Book review, movie criticism

Friday, November 16, 2012

Μιχάλη Χουρδάκη-Νίσπιτα, Βιογραφίες Μ. Διαλλινά και Ι. Μακράκη

Μιχάλη Χουρδάκη-Νίσπιτα, Βιογραφίες, Αθήνα 2011, σελ. 230



Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Δυο εξαιρετικές βιογραφίες δυο εξαιρετικών τέκνων της Κρήτης

  Η παροιμία λέει: Από γενιά πάει το βασιλίκι. Τον Μιχάλη Χουρδάκη, που γράφει με το ψευδώνυμο Νίσπιτας, τον ήξερα σαν έναν ικανό μαντινιαδολόγο και στιχοπλόκο με πάθος για τη διάσωση της γλώσσας και μάλιστα της ντοπιολαλιάς της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Νεάπολης, όμως δεν ήξερα ότι κρατάει από γενιά, και μάλιστα από τη γενιά του Διαλλινομιχάλη.
  Τον Μιχάλη Διαλλινά (Διαλλινομιχάλη, 1853-1927) τον ξέρω από παιδί, καθώς η μητέρα μου συνήθιζε να μου απαγγέλνει τα δυο κορυφαία έργα του, τον «Καπετάν Καζάνη» (1909) και την «Κριτσοτοπούλα» (1912). Ένα χρόνο πριν πεθάνει, το 1978, την ηχογράφησα σε αυτά και άλλα ποιήματα. Τρία χρόνια αργότερα έγραφα το βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της Κρητικής Λογοτεχνίας», και στο τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Η Κριτσοτοπούλα» κατέγραφα τα συμπεράσματά μου από τη σύγκριση ανάμεσα στο γραπτό κείμενο και στο τι είχε διασώσει η μνήμη της μητέρας μου. Το κεφάλαιο αυτό το επεξεργάστηκα αργότερα και αποτέλεσε την εισήγησή μου σε ένα συνέδριο που έγινε στην Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας το 2000 με τίτλο «Captain Cazanis and Critsotopoula: the last Cretan epics». Δυο χρόνια αργότερα, το 2002, σε ένα συνέδριο στην Ζάκυνθο μίλησα πάλι για τον Διαλλινομιχάλη. Τίτλος της εισήγησής μου ήταν «Ο λαϊκός Kρητικός δραματουργός Μιχάλης Διαλλινάς: Το λαϊκό θέατρο στην υπηρεσία της απελευθέρωσης των αλύτρωτων περιοχών».
  Για τον Μιχάλη Διαλλινά μιλούσα με ενθουσιασμό στην παρέα μας του ηλεκτρονικού περιοδικού «Λέξημα». Ο φίλος μου ο Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου που έχει την λογοτεχνική σελίδα «Περι-γραφής» επηρεάστηκε από τον ενθουσιασμό μου. Μου ζήτησε την «Κριτσοτοπούλα» που την είχα αγοράσει σε πολυγραφημένο κείμενο το 1980 από ένα βιβλιοπωλείο της Νεάπολης, την πληκτρολόγησε και την ανάρτησε στο «Περι-γραφής», μαζί με αποσπάσματα από τις εισηγήσεις μου.  Έχοντας λοιπόν μια τέτοια αγάπη για τον Διαλλινομιχάλη ήταν για μένα θεόσταλτο δώρο η βιογραφία του, γραμμένη από τον Μιχάλη Χουρδάκη. Τον Νίσπιτα, του οποίου η γιαγιά ήταν ανιψιά του Διαλλινομιχάλη.
  Αυτό το μαθαίνω διαβάζοντας τη βιογραφία του. Όπως επίσης με έκπληξη μαθαίνω πως ο Μανώλης Γιαλουράκης, ο εξαίρετος αυτός λόγιος της διασποράς (γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια) ήταν εγγονός του Διαλλινομιχάλη, όπως και η λαογράφος Μαρία Πιτυκάκη, και αυτή εγγονή του. Επίσης η Ρίκα Διαλλινά είναι εγγονή ενός από τα αδέλφια του Διαλλινομιχάλη.
  Η δεύτερη βιογραφία είναι του Ιωάννη Γεωργίου Μακράκη, ξαδέλφου του Διαλλινομιχάλη. Τα κοινά γονίδια δεν ήταν ειδικά λογοτεχνικά, αλλά γενικά καλλιτεχνικά. Ο Ιωάννης Μακράκης ήταν ξυλογλύπτης. Ο Μιχάλης Χουρδάκης παραθέτει πλούσιο φωτογραφικό υλικό με τα δημιουργήματά του, από το οποίο καταλαβαίνει κανείς πόσο αξιόλογος και ταλαντούχος ξυλογλύπτης ήταν. Σε πάρα πολλές εκκλησίες υπάρχουν έργα του, από τέμπλα μέχρι δεσποτικούς θρόνους.
  Ο Μιχάλης Χουρδάκης πρωτοτυπεί ως βιογράφος. Δεν παραθέτει απλώς σε συνεχή λόγο τη βιογραφία αλλά και πολλές από τις πηγές του, κυρίως αποσπάσματα από εφημερίδες. Μάλιστα στη βιογραφία του Ιωάννη Μακράκη παραθέτει και ειδικό κεφάλαιο με τίτλο «Οι σκόπελοι που συνάντησα στην εργασία μου», δίνοντας έτσι όχι μόνο τη βιογραφία και τις πηγές του, αλλά αφηγούμενος ταυτόχρονα και όλη την περιπέτεια της συγγραφής της. 
  Θα αναφερθώ σε κάποια αποσπάσματα που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Διαβάζουμε:
  «Είχε μεγαλώσει πια ο Μιχαλάκης κι έπρεπε να μάθει γράμματα. Το μοναδικό σχολείο (ιδιωτικό) που λειτουργούσε τότε στην περιοχή του Απάνω Μεραμπέλου, ήταν στη Μονή Κρεμαστών. Στο ίδιο σχολείο είχε μάθει γράμματα κι ο πατέρας του, αλλά τότε ήταν ακόμη «κρυφό σκολειό» (σελ. 35).
  Στο «κρυφό σκολειό» της μονής Φανερωμένης είχε μάθει γράμματα και η Ροδάνθη, η «Κριτσοτοπούλα». Το γράφω αυτό γιατί αρχίζει να κυκλοφορεί η αντίληψη ότι το κρυφό σχολειό ήταν μύθος. Μπορεί στην υπόλοιπη Ελλάδα, στην Κρήτη όμως όχι.
  Ο Μιχάλης Διαλλινάς, στον κρητικό διχασμό (πριγκιπικοί και βενιζελικοί), ενώ αρχικά ήταν με τον πρίγκιπα μετά έγινε βενιζελικός. Ο διχασμός φαίνεται είναι το εθνικό μας χόμπι. Ακολούθησε ο πανελλαδικός διχασμός του 1916, μετά ο διχασμός σε κομμουνιστές και εθνικόφρονες, και τελευταία ο διχασμός ανάμεσα σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς.  Τον Διαλλινομιχάλη τον προβοκάρανε συνεχώς ώστε να εκδηλωθεί υπέρ του Βενιζέλου και να τον συλλάβουνε.
  «-Αλήθεια κύριε Διαλλινά, κάνει ο πρωτοδίκης. Η ζοφώδης κατάστασις, νομίζετε ότι θα συνεχιστεί, ή θα συνετιστούν οι επαναστάται; (Θέρισο). Εκφραστείτε επιτέλους!
  Αφού εξάνοιξε μοίραρχο και πρωτοδίκη ο Διαλλινομιχάλης, συμπονετικά, λέει ντως:
Ετσά που παν τα πράματα αν πάνε ως το τέλος
γρήγορα θα φωνάξουμε, ζήτω… ο πρίγκιπας»
  -Μα δεν πάει ετσά ο στίχος κύριε Διαλλινά, είπε ένας.
  -Ε, πε τονε συ ετσά που πάει, απηλοήθηκε ο Μιχαλάκης, κι εγλύτωσε από την παγίδα που του ’χανε στημένη.
  Όμως οι φανατικοί πριγκιπικοί προεστοί της Νεάπολης συνέχιζαν να προκαλούν τον ποιητή και να σκαρφίζονται ένα σωρό πλεκτάνες, ώστε να τον αναγκάσουν να εκφραστεί κατά του πρίγκιπα και να τον συλλάβουν με την κατηγορία της εξύβρισης της Αρχής. Παράλληλα έβαζαν οργανωμένες ομάδες τραμπούκων να πηγαίνουν μεσάνυχτα έξω από το σπίτι του στη Νεάπολη, να πετούν πέτρες στα κλειστά παράθυρα και την πορτέλα και να βρίζουν ουρλιάζοντας. Μια βραδιά μάλιστα, έσπασαν και τη βαριά ξύλινη και χοντρή πορτέλα του σπιτιού, μπήκαν στην αυλή και προχώρησαν στον κήπο και ξερίζωσαν τα φυτά και τα μικρά καρποφόρα δέντρα με αξίνες» (σελ. 51-52).
  Ας το παραδεχτούμε, από τότε η κατάσταση έχει βελτιωθεί. Όμως όχι, δεν ήταν προδότες οι πριγκιπικοί όπως κατηγορούσαν εκείνοι τους βενιζελικούς, όντας απόλυτα πεπεισμένοι ότι στον αγώνα τους ενάντια στον Βενιζέλο είχαν δίκιο. Αλλά η Ιστορία αποφάνθηκε διαφορετικά.
  Και ο Διαλλινομιχάλης, μετριοπαθής από τη φύση του, γράφει:
Ημείς δεν λέγωμεν ποτέ ότι είσθε προδότες
το ξέρουμε ότι κι εσείς ήσαστε πατριώτες.
Μα το συμφέρον τ’ άτιμο, το πείσμα κι η βλακεία
κι η προς τον Βενιζέλο μας απίστευτη κακία
σας κάνει να μη βλέπετε πέραν του οφθαλμού σας…» (σελ. 56).
  Θα κλείσω την παρουσίαση αυτού του εξαίρετου βιβλίου με την έκκληση που κάνει ο Μιχάλης Χουρδάκης, να τιμηθεί με έναν ανδριάντα το άξιο αυτό τέκνο όχι μόνο της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Νεάπολης, αλλά και όλης της Κρήτης.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Wednesday, November 14, 2012

Jay Roach, The campaign


Jay Roach, The campaign (2012
http://www.clickatlife.gr/story/cinema/o-zak-galifianakis-se-proeklogiki-ekstrateia?id=2243271 
http://www.theindustrymole.com/movies/the-campaign-review/

Πριν 25 μέρες ανάρτησα μια βιβλιοκριτική για το βιβλίο του Στεντάλ «Λισιέν Λεβέν». Στο βιβλίο αυτό ο Στεντάλ σατιρίζει την γαλλική κοινωνία. Σε πρώτο πλάνο παρουσιάζει τους πολιτικούς να είναι μαριονέτες στα χέρια της πλουτοκρατίας.
  Το βιβλίο αυτό δεν τόλμησε να το εκδώσει. Ελάχιστες διορθώσεις και συμπληρώσεις του είχαν μείνει, αλλά, αφού είχε πάρει πια την απόφασή του δεν τις έκανε. Πίσω από τα πρόσωπα του έργου κάποιοι πολιτικοί θα αναγνώριζαν τον εαυτό τους και θα τον δίωκαν. Αλλά και μετά το θάνατό του έπρεπε να περάσουν 50 τόσα χρόνια για να τολμήσει εκδότης να το εκδώσει.
  Το λάθος αυτό δεν το επανέλαβε ο Στεντάλ. Την πλοκή του επόμενου μυθιστορήματός του, το καλύτερό του κατά τη γνώμη μου, την τοποθετεί εκτός Γαλλίας, στην Πάρμα. Τα ίδια πράγματα σατιρίζει, όμως τώρα πια εκ του ασφαλούς.
  Μια ανάλογη σάτιρα κάνει και ο Jay Roach στο «Campaign». Άραγε αυτός δεν νοιώθει να κινδυνεύει;
  Φαίνεται πώς όχι. Αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί ο Καστοριάδης, στο τέλος της ζωής του, εκφράστηκε με θαυμασμό για την δημοκρατία των ΗΠΑ.
  Είναι άραγε και οι δικοί μας πολιτικοί μαριονέτες στα χέρια της πλουτοκρατίας; Δυστυχώς αυτή η θλιβερή ιστορία με τη λίστα Λαγκάρντ μας οδηγεί σε παρόμοια συμπεράσματα.
  Πριν στρωθώ να γράψω οτιδήποτε το πρωί (γράφω σχεδόν πάντα το πρωί) ρίχνω μια ματιά στα e-mail μου και στο facebook. Όλο και κάτι αστείο θα βρω για να ευθυμήσω και να ξεκινήσει ευχάριστα η μέρα μου. Σήμερα, πριν ξεκινήσω να γράφω αυτή την κριτική, πέφτω πάνω στην παρακάτω ανάρτηση στον τοίχο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, απόσπασμα από συνέντευξη:
«Αυτό είναι το πρόβλημά σας στην Ελλάδα; Η Μέρκελ; Βρείτε τους πλούσιούς σας που βγάζουν τα λεφτά τους αφορολόγητα στο εξωτερικό. Κι ας αναλάβουν την ευθύνη. Άλλωστε, ποιοι είναι πίσω απ’ τα πολιτικά πρόσωπα; Πλούσιοι βιομήχανοι. Ο κόσμος μας δεν κυβερνιέται από πολιτικές ηγεσίες, αλλά απ’ το Κεφάλαιο. Το ζήτημα είναι τι κάνουμε εμείς, ο κάθε πολίτης».
― Ο Βέλγος εικαστικός, περφόρμερ και χορογράφος, Γιαν Φαμπρ, στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη (εφημ. «6 μέρες», 12/11).
  Σύμπτωση;
  Την συνέντευξη την πήρε η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη. Σίγουρα θα είχε κάποιο προπάππου Γιάννη ο οποίος ήταν κλεφταράκος, και από αυτόν κληρονόμησε το επώνυμο. Ο φίλος μου ο Μανώλης ο Σέργης, καθηγητής λαογραφίας, θα μπορούσε να το επιβεβαιώσει.
  Όμως όχι, το ότι αυτή τη συνέντευξη την πήρε κάποια που λέγεται Κλεφτόγιαννη είναι όντως σύμπτωση.

Sunday, November 11, 2012

Αγγελική Στρατηγοπούλου, Ευαγγελισμός



Αγγελική Στρατηγοπούλου, Ευαγγελισμός, Καστανιώτης 2009, σελ. 84

  Ο «Ευαγγελισμός» είναι το δεύτερο βιβλίο της Αγγελικής Στρατηγοπούλου. Έχει προηγηθεί το μυθιστόρημα «Δεν θα ξαναρωτήσω τον μπαμπά».
  Ο «Ευαγγελισμός» δεν είναι μυθιστόρημα, είναι νουβέλα. Αναφέρεται στις σχέσεις μιας μητέρας με το παιδί της· του οποίου το φύλο το μαθαίνουμε πολύ αργότερα. Τον λένε Ισαάκ, που, όπως μας πληροφορεί η Αγγελική, «θα πει γέλιο» (σελ. 66). Το φύλο του δικού της παιδιού όμως δεν θα το μάθει ο αναγνώστης. Στο βιογραφικό της, στο αυτί του βιβλίου, γράφει ότι έχει «ένα παιδί»· που βέβαια ξέρουμε ότι συχνά είναι συνώνυμο με το αγόρι.
  Όμως η Στρατηγοπούλου δεν παρασύρεται από αυτή τη συνωνυμική χρήση. Αφήνει στη νουβέλα της, πιστεύω σκόπιμα, την αβεβαιότητα για το φύλο για να δώσει μεγαλύτερη ευρύτητα στο θέμα της, που είναι η αμφιθυμική σχέση μητέρας-παιδιού, οποιουδήποτε φύλου.
  «Όταν πεθάνεις, θα γίνω ό,τι θέλω. Θα ασχοληθώ με τη γεωργία, το εμπόριο, τη ναυπηγική. Ίσως και με τις τέχνες… Εσύ μόνο θα ακούς ό,τι θέλεις, όπως πάντα, κι όταν σε συναντάω τις νύχτες, θα βρίσκεις σίγουρα τρόπους να εκφράζεις της αντιρρήσεις σου… Ώσπου να σε εξορίσω και από κει. Να φτάνεις μέχρι τις παρυφές του ύπνου μου και να χτυπάς στα όνειρα να σου ανοίξουν. Όμως θα τα έχω προειδοποιήσει και θα βρίσκεις τις πόρτες τους κλειστές… Το μικρό σου κατσικάκι δεν θα σε συγχωρήσει ποτέ. Βέβαια η προοπτική να αναστηθείς κάποτε δεν είναι αμελητέα. Αφού μαρτυρείται έστω και μία φορά, σημαίνει πως έχει τη δυνατότητα να επαναληφθεί. Αν αποκλείσουμε το θαύμα, το φαινόμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί και προορισμός» (σελ. 19-20).
  Η νουβέλα στο μεγαλύτερο μέρος της είναι μια αποστροφή του παιδιού προς τη μητέρα του. Νοιώθει να πνίγεται από την υπερπροστασία της, την οποία εκλαμβάνει συχνά ως ανωριμότητα, αντιστρέφοντας στις αποστροφές τους ρόλους: αυτή είναι το παιδί που πρέπει να το βοηθήσει να ωριμάσει.
  Καθώς δεν πρόκειται για αφήγηση αλλά για αποστροφή, με έναν αποδέκτη με τον οποίο ο «αφηγητής» έχει ένα πολύ έντονο δέσιμο, και πιο έντονο και άρρηκτο από τη σχέση εξάρτησης μητέρας και παιδιού δεν μπορεί να υπάρξει, στη νουβέλα αυτή δεν παρατηρούμε το σασπένς μιας αφήγησης που αναφέρεται σε μια ιστορία. Τα επεισόδια είναι ελάχιστα, και είναι τέτοια ώστε να εικονογραφούν πιο ανάγλυφα τη σχέση, πάνω στην οποία αναπτύσσονται τα αμφιθυμικά αισθήματα του παιδιού. Μάλιστα στα τμήματα τα, κατά κάποιο τρόπο, πιο φορτισμένα συναισθηματικά, αλλάζει η γραμματοσειρά και επί πλέον τα γράμματα γίνονται πλαγιαστά. Ακόμη και όταν κάποιες φορές η αφήγηση γίνεται τριτοπρόσωπη, διατηρούμε την αίσθηση πως πρόκειται για τον ίδιο αφηγητή ο οποίος παρατηρεί αποστασιοποιημένα αυτή τη σχέση, σαν ένας τρίτος, ουδέτερος παρατηρητής.
  «Το παιδί… Μιλούσε στον κόσμο με θαυμασμό για τη μαμά του, αλλά όταν ήταν μόνο του σκεφτόταν ότι όλα αυτά, αν και τόσο θεαματικά, δεν του πρόσφεραν τίποτα. Είχε την ελάχιστη απαίτηση να του φτιάξει έναν κόσμο απ’ την αρχή. Να είναι εκείνη που θα διορθώσει τις ατέλειες, θα κοιμίσει τα ηφαίστεια και θα ισοπεδώσει τις χαράδρες» (σελ. 41).
  Στην αποστροφή του παιδιού συχνά εμφιλοχωρεί ένα συμβολικό-μεταφορικό στοιχείο, που της δίνει ένα ποιητικό χρώμα μαγικού ρεαλισμού.
  «…Η υποψία των φτερών στην πλάτη της θα της αποκάλυπτε αργότερα το νόημά της… Η μαμά άφησε τα φτερά στο μεγάλο τραπέζι του σπιτιού με ένα σημείωμα που έγραφε: θα σε πάνε όπου θέλεις, αρκεί να φυσάει δυνατά» (σελ. 53-54).
  «Το κατσικάκι… τους είπε ότι η μαμά του δεν βόσκει, δεν μηρυκάζει και είναι εναντίον του θηλασμού. Τα κατσικάκια το λυπήθηκαν πολύ και του πρότειναν να μείνει μαζί τους για να έχει απ’ όλα. Ήταν ακόμη Ιανουάριος και εν μέρει δέχτηκε, χωρίς να αφήσει τελείως τη μαμά του, που επέμενε να του διαβάζει παραμύθια πριν κοιμηθεί» (σελ. 43).
  Η αφηγηματική φωνή αλλάζει στο τέλος του έργου. Τώρα αρχίζει να μιλάει η μητέρα.
  «Ωστόσο ζω, που σημαίνει μεταφέρω τον χρόνο· τον πάω κάθε μέρα μια μικρή βόλτα γύρω από το σώμα μου και τον βοηθάω να διανύσει μαζί μου την προκαθορισμένη απόσταση. Τον εκπαιδεύω να είναι συνεπής στις συναντήσεις μας και δεν χρησιμοποιώ πια δόλια μέσα για να του αποσπάσω μυστικά, γιατί το μόνο που με νοιάζει τώρα είναι να μη με εγκαταλείψει» (σελ. 83). Ποιον από τους δυο μεταφέρει, το χρόνο ή το γιό; Η άνω τελεία δίνει στο απόσπασμα μια ποιητική διάσταση, αφήνοντας όμως ανοικτή την κυριολεξία.
  «Φύλαξα την παλιά τρίκυκλη μηχανή μου για αργότερα. Είχε καλάθι στο πλάι, όπου καθόταν το παιδί. Στην κοιλιά της μηχανής ένιωθε αγέννητο και του άρεσε. Τώρα που γεννήθηκε πια, τρέχω μόνη μου, χωρίς φορτίο στο καλάθι. Το πολύ ένα καρπούζι για το σπίτι…» (σελ. 83).
    Η αλλαγή φωνής μας κάνει να υποπτευόμαστε ότι στην πραγματικότητα αυτή η σχέση εξάρτησης, που συχνά διακρίνεται για τις διπλόσημες καταστάσεις (double-bind situations) για τις οποίες μίλησε ο Bateson, έχει βιωθεί από το ίδιο πρόσωπο και στους δυο ρόλους: Η γυναίκα σαν παιδί, με τη δική της μητέρα, και η γυναίκα σαν μητέρα, με το δικό της γιο. Αυτή η αλλαγή ρόλου δίνει μια δραματικότητα στην αφήγηση. Τον ρόλο του «άλλου» τον συνειδητοποιούμε καλύτερα όταν καλούμαστε να τον παίξουμε κι εμείς. Τον ρόλο του γέρου πατέρα μου τον συνειδητοποιώ κι εγώ καλύτερα τώρα που αρχίζω να γερνάω. Όσο για τον ρόλο του γονιού, η μητέρα μου με είχε προϊδεάσει. «Τι ανησυχείς ρε μάνα», της έλεγα συχνά, «τίποτα δεν πρόκειται να πάθω», για να εισπράττω πάντα τη στερεότυπη απάντηση: «Όταν αποκτήσεις δικό σου παιδί τότε θα καταλάβεις». Και όντως κατάλαβα.
  Θα μπορούσα να υποθέσω ότι υπάρχουν αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία σ’ αυτή την αφήγηση, αν δεν ήταν η τυπικότητα των ρόλων και των σχέσεων. Κάθε παιδί και κάθε μάνα πρέπει να νοιώθει κάπως έτσι, όπως μας περιγράφει στη νουβέλα της η Στρατηγοπούλου· νουβέλα εξαιρετική, τόσο από την άποψη της ποιητικότητας της γραφής όσο και από την άποψη της οξυδέρκειας με την οποία η συγγραφέας διεισδύει στις σχέσεις που περιγράφει.
 
 

Του τάφου, 31η ιστορία, Το παζάρι



Του τάφου, 31η ιστορία, Το παζάρι

  Το διαβάσαμε στα «Νάκλια» του Νίσπιτα.
  Ο γέρο πατέρας είναι στα τελευταία του. Ένας ένας έρχονται συγγενείς και φίλοι να τον αποχαιρετήσουν. Ο γιος, που ποτέ δεν αφήνει τα πράγματα να γίνονται την τελευταία στιγμή, έχει φωνάξει τον μαραγκό να πάρει μέτρα για το φέρετρο. Κι αν δεν συμφωνήσουν στην τιμή; Όταν θα έχει ξεψυχήσει ο πατέρας του θα είναι αργά, θα βρίσκεται σε πολύ μειονεκτική θέση για να παζαρέψει, ενώ τώρα που ο πατέρας του είναι ακόμη ζωντανός, αν δεν τα βρει στην τιμή με το μαραγκό του χωριού τους μπορεί να φωνάξει άλλο μαραγκό από κάποιο διπλανό χωριό.
  Ο μαραγκός έχει πάρει κρυφά τα μέτρα για το φέρετρο χωρίς να τον αντιληφθεί ο γέρος καθώς ήταν απασχολημένος με τους άλλους επισκέπτες, και υπολογίζει το ξύλο που θα του χρειαστεί. Πρέπει να πει μια τιμή στο γιο.
  Ακριβά. Δεν γίνεται πιο φτηνά; Μα είναι ακριβό το ξύλο. Μπα, και από πότε ακρίβυνε;
  Αρχίζει ένα άγριο παζάρι· τόσο άγριο, που δεν προσέχουν πια μην τους ακούσει ο γέρος. Αυτός, καθώς έχει φύγει και ο τελευταίος επισκέπτης, έχει στήσει αυτί. Κάποια στιγμή, ακούγοντας την τιμή στην οποία έχει αναγκαστεί να κατέβει ο μαραγκός αλλά που του φαίνεται παρόλ’ αυτά ψηλή, φωνάζει στο γιο του: «Πολλά ζητά ο κερατάς παιδί μου, μόνο ανέ μπορείς κόψε του κάτι τις ακόμη».
  Διαβάζοντάς το θυμήθηκα ένα ανέκδοτο, με έναν ετοιμοθάνατο Εβραίο. Δεν το καλοθυμόμουνα και το έψαξα στο διαδίκτυο. Το βρήκα στα funny jokes, σ’ αυτή τη διεύθυνση: http://www.funnyjokes.gr/etoimothanatos-evraios-pateras/
Κάνω αντιγραφή και επικόλληση.
«Α΄ μέρος
Ο Εβραίος πατέρας είναι ετοιμοθάνατος. Γύρω από το κρεβάτι του πόνου είναι συγκεντρωμένη όλη η οικογένεια του. Το κλίμα είναι βαρύ και πένθιμο. Ένα μόνο μικρό καντηλάκι, δίπλα στον άρρωστο, φωτίζει αμυδρά το στενό δωμάτιο. Ο πατέρας, με κλειστά τα μάτια και πολύ κόπο, ψιθυρίζει:
Πατέρας: Γυναίκα μου Σάρα είσαι εδώ;
Σάρα (κλαίγοντας): Ναι, άντρα μου.
Πατέρας: Γιε μου Ιακώβ είσαι εδώ;
Ιακώβ (φανερά συγκινημένος): Ναι, πατέρα.
Πατέρας: Μικρή μου θυγατέρα Ιουδίθ, είσαι εδώ;
Ιουδίθ (απαρηγόρητη): Ναι, πατέρα, είμαι κοντά σου.
Πατέρας: Και εσύ στερνοπούλι μου Ααρών, είσαι εδώ:
Ααρών (με αναφιλητά): Ναι, πατέρα.
Πατέρας (αγριεμένος): Και τότε ποιος είναι στο μαγαζί;
Β΄ μέρος
Η οικογένεια συνειδητοποιεί αμέσως την εγκληματική αμέλεια και όλοι αποχωρούν σιγά-σιγά από το δωμάτιο. Τελευταίος φεύγει ο μικρός Ααρών που, κλείνοντας την πόρτα του δωματίου, λέει:
Ααρών: Και που ’σαι πατέρα… Όταν αφήνεις την τελευταία σου πνοή, άφησε την προς το καντήλι, για να σβήσει. Είναι κρίμα να καίει άδικα…
Γ΄ μέρος
Ο πατέρας φωνάζει τον πρωτότοκο Ιακώβ και του λέει να πλησιάσει. Με τις τελευταίες δυνάμεις που του απομένουν, βγάζει από την τσέπη του ένα ρολόι και εξηγεί ότι το έχει κληρονομιά από τον προπάππου του.
Ο Ιακώβ το κοιτάζει με μάτια που γυαλίζουν. «Σ’ αρέσει;» ρωτά ο πατέρας. «Ναι πατέρα!» αποκρίνεται ο Ιακώβ. «Πόσα δίνεις;» ρωτά ο πατέρας.
Δ΄ μέρος
Την άλλη μέρα του θανάτου του πατέρα, ο Ιακώβ πηγαίνει στην τοπική εφημερίδα για να βάλει την αναγγελία του θανάτου.
Ιακώβ: Παρακαλώ, ποια είναι η μικρότερη χρέωση για μια αναγγελία θανάτου;
Υπάλληλος: δυο δολάρια, κύριε.
Ιακώβ: Ο.Κ., γράψε λοιπόν «Αβραάμ Κοέν πέθανε».
Υπάλληλος: Μα, κύριε, πρέπει να έχετε υπόψη σας πως με τα δυο δολάρια μπορείτε να γράψετε μέχρι 10 λέξεις.
Ο Ιακώβ σκέφτεται μερικά δευτερόλεπτα και λέει στον υπάλληλο:
Ιακώβ: Ωραία, τότε γράψε “Αβραάμ Κοέν πέθανε. Πωλείται
DATSUN σε τιμή ευκαιρίας».

Saturday, November 10, 2012

Silvia Okaliova, Κόκκινο κοκτέιλ



Silvia Okaliova, Κόκκινο κοκτέιλ, Η δημιουργική κοινωνία, Ήλιος 2012, σελ. 150

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Τρεις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις όπου κυριαρχεί η πολιτική, αλλά και ο έρωτας

  Η Silvia Okaliova είναι Σλοβάκα. Και όχι, δεν ξέχασα να βάλω όνομα μεταφραστή. Η Σίλβια γράφει στα ελληνικά. Εκτός από τη Σίλβια ξέρω άλλους τρεις ξένους που γράφουν ελληνικά: ο ένας είναι ο Κούρδος Τζεμίλ Τουράν του οποίου έχω παρουσιάσει το βιβλίο «Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα», η άλλη είναι η Αλβανίδα Ανιέζα Ντιέλλη που επίσης έχω παρουσιάσει το βιβλίο της «Το δέντρο στο κρεβάτι μου» και ο άλλος είναι ο Αλβανός Γκάσμετ Καπλάνι, του οποίου το «Μικρό ημερολόγιο συνόρων» σκοπεύω να διαβάσω σύντομα.
  Το «Κόκκινο κοκτέιλ» είναι το πέμπτο βιβλίο της Σίλβια. Έχει γράψει άλλα τέσσερα, τα οποία έχουμε παρουσιάσει από το Λέξημα και από το blog μας. Αυτά είναι «Η περιπέτεια στο φανταστικό κάστρο», «Την πρώτη φορά», «Ζάπινγκ σε ιδέες του μέλλοντος» και  «Αγκαλιά με τον ήλιο», αυτό το τελευταίο με το ψευδώνυμο Sissi Soko.
  Όμως δεν είναι περίεργος ο τίτλος; Τι να υπονοεί άραγε;
  Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για ένα βιβλίο αλλά για τρία· τρία βιβλία τα οποία βρίσκονται μαζί, κοκτέιλ, στον ίδιο τόμο.
  Και γιατί κόκκινο;
  Το κόκκινο είναι το χρώμα της επανάστασης και κατά συνεκδοχή του κομμουνισμού και του πάλαι ποτέ υπαρκτού, όμως ανύπαρκτου σήμερα (κάποιοι υποστηρίζουν και τότε) σοσιαλισμού των Ανατολικών χωρών.  Όμως ας πάρουμε ένα ένα τα τρία βιβλία στη σειρά.
  Το πρώτο βιβλίο, η «Κόκκινη μπύρα», είναι μια ημερολογιακή καταγραφή δύο ανθρώπων, του Δανιήλ και της Μόνικα. Ηλικιακά χωρίζονται από μισόν αιώνα. Ο Δανιήλ, που είναι η περσόνα ενός από τους παππούδες της Σίλβιας, κομμουνιστής, μιλάει για τις περιπέτειές του στην προκομμουνιστική Σλοβακία, τότε που οι κομμουνιστές ήταν διωκόμενοι. Η Μόνικα Κλάιν μιλάει για τη ζωή της στο κομμουνιστικό καθεστώς, όταν οι κομμουνιστές έπαψαν να είναι διωκόμενοι και είχαν καταλάβει την εξουσία. Όχι όλοι βέβαια, γιατί κάποιοι διώχθηκαν από τους μέχρι χθες διωκόμενους συντρόφους τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δανιήλ, που χρημάτισε πρώτος υπουργός εσωτερικών της Σλοβακίας και στη συνέχεια τρόφιμος των φυλακών. Κάποια στιγμή η μοίρα θα φέρει κοντά τον τέως υπουργό και τη Μόνικα, κόρη βιομηχάνων και αργότερα βιομηχανική εργάτρια. Τουλάχιστον δεν πέρασε αυτή από την αναμόρφωση που πέρασαν οι όμοιοί της στην Κίνα με την πολιτιστική επανάσταση, την επανάσταση εκείνη κατά την οποία οι ερυθροφρουροί άφησαν ανάπηρο τον γιο του Deng Xiaoping, επειδή αρνήθηκε να αποκηρύξει τον πατέρα του. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ο Deng Xiaoping διαδέχτηκε στον Μάο στην εξουσία.
  Στην πολιτική αλλά και στη ζωή γενικότερα υπάρχουν άνθρωποι που προσαρμόζονται σε κάθε κατάσταση προκειμένου να ανέλθουν. Δεν πρόκειται για οπορτουνισμό, αλλά για καθαρό αριβισμό. Παραθέτω μια παράγραφο από τις τελευταίες αφηγήσεις του Δανιήλ.
  «Η τραγική φαρσοκωμωδία λοιπόν είχε τελειώσει. Οι κύριοι πρωταγωνιστές περίμεναν τη βράβευσή τους. Και πράγματι. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου (που καταδίκασε τον Δανιήλ) έγινε σύντομα Επιφορτιστής (δηλαδή υπουργός) Εσωτερικών… Για να διαπιστώσουν σε λίγο καιρό ότι στη διάρκεια του πολέμου δούλευε ως φασίστας στην Ουγγαρία» (σελ. 51).
  Το δεύτερο βιβλίο,  «Ο καινούριος άνθρωπος είναι βαθιά ερωτευμένος», είναι αυτοβιογραφικό. Χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο με το οποίο εξέδωσε το προηγούμενο βιβλίο της «Αγκαλιά με τον ήλιο», η Σίλβια μιλάει για τη ζωή της αλλά και για την πατρίδα της, που τότε ήταν η Τσεχοσλοβακία, και εκθέτει τις απόψεις της για διάφορα ζητήματα, για τον σοσιαλισμό, για τον άνθρωπο, για την παιδεία, κ.ά.
  «Νομίζω ότι η επόμενη επανάσταση που μπορεί να πραγματοποιηθεί θα έχει ως κέντρο βάρους την παιδεία. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι στα σχολεία θα μαθαίνουν να ΖΟΥΝ και όχι να συσσωρεύουν γνώσεις που χρειάζεται ο εργοδότης…» (σελ. 101).
  Από το στόμα της και στου θεού τ’ αυτί.  
  Ενώ το πρώτο βιβλίο είναι πλασματικά αυτοβιογραφικό και το δεύτερο αυτοβιογραφικό, το τρίτο «Δεν θα τρελαθώ πια» με υπότιτλο την ερωτηματική φράση «τέλος του θεού;» είναι ένα επιστολογραφικό μυθιστόρημα. Αλληλογραφούν η Μίρκα Κρτόβα, ιστορικός Καλών Τεχνών από τη Σλοβακία, και ο Γεράσιμος Ασημάκης, άνεργος από την Ελλάδα. Πρόκειται για μια τρυφερή αλληλογραφία με υποβόσκον το ερωτικό στοιχείο. Οι δυο επιστολογράφοι μιλάνε για τη ζωή τους. Όπως και στα δυο προηγούμενα, η Σίλβια σε μια εισαγωγική σελίδα παρουσιάζει τα πρόσωπα όπως κάνουν οι θεατρικοί συγγραφείς στα έργα τους, μιλώντας όμως αρκετά λεπτομερειακά γι’ αυτά. Ένα κοινό στοιχείο που έχει με το πρώτο είναι ο έρωτας της γυναίκας με έναν αρκετά μεγαλύτερό της άντρα· που σ’ αυτό εδώ δεν είναι άλλος από τον πατέρα του άντρα της. Ένα δεύτερο κοινό στοιχείο ανάμεσα και στα τρία αυτή τη φορά, είναι ότι όλα τα πρόσωπα αυτοβιογραφούνται. Θα παραθέσω ένα ακόμη απόσπασμα, που αναφέρεται και πάλι στον αριβισμό ενός ανθρώπου.
  «Ένας υπάλληλος της μαμάς, ιδεολογικός Γραμματέας του γραφείου που λιγουρευόταν τη θέση της υποδιευθύντριας της μαμάς μου, είπε να διώξουν εκείνη επειδή πηγαίνει στην εκκλησία. Την έδιωξαν επειδή έπρεπε να συμπληρωθεί το ποσοστό και στη θέση της μπήκε αυτός ο καριερίστας. Τώρα, μετά τη «βελούδινη» (επανάσταση), εκείνος έγινε υψηλό στέλεχος του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, και τον άκουσα να λέει στην τηλεόραση ότι ο ίδιος έπρεπε στον κομουνισμό να πηγαίνει στην εκκλησία κρυφά. Τόση υποκρισία! Εκείνος τότε το έπαιζε άθεος ενώ η μητέρα μου δεν κρυβόταν» (σελ. 132).
  Η επανάσταση του 1989 στην Τσεχοσλοβακία ήταν βελούδινη.  Όλες οι επαναστάσεις του 1989 με τις οποίες ανατράπηκαν τα κομουνιστικά καθεστώτα ήταν βελούδινες, με εξαίρεση εκείνη της Ρουμανίας· που στο αίμα που έχυσε το ζευγάρι Τσαουσέσκου προστέθηκε και το δικό του αίμα. «Καμιά φορά σκέφτομαι ότι οι κομμουνιστές μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιήσουν τη βία αλλά δεν το έκαναν… γιατί άραγε;» (σελ. 133). «Όλοι μας ήμασταν εναντίον της βίας…», προσπαθεί να δώσει μιαν απάντηση. Εγώ πάντως πιστεύω ότι οι κομμουνιστές είχαν συνειδητοποιήσει ότι είχαν αποτύχει. Δεν είχε νόημα να κρατηθούν με νύχια και με δόντια στην εξουσία, εφόσον στην κορυφή της δεν βρισκόταν ένας Τσαουσέσκου, ένας Στάλιν ή ένας Μάο.
  Κάποιοι άλλοι είχαν κίνητρο. Αφού θα εισερχόταν στη χώρα θριαμβευτικά ο καπιταλισμός θα προσπαθούσαν να ιδιοποιηθούν και να κάνουν ατομική τους ιδιοκτησία αυτή που άλλοτε ήταν κρατική. Αρκετοί τα κατάφεραν.
  Ταλαντούχα η Σίλβια. Συναρπαστικό το βιβλίο της σαν αυτοβιογραφική αφήγηση και ελκυστικό για εκείνους που ο σοσιαλισμός υπήρξε κάποτε το όραμα της ζωής τους, και φυσικά και για εκείνους για τους οποίους εξακολουθεί να είναι ακόμη. Οι προβληματισμοί που εκτίθενται στις σελίδες αυτού του βιβλίου τους ενδιαφέρουν άμεσα.

Tuesday, November 6, 2012

Μο Γιαν莫言, Οι μπαλάντες του σκόρδου 天堂蒜薹之歌


Μο Γιαν莫言, Οι μπαλάντες του σκόρδου 天堂蒜薹之歌(μετ. από αγγλικά Μιχάλης Μακρόπουλος) Καστανιώτης 2004, σελ. 338

  Το βιβλίο το είχα χρόνια στη βιβλιοθήκη μου, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να το διαβάσω. Και η κατάλληλη στιγμή ήλθε: το βραβείο Νόμπελ του συγγραφέα.
  Όταν γράφω μια βιβλιοκριτική ή μια κριτική για ταινία ποτέ δεν κοιτάζω τι έχουν γράψει άλλοι. Δεν με ενδιαφέρει να γράψω την τέλεια κριτική, ενσωματώνοντας πράγματα άλλων που διέφυγαν της δικής μου προσοχής, αλλά να γράψω πράγματα δικά μου, να γράψω το πώς προσέλαβα εγώ το έργο. Ένας ακόμη λόγος που το αποφεύγω είναι γιατί είμαι σίγουρος πως, διαβάζοντας πράγματα άλλων, δεν θα βλέπω πια καθαρά με το δικό μου μάτι. Αυτή είναι η χειρότερη περίπτωση. Υπάρχει βέβαια και η καλύτερη, να διαφωνήσεις με αυτά που έχουν γράψει άλλοι.
  Μεταφράζοντας ένα σύντομο βιογραφικό του Μο Γιαν διαβάζω: «Τη δεκαετία του 1980 διακρίθηκε για τα λογοτεχνικά του έργα με θέμα την ιδιαίτερη πατρίδα του, διαποτισμένα με τα ανάμικτα συναισθήματα «αγάπη για την πατρίδα» αλλά και «μνησικακία για την πατρίδα»…». Διαβάζοντας τις «Μπαλάντες του σκόρδου» και βλέποντας την ταινία «Οι κόκκινοι αγροί» του Τζανγκ Γιμόου (张艺谋), ο οποίος πιστεύω ότι ακολουθεί πιστά το μυθιστόρημα του Μο Γιαν, δεν διαπίστωσα τίποτα τέτοιο. Δεν νομίζω ότι η ιδιαίτερη πατρίδα του τον απασχολεί σαν τέτοια, απλά είναι ο χώρος όπου τοποθετεί την πλοκή του, που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε αγροτική περιοχή της Κίνας.
  Το μυθιστόρημα είναι ένα μυθιστόρημα σκληρότητας. Μιας σκληρότητας που οξύνεται περισσότερο με την αντιστικτική παράθεση ενός λυρικού μαγικού ρεαλισμού. Και η σκληρότητα αυτή δεν διακρίνει μόνο το καθεστώς, που αντιμετωπίζει βάναυσα τους διαδηλωτές που καταστρέφουν τα γραφεία της νομαρχίας διαμαρτυρόμενοι για την αγροτική πολιτική του, αλλά και τους ίδιους τους αγρότες. Σε πρώτο πλάνο βέβαια βρίσκεται ο ματαιωμένος έρωτας του Γκάο Μα και της Τζιν Τζου, που θέλουν να την παντρέψουν με το ζόρι με κάποιον τον οποίο δεν θέλει, σε μια οικογενειακή διαπραγμάτευση. Αργότερα, όταν θα μείνει έγκυος από τον Γκάο Μα, θα αποφασίσουν όχι να του τη δώσουν, αλλά να του την πουλήσουν.
  «Ο ανθρωπάκος μουρμούρισε θλιμμένα: - Τι καιροί έρχονται, όταν μια κοπέλα μπορεί ν’ αποφασίζει ποιον θα παντρευτεί;» (σελ. 300). Και ας έχει απαγορέψει το καινούριο κομμουνιστικό καθεστώς αυτούς τους προκαθορισμένους από τις οικογένειες γάμους, χωρίς τη θέληση των κοριτσιών.
  «Η γέννηση ενός αγοριού γίνεται δεκτή με αγαλλίαση, αλλά ενός κοριτσιού με κατεβασμένα μούτρα. Ύστερα, όταν το αγόρι μεγαλώνει και δεν μπορεί να βρει γυναίκα, να τα πάλι τα κατεβασμένα μούτρα» (σελ. 302).
  Γιατί δεν μπορεί; Εδώ υπονοείται η βρεφοκτονία των κοριτσιών.
  Στο μυθιστόρημα βλέπουμε όχι απλά μια βίαιη συμπεριφορά, αλλά και να πέφτει άγριο ξύλο. Οι αστυνομικοί δέρνουν, οι φυλακισμένοι δέρνουν με τη σειρά τους τούς πιο αδύνατους, και ο πατέρας και τα αδέλφια της κοπέλας τους δέρνουν άγρια και τους δύο. 
  Η διαφθορά της ντόπιας νομενκλατούρας και η αλόγιστη επιβολή φόρων και προστίμων αποτελούν επίσης αντικείμενο της σάτιρας του Μο Γιαν, που συχνά φτάνει τα όρια της μαύρης κωμωδίας. Όσο για τον «απλό λαό», παρουσιάζεται συχνά με μια φοβερή ιδιοτέλεια. Όμως τα κύρια πρόσωπα, ο Γκάο Μα, ο Γκάο Γιαν και η Τζιν Τζου παρουσιάζονται με θετικό τρόπο, αίροντας σε κάποιο βαθμό τον σκληρό νατουραλισμό του έργου.
  Ο Μο Γιαν ξεκινάει περίπου in media res, για να αναπτύξει στη συνέχεια την ιστορία του με αναδρομές και προσημάνσεις. Επινοεί επίσης επεισόδια που τα συνδέει χαλαρά με την πλοκή, όπως αυτό με τις γέννες, για να δώσει μια όσο το δυνατόν πιο πλήρη εικόνα της κινέζικης επαρχίας και τον κατοίκων της.
  Έχω δει και ένα κινηματογραφικό έργο που παρουσιάζει με τρόπο ανατριχιαστικό τη βαρβαρότητα που επικρατεί στην κινέζικη επαρχία. Είναι το Blind mountain (Τυφλό βουνό) του Li Yang, επίσημη συμμετοχή της Κίνας στο φεστιβάλ Καννών το 2007. Αναφέρεται στην πώληση γυναικών που αγοράζονται ως σύζυγοι, μια και οι γυναίκες είναι λιγότερες από τον ανδρικό πληθυσμό. Για το έργο αυτό έχω γράψει εδώ
  Δεν χρειάζεται να υπογραμμίσουμε την απαισιοδοξία που διακρίνει το μυθιστόρημα αυτό. Πάντως από το «Νορβηγικό δάσος» του Χαρούκι Μουρακάμι  που διαβάσαμε πρόσφατα, αυτό είναι λιγότερο απαισιόδοξο: έχει μόνο δυο αυτοκτονίες, της Τζιν Τζου και της παρ’ ολίγον πεθεράς της, σε αντίθεση με το έργο του Μουρακάμι όπου υπάρχουν πέντε αυτοκτονίες.
  Όμως ας σχολιάσουμε κάποια αποσπάσματα.
  «Του είπα ότι οι άνθρωποι πρέπει να ’χουν κόκκινα λουλούδια στα μαλλιά τους, γιατί τ’ άσπρα φέρνουν κακοτυχία και δεν τα φοράς παρά μόνο όταν κάποιος πεθαίνει» (σελ. 155).
  Μπορεί ο συμβολισμός ενός χρώματος να μην είναι αυθαίρετος, όμως είναι και συμβατικός. Το ότι το άσπρο χρώμα είναι χρώμα πένθους για τους ανατολίτες το έμαθα για πρώτη φορά βλέποντας τα «Όνειρα» του Κουροσάβα. Διάβασα όμως αργότερα ότι και κάποιες πόλεις στην αρχαία Ελλάδα είχαν το άσπρο σαν χρώμα πένθους και όχι το μαύρο. Διαβάζω τώρα στη βικιπαίδεια ότι και «Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ταύτιζαν το λευκό με τις καταστροφές στις καλλιέργειες και τον θάνατο γιατί τους θύμιζε την έρημο και τους σκελετούς των νεκρών ζώων που υπήρχαν σε αυτήν». Τώρα ποιοι συνειρμοί οδήγησαν τις χριστιανικές κοινωνίες να θεωρούν το άσπρο ως χρώμα της αγνότητας δεν γράφει η βικιπαίδεια.
  «Οι αδελφοί Φανγκ τον είχαν κτυπήσει τόσο άσχημα, που παραλίγο να τον στείλουν στο Γιάμα, το Βασιλιά του Κάτω Κόσμου» (σελ. 179). Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τον Πλούτωνα ως θεό του Κάτω Κόσμου. Και δεν υπήρχε ουράνιος κόσμος, αντίστοιχος του παραδείσου, παρά μόνο κάτω κόσμος, ο κόσμος του σκότους και των νεκρών. Ο χριστιανισμός τελικά είναι αρκετά παρηγορητική θρησκεία.
  Διαβάζουμε:
  «Αυτό μου θύμισε ένα ανέκδοτο. Ένας ετοιμοθάνατος…» (σελ. 258).
  Το ίδιο κάνω κι εγώ πολλές φορές στα κείμενά μου. Όταν κάτι μου θυμίζει ένα ανέκδοτο, το γράφω. Παραθέτει και άλλο ανέκδοτο ο Μο Γιαν πιο κάτω, επίσης πολύ μακροσκελές για να το παραθέσω.
  «Γέρο στον ουρανό, μην τ’ αφήσεις να μολυνθεί, σε παρακαλώ, προσευχήθηκε βουβά» (σελ. 262). lao, σημαίνει γέρος, tian, σημαίνει ουρανός. Όλο μαζί ήξερα ότι σημαίνει Θεός, και το επιβεβαίωσα στον μεταφραστή της google. Τι να πω, να υποθέσω ότι ήταν αβλεψία από τον άγγλο μεταφραστή από τον οποίο μεταφράζει ο Μιχάλης Μακρόπουλος; Δυστυχώς δεν έχω τα δυο κείμενα για να κάνω αντιπαραβολή. Πιθανόν βέβαια να είναι μια συνειδητή απόδοση της λέξης στην κυριολεξία της και όχι στη μεταφορική σημασία του Θεού.

(Τελικά πριν αναρτήσω για την «Υψηλή λογοτεχνία» έψαξα και το επιβεβαίωσα: Old man in heaven, please don't let it get infected, he uttered in silent prayer. Και στα κινέζικα 老天他暗中 祝祷着倒霉的脚你可千万. Ψάχνω στο διαδίκτυο και βλέπω πώς ο θεός δεν λέγεται μόνο Λάο Τιάν, αλλά και Λάο Τιάν Γιε, και μαζί με το Α-老天-χρησιμοποιείται σε επίκληση: Θεέ μου).