Book review, movie criticism

Friday, February 24, 2017

Carlos Fuentes, Αύρα-Τα γεννέθλια και Τα κρυστάλλινα σύνορα





Κάρλος Φουέντες, Αύρα-Τα γενέθλια (μετ. Χριστίνα Κόμη-Καλλίνικου), Θεμέλιο 1997

  Πήρα από τις εκδόσεις Καστανιώτη για να παρουσιάσω από το Λέξημα τα «Κρυστάλλινα σύνορα» του Κάρλος Φουέντες, και πριν βρω το χρόνο να το διαβάσω ανακάλυψα στην Κρήτη τώρα το Πάσχα τον τόμο με τις δυο νουβέλες του, την «Αύρα» και τα «Γενέθλια», από τα πρώτα έργα του όπως διαβάζω στο βιογραφικό του. Είπα λοιπόν να ξεκινήσω μ’ αυτές.
  Και τα δυο έργα είναι ατμοσφαιρικά. Τα επεισόδια εκτυλίσσονται σε κλειστούς, αποπνικτικούς χώρους, όλο μυστήριο. Το φανταστικό κυριαρχεί.
  Αλλά ας τα πάρουμε ένα ένα.
  Η «Αύρα» είναι από τα πρώτα έργα του Φουέντες, που το έγραψε το 1962, σε ηλικία 34 ετών. Τρία είναι τα πρόσωπα, ο αφηγητής, η «Αύρα» και μια γριά. Ο αφηγητής ζευγαρώνει με την όμορφη Αύρα. Το εφέ του απροσδόκητου είναι ότι η Αύρα είναι αύρα, αλλιώς εκτόπλασμα, που δημιουργεί η γριά, από την εικόνα της όταν ήταν νέα. Η υλοποίηση όμως κρατάει μόνο τρεις μέρες. Μετά πρέπει να ξαναπροσπαθήσει να την υλοποιήσει πάλι. Αυτό το μαθαίνει ο αναγνώστης μαζί με τον αφηγητή, στο τελευταίο «ζευγάρωμα» του τελευταίου, όταν με έκπληξη ανακαλύπτει ότι στην αγκαλιά του δεν βρίσκεται η όμορφη Αύρα αλλά η γριά. Αυτή τον παρηγορεί λέγοντάς του ότι θα την επαναφέρει.
  Το αφηγηματικό παράδοξο είναι ότι ο αφηγητής έχει αποδέκτη τον ίδιο τον εαυτό του, περιγράφοντας τα επεισόδια και τις δικές του ενέργειες κυρίως σε χρόνο ενεστώτα και μέλλοντα.
  «Θα βυθίσεις το κεφάλι σου, τα ολάνοιχτα μάτια σου στ’ ασημένια μαλλιά της Κονσουέλο, της γυναίκας που θα σε ξαναγκαλιάσει σαν χάνεται το φεγγάρι, φωτεινή δάδα καλυμμένη από τα σύννεφα, αφήνει και τους δυο σας μες στο σκοτάδι, και υψώνεται στον αέρα, για λίγο, η ανάμνηση της νεότητας, η ενσαρκωμένη ανάμνηση.
  -Θα γυρίσει Φελίπε, θα τη φέρουμε πίσω μαζί. Άσε με λίγο να πάρω δυνάμεις και θα την κάνω να γυρίσει».
  Έτσι τελειώνει η νουβέλα.
  Στα «Γενέθλια» που γράφηκαν επτά χρόνια αργότερα, ο Μπόρχες φαίνεται να υπερισχύει του Πόε, παρόλο που η λέξη «γάτος» («Ο μαύρος γάτος» είναι ένα από τα καλύτερα διηγήματα του Πόε) εμφανίζεται κάμποσες φορές, ενώ η λέξη «λαβύρινθος» (το γνωστό σύμβολο του Μπόρχες), τουλάχιστον τρεις. Και ο Κάφκα κάνει την εμφάνισή του: «…άρχισα ξαφνικά αν ακούω θορύβους που μου φαίνονταν γνωστοί, θορύβους εντελώς ξένους προς αυτόν εδώ τον πύργο» (σελ. 95). Σε ένα πύργο διαδραματίζεται η δράση.
  Εδώ η αφήγηση είναι εντελώς κατακερματισμένη.  Βλέπουμε σύντομα αφηγήματα με σύνδεση χαλαρή έως ανύπαρκτη, που χωρίζονται μεταξύ τους από τελίτσες που καταλαμβάνουν μισή, μια, δυο, δυόμισι γραμμές. Διαλέγουμε ένα από τα πιο μικρά:
  «Ένα από τα έξι κλουβιά είναι τώρα γεμάτο. Εκεί μέσα κείτεται το πρησμένο                           και δύσοσμο πτώμα ενός μεγάλου τίγρη. Οι χαυλιόδοντές του είναι κίτρινοι, σαν κάτι δειλινά» (σελ. 140).
  Ο αφηγητής  αποκαλύπτεται σταδιακά. Ο Φουέντες μας δίνει τις πιο ολοκληρωμένες πληροφορίες γι’ αυτόν στο τελευταίο απόσπασμα της νουβέλας.
  «Ο Σίγκερ ντε Μπραμπάντε, καθηγητής θεολόγος στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων, καταδιωκόμενος από τον Ετιέν Τεμπιέ και τον Θωμά τον Ακινάτη, δραπέτευσε στην Ιταλία και κλείστηκε για πάντα σ’ ένα σπίτι στα περίχωρα του Τρανί, στις όχθες της Αδριατικής, απέναντι από τις δαλματικές ακτές, κοντά σε παλάτια ρωμαϊκά και ναούς μέσα σε χρυσοκίτρινες πεδιάδες. Εκεί, δολοφονήθηκε με μαχαίρι από τον υπηρέτη του, που είχε τρελαθεί, το 1281. Κάποιοι ιστορικοί αμφισβητούν την ακρίβεια της παραπάνω χρονολογίας».
  Εδώ η αφήγηση είναι ακόμη πιο περίπλοκη και μυστηριώδης. Αν κάτι μπορεί να ρίξει φως και να βάλει σε κάποια τάξη τα αποσπάσματα αυτά στο μυαλό του αναγνώστη είναι η λέξη «μετεμψύχωση», που μας συμφιλιώνει με τα πρόσωπα, και το διακείμενο, που είναι περισσότερο από προφανές ακόμη και στον πιο ανυποψίαστο αναγνώστη: η θεϊκή τριάδα, και η ιστορία του Ιησού.
  «Παρέλειψε επίσης να σου πει πως πέθανε μια Παρασκευή απόγευμα, στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ. Τα χείλη του είχαν πάνω τους τη γεύση του ξιδιού. Εγώ το ξέρω. Παρέλαβα το μελανιασμένο από την ασφυξία κορμί του. Το φίλησα γεμάτη κατάνυξη» (σελ. 153).
  Αν δεν είναι μυθιστορηματική επινόηση, τότε οι παρακάτω ιδέες μάλλον είναι του Μπραμάντε: «ο κόσμος είναι αιώνιος, η αλήθεια είναι πολλαπλή, η ψυχή δεν είναι αθάνατη» (σελ. 147). Τις βλέπουμε να αναπτύσσονται στη συνέχεια, αλλά και σε άλλα σημεία του έργου, σε εκτενή δοκιμιακά αποσπάσματα.
  Σκοτεινή νουβέλα, τι καλά που πήρα για το πλοίο στην επιστροφή μου από την Κρήτη τον Έκο που αναρτήσαμε προχθές. Ξεκίνησα να διαβάζω τα «Κρυστάλλινα σύνορα». Εδώ η αφήγηση φαίνεται να είναι πιο διαυγής. Αλλιώς θα πω και για τον Φουέντες «ήλθον, είδον, απήλθον». Όχι ότι οι νουβέλες είναι κακές, απλά δεν είναι του γούστου μου. Κάποιους συγγραφείς τους πάμε, και κάποιους άλλους όχι.
  (Κοίτα να δεις, νόμιζα ότι ήταν δική μου επινόηση το «ήλθον, είδον και απήλθον», παράφραση της γνωστής ρήσης του Καίσαρα, και βρίσκω στο google 3.130 λήμματα. Σε ένα από αυτά, σε ένα φόρουμ, γράφει κάποιος ότι το χρησιμοποιούν ως αστείο στην Κύπρο. Μπορεί να μην είμαι «μεγάλο πνεύμα», απλά να πρόκειται για ζήτημα κρυπτομνησίας).
  (Παρεμπιπτόντως, ψάχνοντας στο διαδίκτυο, από περιέργεια μήπως και κάποιος άλλος έγραψε για το βιβλίο, βρίσκω την τιμή του στο Θεμέλιο 7,36 ευρώ. Εγώ το πήρα μόνο 2,64. Στην πλατεία Κλαυθμώνος, στο παζάρι. Στο ένα τρίτο της τιμής).

Κάρλος Φουέντες, Τα κρυστάλλινα σύνορα (μετ. Μαργαρίτα Μπονάτσου), Καστανιώτης 2009, σελ. 262

Μέσα σε εννιά διηγήματα ο Φουέντες αφηγείται το δράμα που περνάει η πατρίδα του, το Μεξικό.

  Πριν ξεκινήσω να διαβάζω τα «Κρυστάλλινα σύνορα» διάβασα την «Αύρα» και τα «Γενέθλια», δυο νουβέλες σε ένα τόμο, από τα πρώτα έργα του Φουέντες, εκδόσεις Θεμέλιο. Ήταν δύο ατμοσφαιρικά έργα, με το στοιχείο του φανταστικού, που μου θύμιζαν έντονα Έντγκαρ Άλλαν Πόε και λίγο Μπόρχες. Δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα, και φοβήθηκα μήπως συναντούσα κάτι ανάλογο με τα «Κρυστάλλινα σύνορα». Ευτυχώς οι φόβοι μου διαψεύστηκαν.  Το έργο θα το χαρακτήριζα ως ένα έργο στρατευμένου ρεαλισμού. Όχι κριτικού, που τον διακόνησαν γάλλοι συγγραφείς συντηρητικοί στις πολιτικές τους πεποιθήσεις, όχι σοσιαλιστικού, αφού το όραμα μάλλον έχει καταρρεύσει, παρά τη στράτευση του Φουέντες στο κομουνιστικό κόμμα, αλλά στρατευμένου. Στρατευμένου με την έννοια ότι τα προβλήματα της χώρας του, του Μεξικού, αποτελούν τη θεματική εμμονή του. Δεν ξέρω τι συμβαίνει στα υπόλοιπα έργα του, πάντως εδώ βρήκα έναν Φουέντες να μιλάει για την πατρίδα του, για τον κόσμο που υποφέρει, για τον διπλανό γίγαντα τον οποίο τροφοδοτεί με μετανάστες στους οποίους αυτός φέρεται με μεγαλύτερο ρατσισμό από ό,τι φερόταν στους μαύρους, ακόμη και πριν την κατάργηση της δουλείας. Το έργο αυτό είναι μια καταγγελία της διαφθοράς και της εκμετάλλευσης, ένας ύμνος στην αγάπη και την ανθρωπιά και μια ελεγεία για τον ανθρώπινο πόνο. 
  Έχουμε γράψει και παλιά πως το μυθιστόρημα πουλάει και όχι το διήγημα. Κάποιοι, με έξυπνες επινοήσεις, συρράβουν διηγήματα και τα παρουσιάζουν ως μυθιστόρημα (ένα παράδειγμα η «Ωντισιόν» της φίλης μου της Ελένης της Στασινού). Εδώ ο Φουέντες φτιάχνει εννιά διηγήματα στα οποία ο μόνος ενοποιητικός ιστός είναι δυο από τους ήρωες. Έτσι χαρακτηρίζει το έργο, όπως φαίνεται στο εξώφυλλο, «μυθιστόρημα σε εννέα διηγήματα».
  Κάνοντας την ανάρτηση για τις νουβέλες έψαξα στο διαδίκτυο και βρήκα ένα άρθρο όπου η συγγραφέας του λέει ότι την τελευταία δεκαετία (του ’60) ο Φουέντες στα έργα του μας δίνει τουλάχιστον ένα παράδειγμα της μάγισσας ή της θεάς. Στο «μυθιστόρημα» αυτό βρήκα σε αφθονία και τους δυο τύπους, της κακιάς γυναίκας που σου προκαλεί αποστροφή και της καλής γυναίκας για την οποία νοιώθεις αγάπη και συμπάθεια. Η δεύτερη είναι η δυστυχισμένη, ταλαιπωρημένη εργαζόμενη μεξικάνα. Η πρώτη είναι η διεφθαρμένη, που κυνηγάει την καλή ζωή χωρίς να έχει ηθικές αναστολές. Το πιο χαρακτηριστικό βέβαια παράδειγμα είναι Μιτσελίνα, η νύφη του Λεονάρδο Μπαρόσο. Την διαλέγει για νύφη του, γυναίκα του γιου του, ανυστερόβουλα, όμως αυτή του την πέφτει. Εκτός από το πρώτο διήγημα, όπου αυτοί οι δυο είναι οι κεντρικοί ήρωες, εμφανίζονται και σε κάποια από τα επόμενα.
  Ο Φουέντες δεν έχει ξεχάσει τη μαθητεία του στο φανταστικό. Ο Διονίσιο της «Λεηλασίας» κάθεται σε ένα εστιατόριο. Τρίβοντας ένα μπουκάλι τσίλι, βλέπει να βγαίνει από μέσα όχι η σάλτσα αλλά ένα μικροσκοπικό αντράκι με καουμπόικο κοστούμι. Είναι το τζίνι. Τον ευχαριστεί που τον έβγαλε μετά από εγκλεισμό ενός χρόνου, και τον ρωτάει ποια επιθυμία του θέλει να ικανοποιήσει. «Γυναίκες», απαντάει ο Διονίσιο, με κάθε καινούριο πιάτο που θα παραγγέλνει θέλει να έρχεται και μια γυναίκα. Έτσι και γίνεται. Και βλέπουμε να παρελαύνουν κάμποσες γυναίκες, όλες του τύπου της αποκρουστικής, της κακιάς, της μάγισσας. Έξυπνη επινόηση, για να παρουσιάσει γυναίκες αυτού του τύπου σε όλες τους τις αποχρώσεις.
  Το υφολογικό χαρακτηριστικό του Φουέντες είναι ότι χρησιμοποιεί αρκετά συχνά το εφέ της μακροπεριόδου και το εφέ της απαρίθμησης. Για παράδειγμα, ανάμεσα στις σελίδες 136 και 138, σε δυο σελίδες έκταση, βλέπουμε μόνο τρεις περιόδους. Να δώσουμε και ένα παράδειγμα απαρίθμησης, με το οποίο χαρακτηρίζεται ο διεφθαρμένος ήρωας. Ο Εμιλιάνο Μπαρόσο μιλάει για τον αδελφό του τον Λεονάρδο Μπαρόσο: «Αλλά το αληθινό του όνομα είναι συμβάσεις. Το όνομά του είναι λαθρεμπόριο. Το όνομά του είναι χρηματιστήριο. Αυτοκινητόδρομοι. Μακίλας (Εργοστάσια συναρμολόγησης που εμφανίστηκαν κατά μήκος των βόρειων συνόρων του Μεξικού τη δεκαετία του ’60). Πορνεία. Μπαρ. Εφημερίδες. Τηλεόραση. Ναρκοδόλαρα» (σελ. 108-109).
  Ακόμη, ο Φουέντες είναι πολύ επινοητικός στις μεταφορές του. Διαβάζω για παράδειγμα. «…με λιγότερες ρυτίδες στο πρόσωπό του απ’ ό, τι μια παλιά σέλα» (σελ. 37) «…τινάζοντας τις μπούκλες της σαν σφουγγαρίστρα πολυτελείας» (σελ. 79). Τις χρησιμοποιεί όπως κάνει συχνά και ο Γιάννης Ξανθούλης, για τις αρνητικές συνδηλώσεις τους, σαρκάζοντας τα πρόσωπα.
  Διαβάζω ακόμη:
  «…μιλούσε ατελείωτα στα αγγλικά για χρέη, πληθωρισμό, για το κόστος ζωής, τις υποτιμήσεις του νομίσματος, περικοπές στους μισθούς, συντάξεις που δεν έφταναν για τίποτα, όλα πολύ χάλια» (σελ. 58) και «… τη θυσία της χώρας, της κακοκυβερνημένης, της διεφθαρμένης, της ανάλγητης…» (σελ. 170).
  Ναι, σε πολλά σημεία η περιγραφή που κάνει του Μεξικού θυμίζει την Ελλάδα. Στο μόνο που η Ελλάδα θυμίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ότι και αυτή δέχεται λαθρομετανάστες τους οποίους προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποφύγει. Αν και φοβάμαι ότι αυτό δεν θα γίνεται για πολύ. Στο εξής θα την αποφεύγουν οι λαθρομετανάστες. Δεν χρειάζεται να μεταναστεύσεις σε μια χώρα που έχει τα χάλια της δικής σου χώρας. Ξέρω ότι οι νέοι επιστήμονές μας μεταναστεύουν ήδη στο εξωτερικό. Για τους μη επιστήμονες, μάλλον έχουν κλείσει οι δρόμοι για Σουηδία, Καναδά, Γερμανία και Αυστραλία.
  Μου άρεσαν πολύ και τα εννιά διηγήματα. Θα θυμάμαι για πολύ τα «Κρυστάλλινα σύνορα», το διήγημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή. Ένας μεξικάνος καθαριστής και μια αμερικανίδα ανταλλάσουν ένα απελπισμένο φιλί μέσα από την τζαμαρία ενός κτιρίου. Επίσης τις «Φίλες», όπου η Μις Έιμι, η στριμμένη γριά, θα περάσει μια συνειδησιακή μεταστροφή σαν τον Εμπενέζερ Σκρουτζ στις «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες» του Ντίκενς, καθώς και το «Στοίχημα», ένα διήγημα εκδίκησης. Όμως και τα άλλα διηγήματα, που δεν έχουν το σασπένς και την κορύφωση των προηγούμενων, είναι επίσης εξαιρετικά.

Wednesday, February 22, 2017

Για τους συνταξιούχους

Για τους συνταξιούχους. Μας έγιναν παρακρατήσεις για υγεία 5,4% αντί 4%. Μπορείτε να συμπληρώσετε την αίτηση (φωτογραφία) και να την υποβάλλετε στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Η επιστροφή, όπως μου είπαν, είναι 150-200 ευρώ. Αν δεν μπορείτε να την τυπώσετε, μπορείτε να την αντιγράψετε.

Monday, February 20, 2017

Ken Loach, Ladybird ladybird



Ken Loach, Ladybird ladybird (1994)


  Συγκινητική η ιστορία που είδαμε χθες στην ελεύθερη προβολή στο «Σχολείο του Σινεμά» του κοινωνικά ευαισθητοποιημένου αριστερού Ken Loach, του οποίου πρόσφατα είδαμε τη βραβευμένη με χρυσό φοίνικα ταινία «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέηκ».
  Η ιστορία είναι πραγματική. Η Μάγκι έζησε σε άθλιες παιδικές συνθήκες. Ο πατριός της την βίασε, και τα ύστερα παιδικά της χρόνια τα έζησε σε ορφανοτροφείο. Οι σχέσεις της με τέσσερις άνδρες δεν πήγαν καλά. Ζει μόνη σε δωμάτιο πρόνοιας με τα τέσσερα παιδιά της. Ο περιβάλλων χώρος δεν είναι ο πλέον κατάλληλος, ακριβώς όπως και στις φυλακές. Κάποια βραδιά φεύγοντας τα κλειδώνει δίνοντας το κλειδί σε μια γυναίκα δίπλα. Τα κλειδώνει για να τα προστατεύσει από τα άλλα παιδιά που ζουν στο ίδιο συγκρότημα. Όμως το δωμάτιο παίρνει φωτιά και ο μεγάλος της γιος παθαίνει σοβαρά εγκαύματα. Οι υπηρεσίες πρόνοιας δεν αμφιβάλουν ότι αγαπάει τα παιδιά της, όμως μπορεί να τα φροντίσει; Η δυστυχία την έχει κάνει οξύθυμη και δύσπιστη, δεν συνεργάζεται, με αποτέλεσμα να της τα πάρουν. Θα γίνουμε μάρτυρες συχνά αυτής της οξυθυμίας της σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. 
  Σε ένα μπαρ καραοκέ συναντάει τον Χόρχε, από την Παραγουάη. Κάποια άρθρα του σε περιοδικά σχετικά με τις αδικίες που γίνονται στους αγρότες που τους παίρνουν με τη βία τη γη τον έβαλαν σε μπελάδες με το καθεστώς. Το έχει σκάσει για να γλιτώσει. Τα φτιάχνει μαζί του. Του διηγείται την ιστορία της, αυτή που δώσαμε περιληπτικά παραπάνω.
  Θα γίνει δικαστήριο, αλλά δεν θα καταφέρει να πάρει τα παιδιά της. Δυο παιδιά που κάνει με τον Χόρχε θα της τα πάρουν και αυτά. Στο μεταξύ ο Χόρχε θα γλιτώσει την απέλαση. Του έχει δοθεί το status του πολιτικού πρόσφυγα.
  Τρία παιδιά που θα κάνει αργότερα με τον Χόρχε, διαβάζουμε στο τέλος, δεν θα της τα πάρουν. Προφανώς οι υπηρεσίες κατάλαβαν το λάθος τους. Όμως τα άλλα δεν θα τα πάρει ποτέ πίσω. Υποθέτουμε ότι ήταν ήδη πολύ αργά, θα είχαν δοθεί για υιοθεσία.
  Όπου φτωχός και η μοίρα του, λέει ο λαός.
  Θυμάμαι μια ατάκα από μια παλιά ελληνική ταινία: μεγάλη γκαντεμιά να είσαι φτωχός, άσχημος, αριστερός και πούστης.
  Έχω ξαναγράψει για τις τρεις προσευχές του Θαλή: Θεέ μου, σε ευχαριστώ που με έκανες άνθρωπο και όχι ζώο. Θεέ μου, σε ευχαριστώ που με έκανες έλληνα και όχι βάρβαρο. Θεέ μου, σε ευχαριστώ που με έκανες άνδρα και όχι γυναίκα.
  Οι φεμινίστριες και οι φεμινιστές αγκάλιασαν αυτή την ταινία. Σε αυτό τον κόσμο τον γεμάτο αδικίες, η γυναίκα είναι που την έχει πιο άσχημα. Γυναίκες με παρόμοιες τραγικές ιστορίες υπάρχουν πάρα πολλές. Για αρκετές ακούμε ή διαβάζουμε συχνά.
  Εξαιρετικός ο Κεν Λόατς, αυτή η ταινία θα άξιζε για χρυσό φοίνικα, περισσότερο ίσως από τον Ντάνιελ Μπλέηκ.  

Sunday, February 19, 2017

Kader Abdolah







Kader Abdolah, Το σπίτι του τεμένους, Ο αγγελιοφόρος του Αλλάχ.

Καντέρ Αμπντολάχ, Το σπίτι του τεμένους, μετ. Γιάννης Ιωαννίδης, Καστανιώτης 2009, σελ. 425
Μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας ο συγγραφέας μας παρουσιάζει την πρόσφατη ιστορία του Ιράν.
  Ας ξεκινήσουμε με τον συγγραφέα, που είναι άγνωστος στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Γεννήθηκε το 1954 στο Ιράν. Το 1988 ζήτησε πολιτικό άσυλο στην Ολλανδία. Το 1993 άρχισε να γράφει στα Ολλανδικά. Το «Σπίτι του τεμένους» κέρδισε τη δεύτερη θέση σε διαγωνισμό που έγινε το 2008 για το καλύτερο ολλανδικό βιβλίο του 20ου αιώνα. Το πραγματικό του όνομα είναι Χοσεΐν Σαντγιαντί Γκεμαγκαμί. Το ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί απαρτίζεται από τα ονόματα δύο εκτελεσμένων φίλων του. Στη Βικιπέντια που ψάξαμε για να επαληθεύσουμε ότι το «Χοσεΐον» που γράφεται στο αυτί του βιβλίου είναι τυπογραφικό λάθος, είδαμε με έκπληξη ότι είναι πολυγραφότατος, με 13 βιβλία στο ενεργητικό του, όλα στα ολλανδικά. Το τελευταίο αποτελείται από μια βιογραφία του προφήτη Μωάμεθ και το Κοράνι σε μετάφραση δική του στα Ολλανδικά. Διαβάζουμε επίσης ότι η αγγλική μετάφραση του τεμένους κυκλοφόρησε το 2010. Εμείς είχαμε την πρωτιά, αφού το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2009.
  Το έργο είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Μάλιστα, διαβάζοντάς το, θυμήθηκα τον «ήρωα που βρίσκεται στη μέση του δρόμου» στα ιστορικά μυθιστορήματα του Ουόλτερ Σκοτ, για τον οποίο μιλάει ο Γκέοργκ Λούκατς στο έργο του «Ιστορικό μυθιστόρημα» (το μετέφρασα από τα αγγλικά για κάποιον τυπογράφο που φιλοδοξούσε να γίνει εκδότης, και λυπήθηκα που τελικά δεν το εξέδωσε. Ο όρος στα αγγλικά είναι in the middle of the road hero).
  Ο «ήρωας που βρίσκεται στη μέση του δρόμου» στο έργο αυτό του Καντέρ Αμπντολάχ, η υπόθεση του οποίου διαδραματίζεται πριν και μετά την πτώση του Σάχη και την άνοδο του Αγιατολάχ Χομεϊνί στην εξουσία, είναι ο Αγά Τζαν, στον οποίο μάλιστα αφιερώνεται και το βιβλίο, πράγμα που βλέπω τυχαία ξεφυλλίζοντάς το για να γράψω αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση: «Στον αγά Τζαν, για να τον αφήσω να φύγει». Στην τελευταία παράγραφο του μονοσέλιδου «απολογισμού» με τον οποίο κλείνει το βιβλίο ο συγγραφέας, διαβάζουμε: «Παρότι οι διηγήσεις του Σπιτιού του τεμένους βασίζονται σε ιστορικά γεγονότα, όλα τα ονόματα και τα περιστατικά που παραπέμπουν στην πραγματικότητα πρέπει να διαβαστούν με τους κανόνες της λογοτεχνίας». Τι μπορεί να σημαίνει η φράση «τα ονόματα και τα περιστατικά που παραπέμπουν στην πραγματικότητα πρέπει να διαβαστούν με τους κανόνες της λογοτεχνίας;», όταν, αντίθετα, πολλοί συγγραφείς συνήθως γράφουν, «τα πρόσωπα και τα περιστατικά είναι φανταστικά»; Η αφιέρωση δείχνει ότι το πρόσωπο του Αγά Τζαν είναι πραγματικό, πράγμα που μας κάνει να υποθέσουμε ότι και άλλα πρόσωπα (πόσα; ποια;) είναι πραγματικά (με τα πραγματικά τους ονόματα ή όχι δεν έχει και τόση σημασία).
  Συνήθως σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα ενώ τα ιστορικά γεγονότα είναι πραγματικά, τα κύρια πρόσωπα είναι φανταστικά και εμπλέκονται επίσης σε επινοημένα επεισόδια. Στον «Πόλεμο και Ειρήνη» για παράδειγμα η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Ρωσία είναι πραγματική, και ο Ναπολέων και ο Κουτούζοφ που εμφανίζονται σε κάποια επεισόδια είναι πραγματικά πρόσωπα (τον πρώτο τον ξέρουν όλοι, ο δεύτερος είναι ο ρώσος αρχιστράτηγος που νίκησε τον Ναπολέοντα), όχι όμως και ο Πιέρ, ο Αντρέι Μπαλκόνσκι και η Νατάσα. Νόμιζα ότι, με ανάλογο τρόπο, μόνο ο Χομεϊνί που πρωταγωνιστεί στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου είναι πραγματικό πρόσωπο ενώ ο Αγάς Τζαν και τα πρόσωπα γύρω από αυτόν είναι φανταστικά. Τελικά η αφιέρωση μας κάνει να υποθέσουμε ότι και πολλά άλλα πρόσωπα στο έργο, μη πρωταγωνιστικά στα ιστορικά γεγονότα, είναι πραγματικά. Και βέβαια το πρόβλημα, για κάτι περίεργους σαν και μένα, παραμένει άλυτο: ποια πρόσωπα και ποια επεισόδια είναι πραγματικά και ποια επινοημένα; Ο συγγραφέας, για να σε βγάλει από το αδιέξοδο, σου υποδεικνύει: «Πρέπει να διαβαστούν με τους κανόνες της λογοτεχνίας». Λίγο ασαφές, αλλά νομίζω ότι σημαίνει «όπως διαβάζεται και κάθε μυθιστόρημα με επινοημένα πρόσωπα και επινοημένη πλοκή». Έτσι βέβαια μας κάνει να συμπεράνουμε ότι πάρα πολλά πρόσωπα και επεισόδια είναι πραγματικά.
  Ο Αγά Τζαν είναι ένας παραδοσιακός μουσουλμάνος, ευσεβής αλλά όχι φανατικός, που βρίσκεται μέσα στη δίνη της σύγκρουσης του σάχη και των ισλαμιστών, για να πέσει θύμα και των δύο.  Μέσα από την ιστορία της οικογένειας του αγά Τζαν, στην οποία ανήκει το τέμενος, παρακολουθούμε την ιστορία σχεδόν δύο δεκαετιών της πρόσφατης ιστορίας του Ιράν. Ο Καντέρ Αμπντολάχ σηματοδοτεί την έναρξή της με την προσσελήνωση των αμερικανών, το 1969, και την ολοκληρώνει περίπου με τη φυγή του από το Ιράν. 
  Αυτό που παρατηρούμε στον μουσουλμανικό κόσμο είναι ότι οι μουσουλμάνοι γίνονται σιγά σιγά ισλαμιστές. Στο Ιράν μάλιστα κατέλαβαν την εξουσία, το ίδιο και στο Αφγανιστάν, αν και οι Ταλιμπάν αργότερα εκδιώχθηκαν από τους αμερικάνους. Από την εξουσία, όχι από τη χώρα, την οποία φιλοδοξούν να ανακαταλάβουν. Διαβάζουμε:
  «Τώρα το Ισλάμ επέφερε μια σοβαρή διάσπαση στην οικογένεια του Αγά Τζαν. Τους τελευταίους οχτώ μήνες το σπίτι, ενωμένο, είχε πολεμήσει τους εχθρούς του Ισλάμ από τον άμβωνα του τεμένους. Αλλά για πρώτη φορά το ίδιο το Ισλάμ στεκόταν σαν εχθρός απέναντι στην οικογένεια» (σελ. 320-321). Η ιστορία της οικογένειας είναι μια ιστορία διώξεων από το καθεστώς του σάχη και στη συνέχεια του Χομεϊνί. Η οικογένεια χωρίστηκε στα δυο, ανάμεσα στους φονταμενταλιστές και στους μετριοπαθείς μουσουλμάνους. Υπήρξε και ένας κομμουνιστής. Ένας γαμπρός του σπιτιού του τεμένους έγινε αρχιδικαστής-εκτελεστής του Χομεϊνί. Στο τέλος βρίσκεται στο Αφγανιστάν, με ψεύτικη ταυτότητα. Το καθεστώς δεν τον χρειάζεται πλέον, αλλά πρέπει να τον προστατεύσει. Οι μοτζαχεντίν όμως θα τον ανακαλύψουν. Ο Σαχμπάλ, ανιψιός του Αγά Τζαν, θα πάει στο Αφγανιστάν, θα τον βρει και θα τον εκτελέσει. Η σκηνή της εκτέλεσης είναι θαυμάσια. Τέτοια υπέροχη σκηνή εκτέλεσης συνάντησα μόνο στη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ.
  Ο Σαχμπάλ γράφει ένα γράμμα, που καταλαμβάνει την προτελευταία σελίδα του βιβλίου. Η νοσταλγία του εμιγκρέ εκφράζεται πολύ συγκινητικά: «…νοσταλγώ τη μέρα που θα μπορέσω ν’ ανοίξω για ακόμα μια φορά την εξώπορτα του σπιτιού μας και να μπω μέσα… η μέρα αυτή θα έρθει! Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, εσείς μου είπατε ότι πρέπει πάντα να ονειρεύομαι και ότι πρέπει να εκπληρώνω τα όνειρά μου…».
  Και συνεχίζει πιο κάτω: «Αγαπημένε μου θείε, εξακολουθώ πάντα να γράφω. Τα τελευταία χρόνια δεν έκανα τίποτε άλλο από το να δίνω μορφή στις ιστορίες μου. Το έκανα για σας και για τη χώρα μας. Έχω αλλάξει γλώσσα γραφής, αλλά προσπάθησα πάντα να δώσω στα διηγήματά μου μια θέση στο ποιητικό πνεύμα της όμορφης παλιάς γλώσσας μας». Και τελειώνει: «Δεν θα πεθάνετε. Θα μείνετε μέχρι να φύγουν όλοι και μέχρι να έρθουν όλοι».
  Εδώ το πρόβλημα της διάκρισης του πραγματικού από το επινοημένο είναι εντελώς δραματικό, δεν είναι ζήτημα μιας απλής περιέργειας. Είναι ο Σαμπάχ η περσόνα του συγγραφέα; Αυτός ήταν τελικά ο εκτελεστής που κατέφυγε στη συνέχεια στην Ολλανδία ως πολιτικός πρόσφυγας; Οι στενοί του φίλοι μπορεί να ξέρουν. Εμείς μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ.
  Το Ισλάμ είναι ανεξάντλητο, ξέρω αρκετά πράγματα γι αυτό αλλά συνεχώς μαθαίνω περισσότερα. Διαβάζω: «Έβγαλε το Κοράνι του κι έψαξε για τη σούρα Ενκάλτο, μια σούρα που διαβάζεις όταν θέλεις να κοιμηθείς με μια γυναίκα που δεν είναι η νόμιμη γυναίκα σου. Όταν εκείνος θα διάβαζε τη σούρα κι η Ζινάτ θα έλεγε τη λέξη γκαλπέλτο (συμφωνώ), εκείνος θα μπορούσε σύμφωνα με τη διδαχή του βιβλίου να τη γδύσει αμέσως» (σελ. 156) και πιο κάτω σε σημείωση: «Σύμφωνα με την παλιά σαρία του Ισλάμ, ένας άντρας μπορεί εκτός από τη νόμιμη γυναίκα του να έχει και μερικές ακόμα. Οι τελευταίες, προσωρινές γυναίκες δεν κληρονομούν τίποτα και δεν εγγράφονται στα μητρώα του δήμου ή του τεμένους» (σελ. 191). Αυτά, ασχολίαστα.
  Το παρακάτω όμως θα το σχολιάσω: «…ο σάχης πριν λίγο καιρό είχε επισκεφθεί τον τάφο του Κύρου (600 ή 576-530), του πρώτου βασιλιά της Περσικής Αυτοκρατορίας» (σελ. 251). Στους «Έρωτες τοπίων», ένα ταξιδιωτικό βιβλίο του Γιώργου Βέη, διαβάσαμε ότι ο συγγραφέας επισκέφτηκε τον τάφο του Κομφούκιου (551-479). Έζησαν την ίδια περίπου εποχή, πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Και αναρωτιέμαι: Εμάς εδώ, ο τάφος του Περικλή τι έγινε; Καλά, ο Αισχύλος θάφτηκε στη Γέλα, αλλά του Σοφοκλή και του Ευριπίδη; Του Πλάτωνα έστω; Πάλι καλά που έχουμε τον Παρθενώνα, ας είναι και χωρίς τις μετώπες.  
  Η λιτή, απέριττη αφήγηση, τα επεισόδια που βγαίνουν σαν παραφυάδες από τον κορμό της ιστορίας του Ιράν (για παράδειγμα η αγωνιώδης αναζήτηση τάφου από τον Αγά Τζαν για τον εκτελεσμένο γιο του), κάνουν το βιβλίο ιδιαίτερα συναρπαστικό. Τα περίεργα πρόσωπα (η «σαύρα», το ραχιτικό παιδί που πηγαίνει με τα τέσσερα και δεν μιλάει, οι «γιαγιάδες», περίεργες φιγούρες που επιλέγουν να πεθάνουν σε μια σπηλιά στη Μέκκα για να πάνε κατ’ ευθείαν στον παράδεισο, η τρελή που λέει όλα τα νέα αλλά αφού προηγηθεί ένα συγκεκριμένο τελετουργικό ερωτήσεων, ο τυφλός που έχει ένα εσωτερικό ρολόι και λέει την ώρα με ακρίβεια λεπτού, και ένα σωρό άλλοι παράξενοι τύποι δίνουν μια περίεργη γεύση μαγικού ρεαλισμού, ή καλύτερα μια μαγική γεύση μαγικού ρεαλισμού. Πρόκειται για ένα πραγματικά εξαιρετικό βιβλίο.

Καντέρ Αμπντολάχ, Ο αγγελιοφόρος του Αλλάχ (μετ. Γιάννης Ιωαννίδης), Καστανιώτης 2011, σελ. 282
  Του Καντέρ Αμπντολάχ έχουμε ήδη παρουσιάσει το «Σπίτι του τεμένους», ένα μυθιστόρημα που μου άρεσε πάρα πολύ. Σειρά έχει σήμερα «Ο αγγελιοφόρος του Αλλάχ», μια μυθιστορηματική βιογραφία του Μωάμεθ.
  Ο Καντέρ Αμπντολάχ (1954) είναι ιρανός πολιτικός πρόσφυγας. Το 1988 έφυγε από το Ιράν και ζήτησε πολιτικό άσυλο στην Ολλανδία. Το «Σπίτι του τεμένους» το έγραψε στα ολλανδικά, αλλά διαβάζοντας τη βιβλιοκριτική που έγραψα γι’ αυτό βλέπω ότι τον «Αγγελιοφόρο του Αλλάχ» τον μετέφρασε ο ίδιος στα ολλανδικά.
  Μου αρέσουν οι βιογραφίες, το έχω δηλώσει ξανά, ακόμη και οι μυθιστορηματικές. Ίσως δεν είναι ολότελα ακριβείς, αλλά είναι πιο συναρπαστικές. Η βιογραφία αυτή, όπως μπορεί να καταλάβει κανείς, δεν είναι εικονολατρική, αλλά ούτε και εικονοκλαστική. Πιστεύω ότι ο Αμπντολάχ παρουσιάζει τον Μωάμεθ όπως ήταν πραγματικά ιστορικά, χωρίς εξιδανικεύσεις αλλά και χωρίς σκόπιμη αμαύρωση της εικόνας του. Το μόνο για το οποίο είχα διαφορετική πληροφόρηση ήταν για το γάμο του με την Αϊσά. Είχα διαβάσει ότι την παντρεύτηκε έξι χρονών, αλλά περίμενε μέχρι να γίνει εννέα για να ολοκληρώσει τη σχέση μαζί της, ενώ ο Αμπντολάχ γράφει ότι την παντρεύτηκε όταν ήταν εννέα χρονών. Για τους μουσουλμάνους ένα κορίτσι γίνεται γυναίκα στα εννέα της χρόνια. Ένας χριστιανός όμως αν κάνει σεξ με μια εννιάχρονη και τον πιάσουνε πηγαίνει φυλακή για παιδεραστία. 
  Το παρακάτω μου έκανε εντύπωση.
  Διάβασα κάπου ότι η γυναίκα στον μουσουλμανικό κόσμο κληρονομεί από τους γονείς της τα μισά από ό,τι αν ήταν άνδρας. Αυτό το θεώρησα πολύ οπισθοδρομικό, σε σχέση βέβαια με τα καθ’ ημάς. Στο βιβλίο διαβάζω ότι όταν το επέβαλε ο Μωάμεθ η γυναίκα δεν κληρονομούσε τίποτα. Επίσης εκείνη την εποχή η βρεφοκτονία των κοριτσιών πήγαινε σύννεφο, αλλά ο Μωάμεθ την απαγόρευσε. Φαντάζομαι ότι αρκετές διατάξεις του Κορανίου ήταν προοδευτικές για την εποχή τους. Σε σχέση με το σήμερα βέβαια ούτε συζήτηση.
  Καλογραμμένη, κατά τόπους ολότελα συναρπαστική, μου άρεσε πολύ αυτή η βιογραφία, και έμαθα πάρα πολλά πράγματα για τον Μωάμεθ που δεν τα ήξερα.