Book review, movie criticism

Wednesday, December 27, 2017

Bertrand Russell (1872-1970)

Bertrand Russell (1872-1970)


Bertrand Russell, Η φιλοσοφική μου εξέλιξη, Αυτοβιογραφία

Μπέρτραντ Ράσελ, Η φιλοσοφική μου εξέλιξη (μετ. Αντώνης Πέρης), Αρσενίδης 2007, σελ. 443

  Θα γράψω για ένα βιβλίο που μόνο ένα μέρος του διάβασα. Νόμιζα ότι επρόκειτο για την αυτοβιογραφία του Ράσελ όταν το παράγγειλα. Τελικά όμως είδα ότι ήταν η πνευματική του βιογραφία, ενώ η αυτοβιογραφία του προς το παρόν δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά.
  Ήμουν φανατικός της φιλοσοφίας στα νιάτα μου και γι’ αυτό, αφού τέλειωσα την αγγλική φιλολογία, γράφτηκα στο φιλοσοφικό τμήμα, και με το πτυχίο που πήρα από εκεί διορίστηκα ως φιλόλογος. Πρωτοετής στο τμήμα αγγλικών σπουδών διάβασα την «Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας» του Ράσελ, πριν μεταφραστεί στα ελληνικά. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο, από το οποίο έμαθα πάρα πολλά. Στον «Κόσμο της σοφίας» του Jostein Gaarder δεν υπήρχε τίποτα που να μην το ήξερα. Όμως όταν διάβασα αυτό το βιβλίο η αγάπη μου για τη φιλοσοφία είχε ήδη εξανεμιστεί. Είδα ότι δεν μου προσέφερε γνώσεις, γνώσεις που μου πρόσφερε αντίθετα η επιστήμη. Για μένα σήμερα η ίδια η φιλοσοφία δεν έχει νόημα. Μόνο η ιστορία της φιλοσοφίας έχει νόημα, όταν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα ποιες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες οδήγησαν τους φιλόσοφους σε αυτούς τους προβληματισμούς και σε αυτές τις απαντήσεις.
  Η φιλοσοφία δεν συνέβαλε καθόλου στη δημιουργία της αντίληψης που έχω για τον κόσμο σήμερα. Απεναντίας οφείλω πολλά στον μαρξισμό, στην ψυχολογία και ιδιαίτερα στην ψυχανάλυση, και στην ηθολογία. Αρκετά επίσης οφείλω στην κοινωνική ανθρωπολογία, καθώς και στην Ιστορία.  
  Αγόρασα το βιβλίο, και δεν μου πήγαινε να μην διαβάσω κάτι από αυτό. Η λογική, μαθηματική ή όχι, ήταν κάτι που δεν με ενδιέφερε ποτέ, και έτσι παρέλειψα τις σχετικές σελίδες. Με ενδιαφέρει ο Ράσελ σαν ιστορικός της φιλοσοφίας, όχι σαν φιλόσοφος της μαθηματικής λογικής.
  Και βέβαια υποκλίνομαι στον άνθρωπο. Στον άνθρωπο που μπήκε φυλακή για την ειρηνιστική του δράση το 1918. Για το πόσο τον συντάραξε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος γράφει σχετικά:
  «Μια από τις συνέπειες εκείνου του πολέμου ήταν ότι κατέστησε αδύνατο για εμένα να συνεχίσω τη ζωή μου μέσα στον αφηρημένο κόσμο μου. Έβλεπα νέους άντρες να ανεβαίνουν σε τρένα πηγαίνοντας προς τη σφαγή τους, αποκλειστικά και μόνο γιατί υπήρχαν κάποιοι ηλίθιοι στρατηγοί. Ένιωσα μια αγωνιώδη συμπάθεια για αυτούς τους νέους και είδα τον εαυτό μου να επιστρέφει στον πραγματικό κόσμο μέσω ενός περίεργου δεσμού συμπόνιας. Όλες οι υψηλές και αφηρημένες ιδέες που με είχαν απασχολήσει μέχρι τότε μου είχαν φανεί ξαφνικά αδύναμες και τετριμμένες μπροστά στον τεράστιο πόνο που με περιέβαλε. Ο κόσμος πέρα από τον άνθρωπο εξακολουθούσε να υπάρχει, τώρα πια όμως μόνο ως προσωρινό καταφύγιο και όχι το μέρος όπου θα έχτιζε κάποιος τη μόνιμη κατοικία του» (σελ. 340-341).
  Θα παραθέσω ένα ακόμη απόσπασμα, καθώς συμμερίζομαι τις ιδέες που διατυπώνονται σ’ αυτό.
  «… εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι ασήμαντος σε κοσμικό επίπεδο και ότι αν υπήρχε ένα Ον με την ικανότητα να βλέπει ολόκληρο το σύμπαν, χωρίς τις προκαταλήψεις του εδώ και του τώρα, τότε ίσως να μην ανέφερε καν τον άνθρωπο, ή το πολύ να τον τοποθετούσε σε κάποια υποσημείωση στο τέλος του βιβλίου· δεν πιστεύω πια ότι το πνεύμα είναι ανώτερο από τις αισθήσεις, ούτε ότι ο πλατωνικός παράδεισος των ιδεών είναι σε θέση να μας παράσχει μια πρόσβαση στον «πραγματικό» κόσμο. Παλαιότερα θεωρούσα τόσο τις αισθήσεις όσο και τις σκέψεις που παράγονται από τις αισθήσεις ως μια φυλακή από την οποία μπορούμε να απελευθερωθούμε μέσω του πνεύματός μας, το οποίο λειτουργεί απαλλαγμένο από τις αισθήσεις. Τώρα πια δεν νιώθω έτσι. Θεωρώ τις αισθήσεις και τις σχετιζόμενες μ’ αυτές σκέψεις ως παράθυρα και όχι ως κελιά» (σελ. 341-342).
  Οι παραπάνω σκέψεις ταιριάζουν με την φιλοσοφική μου τοποθέτηση ως «απλοϊκού ρεαλιστή».
  Και ένα ακόμη απόσπασμα που το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον.
  «Θα μπορούσε κανείς να τον παρομοιάσει (τον Βιτγκενστάιν) με δύο μεγάλους άντρες της ιστορίας: με τον Πασκάλ και τον Τολστόι. Ο Πασκάλ ήταν ένας ιδιοφυής μαθηματικός, εγκατέλειψε όμως τα μαθηματικά για λόγους ευλάβειας. Ο Τολστόι θυσίασε την ιδιοφυία του ως συγγραφέας για χάρη μιας υποτιθέμενης εξαθλίωσης η οποία τον έκανε να προτιμά τους χωρικούς έναντι των πνευματικών ανθρώπων και την Καλύβα του μπάρμπα Θωμά έναντι όλων των μυθιστορημάτων. Ο Βιτγκενστάιν, ο οποίος μπορούσε να παίζει με τις δυσνόητες μεταφυσικές έννοιες όσο καλά μπορούσε να παίζει ο Πασκάλ με τα εξάγωνα και ο Τολστόι με τους αυτοκράτορες, αποποιήθηκε το χάρισμά του και υποβάθμισε τον ίδιο του τον εαυτό, με τον ίδιο τρόπο που και ο Τολστόι υποβάθμιζε τον εαυτό του μπροστά στους χωρικούς-και στις δυο περιπτώσεις εξαιτίας μιας παρορμητικής υπερηφάνειας. Θαυμάζω το Tractatus του Βιτγκενστάιν, όχι όμως και τα μεταγενέστερα έργα του, τα οποία μου φαίνεται ότι παρουσιάζουν μια εγκατάλειψη του ταλέντου του, ακριβώς όπως συνέβη με τον Πασκάλ και τον Τολστόι» (σελ. 343-344).
  Κι εγώ θαυμάζω τον «Πόλεμο και Ειρήνη» και την «Άννα Καρένινα», αλλά και τον Τολστόι για την «εγκατάλειψη του ταλέντου του», που είχε ως αποτέλεσμα να δώσει αργότερα ήσσονα έργα. Το ίδιο θαυμάζω και τον Βιτγκενστάιν που εγκατέλειψε μια λαμπρή πανεπιστημιακή καριέρα για να γίνει νηπιαγωγός. Για τον Πασκάλ μαθαίνω τώρα. Τους θαυμάζω και τους τρεις, όπως θαυμάζω τον Άγιο Φραγκίσκο και τον Βούδα που εγκατέλειψαν τα πλούτη τους για κάτι που νόμιζαν ότι άξιζε περισσότερο. Πριν γίνουν «διάσημοι», σίγουρα όλοι θα τους περνούσαν για τρελούς.
  Στην ημιτελή μελέτη του Alan Wood για τη φιλοσοφία του Μπέρτραντ Ράσελ που τίθεται ως επίμετρο διαβάζουμε: «Εξέφραζε συχνά τη λύπη του… για το γεγονός ότι είχε γίνει φιλόσοφος και όχι επιστήμονας» (σελ. 416). Στην ίδια σελίδα παραθέτει τον ίδιο τον Ράσελ: «Η οποιαδήποτε αξιόλογη φιλοσοφία πρέπει να στηρίζεται πάνω σε ένα ευρύ και σταθερό θεμέλιο γνώσης, το οποίο δεν είναι ιδιαίτερα φιλοσοφικό». Υπάρχουν και άλλα αποσπάσματα στα οποία φαίνεται πόσο προκρίνει ο Ράσελ την επιστήμη σε σχέση με τη φιλοσοφία, με πιο χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από την «Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας»: «Η φιλοσοφία… είναι κάτι μεταξύ θεολογίας και επιστήμης… Η χώρα του τίποτα» (σελ. 10 αναφέρει η υποσημείωση, δεν ξέρω ποιας έκδοσης. Ασφαλώς κάπου στην αρχή).
  Θυμάμαι που, κάπου στα τέλη της 10ετίας του ’70 είχα δώσει εξετάσεις στο ΙΚΥ για μια υποτροφία για εκπόνηση διδακτορικής διατριβής πάνω στη φιλοσοφία. Απέτυχα. Σήμερα μπορώ να πω ευτυχώς. Το 1993 ξεκίνησα διδακτορική διατριβή με θέμα τις αφηγηματικές τεχνικές, την οποία υποστήριξα το 1996. Η λογοτεχνία εξακολουθεί να με συναρπάζει, η φιλοσοφία καθόλου. Υπάρχει όμως πάντα η νοσταλγία, και νομίζω ότι κατά καιρούς θα διαβάζω και κάποιο φιλοσοφικό βιβλίο, που όμως δεν θα έχει σχέση με τη λογική ή τη φιλοσοφία των μαθηματικών. 
  
Bertrand Russell, Autobiography, Routledge 2010, σελ. 746

  Το καλοκαίρι διάβασα τη «Φιλοσοφική μου εξέλιξη», που είναι μόνο εν μέρει αυτοβιογραφική. Η κανονική αυτοβιογραφία του Μπέρτραντ Ράσελ είναι αυτή εδώ.
  Τη βρήκα πολύ συναρπαστική, όχι μόνο γιατί ο Ράσελ αφηγείται πολύ ενδιαφέροντα επεισόδια από τη ζωή του, αλλά και για την ειλικρίνεια με την οποία μιλάει για εντελώς προσωπικά θέματα. Να σημειώσουμε ότι, εκτός από την αυτοβιογραφική αφήγηση, κάθε κεφάλαιο τελειώνει με επιστολές που είχε ανταλλάξει εκείνη την εποχή. Όμως πρέπει να ομολογήσω ότι δεν τις διάβασα. Η επιστολογραφία είναι ένα είδος που δεν μου αρέσει, και θυμάμαι ότι με απογοήτευσε το βιβλίο με τις επιστολές Ρίλκε-Τσβετάγιεβα-Πάστερνακ.
  Εκτός από τη «Φιλοσοφική μου εξέλιξη», το μόνο βιβλίο του Ράσελ που έχω διαβάσει είναι η «Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας», στα αγγλικά, όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών, και με άσβεστη ακόμη την αγάπη μου για τη φιλοσοφία. Το διάβασα το καλοκαίρι στην πλατεία του χωριού μου. Σε ένα διάλλειμα, ζωγράφισα σε μια σχεδόν κενή σελίδα το σπίτι του φίλου μου του Νικολή του Τριχά· πριν κάνουν οι γονείς του το φοβερό λάθος να αντικαταστήσουν την κεραμοσκεπή με τσιμεντοταράτσα· η οποία, με τις φοβερές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται στην Ιεράπετρα το καλοκαίρι, κάνει αφόρητη τη ζέστη στα δωμάτια.
  Αλλά ας επανέλθουμε στην αυτοβιογραφία.
  Δεν ήταν σε όλα της τα σημεία ενδιαφέρουσα. Ο Ράσελ αφιέρωσε πολλές σελίδες για άλλα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα, αλλά προφανώς γνωστά στον άγγλο αναγνώστη.
  Όχι όλα. Αυτά που έγραψε για τον Βιτγκενστάιν και τον Τζόζεφ Κόνραντ, για παράδειγμα, με ενδιέφεραν πάρα πολύ.
  Παρεμπιπτόντως για πρόσωπα γράφει και στο έργο του «Πάρτι και αερομαχίες» ο Ελίας Κανέτι, αυτοβιογραφικό έργο που καλύπτει όμως μόνο ένα μέρος της ζωής του, ανάμεσα στα οποία φιγουράρει και ο Ράσελ·  άλλοι θα έλεγαν δηκτικά, εγώ θα έλεγα με ζήλεια, τον παρουσιάζει ως γελοία ερωτύλο (το επιβεβαίωσα ξαναδιαβάζοντας την ανάρτηση που έκανα, για να βάλω τον σύνδεσμο).
  Η αυτοβιογραφία του στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο που έγραψε λίγο μετά το 1930. Όσο πλησιάζουμε προς το τέλος, τόσο περιορίζεται η αφήγηση και αναπτύσσεται ο δοκιμιακός λόγος, κυρίως πολιτικός. Ο Ράσελ, πέρα από μαθηματικός και φιλόσοφος, υπήρξε ένας κοινωνικός αγωνιστής. Για τις φιλειρηνιστικές του ιδέες φυλακίσθηκε για ένα εξάμηνο το 1918. Ήταν ένας από τους πιο φλογερούς πολέμιους της κούρσας των πυρηνικών εξοπλισμών, επισείοντας συνεχώς τον κίνδυνο για μια ολοκληρωτική καταστροφή της ανθρωπότητας, ενώ συνέστησε το «Δικαστήριο Ράσελ», με συμμετοχή διανοουμένων από όλο τον κόσμο, καταδικάζοντας τα εγκλήματα πολέμου. Οι πρώτοι που κάθισαν στο σκαμνί ήταν οι αμερικάνοι, για τα εγκλήματά τους στο Βιετνάμ.
  Να κλείσουμε με κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
  Διαβάζω λοιπόν ότι ο Βιτγκενστάιν, γόνος μιας πλούσιας οικογένειας, άφησε όλη του την περιουσία στα αδέλφια του, πιστεύοντας ότι «τα χρήματα είναι μια όχληση για ένα φιλόσοφο» (σελ. 314). Άφραγκος καθώς είχε μείνει, δεν είχε να πληρώσει τα εισιτήρια για να πάει στη Χάγη όπου θα συναντούσε τον Ράσελ. Έχω διαβάσει τη βιογραφία του, και έχω ξαναγράψει πόσο με εντυπωσίασε και μου έδωσε μαθήματα ζωής.
  Το παρακάτω κι αν είναι εντυπωσιακό!!!
  Όταν επισκέφτηκε τις φυλακές του Alice Springs στην Αυστραλία, του έκανε εντύπωση που τα κελιά ήταν τόσο άνετα. Στην απορία του απάντησαν ότι «όλοι οι διαπρεπείς πολίτες της πόλης (κτηνοτρόφοι οι περισσότεροι) θα βρισκόντουσαν κάποια στιγμή στη φυλακή. Κι αυτό γιατί όταν μπορούσαν έκλεβε ο ένας τα ζώα του άλλου» (σελ. 498). Και θυμήθηκα ένα ανέκδοτο που κυκλοφόρησε εδώ, για πιστώσεις που είχαν δώσει πολιτικοί για τη βελτίωση των φυλακών, θεωρώντας αναπόφευκτο ότι κάποια στιγμή θα φιλοξενηθούν σ’ αυτές.
  Θυμήθηκα επίσης το «Poetics of manhood» του Michael Herzfeld, μια ανθρωπολογική μελέτη για τη ζωοκλοπή στα Ανώγεια, που παρουσίασα πριν πολλά χρόνια στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας. Όχι, δεν έγραψε για φυλακές, θα το θυμόμουνα. Εξάλλου τόσο οι ζωοκλέφτες όσο και οι χασισοκαλλιεργητές έχουν υψηλή προστασία, σπάνια θα καταλήξουν στη φυλακή.
  Η Ελλάδα του άφησε άριστες εντυπώσεις. «Τα βουνά ήταν χιονοσκέπαστα αλλά οι κοιλάδες ήταν γεμάτες με ανθισμένα οπωροφόρα. Τα παιδιά χοροπηδούσαν στα χωράφια, και οι άνθρωποι φαίνονταν ευτυχισμένοι. Ακόμη και τα γαϊδούρια φαίνονταν ικανοποιημένα» (σελ. 540). Σήμερα δεν θα έβλεπε γαϊδούρια, θα έβλεπε datsun.
  Και πιο κάτω: «Οι Έλληνες που συναντήσαμε ή τους οποίους μας δόθηκε η ευκαιρία να παρατηρήσουμε, φαίνονταν ευγενικοί, εύθυμοι και έξυπνοι. Μας εντυπωσίασε που φαίνονταν τόσο ευτυχισμένοι παίζοντας με τα παιδιά τους στους κήπους της Αθήνας» (σελ. 540-541).
  Πριν κλείσω, θυμήθηκα κάτι. Δυο φορές λίγο έλλειψε να πεθάνει. Τη μια στην Κίνα από πνευμονία, την άλλη από κάτι σαν πνευμονικό οίδημα, και τη γλίτωσε επειδή τον μετέφεραν γρήγορα στο νοσοκομείο και τον συνέδεσαν με οξυγόνο.

  Πέθανε το 1970, σε ηλικία 98 χρονών. Αν σου είναι γραμμένα χρόνια… 

Tuesday, December 26, 2017

Larisa Shepitko, You and me (Ты и я, 1971)

Larisa Shepitko, You and me (Ты и я, 1971)


  «Εσύ κι εγώ, είμαστε αναγκαίοι σε κάποιους», είναι μια ατάκα από το έργο από την οποία πάρθηκε ο τίτλος της ταινίας.
  Είναι η δεύτερη και τελευταία έγχρωμη ταινία της Σεπίτκο, και η τέταρτη και προτελευταία της. Ένα τροχαίο έβαλε τέλος στην καριέρα και στη ζωή της το 1979.
  Ούτε στο ρώσικο σύνδεσμο βλέπω να αποτελεί μεταφορά πεζογραφήματος, όπως δυο προηγούμενα έργα της, απλά η Σεπίτκο συνυπογράφει το σενάριο μαζί με τον Генна́дий Фёдорович Шпа́ликов, ρώσο σεναριογράφο.
  Τελικά η Σεπίτκο είναι εξαίρετη προσωπογράφος. Στα «Φτερά» μας δίνει την προσωπογραφία της Ναντέζντα Πετρούσινα. Στο «Εσύ κι εγώ» μας δίνει τα πορτραίτα όχι ενός αλλά τεσσάρων προσώπων, τα οποία κουβαλάνε όλα τους τα ψυχολογικά τους προβλήματα.
  Κεντρικός ήρωας είναι ο Πιοτρ. Τι ήταν αυτό που τον οδήγησε, αυτόν τον ταλαντούχο νευροχειρουργό, να παρατήσει το επιστημονικό του έργο και να πάει να δουλέψει σαν απλός γιατρός στην ρώσικη πρεσβεία στη Σουηδία; Σε μια αναδρομή τον βλέπουμε να ελευθερώνει ένα σκυλί που είχαν σαν πειραματόζωο. Ίσως να ήταν μια από τις αιτίες της υπαρξιακής κρίσης που τον οδήγησαν σ’ αυτή την αυτοεξορία. Η ταινία όμως, στην κύρια ιστορία, τον παρακολουθεί στην επιστροφή του. Τρία χρόνια κάθισε στο εξωτερικό, ίσως συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν η κατάλληλη διέξοδος, και αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Θέλει να δουλέψει ξανά επιστημονικά, όμως βρίσκει τις πόρτες κλειστές. Η γυναίκα του η Κάτια προσπαθεί για πάρτη του, παρακαλεί τον Σάσα, παλιό συνάδελφό του, όπως και ο ίδιος άλλωστε, αλλά μάταια, δεν έχει καμιά διάθεση να τον βοηθήσει. Φλερτάρει ολοφάνερα την Κάτια. Κάποια στιγμή, βλέποντάς τους από μακριά ο Πιοτρ, καταλαβαίνει ότι κάτι παίζεται μεταξύ τους και σηκώνεται και φεύγει. Πιάνει δουλειά σαν γιατρός σε μια κινητή ιατρική μονάδα. Η Κάτια μάταια παίρνει τηλέφωνα, δεν είναι σπίτι, δεν απαντάει.
  Ο Πιοτρ κάποια στιγμή συναντάει την Νάντια, μια νεαρή κοπέλα που έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Φαίνεται ότι κάτι θα παιχτεί ανάμεσά τους.
  Τίποτα δεν θα συμβεί, όπως και ανάμεσα στον Σάσα και την Κάτια η οποία δεν βγάζει από το μυαλό της τον Πιοτρ, παρόλο που κάποια στιγμή δίνεται στην ταινία αυτή η αφηγηματική αναμονή. Η Λαρίσα αφήνει τους ήρωές της στις μοναξιές τους.
  Το τέλος είναι εντυπωσιακό. Υποψιαζόμαστε την πρόθεση του Πιοτρ να αυτοκτονήσει, όμως συναντάει στο χιονισμένο δάσος το σκυλί που είχαν ελευθερώσει. Τον σώζει, όπως είχε σώσει μια κατσίκα την Νάντια από μια απόπειρα αυτοκτονίας που σχεδίαζε πριν από αυτήν που έκανε τελικά. Η κατσίκα την κοίταζε επίμονα, και δεν βρήκε το θάρρος να κρεμαστεί μπροστά της.
  Οι ταινίες της Λαρίσα μου άρεσαν ίσως περισσότερο από τις ταινίες του συζύγου της, του Έλεμ Κλίμοφ. Η ποίηση των εικόνων, οι εκφραστικότατες σιωπές, οι κινήσεις της κάμερας γύρω, προς και από τους ήρωες, η εκφραστικότητα των προσώπων τους, με μάγεψαν.
  Θεωρώ το σασπένς μια μεγάλη αρετή σε μια ταινία, όμως δεν είναι εκ των ων ουκ άνευ. Εδώ απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά, όπως εξάλλου απουσίαζε και στα «Φτερά». Όμως υπήρχαν δυο εξαιρετικά εφέ απροσδόκητου, το ένα στην αρχή και το άλλο λίγο πριν τη μέση της ταινίας.
  Την ταινία τη βρήκα στο youtube βάζοντας τον ρώσικο τίτλο. Είναι με αγγλικούς υπότιτλους.
  Θα αργήσουμε λίγο να αναρτήσουμε για την τελευταία ταινία της Σεπίτκο. Μια και έκανα την αρχή με άλλες δυο ταινίες της θέλω να διαβάσω το μυθιστόρημα του οποίου είναι μεταφορά, και το βρήκα μόνο στα ρώσικα.

  Ξέχασα να το γράψω, η προηγούμενη ταινία της για την οποία ανάρτησα ήταν «In the 13th hour of the night». Επίσης ξέχασα να αναφέρω ότι η μουσική ήταν του εξαίρετου Άλφρεντ Σνίτκε

Monday, December 25, 2017

Victoria Hislop (1959- )

 Victoria Hislop (1959- ) 

Victoria Hislop, Το νησί, Ο γυρισμός

Victoria Hislop, Το νησί, μετ. Μιχάλης Δελέγκας, Διόπτρα 2008, σελ. 500

  Δεν είμαι σίγουρος, πρέπει να πρωτοπήγα στο νησί με το σχολείο, το 1ο γυμνάσιο της Ιεράπετρας. Ο συμμαθητής μου ο Μανώλης ο Μπεμπελάκης, δάσκαλος τώρα, καταγόταν από τη διπλανή Ελούντα, ένα ασήμαντο χωριουδάκι εκείνη την εποχή που γνώρισε μεγάλες δόξες επί Ανδρέα Παπανδρέου. Είμαι  βέβαιος ότι ξαναπήγα και αργότερα.
  Δεν θυμάμαι αν διάβασα τη «Σπίνα λόγκα» του Θέμου Κορνάρου, πάντως ήξερα το έργο. Διαβάζω τώρα στο διαδίκτυο ότι γράφηκε το 1933. Ο Ιάσων Ευαγγέλου στο φιλολογικό του καφενείο μας επαναλάμβανε πολλές φορές μια ιστορία από αυτό το βιβλίο που τον εντυπωσίασε, και έδειχνε την απεγνωσμένη προσπάθεια του ανθρώπου για επαφή. Χρόνια μετά συνάντησα τον Μανώλη Χαρούλη, τον πατέρα του Γιάννη που τότε ήταν ακόμη μαθητής, έναν ταλαντούχο πολυτεχνίτη από τα Λακόνια (εκτός των άλλων παίζει και λύρα), που εκείνη την εποχή έκανε αναστηλώσεις στην Σπίνα λόγκα. Έχω ακόμη ένα δώρο του, ένα μικρό ξιφάκι.
  Το Πάσχα που μας πέρασε ο ξάδελφός μου ο Γιάννης ο Ζωγραφάκης από τον Άγιο Νικόλαο με προσκάλεσε να πάμε να δούμε τα σκηνικά που έστησαν για τα γυρίσματα του σήριαλ, μια ολόκληρη Σπίνα λόγκα στην απέναντι όχθη. Κάτι μου έτυχε και δεν πήγα.
  Πέρυσι το καλοκαίρι μου έδωσε ο ξάδελφός μου ο Γιώργης ο Τζανετάκης το βιβλίο της Hislop, μιλώντας μου με ενθουσιασμό γι’ αυτό. Το άφησα στην Κρήτη, στην Αθήνα με περιμένουν ένα σωρό άλλα βιβλία, αλλά φέτος το έβαλα σε απόλυτη προτεραιότητα. Αφού τέλειωσα το «Χίλιες και μια νύχτες» που είχα ξεκινήσει να διαβάζω στο πλοίο και το «Πάρτι και αερομαχίες» του Ελίας Κανέτι που είχα αγοράσει το Πάσχα, πήρα και διάβασα αυτό.
  Το βιβλίο έχει διπλό ενδιαφέρον, και για μας τους κρητικούς τριπλό. Κατ’ αρχήν δίνει μια εικόνα της Σπίνα λόγκα, το νησάκι απέναντι από την Ελούντα που χρησιμοποιήθηκε για να απομονώνουν τους λεπρούς για πάνω από πενήντα χρόνια, μέχρι που ανακαλύφθηκε θεραπεία για την αρρώστια. Μια και το νησί βρίσκεται στην Κρήτη, ενδιαφέρει εμάς τους κρητικούς. Τέλος υπάρχουν ιστορίες αγάπης και χωρισμών, απιστίας και εκδίκησης, που είναι συγκλονιστικές. Η Hislop τις δίνει με λιτό και απέριττο τρόπο, προσωπογραφώντας με μαεστρία τους πρωταγωνιστές της, περιγράφοντας όμως τα συναισθήματα που τους κατακλύζουν στις απότομες και δραματικές καμπές της ζωής τους με μεγάλη γλαφυρότητα.  Τέτοιες δραματικές στιγμές είναι η αποκάλυψη από την Ελένη και αργότερα από την κόρη της Μαρία ότι έχουν προσβληθεί από την αρρώστια και η μοίρα τους είναι να εξοριστούν σ’ αυτό το νησί. Ο έρωτας επίσης της άρρωστης Μαρίας με τον γιατρό της δίνεται με πολύ συγκινητικό τρόπο.
  Στο βιβλίο διαβάζουμε για έναν λεπρό που διέσχιζε συχνά κολυμπώντας τη στενή λωρίδα της θάλασσας που χώριζε την Σπίνα λόγκα από την ξηρά, για να συναντήσει τη γυναίκα του και το παιδί του. Σε μια του έξοδο όμως τον εντόπισε ένας γερμανός στρατιώτης ενώ έφτανε στην ακτή, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε.
   «…ήταν ένας νεαρός ονόματι Νίκος. Αποκαλύφθηκε ότι έφευγε τακτικά από το νησί όταν ήταν θεοσκότεινα, για να επισκεφτεί τη γυναίκα και το παιδί του. Υπήρχε η φήμη ότι ο γιος του γιόρταζε τα τρίτα γενέθλιά του τη μέρα που σκοτώθηκε και ήθελε, για μια φορά, να τον δει πριν πέσει η νύχτα» (σελ. 184).
  Όχι, δεν ήταν ο άντρας της Αμαλίας, της περιπτερούς του χωριού μου. Αυτός είχε τρία παιδιά. Ο πρώτος λεγόταν Νίκος. Ο τελευταίος γεννήθηκε, αν δεν κάνω λάθος, το 1947. Συχνά το έσκαγε από τη Σπίνα λόγκα για να συναντήσει τη γυναίκα του. Κάποια φορά δεν τα κατάφερε. Καθώς ερχόταν ή καθώς επέστρεφε; Δεν ξέρω. Αυτό που άκουσα είναι ότι πνίγηκε.
  Διαβάζω ακόμη:
  «…κάθονταν για ώρες αναμασώντας τα αποφθέγματα αυτού του γίγαντα των γραμμάτων όπως και άλλων συγγραφέων» (σελ. 408). Ποιος είναι ο «γίγαντας των γραμμάτων»; Ο Νίκος Καζαντζάκης. Και το γράφει αυτό μια αγγλίδα, όχι μια ελληνίδα για να ευλογήσει τα ελληνικά μας γένια. Μας δίνει επίσης την πληροφορία ότι στην εφημερίδα των λεπρών που εκδιδόταν στην Σπίνα λόγκα, δημοσιεύτηκε σε συνέχειες ο «Καπετάν Μιχάλης».
  Το βιβλίο το βρήκα ιδιαίτερα συναρπαστικό και το συνιστώ ανεπιφύλακτα, ιδιαίτερα στους Κρητικούς. Δεν είμαι λάτρης των σήριαλ, αλλά σίγουρα θα δω μια δυο συνέχειες από αυτό που ετοιμάζεται, και θα αρχίσει η προβολή του, όπως άκουσα, τον Σεπτέμβρη. Ελπίζω να μην προδώσει, όχι το βιβλίο, αλλά την Κρήτη, την ηθογραφία της, και φυσικά την ιστορία της Σπίνα λόγκα, όπως δεν την πρόδωσε η Hislop.
    Ψάχνοντας στο διαδίκτυο βρίσκω στο you tube μερικά video από την εκπομπή του Σταύρου Θοδωράκη «Πρωταγωνιστές». Σε ένα από αυτά ακούω για δυο ακόμη συγκινητικές ιστορίες. Ο Σταύρος Θοδωράκης επισκέπτεται μια γυναίκα η οποία του λέει ότι όταν αρρώστησε, ο άντρας της την ακολούθησε στην εξορία της. Λίγο πιο κάτω το αντίστροφο: η γυναίκα ακολούθησε τον άντρα. Αυτός κι αν είναι έρωτας!!!
  Ενδιαφέρουσες πληροφορίες βρήκαμε και σ’ αυτή την ιστοσελίδα: http://www.pare-dose.net/?p=3690 Επί πλέον υπάρχουν και δυο video. Το ένα αναφέρεται στον Επαμεινώνδα Ρεμουνδάκη, που έγραψε ένα αυτοβιογραφικό έργο με τίτλο «Αητός χωρίς φτερά». Το άλλο είναι η δεκάλεπτη περίπου ταινία του Werner Herzog «Τα τελευταία λόγια», που δείχνει τον «Καρεκλά», τον ξακουστό κρητικό λυράρη που πήγε να ζήσει με τους λεπρούς αν και δεν ήταν λεπρός και έμεινε στο νησί όταν αυτοί έφυγαν. Τον απομάκρυναν αργότερα με τη βία. Αξίζει να τα δείτε.
  Τέλος βρήκα το θαυμάσιο «Lordre» (1973) του Jean Daniel Paullet, ολόκληρο το σαραντάλεπτο φιλμ στο youtube, και το ανάρτησα. Δυστυχώς είναι χωρίς υπότιτλους, όμως έχει μια μεγάλη συνέντευξη με έναν λεπρό που διακόπτει κατά διαστήματα την ντοκιμαντερίστικη περιπλάνηση της κάμερας, η οποία δείχνει ακριβώς τον χώρο για τον οποίο μιλάει η Hislop στο μυθιστόρημά της. Όσοι έχουν διαβάσει το μυθιστόρημα πρέπει οπωσδήποτε να δουν αυτό το ντοκιμαντέρ του πρόωρα χαμένου γάλλου σκηνοθέτη. Είναι ακριβώς η προηγούμενη ανάρτησή μου.

Victoria Ηislop, Ο γυρισμός, μετ. Μιχάλης Δελέγκος, Διόπτρα 2008, σελ. 500

  Πριν λίγες μέρες διάβασα το «Νησί», και αμέσως μετά, καπάκι, τον «Γυρισμό». Θα ήθελα να ξεκινήσω με ζητήματα πρόσληψης.
  Ο ξάδελφός μου, ο Γιώργης ο Τζανετάκης που μου δάνεισε το «Νησί» αλλά διάβασε και τον «Γυρισμό» (τον «Γυρισμό» τον δανείστηκα από τον ανιψιό μου τον Μανώλη τον Δερμιτζάκη), μου είπε ότι ο «Γυρισμός» δεν του άρεσε όσο το «Νησί». Εγώ βρήκα και το «Γυρισμό» εξίσου ωραίο. Γιατί όμως δεν του άρεσε;
  Προφανώς ένα έργο το αξιολογούμε όχι μόνο από την λογοτεχνικότητά του, αλλά και από εξωλογοτεχνικούς παράγοντες. Πιστεύω ότι το «Νησί» άρεσε περισσότερο στον ξάδελφό μου γιατί η υπόθεσή του διαδραματίζεται στην Σπίνα Λόγκα, που βρίσκεται κάπου 30 χιλιόμετρα μακριά από το χωριό μας. Είναι ένα μέρος που το έχουμε επισκεφθεί, που ξέρουμε την ιστορία του πολύ πριν τη γνωρίσουν και πολλοί άλλοι έλληνες (το βιβλίο έγινε best seller και στην Ελλάδα), και θα την γνωρίσουν πολύ περισσότεροι όταν θα αρχίσει να προβάλλεται το σήριαλ από το Mega, νομίζω τον Σεπτέμβρη.
  Εμένα μου άρεσε εξίσου και η «Επιστροφή». Μου άρεσε γιατί ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, στο φόντο του οποίου τοποθετείται η ιστορία, για να μην πω ότι η ιστορία αποτελεί την πρόφαση για να προβληθεί αυτό το φόντο, είναι ένα θέμα που με αγγίζει ιδιαίτερα. Εμείς ξεμπερδέψαμε με τη δική μας δικτατορία σε επτά μόλις χρόνια, όμως οι ισπανοί έπρεπε να περιμένουν 36 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το θάνατο του Φράνκο, για να απελευθερωθούν από τη δική τους δικτατορία.
  Αλλά ας πάμε στο βιβλίο.
  Εντύπωση μου έκανε η δομή – εδώ θα μπορούσε να πει πολλά πράγματα ένας στρουκτουραλιστής – του έργου. Και αυτό γιατί είναι σχεδόν πανομοιότυπη με τη δομή του «Νησιού».
  Και οι δυο ιστορίες είναι εγκιβωτισμένες. Η εγκιβωτίζουσα ιστορία  τοποθετείται στο παρόν. Δυο γυναίκες, και οι δυο από την Αγγλία, βρίσκονται σε άσχημη σχέση με τον σύντροφό τους. Και οι δυο φεύγουν για μια άλλη χώρα: στο «Νησί» για αναζήτηση του οικογενειακού παρελθόντος, στην «Επιστροφή» από μια γονιδιακή παρόρμηση για το χορό, αλλά και με μια υποψία. Μια γυναίκα στο «Νησί» αφηγείται στην Αλέξις την ιστορία της μητέρας της. Ένας άντρας διαβάζει γράμματα μιας γυναίκας, που η Σόνια έχει υποψιαστεί, και επιβεβαιώνεται στο τέλος, ότι είναι η μητέρα της.
  Το είπαμε ήδη, η ιστορία στην «Επιστροφή» είναι περίπου προσχηματική για να δοθεί το φόντο του ισπανικού εμφύλιου πολέμου. Η Σόνια φεύγει από την Αλάμπρα για να ψάξει να βρει τον άνδρα που αγαπά. Παρακολουθώντας την στην αναζήτησή της, βλέπουμε το δράμα των αμάχων. Ο αδελφός της φεύγει με τους φίλους του για να ενωθεί με τους δημοκρατικούς στην πολιορκημένη Μαδρίτη. Παρακολουθώντας τον βλέπουμε το δράμα των μαχητών. Οι δυο φίλοι του θα σκοτωθούν, ενώ ο ίδιος καταφεύγει στη Γαλλία. Οι καταυλισμοί που έφτιαξαν οι Γάλλοι για τους εξόριστους λίγο διαφέρουν από στρατόπεδα συγκέντρωσης. Επιστρέφοντας στην Ισπανία θα συλληφθεί, θα καταδικαστεί σε τριάντα χρόνια φυλάκισης και θα πεθάνει σε καταναγκαστικά έργα.
  Όσα και να ξέρεις για μια ιστορική περίοδο, πάντα υπάρχει κάτι καινούριο να μάθεις. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι ο κόσμος των ταυρομάχων κατά πλειοψηφία είχε ταχθεί με τον Φάνκο. Ένας αδελφός της Σόνιας είναι ταυρομάχος. Θα εκτελεσθεί από τους δημοκρατικούς, καθώς τον υποπτεύονται ότι κάρφωσε κάποιους γείτονές του.
  Διαβάζουμε: «… σε μια ταυρομαχία, ο αγώνας είναι κάπου κάπου ισορροπημένος και ο ταυρομάχος και το ζώο έχουν ίσες ευκαιρίες» (σελ. 131).
  Σοβαρολογεί η Hislop; Άκου κάπου κάπου! Σπάνια, πολύ σπάνια είναι που θα νικήσει ο ταύρος. Και επειδή εγώ είμαι πάντα με τον ταύρο δεν έχω σκοπό να παρακολουθήσω ποτέ μου ταυρομαχία, μια και κατά 99% θα κερδίσει ο ταυρομάχος και θα νοιώσω θλίψη.
  Διαβάζουμε:
  «…η κατάργηση του codigo civil, του αστικού κώδικα που έδινε στους άντρες τα πρωτεία έναντι των συζύγων τους, είχε τεράστια σημασία… Ο σύζυγος οφείλει να προστατεύει τη γυναίκα και η σύζυγος οφείλει να υπακούει το σύζυγό της… Ο σύζυγος είναι ο εκπρόσωπος
της συζύγου. Εκείνη δεν μπορεί, χωρίς την άδειά του, να εμφανιστεί σε δικαστήριο… Ο παλιός νόμος ουσιαστικά απαγόρευε στις γυναίκες να χωρίσουν τους συζύγους τους» (σελ. 137-138).
  Εύκολο είναι να καταργήσεις έναν codigo civil, έναν αστικό κώδικα, όμως είναι δύσκολο να καταργήσεις ένα θρησκευτικό κώδικα όπως η σαρία. Γι’ αυτό και οι γυναίκες στο ισλάμ την έχουνε βαμμένη.
  Διαβάζουμε:
  «Κανείς από όσους παρακολουθούσαν μια ταυρομαχία δεν θα αμφέβαλλε ποτέ για το δεσμό ανάμεσα σε αυτό το άθλημα και τα ταυροκαθάψια της αρχαίας Κρήτης» (σελ.142-143). Ξέρει άραγε η Hislop ότι ο μινωίτης κρητικός δεν σκότωνε τον ταύρο, δεν κρατούσε καν μαχαίρι, αλλά έπαιζε μαζί του, πηδώντας πάνω από την πλάτη του; Τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με μια ταυρομαχία; [Συμπληρώνω τώρα, στη συνολική ανάρτηση, ότι η λέξη «αποταυρίζομαι» που χρησιμοποιούμε ακόμα στην Κρήτη, πιθανώς να είναι μια νεκρή μεταφορά μιας αρχικής σημασίας, την οποία υποδηλώνει μια πιθανή ετυμολόγηση από το «από+ταύρος», που μάλλον δήλωνε μια κίνηση στα ταυροκαθάψια παρόμοια με την κίνηση του ξεμουδιάσματος].
  Το παρακάτω πραγματικά με εξέπληξε:
  «Το πιο ανησυχητικό ήταν η αίσθηση αποδοκιμασίας σε μερικές περιοχές των δημοκρατικών, όπου οι αφίσες είχαν αρχίσει να παρουσιάζουν τον χορό ως έγκλημα. Τοποθετούνταν από τους αναρχικούς και προκαλούσαν όχι μόνο ενοχές αλλά και φόβο… Guerra a la inmoralidad, πόλεμος στην ανηθικότητα, βοούσε η επικεφαλίδα της αφίσας. Ο χορός συγκαταλεγόταν, μαζί με την κατανάλωση αλκοόλ στα μπαρ, τις εξόδους στον κινηματογράφο και το θέατρο, στα πράγματα που παρεμπόδιζαν τον αγώνα εναντίον του φασισμού» (σελ. 339).
  Μπράβο οι αναρχικοί!
  Πιο πριν είχαμε διαβάσει: «(στην φρανκοκρατούμενη Γρανάδα) οι γυναίκες ήταν υποχρεωμένες να ντύνονται σεμνά, να καλύπτουν τα χέρια τους και να φορούν ψηλούς γιακάδες, αλλά, το πιο σημαντικό, είχε απαγορευτεί η ‘ανατρεπτική’ μουσική όπως και ο χορός. Ο γύψος του καθεστώτος έκανε τη Μερσέντες να θέλει ακόμη περισσότερο να χορέψει» (σελ. 246).
 Τελικά και οι αναρχικοί και οι φρανκιστές τα είχαν με το χορό.
 Η εγκιβωτίζουσα ιστορία στην «Επιστροφή» ξεπερνάει τις 120 σελίδες, δηλαδή ξεπερνάει σε μάκρος, χωρίς να έχει το σασπένς της, την πολύ συντομότερη εγκιβωτίζουσα ιστορία στις «Χίλιες και μια νύχτες» που παρουσιάσαμε πρόσφατα. Νομίζω είναι ένας περιττός πλατειασμός. Το αναγνωστικό ενδιαφέρον το κλέβουν εντελώς οι σελίδες για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο.
  Η μετάφραση μας άρεσε, οι ισπανικές λέξεις που αφθονούν έχουν αποδοθεί σωστά στην προφορά τους, με εξαίρεση το trahe de luces, το ένδυμα των φώτων (suit of lights). Είναι λούθες, όχι λούκες. Και η Mercedes, η μητέρα, είναι Μερθέδες, άντε, Μερσέδες στα λατινοαμερικάνικα, αλλά όχι Μερσέντες. Λίγο ακόμη και ο μεταφραστής θα την έκανε μερσεντές.

  Καλό το βιβλίο, το διάβασα απνευστί. Είμαι βέβαια σε διακοπές, και έχω αυτή την πολυτέλεια.