Book review, movie criticism

Thursday, October 29, 2020

Robert Guédiguian, Η ελπίδα του κόσμου (Gloria mundi, 2019)

Robert Guédiguian, Η ελπίδα του κόσμου (Gloria mundi, 2019)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.

  Δεν συμφωνώ πάντα με τους κριτικούς όπως δεν συμφωνώ πάντα και με την κοινή γνώμη. Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές δεν μπορώ να ξέρω τι αστεράκια θα βάλουν οι κριτικοί για την ταινία, θα ξέρω την Πέμπτη, βλέπω όμως ότι έχει βαθμολογία στο IMDb μόλις 6. Εγώ έβαλα οκτώ γιατί πολύ μου άρεσε (τελικά έβαλαν από 2 μέχρι 3.5, με μέσο όρο 3).

  Μου άρεσε το σενάριο. Θα το ξαναπώ, έχει υποτιμηθεί πολύ το σενάριο σε σχέση με τη σκηνοθεσία. Η σκηνοθεσία εδώ δεν έχει τίποτα το εντυπωσιακό, διεκπεραιωτική όπως είναι στην πλειοψηφία των ταινιών, όμως το σενάριο πολύ μου άρεσε.

  Δεν ενδιαφέρουν πολύ οι μοίρες φτωχών ανθρώπων. Παλιότερα ήταν χειρότερα, μόνο βασιλιάδες, πρίγκηπες και πριγκηποπούλες ήταν τα πρόσωπα που ακούγαμε ή διαβάζαμε σε ιστορίες και παραμύθια.

  Δυστυχισμένα τα πρόσωπα της ταινίας, δυο νεαρά ζευγάρια και τρεις ηλικιωμένοι: η μητέρα των κοριτσιών, ο πατέρας του ενός που αποφυλακίσθηκε τώρα μόλις αφού εξέτισε ποινή είκοσι ετών για φόνο, που όμως ήταν για αυτοάμυνα, και ο πατέρας του δεύτερου, ο οποίος την έσωσε από μια απερίγραπτη δυστυχία με το να την παντρευτεί. Δουλεύει καθαρίστρια. Θα εξοστρακισθεί από τους απεργούς επειδή, έχοντας φοβερή ανάγκη από χρήματα, δεν θέλει να συμμετάσχει στην απεργία τους. Ο άντρας της δουλεύει οδηγός σε πούλμαν.

  Θα δυσκολευτεί να αποδεχθεί τον πατέρα της η μεγάλη κόρη, ο οποίος είχε φυλακισθεί όταν αυτή ήταν μωρό. Όμως θα γίνει και αυτό, σιγά σιγά.

  Αγωνίζονται με τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Η πίεση είναι μεγάλη. Όχι όμως για τη δεύτερη κόρη και τον άντρα της, που έχουν κατάστημα μεταχειρισμένων ειδών και ετοιμάζονται να ανοίξουν και δεύτερο.

  Παλιά έλεγα: Οι καλοί φτωχοί και οι κακοί πλούσιοι, οι καλοί αριστεροί και οι κακοί δεξιοί. Εδώ και πολλά χρόνια έχω καταλάβει ότι καλοί και κακοί υπάρχουν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.

  Έτσι και εδώ. Καλοί είναι οι δυο ηλικιωμένοι άντρες, η ηλικιωμένη γυναίκα, ενώ από τους νέους μόνο ο ένας θα κερδίσει τη συμπάθειά μου.

  Αξίζει να τα αναφέρουμε αυτά: ο άντρας που αποφυλακίσθηκε γράφει χάι κου και στο τέλος προβαίνει σε μια μεγαλειώδη πράξη αυτοθυσίας.

  Και μια σκηνή από την ταινία.

  Έρχεται στο κατάστημα μια με μπούργκα. Θέλει να πουλήσει μια φρυγανιέρα.

  -Πέντε ευρώ, της λέει η μικρή κόρη. Όμως να δω την ταυτότητά σου.

  Τη βγάζει και τη δείχνει.

  Πώς να καταλάβει αν είναι πράγματι αυτή;

  -Πρέπει να βγάλεις το πέπλο. Πώς να ξέρω ότι δεν είσαι μια κλέφτρα ή μια τρομοκράτησα κάτω από το πέπλο;

  -Δεν μου επιτρέπεται.

  Βάζει τη φρυγανιέρα μέσα στη θήκη.

  -Θα σου δώσω τα πέντε ευρώ αν δω το πρόσωπό σου.

  Τι να κάνει αυτή, κατεβάζει το πέπλο.

  -Είσαι πιο όμορφη έτσι, της λέει η μικρή κόρη.

  Τι πιο όμορφη, κούκλα.  

 

 

 

Sean McNamara, Σαν το σκύλο με τη γάτα 3 (Dogs and cats 3: paws unite, 2020)

Sean McNamara, Σαν το σκύλο με τη γάτα 3 (Dogs and cats 3: paws unite, 2020)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.

  Το τι σημαίνει αυτή η παρομοίωση δεν υπάρχει νομίζω κανείς που να μην το ξέρει.

  Η γάτα και ο σκύλος είναι άσπονδοι εχθροί. Συχνά στο παρκάκι στα Καραγιαννέικα όπου πηγαίνω και περπατάω βλέπω σκυλιά που οι ιδιοκτήτες τους τα έχουν αφήσει λυτά να κυνηγάνε γάτες που θα συναντήσουν. Αυτές τρομαγμένες τρέχουν και σκαρφαλώνουν στο πρώτο δένδρο που θα βρουν κοντά τους.

  Υπάρχουν και οι εξαιρέσεις.

  Ο Θάνος κρατάει μαζί του γατοτροφή κάθε μέρα που πηγαίνει βόλτα τον σκύλο του. Οι γάτοι τον περιμένουν πώς και πώς. Μόλις τον δουν τρέχουν κοντά του. Αφήνει την τροφή σε μιαν άκρη. Όμως όχι σε ένα σωρό αλλά σε μικρά σωρουλάκια, όσοι είναι και οι γάτοι, για να μην τσακώνονται. Το σκυλί παρακολουθεί. Είναι φίλοι του Θάνου, άρα και δικοί του. Συχνά στη δεύτερη βόλτα τον παίρνουν από πίσω. Μπροστά το σκυλί (πάντα είναι πιο βιαστικά από τα αφεντικά, ποτέ δεν είδα σκυλί να είναι πίσω του) και αυτά να ακολουθούν.

  Θυμάμαι και τον Σεντίκ, χρόνια τώρα. Πολλές φορές τον είδα να κοιμάται μαζί με το γάτο της πολυκατοικίας ξαπλωμένο στην κοιλιά του.

  Έχει υπογραφεί ένα σύμφωνο φιλίας ανάμεσα στους γάτους και τους σκύλους, σαν αυτό που υπέγραψαν το 1930 ο Κεμάλ και ο Βενιζέλος. Έλα όμως που κάποια άλλα ζώα, σε ένα pet shop, το φέρνουν βαρέως από τη ζήλεια; Γιατί οι άνθρωποι να παίρνουν σαν κατοικίδια σκυλιά και γατιά και όχι άλλα ζώα, όπως π.χ. τον Παπαγάλο, τη σαύρα, το βάτραχο, το φίδι… -Τα ψάρια δεν μετράνε, ακούω τρεις φορές νομίζω την ατάκα.

  Και θυμήθηκα άλλη μια ατάκα από παλιά ελληνική κωμωδία, με τον Ντίνο Ηλιόπουλο: -Το πουλάκι τσίου τσίου, το παπάκι πα πα πα, τα ψαράκια… τίποτα.

  Ο παπαγάλος λοιπόν συνωμοτεί με τα άλλα ζώα. Είναι χάκερ, έχει κλέψει τους κωδικούς από ασύρματα δίκτυα και τα κάνει να εκπέμπουν κύματα που αναζωπυρώνουν την παλιά έχθρα σκυλιών και γατιών. Η Gwen (γάτα) και ο Ρότζερ (σκύλος) αποφασίζουν να ανακαλύψουν τον χάκερ. Η ειρήνη ανάμεσα στα σκυλιά και τα γατιά πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία.

  Τι λέτε, θα τα καταφέρουν;

  Στο frame που βάζω είναι οι ιδιοκτήτες της Gwen και του Ρότζερ. Ετοιμάζονται να φιληθούν.  

 

Wednesday, October 28, 2020

Andrei Tarkovski, Η θυσία (Offret, 1986)

Andrei Tarkovski, Η θυσία (Offret, 1986)

 


  Επί τέλους!!!! Φτάσαμε στο τέλος.

  Κρίμα δηλαδή.

  Αν δεν πέθαινε τόσο νωρίς ο Ταρκόφσκι θα μας έδινε και άλλα αριστουργήματα.

  Στο ρόλο του γιατρού Αλεξάντερ, του κεντρικού προσώπου της ιστορίας, εμφανίζεται και πάλι ο Erland Josephson, o «Domenico» της «Νοσταλγίας», σε ένα παρόμοιο ρόλο, το ρόλο του διαταραγμένου, αν και εδώ λιγότερο (ή μήπως περισσότερο;).

  Όπως λέει ο Ταρκόφσκι, ο Αλεξάντερ είναι ανήσυχος «εξαιτίας των πιέσεων της αλλαγής, των διαφωνιών στην οικογένεια και της απειλής που συνιστά η αμείλικτη ανάπτυξη της τεχνολογίας». Η τελική του κατάρρευση οφείλεται στον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο που μόλις έχει ξεσπάσει, για τον οποίο δεν έχει καμιά αμφιβολία ότι θα είναι ολοκληρωτικός, δηλαδή πυρηνικός, από τον οποίο θα καταστραφούν τα πάντα στη γη.

  Υπάρχει τρόπος να σωθεί η γη;

  Ναι, με τη θυσία.

  Είναι διατεθειμένος να θυσιάσει την οικογένειά του, το σπίτι του, τα πάντα, για να σωθεί η ανθρωπότητα.

  Οι θυσίες παλιά, οι προσφορές σήμερα (ταξίματα, ασημένια χέρια, πόδια, μάτια, κ.λπ.) στηρίζονται σε ένα ψυχολογικό μηχανισμό τον οποίο κουβαλάμε από τα πρώτα στάδια ανάπτυξης της ανθρωπότητας, τότε που δεν υπήρχε το χρήμα αλλά η ανταλλαγή, τον οποίο θα διατυπώναμε ως «Σου δίνω, δώσε μου κι εσύ». Δίνει η γυναίκα στις γειτόνισσες από το ψωμί που μόλις έψησε στο φούρνο της, όμως περιμένει ότι όταν και εκείνες φουρνίσουν θα της δώσουν ψωμί. Το έζησα αυτό στο χωριό μου.

  Στην περίπτωση με το Θείο βέβαια δεν είναι μόνο, ή όχι πάντα, η αναμονή γενικά και αόριστα. Ζητάμε συγκεκριμένα πράγματα. Σου προσφέρω, όμως κάνε μου κι εσύ αυτό που σου ζητώ.

  Καμιά φορά τα πράγματα πάνε ανάποδα, με το τάξιμο. Ο Θεός όμως συχνά δεν τσιμπάει με τέτοια.

  Θυμάμαι μια εκδρομή που είχαμε κάνει στην Τήνο. Μόλις είχα πάρει το διδακτορικό μου. Η γυναίκα μου μού είπε να ανάψω μια λαμπάδα στην Παναγία για να με κάνει πανεπιστημιακό. Όχι, είπα, θα έλθω στην Τήνο να ανάψω τη λαμπάδα μόνο αν γίνω πανεπιστημιακός. Την ίδια τακτική ακολούθησα και όταν κτίζαμε το σπίτι. Ποτέ δεν προπλήρωσα τους μαστόρους, κάποιοι την έπαθαν, ανάμεσα στους οποίους και ένας φίλος μου ο οποίος έπαθε ζάχαρο από τη στενοχώρια του και πέθανε στα εξηνταπέντε του απ’ αυτό. Ένας με έβρισε επειδή αρνήθηκα να τον προπληρώσω. Παρενέβη ο φίλος μου ο Σταύρος που είναι θείος του, έκανε τη δουλειά για την οποία είχαμε συμφωνήσει και έπειτα τον πλήρωσα.

  Η Παναγία αγανάκτησε. Α, τέτοιος είσαι; Ποτέ σου να μη γίνεις.

  Και δεν έγινα.

  Το γιατί δεν έγινα οφείλεται σε πράγματα που ξέρουν όσοι βρίσκονται στους πανεπιστημιακούς χώρους. Όμως οφείλεται και σε γκαντεμιά. Φρόντισε γι’ αυτή η Μεγαλόχαρη.

    Εκτός από τη θυσία υπάρχει ένας ακόμη τρόπος να σωθεί ο κόσμος: να κάνει ο Αλεξάντερ έρωτα με τη Μαρία, την υπηρέτριά τους, που μένει μόνη σε ένα σπίτι εκεί κοντά. Αυτή τη συμβουλή του δίνει ο ταχυδρόμος, ο οποίος τη θεωρεί σαν «καλή» μάγισσα.

  Αναρωτιόμουν πώς θα χειριζόταν αυτό το επεισόδιο ο Ταρκόφσκι και διαπίστωσα ότι το χειρίστηκε με πραγματικά μεγαλειώδη τρόπο.

  Όμως δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να προβεί και στη θυσία.

  Ποια ήταν η θυσία που έκανε ο Αλεξάντερ;

  Έβαλε φωτιά στο σπίτι.

  Πάλι καλά που δεν έσφαξε το γιο του.

  Ο Θεός το έκανε μια φορά με τον Αβραάμ, δεν νομίζω ότι θα το επαναλάμβανε.

  Μεγάλος ο Ταρκόφσκι, θα ξαναπώ άλλη μια φορά τα φετίχ του.

  Μακρά πλάνα. Αργή κίνηση της κάμερας, συχνά σε τράβελινγκ. Ζουμάρισμα και ξεζουμάρισμα. «Τριχρωμία», ασπρόμαυρο, έγχρωμο και σέπια. Νερό, σε νερόλακκους. Μουχλιασμένα, ερειπωμένα τοπία. Μεταιώρηση (όταν ο Αλεξάντερ κάνει έρωτα με τη Μαρία). Φωτιά.

  Το έργο θυμίζει πολύ τον Μπέργκμαν (υποβάλλει ίσως και η σουηδική γλώσσα) με το θεατρικό σκηνικό, τους εσωτερικούς χώρους και τους ατέλειωτους διαλόγους που συχνά είναι μονόλογοι και τυπικά κάποιον αποδέκτη.

  Να σημειώσω επίσης ότι προτιμάει τα μακριά πλάνα, κάτι που το βλέπουμε σε κάποιους διαλόγους τους οποίους ένας άλλος σκηνοθέτης θα διαχειριζόταν με κοντινά πλάνα. Αλλά φυσικά θα δούμε και αρκετά μεσαία, κοντινά και γκρο πλαν. Στις δυο τελευταίες του ταινίες είδαμε και το γκονταρικό τόλμημα, να μιλάει ο ήρωας κοιτώντας την κάμερα, δηλαδή τον θεατή.

  Αυτό που δεν είδαμε είναι η απαγγελία ποιημάτων. Ίσως γιατί κανένα από τα πρόσωπα του έργου, για πρώτη φορά, δεν είναι ρώσος.

  Βλέποντας το μεγάλο πλάνο στο τέλος, με το σπίτι να καίγεται και τους άντρες του νοσοκομειακού να τον κυνηγάνε, συνειδητοποίησα κάτι για πρώτη φορά: Το μεγάλο πλάνο δημιουργεί μια έντονη αίσθηση ρεαλισμού σε αντίθεση με τα μικρά πλάνα, σε σκηνές με αλλεπάλληλα cut, εκτός βέβαια και πρόκειται για ντοκιμαντέρ.

  Ο ταχυδρόμος που συμβουλεύει τον Αλεξάντερ να κοιμηθεί με την Μαρία αφηγείται μια περίεργη-παραφυσική ιστορία. Ξέρει κάπου διακόσιες πενήντα άλλες (είπε τον ακριβή αριθμό αλλά δεν τον θυμάμαι). Σ’ αυτές μπορούμε να προσθέσουμε ακόμη μια, την οποία διάβασα πριν χρόνια.

  Τελικά βλέπω ότι είναι δύο, αντιγράφω από μια ιστοσελίδα.

  «Σίγουρα δεν μπορεί να προσπεράσει κανείς το περιστατικό που διηγείται ο Ερλντ Γιόζεφσον, ο πρωταγωνιστής της Θυσίας: ο Ταρκόφσκι επέλεξε μετά από αρκετά ανεξήγητα μεγάλη έρευνα τον δρόμο όπου γυρίστηκε η σκηνή της φυγής του πλήθους μετά την καταστροφή. Στο ίδιο στενό έξι μήνες αργότερα δολοφονήθηκε ο Σουηδός πρωθυπουργός Όλαφ Πάλμε – όταν ρώτησε ο Γιόζεφσον σχετικά τον Ταρκόφσκι, εκείνος του απάντησε: «Ορισμένοι δρόμοι είναι φτιαγμένοι μονάχα για καταστροφές». Ακόμη πιο σπαρακτική είναι μια σύμπτωση – αν είναι σύμπτωση: ολόκληρη η Ζώνη του Στάλκερ κινηματογραφήθηκε (και πάλι μετά από επίπονη έρευνα στα περίχωρα του Τσέρνομπιλ), εκεί που οχτώ χρόνια αργότερα έγινε η γνωστή πυρηνική καταστροφή».

  Ας παραθέσω κι αυτό από τον σύνδεσμο της βικιπαίδειας για τον «Στάλκερ».

  «We were shooting near Tallinn in the area around the small river Jägala with a half-functioning hydroelectric station. Up the river was a chemical plant and it poured out poisonous liquids downstream. There is even this shot in Stalker: snow falling in the summer and white foam floating down the river. In fact it was some horrible poison. Many women in our crew got allergic reactions on their faces. Tarkovsky died from cancer of the right bronchial tube. And Tolya Solonitsyn too. That it was all connected to the location shooting for Stalker became clear to me when Larisa Tarkovskaya died from the same illness in Paris."

  Φαίνεται ότι υπάρχουν τόποι που είναι πραγματικά καταραμένοι. Αυτό φαίνεται εξάλλου και από την παροιμία: «Στον καταραμένο τόπο Μάη μήνα βρέχει».

  Έχουν συμβεί και σε μένα αρκετές συμπτώσεις στη ζωή μου, που όμως ήταν ευνοϊκές. Αλλά ας μην επεκταθώ.

  Αφού τέλειωσα με τον Ταρκόφσκι θα διαβάσω τώρα και τα δυο βιβλία, το δικό του και ενός άλλου, αναφέρθηκα σ’ αυτά στην προηγούμενη ανάρτησή μου για τη «Νοσταλγία». 

  Είχα στο νου μου να το γράψω και ξέχασα. Συμπληρώνω τέσσερις μέρες μετά.

  Ο Αντρέι Ταρκόφσκι και ο Μπόρις Πάστερνακ, σε αντίθεση με το αθεϊστικό κομμουνιστικό καθεστώς της πατρίδας τους, στρέφονται όλο και περισσότερο στη θρησκεία. Ο Μοχσέν Μαχμαλμπάφ και ο Ebrahim Hatamikia, σε αντίθεση με το θεοκρατικό καθεστώς της πατρίδας τους, απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τη θρησκεία. Υπάρχουν κι άλλοι.