Book review, movie criticism

Saturday, December 29, 2012

Ξεκινώντας μια αυτοβιογραφία 3. Ακροβατικά



Ξεκινώντας μια αυτοβιογραφία
3. Ακροβατικά

  Πριν τρεις μέρες (26-12-2012) είδα στο θέατρο Badminton το Εθνικό Θέατρο Ακροβατικών της Κίνας, και θυμήθηκα τα δικά μας ακροβατικά, όταν ήμουν παιδί. Αραιά και πού ερχόντουσαν στην Ιεράπετρα, αλλά και στο χωριό, ακόμη και στο σχολείο, θίασοι με ακροβατικά. Στο σχολειό μας είχε έλθει κάποτε ένα ζευγάρι με το μικρό παιδάκι τους. Θυμάμαι τη γυναίκα να πατάει πάνω στους ώμους του άντρα, και το παιδάκι πάνω στους ώμους της μητέρας του, τρέμοντας, είτε από το φόβο του είτε για να κρατήσει ισορροπία, ενώ γύρω του είχε τα χέρια της η μητέρα του, σαν σε προστατευτικό κλοιό, άραγε για να μη φοβάται; ή για να το συγκρατήσει αν πήγαινε να πέσει; Ελπίζω να μην τους έτυχε ποτέ κανένα ατύχημα. Ήταν τόσο χαριτωμένο αυτό το μικράκι, λίγο πιο μικρό από μας.
  Αυτό που μας εντυπωσίασε ήταν το περπάτημα πάνω στο σχοινί, κρατώντας ισορροπία. Έτσι αποφασίσαμε να το επιχειρήσουμε κι εμείς, αλλά όχι πάνω σε σκοινί. Αντί για σκοινί είχαμε το οριζόντιο σίδερο ενός σιδερένιου κρεβατιού, προς τη μεριά των ποδιών, στο σπίτι του φίλου μου του Γιώργη του Μαυρόματου. Σίγουρα ήταν πιο εύκολο από το να περπατάμε πάνω σε σκοινί, αλλά οπωσδήποτε ήταν δύσκολο. Εξασκηθήκαμε όμως αρκετά, και σε λίγο καιρό το κάναμε με αρκετή άνεση, σαν να περπατάγαμε στο δρόμο.
  Από τα αθλήματα κάναμε στο δημοτικό μου άρεσε ιδιαίτερα το άλμα εις μήκος και το άλμα εις ύψος. Το άλμα εις μήκος δεν μπορούσα να το ασκήσω παρά μόνο στο σκάμμα του σχολείου, όμως το άλμα εις ύψος το έκανα και στο σπίτι μας, δένοντας ένα σκοινί από τη μια μεριά σε ένα καρφί που ήταν καρφωμένο στον τοίχο και από την άλλη σε ένα κλαδί της πορτοκαλιάς που ήταν δίπλα. Θυμάμαι ότι είχα καταφέρει να πηδάω αρκετά ψηλά.
  Μπροστά στο σπίτι του φίλου μου του Αντώνη του Μουστακάκη υπήρχε ένας στύλος, όχι της ΔΕΗ αλλά του ελαιουργικού συνεταιρισμού, που τροφοδοτούσε με ηλεκτρικό ρεύμα το χωριό πριν έλθει η ΔΕΗ. Υπήρχε σαν υποστύλωμά του και ένας άλλος στύλος, που ακουμπούσε λοξά πάνω του, σχηματίζοντας ένα ορθογώνιο τρίγωνο. Πάνω σ’ αυτόν τον στύλο-υποτείνουσα σκαρφαλώναμε. Βγάζαμε τη ζώνη μας, την κουμπώναμε, και βάζαμε το κάτω μέρος των ποδιών μας, στο ύψος των αστραγάλων, στις δυο άκρες της έλλειψης που σχηματιζόταν. Στη συνέχεια ακουμπάγαμε στο στύλο, με τις δυο άλλες άκρες της έλλειψης να ενώνονται τώρα. Αρχικά σερνόμασταν προς τα πάνω στηριζόμενοι στα χέρια μας, και στη συνέχεια στηριζόμασταν στη ζώνη για να συρθούμε πιο πάνω. Αυτό το κάναμε εναλλάξ, μέχρι που φτάναμε στην κορυφή.
  Τέλος κάναμε και το λεγόμενο καντιλιέρι. Στεκόμασταν μπροστά σε ένα τοίχο, και στη συνέχεια με τεντωμένα τα δυο χέρια μας και ανοικτές της παλάμες πέφταμε προς το έδαφος, ενώ ταυτόχρονα τινάζαμε τα πόδια μας πίσω και πάνω, μέχρι που ακούμπαγαν στον τοίχο. Σ’ αυτή τη στάση μπορούσαμε να κρατηθούμε μόνο για λίγη ώρα, όχι τόσο από κούραση όσο γιατί μας κατέβαινε το αίμα στο κεφάλι.
  Πίσω από το περίπτερο της Αμαλίας υπήρχε μια συκιά. Εκεί κάναμε τους πιθήκους, γυρνώντας τη συκιά γύρω γύρω, με τα χέρια μας να πηγαίνουν διαδοχικά από το ένα κλωνάρι στο άλλο. Κάποια στιγμή ο χώρος αυτός έγινε παιδική χαρά, ξερίζωσαν τη συκιά ενώ έφυγε και το περίπτερο από τη θέση του μετά το θάνατο της Αμαλίας.
  Ο άντρας της Αμαλίας, ο κύριος Επισκοπάκης (απλή συνωνυμία με τον «Κύριο Επισκοπάκη» του Ανδρέα Μήτσου) ήταν λεπρός. Στην Σπίνα Λόγκα. Όμως το έσκαγε κατά καιρούς, διασχίζοντας κολυμπώντας την απόσταση μέχρι την ακτή και ερχόταν στο χωριό και την έβλεπε. Κάποια φορά όμως δεν τα κατάφερε. Χάθηκε στη θάλασσα. Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.
  Δεν τον είχα γνωρίσει, και δεν ξέρω και το μικρό του όνομα. Πιθανόν να πνίγηκε πριν γεννηθώ, ή όταν ήμουν πολύ μικρός. Ο μικρότερος γιος του είναι, αν δεν κάνω λάθος, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός μου. Μαζί του η Αμαλία είχε κάνει συνολικά τρία παιδιά. Του μεγαλύτερου, του Νίκου, του είχα άχτι γιατί μας σκότωσε μια όμορφη γάτα με κόκκινο τρίχωμα με τον τσιφτέ, το κυνηγετικό τουφέκι του. Είχε χαθεί, και ήμασταν απαρηγόρητοι. Όμως ένας από τους γιους της θείας της Αθηνάς μας μαρτύρησε τι είχε γίνει.   
  Η θεία η Αθηνά δεν ήταν πραγματική μου θεία. Όμως ήταν φίλη με τη μητέρα μου, το σπίτι της ήταν πολύ κοντά στο δικό μας, και με είχε σαν παιδί της. Έφυγε πριν λίγα χρόνια, αρκετά χρόνια όμως μετά από τον άντρα της, το θείο το Νικόλα.
  Ο θείος ο Νικόλας ήταν αριστερός. Είχε πιστόλι. Κάποτε ήλθαν οι μπαντουβάδες να κάνουν έρευνα στο σπίτι. Πριν προλάβουν να μπουν μέσα το αρπάζει η θεία η Αθηνά και το χώνει κάτω από το μαξιλάρι ενός από τα παιδιά της που κοιμόταν. Όταν μπήκαν μέσα και άρχισαν την έρευνα τους έβαλε της φωνές. –Παναγία μου μη μου ξυπνήσετε τα παιδιά, για το Θεό μη μου ξυπνήσετε τα παιδιά. Δεν τόλμησαν να σηκώσουν τα μαξιλάρια. Έτσι αυτή τη φορά τη γλίτωσε ο θείος ο Νικόλας.
  Ο θείος ο Νικόλας ήταν χασάπης, και χειροδύναμος. Όταν κάποτε τον έπιασαν οι μπαντουβάδες και ήταν έτοιμοι να τον δείρουν, αυτός τους απείλησε. –Αν με ακουμπήσετε, θα σας βρω όλους και θα σας σκοτώσω. Έτσι δεν τόλμησαν.
  Τον πατέρα μου όμως τον έσπασαν στο ξύλο. Γλίτωσε σαν από θαύμα. Σε μια παρέα που ήμουν κάποτε άκουσα κάποιον που δεν τον ήξερα και δεν με ήξερε να λέει ότι το περισσότερο ξύλο στην επαρχία το έφαγε ο Μανώλης ο Ντερμιτζής. –Είναι ο πατέρας μου, του λέω.
  Πριν χρόνια με πήρε τηλέφωνο ένας Μπαντουβάς, δεν θυμάμαι το μικρό του, για να μου ζητήσει να μπω στο συνδυασμό του στις εκλογές της Παγκρήτιας Ένωσης. Του είχε πει, όπως μου είπε, καλά λόγια για μένα ο Γιώργος ο Σγουράκης. Εγώ τον ευχαρίστησα για την προτίμηση αλλά του δήλωσα ότι θα τρίζουν τα κόκκαλα του πατέρα μου αν βρεθώ σε ένα ψηφοδέλτιο στο οποίο επί κεφαλής είναι ένας Μπαντουβάς. Και κάθισα και του εξιστόρησα τα κατορθώματα του θείου του, το τι ξύλο είχαν φάει χωριανοί μου και κοντοχωριανοί μου από τους άντρες του. Του είπα βέβαια και για την αδικοσκοτωμένη δασκάλα Μαρία Λιουδάκη, που δίδαξε και στο χωριό μας και την είχε δασκάλα και ο πατέρας μου. Οι άντρες του την σκότωσαν εν ψυχρώ.
  Δεν ήθελε να με πιστέψει. Του είπα τότε ότι ένας καθηγητής μου, ο Μανώλης ο Παπαδάκης (του Μιλτιάδη) είχε γράψει τη βιογραφία της. –Δώστε μου τη διεύθυνσή σας και θα φροντίσω να πάρετε ένα αντίτυπο. Μου την έδωσε. Πήρα αμέσως μετά τον Μανώλη τον Παπαδάκη τηλέφωνο και τον παρακάλεσα να στείλει ένα βιβλίο στον άπιστο ανιψιό. Ευτυχώς του είχαν μείνει κάποια λίγα αντίτυπα, και έτσι του έστειλε.
  Τον Μπαντουβά αυτόν (δεν θέλω να ψάξω για το μικρό του όνομα) τον συνάντησα στην παρουσίαση ενός βιβλίου της συμμαθήτριάς μου στον Σύνδεσμο Φιλίας Ελλάδας –Κίνας κας Τερέζας Μητσοπούλου, ένα από τα πολλά που έγραψε για την Κίνα. Στη δεξίωση που ακολούθησε μετά στο roof garden του ξενοδοχείου όπου έγινε η βιβλιοπαρουσίαση μου τον σύστησε η Τερέζα. Μιλήσαμε αρκετή ώρα, φιλικά. Εγώ δεν του αποκάλυψα ποιος ήμουν. Όμως στο τέλος, όταν ήταν να φύγω, δεν κρατήθηκα, και του θύμισα εκείνο το τηλεφώνημα.
  Τώρα κυκλοφόρησε το βιβλίο μου «Πες της το με μια μαντινιάδα», όπου αρχικά σχολιάζω κάποιες μαντινιάδες, ξένες και δικές μου, και στο τέλος παραθέτω κάμποσες δικές μου, ασχολίαστες.  Ξέχασα να παραθέσω μια ακόμη μαντινιάδα που την άκουσα από το θείο το Νικόλα στη Θριφτή (αλλιώς στο Αόρι, ή πιο σωστά στα όρη) όπου έκανε χρόνια καφενείο. Ακόμη και όταν είχε γεράσει και το έκλεισε πήγαινε εκεί και παραθέριζε, όλο το καλοκαίρι. Η μαντινιάδα αυτή δείχνει μια τραγική πλευρά της μετακατοχικής Ελλάδας.
Τ’ αγγειά  γενήκαν θυμιατά και τα σκατά λιβάνι
των κερατάδων τα παιδιά γενήκαν καπετάνιοι.
  Καθώς γράφω αυτή τη μαντινιάδα θυμάμαι ένα ωραίο ανάλογο δίστιχο από τον Αρετόκριτο (πήγα να το διορθώσω σε Ερωτόκριτο αλλά προτίμησα να το  αφήσω έτσι, όπως μου ήλθε αυθόρμητα στο μυαλό). Το λέει η Αρετούσα.
Όλα για μένα σφάλασι και πάσιν άνω κάτω,
Για με ξαναγεννήθηκε η φύση των πραγμάτων.
  

Wednesday, December 26, 2012

4 νέα βιβλία των εκδόσεων ΑΛΔΕ

 

Τέσσερα βιβλία μικρού σχήματος, 64 σελίδων, που τιμώνται 3 ευρώ το καθένα, κυκλοφόρησαν προχθές από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ. Για το πρώτο έχω ξαναγράψει, είναι το δικό μου «Πες της το με μια μαντινιάδα» (Για όσους δεν αναγνώρισαν το διακείμενο, είναι το γνωστό ποίημα του Σεφέρη «Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι) που περιέχει μαντινιάδες, δικές μου και ξένες, με σχόλια για πολλές από αυτές. Οι δικές μου μαντινιάδες γράφτηκαν πριν 30 τόσα χρόνια, ενώ τα σχόλια είναι σημερινά.
  Το δεύτερο είναι του Αλέξανδρου Δεσύλλα, «Τα βραβεία Νόμπελ λογοτεχνίας». Παρουσιάζονται όλοι οι νομπελίστες συγγραφείς με σύντομα βιογραφικά, από τη χρονιά ίδρυσης του θεσμού, το 1901, που το βραβείο το πήρε ο γάλλος ποιητής και δοκιμιογράφος Συλί Προυντόμ, μέχρι φέτος, το 2012, που το βραβείο το πήρε ο κινέζος πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας Μο Γιαν.
  Το τρίτο είναι του Αντώνη Δεσύλλα, «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου γιατί…», ένα βιβλίο με λόγια αγάπης σε σύντομες παραγράφους, ό,τι πρέπει για να το αγοράσουν όλοι οι ερωτευμένοι και να το χαρίσουν στην αγαπημένη τους. Η πρώτη σελίδα είναι ειδικά διαμορφωμένη, σαν επιστολή, με «Από» και «Προς», και στη συνέχεια πέντε γραμμές, από τις οποίες στην πρώτη είναι γραμμένη η φράση «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου…» για να συμπληρωθεί.
  Το τέταρτο βιβλίο είναι της Αλεξάνδρας Λιτσαρδοπούλου με τίτλο «50 τρόποι για μέση δακτυλίδι». Το διάβασα και τρόμαξα. Δεν ήξερα ότι το πάχος που συσσωρεύεται στην κοιλιά μπορεί να σου κάνει τόση ζημιά. Την επομένη ξεκίνησα πρωί πρωί μια ωριαία βόλτα. Την οποία αποφάσισα να κάνω πια σε μόνιμη βάση, και όχι ευκαιριακά. Πρέπει να χάσω κιλά. Εξάλλου όπως μου έχει γίνει πεποίθηση ότι «καλύτερα να περπατάς πριν το έμφραγμα παρά μετά το έμφραγμα», έτσι μου έχει γίνει επίσης πεποίθηση ότι «καλύτερα να αδυνατίσεις πριν το bypass παρά μετά το bypass». Το περπάτημα είναι ένας τρόπος για να αδυνατίσει κανείς και να αποφύγει τις καρδιακές παθήσεις. Υπάρχουν άλλοι 49 τρόποι. Έχω αποφασίσει να εφαρμόσω αρκετούς από αυτούς.
  Υπάρχει και μια τρίτη πεποίθησή μου: Καλύτερα να κόψεις το κάπνισμα πριν από την χρόνια αναπνευστική πνευμονοπάθεα (ΧΑΠ), τον καρκίνο του πνεύμονα και το έμφραγμα παρά μετά. Όμως δεν με αφορά: δεν κάπνιζα ποτέ μου.
 





Saturday, December 22, 2012

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 24η ιστορία, Τα αποτελέσματα



Κατωχωρίτικες ιστορίες, 24η ιστορία, Τα αποτελέσματα

  Το διάβασα στα «Διάφορα» του Μιχάλη Χουρδάκη-Νίσπιτα, στο Β΄τόμο. Αυτός γράφει το όνομα, όμως εγώ δεν το γράφω γιατί είναι χωριανή μου, και μάλιστα νονά ενός ξαδέλφου μου. Το μεταγράφω από το μεραμπελιώτικο ιδίωμα στην κοινή νεοελληνική.
  «Παλιά δασκάλα η συγχωρεμένη η …., ήθελε να ’ναι οι μαθητές της πρώτοι. Έτσι μια χρονιά έβαλε αυστηρή βαθμολογία στα παιδιά και δεν προβίβασε κανένα. Γυρνώντας σπίτι της συναντήθηκε στο δρόμο με τον Νταβραδοκωστή το δικολάβο.
  -Ε κερά δασκάλα, πώς πήγανε φέτος τα παιδιά; Εβγήκανε τα αποτελέσματα;
  -Ήβγαλά τα ’γω Κωσταντή μα δεν επροβιβάστηκε κανένα, φωτιά να τα κάψει για παιδιά, είπε αυτή.
  -Το Θεό σου δεν έχεις κερά δασκάλα. Όταν το μάθει ο επιθεωρητής θα τα βάλει με σένα.
  -Ε, τι λες κι εσύ, να γυρίσω να προβιβάσω πεντέξι εφτά;».
  Είχα διατελέσει κι εγώ «επιθεωρητής», για την ακρίβεια «σχολικός σύμβουλος», όπως μετονομάσθηκαν επί ΠΑΣΟΚ οι επιθεωρητές. Είχα πέσει σε μιαν ανάλογη περίπτωση. Με φωνάζει ένας γυμνασιάρχης σε ένα από τα σχολεία που είχα υπό την εποπτεία μου για να πείσω μια καθηγήτρια να αλλάξει τους βαθμούς που είχε βάλει στον έλεγχο, που ήταν σχεδόν όλοι κάτω από τη βάση. Πηγαίνω πράγματι και συζητάω το ζήτημα μαζί της. Της έθεσα το ζήτημα ως εξής:  «Για τη χαμηλή βαθμολογία που έβαλες στα παιδιά η Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης θα εξετάσει δύο εκδοχές: ή ότι όλα αυτά τα παιδιά έχουν πολύ χαμηλό IQ και δεν παίρνουν τα γράμματα, ή ότι εσύ δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου. Με δεδομένο όμως ότι στα άλλα μαθήματα έχουν πολύ καλύτερους βαθμούς, μάλλον τη δεύτερη εκδοχή θα θεωρήσουν ως πιο πιθανή, θα σε καλέσουν σε απολογία και μπορεί να βρεις τον μπελά σου. Γι’ αυτό σε συμβουλεύω φιλικά να αλλάξεις τη βαθμολογία σου προς το καλύτερο». Τα παραπάνω βέβαια τα είπα όσο πιο κομψά μπορούσα. Ήθελα να την πείσω χωρίς να την κάνω όμως να νοιώσει άσχημα.  
  Πείστηκε. Και πράγματι έβαλε στα περισσότερα παιδιά πάνω από τη βάση. Προς ανακούφιση όλων.




Πες της το με μια μαντινιάδα



 Πριν λίγες μέρες ανάρτησα το εξώφυλλο. Σήμερα παρέλαβα το βιβλίο. Κάθε σελίδα και μαντινιάδα ή μαντινιάδες με σύντομο σχολιασμό, με κάποιες εξαιρέσεις. Το παρακάτω είναι ένα δείγμα.

Παραφράζοντας τον Ρίτσο

  Μαντινιάδες ανταλλάσσουμε και στα κινητά. Είχα στείλει κάποτε σε κινητό μια μαντινιάδα την οποία παραθέτει ο Καζαντζάκης στον «Καπετάν Μιχάλη», συμπληρώνοντάς τη με μιαν άλλη δική μου, παραφράζοντας τον Ρίτσο.

Χαρώ το το κορμάκι σου απ’ τα μισά και κάτω
βάνεις το χέλι ζωντανό και μονομιάς ψοφά το

Να το πετιέται από ξαρχής, αντρειεύει και θεριεύει
μα να ψοφήσει όμως ξανά το δύστυχο γυρεύει

  Κάποτε μου έστειλαν κι εμένα στο κινητό μια μαντινιάδα, σατιρική, για τον Βαρθολομαίο, και είχα την ατυχή έμπνευση να την αναρτήσω στο blog μου. Το πλήρωσα ακριβά. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία που την έχω αφηγηθεί αλλού.

Του τάφου, 32η ιστορία, Μεζέ δεν έχει μωρή;



Του τάφου, 32η ιστορία, Μεζέ δεν έχει μωρή;

  Και αυτή την ιστορία τη διαβάσαμε στα «Νάκλια» του Μιχάλη Χουρδάκη-Νίσπιτα, στα «Διάφορα», όμως στο Β΄ τόμο αυτή τη φορά, τον οποίο μας είχε την ευγενή καλοσύνη να μας στείλει μετά την παρουσίαση που κάναμε του Γ΄ τόμου. Αυτή την αντιγράφουμε ως έχει, ως φόρο τιμής στον Νίσπιτα, που πέρα από τη συνεισφορά του στις λαογραφικές έρευνες του νησιού μας προσπαθεί να διασώσει με τα γραφτά του  το μεραμπελιώτικο ιδίωμα.
  «Οντεν ήτονε στα τελευταία ντου ο γέρο Πρινοκωνσταντής, επήε ο παπάς να τόνε μεταλάβει, μα ο συγχωρεμένος δεν ήλεγε ν’ ανοίξει το στόμα ντου.
  -Ώφου παπά μου και κοντό να πάει αμεταλάβωτος ο Κωνσταντής μου! Εκαταχτύπα τα μεριά τζη η γρα ντου.
  -Σώπα τουλόγου σου κι εγώ ίσα – ίσα που δ’ ακουμπήσω στ’ αχείλη ντου τη Θεία Κοινωνία, μα το ίδιο κάνει, λέει ο παπάς, κι εκούμπισε το νάμα στ’ αχείλη του γέρου κι ήρχιξ’ αυτός ν’ αναγλείφεται, μα ήνοιξε και το στόμα ντου και ο παπάς τόνε μετάλαβε κανονικά.
  Σαν εκατάπιε τη μεταλαβούρα ο ετοιμοθάνατος, δεν ήλεγε να κλείσει το στόμα ντου.
  -Κλείσε μπρε Κωνσταντή την παντέρμη σου μπούκα γιατί θα κάνεις άσκημο ποθαμένο, του λέει η κερά, μα ’κείνος, πράμα!
  Μια κοπανιά ήνοιξε τα μάθια ντου.
  -Ο Θεός Κωνσταντή να σ’ αναπάψει μετά των δικαίων, μόνο κλείσε ’δα το στόμα και τα μάθια σου, να δεις και τσ’ αγγέλους, κάνει ντου ο παπάς. Ήκλεισε αυτός τα μάθια, μα δεν ήλεγε να κλείσει το στόμα.
  -Ίντα θες εδά άντρα μου και δεν κλείνεις την παντέρμη σου μπούκα; ρωτά η κερά.
  -Μεζέ μωρή δεν έχει; Κάνει ο ’τοιμοθάνατος.
  -Ήμαρτό Σε Θέ μου! σταυροκοπήθηκε ο παπάς».
  Και θυμήθηκα μια άλλη ιστορία που την έγραψα στο blog μου στις 11 του Δεκέμβρη του 2010, πριν δυο χρόνια δηλαδή, βάζοντας ως τίτλο «Σαν ανέκδοτο». Την αντιγράφω από εκεί.
  «Το Σαν ανέκδοτο ήταν στο μέσο της αφήγησης, αλλά θα το βάλουμε στο τέλος για να λειτουργήσει καθαρτικά, όπως καθαρτικά λειτουργούσε και το σατυρικό δράμα σε κάθε παράσταση αρχαίας τραγωδίας μετά το τέλος της τριλογίας. Είμαστε σε μια εκδήλωση Χαράς και Διασκέδασης που διοργάνωσε ο καινουριοεκλεγμένος δήμαρχος Νέου Ηρακλείου Παντελής Βλασσόπουλος μαζί με τον συμπράξαντα μαζί του Γιώργο Βλαντή. (Στην επιστροφή χαρήκαμε: επί τέλους χιόνι!!!). Στην παρέα ο Γιάννης ο Δασκαλάκης, ο Μανόλης ο Πρατικάκης και εγώ. Ο Μανόλης ο Πρατικάκης βλέπει μια παλιά γνωστή του, χαιρετιούνται, και όταν αυτή απομακρύνεται μας λέει. –Αυτή ήταν χοντρή, και μόλις πέθανε ο άντρας της αδυνάτισε, θα πρέπει να έχασε πάνω από είκοσι κιλά. Ακολουθεί το Σαν ανέκδοτο που το είπε ο Γιάννης ο Δασκαλάκης, και στη συνέχεια, ο Μανόλης, ως ψυχίατρος και όχι ως ποιητής, μας αφηγείται μια κλινική περίπτωση, μια γυναίκα που έπασχε από έντονους φόβους ότι θα πέθαινε ο άντρας της. Ο Μανόλης κατάλαβε ότι αυτό ήταν ασυνείδητη επιθυμία να πεθάνει και της το είπε. Αυτή του έβαλε τις φωνές και έφυγε. Μετά από κανένα εξάμηνο, αφού κλωθογύρισε καλά στο νου της τα λόγια του, ήλθε και του είπε ότι πράγματι είχε δίκιο, ότι ήθελε το θάνατο του άντρα της γιατί την καταπίεζε με το σόι του. Ο Μανόλης τότε μας είπε ότι ήταν τυχερή για δυο λόγους, πρώτον γιατί ο άντρας της δεν πέθανε στο ενδιάμεσο και δεύτερο γιατί συνειδητοποίησε τους πραγματικούς λόγους του φόβου της. Αν ο άντρας της είχε πεθάνει και αυτή δεν είχε κάνει αυτή τη συνειδητοποίηση θα έπασχε για όλη της τη ζωή από περιπεπλεγμένο πένθος, γιατί η ασυνείδητη ενοχή τού ότι ήθελε το θάνατό του και ότι ίσως γι’ αυτό πέθανε, δεν θα την άφηνε να δώσει τέλος σ’ αυτό το πένθος.
Και τώρα το Σαν ανέκδοτο.
  Μια γυναίκα ανεβαίνει στο λεωφορείο από τους Μύθους για την Ιεράπετρα. Σε μια στάση ενδιάμεσα ανεβαίνει μια γνωστή της και εκείνη τη ρωτάει:
–Ήντα κάνει ορή ο άντρας σου.
–Ήντα να κάνει! Εκειά κείτεται όλη μέρα στο κρεβάτι και χάσκει, και ούτε ο διάολος τονε παίρνει ούτε καλά γίνεται.
  Αυτά, για να μην τρέφουν οι παντρεμένοι ψευδαισθήσεις. Επίσης εκείνοι που ετοιμάζονται να πάρουν αλλοδαπές νύφες-νοσοκόμες.
  Υπάρχει μια λαϊκή ρήση που λέει «Οι παντρεμένοι ζουν σαν σκύλοι και πεθαίνουν σαν άνθρωποι, ενώ οι ανύπαντροι ζουν σαν άνθρωποι και πεθαίνουν σαν σκύλοι». Κατά πόσο ο πραγματικός εκείνος άνθρωπος που αναφέρεται στον πραγματικό εκείνο διάλογο των πραγματικών εκείνων γυναικών πέθανε σαν άνθρωπος είναι πολύ αμφισβητήσιμο».