Book review, movie criticism

Friday, February 20, 2015

Διάλογος από ταινία του Woody Allen



Βλέπω την ταινία του Woody Allen «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» και σταματάω για να αντιγράψω τον παρακάτω διάλογο ανάμεσα στον Gil, τον ήρωα της ταινίας, και στον Hemingway. Ο Gil ζητάει από τον Hemingway μια πολύ μεγάλη χάρη, να διαβάσει το μυθιστόρημά του και να του πει τη γνώμη του. Ο Hemingway απαντάει
-Η γνώμη μου είναι ότι το μισώ.
-Μα δεν το διαβάσατε ακόμη.
-Αν είναι κακό θα το μισήσω γιατί μισώ την κακή γραφή. Αν είναι καλό θα το ζηλέψω και θα το μισήσω πιο πολύ. Μη ζητάς τη γνώμη άλλου συγγραφέα… οι συγγραφείς είναι ανταγωνιστικοί.
Όταν έγραψα το βιβλίο μου «Το μυστικό των εξωγήινων» το καλοκαίρι του 1990 το έδωσα σε πέντε φίλους να το διαβάσουν. Οι τρεις ήσαν συγγραφείς (δεν θα αναφέρω τα ονόματά τους). Δεν τους άρεσε. Οι δυο δεν ήσαν. Τους άρεσε. 14 χρόνια αργότερα αναρτήθηκε στο forum του Λέξημα. Στη διάρκεια μιας αναβάθμισης έμειναν για λίγο ανοικτά τα σχόλια. Μια αναγνώστρια μου σύστησε να βρω ατζέντη και να το μεταφράσω στα αγγλικά. Προφανώς της άρεσε.
Τώρα που έχει εκδοθεί έχω ακούσει θετικά σχόλια από κάποιους φίλους. Αρνητικά όχι, φαντάζομαι για ευνόητους λόγους. Το σίγουρο είναι ότι πολλοί πωλητές σε βιβλιοπωλεία αρνούνται να το δεχτούν, όπως μου λέει ο εκδότης μου. Ποιος αγοράζει σήμερα επιστημονική φαντασία; Ακόμη και η Πολιτεία το δέχτηκε μόνο αφού τους είπε ότι είναι του ίδιου συγγραφέα που έχει γράψει το «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας».
Ναι, μου αρέσει πολύ η ιδέα ότι οι τρεις αυτοί συγγραφείς ζήλεψαν. Κρίμα να μην είχε γυρίσει τότε την ταινία του ο Γούντι Άλεν, θα είχα ανακουφιστεί. Όμως μπορεί όντως να μην τους άρεσε γιατί δεν είναι καλό. Εσείς τι λέτε;
(A little promotion δε βλάφτει).

Ο Άδης



Μου έχει κολλήσει στο μυαλό, δυο μέρες τώρα, το τραγούδι του συγχωρεμένου του Λεωνίδα Κλάδου, «Αν έχει ο Άδης ομορφιές».

Αν έχει ο Άδης ομορφιές κι αγάπες για να κάνω
Δεν μ’ ένοιαζε λόγω τιμής και τώρα να πεθάνω

Ούτε κι εμένα, σκέφτομαι, έχει δεν έχει ομορφιές κι αγάπες, μόνο να είναι μια κι όξω, όπως με τον συγχωρεμένο το Γιάννη το Σιδερή.
Μα πάλι σκέφτομαι το γιο μου.
Πολύ θα ήθελα αυτό το τραγούδι να το βγάλω στη λύρα. Όμως η λύρα, όπως έγραψα σε μια προηγούμενη ανάρτησή μου, είναι η τέταρτη επιλογή, μετά το διάβασμα, το γράψιμο και τις ταινίες· για να μην πω πέμπτη, μετά και το περπάτημα που μου έχει επιβάλει ο γιατρός. Ίσως το καλοκαίρι στην Κρήτη, όπως έκανα με τον «Πευκιανό».
Ο Ορφέας πήγε στον Άδη για να βρει την αγαπημένη του Ευρυδίκη. Και ο προ κρητοαναγεννησιακός ποιητής Ιωάννης Πικατόρος γράφει «Ρίμα παρηγορητική εις τον πικρόν και ακόρεστον Άδην»· ο οποίος Άδης βρίσκεται κάτω από τη γη, γι’ αυτό λέγεται και  Κάτω κόσμος.
Λέγεται και Άλλος κόσμος και είναι αδιαφοροποίητος. Όχι παράδεισος στον ουρανό και κόλαση κάτω από τη γη.
Παράδεισος, που ακόμη δεν έχω καλοκαταλάβει την ευτυχία που μας περιμένει σ’ αυτόν. Μάλλον είναι η απουσία των βασανιστηρίων της κόλασης. Για τον μουσουλμανικό παράδεισο ξέρω: είναι οι 72 παρθένες.
Εδώ που τα λέμε, πολύ λίγες για μια αιωνιότητα.
Όχι όμως για μια μέρα.
(20-2-2015)

Wednesday, February 18, 2015

Δημήτρης Γκουζιώτης, Κάποια ντοκιμαντέρ του



Δημήτρης Γκουζιώτης, Κάποια ντοκιμαντέρ του

Τον Δημήτρη Γκουζιώτη τον γνωρίσαμε ως συγγραφέα, συγγραφέα του βιβλίου «Το ντοκιμαντέρ». Τώρα τον γνωρίσαμε και από τα ντοκιμαντέρ του. Kατεβάσαμε από το vimeo με το Youtube downloader εννέα ντοκιμαντέρ του, και είδαμε πριν τρεις μέρες από το κανάλι της βουλής την «Βρετανική πολιτική στην Ελλάδα» στην εκπομπή «Πρωτοσέλιδα της ιστορίας», ενώ από το ίδιο κανάλι, λόγω της συγκέντρωσης υποστήριξης στην πολιτική της κυβέρνησης αναβλήθηκε η προβολή ενός ντοκιμαντέρ του για τους αγγειοπλάστες της Αίγινας.
Το πρώτο ντοκιμαντέρ που είδαμε με τίτλο «Ενδοχώρα» μας έδωσε και το στίγμα της ποιητικής του: εικόνες από την Ελλάδα, σε μια ποιητική σύνθεση με υπόκρουση κλασικής μουσικής. Οι «Λεπτομέρειες» που είδαμε μετά, αν δεν προηγήθηκαν, αποτελούν τη συνέχειά του.
Αλλά και εκεί που το ντοκιμαντέρ είναι πληροφοριακό, ο Γκουζιώτης με μια εικαστική ευαισθησία τραβάει σκηνές σπάνιας ομορφιάς, επενδύοντας σε πάρα πολλά μέρη το τελικό προϊόν με κλασική μουσική.
Αναγνώρισα αγαπημένους μου συνθέτες και αγαπημένα μου κομμάτια, όπως π.χ. η πέμπτη συμφωνία του Σοστάκοβιτς. Και αναρωτήθηκα γιατί δεν χρησιμοποιούν οι σκηνοθέτες κλασική μουσική στη μουσική επένδυση των ταινιών τους, θα ήταν πολύ καλύτερες.
Και μια σύμπτωση: Αφού είδα και το τελευταίο ντοκιμαντέρ του Γκουζιώτη έβαλα να (ξανα)δω το Scoop του Γούντι Άλλεν. Στη μουσική επένδυση της ταινίας χρησιμοποίησε το «Χορό των μικρών κύκνων» του Τσαϊκόφσκι.
Η «Ενδοχώρα» μου θύμισε κάτι δικό μου. Σε ένα «Κέντρο Ζωής και πολιτισμού» μετά τη μεταπολίτευση έφτιαξα μια εκδήλωση όπου με μουσική υπόκρουση την έβδομη συμφωνία του Σοστάκοβιτς παρουσίαζα slides από τη σοβιετική αντίσταση στους Ναζί, που ήταν και το θέμα της συμφωνίας, της «Συμφωνίας του Λένινγκραντ», όπως επονομάστηκε.
Πολύ χαριτωμένο το ντοκιμαντέρ «Παραδοσιακά ελληνικά παιχνίδια», που μου θύμισε τα παιδικά μου χρόνια. Χωρίς αφήγηση, μόνο με εικόνα, αποτελεί μια ποιητική σύνθεση όπου ο Γκουζιώτης χρησιμοποιεί, εκτός από εικόνες παιδιών που παίζουν, και εικόνες από βιβλία.
Κατέγραψα κι εγώ σε μια αυτοβιογραφία που έγραψα στα είκοσί μου χρόνια τα παιχνίδια που παίζαμε παιδιά στο χωριό μου, το Κάτω Χωριό Ιεράπετρας. Συμπλήρωσα πριν λίγα χρόνια από μνήμης αλλά και με τη βοήθεια φίλων κάποια ακόμη παιχνίδια, καθώς και λεπτομέρειες που δεν θυμόμουν, και το σχετικό κείμενο το ανάρτησα στο blog μου.
Το «Ένα αρχιτεκτονικό φαντασιακό σκετς» μας δίνει εικόνες από αρχαιολογικούς χώρους, ενώ η «Αιανή, ιππική πορεία μέσα στο χρόνο» μας μεταφέρει σε μια μακεδονική πόλη στα χρόνια της αρχαϊκής, της κλασικής και της ελληνιστικής αρχαιότητας. Η «Κοζάνη» πάλι με γέμισε με άλλες αναμνήσεις, καθώς εκεί πέρασα επτά μήνες από τη στρατιωτική μου θητεία ως έφεδρος αξιωματικός, αμέσως μετά τη σχολή. Άκουσα και το ριζίτικο, τραγουδισμένο από ένα κοριτσάκι a capella, «Για δες περβόλιν όμορφο». Η «Παναγία της Τήνου» μου θύμισε επίσης την επίσκεψή μου στο νησί, πριν δέκα τόσα χρόνια. Τέλος στο «Σκαρίμπα» ο Γκουζιώτης δίνει το λόγο εξολοκλήρου στον μεγάλο λογοτέχνη, με αποσπάσματα από έργα του, κυρίως από το «Σόλο του Φίγκαρο».
Η «Έξοδος» δεν είναι ντοκιμαντέρ, είναι μια ταινία μικρού μήκους, η «διπλωματική» του με την οποία αποφοίτησε από τη σχολή «Σταυράκου». Εδώ, αντί για την λυρική ποιητική των ντοκιμαντέρ του βλέπουμε την γρήγορη κίνηση της κάμερας να δημιουργεί ψευδαισθησιακά από το «συγκεκριμένο» του εξωτερικού χώρου μια αίσθηση αφηρημένης, όμως κινούμενης, ζωγραφικής.
Εξαιρετικός ο Γκουζιώτης, σας συνιστώ να τα δείτε αυτά τα ντοκιμαντέρ.

Monday, February 16, 2015

Abdolreza Kahani, Over there



Abdolreza Kahani, Over there (Aan ja, 2008)

  Το έργο ήταν έκπληξη για μένα. Ήμουν συνηθισμένος να βλέπω το πόσο η γυναίκα υποφέρει στην ισλαμική δημοκρατία του Ιράν κάτω από τους νόμους της σαρίας, και τώρα βλέπω ότι και ο άνδρας μπορεί να υποφέρει σε μια τέτοια κοινωνία. Όχι τόσο από τους νόμους όσο από την νοοτροπία και τον πουριτανισμό της κοινωνίας.
Ο άντρας έχει χωρίσει από τη γυναίκα του. Δεν ανεχόταν να τον βλέπει να παραδίδει μαθήματα πιάνου σε κοπέλες, ζηλεύει. Αλλά και μια κουτσομπόλα της πολυκατοικίας σχολιάζει κακόβουλα τις επισκέψεις των μαθητριών του, δημιουργώντας προβλήματα στον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος που νοικιάζουν. Όμως αυτή είναι η δουλειά του, είναι μουσικός.
Αφού βρίσκεται πια σε διάσταση με τη γυναίκα του αποφασίζει να φύγει για την Αμερική. Έχει βγάλει κίτρινη κάρτα, πρέπει όμως σε 10 μέρες να έχει πάει εκεί και να πληρώσει τα χρήματα που απαιτούνται αλλιώς τη χάνει. Έχει βγάλει ήδη το εισιτήριο. Όμως δεν θα μπορέσει να φύγει αν δεν δώσει πίσω την προίκα στη γυναίκα του. Έτσι οικοδομείται το σασπένς του έργου: θα βρει τα χρήματα; Αυτή του κατάσχει δικαστικά το αυτοκίνητό του, πηγαίνει κρυφά και του αδειάζει το διαμέρισμα, όμως αυτά που παίρνει είναι μόνο ένα μέρος.
Της υπόσχεται ότι θα επιστρέψει από την Αμερική να της δώσει πίσω τα λεφτά της προίκας, όμως αυτή στην πραγματικότητα θέλει να τον εκδικηθεί εμποδίζοντάς τον να φύγει. Κάποιος που του χρωστάει χρήματα δεν μπορεί (ή απλά προφασίζεται ότι δεν μπορεί) να του τα επιστρέψει, χρήματα που θα έφταναν για την επιστροφή της προίκας. Απρόθυμα δέχεται να ακολουθήσει μια παράνομη διαδικασία, αλλά δεν έχει χρήματα να προπληρώσει ούτε γι’ αυτήν. Στο τέλος παραιτείται, αποφασίζει να μείνει και να αντιμετωπίσει το δικαστήριο, για τη μη επιστροφή της προίκας. Κάποια στιγμή μαθαίνουμε ότι η ποινή μπορεί να είναι μέχρι και δεκαπέντε χρόνια φυλακή. Μαζί με τα γράμματα τέλους ακούμε ότι επειδή σχολίασε ένα κορίτσι που ήλθε να κάνει μαθήματα πιάνου λέγοντας, τι ήρεμο κορίτσι που είναι, η οικογένεια της γυναίκας του θέλει να τον αφανίσει. Φαντάσου τι θα γινόταν αν έλεγε «τι ωραίο κορίτσι», όπως θα έλεγε κάποιος της δικής μας κουλτούρας· αυτό βέβαια στη δική μας κουλτούρα θα περνούσε περίπου απαρατήρητο από τη σύζυγο, το πολύ πολύ μια κρεβατομουρμούρα το βράδυ.
Έχουμε γράψει και για το επόμενο έργο του Kahani, το Twenty, όπου και εκεί βλέπουμε το σασπένς πάνω στο χρονικό όριο: ο ιδιοκτήτης έχει αποφασίσει να κλείσει το εστιατόριό του σε 20 μέρες. Θα το κλείσει; Τι θα γίνουν τελικά οι υπάλληλοί του; Επειδή για ένα ανεξήγητο λόγο σε μένα τα μικρά γράμματα στο blog μου γίνανε κεφαλαία, και όσες προσπάθειες κι αν κάνω δεν λένε να αλλάξουν, παραπέμπω στην ιστοσελίδα μου όπου κάνω συνολικές αναρτήσεις, βάζοντας τα έργα κατά χρονολογική σειρά.

Sunday, February 15, 2015

Marjane Satrapi, The voices



Marjane Satrapi, The voices (2014)

Έχουμε ήδη γράψει για την Μαριάν Σατραπί, για την αυτοβιογραφική κινούμενων σχεδίων ταινία της «Περσέπολις» και για την «Poulet aux prunes». Σειρά έχουν οι «Φωνές».
Πριν μιλήσω για την ταινία θα ήθελα να μιλήσω για το τελευταίο μου βιβλίο, «Το μυστικό των εξωγήινων». Το έγραψα το 1990, μου το αρνήθηκαν τότε τρεις εκδότες, το άφησα στο συρτάρι, μετά από 15 περίπου χρόνια το αρνήθηκαν άλλοι τρεις, και τελευταίος, πριν δυο χρόνια, ο εκδότης μου ο Αλέξανδρος Δεσύλλας (εκδόσεις ΑΛΔΕ). Αποφάσισα να το εκδώσω μόνος μου, σε επιτραπέζια έκδοση με ελάχιστα αντίτυπα, και να μοιράσω το ηλεκτρονικό κείμενο στους φίλους μου και να το αναρτήσω στο scribd). Την τελευταία στιγμή, μετά από πρόταση του Αλέξανδρου να γράψω ένα βιβλίο για τις τόσες (50, 60, 100) καλύτερες ταινίες (είχε δει αναρτήσεις μου για ταινίες στο blog μου), του πρότεινα να εκδώσει το «Μυστικό των εξωγήινων» συμμετέχοντας στα έξοδα της έκδοσης, αφού ένα μέρος των χρημάτων που θα έδινα θα το εισέπραττα από τον ΟΣΔΕΛ, αλλά έχοντας την κυριότητα του pdf, δηλαδή του ηλεκτρονικού κειμένου, και να το διαθέτω όπως θέλω.
Όπερ και εγένετο.
Ήξερα πως είχε δίκιο ο Αλέξανδρος που το αρνήθηκε τότε, ποιος αγοράζει σήμερα επιστημονική φαντασία; Και αυτό επιβεβαιώθηκε. Πρώτα το αρνήθηκε το βιβλιοπωλείο «Πολιτεία». –Μα είναι αυτός που έγραψε το βιβλίο «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας», τους λέει. –Α, τότε φέρε μας. Όπως μου είπε, η «Πολιτεία» του παραγγέλνει κάθε μήνα ένα δυο αντίτυπα.
Δεν υπήρξε όμως το ίδιο τυχερός με αρκετά άλλα βιβλιοπωλεία, που οι πωλητές το αρνήθηκαν με σθεναρότητα, μη θέλοντας να χάσουν τη δουλειά τους. Βέβαια το βιβλίο δεν είναι μόνο επιστημονική φαντασία, η επιστημονική φαντασία μου πρόσφερε το στόρι για να πω άλλα πράγματα, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.  
Γιατί όλη αυτή η παρέκβαση;
Καλά καταλάβατε, για να το διαφημίσω.
  Η ταινία της Σατραπί μου έδωσε την ευκαιρία.
  Όπως ο περισσότερος κόσμος δεν διαβάζει επιστημονική φαντασία, το ίδιο και εγώ δεν βλέπω θρίλερ. Δεν πα να είναι Χίτσκοκ, το είδος δεν μου αρέσει καθόλου.
  Ο πωλητής της «Πολιτείας» δέχτηκε το βιβλίο μου, με το σκεπτικό ότι κάποιος που διάβασε το «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας» μπορεί να το αγοράσει από περιέργεια. Το ίδιο και εγώ, θα δω θρίλερ μόνο και μόνο επειδή κάποιους σκηνοθέτες τους βλέπω πακέτο, θέλοντας να αποκτήσω μια συνολική εικόνα για το έργο τους. Όλους τους ιρανούς ανεξαίρετα, αλλά και κάποιους άλλους. Τελευταία είδα το remake του «Ψυχώ» του Χίτσκοκ από τον Gus van Sant, μη θέλοντας η συνολική παρουσίαση του έργου του να κάνει κοιλιά με μια έλλειψη.
  Αλλά να πούμε δυο λόγια για την υπόθεση.
  Ένας ψυχωσικός σκοτώνει διαδοχικά τρεις γυναίκες. Δεν είναι ακριβώς σήριαλ κίλερ. Την πρώτη, με την οποία ήταν ερωτευμένος, τη σκότωσε από καθαρή σύμπτωση ενώ οι άλλες τυχαία βρέθηκαν στο δρόμο του και δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, καθώς είχαν αποκαλύψει τον προηγούμενο φόνο. Η μόνη που τη γλίτωσε πριν βρει και ο ίδιος το θάνατο ήταν η ψυχοθεραπεύτριά του, που μάταια προσπαθούσε να τον πείσει να παίρνει τα χάπια του. (Παρεμπιπτόντως το «Γάλα» (2011) του Γιώργου Σούγια που είδα πρόσφατα με ήρωα έναν ψυχωσικό πολύ μου άρεσε. Είναι μια πολύ συγκινητική ταινία, και το παίξιμο των πρωταγωνιστών εξαιρετικό).
  Το «Κοτόπουλο με δαμάσκηνα» γράψαμε ότι είναι μια τραγικωμεντί. Δεν υπάρχει είδος θριλεκομεντί, όμως το χιούμορ είναι διάσπαρτο σε όλο το έργο. Το χιούμορ αυτό το πετυχαίνει η Σατραπί με την εισαγωγή του φανταστικού: ο ήρωάς μας ακούει φωνές. Όμως τις φωνές αυτές, φωνές που ακούν καμιά φορά οι ψυχωσικοί, τις βάζει στο στόμα του γάτου και του σκύλου του, αλλά και στα κομμένα κεφάλια των γυναικών που διατηρεί στο ψυγείο του, τα οποία του μιλούν εντελώς φιλικά.
  Το έργο αυτό μου θύμισε την πρώτη ταινία του γιουγκοσλάβου Srđan Dragojević, «Δεν είμαστε άγγελοι», που κι αυτόν τον παρουσιάσαμε πακέτο. Εισάγει και αυτός το φανταστικό, με τον άγγελο και το διάβολο να προσπαθούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των ηρώων. Εδώ το ρόλο του διαβόλου τον παίζει η γάτα και το ρόλο του αγγέλου ο σκύλος. Αντίθετα από την ταινία του Dragojević, εδώ κερδίζει η γάτα.
  Τόσο το φανταστικό όσο και το χιούμορ λειτουργούν αποστασιοποιητικά, αμβλύνοντας την ένταση που δημιουργεί στο θεατή αυτό το θρίλερ, όπως και κάθε θρίλερ. Μια σκηνή μιούζικαλ στο τέλος της ταινίας όπου τα θύματα υποδέχονται τον θύτη φιλικά στον άλλο κόσμο λειτουργεί όπως το σατιρικό δράμα στις παραστάσεις της αρχαίας τραγωδίας, αποφορτίζοντας «καθαρτικά» τον θεατή.