι στα χέρια των συμμάχων. Όσο για το «Αταξίδευτο όνειρο» του Νίκου Νόου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα προηγούμενο επεισόδιο, περιγράφοντας την πρώτη αποτυχημένη προσπάθειά του να πάει στη Μέση Ανατολή. «Το πρώτο μας ταξίδι στη χώρα του ονείρου είχε ναυαγήσει», καταλήγει το αφήγημα. Και όταν πραγματοποιήθηκε, ναυάγησαν οι ελπίδες στην ουτοπία.
Το διήγημα του Σταύρου Κουτράκη «Χριστόφορος Κολόμπος του Δ.», αναφέρεται στην επιστροφή από την ξενιτιά. Χιουμοριστικό, θεματοποιεί τους οικονομικούς μετανάστες. Πρόκειται πραγματικά για μια ειρωνική αντιστροφή, ο μετανάστης γίνεται αφεντικό επιστρέφοντας στον τόπο του για να δεχθεί άλλους μετανάστες. Μόνο που εδώ η μετανάστρια θα γίνει συντρόφισσά του.
Διήγημα που μας θυμίζει τα διηγήματα της Αγγέλας Καστρινάκη είναι το «Διπλό ταξίδι» του Διαμαντή Ρήνα. Καμιά συναρπαστική ιστορία, απλά μια θαυμάσια περιγραφή ενός ταξιδιού με το πλοίο. Μάθαμε απ’ αυτό ότι ο βιβλιοκριτικός Γιάννης Χατζίνης είναι Σάμιος.
Στην ίδια παράδοση, της αφήγησης του ελάχιστου, βρίσκεται και το αφήγημα της Αθηνάς Θάνου-Κάιλα που έχει τον τίτλο «Σαν χθες… Τι διάστημα μικρό… Τι διάστημα μικρό». Πρόκειται για ένα νοσταλγικό ταξίδι στο χρόνο μέσα από φωτογραφίες.
Το «Μια ανθοστήλη στο Αιγαίο» της Λιλής Κωνσταντινίδου αναφέρεται στη νοσταλγία του πατρικού σπιτιού που συμπλέκεται με την τρυφερή ανάμνηση της πρώτης αγάπης. Είναι ένα αληθινά συγκινητικό διήγημα, φαντάζομαι αυτοβιογραφικό. Το ίδιο και «Τα ξύλα της ανάγκης» του Μιχάλη Παπαδημητρίου, όπου μαζί με τη νοσταλγία της πρώτης αγάπης έχουμε και τη νοσταλγία της γλώσσας. Σε ένα αφήγημα μόλις πάνω από δυο σελίδες έχουμε μισή σελίδα γλωσσάρι.
Η νοσταλγία είναι επίσης το θέμα του διηγήματος του Νίκου Ορφανού που φέρει τον καταδηλωτικό επίσης τίτλο «Νοσταλγία και ελπίδα». Η εικονογράφηση νοσταλγικών εικόνων και των πικρών στιγμών του αποχαιρετισμού γίνεται με δύναμη και αίσθημα από τον συγγραφέα.
Τα χρόνια της νοσταλγίας ήταν δύσκολα χρόνια. Το «Κρυμμένα στις σκιές της ίριδας» της Μαργαρίτας Ικαρίου δείχνει τη δύσκολη ζωή που πέρασαν οι αγωνιστές της αντίστασης και οι οικογένειές τους. Η ηρωίδα αναρωτιέται στην τελευταία σειρά: Διάβηκα όλες τις ρωγμές της παλάμης μου;
Να κάνω εδώ μια παρέκβαση. Το σασπένς κάθε αφήγησης λύνεται στο τέλος. Το σασπένς όμως του τι σε μια αφήγηση είναι πραγματικό και τι φανταστικό είναι κάτι που δεν λύνεται. Αναγνώστες όπως εγώ μένουμε πάντα, ή σχεδόν πάντα, με το ερωτηματικό. Για παράδειγμα στο διήγημα του Γιώργου Βοϊκλή «Solaris 2003» γνωρίζω πρόσωπα του διηγήματος, ακόμη και όταν δεν αναφέρονται με το όνομά τους, καθώς και γεγονότα. Υποθέτω ότι ο Εγκέφαλος είναι πραγματικό πρόσωπο. Η τόσο γλαφυρή αφήγηση του διηγήματος με έκανε προς στιγμή να ξεχάσω ότι ανήκει στην κατηγορία του φανταστικού, και αν δεν ήταν τώρα εδώ ο Βοϊκλής θα ένιωθα ότι με εγκατέλειψε και δεν με πήρε στη διαστημική Ουτοπία του με τα άλλα 89 ζευγάρια, εμένα τον κύριο Εννέα σε Ένα. Για κάποιες ανακρίβειες σχετικά με το πρόσωπό μου, δεν μπορούσε να ξέρει. Κι αυτό γιατί το διήγημα γράφηκε πριν ένα χρόνο. Το ότι με έκανε διηγηματικό πρόσωπο με κολακεύει, όπως με έκανε εξάλλου και μυθιστορηματικό στο έργο του «Τα παιδιά της Ευρώπης στην πόλη του ήλιου». Το ότι με χρησιμοποίησε και σε άλλο έργο του είναι μια αφηγηματική τεχνική που χρησιμοποιούν ορισμένοι συγγραφείς, τα ίδια πρόσωπα δηλαδή να εμφανίζονται και σε άλλα έργα τους. Την τεχνική αυτή έχει χρησιμοποιήσει για παράδειγμα ο Αλέξανδρος Κοτζιάς. Τον Αντωνιάδη, ένα από τα πρόσωπα του τρίτου του μυθιστορήματος, του Εωσφόρου που εκδόθηκε το 1959 το επανεμφανίζει στην τελευταία νουβέλα του «Ο πυγμάχος» που εκδόθηκε το 1991. Ο θάνατός του από ατύχημα έβαλε δυστυχώς τέρμα στη συγγραφική του σταδιοδρομία.
Για το αφήγημα του Μιχάλη Μητσού «Απ’ το χωριό στο κτήμα», που αναφέρεται σε σπαρταριστά ανέκδοτα από τη ζωή ενός μπάρμπα Γιάννη, δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι πρόκειται για πραγματικές ιστορίες. Ήδη από την αρχή ο συγγραφέας δηλώνει ότι δεν αναφέρει το επίθετό του γιατί ζουν οι απόγονοί του και φοβάται «μήπως του πουν καμιά κουβέντα».
Το διήγημα του Σταμάτη Δανά «Τα εργόχειρα της σιωπής», με ένα πικρό χιούμορ, αναφέρεται νοσταλγικά στη ζωή στο χωριό. Η επιστροφή στην Αθήνα φαντάζει εφιάλτης για τον ήρωά του. Άθελά του αναπολεί ευτυχισμένες στιγμές.
Το διήγημα «Στην ανατολή για το θέρος» της Κικής Κονταξή-Διακογιάννη είναι μια νοσταλγία της γλώσσας. Οι αναμνήσεις τις γιαγιάς από την Τουρκία όπου πήγε με τον πατέρα της μικρό κοριτσάκι δίνονται σε ένα γλωσσικό ιδίωμα που για να γίνει πλήρως κατανοητό η συγγραφέας παραθέτει γλωσσάρι στο τέλος, όπως και ο Μιχάλης Παπαδημητρίου, στο διήγημα του οποίου αναφερθήκαμε πιο πριν.
«Στο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής» του Παρασκευά Βουγιούκα έχουμε την αφήγηση μιας «ημερήσιας εκδρομής», όπου μας δίνονται δυνατές περιγραφές, γεμάτες λυρισμό, της φύσης. Κι αυτό στην παράδοση της αφήγησης του ελάχιστου.
Το διήγημα «Η φυγή» της Νίτσας Κιάσσου θεματοποιεί την αντίσταση στον κατακτητή. Αναφέρεται στη φυγή στη Μέση Ανατολή του ήρωα, για να αποφύγει τις παραπέρα διώξεις. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ διαβάζοντάς το: Υπήρξε πραγματικό πρόσωπο ο ήρωάς της;
Τι τρυφερό που είναι το αφήγημα «Ο παππούς» του Άγγελου Ρήγα. Μόνο για ένα πραγματικό παππού, σε ένα πραγματικά αυτοβιογραφικό αφήγημα, θα μπορούσε να ξεχυθεί τόση τρυφερότητα.
«Το παράπονο του γερο –Λιά» είναι ένα πρωτόλειο διήγημα του Θεόδωρου Σαρρηγιάννη, που το έγραψε μαθητής 17 χρονών. Έκανε πολύ καλά που το δημοσίευσε «αυτούσιο, όπως γράφτηκε τότε, χωρίς καμιά απολύτως παρέμβαση, διόρθωση ή αλλαγή», όπως γράφει σε σημείωση στο τέλος. Γιατί αλλιώς θα χανόταν το γνήσιο πατριωτικό αίσθημα για τους αγώνες των Κυπρίων αδελφών μας στους οποίους αναφέρεται, και που τότε βρισκόταν στην κορύφωσή τους.
«Οι εξεγερθέντες του ύπνου» του Λουκά Τζόγια έχει μια πρωτότυπη αφηγηματική τεχνική. Ο Τζόγιας εγκιβωτίζει αφηγηματικά τα ποιήματά του, με τα οποία εκφράζει τα δικά του ταξίδια στη μνήμη. Το ίδιο κάνει και ο Αντώνης Σαρρηγιάννης στο «Φρουρέ χρόνε, το μπούκ’ς τρώει χώμα», όπου η λυρική εγκιβωτίζουσα αφήγηση είναι δυσδιάκριτη από τους καθαρούς στίχους. Θυμήθηκα το παιχνίδι, το παίζαμε και εμείς στην Κρήτη, και το λέγαμε σκατούλι, με το συμπάθιο.
Το «Ταξίδι στο πουθενά» του Στάμου Δημητρόπουλου είναι ένας εσωτερικός μονόλογος, που ξεκινάει με το υπαρξιακό ερώτημα: Πού πάω; Και επαναλαμβάνεται σαν λάιτ μοτίβ μετά από κάμποσες αράδες. Το τέλος του ταξιδιού είναι το υπαρξιακό μηδέν του Σαρτρ: Πουθενά. Ζοφερό αφήγημα, που φαίνεται να τροφοδοτείται από μια ερωτική απογοήτευση.
Το διήγημα «Αρχάπολις» του Δημήτρη Νικηταρά είναι ένα φανταστικό διήγημα, μια παραλλαγή του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης, που ξεκινάει σε αρχαϊκούς διαστημικούς τόπους για να καταλήξει στη γη. Είναι μια θαυμάσια ιστορία που θα γοητεύσει τους θιασώτες του φανταστικού, που, από όσο ξέρω, συνεχώς πληθύνονται.
Δεν είμαι από τους θιασώτες του είδους. Και η τραγική ειρωνεία είναι ότι έχω γράψει ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν έχει δημοσιευθεί, τολμώ να προσθέσω, ελπίζοντας: ακόμα.
Γιατί το λέω αυτό. Γιατί και το «Συναξάρι των άστρων» του Σπύρου Ζαχαρόπουλου, που ανήκει και αυτό στην κατηγορία του φανταστικού, κανονικά θα έπρεπε να είναι έξω από τις προτιμήσεις μου. Έχει όμως ένα χαρακτηριστικό που βρίσκεται μέσα στα γούστα μου: το χιούμορ. Το απόλαυσα διαβάζοντάς το. Και η τόλμη στη χρήση κάποιων λέξεων, όπως στη φράση «μονάχα ένα πόρδο βρόντηξε», με διασκέδασε.
Και κλείνω με την «Πλωτή περιφερόμενη πατρίδα» της Έλσας Χίου. Ήρωάς της είναι ένας περιθωριακός που ταξιδεύει πάνω κάτω με το Σάμινα, για να βρεθεί ανάμεσα στους πνιγμένους του ναυαγίου. Μελαγχολικό διήγημα, που αναδεικνύει την εσωτερική αξιοπρέπεια των περιθωριακών, που πρωταγωνιστούν σε πολλά έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας, σε έργα του Γιώργου Μανιώτη, του Γιώργου Σκούρτη, του Κώστα Μουρσελά, του Γιάννη Ξανθούλη, και άλλων. Και αναρωτιέμαι πάλι: Είναι πραγματικό πρόσωπο ο ήρωας της Έλσας Χίου; Μια συναρπαστική αφήγηση τείνει πάντα να σε κάνει να πιστέψεις πως είναι.
Θα κλείσω επαναλαμβάνοντας αυτό που είπα και στην αρχή. Ήταν μια απόλαυση για μένα η ανάγνωση αυτού του τόμου. Εύχομαι σε όλους τους συγγραφείς δύναμη, έμπνευση και δημιουργικότητα. Ευχαριστώ.

Σταμάτης Δανάς, Στα μονοπάτια του ανέφικτου

H μία από τις δυο παρουσιάσεις του μυθιστορήματος του Σταμάτη Δανά Στα μονοπάτια του ανέφικτου από τον Μπάμπη Δερμιτζάκη (η άλλη έγινε από τον Γιώργο Παπαδάκη) στο αμφιθέατρο του Πολεμικού Μουσείου την Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2004.


Στα μονοπάτια του ανέφικτου

Το «Στα μονοπάτια του ανέφικτου», το δεύτερο μυθιστόρημα του Σταμάτη Δανά, είναι ένα ιδιάζον έργο, με έντονο το στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, όπως γράφεται και στο οπισθόφυλλο, προσαρμοσμένου βέβαια στα καθ’ ημάς. Στην παρουσίασή μας θα αναφερθούμε στα στοιχεία που του δίνουν την ξεχωριστή του φυσιογνωμία, καθώς και στα στοιχεία που μας εντυπωσίασαν.
Το πρώτο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ο γρήγορος, σχεδόν ασθματικός, αφηγηματικός ρυθμός του. Ο λόγος του χρόνου της ιστορίας με το χρόνο της αφήγησης, για να χρησιμοποιήσουμε της όρους της σύγχρονης αφηγηματολογίας, είναι πολύ υψηλός, ή, για να το πούμε με πιο απλούς, καθημερινούς όρους, τα γεγονότα δίνονται συμπυκνωμένα στα κύρια χαρακτηριστικά τους. Αυτό τον ρυθμό αφήγησης τον συναντήσαμε μέχρι τώρα σε ένα μόνο έργο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, στον «Μακαβέττα» του Απόστολου Δοξιάδη. Μπορεί η γλώσσα του έργου να φαίνεται διεκπεραιωτική, όμως αναδεικνύει τα επεισόδια και τα γεγονότα της μυθοπλασίας χωρίς να γίνεται καθόλου αυτάρεσκη και αυτοαναφορική. Και τα γεγονότα αυτά μπορεί να είναι «κατά το εικός και το αναγκαίον», όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, πράγμα που παραπέμπει στο ρεαλισμό, είναι όμως ταυτόχρονα «σπουδαία και τέλεια», όχι καθημερινά και τετριμμένα αλλά ξεχωριστά, σχεδόν μαγικά. Το «μαγικό» βρίσκεται τόσο στα μεγάλα επεισόδια, όπως η προσπάθεια να σώσουν τα σπουργίτια, το σώσιμο της αλεπούς από την πλημμύρα, η εκδίκηση με τον σκορπιό κλπ, όσο και στα μικρά και ασήμαντα, όπως το παρακάτω:
«Αλλά εκεί που έγινε το ανεπανάληπτο ήταν στο ‘Ησαϊα χόρευε’. Όλα τα ζώα ακολουθούσαν τον παπά και το ζευγάρι στους μικρούς κύκλους που διέγραφαν στο κέντρο του ναού με τη μικρόσωμη σκυλίτσα της Ευτέρπης να ηγείται» (σελ. 57).
Τρεις ιστορίες μπλέκονται σ’ αυτό το βιβλίο, οι ιστορίες του Βούλγαρου Αντριάν και του Έλληνα Οδυσσέα, βίοι σε σημαντικό βαθμό παράλληλοι, θυμίζοντάς μας τη «Διπλή ζωή της Βερόνικα» του Κισλόφσκι, και η ζωή της Ευτέρπης.
Το όνομα του έλληνα ήρωά του δεν παραπέμπει στον ομηρικό ήρωα, αλλά σε έναν άλλο Οδυσσέα, πιο σύγχρονο, τον Οδυσσέα του Τζόυς. Και ενώ ο Τζόυς με μια αυτοαναφορική γλώσσα καταγράφει ένα συνηθισμένο εικοσιτετράωρο από τη ζωή του ήρωά του, ο Δανάς με μια διεκπεραιωτική γλώσσα καταγράφει την πιο σημαντική περίοδο της εφηβείας του δικού του ήρωα, όταν εγκαταλείπει το σπίτι του παππού του και πηγαίνει στην Αθήνα, όπου ζώντας μια περιθωριακή ζωή περνάει περιπέτειες ανάλογες με αυτές που έζησε ο ομηρικός ήρωας.
Ο Οδυσσέας, όπως και οι άλλοι δυο κύριοι χαρακτήρες του Δανά, κυρίως η Ευτέρπη, διακρίνεται για τον αντικομφορμισμό του. Το φλερτ με το περιθώριο είναι χαρακτηριστικό αρκετών ηρώων της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, κυρίως του Μανιώτη και του Σκούρτη. Ο Οδυσσέας εγκαταλείπει τις προοπτικές μιας πετυχημένης μικροαστικής ζωής σπουδάζοντας γιατρός, επισύροντας έτσι την μήνη των γονιών του, βρίσκοντας όμως την κατανόηση του παππού και της γιαγιάς, και το σκάει για την Αθήνα. Εκεί θα γνωριστεί με μια ηλικιωμένη γυναίκα, την Ευτέρπη, που με το ένα πόδι πατάει στο περιθώριο, και σαν ζητιάνα πηγαίνει και ταϊζει τις γάτες στο Ζάπειο, και με το άλλο στο μικροαστικό περιβάλλον του καθώς πρέπει σπιτιού της. Θα σχετισθεί ερωτικά μαζί της και ο ένας θα στηρίξει τον άλλο συναισθηματικά. Η ερωτική σχέση όμως αυτή είναι γνήσια, ο Οδυσσέας δεν είναι ζιγκολό, είναι μια σχέση ταλαιπωρημένων ψυχών. Ο Οδυσσέας θα εγκαταλείψει την Κίρκη του όταν αυτή θα τον πιέσει να πάρει τον «καθώς πρέπει» δρόμο, προσφερόμενη να του πληρώσει τα φροντιστήρια για να περάσει στο Πανεπιστήμιο.
Ο Δανάς είναι φοβερά επινοητικός στην πλοκή της ιστορίας του. Όχι παρουσιάζοντας τον Αντριάν να παριστάνει τον Έλληνα, αυτό το κάνουν αρκετοί λαθρομετανάστες που παρουσιάζονται ως πόντιοι ή βορειοηπειρώτες, αλλά τον Οδυσσέα να παριστάνει τον μουγκό Αλβανό για να μπορέσει να βρει δουλειά, μια και οι ντόπιοι προτιμούν τους ξένους γιατί τους πληρώνουν λιγότερο.
Η αφήγηση εξελίσσεται σε ρυθμό crescendo καθώς πλησιάζει στο τέλος της, και γίνεται έτσι πιο συναρπαστική, ή, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του θεάτρου Νο, έχει τη δομή του jo-ha-kyu, αργή, γρήγορη πιο γρήγορη. Βλέπουμε κυνηγητά, μαχαιρώματα, ξυλοδαρμούς, πυροβολισμούς. Όλα αυτά θα πάρουν ένα τέλος με την επιστροφή στην Ιθάκη, τη γενέθλια γη.
Στη διαγραφή των χαρακτήρων διακρίνεται μια τυποποίηση και ένας μανιχαϊσμός, πράγματα που οδηγούν σε μια ρεαλιστική απόκλιση που φτάνει στην υπερβολή. Η Ευτέρπη για παράδειγμα είναι ένα υπόδειγμα καλοσύνης, που όσο κι αν ψάξουμε θα δυσκολευτούμε να το βρούμε στην πραγματική ζωή, που μοιράζει την περιουσία της στα ανήψια της. Το ίδιο και ο άντρας της που «ό,τι αποκτούσε όσο ζούσε το έγραφε στο όνομά της» (σελ. 60). Τα ανήψια της θα την παραπετάξουν, για να μπορέσει μόλις και μετά βίας να εξασφαλίσει στο τέλος ένα διαμέρισμα για να ζήσει. Οι γονείς του Οδυσσέα παρουσιάζονται επίσης ως φιλοχρήματοι σε βαθμό υπερβολής. «Παρατήρησε ότι κανένα χαρτί υγείας δεν ήταν ολόκληρο όταν άρχιζαν να το χρησιμοποιούν. Τις περισσότερες φορές ήταν λιγότερο από το μισό. Όλα τα σαπούνια και οι πετσέτες έγραφαν πάνω τους ένα όνομα, που αργότερα κατάλαβε ότι ήταν το όνομα ξενοδοχείου ή καραβιού». (σελ. 17).
Και πιο κάτω:
«Στα εγκαίνια καταστημάτων και επιχειρήσεων ήταν από τους πρώτους καλεσμένους. Από κει συγκέντρωναν τόσους αναμνηστικούς αναπτήρες, χαρτοπετσέτες και άλλα, όσες οι ανάγκες μιας γειτονιάς. Από τις κυριακάτικες λειτουργίες, τις γιορτές, τα βαφτίσια και τους γάμους εξασφάλιζαν το ψωμί και τα γλυκίσματά τους (σελ. 18).
Όλα αυτά είναι σε μεγάλο βαθμό υπερβολικά, όταν βλέπουμε το οικονομικό υπόβαθρό τους «Ο πατέρας του Οδυσσέα… έπρεπε να μελετά τους νόμους που συχνά ψηφίζονταν περί μισθώσεων, να μηχανεύεται πώς θα τους καταστρατηγεί ώστε να εισπράττει υπέρογκα μισθώματα από τα διαμερίσματα και τα μαγαζιά που είχαν στην Αθήνα. Και δεν ήταν και λίγα. Κάθε χρόνο προσθέτονταν ένα, ίσως και δύο, ανάλογα με το εμβαδόν και τη θέση τους» (σελ. 18).
Επίσης το σχήμα «αυστηροί γονείς-μαλακοί παππούδες» παίρνει εδώ το υπερβολικό σχήμα άκαρδοι γονείς, που στο τέλος αποκληρώνουν το παιδί τους, καλοί παππούδες, που κάνουν τα πάντα για τον εγγονό.
Αυτός ο μανιχαϊσμός εξυπηρετεί τις σατιρικές προθέσεις του συγγραφέα. Η υποκριτική ευλάβεια βρίσκεται στο στόχαστρό του, και ο αντικληρικαλισμός του συναγωνίζεται σε οίστρο τον Καζαντζάκη και τον Ροϊδη. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα:
«Για πολλή ώρα, αν κάποιος καθόταν στην κορυφή του λόφου, θα έβλεπε δυο μαύρους κύκλους να διαγράφονται. Ο ένας στον ουρανό κι ο άλλος στη γη. Αυτός του ουρανού σχηματιζόταν από τα κοράκια που περίμεναν να απομακρυνθεί ο Οδυσσέας, για να φάνε το πτώμα. Εκείνος της γης σχηματιζόταν από τα ράσα των ιερέων και του δεσπότη, τα σκεύη, τα λάβαρα και ό,τι άλλο έπρεπε σύμφωνα με το τελετουργικό να φέρει τρεις βόλτες την εκκλησία, πριν μπουν για να συνεχιστεί η τελετή». (σελ. 78).
Για τα ερωτικά σκάνδαλα των ιερωμένων έχουμε όλοι γνώση, τα MME όλο και κάποιο μας παρουσιάζουν κατά καιρούς. Αγνοούμε όμως μη δημοσιογραφικές πληροφορίες, όπως το ότι κάποιος ιερωμένος αγιοποιήθηκε με το σκεπτικό ότι διήγαγε ζωή χωρίς σκάνδαλα. Παρατίθεται μάλιστα και ο αριθμός πρωτοκόλλου του Πατριαρχείου. Αυτός ο αντικληρικαλισμός προέρχεται πιθανόν από μια βαθιά θρησκευτικότητα του συγγραφέα, που φαίνεται από τις αρκετές αναφορές που κάνει στη βίβλο, κυρίως σε μορφή σύγκρισης ή παρομοίωσης. (σελ. 55, 57, 62 κ.α.)
Η σάτιρα είναι η δίδυμη αδελφή του χιούμορ, συχνά σιαμαία. Και το χιούμορ, το οποίο κατά τη γνώμη μου αποτελεί μια από τις καλύτερες αρετές μιας αφήγησης, βρίσκεται διάσπαρτο σε όλο το έργο.
«Οι διοικητές… τραβούσαν τα μαλλιά τους. Και ο διοικητής του τάγματος προκαλύψεως προσπαθούσε να τα τραβήξει, αλλά δεν το κατόρθωνε. Μέρα και νύχτα έκανε τις προβλεπόμενες κινήσεις, χωρίς αποτέλεσμα. Γιατί ήταν φαλακρός» (σελ. 69). Το χιούμορ δημιουργείται εδώ με τη δισημία ανάμεσα στη μεταφορά και στην κυριολεξία.
Και ένα άλλο χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Τη σφαίρα η γυναίκα του καφετζή στην αρχή που ήταν ζεστή δεν την κατάλαβε. Αντίθετα τη γαργαλούσε, την ηδόνιζε. Όταν το αίμα κατεβαίνοντας έφτασε στα μπούτια, σταυροκοπήθηκε κι είπε: Σ’ ευχαριστώ άγιε Φανούριε που μου φανέρωσες πάλι την περίοδο κι είμαι ακόμα νέα». (σελ. 194)
Να αναφέρουμε ακόμη το επεισόδιο όπου ο Οδυσσέας, μεταμφιεσμένος σε παπά, κλήθηκε να εκτελέσει καθήκοντα ιερωμένου εξομολογώντας ένα κορίτσι και κάνοντας δέηση να σταματήσει η θαλασσοταραχή.
Οι ερωτικές περιγραφές είναι πολύ ωραίες, δοσμένες με λυρισμό, όπως οι παρακάτω: σελ. 104-105 της έβγαλε – κορυφή να διαβαστεί.
Το παρακάτω απόσπασμα είναι μια περιγραφή ερωτικής πράξης, όχι με την Ευτέρπη αλλά με μια νεαρή δικηγορίνα, γεμάτη λυρισμό αλλά και με χιούμορ (σελ. 163, Εκείνος ήθελε--- των φόβων)
Ο Δανάς ονειρεύεται μια νέα pax europea, όπως την εποχή του Αδριανού, που δεν θα υπάρχουν σύνορα που να χωρίζουν τους ανθρώπους. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία με τις δύο γριές που γεννήθηκαν στη μια μεριά των συνόρων και λόγω εθνικότητας βρέθηκαν στην άλλη, σε απόσταση αναπνοής από τον γενέθλιο τόπο τους χωρίς να μπορούν να τον προσεγγίσουν. Θα το προσπαθήσουν στα γεράματα. (Να διαβαστεί απόσπασμα σελ. 146 – 147 Η γιαγιά-πεθάνει)
Ο νόστος όμως χαρακτηρίζει και τους δυο νεαρούς ήρωες του Δανά, που κι αυτοί θα επιστρέψουν στη γενέθλια γη μετά την περιπετειώδη περιπλάνησή τους σε άξενους χώρους. Το παρακάτω απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό της στάσης του συγγραφέα απέναντι στους εθνικισμούς και άλλους –ισμούς, που χώρισαν τους ανθρώπους. «…ενώ τα στοιχεία του ουρανού και της φύσης έπλασαν το χώρο της Βαλκανικής ενιαίο, τα πονηρά πνεύματα μάντρωσαν μια βραδιά του Αρμαγεδώνα τους κατοίκους σε συρματοπλέγματα, τους απαγόρευσαν να συναναστρέφονται και να επικοινωνούν μεταξύ τους και άφησαν το δικαίωμα τούτο στα πουλιά, στα σύννεφα και στα όνειρα» (σελ. 14). Και το πιο θλιβερό, έβαλαν τέρμα στην επικοινωνία των ερωτευμένων: (να διαβαστεί απόσπασμα σελ. 145-146, Λίγο πριν-δένδρων)
Παρά τον ασθματικά γρήγορο αφηγηματικό του χαρακτήρα, το έργο είναι γεμάτο λυρικά στίγματα, μερικά πρωτότυπα, μερικά δάνεια, όπως το παρακάτω μοιρολόι (σελ. 29) Να διαβαστεί.
Επίσης ο παρακάτω διάλογος:
«-Και με τις γάτες πώς πέρασες;
- Τις επίταξαν οι Μούσες. Τις έκαναν αγωγιάτες των πιο γλυκών ονείρων μου και με σκέπασαν μ’ ένα πάπλωμα άνοιξης και καυτού καλοκαιριού» (σελ. 97).
Πιο χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα σελ. 151 , τα πλάγια.
Το μυθιστόρημα αυτό του Δανά είναι «ελληνικό», όχι με την εθνικιστική ή εθνική έννοια της αναδρομής στην παράδοση, αλλά με την έννοια ότι παρουσιάζει τις πιο χαρακτηριστικές πλευρές της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, όπως είναι η πλημμυρίδα των λαθρομεταναστών από τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού και η αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης στην πρωτεύουσα των νέων της επαρχίας. Επεισόδια γεμάτα επινοητικότητα και σασπένς κάνουν συναρπαστική την ανάγνωση. Του ευχόμαστε και στα επόμενά του.
Γιώργος Βοϊκλής, Ο μικρός Τάρας και η μαύρη προφητεία (Πατάκης 2001)

Παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Πατάκης στις 25-4-2001

O «Μικρός Τάρας και η μαύρη προφητεία», το τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Βοϊκλή, έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που το ξεχωρίζουν από τα συνηθισμένα έργα της παιδικής λογοτεχνίας. Αυτά τα χαρακτηριστικά θα προσπαθήσουμε να σας παρουσιάσουμε.
Κατ’ αρχήν ο Γιώργος Βοϊκλής, όπως τον χαρακτηρίσαμε σε εισήγησή μας που έγινε στη Σάμο πριν τρία χρόνια όπου μιλήσαμε για το έργο του, είναι ένας συγγραφέας του πραγματικού. Χαρακτηριστικά είναι τα έργα του «Η χαμένη άνοιξη», που αναφέρεται κυρίως στους αγώνες τις γενιάς των λαμπράκηδων, και «Dalybor, ο νεαρός Σέρβος φίλος μας», που αναφέρεται σε ένα παιδί από τη Σερβία, ορφανό, που φιλοξένησε ο συγγραφέας.
Σε κάθε λογοτέχνημα υπάρχει μια ορισμένη αναλογία φανταστικού και πραγματικού. Συνήθως στην πεζογραφία το πραγματικό χρησιμεύει ως απλό κοινωνικοϊστορικό φόντο, για να μην κινούνται οι ήρωες στο κενό. Στον Γιώργο Βοϊκλή, το φόντο αυτό τίθεται συνεχώς σε πρώτο πλάνο. Έτσι οι ιστορίες του, όταν δεν είναι πραγματικές, όπως οι παραπάνω, είναι προσχηματικές ώστε να αναδειχθεί το φόντο αυτό, που στο συγκεκριμένο έργο είναι η πυρηνική καταστροφή του Τσέρνομπιλ, με τα χιλιάδες θύματα που προκάλεσε, και που σήμερα έχομε τη ζοφερή επέτειο των 15 χρόνων από τότε που συνέβη αυτό το ατύχημα.
Όπως γράφει επιλογικά ο συγγραφέας, στο βιβλίο του αυτό προσπάθησε να συνδυάσει τη φαντασία με το ντοκουμέντο. Χρησιμοποίησε πλατιά πληροφορίες από δικές του έρευνες, όπως π.χ. για τον αριθμό των θυμάτων, δυο βιντεοσκοπημένες συνεντεύξεις ενός γιατρού και ενός ζωγράφου που ήσαν μάρτυρες του ατυχήματος, και ενσωματώνει «σχεδόν αυτούσιο», όπως γράφει χαρακτηριστικά, ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Γιώργου Γιουκάκη από μια επίσκεψή του στη νεκρή ζώνη, στον πυρηνικό σταθμό και στο μουσείο του Τσέρνομπιλ. Δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερη αξιοποίηση αυτού του ρεπορτάζ από το να γίνει προσιτό στους νεαρούς αναγνώστες, με την ενσωμάτωσή του σ’ αυτό το βιβλίο.
Όμως ας διαβάσουμε το παρακάτω απόσπασμα, όπου περιγράφεται το ατύχημα:
(σελ. 72 Θυμάμαι... 73 αέρας...)
Σε ένα άλλο απόσπασμα, μια θαυμάσια μεταφορά, ο συγγραφέας δίνει μια από τις διαστάσεις της καταστροφής: τον συνεχή και ανολοκλήρωτο χαρακτήρα της, με συνέπειες και επιπτώσεις που θα ταλανίζουν τους κατοίκους της περιοχής για αρκετές δεκαετίες ακόμη.
(σελ. 67, Όταν...χιλιομέτρων)
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό του έργου, που προκύπτει από το πρώτο, είναι η ευρύτητα των δοκιμιακών αποσπασμάτων, όπου ο συγγραφέας εκφράζει τις θέσεις και τις αντιλήψεις του. Παραθέτουμε ένα ακόμη απόσπασμα.
(σελ. 65, Οι γονείς σου....θύματα)
Θα μπορούσε να υποβάλλει κανείς την ένσταση: Μήπως ο συγγραφέας καταφεύγει σε ένα εύκολο διδακτισμό;
Κατ’ αρχή πρέπει να πούμε ότι ο διδακτισμός είναι σύμφυτος με τη λογοτεχνία, και όχι μόνο με την παιδική, στην οποία φαίνεται πιο έντονα. Οι συγγραφείς πάντα προσπαθούν να μεταδώσουν τις ιδέες και τις αντιλήψεις τους στους αναγνώστες, γι αυτό άλλωστε γράφουν. Μόνο στην παραλογοτεχνία της απλής τέρψης δεν θα βρει κανείς διδακτισμό. Το ζήτημα είναι πώς αυτές οι αντιλήψεις θα περάσουν διακριτικά, όχι κραυγαλέα, για να μην ενοχλήσουν τον αναγνώστη. Δίπλα στα roman a these, τα μυθιστορήματα με θέση, υπάρχουν τα προπαγανδιστικά μυθιστορήματα.
Ο Γιώργος Βοϊκλής αποφεύγει το σκόπελο του διδακτισμού όχι μόνο με τον έξυπνο χειρισμό του θέματος, δίνοντας μια φανταστική ιστορία με σασπένς, την ιστορία ενός αγοριού που, θεραπευμένο από λευχαιμία μετά από επιτυχή μεταμόσχευση μυελού οστών που του έγινε στο ΕΛΠΙΔΑ, επιστρέφει από την Αθήνα στην πατρίδα του την Ουκρανία, σε αναζήτηση θείων και παπούδων. Το πετυχαίνει επίσης δίνοντας μια ακόμη διάσταση στο μυθιστόρημά του, σχεδόν εξίσου κυρίαρχη, που είναι και το τρίτο χαρακτηριστικό του, εκείνη της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Είναι πάρα πολλές οι σελίδες οι αφιερωμένες σε περιγραφές του Κιέβου, των μνημείων του, του μετρό του, κ.λπ. που, λειτουργώντας αντιστικτικά, αποφορτίζουν από οποιοδήποτε αίσθημα διδακτισμού το βιβλίο.
Ας δώσουμε ένα μικρό δείγμα:
(σελ. 78, Ακριβώς..79, ομίχλη)
Τέλος γίνεται εκτενής αναφορά στον ελληνισμό της Ουκρανίας, με τις πανάρχαιες ρίζες του που κρατούν από τον μυθικό Ιάσονα.
Δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω σ’ αυτήν την παρουσίασή μου τις θαυμάσιες σελίδες όπου γίνεται αναφορά στα άστεγα παιδιά του δρόμου του Κιέβου, σελίδες που βρίσκονται στην καλύτερη παράδοση του «Όλιβερ Τουίστ», των «Παιδιών από το Αρμπάτ», και, μια και η τέχνη του λόγου δεν χωρίζεται με στεγανά από την έβδομη τέχνη, καθώς και οι δυο μας παρουσιάζουν ιστορίες, της θαυμάσιας ταινίας «Σαλαάμ Μπομπάη», που αναφέρεται στα παιδιά του δρόμου της Βομβάης.
(Σελ. 49 από την αρχή έως Κιέβου)
Κλείνοντας θα ήθελα να αναφερθώ στο αισιόδοξο αίσθημα που αποπνέει το έργο. Ο ήρωας αγωνίζεται, επιβιώνει, ξεπερνάει το πρόβλημα της υγείας του, και εισέρχεται στην εφηβεία με ένα αγνό ερωτικό αίσθημα. Και τονίζω τη σημασία αυτού του αισιόδοξου αισθήματος γιατί είχα μια προσωπική εμπειρία από κάποια «καταστροφολογικά» οικολογικά διηγήματά μου από τη συλλογή «Ο χορός της βροχής», που είδαν το φως της δημοσιότητας χάρη στο Γιώργο Βοϊκλή. Κάποιοι φίλοι μου μετέφεραν τη θλίψη, τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση των παιδιών τους. «Καλά ρε μαμά, ο φίλος σου δεν μπορούσε να σώσει το σκιουράκι από την πυρκαγιά του δάσους, μόνο το άφησε και κάηκε;» Και ένα άλλο παιδάκι: «Καλά, δεν μπορούσε ο συγγραφέας να σώσει το πουλάκι από τα σκάγια του κυνηγού;».
Η καταστροφολογία της οικολογικής δημοσιογραφίας δεν έχει θέση στην παιδική λογοτεχνία. Παρά τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες, ο ήρωας βγαίνει πάντα νικητής, γεμίζοντας το παιδί-αναγνώστη με αισιοδοξία για τις δικές του προσπάθειες. Ο Βοϊκλής συνειδητοποίησε πολύ καλά, αντίθετα από μένα, τη σημασία του happy end σε ένα εφηβικό μυθιστόρημα, ακόμη και όταν αυτό έχει σαν στόχο να επισείσει τον κίνδυνο από επικείμενες οικολογικές καταστροφές.

Μάγδα Πίκη, Στις τελευταίες νότες του βαλς

Μάγδα Πίκη, Στις τελευταίες νότες του βαλς

Παρουσίαση του μυθιστορήματος της Μάγδας Πίκη «Οι τελευταίες νότες του
βαλς» (Ενάλιος 2000) στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης Ηλιούπολης, Δευτέρα 12 Ιουνίου 2000.

Με μεγάλη μου χαρά βρίσκομαι απόψε κοντά σας, για να παρουσιάσω το τελευταίο μυθιστόρημα της κ. Μάγδας Πίκη με τίτλο Στις τελευταίες νότες του βαλς. Ευχαριστώ τον Γιώργο Βοϊκλή για την τιμή που μου έκανε, να μου προτείνει την παρουσίαση αυτού του βιβλίου. Επίσης τον ευχαριστώ για την ευχάριστη βραδιά που πέρασα σπίτι του πριν από μια βδομάδα, κάνοντας έτσι τη γνωριμία της αξιαγάπητης συγγραφέως.
Το πρώτο χαρακτηριστικό του έργου της Μάγδας Πίκη είναι η άνεση γραφής. Υπάρχουν συγγραφείς όπως ο Φλωμπέρ, που μπορούν να παλεύουν με μια φράση μια ολόκληρη μέρα, και συγγραφείς, όπως ο Ντίκενς και ο Ντοστογιέφσκι, που γράφουν με χειμαρρώδη τρόπο. Η Μάγδα Πίκη δείχνει να μη ταλαντεύτηκε ποτέ στην επιλογή μιας λέξης.
Το φυσικό, λιτό και αβίαστο ύφος της φαίνεται κυρίως στους διάλογους, που πλάθονται με μεγάλη άνεση και καταλαμβάνουν ένα σημαντικό τμήμα του έργου. Κάποιος που θα ήθελε να το κάνει ταινία ή σήριαλ, μια πρακτική που ακολουθείται συχνά στον χώρο της τηλεόρασης σήμερα, θα έβρισκε ανοικτό δρόμο μπροστά του.
Ως μελετητής των αφηγηματικών τεχνικών, που ήταν και το θέμα της διδακτορικής μου διατριβής, πρέπει να πω ότι με. εντυπωσίασε ιδιαίτερα ο τρόπος που χρησιμοποιεί η συγγραφέας την τεχνική του εγκιβωτισμού, που σημαίνει την παρουσίαση μιας ιστορίας μέσα στα πλαίσια μιας άλλης ιστορίας. Και για να δείξω καλύτερα τις αρετές αυτού του τρόπου, θα καταφύγω στην σύγκριση, με δυο έργα μιας διακεκριμένης συγγραφέως μας, της Μάρως Δούκα, που χρησιμοποιεί αυτή την τεχνική. Τα έργα αυτά είναι Εις τον πάτο της Εικόνας, που εκδόθηκε το 1990, και η Ουράνια μηχανική, το τελευταίο της έργο που εκδόθηκε πέρυσι (1999).
Στο Εις τον πάτο της εικόνας η Μάρω Δούκα παρουσιάζει έναν από τους ήρωες να γράφει ένα μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα αυτό είναι μια αντικατοπτρική ιστορία (mise en abyme είναι ο γαλλικός όρος, για τον οποίο έχω προτείνει την παραπάνω μετάφραση).
Τι σημαίνει αυτό.
Τα πρόσωπα και τα γεγονότα της εγκιβωτισμένης αυτής ιστορίας είναι πολύ όμοια με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις της εγκιβωτίζουσας ιστορίας, και κατά κάποιο τρόπο την φωτίζουν. Το μειονέκτημα είναι ότι δημιουργούν ένα αποστασιοποιητικό εφέ, όπως το εννοούσε ο Μπρεχτ, δυσλειτουργικό στο μυθιστόρημα.
Τι θέλω να πω μ’ αυτό.
Ενώ η κύρια ιστορία λειτουργεί στη βάση της λογοτεχνικής (κατά το θεατρικής) σύμβασης, να αναστέλλουμε τη γνώση ότι η ιστορία είναι φανταστική και να την εκλαμβάνουμε ψευδαισθητικά ως πραγματική, πράγμα που επιτρέπει μια μεγαλύτερη ταύτιση με τους ήρωες, με τους οποίους συμπάσχουμε για τις δυστυχίες που τους βρίσκουν, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί στην εγκιβωτισμένη ιστορία της Μάρως Δούκα. Αντίθετα στο έργο της Μάγδας Πίκη η εγκιβωτισμένη ιστορία παρουσιάζεται ως πραγματική, και συνιστά μάλιστα τον κύριο όγκο του έργου.
Στο δεύτερο έργο της Μάρως Δούκα, την Ουράνια μηχανική, η ιστορία δεν παρουσιάζεται αρχικά ως εγκιβωτισμένη, αλλά ως πραγματική συνέχεια της κύριας ιστορίας, και φυσικά δεν είναι αντικατοπτρική. Έτσι αίρεται το μειονέκτημα της εγκιβωτισμένης ιστορίας στο προηγούμενο έργο, δηλαδή η ελλιπής ταύτιση με τους ήρωες.
Όμως πρέπει να πληρωθεί ένα τίμημα γι αυτό. Και αυτό είναι η παρουσίαση της ιστορίας αυτής ως προϊόν φαντασιώσεων του ήρωα, στη διάρκεια του ταξιδιού του με τρένο στην Αθήνα. Το εφέ του απροσδόκητου λειτουργεί εδώ αρνητικά. Ο αναγνώστης νιώθει ότι τον εξαπάτησαν, και αισθάνεται απογοητευμένος που η τόσο συναρπαστική ιστορία δεν ήταν «πραγματική».
Η εγκιβωτισμένη ιστορία συμπλέκεται με την κύρια ιστορία και στα δύο έργα, μάλιστα ένας από τους ήρωες, βρίσκεται και στις δυο ιστορίες. Μόνο που στο έργο της Μάγδας Πίκη δεν υπάρχει αφηγηματική διάψευση. Η εγκιβωτισμένη ιστορία παρουσιάζεται ως πραγματική σε όλη την έκταση του έργου. Και η ιστορία αυτή είναι άκρως ενδιαφέρουσα, καθώς αναπλάθει τις ιστορίες και τις περιπέτειες που πέρασε ο ελληνικός λαός στην κατοχή, πίσω από τις «τυπικές» περιπτώσεις δύο οικογενειώς.
Τέλος ο εγκιβωτισμός επιτρέπει στη Μάγδα Πίκη να κάνει με φυσικό τρόπο κάποια σχόλια πάνω στην τέχνη της συγγραφής, βάζοντας την ηρωίδα να σχολιάζει την εγκιβωτισμένη ιστορία ως λογοτεχνικά ανάγνωσμα στον συγγραφέα της.
Ενώ τώρα έχεις τη δύναμη της σκέψης. Μιας σκέψης που βιώνει την εμπειρία του εσωτερικού ταξιδιού. Και αυτά τα εσωτερικά ταξίδια είναι χωρίς σύνορα, χωρίς όρια. Γιατί, μη μου αρνηθείς ότι το να γράψεις το βιβλίο σου δεν ήταν μια εσωτερική εμπειρία με βάθος. Μια ανεπανάληπτη εμπειρία, για ανεπανάληπτες ζωές… Τα μυστικά τους μηνύματα, η πραγμάτωση των προσωπικών τους παθών, τα ενδόμυχα πιστεύω τους, ακόμα κι αυτό το ίδιο το πεπρωμένο τους το κρατάς στα χέρια σου. Ένας μικρός θεός δηλαδή.
Υπάρχει καλύτερη έκφραση της μεθυστικής εμπειρίας του γραψίματος, της δημιουργικής δύναμης που περικλείει; Πράγματι, όπως αισθάνεται η Μάγδα Πίκη, έτσι αισθάνεται και κάθε συγγραφέας, ένας μικρός θεός.
Όμως το θέμα των περιπετειών που πέρασε ο ελληνικός λαός στην κατοχή δεν είναι το μοναδικό θέμα σ’ αυτή την ιστορία. Δίπλα σ’ αυτό υπάρχει το θέμα του έρωτα. Η Νίκη ερωτεύεται τον δικαστικό, ο οποίος τη μυεί στις ιδέες της κοινωνικής δικαιοσύνης, στο όραμα του σοσιαλισμού που ενέπνευσε μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού, και απατά τον άντρα της.
Θα μου επιτραπεί να κάνω και εδώ μια σύγκριση με τρία κορυφαία αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που με απασχόλησαν σε μια εισήγησή μου σε μια ημερίδα, και που είχε τον τίτλο Οι ευρωπαίοι συγγραφείς δολοφονούν τη μοιχαλίδα. Τα έργα αυτά είναι η Άννα Καρένινα, η Τερέζα Ρακέν και η Μαντάμ Μποβαρύ.
Στα έργα αυτά βλέπουμε τους συγγραφείς να παρουσιάζουν τον απατημένο σύζυγο με τέτοιο τρόπο, ώστε περίπου να δικαιολογείται η μοιχεία της γυναίκας. Ή, για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, βάζουν στο πλευρό των γυναικών όχι και τόσο αξιαγάπητους συζύγους. Μ’ αυτό τον τρόπο παρουσιάζεται η μοιχεία ως περίπου φυσικό και αναπόφευκτο γεγονός.
Η Μάγδα Πίκη δεν καταφεύγει στην ίδια τεχνική. Ο Γιάγκος της είναι περίπου το σύμβολο της ελληνικής λεβεντιάς, εργατικότητας και αξιοσύνης. Στην συνείδηση του αναγνώστη δεν παρουσιάζεται καθόλου υποτιμημένος. Τη μοιχεία δη δικαιολογεί με το κοινωνικό όραμα, με τους καινούριους ορίζοντες που άνοιξε στη Νίκη ο μορφωμένος δικαστικός.
Όμως η ασφάλεια δεν θα αργήσει να τον συλλάβει. Στα μπουντρούμια της θα πεθάνει από τα βασανιστήρια. Θα συλλάβουν επίσης και τη Νίκη, που θα κάνει καιρό στη φυλακή.
Εκεί θα γνωρίσει όχι μόνο τη μοναξιά, αλλά και την εγκατάλειψη. Τα έχουν μάθει ο άντρας και η κόρη της, και δεν θέλουν να την ξαναδούν. Υποφέρουν και αυτοί όχι λιγότερο από την ίδια.
Η τραγική διάσταση του έργου, όπου δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, υπογραμμίζεται από την τραγική ειρωνεία. Η Νίκη αυτοκτονεί από απελπισία γιατί την απαρνήθηκε η κόρη της, πριν προλάβει να πάρει το γράμμα της συγνώμης της.
Ήταν το μόνο πράγμα που με απογοήτευσε στο έργο. Θα ήθελα να σώσει την ηρωίδα της, να μην την βάλει να αυτοκτονήσει, όπως έκαναν οι συγγραφείς των έργων που αναφέραμε, ο Τολστόι, ο Ζολά και ο Φλωμπέρ. Και υτό για να μη μας κάνει να υποψιαζόμαστε ότι υπέκυψε και αυτή υποσυνείδητα στην φαλλοκρατική ΄πουριτανική ηθική, που κάνει τους συγγραφείς να «τιμωρούν» με αυτοκτονία τις μοιχαλίδες ηρωίδες τους. Και δεν ξέρω (ίσως υπάρχει και δεν το ξέρω) περίπτωση μοιχού άντρα στην παγκόσμια λογοτεχνία που να αυτοκτόνησε. Αντίθετα μάλιστα: η απατημένη μαντάμ Μπατερφλάι, στην ομώνυμη όπερα του Πουτσίνι, αυτοκτονεί, αφού μεγαλόψυχα δίνει στον άντρα της το παιδί που απόκτησαν. Τέλεια ειρωνεία: η γυναίκα, είτε κερατώνει, είτε κερατώνεται, πρέπει να αυτοκτονεί. Ή, σαν την Μήδεια, να σκοτώνει τα παιδιά της, και να μένει καταραμένη στους αιώνες. (Παρεμπιπτόντως, αρσενική Μήδεια δεν υπάρχει στη λογοτεχνία, υπάρχει όμως στη ζωή. Είναι η περίπτωση του κρητικού εκείνου που σκότωσε τα παιδιά του πριν ένα χρόνο, για να εκδικηθεί τη γυναίκα του που τον εγκατέλειψε).
Υπάρχει μια περίπτωση που ο μοιχός πεθαίνει. Όμως, όχι αυτοκτονώντας, αλλά σε δυστύχημα. Αυτό συμβαίνει στην Μπλε ταινία του Βίκτορ Κισλόφσκι. Αναφέρω αυτή την ταινία κυρίως για ένα πρόσθετο λόγο, ότι ο σκηνοθέτης σ’ αυτήν πραγματεύεται τον έρωτα πέρα από τα πλαίσια της πουριτανικής ηθικής. Τον αξιώνει σε όλες του τις μορφές, ακόμα και ως εξωσυζυγικό έρωτα. Και νομίζω ότι τόσο αυτός όσο και η Μάγδα Πίκη δίνουν το ίδιο μήνυμα. Μη νιώθεις ενοχές όταν ερωτεύεσαι. Απόλυτα αυτός, λιγότερο η Μάγδα Πίκη με το να βάζει την ηρωίδα της να αυτοκτονεί.
Ο Γιώργος Βοϊκλής έκανε ήδη σύγκριση με το Τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή, ως προς την κοινή θεματική. Θα ήθελα εδώ να υπογραμμίσω τη διαφορά ως προς την πραγμάτευση. Τα πρόσωπα του έργου της Μάγδας Πίκη δεν προέρχονται από την πινακοθήκη του νατουραλισμού, δεν είναι δηλαδή απωθητικά, όπως οι ήρωες του Ζολά, αλλά και του Ταχτσή. Απεναντίας, είναι θετικοί χαρακτήρες που διακρίνονται όλοι τους, τόσο οι κύριοι όσο και οι δευτερεύοντες, για την ανθρωπιά τους, τη διάθεσή τους να προσφέρουν στον συνάνθρωπό τους που υποφέρει. Και όχι μόνο σε απλά, καθημερινά προβλήματα, αλλά και σε πιο σημαντικά, όπως η Κατίνα που περιμάζεψε τα ορφανά.
Τέλος, εκείνο που διακρίνει το έργο είναι η βαθιά του αισιοδοξία, η πίστη στη ζωή. Αυτό φαίνεται κυρίως στο τέλος του έργου, στο χορό των ατόμων με ειδικές ανάγκες, και κυρίως στο διαφαινόμενο ειδύλλιο ενός τέτοιου ατόμου με την αφηγήτρια. Η προσπάθεια φέρνει την επιτυχία και την αυτοπεποίθηση, ενώ πάντα υπάρχει η δυνατότητα του καλύτερου. Αυτό είναι νομίζω το κύριο μήνυμα του έργου αυτού της Μάγδας Πίκη.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Θόδωρος Γραμματάς-Τάκης Τζαμαριάς, Πολιτιστικές εκδηλώσεις στο σχολείο

Θόδωρος Γραμματάς-Τάκης Τζαμαριάς, Πολιτιστικές εκδηλώσεις στο σχολείο

(Μια βιβλιοπαρουσίαση που αρχικά αναβλήθηκε και τελικά δεν έγινε)

Έχοντας να σας παρουσιάσω το βιβλίο «Πολιτιστικές Εκδηλώσεις στο Σχολείο-Πρωτοβάθμια-Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση» των Θόδωρου Γραμματά και Τάκη Τζαμαριά, θα μπορούσα να σας πω ότι είμαι κατ’ αρχήν αρκετά αρμόδιος να το κάνω. Κι αυτό γιατί υπήρξα κριτής των δειγμάτων που υποβλήθηκαν στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο με αυτή τη θεματική, και ένα από τα δείγματα που υποβλήθηκαν είναι και από το ανά χείρας έργο.
Δεν προκρίθηκε τελικά. Η παρακολούθηση όμως του προκριθέντος εγχειριδίου πλούτισε την εμπειρία μου πάνω στο αντικείμενο, και καθώς έχει εγκριθεί το τελικό κείμενο του δείγματος που προκρίθηκε, μπορώ να κάνω τώρα εκ του ασφαλούς τη σύγκριση των δύο εγχειριδίων.
Δεν έχω σκοπό να υπερασπιστώ την επιλογή μου ως κριτής του δείγματος του ανά χείρας εγχειριδίου, ούτε να υποβαθμίσω τη σημασία του εγχειριδίου που θα εκδοθεί τελικά από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο τη μεθεπόμενη χρονιά. Απλά δράττομαι της ευκαιρίας, συγκρίνοντας τα δύο εγχειρίδια, να προβάλλω ανάγλυφα τις ιδιαιτερότητες του καθενός.
Το βιβλίο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου δεν είναι καθόλου κακό. Αν δεν το προέκρινα είναι γιατί θεώρησα το δείγμα των Γραμματά-Τζαμαριά καλύτερο. Αν δεν κάνω λάθος το είχα τοποθετήσει δεύτερο στη λίστα. Βλέποντας τελειωμένα τα δυο βιβλία, το ένα εκδομένο και το άλλο στην τελική του μορφή, μπορώ τώρα να προβώ σε μια εκ του ασφαλούς τελική αποτίμηση.
Θα αναφερθώ πρώτα στο βιβλίο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.
Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι το εύρος των πληροφοριών. Έχει μια πλουσιότατη βιβλιογραφική αναφορά, και επί πλέον, κάτι που μου άρεσε ιδιαίτερα καθώς είμαι πεπεισμένος για τη σημασία του διαδικτύου, άφθονες αναφορές σε διαδικτυακά links. Αποτελεί ένα βιβλίο όμως που, φοβάμαι, δεν απευθύνεται στον μέσο εκπαιδευτικό. Έχει περισσότερο μια θεωρητική πλαισίωση, και μια επικέντρωση στη μέθοδο project που είναι αρκετά χρονοβόρα για να υλοποιηθεί σε μια πληθώρα εκδηλώσεων που απαιτούν ταχύτατη αντιμετώπιση. Το βιβλίο των Γραμματά-Τζαμαριά είναι περισσότερο χρηστικό. Ακόμη δεν δεσμεύεται από τα πλαίσια εργασίας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, που επιβάλλει τον διαχωρισμό των εγχειριδίων για Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο. Το εγχειρίδιο των Γραμματά-Τζαμαριά καλύπτει όλο το φάσμα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Πριν μιλήσω για το βιβλίο των δύο αυτών συγγραφέων, θα ήθελα να κάνω μια γενική αποτίμηση και των δυο.
Τα θεωρώ κατ’ αρχήν συμπληρωματικά. Θεωρώ το βιβλίο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ως άριστο εισαγωγικό ανάγνωσμα. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να το διαβάσει απαραίτητα στον ελεύθερό του χρόνο, στο μεγαλύτερο μέρος του τουλάχιστον, πριν επιχειρήσει να αναλάβει μια πολιτιστική εκδήλωση. Θα συνιστούσα λοιπόν την ανάγνωσή του κατά τις διακοπές. Όταν πρόκειται να ετοιμάσει μια συγκεκριμένη εκδήλωση, να συμβουλευτεί τις αντίστοιχες σελίδες.
Το βιβλίο των Γραμματά-Τζαμαριά όμως είναι εκείνο που πρόκειται να αποτελέσει το βασικό εγκόλπιο, αν μου επιτραπεί η μεταφορά, τη βίβλο την οποία θα συμβουλεύεται καθημερινά ο εκπαιδευτικός στην πράξη. Το βιβλίο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου π.χ. αναφέρεται θεματικά στη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη μουσική, τα κόμικς, συστήνοντας σχετικά έργα. Το βιβλίο των Γραμματά-Τζαμαριά επικεντρώνεται όχι στα συστατικά στοιχεία μιας πολιτιστικής εκδήλωσης, αλλά σε πιο σύνθετες ενότητες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μια πολιτιστική εκδήλωση και οι οποίες μπορεί να ενσωματώνουν τα παραπάνω στοιχεία, οι οποίες κατηγοριοποιούνται στις κατηγορίες 1. Εκδηλώσεις λόγου (θεατρικό αναλόγιο, παραμυθιακή αφήγηση, απαγγελία, 2. Εκδηλώσεις θεάτρου, Θεατρικό παιχνίδι, δραματοποίηση, θεατρικό δρώμενο, θεατρικό σκετς, θεατρική παράσταση, 3. εκδηλώσεις θεάματος, παντομίμα και θεατρικός αυτοσχεδιασμός, θέατρο σκιών, κουκλοθέατρο, κινηματογραφική-τηλεοπτική προβολή, εικαστική παρέμβαση, 4. Εκδηλώσεις μουσικής-χορού και 5 πολυθέαμα. Οι κατηγοριοποιήσεις εδώ είναι ακριβώς εκείνες που θα χρησιμοποιήσει ο εκπαιδευτικός στην πράξη. Αν μου επιτραπεί μια μεταφορά, αν το εγχειρίδιο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου προσφέρει τις λέξεις, το εγχειρίδιο των Γραμματά-Τζαμαριά προσφέρει τις προτάσεις. Προτάσεις θα έλεγα και με μια δεύτερη, καθημερινή, «νεκρή» μεταφορική σημασία: Προτάσεις υλοποίησης. Προτάσεις υλοποίησης οι οποίες είναι άμεσα χρηστικές. Οι «λέξεις» όμως, με τη μεταφορική σημασία που χρησιμοποίησα τον όρο, προσφέρουν πληροφορίες βάθους χρησιμότατες για όποιον τις συμβουλευτεί.
Το εγχειρίδιο ξεκινάει με μια εισαγωγή, στις οποίες γίνεται μια κριτική των παραδοσιακού, διεκπεραιωτικού τύπου πολιτιστικών εκδηλώσεων που γίνονται συνήθως στα σχολεία στα πλαίσια ανάθεσης καθήκοντος σε κάποιον ή κάποιους εκπαιδευτικούς, που γίνεται στην αρχή της σχολικής χρονιάς στην πρώτη συνεδρίαση του συλλόγου. Τονίζεται η αλλαγή προς το καλύτερο στα τελευταία χρόνια. Εντύπωση μου έκανε μια φοβερή απαρίθμηση των στόχων που υλοποιούν οι πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μέτρησα τις κουκίδες και βρήκα συνολικά 23 στόχους. Με μια τόσο ξεκαθαρισμένη εικόνα για το ρόλο και τη σημασία των πολιτιστικών εκδηλώσεων μπορεί κανείς να προβλέψει το αποτέλεσμα της συγγραφικής αυτής προσπάθειας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο της εισαγωγής τονίζεται η σημασία του συγκερασμού του παιδαγωγικού με το καλλιτεχνικό, του γνωσιοθεωρητικού με το αισθητικό. Πρέπει να επιμείνουμε σε αυτό, γιατί συχνά, στα πλαίσια της διεκπεραιωτικής αντίληψης, το αισθητικό υποβαθμίζεται.
Η εισαγωγή κλείνει με μια κριτική της υπάρχουσας βιβλιογραφίας.
Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω για τη χρηστικότητα αυτού του εγχειριδίου. Στην «οριοθέτηση των παραμέτρων» που ακολουθεί μετά την εισαγωγή τίθενται τα πρακτικά ζητήματα του χώρου και του χρόνου των πολιτιστικών εκδηλώσεων. Ο χώρος είναι ένα σημαντικό ζήτημα που χρειάζεται συχνά ειδική αντιμετώπιση, καθώς πολλά σχολεία δεν διαθέτουν μόνιμο χώρο για τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Προσφέρονται εδώ πολλές πρακτικές λύσεις για αξιοποίηση υπαρχόντων χώρων.
Η προετοιμασία μιας εκδήλωσης, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της, αντιμετωπίζεται επίσης διεξοδικά στην εισαγωγή, καθώς και στη σημασία του ρόλου που αναλαμβάνει ο εκπαιδευτικός να επιλέξει και να συντονίσει τους συντελεστές της εκδήλωσης, τόσο συναδέλφους όσο και μαθητές, αλλά ακόμη και εξωσχολικούς παράγοντες όπως ένας επαγγελματίας σκηνοθέτης ή σκηνογράφος, του οποίου όμως, τονίζεται, ο ρόλος πρέπει να είναι καθαρά συμβουλευτικός και επικουρικός. Ο συντονισμός των παραγόντων της εκδήλωσης είναι ιδιαίτερα λεπτός, καθώς ο εκπαιδευτικός πρέπει να αποσβένει ενδεχόμενες μικροδιαφορές και συγκρούσεις που μπορεί να ανακύψουν. Παιδαγωγικός στόχος είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή των μαθητών. Διαφορετικά, «… όταν δηλαδή μια μικρή ομάδα μόνο μαθητών ασχολείται και δραστηριοποιείται για τη διοργάνωση της εκδήλωσης ενώ οι υπόλοιποι μένουν απαθείς και αμέτοχοι, τότε είναι πολύ πιθανό να αναπτυχθούν αντιπαλότητες, απορρίψεις, εχθρότητες μεταξύ των μαθητών, που θα χωριστούν σε υποστηρικτές και αντίμαχους της εκδήλωσης, με αποτέλεσμα το περιεχόμενο και το μήνυμά της να μη φτάσει με τον τρόπο που πρέπει και στο βαθμό που πρέπει σε όλους τους φυσικούς αποδέκτες της, τη μαθητική κοινότητα του σχολείου. Παράλληλα, ως εκ τούτου, μπορεί να προκληθούν ενστάσεις και αιτιάσεις από τους γονείς προς τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι μπορεί να κατηγορηθούν για μεροληπτική αντιμετώπιση κάποιων μαθητών σε βάρος κάποιων άλλων και να αναπτυχθεί ένα κλίμα διχασμού και μεμψιμοιρίας, που μοιραία θα αποβεί σε βάρος του πνεύματος και της αποστολής της ετοιμαζόμενης σχολικής γιορτής.
Ο χειρισμός των γονιών χρειάζεται πράγματι μεγάλη προσοχή, γιατί, ας μου επιτραπεί να μιλήσω με την πείρα μου του εκπαιδευτικού και το σχολικού συμβούλου, έχουν μεγάλη επεμβατική διάθεση και συχνά αποτελούν το φόβητρο τόσο για τον εκπαιδευτικό όσο και για τους γονείς.
Θα αναφέρω μια περίπτωση που μου έχει μείνει στο μυαλό μου, από τα μαθητικά μου χρόνια στο δημοτικό. Κατά τη διάρκεια της πρόβας μιας θεατρικής παράστασης κατέφθασε μια μητέρα μαινόμενη και έψαλε τον εξάψαλμο στο δάσκαλό μας. Γιατί; Διότι είχε δώσει στο γιο της το ρόλο του υπηρέτη.
Όλοι είμαστε μάρτυρες, με κυριολεκτική και μεταφορική σημασία, υπνοφόρων πολιτιστικών εκδηλώσεων στις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι να παραστούμε, και δεν βλέπαμε την ώρα να τελειώσουν. Οι συγγραφείς επισημαίνουν τους παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν στην αποτυχία μιας παράστασης. Εδώ προβαίνω απλώς στην απαρίθμησή τους: απουσία στοχοθεσίας και οργάνωσης. Ανεπαρκής προετοιμασία. Αδυναμία συντονισμού και συνεργασίας. Απειρία συντελεστών. Έλλειψη υλικο-τεχνικής υποδομής. Υποβαθμισμένη αντιμετώπιση του αισθητικού αποτελέσματος. Επαναλήψεις και πλεονασμοί. Επιμήκυνση χρόνου εκδήλωσης. Άγνοια ψυχολογίας-προσδοκιών του κοινού. «Σχολειοποίηση» της γιορτής, δηλαδή να μείνει μόνο στον παιδαγωγικό χαρακτήρα και να χάσει το χαρακτήρα της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας. Η «Μεθοδολογία δόμησης των σχολικών γιορτών» παρέχει επίσης πολλές χρήσιμες οδηγίες και συμβουλές για την επιτυχία μιας πολιτιστικής εκδήλωσης.
Στο Β΄ μέρος περνάμε στις προτάσεις εφαρμογής, οι οποίες κατηγοριοποιούνται στις Επετείους ιστορικής μνήμης, στις γιορτές θρησκευτικής συνείδησης, στις επετείους κοινωνικής ευαισθητοποίησης και στις επετείους ειδικής αναφοράς. Οι δύο τελευταίες κατηγορίες αξίζει να τονισθούν ιδιαίτερα, καθώς αποτελούν εισαγωγές της τελευταίας δεκαετίας, το πολύ λίγο πιο πριν, και πρέπει να τύχουν της δέουσας προσοχής από τους εκπαιδευτικούς, όπως είναι η διεθνής ημέρα ειρήνης, η παγκόσμια ημέρα παιδικού βιβλίου, η διεθνής ημέρα της μητέρας κ.ά.
Οι προτάσεις εφαρμογής δομούνται στην κατηγοριοποίηση των ειδών και μορφών πολιτιστικών εκδηλώσεων στην οποία αναφερθήκαμε πιο πριν. Υπάρχουν οι συγκεκριμένες προτάσεις με συγκεκριμένες μορφές, αλλά ο εκπαιδευτικός μπορεί να επιλέξει οποιεσδήποτε από το σύνολο που υπάρχουν, τις οποίες πρέπει να συνδέσει με ανάλογο τρόπο.
Τελειώνοντας αυτή την παρουσίαση, ήθελα να πω πως ευτυχώς που δεν προκρίθηκε το δείγμα Γραμματά-Τζαμαριά από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Ο πρώτος λόγος είναι ότι, με το να εκδοθεί στην ελεύθερη αγορά, είναι προσβάσιμο σε κάθε συνάδελφο εκπαιδευτικό, τόσο δάσκαλο του δημοτικού όσο και καθηγητή γυμνασίου και λυκείου, ενώ αν είχε επιλεγεί, θα έπεφτε στα χέρια μόνο των καθηγητών του γυμνασίου, και μάλιστα μετά από ενάμιση χρόνο. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το βιβλίο που γράφηκε στα πλαίσια του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου δεν θα είχε γραφεί ποτέ για την ελεύθερη αγορά, και είμαι σε θέση να το ξέρω, ή έστω να το υποθέτω. Μπορεί το βιβλίο των Γραμματά-Τζαμαριά να το θεωρώ πολύ πιο χρηστικό για την άμεση σχολική πρακτική, όμως και το βιβλίο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου είναι ένα σημαντικό βοήθημα για τον εκπαιδευτικό. Εξοπλισμένοι και με τα δύο, οι εκπαιδευτικοί μπορούν να ανταποκριθούν πιο αποτελεσματικά στην πρόκληση των καιρών, με τις δραστηριότητες που βρίσκονται εκτός του λεγόμενου «αναλυτικού προγράμματος» να επενδύονται με όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Έτσι, πέρα από την έκκληση που απευθύνω στους συναδέλφους να το αγοράσουν, κάνω έκκληση και στο Υπουργείο Παιδείας να το συμπεριλάβει στα βιβλία που αγοράζει κάθε χρόνο και τα στέλνει στις σχολικές βιβλιοθήκες. Καλύτερη επιλογή δεν θα μπορούσε να κάνει. Ευχαριστώ.

Δεν ξαναψήνω μπλιο κουκιά, δε στένω μπλιο τσικάλι/ εκάηκα τη μια φορά να μη καώ την άλλη

Δεν ξαναψήνω μπλιο κουκιά, δε στένω μπλιο τσικάλι/ εκάηκα τη μια φορά να μη καώ την άλλη.

Άκουσα με συγκίνηση τη μαντινιάδα αυτή στο Τρίτο πρόγραμμα, στην εκπομπή του Σόλωνα Μιχαηλίδη. Ο Μιχαηλίδης μας είπε ότι την άκουσε από έναν λυράρη ο Δημήτρης Μητρόπουλος, του άρεσε πάρα πολύ η μουσική, και από αυτήν εμπνεύστηκε το έργο του «Κρητική γιορτή», που το ακούσαμε σε ενορχήστρωση Νίκου Σκαλκώτα, δεν θυμάμαι όμως από ποια ορχήστρα. Σαν σήμερα πέθανε ο Μητρόπουλος, 2-11-1960, σε ηλικία 64 ετών.
Την μαντινιάδα αυτή την άκουσα με πόνο ψυχής από τον πατέρα μου, λίγες βδομάδες πριν πεθάνει. Ζούσε στην Κρήτη μόνος, μετά το θάνατο της μητέρας μου. Του έλεγα ότι μπορεί να έλθει να μείνει μαζί μας όποτε νομίζει ότι δεν μπορεί πια να τα καταφέρνει μόνος του. Ερχόταν όταν ήταν άρρωστος, αλλά μόλις ένοιωθε καλά, σε κανένα μήνα περίπου, έφευγε για την Κρήτη. «Δεν κάνω εγώ σ’ αυτή τη φυλακή», μου έλεγε. Δεν τον πίεζα. Στα 85 του όμως, το 1988, υποφέροντας από βρογχικό άσθμα, αποφάσισε να ζήσει μαζί μας οριστικά. Με τη λαχτάρα της καλοκαιρινής επιστροφής στην Κρήτη.
Έζησε άλλα 9 χρόνια. Παρά τις τέσσερις εγχειρήσεις, καταρράκτη και γλαύκωμα σε κάθε μάτι, καθώς ήταν πολύ γέρος, έχασε σταδιακά το φως του. Δεν τυφλώθηκε, αυτοεξυπηρετείτο, έβλεπε ακόμη και το χάπι της πίεσης πάνω στο τραπέζι και το έπαιρνε, όμως στο τέλος είχε βαρεθεί τη ζωή του, και ήθελε να φύγει. Προσπαθούσα όσο μπορούσα να τον ενθαρρύνω. Τότε μου είπε την μαντινιάδα «Δεν ξαναψήνω μπλιο κουκιά δεν στένω μπλιο τσικάλι/ εκάηκα τη μια φορά να μην καώ την άλλη».