Book review, movie criticism

Sunday, June 17, 2012

Νικόλας Ευαντινός, Ρουβίκωνας στα μέτρα μας

Νικόλας Ευαντινός, Ρουβίκωνας στα μέτρα μας, Μελάνι 2011, σελ. 74

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Με τον Ρουβίκωνα σαν σύμβολο ο Ευαντινός ρίχνει ένα διεισδυτικό βλέμμα στη σύγχρονη πραγματικότητα.

  Ο Νικόλας Ευαντινός γεννήθηκε στο Ηράκλειο αλλά κατάγεται από την Ιεράπετρα. Είναι απόφοιτος της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, με μεταπτυχιακό στη θεωρία της λογοτεχνίας. Εκτός από ποιητής είναι και μουσικός, συνθέτης και στιχουργός. Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα μουσικό cd με τίτλο «Πανταχού απών», με δικές του συνθέσεις και δικούς του στίχους, όπου παίζει και τραγουδά ο ίδιος. 
 Μετά τις «Μικρές αγγελίες» που κυκλοφόρησαν το 2008 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη ο Νικόλας Ευαντινός μας παρουσιάζει την δεύτερη ποιητική του συλλογή «Ρουβίκωνας στα μέτρα μας» από τις εκδόσεις Μελάνι. Χρησιμοποιώντας εικόνες και σύμβολα από την ιστορία και τη μυθολογία αλλά και από την περιβάλλουσα φύση, με στίχο ρωμαλέο, συχνά ελλειπτικό στην πυκνότητά του, καταθέτει την αγωνία του ως ποιητής για τη σημερινή  πραγματικότητα.
  Ο τίτλος είναι σαρκαστικός. Ο Νικόλας στο έργο του αυτό λοιδορεί τον σύγχρονο άνθρωπο για τη μικρότητά του, που όχι μόνο αδυνατεί να διαβεί ένα Ρουβίκωνα, αλλά ούτε καν ένα ρυάκι δεν τολμά να διασχίσει, παραιτημένος από κάθε αγώνα, βολεμένος στον εφησυχασμό του.
  «Δεν βρήκα τίποτα που να φοβάμαι μην προδώσω.
Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη προδοσία» (σελ. 31) 
  Και
  «Κι εμείς σε κοιμισμένα ύδατα κάναμε τον πεθαμένο
για να γλιτώσουμε από το βάρος μας…» (σελ. 41).
  Δυστυχισμένος από τις καταστάσεις που βιώνει, μόνο στη φαντασία μπορεί να βρει παρηγοριά.
  «Ιδού λοιπόν η διαφορά μας
Από τους ασάλευτους κροκόδειλους των βάλτων:
μπαρουτοκαπνισμένοι ονειρευόμαστε
πολυελαίους ουρανούς,
αιώνια αναμμένους προς χάριν
του διάττοντος αστέρα που είμαστε» (σελ. 18)
  Και
  «Ας μείνουμε στωικά προσκολλημένοι
στην πρώτη μας ύλη.
Στη μόνη αληθινή ύλη,
τη φαντασία.

Και τότε ας φανταστούμε
πως δεν είμαστε
τα κτήνη που γίναμε» (σελ. 19).
  Στο ποίημα «Το πυρ των δειλών» ο Ευαντινός σαρκάζει τους άτολμους που ονειρεύονται τις υπερβάσεις τους:
  «…Κι όταν από
σκιάχτρο ζωής
καιόμενη βάτος γίνω,
το φως που θα είμαι
λαίλαπα παντού θα απλωθεί…

Μα ποιος τόσο δειλός μπορεί,
από τη ζέση της σούπας
στο Πυρ να περάσει;» (σελ. 33).
  Ο Τ.Σ.Έλιοτ μίλησε για έρημη χώρα. Ο Ευαντινός χρησιμοποιεί μια πιο οικεία σε μας εικόνα, την «καμένη γη».
  «Για να μην πάει κόντρα στη ρήση «παίξ’ το τρελός»
την ερμήνευσε κατά το δοκούν:
Έγινε τόσο τρελός
που μπαίνει και βαδίζει
στην καμένη γη των ανθρώπων
………………………………………….
Αυτός δεν είναι τέτοιος μάντης.
Στη θέα των καψαλισμένων κουφαριών
απλώς δακρύζει.
Βλέπει το μέλλον του» (σελ. 30).
  Ο ποιητής δεν προφητεύει μόνο, αλλά και παραινεί. Χρησιμοποιώντας μια θαυμάσια μεταφορά, το τομάρι του τράγου που γίνεται ασκομαντούρα, καταλήγει:
  «Ιδού λοιπόν
τι μπορεί να κάνει κανείς
με το σαρκίο του
όσο ζει» (σελ. 35). 
  Οι περισσότεροι ποιητές βάζουν σχεδόν σε κάθε συλλογή τους και ένα ποίημα για την ποίηση και/ή τον ποιητή.
  «Άραγε θα με αναγνωρίσουν
όταν θα έχω ολοκληρώσει
τις παραμορφωτικές εκδορές
στην όψη μου;
Ρωτάω γιατί εμείς οι ποιητές
δεν φέρουμε
ταυτότητες στρατιωτικές
και τρέμω άθαφτος μη μείνω» (σελ. 45).
  Το παρακάτω ποίημα είναι τραγικά επίκαιρο, καθώς γράφω αυτές τις γραμμές την ημέρα των εκλογών της 17ης Ιουνίου. Είναι μια προειδοποίηση για τη νεολαία.
  «Εις οιωνός άριστος
αμύνεσθαι
περί πατρίδος

όπως και περί
του δικαιώματος
μιας χήνας
νωχελικά να περπατά
στην κεντρική λεωφόρο
της νυχτερινής πόλης

κι ας ματωθούν στο τέλος
βιαστικές ξάγρυπνες ρόδες
από το ανοιγμένο της κρανίο
και ας ακούγεται σπαρακτικό το σκούξιμό της
καθώς στα κύμβαλα θα χτυπιέται
κάποιου αόρατου πιάνου αγωνίας.

Οι νέοι που τυχόν τρέξουνε ξοπίσω
μιμούμενοι χειρονομώντας
του γεγονότος την παραδοξότητα

θα νομίζουν πως πετάνε» (σελ. 42).

  Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε μια έξυπνη επινόηση του Ευαντινού. Σε δυο ρήσεις που εγκιβωτίζουν το ποίημα, βάζει σε αγκύλες κάποια γράμματα που με τη σωστή διάταξή τους δίνουν τον όνομα Ρουβίκωνας. Ειδικά στην πρώτη, είναι σαν να δίνουν την απάντηση σε ένα αίνιγμα.
  [Ο],ΤΙ ΘΑ ΣΥΝΑ[Ν]ΤΗΣΕΙς ΠΑ[Ρ]ΑΚΑΤΩ ΕΙΝΑΙ ΡΑ[Β]ΔΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ Λ[Ι]ΠΟΤΑ[Κ]ΤΗ ΠΟ[Υ] Ρ[Ω]ΤΑ: «ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΤ[Α]ΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ [Ν]Α ΠΕΡΑ[Σ]ΟΥΜΕ;».
  Ο Ρουβίκωνας σαν σύμβολο παραπέμπει στην ελπίδα, και η συλλογή αποτελεί έκκληση στους «λιποτάκτες», από τους οποίους δεν θέλει να εξαιρέσει τον εαυτό του ο ποιητής, να ανακαλύψουν τον Ρουβίκωνα του Καίσαρα, και αυτόν να διαβούν, και όχι τους εύκολους καθημερινούς ρουβίκωνες, αυτούς που είναι «στα μέτρα μας».
  Στην παρουσίαση της προηγούμενης συλλογής του καταλήγαμε:
  «Επινοητικός και πρωτότυπος, σαρκαστικός και αυτοσαρκαστικός, με μια ρωμαλέα νιτσεϊκή, καθόλου καταθλιπτική απαισιοδοξία, ο Ευαντινός αποτελεί μια από τις περισσότερα υποσχόμενες φωνές της νέας ποιητικής γενιάς». Η καινούρια του ποιητική συλλογή ενισχύει αυτή μας την αντίληψη.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Friday, June 15, 2012

Rakhshan Bani-Etemad, Mohsen Abdolvahab Mainline




  Έχουμε ξαναγράψει για την Rakhshan Bani-Etemad, για τρία έργα της. Μας άρεσαν πάρα πολύ και τα τρία. Το τελευταίο, η Gilaneh, αναφέρεται στη φρίκη του πολέμου όπως τη βιώνει μια μητέρα. Η «Κύρια γραμμή» αναφέρεται στη φρίκη των ναρκωτικών όπως την βιώνει επίσης μια μητέρα, μια μητέρα χωρισμένη που βλέπει την κόρη της να αποτυγχάνει στις επανειλημμένες προσπάθειές της να τα σταματήσει. Όμως η ταινία, παρά τη σκοτεινή της ατμόσφαιρα και τις συγκλονιστικές σκηνές, τελειώνει αισιόδοξα. Ναι, η κόρη της αυτή τη φορά θα τα καταφέρει.
  Την ταινία αυτή πρέπει να την δουν όλοι. Πρώτα απ’ όλα οι γονείς, έπειτα οι ναρκομανείς, και τέλος όλοι οι υπόλοιποι. Οι γονείς για να προστατέψουν όσο μπορούν τα παιδιά τους, οι ναρκομανείς για να πάρουν δύναμη και να αποφασίσουν να σταματήσουν τα ναρκωτικά, και οι υπόλοιποι για να μην τα δοκιμάσουν ποτέ.
  Κάθε τι που μας κάνει να αισθανόμαστε ευχάριστα είναι δηλητήριο, και την ευχαρίστηση αυτή την πληρώνουμε με κάποιο τρόπο. Και το πρώτο τίμημα είναι το στερητικό σύνδρομο. Ποτέ δεν κάπνιζα, αλλά πάντα έπινα κοινωνικά. Όταν λέω κοινωνικά, εννοώ μια στο τόσο. Αλλά στο «μια στο τόσο» έπινα για όλο το μεσοδιάστημα που δεν είχα πιει (αυτό παλιά, τώρα συγκρατιέμαι). Ευτυχώς που δεν υιοθέτησα ποτέ τη συνήθεια «ένα ποτηράκι στο φαγητό»,  που κάνει λέει καλό στην υγεία. Νομίζω ότι πολλοί αλκοολικοί έχουν ξεκινήσει μ’ αυτό τον τρόπο.
  Ούτε καφέ έπινα. Θυμάμαι φοιτητής που, για να κρατηθώ ξύπνιος να διαβάσω στις εξετάσεις, αγόραζα ένα πλαστικό μπουκάλι γάλα, αυτό τον 650 γραμμαρίων. Έπινα λίγο, μετά έριχνα μέσα ένα κουταλάκι νες καφέ και το τάπωνα με ένα φελλό. Έτοιμο το shaker. Κατέβαζα μονορούφι το γάλα και στρωνόμουνα στο διάβασμα. Στη συνέχεια, μέχρι πριν έξι χρόνια, έπινα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να κάνω σιέστα ή έπρεπε να κρατηθώ ξύπνιος μέχρι μεταμεσονύχτιες ώρες. Και σε ταξίδια φυσικά, που η σιέστα είναι μια πολυτέλεια που δεν μπορώ να την απολαμβάνω πάντα. Το κακό ξεκίνησε όταν θέλησα να γράψω ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, κατόπιν της παρότρυνσης μιας φίλης. Ήθελα να ξεμπερδεύω μ’ αυτό το γρηγορότερο, έτσι έπινα καφέ πρωί απόγευμα και ριχνόμουνα στο γράψιμο. Αυτό, το 2006.
  Το αυτοβιογραφικό αυτό κείμενο το έγραψα σε τέσσερις μέρες. Δυο άλλα αυτοβιογραφικά κείμενα τα έγραψα σε μια μέρα το καθένα, δουλεύοντας φουλ τάιμ, πίνοντας από ένα φραπέ το πρωί και το απόγευμα. Από τότε απόκτησα τη συνήθεια να «ντοπάρομαι» πριν καταπιαστώ με το γράψιμο, συνήθως με την παρουσίαση ενός βιβλίου ή μιας ταινίας, με ένα φραπεδάκι. Με βοηθούσε λέει να κατεβάζω ιδέες. Αργότερα έγινε πια καθημερινή συνήθεια, ένα φραπεδάκι το πρωί και ένα το απόγευμα. Όμως, γύρω στις έντεκα το βράδυ, συνήθως νύσταζα. Έτσι έπρεπε να πιω και τρίτο φραπέ. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορούσα να δω την ταινία που έβλεπα μέχρι τέλος, και να χαζολογήσω και λίγο στο facebook κατόπιν.
  Αυτό μέχρι που άρχισα να έχω σοβαρές ενοχλήσεις στο στομάχι. Δηλαδή είχα και παλιά, ήξερα ότι ο καφές με πείραζε, ειδικά όταν ήμουν με άδειο στομάχι, αλλά δεν έδινα σημασία. Τώρα φοβήθηκα με το στομάχι μου, μην πάθω τα χειρότερα, και είπα να πάρω κάποια μέτρα, ανάμεσα στα οποία ήταν και το να κόψω τον καφέ.
  Πέντε μέρες χρειάζονται για την αποτοξίνωση μου είπε ένας ανιψιός μου. Το ήξερα, γιατί το είχα ξανακάνει και παλιά. Αυτή τη φορά όμως ήταν οριστικά.
  Δεν νοιώθω πια την ανάγκη να πιω ένα καφεδάκι για να πάρω δυνάμεις. Το αντικατέστησα με ένα κουταλάκι μέλι. Και νοιώθω περίφημα. Πολλές φορές έχω κοιμηθεί στις τρεις τη νύχτα, χωρίς να νοιώσω την ανάγκη του καφέ για να κρατηθώ ξύπνιος. Και όταν τύχει και νυστάξω κατά τις δέκα, δεν ξυπνάω πια τρεις ή τέσσερις η ώρα, αλλά κοιμάμαι κανονικό οκτάωρο. Τώρα συνειδητοποίησα ότι και ο καφές δεν είναι παρά ένα ναρκωτικό, έστω πολύ ήπιο. Και είπα να μου λείπει. Ο μόνος καφές που ήπια σε διάστημα ενός μηνός ήταν ένας ελληνικός σε μνημόσυνο.
  Και το τσάι, το «πράσινο τσάι» με τις ευεργετικές του ιδιότητες, είδα ότι με πείραζε επίσης στο στομάχι. Και καθώς δεν το απολάμβανα σαν γεύση, το έκοψα κι αυτό. Και νοιώθω ευτυχής που έκοψα δυο εξαρτήσεις.
  Δεν έγραψα αυτό το κείμενο για να σας πείσω να κόψετε τον καφέ και το τσάι. Αλλά προς θεού, αποφύγετε κάθε πειρασμό να δοκιμάσετε ναρκωτικά. Είναι σαν το μήλο που έφαγε η Εύα: θα οδηγηθείτε κατευθείαν στην κόλαση.

 

Ιωάννα Καστάνη, Ανάσα Ζωής


Ιωάννα Καστάνη, Ανάσα Ζωής, Υπερόριος 2012, σελ. 239

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα και στο περιοδικό "Μεθόριος του Αιγαίου", τ. 45, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012

Ένα μυθιστόρημα για τις συζυγικές σχέσεις, την απιστία και τον έρωτα

  Μετά τον «Απρόσκλητο επισκέπτη», ένα εφηβικό μυθιστόρημα που εκδόθηκε επίσης από τις εκδόσεις Υπερόριος, η Ιωάννα Καστάνη εκδίδει την «Ανάσα ζωής».
  Η Ιωάννα Καστάνη σπούδασε βοηθός μικροβιολόγου. Από το 2000 έως το 2006 εργάσθηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς της Σάμου, με κύριο αντικείμενο την προβολή κοινωνικών θεμάτων. Τα τελευταία έξι χρόνια εργάζεται με συμβάσεις στο Νοσοκομείο της Σάμου, πάνω στην ειδικότητά της. Είναι έγγαμη και μητέρα ενός παιδιού.
  Δίπλα στη Σάμο, στο Αγαθονήσι, εργάζεται και η Λίτσα Παντελίδου, η οποία σπούδασε νοσηλεύτρια, και εξέδωσε πρόσφατα ένα μυθιστόρημα, τη «Γυάλινη κούκλα» (ΑΛΔΕ 2012), στο οποίο πραγματεύεται το ίδιο θέμα που πραγματεύεται και η Ιωάννα Καστάνη, το θέμα της απιστίας και της μοιχείας. Με τη διαφορά ότι σ’ αυτό η ηρωίδα τιμωρείται για τις επιλογές της, ενώ στο μυθιστόρημα της Καστάνη υπάρχει ένα χάπι εντ.
  Πάλι θα αναφερθώ σε ένα άλλο μυθιστόρημα, την Γκιουζέλ Ανθή της Ελένης Δραμητινού, επίσης από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ, στο οποίο παρατηρήσαμε έντονα ένα στοιχείο που εμφιλοχωρεί σχεδόν πάντα στη γυναικεία γραφή: το φεμινιστικό στοιχείο. Το παρατηρήσαμε επίσης στον ιρανικό κινηματογράφο του οποίου είμαστε φανατικοί θαυμαστές, σχεδόν σε όλες τις γυναίκες σκηνοθέτιδες και σε αρκετούς άντρες. Σ’ αυτή τη χώρα είναι κάτι αναμενόμενο, όχι όμως στον δικό μας κόσμο, όπου υποτίθεται ότι οι γυναίκες έχουν απελευθερωθεί από τα καταπιεστικά ήθη του παρελθόντος. Έχουν όμως; Η μητέρα της Δανάης την προειδοποιεί: «Και πρόσεξε μην μας κάνεις ρεζίλι στην κοινωνία με τα προβλήματά σας. Η οικογένειά μας είχε πάντα πρόσωπο στην κοινωνία. Δεν έχουμε ούτε ένα ιστορικό διαζυγίου! Και για να ξέρεις, τα προβλήματα δημιουργούνται όταν η γυναίκα δεν ξέρει να σκύβει το κεφάλι! Αυτός είναι ο ρόλος της στην οικογένεια!» (σελ. 35). Να σκύβει το κεφάλι. Να φοβάται τον άντρα, όπως της επιτάσσεται κατά τη γαμήλια τελετή.
  Η Δανάη δεν θα το σκύψει. Δεν θα ανεχθεί την καταπίεση του συζύγου, την άσχημη συμπεριφορά απέναντί της. Υποφέρει, αλλά δεν τολμάει να ζητήσει διαζύγιο. Η μητέρα της την έχει προειδοποιήσει.
  Μια γυναίκα που υποφέρει στη συζυγική της ζωή είναι φυσικό να στρέψει το μάτι της σε άλλον άντρα. Αυτό θα συμβεί και με τη Δανάη. Ένας γιατρός, μικρότερός της κατά έξι χρόνια, θα τη γοητεύσει. Θα τολμήσει να τα φτιάξει μαζί του; Έχει πολλούς ενδοιασμούς.
  «Οι αμφιβολίες άρχισαν να ξεπηδούν μέσα της μία μία. Μήπως δεν έπρεπε να πάει; Μήπως αυτά είναι για νεότερες κοπέλες; Και πώς είναι ένα ραντεβού τη σήμερον ημέρα; Τι κάνουν; Σίγουρα τα πράγματα θα είναι πολύ διαφορετικά από τότε… Θα μπορούσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων; Θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του Πέτρου; Κι εκείνος θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις δικές της; Δεν ένοιωθε καθόλου σίγουρη για τον εαυτό της, ήταν σαν να ανέβαινε σε ποδήλατο μετά από χρόνια. Αν έπεφτε, αν τσακιζόταν;» (σελ. 107).
  «Θα πήγαινε και ας το μετάνιωνε μετά. Άλλωστε, δεν είχε να χάσει τίποτα», συνεχίζει παρακάτω. Και πήγε.
  Στις υπόλοιπες σελίδες του μυθιστορήματος διαβάζουμε για τις ευτυχισμένες στιγμές που έζησε στην αγκαλιά του Πέτρου, αλλά και για τα μικροπροβληματάκια που ανέκυπταν κατά καιρούς στη σχέση τους, πράγμα φυσιολογικό, όπως γίνεται σε κάθε σχέση. Όμως στο τέλος παρουσιάστηκε το μεγάλο πρόβλημα. Η φίλη του Πέτρου, που ζούσε σε άλλη πόλη, πληροφορήθηκε για τις σχέσεις τους. Ο δεσμός είναι αδύνατο να συνεχισθεί. Μα ποιος είναι αυτός που την ενημέρωσε;
  Δεν ήταν άλλος από τον άντρα της. Τον άντρα της, που παρά την αγροίκα συμπεριφορά απέναντί της δεν είχε πάψει να την αγαπά. Όταν πληροφορήθηκε τη σχέση της φρόντισε να μάθει λεπτομέρειες. Έμαθε για την κοπέλα του γιατρού και φρόντισε να την ενημερώσει. Το βιβλίο τελειώνει ως εξής:
  «Εγώ ειδοποίησα τη Μάρθα για τη σχέση σας. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω. Ήξερα πως θα τον συγχωρούσε..., είπε και γύρισε προς το μέρος της. Βύθισε το βλέμμα του στο δικό της. Αν τον αγαπούσε όπως αγαπώ εγώ εσένα…».
  Την αγαπούσε και της φερόταν έτσι;
  Έχω την εντύπωση ότι το τέλος είναι προσχηματικό. Χωρίς ένα τέτοιο τέλος, το μήνυμα της συγγραφέως θα ήταν ξεκάθαρο: Γυναίκες, αν κακοπερνάτε με τους άντρες σας, μη διστάζετε να τους απατήσετε. Όμως θα δεχόταν τα βέλη της κριτικής. Την καταλαβαίνω, γιατί κι εγώ έκανα μια ανάλογη επινόηση σε ένα μυθιστόρημά μου. Εξάλλου, δυο σελίδες πριν το τέλος, γράφει.
  «Στη ζωή, υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων. Αυτοί που κατορθώνουν να ζήσουν τη ζωή που ονειρεύτηκαν, και αυτοί που κατορθώνουν μόνον να ονειρευτούν τη ζωή που θα ζήσουν» (σελ. 237). Η ζωή που ονειρεύτηκε η Δανάη ήταν μια αγκαλιά μακριά από τον αγροίκο σύζυγό της.
  Όμως, ανεξάρτητα από το θέμα, ένα βιβλίο έλκει κυρίως για τις λογοτεχνικές αρετές του. Η Καστάνη έχει αφηγηματική άνεση, ικανότητα στην προσωπογράφηση των ηρώων της και  ακρίβεια στη σκιαγράφηση των αισθημάτων της ηρωίδας της στην οποία εστιάζει συνεχώς, ακόμη και στις πιο λεπτές τους αποχρώσεις. Πρόκειται για ένα πάρα πολύ καλό μυθιστόρημα.

Μπάμπης Δερμιτζάκης
 
 

Wednesday, June 13, 2012

Χαρούκι Μουρακάμι, Νορβηγικό δάσος

Χαρούκι Μουρακάμι, Νορβηγικό δάσος (μετ. Αργυρώ Μαντόγλου), Ψυχογιός 2012, σελ. 453

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης αφηγείται ο Μουρακάμι στο πρώτο του μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο

  Το «Νορβηγικό δάσος» είναι από τα πιο πολυμεταφρασμένα και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα. Μέχρι τώρα έχει πουλήσει, από το 1987 που πρωτοκυκλοφόρησε, πάνω από δέκα εκατομμύρια αντίτυπα. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, και τώρα σε δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε διαφορετική μετάφραση.
  Θα ξεκινήσω μιλώντας για τις «ρίζες της σύμπτωσης». Το προ-προηγούμενο βιβλίο που διάβασα είναι ο «Ξενώνας» της Σπυριδούλας Ραφτοπούλου (εκδόσεις ΑΛΔΕ), και έχω γράψει ήδη το κείμενο για την βιβλιοπαρουσίαση που θα γίνει κάποια στιγμή. Ο ξενώνας αυτός είναι ένα θέρετρο ανάρρωσης για άτομα που πάσχουν από σοβαρές αρρώστιες, κυρίως καρκινοπάθειες. Στο κείμενο αυτό έκανα αναφορά στον πιο διάσημο λογοτεχνικό «ξενώνα», που βρίσκεται σε βουνό μια και πρόκειται για φυματικούς, στο «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν. Και συναντάω στο βιβλίο του Μουρακάμι έναν ακόμη ξενώνα, που εδώ είναι για άτομα που υποφέρουν από ψυχικές παθήσεις. Σ’ αυτόν φιλοξενείται η Ναόκο, η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος. Όμως κάποια στιγμή πεθαίνει. Όταν μας ανακοινώνεται ο θάνατός της δημιουργείται ένα μίνι σασπένς: πώς πέθανε; Φαντάζομαι όμως ότι ελάχιστοι αναγνώστες έχουν αμφιβολία για το πώς. Θα μας το πει ο φίλος της ο Watanabe που αφηγείται την ιστορία μερικές σελίδες πιο κάτω: αυτοκτόνησε.
  Πάντα πίστευα ότι ανάμεσα στα γονίδια των γιαπωνέζων υπάρχει και ένα αυτοκτονικό γονίδιο. Έχουν τους περισσότερους αυτόχειρες συγγραφείς, με πιο διάσημους τον Γιούκιο Μισίμα και τον Γιασουνάρι Καουαμπάτα. Οι καμικάζι είναι σε όλους γνωστοί. Μόνο ένας τέτοιος λαός θα μπορούσε να επινοήσει μια τελετουργική αυτοκτονία, το χαρακίρι όπως είναι γνωστό σε μας, ή σεπούκου όπως το λένε οι ίδιοι.
  Και δεν είναι η μόνη που αυτοκτονεί σε αυτό το μυθιστόρημα. Από τους off the stage ήρωες η αδελφή της αυτοκτόνησε επίσης με τον ίδιο τρόπο, με απαγχονισμό, ενώ ένας θείος τους σαν την Άννα Καρένινα, πέφτοντας στις ράγες ενός τραίνου. Επίσης μια γραμματέας του ξενώνα έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Από τους on the stage ήρωες αυτοκτονούν, πρώτα ο Κιζούκι, ο φίλος της Ναόκο, με τον ίδιο τρόπο που αυτοκτόνησε και ο ποιητής Αλέξης Τραϊανός, πριν τριάντα περίπου χρόνια: έδεσε στην εξάτμιση του αυτοκινήτου του έναν σωλήνα τον οποίο μετά πέρασε στο εσωτερικό, και έβαλε μπροστά τη μηχανή. Μετά τον ακολούθησε η Ναόκο. 
  Οι ήρωες αυτοί αυτοκτονούν «κατά το εικός και το αναγκαίον». Οι δυο αδελφές μάλλον εξαιτίας μιας βεβαρημένης κληρονομικότητας, υποψία που δηλώνεται εξάλλου στο μυθιστόρημα με την αναφορά στο θείο τους που αυτοκτόνησε. Ο Κιζούκι προφανώς από την απελπισία, που δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τη σχέση του με τη Ναόκο. Όσο κι αν προσπάθησαν, η Ναόκο δεν μπορούσε να υγρανθεί ώστε να τον δεχτεί μέσα της. Αφού πεθάνει ο Κιζούκι θα υγρανθεί μια και μοναδική φορά, για να κάνει έρωτα με τον Βατανάμπε. Οι παρηγορητικές αγκαλιές είχαν εξελιχθεί σε τρυφερό αίσθημα και στη συνέχεια σε έρωτα, αλλά η Ναόκο δεν θα υγρανθεί ποτέ ξανά για να μπορέσει να κάνει έρωτα μαζί του.
  Υπάρχει όμως και μια τελευταία αυτοκτονία εντελώς αδικαιολόγητη. Η Χατσούμι, η κοπέλα του φίλου του Ναγκασάβα, δυο χρόνια αφού χώρισαν και δυο χρόνια αφού παντρεύτηκε, έκοψε τις φλέβες της. Γιατί; Επειδή δεν μπόρεσε να τον ξεπεράσει; Επειδή δεν τα πήγε καλά στο γάμο της; Δεν θα το μάθουμε. Η αυτοκτονία αυτή δεν εξυπηρετεί στην οικονομία του έργου, εκτός ίσως από το να εντείνει περισσότερο τη μελαγχολική του ατμόσφαιρα, μετά τις αυτοκτονίες που προηγήθηκαν. Ή μήπως ο Μουρακάμι είχε υπόψη του ένα αληθινό περιστατικό, και θεώρησε σκόπιμο να το παραθέσει;
  Ο Ναγκασάβα είναι ένας χαρισματικός τύπος που οι γυναίκες πέφτουν σαν τις μύγες στην αγκαλιά του. Ωραίος, μορφωμένος, γλωσσομαθής, θα πετύχει τελικά στις εξετάσεις για το διπλωματικό σώμα και θα εγκαταλείψει την Χατσούμι. Είχε μήπως κανένα πρότυπο γι’ αυτόν ο Μουρακάμι;
  Δεν είναι ακριβώς ο «Υπέροχος Γκάτσμπυ», όμως έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά μ’ αυτόν. Ο θαυμασμός του αφηγητή, που δεν είναι όμως απεριόριστος όπως στην περίπτωση του Φίτζεραλντ, καθώς και οι κάμποσες αναφορές στο έργο του, δεν αφήνουν αμφιβολία για το λογοτεχνικό του πρότυπο.
  Ο περίπου σεξομανής Ναγκασάβα, που οι περισσότερες κατακτήσεις του είναι κατακτήσεις της μιας βραδιάς, παρασύρει κάποια στιγμή και τον Βατανάμπε. Οι σχέσεις αυτές δεν θα τον γεμίσουν. Και αναρωτιέται πώς μπορούν να γεμίζουν τον Ναγκασάβα. Φαίνεται όμως ότι ούτε αυτόν τον γεμίζουν.
  Τι είναι αυτό που γεμίζει τον Βατανάμπε;
  Ο έρωτας. Ο έρωτας είναι τελικά αυτό που μετράει στη ζωή. Και για να γίνει αυτό πειστικό, πρέπει ο έρωτας να αποδεσμευτεί από το σεξ. Στο έργο του Μουρακάμι το σεξ εμφανίζεται μόνο μια φορά, ως επικύρωση του έρωτα, όπως και στο «Σκύλο της Μαρί», το μυθιστόρημα του Ανδρέα Μήτσου. Αντίθετα στο έργο του Μάρκες «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» δεν υπάρχει καθόλου σεξ, υπάρχει μόνο έρωτας.
  Στη ζωή του Βατανάμπε (δεν μπορώ να μην το αναφέρω, το ίδιο όνομα έχει και ο ήρωας της θαυμάσιας ταινίας του Κουροσάβα «Ο καταδικασμένος») μπαίνει και μια άλλη κοπέλα, η Μιντόρι (που, παρεμπιπτόντως, θα πει πράσινη). Όμως δεν θα τα φτιάξει μαζί της. Δεν είναι μόνο απόλυτα ερωτευμένος, αλλά και βαθιά αφοσιωμένος στη δυστυχισμένη Ναόκο. Μια αφοσίωση που μας θυμίζει τις «Κούκλες», για να αναφερθώ και πάλι σε μια γιαπωνέζικη ταινία, του Τακέσι Κιτάνο.
  Θα τα φτιάξει τελικά με τη Μιντόρι;
  Το τέλος είναι σκοτεινό, δεν ξέρω, ίσως ηθελημένα. Αλλά ας μην προκαταλάβω τον αναγνώστη.
  Θα ήθελα να αναφερθώ και σε επί μέρους θέματα. Ο Μουρακάμι αντιμετωπίζει με αρκετό σαρκασμό τους αριστερούς φοιτητές, που διαβάζουν Μαρξ και στήνουν οδοφράγματα, αλλά καταλήγουν να γίνουν στελέχη μεγάλων εταιρειών.
  «Καλά το κατάλαβα. Αυτοί οι τύποι είναι υποκριτές. Το μόνο που σκέφτονται είναι πώς να εντυπωσιάσουν τις νεοφερμένες με τα μεγάλα λόγια, για τα οποία είναι ιδιαίτερα περήφανοι, ενώ χώνουν τα χέρια τους κάτω από τις φούστες τους. Και όταν αποφοιτήσουν, κόβουν τα μαλλιά τους και πάνε όλοι για δουλειά στη Mitsubishi ή στην ΙΒΜ ή στη Fuji Bank» (σελ. 282).
  Μα όλοι; Δεν μένουν κάποιοι να κάνουν καριέρα σε κανένα αριστερό κόμμα;
  Όμως να πούμε και του στραβού το δίκιο: στις καταλήψεις δεν τα έκαναν λίμπα, όπως γίνεται εδώ.
  Στο προηγούμενο μυθιστόρημα που διάβασα, την Γκιουζέλ Ανθή της Ελένης Δραμητινού, βρήκα μια καταπληκτική περιγραφή μιας κρίσης πανικού. Δεν ξέρω κανένα γνωστό μου που να έχει περάσει κρίση πανικού, όμως κάποιος βίωνε για αρκετό διάστημα την παρακάτω κατάσταση που περιγράφει ο Μουρακάμι, για την οποία δεν είχα ξανακούσει.
  «…την ανατριχίλα που με κυρίευε. Συνήθως ένοιωθα έτσι στη δύση του ήλιου. Στο αμυδρό φως του δειλινού, με το απαλό άρωμα της μανόλιας στον αέρα, η καρδιά μου σφιγγόταν απροειδοποίητα και ριγούσε. Προσπαθούσα να κλείσω τα μάτια, να σφίξω τα δόντια και περίμενα να περάσει. Και περνούσε-αλλά αργά, χρειαζόταν το χρόνο της, αφήνοντας ένα βουβό πόνο στο πέρασμά της» (σελ. 397).
  Αυτό ακριβώς μου έλεγε και ο φίλος μου: κατά τη δύση του ηλίου ένοιωθε απαίσια.
  Για τον τίτλο δεν είπαμε: Το Norwegian wood είναι ένα τραγούδι των Beatles, από τα αγαπημένα μου. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Μουρακάμι παραθέτει ένα σωρό τίτλους τραγουδιών και ονόματα συγκροτημάτων και τραγουδιστών, πράγμα που έκαναν κατά κόρο στα πρώτα τους μυθιστορήματα ο Γιάννης Ξανθούλης και ο Γεράσιμος Δενδρινός. Καθώς ο Μουρακάμι είναι μόλις ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα (γεννήθηκε το 1949), τα περισσότερα τραγούδια και συγκροτήματα μου ήσαν γνωστά, όπως και οι περισσότεροι τραγουδιστές. Ένας από αυτούς είναι και ο Thelonius Monk. Τελόνιους και όχι Θελόνιους όπως γράφει ο μεταφραστής.
  Όμως υπάρχει και ένα άλλο μεταφραστικό ατόπημα, του άγγλου μεταφραστή αυτή τη φορά από τον οποίο μεταφράζει η Αργυρώ Μαντόγλου. Γράφει Pavanne for Dying Queen, αναφερόμενος στο έργο του Ραβέλ. Η Μαντόγλου το αφήνει αμετάφραστο. Ο γαλλικός τίτλος είναι Pavane Pour Une Infante Defunte. Στο youtube υπάρχει σε αγγλική μετάφραση ως pavane for a dead princess. Infante είναι ο τίτλος που έπαιρναν γιοι ή κόρες ισπανού βασιλιά που δεν ήσαν διάδοχοι του θρόνου. Στα ελληνικά το έργο είναι γνωστό "Παβάνα για μια νεκρή ινφάντη" (τώρα που το ψάχνω στο youtube το βρίσκω και ινφάντα).
  Μπορώ ακόμη να υποθέσω ότι το bureaucrats (σελ. 90) είναι στην πραγματικότητα diplomats, μια και μιλάνε για το διπλωματικό σώμα. Ίσως να ξέφυγε του άγγλου μεταφραστή.
  Είδαμε και την ταινία του βιετναμέζου Tran Anh Hung. Πολύ καλή, αν και πιστεύω ότι κάποιες σκηνές θα φαίνονται ξεκάρφωτες σε έναν θεατή που δεν έχει διαβάσει το μυθιστόρημα. Μια ταινία a priori έχει αφηγηματικά κενά, που είναι δύσκολο να καλυφθούν με τη φαντασία του θεατή όταν το μοντάζ δεν γίνεται με προσοχή. Ο μοντέρ έχει υπόψη του το μυθιστόρημα, όχι όμως υποχρεωτικά και ο αναγνώστης. Το έχω παρατηρήσει αυτό σε πολλές ταινίες, και όχι μόνο σ’ αυτές που είναι μεταφορές από μυθιστορήματα. Αυτά στην αρχή της ταινίας με πολλά σύντομα επεισόδια, γιατί μετά ο σκηνοθέτης επικεντρώθηκε στα κομβικά σημεία του έργου.
  Κάποιες φορές η κάμερα περιφερόταν γύρω από τους ακίνητους ήρωες που συνομιλούσαν (στο έργο υπάρχει πολύς διάλογος), ή τους παρακολουθούσε καθώς περπατούσαν συνομιλώντας έντονα, αναπαριστώντας έτσι σε υφολογικό επίπεδο τον ταραγμένο κόσμο της Ναόκο. Άλλες φορές τους παρατηρούσε σταθερή καθώς εκείνοι συζητούσαν ακίνητοι, συνήθως καθισμένοι σε ένα τραπέζι, δημιουργώντας την δραματική ένταση του θεάτρου Νο. Μου άρεσε πολύ αυτή η ταινία, αν και όχι όσο το μυθιστόρημα.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Μάρω Βαμβουνάκη, Κυριακή απόγευμα στη Βιέννη


Μάρω Βαμβουνάκη, Κυριακή απόγευμα στη Βιέννη, Ψυχογιός 2012, σελ. 321

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα βιβλίο για τον έρωτα, αλλά και τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος στη ζωή του

  Επαναλαμβάνομαι ξαναγράφοντας ότι επαναλαμβάνομαι γράφοντας για κάθε νέο βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη, αφού έχω γράψει για όλα της τα βιβλία. Επαναλαμβάνομαι επίσης λέγοντας πως, σχεδόν σε όλους τους συγγραφείς, κάθε νέο τους βιβλίο είναι και μια παραλλαγή πάνω στο ίδιο θέμα, ή στα ίδια θέματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη Βαμβουνάκη. Και εγώ με τη σειρά μου θα προσπαθήσω να είναι το ίδιο και η βιβλιοκριτική μου, παραλλαγή και όχι επανάληψη.
  Και ποια, είπαμε, είναι τα θέματα της Βαμβουνάκη;
  Παλιά ήταν μόνο ο έρωτας. Μετά τις σπουδές της στην ψυχανάλυση μπήκε σαν θέμα και η διερεύνηση της ψυχής, τόσο στις λειτουργίες της όσο και στις δυσλειτουργίες της. Και, εδώ και αρκετά χρόνια, ξεκινώντας θα έλεγα με το βιβλίο της «Ο Ντάνκαν αναζητεί το θεό», όλα αυτά είναι ιδωμένα μέσα από το βλέμμα μιας χριστιανικής ορθοδοξίας, εξωθεσμικής και μυστικιστικής. 
  Το μυστικό της επιτυχίας της Βαμβουνάκη είναι πως αν και πραγματεύεται τον έρωτα τόσα χρόνια, σε τόσα βιβλία, όμως τον πραγματεύεται κάθε φορά με ένα τόσο ολόδροσο τρόπο που, αν και είμαι σίγουρος ότι πολλά από αυτά που γράφει τα έχει ξαναπεί, τα διαβάζω με την αίσθηση, όπως φαντάζομαι και κάθε αναγνώστης, ότι τα λέει για πρώτη φορά. Το καινούριο στα τελευταία της βιβλία, αυτά των εκδόσεων Ψυχογιός, είναι πως ξεφορτώνεται πια τις προσχηματικές πλοκές των μυθιστορημάτων της για να δοκιμιογραφήσει απ’ ευθείας (ο «Ερωτευμένος Πολωνός» αποτελεί μια εξαίρεση). Το καινούριο της βιβλίο, «Κυριακή απόγευμα στη Βιέννη», αποτελείται από δοκίμια πάνω στον έρωτα και πάνω στην ψυχολογία του ανθρώπου. Η πρακτική της ως ψυχοθεραπεύτρια της προσφέρει πλούσιο υλικό. Αυτό όμως που κάνει ιδιαίτερα ελκυστικό και αυτό το βιβλίο της είναι πως δεν διστάζει να μιλήσει και για τον εαυτό της, για δικά της ψυχολογικά προβλήματα. Έτσι αρκετά από τα δοκίμια αυτού του βιβλίου έχουν και έναν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Το προτελευταίο δοκίμιο, «Όσα ζούμε ολομόναχοι», είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου αυτοβιογραφικό, ενώ το τελευταίο, «Μάλερ και Λουκάς», παρά το ότι η Μάρω κρύβεται πίσω από την περσόνα ενός άντρα, δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι αφηγείται ένα προσωπικό περιστατικό, που χωρίζεται σε δυο μέρη. Το πρώτο είναι η ακρόαση από το ραδιόφωνο μια συγκλονιστικής ερμηνείας της πέμπτης συμφωνίας του Μάλερ, και το δεύτερο, στη συνέχεια, αλλάζοντας σταθμό, μια εκπομπή αφιερωμένη στον Ρώσο ιερωμένο και γιατρό, τον Λουκά ή Βαλεντίν Βόινο-Γιασενέτσκι.
  Θα συνεχίσουμε, κατά το συνήθειό μας, σχολιάζοντας κάποια αποσπάσματα. 
  «Εκτός από τη δικτατορία των λίγων ή του ενός, υπάρχει-πιο ύπουλη και πλανερή ως καλοκρυμμένη μέσα στο αντίθετό της-η δικτατορία της πλειοψηφίας. Εκείνη απ΄την οποία μαστίζονται οι δημοκρατίες ώστε καταντούν να μην έχουν σχέση καμιά με ό,τι ονειρεύτηκαν οι θυσιασμένοι ήρωές τους κάποτε. Πλειοψηφίες της αγέλης αντί για κοινότητες και εκκλησίες προσώπων είναι οι νέοι δικτάτορες…» (σελ. 98).
  Όχι, αυτό το απόσπασμα δεν θα το σχολιάσω, θα γράψω απλά ότι προσυπογράφω.
  «Υπάρχουν χαρακτήρες-χωρίς χαρακτήρα-που απ’ τη στιγμή που τους ερωτεύεται το πρόσωπο που ποθούν χάνουν το ενδιαφέρον τους για παραπέρα. Και το χάνουν γιατί αισθάνονται πως, για να ερωτευτεί τελικά αυτούς, είναι ένα πρόσωπο που δεν αξίζει όσο νόμισαν» (σελ. 103). Είναι άτομα χωρίς αυτοεκτίμηση, έχει γράψει πιο πριν.
  Εδώ θα διαφωνήσω. Μπορεί αυτό να ισχύει σε κάποιες περιπτώσεις, όχι όμως σε όλες. Μπορεί για παράδειγμα το άτομο αυτό να νομίζει, επειδή του έδειξε ο άλλος/η τόση αγάπη, ότι αξίζει για κάτι καλύτερο, και παύει να ενδιαφέρεται. Λένε ότι στον έρωτα ποτέ δεν πρέπει να τα δίνεις όλα, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο.
  Αντιγράφω ένα δημοτικό τραγούδι από τη Ρόδο που παραθέτει η Βαμβουνάκη.
  Ο κάτω κόσμος ειν’ κακός γιατί δεν ξημερώνει,
  γιατί δεν κράζει ο πετεινός, δεν κελαδεί τ’ αηδόνι.
  Εκεί νερό δεν έχουσι και ρούχα δεν φορούσι,
  μόνο καπνό μαειρεύουσι και σκοτεινά δειπνούσι. (σελ. 113).
  Το παραθέτω επειδή έκανα πρόσφατα κάπου αλλού το σχόλιο ότι η αρχαιοελληνική μας παράδοση, που έχει περάσει στη λαϊκή, μιλάει για τον Άδη (ο Ιωάννης Πικατόρος, πριν από την Κρητική Αναγέννηση, έγραψε την «Ρίμα παρηγορητική εις τον πικρόν και ακόρεστον Άδη) σε αντίθεση με τη χριστιανική παράδοση που μιλάει για δυο μεταθανάτιους τόπους, τον Παράδεισο στον ουρανό και την Κόλαση κάτω από τη γη.
  Ένας ψυχίατρος ανταλλάσσει το διαμέρισμά του με μια κοπέλα, για διακοπές. Ένας ασθενής, χωρίς να ξέρει για την ανταλλαγή, την επισκέπτεται. Αυτή συνομιλεί μαζί του. «Ήταν τόσο γλυκός και συμπονετικός ο τρόπος της, τόσο ανυπόκριτο το ενδιαφέρον της για τις αγωνίες του, έτσι καλοσυνάτο το βλέμμα της, ώστε εκείνος αισθάνθηκε πρωτόγνωρη ανακούφιση μιλώντας της. Φεύγοντας τη θερμοπαρακάλεσε να ξανάρθει, γιατί τον βοηθούσε πάρα πολύ. Εκείνη δεν μπόρεσε να του αρνηθεί. Το ίδιο συνέβη και με άλλους δυο πελάτες του γιατρού που εμφανίστηκαν στην πόρτα ξαφνικά, μη γνωρίζοντας ότι ο γιατρός λείπει ταξίδι» (σελ. 172).
  Το διάβασα πολύ παλιά, σε μια κριτική της ψυχανάλυσης: ίσως η θεραπευτική επίδραση των συνεδριών να οφείλεται όχι στο τι λέγεται ανάμεσα στον γιατρό και στον ασθενή, αλλά στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσά τους. Η σχέση με ένα καλό φίλο ή ένα χαρισματικό ιερωμένο στον οποίο εκμυστηρευόμαστε τα προβλήματά μας μπορεί να έχει τα ίδια ευεργετικά αποτελέσματα. Δεν γενικεύω, αλλά πιστεύω ότι αυτό πράγματι μπορεί να ισχύει σε πάρα πολλές περιπτώσεις.
  Διαβάζω για «Το ιερό πάντα» στο οποίο αναφέρεται συχνά η Βαμβουνάκη. Αποτελεί μάλιστα και ένα υποκεφάλαιο στο «Γιατί τελειώνει ο έρωτας». Οι ερωτευμένοι ορκίζονται αιώνια αγάπη, που όμως δεν κρατάει αιώνια. Και θυμήθηκα τα Catuli carmina του Καρλ Ορφ, μια πολύ αγαπημένη μου σύνθεση. Τα είχα μάλιστα μεταφράσει τότε που ήμουν φοιτητής και δεν είχα ξεχάσει ακόμη τα λατινικά μου. Οι ερωτευμένοι τραγουδούν: eis aiona, tui sum. Στον αιώνα, θα είμαι δικός σου. Ακολουθεί ο χορός των γερόντων που έχουν την εμπειρία, σαρκάζοντας: eis aiona, ha ha ha ha, για να τραγουδήσουν στη συνέχεια Nihil durare potest tempore perpetuo, cum bene sol nituit, redditur oceano, decrescit Phoebe quae modo plena fuit, venerum feritas saepe fit aura levis, και να συνεχίσουν σε ρετσιτατίβο: omnia perfida sunt, o vos brutos, vos stupidos, vos stolidos. Τίποτα δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα, αφού λάμψει για καλά ο ήλιος βουτάει στον ωκεανό, λιγοστεύει η Φοίβη (η σελήνη), που ήταν γεμάτη, η αγριάδα της Αφροδίτης μεταμορφώνεται σε λεπτή αύρα. Αγροίκοι, ανόητοι, βλάκες.
  Και ένα ακόμη μικρό απόσπασμα:
  «Μας εξήγησε… ότι η κοπέλα τού φέρεται τόσο «καλά» που έχει καταντήσει ανυπόφορη» (σελ. 262). Και θυμήθηκα την έκπληξη που ένοιωσα, πριν χρόνια, όταν μια φίλη μου είπε για το φίλο της ότι «είναι καλός μέχρι αηδίας». Η Μάρω εξηγεί στη συνέχεια τους ψυχολογικούς μηχανισμούς που οδηγούν σ’ αυτό το φαινόμενο.  
  «Διάβασα πως σε μια χώρα, σε μια γλώσσα, δεν μπορώ τώρα να θυμηθώ σε ποια, στην ερωτική ορολογία δεν υπάρχει το σ’ αγαπώ. Στη θέση του οι εραστές λένε και ξαναλένε: «σε θέλω». Θα πρόκειται για λαό τουλάχιστον ειλικρινή και θαρραλέο» (σελ. 276).
  Ούτε εγώ ξέρω ποια είναι αυτή η χώρα, πάντως στην Ισπανία δίπλα στο te amo έχουν και το te quiero, που στην κυριολεξία σημαίνει «σε θέλω». Τα λεξικά μεταφράζουν το «σ’ αγαπώ» και με τις δυο λέξεις.
  Και θυμήθηκα την ελληνική εκδοχή του τραγουδιού του Rocky Roberts, Stasera mi butto, «Απόψε σε θέλω». Απόψε, για αύριο βλέπουμε.
  Και θα τελειώσω την παρουσίαση αυτού του εξαιρετικού βιβλίου της Μάρως Βαμβουνάκη με ένα απόσπασμα που με έκανε να γελάσω πολύ:
  «Θυμάμαι ένα βράδυ σε κινηματογράφο κάποιον άντρα δίπλα να κάνει με θυμό στη γυναίκα του, δείχνοντάς της με το πειραγμένο του πιγούνι την οθόνη: -Δες αυτή πόσο ερωτευμένη είναι μαζί του! Ενώ εσύ!... –Μα είναι ο Τζέιμς Μποντ, του απάντησε» (σελ. 278).

  Μπάμπης Δερμιτζάκης