Book review, movie criticism

Saturday, May 19, 2012

Jane Goodall, Στα χνάρια της ελπίδας


Jane Goodall, Στα χνάρια της ελπίδας (μετ. Άννα Παπασταύρου), Ωκεανίδα 2000, σελ. 415

  Την περασμένη Κυριακή (13 Μάη) ήταν στο Γαλάτσι το πανηγύρι της αγίας Γλυκερίας. Την παραμονή το βράδυ έκανα την καθιερωμένη βόλτα μου. Υπήρχαν πάγκοι με βιβλία σε κανονικές τιμές και πάγκοι με βιβλία σε προσφορές, πέντε ευρώ το βιβλίο: (-ό,τι πάρετε ένα τάλιρο. -Άστο κάτω, αυτό κάνει ένα δεκάρικο- ατάκα από ελληνική ταινία που τη λέει ο Βουτσάς). Ανάμεσα στα βιβλία ενός πάγκου με προσφορές είδα και το βιβλίο της Τζέην Γκούντολ «Στα χνάρια της ελπίδας». Θυμόμουνα το εξώφυλλο, ήμουν σίγουρος ό,τι το είχα αγοράσει, πάλι σε προσφορά, πιθανώς στο παζάρι της Κλαυθμώνος, για να το διαβάσω «εν ευθέτω χρόνω». Ο χρόνος αυτός ήλθε, είμαι τώρα συνταξιούχος, όμως τα βιβλία μου είναι άνω κάτω και θα ήταν αδύνατο να το βρω. Έσκασα λοιπόν τα πέντε ευρώ μου, αλλά είπα ότι θα το διαβάσω τώρα. Και μια και έχω διαπιστώσει εδώ και καιρό ότι και άλλα βιβλία τα έχω διπλά, αποφάσισα στο εξής να μην αγοράζω κανένα βιβλίο για αργότερα, αλλά να το διαβάζω αμέσως. Έτσι, μετά από αυτό το βιβλίο, θα παρουσιάσω δυο ακόμη που αγόρασα με πέντε ευρώ, καθώς και ένα που αγόρασα με δύο, που θα είναι το επόμενο.
  Δεν το μετάνιωσα καθόλου που το αγόρασα ξανά, γιατί αυτή η σπατάλη των πέντε ευρώ ήταν που με έσπρωξε να το διαβάσω αμέσως. Και βρέθηκα με έκπληξη μπροστά σε ένα βιβλίο που θα το χαρακτήριζα ως μια επιτομή των ενδιαφερόντων μου.
  Πρόκειται για ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό. Τη συγγραφέα την ήξερα από παλιά, αλλά δεν έτυχε να διαβάσω τίποτα δικό της. Γνώριζα ότι είχε ασχοληθεί με τους χιμπαντζήδες, αλλά αυτό που αγνοούσα είναι ότι είχε αναλάβει μια μεγάλη εκστρατεία για τη σωτηρία τους. Με το βιβλίο της αυτό τη γνώρισα καλύτερα. Πρόκειται για μια θρησκευόμενη γυναίκα, με μια μεγάλη αγάπη για τα ζώα, και μια βαθιά αγωνία για την τύχη του πλανήτη μας.
  Στην ανάρτηση για τη «Φιλοσοφική μου εξέλιξη» του Ράσελ έγραψα ότι η ηθολογία είναι μια επιστήμη που με επηρέασε βαθιά και καθόρισε την αντίληψή μου για τον κόσμο, και κυρίως βέβαια για τον άνθρωπο. Η ηθολογία, να το πούμε για αυτούς που δεν το ξέρουν, είναι κλάδος της βιολογίας που μελετάει τη συμπεριφορά των ζώων, και βγάζει κατά περίπτωση και συμπεράσματα για τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Τα συμπεράσματα αυτά για την κοινωνιοβιολογία είναι πρώτης προτεραιότητας.
  Η γνωριμία μαζί της έγινε τυχαία. Ο Θάνος Γραμμένος των εκδόσεων Θυμάρι έψαχνε κάποιον μεταφραστή από τα γερμανικά. Βρήκε εμένα. Το βιβλίο που επρόκειτο να μεταφράσω ήταν το «Η πίσω όψη του καθρέφτη» του νομπελίστα ηθολόγου Κόνραντ Λόρεντς. Ενθουσιάστηκα. Έψαξα και βρήκα και άλλα βιβλία του, καθώς και βιβλία άλλων ηθολόγων. Ένα από αυτά, που επίσης με ενθουσίασε, ήταν το «Αγάπη και μίσος» του μαθητή του Ειρηναίου Άιμπλ-Άιμπεσφελντ. Το σύστησα με ενθουσιασμό στο Θάνο, που αποφάσισε να το εκδώσει. Τη μετάφραση την έκανα φυσικά εγώ. Όλα αυτά, τέλη της δεκαετίας του ’70.
  Έγραψα πιο πάνω ότι στο βιβλίο αυτό βρήκα μια επιτομή των ενδιαφερόντων μου. Στο 11ο κεφάλαιο, που έχει τίτλο «Ο θάνατος», η Γκούντολ αναφέρει περιπτώσεις που κάποια άτομα «διαισθάνθηκαν» το θάνατο προσφιλούς προσώπου. Για το φαινόμενο αυτό γράφω στο πρώτο μου βιβλίο «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα» (θυμάρι 1981 και 1991).
  Η προστασία των ζώων βρισκόταν πάντα στην ατζέντα του οικολογικού κινήματος, όπως βέβαια και η προστασία του περιβάλλοντος. Το πρόβλημα της φτώχιας και του υπερπληθυσμού, της εξάντλησης των πηγών, της πυρηνικής απειλής, είναι επίσης κάποια από τα οικολογικά ζητήματα που θίγει στο βιβλίο της η Γκούντολ. Καρπός της δικής μου ενασχόλησης με τα οικολογικά προβλήματα υπήρξαν τα τρία βιβλία μου «Περιβάλλον, διατροφή και ποιότητα ζωής» (1988 και 1993), «Οικολογία και δημοκρατία» (1989) και «Ο χορός της βροχής: οικολογικά παραμύθια και διηγήματα» (1997).
  Και αφού είπαμε αυτά τα γενικά, θα ανατρέξω σε κάποια αποσπάσματα που έχω υπογραμμίσει.
  Η Jane Goodall έχει ένα πρόβλημα που έχω κι εγώ: δυσκολεύεται να θυμηθεί πρόσωπα. Αυτό, μαθαίνω τώρα, λέγεται προσωπαγνωσία. Και πώς αντιμετωπίζει αυτή την κατάσταση;
  «Προσπαθώ λοιπόν να το αντιμετωπίζω όσο καλύτερα μπορώ-συνήθως υποκρινόμενη ότι αναγνωρίζω τους πάντες! Και μολονότι αυτό μπορεί να προκαλεί καμιά φορά διάφορα ευτράπελα, δεν είναι και τόσο κακό όσο το αντίθετο» (σελ. 20).
  Δεν αναφέρει κανένα ευτράπελο. Θα αναφέρω όμως εγώ ένα δικό μου. Κατευθύνομαι προς το πλοίο για την Κρήτη, στο λιμάνι του Πειραιά. Ξαφνικά βλέπω από μακριά να πλησιάζει μια γυναίκα και να μου γνέφει χαρούμενη. –Γαμώ το, πού την ξέρω, λέω μέσα μου. Τι να κάνω, ακολουθώ την τακτική της Goodall: υποκρίνομαι ότι την ξέρω, γνέφοντας κι εγώ χαρούμενος, με την ελπίδα ότι στο μεταξύ θα μπορούσα να τη θυμηθώ.
  Γνέφαμε ο ένας στον άλλο με ενθουσιασμό, όταν ξαφνικά, αφού με είχε πλησιάσει αρκετά, βλέπω το πρόσωπό της να παγώνει. –Με συγχωρείς, μου κάνει, έκανα λάθος.
  Δεν τα καταφέρνω πάντα να υποκριθώ. Στο βιβλιοπωλείο της Πρωτοπορίας, τώρα το Πάσχα, με βλέπει μια κυρία και μου λέει: «Γεια σου, τι κάνεις, είμαι η… με θυμάσαι;». «Πώς!!!,  κάνω, τι γίνεσαι;». Όμως άλλα έλεγε το στόμα μου, άλλα φανέρωνε το πρόσωπό μου. Απομακρύνθηκε γρήγορα από κοντά μου, λέγοντας κάτι ευγενικό βέβαια. Εγώ κατάλαβα αμέσως ότι είχε μαντέψει πως της έλεγα ψέματα.
  Προχωράμε.
  Στο κεφάλαιο «Η ρίζα του κακού» ο Γκούντολ μιλάει για τις εξοντωτικές μάχες μεταξύ ομάδων χιμπαντζήδων. Και γράφει: «Δυστυχώς ο ευγενής πίθηκος αποδείχθηκε εξίσου μυθολογικό πρόσωπο όσο και ο ευγενής άγριος, και τελικά γίναμε μάρτυρες πολλών ακόμα περιστατικών κτηνώδους επιθετικότητας μεταξύ των ομάδων, που πολλά κατέληξαν σε σφαγές νηπίων» (σελ. 181).
  Ένα από τα βιβλία του Κόνραντ Λόρεντς που διάβασα, μάλιστα μεταφρασμένο στα ελληνικά, είναι η «Επιθετικότητα». Εκδόθηκε από τις εκδόσεις Χατζηνικολή. Το ερώτημα αν η επιθετικότητα είναι έμφυτη ή είναι προϊόν μάθησης έχει ιδεολογικές προεκτάσεις, και όπως είναι φυσικό έχει προκαλέσει οξύτατες αντιπαραθέσεις. Η Goodall, μιλώντας για τις κτηνώδεις αυτές συγκρούσεις χιμπαντζήδων των οποίων υπήρξε μάρτυρας, δέχτηκε τις επιθέσεις των συναδέλφων της. Ένας από αυτούς της συνέστησε: «Δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγω να τα δημοσιεύσεις αυτά, γιατί θα δώσεις στους ασυνείδητους επιστήμονες και συγγραφείς τα στοιχεία που χρειάζονται για να αποδείξουν ότι η τάση των ανθρώπων να συγκρούονται είναι έμφυτη, ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος, είναι μια ατυχής, φριχτή κληρονομιά από τους άγριους πιθηκόμορφους προγόνους μας» (σελ. 189). Ακόμη μια φορά η αναγκαιότητα του ψέματος, ή, όπως το έγραψα πιο κομψά, «Η αναγκαιότητα του μύθου», που είναι ο τίτλος του δεύτερου βιβλίου μου (Θυμάρι 1987).
  Παρεμπιπτόντως, σε ένα συνέδριο στο Κάιρο, πριν εννιά χρόνια, μίλησα πάνω σ’ αυτό το θέμα, τη διαπάλη για το αν η επιθετικότητα είναι κληρονομική ή επίκτητη. Τίτλος της εισήγησής μου: Nature and culture, an unresolved polarity: the case of aggression.
  Στο ίδιο κεφάλαιο η συγγραφέας μιλάει εκτενώς για το «Εγωιστικό γονίδιο» του Ρίτσαρντ Ντόκινς, το οποίο διάβασα πριν χρόνια. Έχω κάποιες ενστάσεις για τις θέσεις αυτού του βιβλίου, όπως και η Γκούντολ άλλωστε, αλλά δεν είναι χώρος για να τις συζητήσω εδώ.
  Ένα ακόμη απόσπασμα:
  «Στη μεσαιωνική Αγγλία οι δημόσιοι απαγχονισμοί ήταν από τα πιο προσφιλή θεάματα. Σήμερα μάλιστα (Αύγουστος 1997), ενώ έγραφα αυτό το κεφάλαιο, διάβασα στην εφημερίδα για δέκα χιλιάδες ανθρώπους που συγκεντρώθηκαν στην Τεχεράνη για να παρακολουθήσουν την εκτέλεση ενός βιαστή που είχε καταδικαστεί σε θάνατο» (σελ. 202).
  Έχω δει κι εγώ ένα βίντεο κλιπ με έναν απαγχονισμό, και τον κόσμο να ουρλιάζει εκστασιασμένος: Αλλάχ Ακπμπάρ. Νομίζω όμως ότι δεν ήταν στο Ιράν.
  Και άλλο ένα απόσπασμα:
  «… Τη διαδικασία του θανάτου φοβάμαι. Φαντάζομαι πως όλοι μας την τρέμουμε, γιατί πολύ συχνά συνδυάζεται με αρρώστια και πόνο… Όλοι μας, είμαι βέβαιη γι’ αυτό, θα προτιμούσαμε έναν ξαφνικό θάνατο, θα θέλαμε να εγκαταλείψουμε τον κόσμο γρήγορα, όταν έρθει η ώρα μας- και όχι μόνο για καλό δικό μας, αλλά και για καλό όσων μας αγαπούν. (Και φυσικά, γλιτώνεις ένα σωρό χρήματα. Η διαδικασία του θανάτου μπορεί να γίνει μια απίστευτα δαπανηρή υπόθεση!)» (σελ. 232). Δεν είμαι βέβαιος αν όλοι, εγώ όμως σίγουρα.
  Διαβάζουμε:
  «Την άνοιξη του 1997 έκανα την πρώτη μου βόλτα με ηλεκτρικό αυτοκίνητο. Ήταν μια καταπληκτική εμπειρία: με εξήντα χιλιόμετρα την ώρα, χωρίς να εκπέμπουμε ίχνος καυσαερίου, με ένα όχημα εκατό τοις εκατό ανακυκλώσιμο και σχεδιασμένο να αντέξει πενήντα χρόνια…» (σελ. 352).
  Τι θα γίνει τελικά, θα φέρει καμιά εισαγωγική εταιρεία ένα τέτοιο αμάξι, να το αγοράσουμε κι εμείς; Έχουν περάσει 15 χρόνια από τότε. Ή περιμένουν να τελειώσουν πρώτα τα αποθέματα πετρελαίου;
  Το παρακάτω απόσπασμα το παραθέτω για συγκριτολογικούς λόγους. Η Γκούντολ, μιλώντας για την επίσκεψή της στο Άουσβιτς, γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Στη μέση του πιο σκοτεινού από τα έξι κτίσματα, ένα μικρό φυτό είχε προβάλει δειλά μέσα από μια ραγισματιά στο τσιμέντο, κάτω από ένα κρεβάτι. Τα βλαστάρια του απλώνονταν προς το χλομό φως που περνούσε από τους μικροσκοπικούς φεγγίτες πάνω από τα κεφάλια μας… τα μπουμπούκια του, γεμάτα ελπίδα, ήταν έτοιμα να ανοίξουν» (σελ. 380).
  Το απόσπασμα αυτό είναι ανάλογο με ένα εκτενές απόσπασμα από τη «Ζωή εν τάφω» του Στρατή Μυριβήλη, που με τον τίτλο «Η μυστική παπαρούνα» ανθολογείται σε κάποιο από τα «Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας» του Λυκείου. Μια παπαρούνα που φυτρώνει ξαφνικά ανάμεσα σε κάποια σακιά με άμμο στο σκοτεινό χαράκωμα αποτελεί σύμβολο ελπίδας για τον συγγραφέα.
  Οι διδακτικοί στόχοι του έργου είναι προφανείς, και γι’ αυτό θα ήθελα το τελευταίο απόσπασμα που θα παραθέσω να έχει αυτό τον χαρακτήρα:
  «Τι μπορούμε να κάνουμε λοιπόν; Όταν απευθύνομαι σε ομάδες νέων, τους λέω ότι μπορούμε να κάνουμε πολλά, ο καθένας από εμάς, προσπαθώντας απλώς να καλυτερέψουμε τον κόσμο γύρω μας. Μπορεί να είναι πολύ απλό: μπορούμε να κάνουμε ένα θλιμμένο ή μοναχικό άνθρωπο να χαμογελάσει· (εγώ το κάνω. Κάθε τρεις και μια αναρτώ και ένα ανέκδοτο στο facebook). Μπορούμε να κάνουμε έναν εξαθλιωμένο σκύλο να κουνήσει την ουρά του, ή ένα γατί να γουργουρίσει· μπορούμε να ρίξουμε λίγο νερό σ’ ένα διψασμένο φυτό. Δεν μπορούμε να λύσουμε όλα τα προβλήματα του κόσμου, όλοι όμως μπορούμε να κάνουμε κάτι για τα προβλήματα που βρίσκονται κάτω από τη μύτη μας. Δεν μπορούμε να σώσουμε όλα τα παιδιά που πεινάνε κι όλους τους ζητιάνους της Αφρικής ή της Ασίας, αλλά γιατί να μην κάνουμε κάτι για τα χαμίνια, τους άστεγους, τους γέρους της γειτονιάς μας;» (σελ. 104).
  Η Γκούντολ στο βιβλίο της μιλάει εκτενώς για τους χιμπατζήδες της, τους οποίους μάλιστα είχε βαφτίσει. Ο πρώτος άντρας της γύρισε ένα ντοκιμαντέρ, πολύ συγκινητικό, με αυτούς τους χιμπαντζήδες. Δεν θα ξεχάσω το τέλος: η μητέρα χιμπαντζίνα πεθαίνει, η οικογένεια και οι φίλοι αποχωρούν σιγά σιγά από το πτώμα της, και μόνο ο μικρός γιος της μένει. Για τρεις βδομάδες. Στο τέλος πεθαίνει από θλίψη.
  Και θα τελειώσω με τις «ρίζες της σύμπτωσης». Διαβάζω κάπου στο βιβλίο για κάποιον (ή κάποια, δεν θυμάμαι) που τον/την έφαγε μια αρκούδα. Το ίδιο βράδυ, κάνοντας ζάπιν στην τηλεόραση, βλέπω ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ στο Σκάι για αρκούδες που επιτέθηκαν σε ανθρώπους, και κάποιους βέβαια τους σκότωσαν.
 

Wednesday, May 16, 2012

Αντώνης Δεσύλλας, Μικροί άγιοι


Αντώνης Δεσύλλας, Μικροί άγιοι, ΑΛΔΕ 2003, σελ. 152

  Διηγήματα χαρακτηρίζει ο Αντώνης Δεσύλλας τα κείμενα του βιβλίου του «Μικροί Άγιοι», στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για (αυτο)βιογραφικά αφηγήματα, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους. Όμως ποιοι είναι αυτοί οι μικροί άγιοι;
  «Της γης οι κολασμένοι», μια φράση από τον ύμνο της Β΄Διεθνούς, είναι οι εργάτες που υφίστανται την καπιταλιστική εκμετάλλευση. «Της γης οι κολασμένοι» του Φραντς Φανόν, τίτλος που δόθηκε στην απορριφθείσα διδακτορική του διατριβή όταν εκδόθηκε, είναι οι λαοί του τρίτου κόσμου που υφίστανται την αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση. Σήμερα οι λαοί αυτοί έχουν ξεχυθεί στις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη λιμοκτονία στις καταδικασμένες σε υπανάπτυξη χώρες τους. Η θέση που τους επιφυλάσσεται είναι μια θέση πολιτών τρίτης κατηγορίας, και ο άρτος ο επιούσιος συχνά δεν τους δίνεται από τον μεγαλοδύναμο. Και υπάρχει πάντα ο κίνδυνος μιας απροσδόκητης συνάντησης με ρατσιστικά ακροδεξιά στοιχεία, που θέτει σε κίνδυνο ακόμη και την ίδια τους τη ζωή. Της γης οι κολασμένοι είναι σήμερα οι μετανάστες και οι πρόσφυγες.
  Και οι «μικροί άγιοι»;
  Είναι τα παιδιά τους, που μπαίνουν από νωρίς στη βιοπάλη προσπαθώντας να βοηθήσουν τις οικογένειές τους. Η Φλωρίκα, η μικρή ρουμάνα στο πρώτο διήγημα «Γρανίτα καφέ» ζητιανεύει. «…η Φλωρίκα, με το αβέβαιο μέλλον» (σελ. 21). Ο μικρός αλβανός Αλία στο αμέσως επόμενο διήγημα είναι παιδί των φαναριών. Ο αφηγητής που τον συναντάει στην καθημερινή διαδρομή του στη δουλειά, του δίνει πάντα φιλοδώρημα. Μια μέρα δεν τον συναντάει. Έχει κακό προαίσθημα, που επιβεβαιώνεται. Ένα αυτοκίνητο τον παρέσυρε και τον σκότωσε.
  Η Υβόνη ανήκει σε έναν άλλο λαό της προσφυγιάς, τους Εβραίους. Μέλος ενός μουσικοχορευτικού συγκροτήματος που θα παρουσίαζε ένα φολκλορικό, μουσικοχορευτικό θέαμα των εβραίων της Ισπανίας γοητεύει τον αφηγητή. Όμως όταν θα επιστρέψει στην πατρίδα της το Ισραήλ θα βρει τραγικό θάνατο. Για να στεριώσει αυτός ο λαός έπρεπε να καταδικάσει έναν άλλο στην προσφυγιά. Υπήρξε θύμα της εκδίκησής του. Ένας παλαιστίνιος καμικάζι την έστειλε στο θάνατο, μαζί με μερικούς άλλους συμπατριώτες της.
  Στο πέμπτο διήγημα πρωταγωνιστεί η μικρή Παναγιώτα, που ανήκει σε μιαν άλλη φυλή της προσφυγιάς, τους τσιγγάνους. Ο συγγραφέας τη γνώρισε σε ένα τσιγγάνικο καταυλισμό, στα πλαίσια ενός προγράμματος για τη λαϊκή επιμόρφωση. Η τρυφερή σχέση του με τους «μικρούς άγιους» φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα.
  «Πολλές φορές κάποια τρίχρονα ή τετράχρονα πιτσιρίκια έβαζαν το λερωμένο και κρύο χεράκι τους μες στο δικό μου και γω το κράταγα καθώς συνέχιζα να μιλάω στα άλλα παιδιά ή να περπατάω κρατώντας με αγάπη αυτό το τόσο τρυφερό χέρι. Διέκρινα τότε το πιτσιρίκι να καμαρώνει και να επιδεικνύει στα άλλα παιδιά ως σημαντικό το ότι κρατούσα το χέρι του. Η φανερή περηφάνια του τσιγγανόπουλου γινόταν και δική μου κρυφή περηφάνια γιατί ήξερα ότι κανένας δεν είχε παρόμοια αίσθηση της χαράς όταν του άγγιζα το χέρι» (σελ. 92). Στο διήγημα αυτό μαθαίνω ότι το Μαντουβάλα είναι τσιγγάνικο όνομα (Μια Μαντουβάλα τραγούδησε ο Καζαντζίδης. Μετά είπε «πάμε γι’ άλλα» και τραγούδησε και τη Ζιγκουάλα, προφανώς κι αυτό τσιγγάνικο όνομα).
  Η Μιλένα, στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, ανήκει σε άλλους πρόσφυγες, τους δικούς μας, τους μικρασιάτες. Αλήθεια, πώς μπορείς να είσαι πρόσφυγας στην ίδια σου την πατρίδα; Κι όμως, οι πρόσφυγες εκείνοι, οι δικοί μας, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, αντιμετωπίσθηκαν από τους ντόπιους με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζονται σήμερα και οι άλλοι πρόσφυγες, οι αλλοεθνείς: με περιφρόνηση, και στην καλύτερη περίπτωση με επιφύλαξη. Η νικημένη Ελλάδα προσπάθησε γι’ αυτούς όσο μπορούσε, προσπάθησαν κι εκείνοι, και έτσι σιγά σιγά έστησαν τις ζωές τους.
  Το ίδιο και η οικογένεια της Μιλένας. Όμως ένα απροσδόκητο συμβάν, ένας γερμανικός βομβαρδισμός, την οδήγησε στο θάνατο. Στη ζωή πολλές φορές δυστυχώς παραμονεύει και το τυχαίο.
  Από το ίδιο διήγημα αγρεύω και ένα λαογραφικό στοιχείο (με τη λαογραφία του τόπου του θα ασχοληθεί εκτενώς σε μεταγενέστερα έργα του ο Δεσύλλας), που το είχαμε και εμείς στην Κρήτη. Έχει το εφέ του ομοιοτέλευτου. Το παραθέτω, για να μείνει και διαδικτυακά.
  «Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μαχαίρα. Μεγάλη Τρίτη, ο Χριστός εκρύφθη. Μεγάλη Τετάρτη, Ο Χριστός εχάθη. Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός ευρέθη. Μεγάλη Παρασκευή, ο Χριστός στο καρφί. Μεγάλο Σαββάτο, ο Χριστός στον τάφο. Μεγάλη Κυριακή, Χριστός Ανέστη χριστιανοί» (σελ. 121).
  Φαντάζομαι ότι για τις περισσότερες μέρες λέγαμε ακριβώς τα ίδια και στην Κρήτη, σίγουρα όμως όχι για όλες. Τουλάχιστον όχι για τη Μεγάλη Κυριακή, για την οποία θυμάμαι ότι εμείς λέγαμε: Καλλιτσούνες και ρακή.
  Τα διηγήματα αυτά είναι ιδιαίτερα συγκινητικά. Ο συγγραφέας με την επιδέξια γραφή του καταφέρνει να μεταδώσει στον αναγνώστη τη δική του συγκίνηση. Γιατί, αυτό που γράφει για έναν από τους ήρωές του, ισχύει στο ακέραιο και για τον ίδιο: «Ο ανθρώπινος πόνος κι η δυστυχία τον άγγιζαν στα μύχια της ψυχής του» (σελ. 65).

Tuesday, May 15, 2012

Yussef Chahine, Cairo station


Yussef Chahine, Cairo station (1958)

  Εδώ δεν έχουμε μια «Γειτονιά των καταφρονεμένων» όπως στο Dodesukaden του Κουροσάβα αλλά ένα «Σταθμό των καταφρονεμένων», το σταθμό του Καῒρου. Σ' αυτόν βλέπουμε γυναίκες που προσπαθούν να ζήσουν πουλώντας αναψυκτικά στους επιβάτες των τραίνων, χωρίς άδεια βέβαια και γι’ αυτό κάθε τρεις και μια καταδιώκονται από την αστυνομία, και άντρες που δουλεύουν σαν αχθοφόροι, και προσπαθούν να συνδικαλιστούν για να πετύχουν καλύτερους όρους δουλειάς. Ανάμεσά τους και ένας κουτσός που πουλάει εφημερίδες.
  Η ομοιότητα με τις άλλες παρόμοιες ταινίες για τις οποίες μιλήσαμε πρόσφατα (Dodesukaden, Under the moonlight, Twenty) φτάνει μέχρι εδώ. Γιατί στη συνέχεια έχουμε σασπένς. Ο πιο καταφρονεμένος, απελπισμένα ερωτευμένος, τελικά τρελός από έρωτα, οδηγείται σε μια απονενοημένη πράξη που παρά λίγο να στοιχίσει τη ζωή σε μια κοπέλα. Το έργο εκτυλίσσεται σε κανονικό θρίλερ, το οποίο ο θεατής παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα.
  Ο αιγυπτιακός, και γενικότερα ο αραβικός κινηματογράφος, δεν είναι ευρύτερα γνωστός, έχει όμως παρουσιάσει αξιολογότατα έργα. Μέσα στα σχέδιά μας είναι να τον γνωρίσουμε καλύτερα.

Friday, May 11, 2012

Bertrand Russel, Η φιλοσοφική μου εξέλιξη


Μπέρτραντ Ράσελ, Η φιλοσοφική μου εξέλιξη (μετ. Αντώνης Πέρης), Αρσενίδης 2007, σελ. 443

  Θα γράψω για ένα βιβλίο που μόνο ένα μέρος του διάβασα. Νόμιζα ότι επρόκειτο για την αυτοβιογραφία του Ράσελ όταν το παράγγειλα. Τελικά όμως είδα ότι ήταν η πνευματική του βιογραφία, ενώ η αυτοβιογραφία του προς το παρόν δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά.
  Ήμουν φανατικός της φιλοσοφίας στα νιάτα μου γι’ αυτό και, αφού τέλειωσα την αγγλική φιλολογία, γράφτηκα στο φιλοσοφικό τμήμα, και με το πτυχίο που πήρα από εκεί διορίστηκα ως φιλόλογος. Πρωτοετής στο τμήμα αγγλικών σπουδών διάβασα την «Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας» του Ράσελ, πριν μεταφραστεί στα ελληνικά. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο, από το οποίο έμαθα πάρα πολλά. Στον «Κόσμο της σοφίας» του Jostein Gaarder δεν υπήρχε τίποτα που να μην το ήξερα. Όμως όταν διάβασα αυτό το βιβλίο η αγάπη μου για τη φιλοσοφία είχε ήδη εξανεμιστεί. Είδα ότι δεν μου προσέφερε γνώσεις, γνώσεις που μου πρόσφερε αντίθετα η επιστήμη. Για μένα σήμερα η ίδια η φιλοσοφία δεν έχει νόημα. Μόνο η ιστορία της φιλοσοφίας έχει νόημα, όταν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα ποιες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες οδήγησαν τους φιλόσοφους σε αυτούς τους προβληματισμούς και σε αυτές τις απαντήσεις.
  Η φιλοσοφία δεν συνέβαλε καθόλου στη δημιουργία της αντίληψης που έχω για τον κόσμο σήμερα. Απεναντίας οφείλω πολλά στον μαρξισμό, στην ψυχολογία και ιδιαίτερα στην ψυχανάλυση, και στην ηθολογία. Αρκετά επίσης οφείλω και στην κοινωνική ανθρωπολογία.  
  Αγόρασα το βιβλίο, και δεν μου πήγαινε να μην διαβάσω κάτι από αυτό. Η λογική, μαθηματική ή όχι, ήταν κάτι που δεν με ενδιέφερε ποτέ, και έτσι παρέλειψα τις σχετικές σελίδες. Με ενδιαφέρει ο Ράσελ σαν ιστορικός της φιλοσοφίας, αλλά όχι σαν φιλόσοφος της μαθηματικής λογικής.
  Και βέβαια υποκλίνομαι στον άνθρωπο. Στον άνθρωπο που μπήκε φυλακή για την ειρηνιστική του δράση το 1918. Για το πόσο τον συντάραξε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος γράφει σχετικά:
  «Μια από τις συνέπειες εκείνου του πολέμου ήταν ότι κατέστησε αδύνατο για εμένα να συνεχίσω τη ζωή μου μέσα στον αφηρημένο κόσμο μου. Έβλεπα νέους άντρες να ανεβαίνουν σε τρένα πηγαίνοντας προς τη σφαγή τους, αποκλειστικά και μόνο γιατί υπήρχαν κάποιοι ηλίθιοι στρατηγοί. Ένιωσα μια αγωνιώδη συμπάθεια για αυτούς τους νέους και είδα τον εαυτό μου να επιστρέφει στον πραγματικό κόσμο μέσω ενός περίεργου δεσμού συμπόνιας. Όλες οι υψηλές και αφηρημένες ιδέες που με είχαν απασχολήσει μέχρι τότε μου είχαν φανεί ξαφνικά αδύναμες και τετριμμένες μπροστά στον τεράστιο πόνο που με περιέβαλε. Ο κόσμος πέρα από τον άνθρωπο εξακολουθούσε να υπάρχει, τώρα πια όμως μόνο ως προσωρινό καταφύγιο και όχι το μέρος όπου θα έχτιζε κάποιος τη μόνιμη κατοικία του» (σελ. 340-341).
  Θα παραθέσω ένα ακόμη απόσπασμα, καθώς συμμερίζομαι τις ιδέες που διατυπώνονται σ’ αυτό.
  «… εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι ασήμαντος σε κοσμικό επίπεδο και ότι αν υπήρχε ένα Ον με την ικανότητα να βλέπει ολόκληρο το σύμπαν, χωρίς τις προκαταλήψεις του εδώ και του τώρα, τότε ίσως να μην ανέφερε καν τον άνθρωπο, ή το πολύ να τον τοποθετούσε σε κάποια υποσημείωση στο τέλος του βιβλίου· δεν πιστεύω πια ότι το πνεύμα είναι ανώτερο από τις αισθήσεις, ούτε ότι ο πλατωνικός παράδεισος των ιδεών είναι σε θέση να μας παράσχει μια πρόσβαση στον «πραγματικό» κόσμο. Παλαιότερα θεωρούσα τόσο τις αισθήσεις όσο και τις σκέψεις που παράγονται από τις αισθήσεις ως μια φυλακή από την οποία μπορούμε να απελευθερωθούμε μέσω του πνεύματός μας, το οποίο λειτουργεί απαλλαγμένο από τις αισθήσεις. Τώρα πια δεν νιώθω έτσι. Θεωρώ τις αισθήσεις και τις σχετιζόμενες μ’ αυτές σκέψεις ως παράθυρα και όχι ως κελιά» (σελ. 341-342).
  Οι παραπάνω σκέψεις ταιριάζουν με την φιλοσοφική μου τοποθέτηση ως «απλοϊκού ρεαλιστή».
  Και ένα ακόμη απόσπασμα που το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον.
  «Θα μπορούσε κανείς να τον παρομοιάσει (τον Βιτγκενστάιν) με δύο μεγάλους άντρες της ιστορίας: με τον Πασκάλ και τον Τολστόι. Ο Πασκάλ ήταν ένας ιδιοφυής μαθηματικός, εγκατέλειψε όμως τα μαθηματικά για λόγους ευλάβειας. Ο Τολστόι θυσίασε την ιδιοφυία του ως συγγραφέας για χάρη μιας υποτιθέμενης εξαθλίωσης η οποία τον έκανε να προτιμά τους χωρικούς έναντι των πνευματικών ανθρώπων και την Καλύβα του μπάρμπα Θωμά έναντι όλων των μυθιστορημάτων. Ο Βιτγκενστάιν, ο οποίος μπορούσε να παίζει με τις δυσνόητες μεταφυσικές έννοιες όσο καλά μπορούσε να παίζει ο Πασκάλ με τα εξάγωνα και ο Τολστόι με τους αυτοκράτορες, αποποιήθηκε το χάρισμά του και υποβάθμισε τον ίδιο του τον εαυτό, με τον ίδιο τρόπο που και ο Τολστόι υποβάθμιζε τον εαυτό του μπροστά στους χωρικούς-και στις δυο περιπτώσεις εξαιτίας μιας παρορμητικής υπερηφάνειας. Θαυμάζω το Tractatus του Βιτγκενστάιν, όχι όμως και τα μεταγενέστερα έργα του, τα οποία μου φαίνεται ότι παρουσιάζουν μια εγκατάλειψη του ταλέντου του, ακριβώς όπως συνέβη με τον Πασκάλ και τον Τολστόι» (σελ. 343-344).
  Κι εγώ θαυμάζω τον Πόλεμο και Ειρήνη και την Άννα Καρένινα, αλλά και τον Τολστόι για την «εγκατάλειψη του ταλέντου του», που είχε ως αποτέλεσμα να δώσει αργότερα ήσσονα έργα. Το ίδιο θαυμάζω και τον Βιτγκενστάιν που εγκατέλειψε μια λαμπρή πανεπιστημιακή καριέρα για να γίνει νηπιαγωγός. Για τον Πασκάλ μαθαίνω τώρα. Τους θαυμάζω και τους τρεις, όπως θαυμάζω τον Άγιο Φραγκίσκο και τον Βούδα που εγκατέλειψαν τα πλούτη τους για κάτι που νόμιζαν ότι άξιζε περισσότερο. Πριν γίνουν «διάσημοι», σίγουρα όλοι θα τους περνούσαν για τρελούς.
  Στην ημιτελή μελέτη του Alan Wood για τη φιλοσοφία του Μπέρτραντ Ράσελ που τίθεται ως επίμετρο διαβάζουμε: «Εξέφραζε συχνά τη λύπη του… για το γεγονός ότι είχε γίνει φιλόσοφος και όχι επιστήμονας» (σελ. 416). Στην ίδια σελίδα παραθέτει τον ίδιο τον Ράσελ: «Η οποιαδήποτε αξιόλογη φιλοσοφία πρέπει να στηρίζεται πάνω σε ένα ευρύ και σταθερό θεμέλιο γνώσης, το οποίο δεν είναι ιδιαίτερα φιλοσοφικό». Υπάρχουν και άλλα αποσπάσματα στα οποία φαίνεται πόσο προκρίνει ο Ράσελ την επιστήμη σε σχέση με τη φιλοσοφία, με πιο χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από την «Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας»: «Η φιλοσοφία… είναι κάτι μεταξύ θεολογίας και επιστήμης… Η χώρα του τίποτα» (σελ. 10 αναφέρει η υποσημείωση, δεν ξέρω ποιας έκδοσης. Ασφαλώς κάπου στην αρχή).
  Θυμάμαι που, κάπου στα τέλη της 10ετίας του ’70 είχα δώσει εξετάσεις στο ΙΚΥ για μια υποτροφία για εκπόνηση διδακτορικής διατριβής πάνω στη φιλοσοφία. Απέτυχα. Σήμερα μπορώ να πω ευτυχώς. Το 1993 ξεκίνησα διδακτορική διατριβή με θέμα τις αφηγηματικές τεχνικές, την οποία υποστήριξα το 1996. Η λογοτεχνία εξακολουθεί να με συναρπάζει, η φιλοσοφία καθόλου. Υπάρχει όμως πάντα η νοσταλγία, και νομίζω ότι κατά καιρούς θα διαβάζω και κάποιο φιλοσοφικό βιβλίο, που όμως δεν θα έχει σχέση με τη λογική ή τη φιλοσοφία των μαθηματικών.