Book review, movie criticism

Wednesday, May 29, 2024

Alejandro Amenàbar, Η θάλασσα μέσα μου (Mar adentro, 2004)

 

Alejandro Amenàbar, Η θάλασσα μέσα μου (Mar adentro, 2004)

 


  O Ramón Sampredo (1943-1998) ήταν ναυτικός. Το 1968, κάνοντας μια βουτιά στη θάλασσα όταν είχαν υποχωρήσει τα νερά, κτύπησε στο βυθό και έμεινε τετραπληγικός, δηλαδή δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε χέρια ούτε πόδια.

  Αυτό το «τετραπληγικός» έχει ένα τεράστιο μειονέκτημα. Αν θέλει κανείς να δώσει τέρμα στη ζωή του δεν μπορεί, χρειάζεται τη βοήθεια ενός άλλου ατόμου.

  Αγωνίστηκε για χρόνια να του αναγνωριστεί νομικά το δικαίωμα στην ευθανασία, που όμως απαγορευόταν από τον ισπανικό νόμο. Τελικά βρέθηκε ένα κόλπο. Η δόση του δηλητηρίου προσφέρθηκε σε μικρές ποσότητες, όχι θανατηφόρες, από φίλους, ώστε κανείς να μην μπορεί να κατηγορηθεί. Μια φίλη του συνελήφθη, αλλά αφέθηκε μετά από λίγες μέρες ελεύθερη, καθώς δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί κατηγορία σε βάρος της. Η ίδια ομολόγησε την πράξη της μετά από επτά χρόνια, μετά την παρέλευση των οποίων η πράξη αυτή είχε παραγραφεί.

  Τα παραπάνω βέβαια τα διάβασα στη βικιπαίδεια. Στην ταινία βλέπουμε τον Χαβιέ Μπαρδέμ (σε μια εξαιρετική ερμηνεία) να μιλάει για το ατύχημά μου, συνομιλώντας κυρίως με τη δικηγόρο του και την κοπέλα που, όπως ομολόγησε, το έκανε «από έρωτα». Μια εξ αποστάσεως συνομιλία με έναν τετραπληγικό ιερωμένο έδειξε τα αντικληρικαλιστικά αισθήματα, αν όχι και του Σαμπρέδο, σίγουρα του σκηνοθέτη. Τα αντικληρικαλιστικά αισθήματα έγιναν έντονα και στην Ελλάδα μετά την απαγόρευση της θρησκευτικής κηδείας της δεκαεφτάχρονης Νικολέτας στην Κρήτη από τον μητροπολίτη Πέτρας και Χερσονήσου γιατί λέει αυτοκτόνησε, πράγμα το οποίο δεν έχει αποδειχθεί.

  Η φίλη του ήταν πίσω από την κάμερα που τράβηξε τις τελευταίες του στιγμές, όπως ομολόγησε μετά την παρέλευση της επταετίας.

  Θυμάμαι που είχα δει το βίντεο που τράβηξε. Σ’ αυτό, ο θάνατός του ήταν ακαριαίος, ενώ στην ταινία έχει κάποια διάρκεια, είναι οπερατικός.

  Ένας άντρας δυο γυναίκες, έχω γράψει και αλλού για αυτό το μοτίβο. Η άλλη γυναίκα είναι μια δικηγορίνα που ανέλαβε δωρεάν την υπόθεσή του. Έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας, πράγμα που της προκάλεσε ένα εγκεφαλικό. Το δεύτερο την άφησε παράλυτη στην πολυθρόνα. Όχι όμως τετραπληγική, θα μπορούσα όποια ώρα ήθελε, αν έβρισκε τη ζωή της αφόρητη, να αυτοκτονήσει.

  Εξαιρετική ταινία, στρογγυλό οκτάρι η βαθμολογία της στο ΙΜDb.

  Προγραμματίζεται να προβληθεί στις 18 Ιούλη στο Στούντιο.

Otto Preminger, ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι (The man with the golden arm, 1955)

 

Otto Preminger, ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι (The man with the golden arm, 1955)

 


  Πολλές κλασικές ταινίες τις έχω ξαναδεί, αλλά δεν θυμάμαι την υπόθεση. Είναι μια ευκαιρία με τις επανεκδόσεις τους να τις θυμηθώ.

  Ο Φράνκ Σινάτρα είναι πρεζάκιας, μόλις έχει βγει από μια κλινική όπου ήταν έγκλειστος για αποτοξίνωση. Εκεί έμαθε να παίζει ντραμς. Ο γιατρός του, που του στάθηκε σαν αληθινός φίλος, του δίνει μια διεύθυνση για να ζητήσει δουλειά σαν ντράμερ.

  Ένα τροχαίο για το οποίο ήταν υπεύθυνος είχε σαν συνέπεια να τραυματιστεί στην σπονδυλική στήλη η γυναίκα του. Κάθεται σε καροτσάκι. Στο τέλος θα μάθουμε ότι υποκρίνεται, μπορεί μια χαρά και περπατάει. Υποκρίνεται γιατί έχει αντιληφθεί το φλερτ του άντρα της με την γυναίκα που μένει στον από κάτω όροφο, και δεν θέλει να τον χάσει. Ο μόνος τρόπος είναι να τον κάνει να νιώθει ένοχος, ώστε να μην την εγκαταλείψει.

  Οι παλιές παρέες δεν τον αφήνουν ήσυχο. Και πρώτος το βαποράκι. Μετά το αφεντικό μιας χαρτοπαιχτικής λέσχης, όπου ήταν γκρουπιέρης.

  Ήταν αποφασισμένος να μην ενδώσει στον πειρασμό των ναρκωτικών, στο τέλος όμως υπέκυψε.

  Η φίλη του θα τον παροτρύνει να κάνει αποτοξίνωση. Χωρίς γιατρό;

  Τελικά παίρνει την απόφαση. Θα τον κλείσει σε ένα δωμάτιο, και όσο και αν την παρακαλάει δεν θα του ανοίξει. Να εξαφανίσει και κάθε αιχμηρό αντικείμενο, μπορεί να της κάνει κακό.

  Αυτό είναι το κορυφαίο επεισόδιο του έργου: σπαράζει από την έλλειψη. Φαντάζομαι έτσι πρέπει να νιώθουν όσοι δεν μπορούν να πάρουν τη δόση τους. Ήταν κάτι το φοβερό. Στο τέλος βέβαια τα κατάφερε.

  Την ταινία πρέπει να τη δουν οι νέοι, που είναι ευάλωτοι στον πειρασμό των ναρκωτικών, ώστε να ξέρουν τι τους περιμένει.

  Ξέρουν ότι ο θάνατος παραμονεύει, όμως δεν ξέρουν πόσο υποφέρουν αυτοί που για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορούν να έχουν τη δόση τους.

  Και τελικά τι έγινε με τις δυο γυναίκες;

  Δεν θα κάνω σπόιλερ παρ’ όλο που είναι εύκολο να μαντεύσετε, η ταινία θα προβληθεί στις 19 Σεπτέμβρη, ημέρα που θα ταξιδεύω από Κρήτη για Αθήνα.  

  Εξαιρετική η ερμηνεία του Φρανκ Σινάτρα, που τον θυμάμαι βέβαια περισσότερο σαν τραγουδιστή, με το Strangers in the night.  

Saturday, May 25, 2024

Roman Gupil, Να πεθαίνεις στα τριάντα (Mourir à trente ans, 1982)

 

Roman Gupil, Να πεθαίνεις στα τριάντα (Mourir à trente ans, 1982)

 


  Μόνο για σήμερα Σάββατο 25 και αύριο Κυριακή 26 Μαΐου στο Στούντιο

  Τα λέει καλύτερα το ενημερωτικό σημείωμα του Βελισσάριου, επιλέγω, θα προσθέσω και εγώ στο τέλος.

  «Ο Ρομάν Γκουπίλ, στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου τότε, έζησε τα γεγονότα «από μέσα» όντας οργισμένος ακτιβιστής, σε πεζοδρόμια και οδοφράγματα. Πάντα μαζί του μια οχτάρα κάμερα, καθώς από τα μικράτα του κιόλας έβρισκε πολύ πιο απλό να κινηματογραφεί παρά να μιλάει καν. Πολιτικός του μέντορας, αλλά και κολλητός του, τότε, ο Μισέλ Ρεκανατί, ταγμένος επαναστάτης, παρών σε κάθε διαδήλωση, σε κάθε σύγκρουση, σε δεκάδες συζητήσεις για το μέλλον και την κατεύθυνση της επανάστασης, ταυτόχρονα, ένα παιδί με ένα διαρκές τραύμα μετά την ανακάλυψη πως ήταν υιοθετημένος. Για τον νεαρό Μισέλ, η διαρκής εξέγερση ήταν ο μοναδικός τρόπος επαφής με τον κόσμο. Κι ο Μάης πέρασε κι ο Ρομάν Γκουπίλ μπλέχτηκε για τα καλά με το σινεμά (βοηθός πια σε σημαντικούς Γάλλους δημιουργούς), ενώ ο Μισέλ αγωνιζόταν να προσαρμοστεί στις καινούριες εποχές. Δεν το κατάφερε ποτέ, το 1978, πριν κλείσει τα τριάντα χρόνια του, έδωσε τέλος στη ζωή του. Ο Ρομάν Γκουπίλ, συγκεντρώνει το υλικό που τραβούσε τις μέρες της εξέγερσης, από διαδηλώσεις, θυελλώδεις συζητήσεις για το μέλλον της ανθρωπότητας, προσωπικές καθημερινές στιγμές και αποχαιρετά τον αγαπημένο του φίλο και μαζί τις μέρες της αθωότητας. Δεν πρόκειται για μια πένθιμη ελεγεία… Δεν είναι μια αναπόληση των «παλιών καλών καιρών», αλλά μια επιστολή στο παρελθόν γεμάτη φρεσκάδα και χιούμορ (άλλωστε το μοναδικό στυλ χάρισε στον Γκουπίλ και την «Χρυσή Κάμερα» στο Φεστιβάλ Καννών. Είναι μια μοναδική μαρτυρία «από τα μέσα» για όλους αυτούς που προτίμησαν «να καούν παρά να σκουριάσουν», για αυτούς που πραγματικά πλήρωσαν το τίμημα της ουτοπίας, αυτούς που πίστεψαν σχεδόν παθολογικά στην δυνατότητα ενός καλύτερου κόσμου. Το «Να πεθαίνεις στα τριάντα σου» είναι η τελευταία λέξη για τον Γαλλικό Μάη, γλυκόπικρη, ανάλαφρη, ασπρόμαυρη, ανήσυχη κι αντικομφορμιστική, όπως κι οι πρωταγωνιστές της».

  Δεν είναι μόνο ο Μισέλ που πέθανε στα τριάντα του, αυτοκτονώντας, στις 23 Μαρτίου 1978. Είναι και η Anne Sylvie, που πεθαίνει και αυτή στα τριάντα της. Και βέβαια το όνειρο της ουτοπίας που εξέθρεψε η επαναστατημένη νεολαία στο Γαλλικό Μάη, περίπου μετά από μια δεκαετία.  

  Μια κοπέλα λέει αυτοκριτικά: «Η απόσταση ανάμεσα στον επαναστατικό λόγο και στην καθημερινή μου συμπεριφορά. Η λαχτάρα μου για δύναμη, για εξουσία, που οδηγούσε σε ένα ελιτισμό, με μια υποτιμητική συμπεριφορά απέναντι στους άλλους».

  Νομίζω παρωδιακά ακούγεται το «La chanson des gamins» από την «Κάρμεν» του Μπιζέ.

  Μικρά παιδιά, γυμνασιόπαιδες, το παίζουν επαναστάτες.

  Την ταινία την είδα με νοσταλγία, καθώς ο γαλλικός Μάης με βρήκε πρωτοετή φοιτητή, και ρουφούσα τις ειδήσεις. Άκουσα ξανά τα ονόματα του Ντανιέλ κον Μπεντίτ και του Ρούντι Ντούτσκε (δεν ξέρω αν είχαν και αυτοί την ίδια ελιτίστικη συμπεριφορά).

  Και βέβαια μου άρεσε η υπόκρουση με Μότσαρτ και Ροσίνι, εκτός από τον Μπιζέ που ανέφερα. Το έχω ξαναγράψει, μου αρέσει η κλασική μουσική σαν υπόκρουση σε μια ταινία.