Book review, movie criticism

Monday, December 19, 2016

Roberto Rosselini, Τριλογία πολέμου



Roberto Rosselini, Τριλογία πολέμου

  Είναι η πρώτη ταινία της τριλογίας και αναφέρεται στη ζωή στη Ρώμη κάτω από την γερμανική κατοχή, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και τη συμπαράταξή της στο πλευρό των συμμάχων. Κυρίως όμως αναφέρεται στην αντίσταση. Με χιούμορ κατά διαστήματα, στο τέλος η ταινία μαυρίζει, δείχνοντας τα βασανιστήρια ενός αρχηγού της αντίστασης που δεν λυγίζει αλλά πεθαίνει, και την εκτέλεση του παπά, κατά την οποία όμως οι στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος δεν τον πυροβολούν αλλά πυροβολούν στον αέρα. Τον πυροβολεί με περίστροφο ο αξιωματικός όταν διαπιστώνει τι έγινε.

Paisa (1946)
  Η ταινία είναι σπονδυλωτή και παρουσιάζει έξι επεισόδια κατά την απελευθέρωση της Ιταλίας από τους συμμάχους, ανεβαίνοντας διαδοχικά από τη Σικελία στη Νάπολη, μετά στη Ρώμη, έπειτα στην Φλωρεντία, και τέλος βορειότερα, σε ένα μοναστήρι και στον Πάδο. Στο πρώτο επεισόδιο ο αμερικάνος σκοτώνεται μέσα στον πύργο, προφανώς πυροβολημένος από τους γερμανούς που διέκριναν τη λάμψη του σπίρτου (μας δείχνεται αργότερα νεκρός). Η κοπέλα που τον συνοδεύει, όταν εμφανίζονται οι γερμανοί στρατιώτες παίρνει το όπλο του. Στο τέλος οι αμερικανοί στρατιώτες που επιστρέφουν στον πύργο ακούγοντας πυροβολισμούς βλέπουν το πτώμα της πάνω στα βράχια. Προφανώς την έριξαν οι γερμανοί όταν τους πυροβόλησε. Οι γερμανοί όμως είχαν στο μεταξύ αποχωρήσει. Το επεισόδιο αυτό είναι με πολλά αφηγηματικά κενά.
  Στο δεύτερο επεισόδιο τα κεντρικά πρόσωπα είναι ένας αμερικανός λοχίας και ένας πιτσιρικάς που του έκλεψε τις μπότες. Όταν όμως βλέπει την εξαθλίωση που δέρνει την οικογένειά του και τους γύρω, του τις αφήνει.
  Στο τρίτο υπήρξε ένα πρόβλημα στην πρόσληψη. Την ταινία την προσέλαβα ως ρομάντζο. Η πουτάνα οδηγεί στο σπίτι μιας γυναίκας που της προσφέρει δωμάτιο έναντι αμοιβής τον αμερικανό στρατιώτη. Είναι ολομέθυστος. Της λέει για μια Φραντζέσκα που γνώρισε, αλλά έπρεπε να φύγει για το μέτωπο. Όταν γύρισε, δεν μπορούσε να θυμηθεί πού την είχε συναντήσει (θυμήθηκα μια παρόμοια κινέζικη ταινία, τη «Spicy love soup» του Zhang Yang). Μάθαινε και ιταλικά για να της μιλήσει. Της περιγράφει πώς ήταν η αυλή, η πλατεία. Αυτή του λέει ότι ξέρει πού μένει. Προηγουμένως είχε πει το όνομά της. Τη λένε και αυτή Φραντζέσκα. Φεύγει. -Γιατί φεύγεις; τη ρωτάει. -Αύριο να πας να βρεις τη Φραντζέσκα σου. Φεύγοντας δίνει ένα χαρτάκι με τη διεύθυνση στην γυναίκα του σπιτιού με την παράκληση να του το δώσει. Αυτός, δίπλα σε έναν άλλο στρατιώτη, το βγάζει και το πετάει. Γιατί;
  Η ρομαντική πρόσληψη η δική μου (κουβεντιάζαμε για το θέμα μέχρι τις 12 στο «Σχολείο του σινεμά) ήταν ότι νόμισε πως ήταν η διεύθυνση της πουτάνας με την οποία είχε βρεθεί το προηγούμενο(;) βράδυ. Τι κρίμα, σκέφτηκα. Αν δεν ήταν ολομέθυστος θα θυμόταν ότι ήταν η διεύθυνση της Φραντζέσκας, του κοριτσιού που έψαχνε. Καθώς ξανασκέφτηκα το επεισόδιο το πρωί όταν ξύπνησα σκέφτηκα ότι υπήρχε και η ρεαλιστική πρόσληψη, που μάλλον επιβεβαιώνεται ξαναβλέποντας μέρος από το επεισόδιο, όπου είδα ότι λέει περίπου: όλα τα κορίτσια ήταν τότε χαρούμενα (όταν απελευθέρωσαν την πόλη), τώρα έχουν γίνει όλες πουτάνες. Μπορεί τελικά να μην του πέρασε από το μυαλό ότι ήταν η διεύθυνση της πουτάνας αλλά της Φραντζέσκας του. Και, όπως είχε πει, πιθανότατα και αυτή να είχε γίνει πουτάνα. Αρχικά υπέθεσα ότι αναγνώρισε την πουτάνα αυτή σαν την Φραντζέσκα του, αλλά ήταν πολύ μεθυσμένος για να της το πει. Τελικά βλέπω στην βικιπαίδεια ότι αυτός που έγραψε το λήμμα είχε τη δική μου πρόσληψη, την αρχική: ο λοχίας υπέθεσε ότι η διεύθυνση ήταν ενός μπουρδέλου.
  Τρεις διαφορετικές προσλήψεις λοιπόν: Αναγνώρισε στην Φραντζέσκα τη δική του Φραντζέσκα, αλλά ολομέθυστος καθώς ήταν δεν αντέδρασε. Δεν αναγνώρισε τη Φραντζέσκα, αλλά σκέφτηκε ότι η Φραντζέσκα του, τη διεύθυνση της οποίας του είχε αφήσει η άλλη Φραντζέσκα, είχε γίνει και αυτή πουτάνα. Και η τρίτη πρόσληψη είναι ότι θεώρησε τη διεύθυνση σαν την διεύθυνση εκείνης της πουτάνας με την οποία είχε βρεθεί, ή του μπουρδέλου όπου δούλευε.
  Το τέταρτο επεισόδιο αναφέρεται σε έναν άντρα και μια γυναίκα που θέλουν να περάσουν στο απέναντι μέρος από τη Φλωρεντία, που το κρατάνε ακόμη οι γερμανοί. Περιπετειώδες, με σασπένς, και βέβαια νεκρούς.
  Το πέμπτο είναι μια σάτιρα της ιταλικής καθολικής εκκλησίας. Από τους τρεις αμερικανούς ιερωμένους ο ένας είναι καθολικός, ο άλλος προτεστάντης και ο τρίτος εβραίος. Η γούμενος του μοναστηριού που τους φιλοξενεί ρωτάει τον καθολικό αν προσπάθησε να τους προσελκύσει στον καθολικισμό. Αυτός εκπλήσσεται, είναι εξαιρετικοί ιερωμένοι, λέει. Οι καλόγεροι που τους προσφέρουν δείπνο δεν θα φάνε. Θα νηστέψουν, σαν έκκληση προς τον Κύριο να επαναφέρει τους δυο άλλους ιερωμένους στην αληθινή πίστη.
  Το έκτο αναφέρεται σε ένα επεισόδιο με τους παρτιζάνους. Αποκομμένοι από τις αμερικανικές δυνάμεις, με δυο άγγλους μαζί τους που έπεσαν με το αεροπλάνο τους, χωρίς πολεμοφόδια, πέφτουν στα χέρια των γερμανών. Αυτοί τους βάζουν σε μια βάρκα, τους δένουν τα χέρια πίσω και τους ρίχνουν στη θάλασσα. Οι δυο άγγλοι που διαμαρτύρονται αγανακτισμένοι πυροβολούνται.  

  Στη «Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη» ο Ροσελίνι μας έδειξε τη Ρώμη κάτω από τη γερμανική κατοχή. Στη «Γερμανία, ώρα μηδέν» μας δείχνει το Βερολίνο κάτω από την κατοχή των συμμάχων. Εδώ όμως δεν έχουμε τα φρικιαστικά που είδαμε στη «Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη. Απλά ο αδελφός φοβάται να δηλωθεί, μια και ήταν στρατιώτης, και μάλιστα πολέμησε ως την τελευταία στιγμή στη γωνία του δρόμου που μένουν. Το αποτέλεσμα είναι να χάσουν ένα δελτίο συσσιτίου. Με τρία δελτία, της αδελφής, του μικρού αδελφού του και του γέρου άρρωστου πατέρα τους έπρεπε να ζουν και οι τέσσερις. Και μένουν όλοι τους, μαζί με πέντε άλλες οικογένειες, στο ίδιο κτήριο, του ίδιου ιδιοκτήτη, μια και τα περισσότερα σπίτια στο Βερολίνο είχαν καταστεί ακατοίκητα από τους βομβαρδισμούς και οι ιδιοκτήτες που τα σπίτια τους είχαν μείνει ανέπαφα έπρεπε να φιλοξενούν άστεγες οικογένειες.
  Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας δείχνει την εξαθλίωση στην οποία ζούσαν τότε οι κάτοικοι του Βερολίνου. Οι πλούσιοι μπορούσαν να αγοράζουν από τη μαύρη αγορά. Όπως και οι δικοί μας στην κατοχή πουλούσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να αγοράσουν κάτι να φάνε. Ο μικρός γιος, που πάνω σ’ αυτόν εστιάζει η αφήγηση, αφού δεν καταφέρνει να βρει δουλειά (πρέπει να είναι πάνω από δεκαπέντε χρονών και αυτός είναι μόνο δώδεκα) μπλέκει με παρέες, κλέβουν, είναι και αυτός ένας τρόπος για να επιβιώσουν. Ο δάσκαλός του τον χρησιμοποιεί για βαποράκι. Όχι όμως για να πουλάει ναρκωτικά αλλά αντικείμενα που ήταν απαγορευμένα, όπως ένας δίσκος με κάποιο λόγο του Χίτλερ. Ναζί ο δάσκαλος, κάνει κήρυγμα στον μικρό για την επιβίωση του ισχυρότερου. Οι αδύναμοι πρέπει να εκλείψουν.
  Ποιος είναι ο αδύναμος στην οικογένειά τους που τρώει τζάμπα ψωμί χωρίς να μπορεί να προσφέρει τίποτα; Ο πατέρας του. Όταν νοσηλεύεται στο νοσοκομείο για πέντε μέρες, ο μικρός κλέβει ένα από τα φάρμακα που του δίνουν. Φανταζόμαστε ότι αυτό είναι πυρηνικό γεγονός, κάτι θα συμβεί. Και αυτό το κάτι το μαθαίνουμε πολύ αργότερα. Όταν πεθαίνει ο πατέρας, το θεωρούμε φυσιολογικό. Όμως ο μικρός κάποια στιγμή θα ομολογήσει στον δάσκαλο ότι αυτός τον σκότωσε, σύμφωνα με αυτά που του είχε διδάξει τις προάλλες (θυμήθηκα τον Σμερντιακόφ στους «Αδελφούς Καραμάζωφ», που σκότωσε τον γέρο Καραμάζωφ ακολουθώντας τις ιδέες του Ιβάν, και κυρίως την αρχή «Αν δεν υπάρχει θεός, όλα επιτρέπονται). Ο δάσκαλος του βάζει τις φωνές, τον διώχνει. Ο μικρός συνειδητοποιεί ότι έκανε κάτι ανεπανόρθωτα κακό. Η κάμερα τον παρακολουθεί καθώς περιφέρεται στις σκάλες και στην ταράτσα ενός ερειπωμένου κτιρίου, για αρκετή ώρα. Αυτό που υποψιαζόμαστε θα συμβεί. Όπως και ο νεαρός στο «Go, go, second time virgin» του Koji Wakamatsou για το οποίο αναρτήσαμε πρόσφατα, θα αυτοκτονήσει πέφτοντας από την ταράτσα.
 

Friday, December 16, 2016

Jean Renoir, La grande illusion



Jean Renoir, La grande illusion (1937)

  Μετά τον «Κανόνα του παιχνιδιού» είδαμε καπάκι τη «Μεγάλη χίμαιρα».
  Το μοτίβο της ταινίας, τη δραπέτευση φυλακισμένων, ακόμα και πιο ειδικά, τη δραπέτευση αιχμαλώτων πολέμου, την έχουν πραγματευθεί διάφοροι σκηνοθέτες, αν και αυτή τη στιγμή δεν μου έρχεται καμιά ταινία στο μυαλό. Όμως η ταινία του Ζαν Ρενουάρ είναι μοναδική στο είδος της.
  Το σασπένς είναι εγγενές στο θέμα: θα τα καταφέρουν οι αιχμάλωτοι τελικά να δραπετεύσουν; Όμως ο Ρενουάρ το ξεπερνά.
  Δεν ξέρω αν έχει πραγματευθεί άλλος σκηνοθέτης τις εμβληματικές λέξεις της Γαλλικής Επανάστασης, Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης, με πιο επιτυχημένο τρόπο από τον Ρενουάρ. Η ελευθερία είναι δεδομένη στο στόρι, σαν δραπέτευση από το στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, ένα στρατόπεδο για αξιωματικούς, όμως όχι η Ισότης και η Αδελφότης.
  Ας ξεκινήσουμε από την ισότητα. Θα παραθέσουμε έναν διάλογο ανάμεσα στον ένα από τους τρεις αιχμαλώτους που μοιράζονται το ίδιο δωμάτιο, τον αριστοκράτη Μπουαλντιέ (οι άλλοι δυο είναι ο Μαρεσάλ, ταπεινής καταγωγής, και ο Ρόζενταλ, πάμπλουτος εβραίος) με τον γερμανό διοικητή του στρατοπέδου Ραουφενστάιν, τραυματία πολέμου που του ανέθεσαν την διοίκηση του στρατοπέδου μια και δεν ήταν πια μάχιμος.
  Μπουαλντιέ: Μπορώ να σας κάνω μια ερώτηση;
  Ραουφενστάιν: Βεβαίως.
  Μπ: Γιατί κάνετε εξαίρεση με μένα, καλώντας με εδώ;
  Ρ: Διότι είστε ένας Μπουαλντιέ, αξιωματικός καριέρας του γαλλικού στρατού, και εγώ είμαι ένας Ραουφενστάιν, αξιωματικός καριέρας του γερμανικού αυτοκρατορικού στρατού.
  Μπ: Αλλά και οι σύντροφοί μου είναι επίσης αξιωματικοί.
  Ρ: Ένας Μαρεσάλ και ένας Ρόζενταλ αξιωματικοί;
  Μπ: Είναι εξαίρετοι αξιωματικοί.
  Ρ: Χαριτωμένη κληρονομιά της γαλλικής επανάστασης.
  Μπ: Κανένας από τους δυο μας δεν μπορεί να σταματήσει τις εξελίξεις του χρόνου.
  Ρ: Μπουαλντιέ, δεν ξέρω ποιος θα κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, αλλά όποιο και να είναι το αποτέλεσμα θα σημάνει το τέλος των Ραουφενστάιν και των Μπουαλντιέ.
  Μπ: Δεν θα μας έχουν μάλλον άλλο ανάγκη.
  Ρ: Και δεν βρίσκετε ότι είναι κρίμα;
  Μπ: Ίσως.
  Ο Μαρεσάλ αντιμετωπίζει με δυσπιστία τον Μπουαλντιέ. Είναι ο αριστοκράτης. Γιατί του μιλάει στον πληθυντικό; Έτσι μιλάω στους γονείς μου και στη γυναίκα μου, απαντάει ο Μπουαλντιέ. Αυτό τον πληθυντικό στους γονείς τον μαϊμουδίζουν ακόμα κάποιοι στην Ελλάδα. Όμως ο Μπουαλντιέ θα τους βοηθήσει να δραπετεύσουν, πληρώνοντάς το με τη ζωή του. Αρνείται να τους συνοδεύσει, λέγοντας ότι μόνο δυο θα μπορούσαν να τα καταφέρουν. Ο Ραουφενστάιν θλίβεται που αναγκάστηκε να τον πυροβολήσει. Του ζητάει συγνώμη. Ο Μπουαλντιέ τον καθησυχάζει. Ήταν μεγάλη η απόσταση, ήταν φυσικό να αστοχήσει.
  Τον πέτυχε στην κοιλιά.
  Ο Ραουφενστάιν του κλείνει τα μάτια, όταν μετά από λίγο ξεψυχάει.
  Και η αδελφοσύνη;
  Ο Μαρεσάλ και ο Ρόζενταλ κρύβονται σε μια αποθήκη. Σε λίγο καταφτάνει μια γερμανίδα. Η αποθήκη είναι δική της. Ο Ρόζενταλ είναι τραυματισμένος στο πόδι. Τους προσκαλεί στο σπίτι της, να τους φροντίσει. Μένει μόνη με την κόρη της. Αργότερα θα μάθουμε ότι ο άντρας της και τα αδέλφια της είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο.
  Βοηθάνε τη γυναίκα στις δουλειές, τα Χριστούγεννα φτιάχνουν χριστουγεννιάτικο δένδρο, παίζουν με το κοριτσάκι.
  Κάποτε όμως πρέπει να φύγουν. Ένα αίσθημα έχει αρχίσει να αναπτύσσεται ανάμεσα στον Μαρεσάλ (εξαίρετος στο ρόλο του ο Ζαν Γκαμπέν) και τη γυναίκα. Της λέει ότι όταν τελειώσει ο πόλεμος, αν δεν έχει σκοτωθεί, θα γυρίσει να την πάρει μαζί του στη Γαλλία. Αγκαλιάζονται.
  Μήπως είναι μελό αυτό το μοτίβο «τα σύνορα της αγάπης»;
  Για μένα όχι, που ξέρω μια ανάλογη ιστορία. Η Καλλιόπη, η αδελφή της Μαρκησίας, της μητέρας του φίλου μου του Μιχάλη, αρρώστησε με φυματίωση την κατοχή. Την περιέθαλψε ο Αντόνιο, ο ιταλός στρατιωτικός γιατρός. Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε και την πήρε μαζί του στην Ιταλία. Έκαναν τρεις κόρες. Τις γνώρισα και τις τρεις.
  Υπάρχει και μια τελευταία, σύντομη σκηνή, που δείχνει την αδελφοσύνη.
  Μια ομάδα γερμανών στρατιωτών κάνει περιπολία. Τους βλέπουν από μακριά. Τους πυροβολούν. Δεν τους πετυχαίνουν. Ένας σηκώνει το όπλο του να ξαναπυροβολήσει. Ο διπλανός του τον σταματάει.
  -Μην πυροβολείς. Είναι στην Ελβετία (θυμήθηκα τον «Αποχαιρετισμό στα όπλα» για τον οποίο έκανα ανάρτηση πριν λίγες μέρες).
  -Τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς, απαντάει ο άλλος κατεβάζοντας το όπλο του.
  Φυσικά το ότι βρίσκονταν σε ελβετικό έδαφος δεν ήταν επαρκής λόγος για να μην πυροβολήσουν. Αλλά αφού βρίσκονταν σε ξένο έδαφος δεν ένοιωθαν υποχρεωμένοι.
  Υπερβολή;
  Δεν θα το έλεγα. Πριν λίγους μήνες διάβασα μια ιστορία ολότελα συγκινητική. Το αγγλικό βομβαρδιστικό, επιστρέφοντας από την αποστολή του, είναι σακατεμένο από τα αντιαεροπορικά πυρά. Εύκολος στόχος για το γερμανικό καταδιωκτικό. Τι κάνει όμως ο γερμανός πιλότος; Αντί να το καταρρίψει κατευθύνει τον άγγλο πιλότο να φτάσει στη Μάγχη και να επιστρέψει στην Αγγλία. Αυτός φυσικά ανέφερε το περιστατικό στους ανωτέρους του, που όμως κρατήθηκε μυστικό για να μην «κάψουν» τον γερμανό πιλότο.
  Με έξυπνους διαλόγους, γεμάτους χιούμορ, αλλά και με χιουμοριστικά επεισόδια, η ταινία είναι μια από τις καλύτερες, όχι μόνο του Ρενουάρ αλλά και του παγκόσμιου κινηματογράφου.
  Και ο τίτλος;
  Προφητικός.
  Η ελπίδα ότι θα επικρατούσε η αδελφοσύνη, ότι αυτός ο πόλεμος θα ήταν ο τελευταίος, αποδείχτηκε μια «μεγάλη χίμαιρα». Ξέσπασε δυο μόλις χρόνια μετά. Και ήταν ολότελα βάρβαρος. Δεν νομίζω οι γερμανοί να χαρίζονταν σε κάποιον που προσπάθησε να δραπετεύσει, θα τον εκτελούσαν αμέσως. Όμως οι τρεις γάλλοι αξιωματικοί είχαν επιχειρήσει τρεις τέσσερις φορές να το σκάσουν, και απλά στο τέλος τους μετέφεραν σε ένα πύργο από τον οποίο ήταν δύσκολο να το σκάσει κανείς.  
 

Thursday, December 15, 2016

Koji Wakamatsu, Go, go, second time virgin




  Η ταινία, μόλις μιας ώρας και πέντε λεπτών, ασπρόμαυρη, είναι σαν διήγημα. Ο χώρος της ιστορίας είναι μια πολυκατοικία, και ένα μεγάλο μέρος της διαδραματίζεται στην ταράτσα.
  Πριν από τα γράμματα της αρχής βλέπουμε τον βιασμό της Πόπο, από τέσσερα άτομα. Από κάπου την έχουν αρπάξει και τη μεταφέρουν στην ταράτσα ενώ αυτή αγωνίζεται να ξεφύγει. Μετά τα γράμματα της αρχής βλέπουμε έναν άλλο βιασμό της, σε μια παραλία, σε έγχρωμο αυτή τη φορά.
  Και η ταινία συνεχίζει με τον βιασμό. Ο Τσούκιο, ένας νεαρός που έτυχε να βρίσκεται στην ταράτσα, παρακολουθεί αμέτοχος.
  Ξημερώνει, η Πόπο βρίσκεται ακόμη ξαπλωμένη στην ταράτσα. Ο Τσούκιο είναι δίπλα της. Οι τέσσερις βιαστές εμφανίζονται. Την κοιτάζουν περιφρονητικά. Τους ζητάει να τη σκοτώσουν. Ένας προθυμοποιείται. Αλλά αντί να τη σκοτώσει τη βιάζει. Ο νεαρός πάλι αμέτοχος. Στη συνέχεια τους βλέπουμε να συζητούν. Μιλάνε για το τραυματικό παρελθόν τους. Η Πόπο είναι γόνος βιασμού. Τη μητέρα της τη βίασε ένας γκάγκστερ. Αυτοκτόνησε όταν αυτή ήταν μικρή. Το ίδιο και ο πατέρας της, με την γκόμενά του.
  Ο νεαρός δεν μας λέει πολλά, παρά μόνο ότι δεν αγαπάει τους γονείς του. Την κατεβάζει στο υπόγειο. Ένας σωρός βιβλία. Ίδιος τίτλος. Έμειναν απούλητα, του τα επέστρεψαν. Της διαβάζει ένα ποίημα.
  Η Πόπο κάνει μπάνιο. Του ζητάει να της κάνει έρωτα. Είναι καθαρή τώρα, του λέει. Αυτός αρνείται. Μήπως είναι ανίκανος; Δεν έχει ξανακάνει έρωτα. Αργότερα μας αποκαλύπτεται η δική του τραυματική εμπειρία, που μάλλον είναι η αιτία του φόβου του να κάνει έρωτα.
  Η Πόπο του ζητάει να τη σκοτώσει. Αυτός αρνείται. Αυτή επιμένει. Μιλάνε για αυτοκτονία. Βρέχει. Ανεβαίνουν σε ένα κτίσμα πάνω στην ταράτσα. Αρπάζονται από ένα σωλήνα. Ελπίζουν πως θα πέσει κεραυνός να τους σκοτώσει.  
    Την πηγαίνει σε ένα δωμάτιο. Σε έγχρωμο πάλι, βλέπουμε τέσσερα πτώματα, δυο ανδρών και δυο γυναικών. Τους είχε σφάξει. Γιατί; Γιατί τον είχαν στριμώξει σε ένα δικό τους όργιο, παρά της κραυγές διαμαρτυρίας του.
  Νυχτώνει. Σε ένα πεζούλι βλέπουμε επτά άτομα, τέσσερις άνδρες και τρεις γυναίκες. Οι άνδρες είναι οι βιαστές της. Οι δυο από αυτούς την ξαναβιάζουν. Όμως ο Τσούκιο αυτή τη φορά δεν μένει αμέτοχος. Σφάζει πρώτα τους δυο που ξαναβίασαν την Πόπο. Κυνηγάει και τους υπόλοιπους. Δεν θα γλιτώσει κανείς.
  Πάλι μόνοι η Πόπο και ο Τσούκιο. Του ζητάει να κάνουν έρωτα. Του λέει ότι τον αγαπάει. Αυτός δεν την πιστεύει. Του λέει -Φεύγω. Γδύνεται. Τον κοιτάζει. –Με αγάπησες; Τον ρωτάει. Και στέκεται γυμνή μπροστά στα κάγκελα της ταράτσας. Σκαρφαλώνει. Αυτός λέει –Μητέρα, φεύγω. Στο επόμενο πλάνο τους βλέπουμε ξαπλωμένους κάτω στο δρόμο, νεκρούς.
  Πιστεύω ότι οι γιαπωνέζοι έχουν αυτοκτονικά γονίδια. Έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοκτονιών στους νομπελίστες τους. Ακόμη έχουν γονίδια σκληρότητας. Ήταν πραγματικοί μακελάρηδες στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Οι γερμανοί σκότωναν εγκεφαλικά, σαν κάτι που έπρεπε να κάνουν, οι γιαπωνέζοι σκότωναν σαδιστικά.
  Τυχαία ανακάλυψε τον Koji Wakamatsu ο Γιάννης ο Καραμπίτσος που έχει το «Σχολείο του σινεμά», με τις ελεύθερες προβολές κάθε Σάββατο και Κυριακή, κατά τις 8 συνήθως. Και βέβαια τα μαθήματα, σενάριο, σκηνοθεσίας, ιστορίας του κινηματογράφου, κ.ά. Από τον Καραμπίτσο τον ανακάλυψα κι εγώ και είπα να δω μια ταινία του, να πάρω μια ιδέα. Αφού την είδα, διαβάζω στο blog του Καραμπίτσου γιατί ο Wakamatsu έγινε σκηνοθέτης, κατά δική του δήλωση. Mεταφράζω από τα αγγλικά.
  «Ο λόγος που έγινα σκηνοθέτης είναι γιατί πραγματικά ήθελα να σκοτώσω έναν αστυνομικό. Αν σκότωνα έναν πραγματικό αστυνομικό θα με έβαζαν φυλακή. Αλλά στον κόσμο του κινηματογράφου, του φανταστικού κόσμου, μπορούσα να σκοτώσω οποιονδήποτε, χωρίς να τιμωρηθώ».
  Αφοπλιστική δήλωση.
  Ο Φρόιντ έχει μιλήσει για την «εξύψωση» (sublimation), μέσω της οποίας πρωτόγονα ένστικτα και ορμές εξυψώνονται σε έργα πολιτισμού. Τα «δολοφονικά» ένστικτά του ο Wakamatsu τα κάνει σινεμά.
  Βία, φόνος, αυτοκτονία, ερωτισμός, αυτά είναι τα θέματα της ταινίας. Μεγάλος σκηνοθέτης ο Wakamatsu, οι φόνοι δεν σοκάρουν αφού είναι φόνοι εκδίκησης, και νοιώθουμε για τους ήρωές του ένα γνήσιο αριστοτελικό «έλεο». Πεθαίνουν σαν τραγικοί ήρωες, χωρίς να τους πρέπει, χωρίς να το αξίζουν, όπως η Αντιγόνη στο Σοφοκλή, θύματα και οι δυο τους. Και για να κάνουμε μια σύγκριση, οι αρνητικοί ήρωες στο «Funny games» του Mickael Haneke , που κι αυτοί σκοτώνουν, μόνο απέχθεια μας προκαλούν.
  Σίγουρα θα ξαναδώ και άλλες ταινίες του Wakamatsu.

Jean Renoir, La règle du jeu



Jean Renoir, La règle du jeu (1939)



  «Ο κανόνας του παιχνιδιού» είναι μια από τις πιο απολαυστικές ταινίες που έχω δει ποτέ. Κωμωδία ηθών που όμως μαυρίζει στο τέλος, με ένα φόνο που τον κουκουλώνουν σαν ατύχημα. Ο Ζαν Ρενουάρ (γιος του Ωγκύστ) μας δίνει σκηνές από τη ζωή των μεγαλοαστών με τα ελευθεριάζοντα ήθη. Το κεράτωμα είναι στην ημερησία διάταξη, ανεκτό και από τα δυο μέρη.
  Η ταινία ξεκινάει με τον Αντρέ να προσγειώνεται, κάνοντας μια υπερατλαντική πτήση 23 ωρών, ενώ τον υποδέχονται ενθουσιασμένα πλήθη, μια ραδιοφωνική ρεπόρτερ και ο φίλος του ο Οκτάβ. Όμως αυτός ήθελε να τον υποδεχθεί η Κριστίν, η γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος. Νοιώθει τόσο απογοητευμένος από την απουσία της ώστε το λέει στο μικρόφωνο της ρεπόρτερ, εις επήκοον όλων των ακροατών του σταθμού, ότι το ταξίδι το έκανε για να την εντυπωσιάσει.
  Και το εφέ του απροσδόκητου: η Κριστίν είναι παντρεμένη γυναίκα.
  Δεν είναι ακριβώς η πρωταγωνίστρια, ούτε αυτός ο πρωταγωνιστής. Σπάνια θα τους δούμε μόνους. Στην πραγματικότητα πρωταγωνιστές είναι το πλήθος των καλεσμένων στο εξοχικό του άντρα της, στους οποίους προστίθεται και ένα άλλο ιψενικό τρίγωνο, που όμως ανήκει στο υπηρετικό προσωπικό: Η Λιζέτ που είναι υπηρέτρια της Κριστίν, ο θηροφύλακας Σουμάχερ που είναι ο άντρας της, και ο λαθροκυνηγός ο οποίος έχει προσληφθεί σαν υπηρέτης. Αυτός την πέφτει στη Λιζέτ και αυτή ανταποκρίνεται. Και ενώ το υψηλό ήθος της μεγαλοαστικής τάξης επιτρέπει να κουβεντιάζουν φιλικά ο σύζυγος και ο Αντρέ, ο Σουμάχερ κυνηγά να πιάσει τον λαθροκυνηγό που φλερτάρει τη γυναίκα του. Μάλιστα στο τέλος τον κυνηγάει πυροβολώντας μέσα στα σαλόνια και τους διαδρόμους ενώ οι καλεσμένοι προσπαθούν τρομαγμένοι να ξεφύγουν, με την κωμωδία να παίρνει τον ξέφρενο ρυθμό του μπουρλέσκ.
  Τελικά η Κριστίν συμφωνεί να το σκάσει με τον Αντρέ. Όμως, της λέει, «ο κανόνας του παιχνιδιού», που σε άλλες εποχές θα μπορούσε να ονομασθεί και ως «η υψηλή ηθική της αριστοκρατίας», απαιτεί να ενημερώσει το σύζυγο, να μην το σκάσουν σαν κλέφτες.
  Η Κριστίν δεν συμφωνούσε με τον κανόνα του παιχνιδιού και γι’ αυτό ανταποκρίνεται στον κρυφό έρωτα του Οκτάβ, πιέζοντάς τον να τον ομολογήσει. Όμως φοράει το παλτό της Λιζέτ και ο Οκτάβ την καπαρντίνα του Αντρέ. Ο θηροφύλακας που τους βλέπει να φιλιούνται νομίζει ότι είναι η γυναίκα του και ο Αντρέ. Πηγαίνει και φέρνει την καραμπίνα του. Στο μεταξύ ο Οκτάβ φεύγει και δίνει πίσω την καπαρντίνα στον Αντρέ, ο οποίος πηγαίνει στον κήπο. Βλέποντάς τον ο θηροφύλακας τον πυροβολεί. Ο φόνος θα παρουσιαστεί σαν ατύχημα: ο θηροφύλακας τον πέρασε για λαθροκυνηγό και τον πυροβόλησε.
  Είπα πιο πάνω ότι πρωταγωνιστές είναι όλος αυτός ο συρφετός. Και θυμήθηκα άλλες δυο ταινίες στις οποίες δεν υπάρχουν κάποια πρόσωπα που να ξεχωρίζουν ιδιαίτερα. Η μια είναι «Οι ηλίθιοι» του Lars von Trier, ταινία που δεν μου άρεσε, και ας βραβεύτηκε στις Κάννες. Η άλλη είναι το «Barbecue», μια άλλη γαλλική ταινία για την οποία έγραψα τις παρακάτω γραμμές σε ένα αρχείο μου που το έχω ονομάσει tenies pou ida kai den egrapsa gi aftes.
          Éric Lavaine, Barbecue (2014) Γαλλική κομεντί με λεπτό χιούμορ, σε αντίθεση με την ιταλική. Πρωταγωνιστεί μια παρέα φίλων, με τις μικροκακίες τους, τους μικροτσακωμούς τους αλλά και τις αγάπες τους, δυο ζευγάρια που χωρίζουν αλλά στο τέλος μονιάζουν, και ο εργένης φίλος τους που τους λέει ότι μάλλον ψήνεται η δουλειά με την Nabiha Akkari, που εμφανίζεται ελάχιστα στην ταινία, σε ένα happy end. 
          Και η ιταλική:
   Alessio Maria Federici, Lezioni di cioccolato 2, Μαθηματα σοκολάτας 2, (2011). Η Nabiha Akkari, κόρη ενός αιγύπτιου που φτιάχνει σοκολάτες, δεν πέφτει εύκολα στην αγκαλιά του Ματία, ενός γκομενιάρη, όχι πριν τη ζητήσει σε γάμο. Ξεκαρδιστική κωμωδία, ιταλική, σε αντίθεση με τη γαλλική.
  Μεγάλος ρατσισμός. Η πανέμορφη Akkari, μελαχρινή, γαλλίδα τυνησιακής καταγωγής, 31 ετών, μόνο σε μια άλλη ταινία πρωταγωνιστεί, σπαρταριστή κωμωδία και αυτή, που έχει τίτλο «Τι ωραία μέρα».
  Gennaro Nunziante, Que bella giornata, Τι ωραία μέρα (2011) ξεκαρδιστική κωμωδία με τον Checco Zalone και την Nabiha Akkari. Αυτός σεκιουριτάς, αυτή με τον αδελφό της θέλουν να ανατινάξουν το καμπαναριό, σαν εκδίκηση για τον θάνατο τον γονιών τους και θα τον χρησιμοποιήσουν, αυτός την ερωτεύεται, αυτή συγκινείται, επίσης και από τη συμπεριφορά των δικών του, και στο τέλος αντί να ανατινάξει το καμπαναριό ανατινάζει ένα παλιόσπιτο για το οποίο της είπε ότι θα κόστιζε 10.000 για να το κατεδαφίσει, και στη βαλίτσα που θα ήταν η βόμβα βρίσκει σχέδια (αυτή είναι αρχιτέκτονας) για την κατασκευή του.
  Τελικά βλέπω ότι εκτίμησαν την ομορφιά της και το ταλέντο της, διαβάζω στη βικιπαίδεια ότι φέτος γύρισε άλλη μια ταινία, επίσης κωμωδία, με τίτλο «Non c'è più religione», δεν υπάρχει πια θρησκεία, σε σκηνοθεσία Luca Miniero.   
  Παρεμπιπτόντως είδα και τις τέσσερις ταινίες του Gennaro Nunziante, που έχουν όλες πρωταγωνιστή τον Checco Zalone, όλες σπαρταριστές κωμωδίες.