Book review, movie criticism

Thursday, February 20, 2025

Anthony Minghella, Ο άγγλος ασθενής (The English patient, 1996)

 Anthony Minghella, Ο άγγλος ασθενής (The English patient, 1996)

 


  Γιατί αποφάσισα να ξαναδώ την ταινία.

  Στο σύνδεσμο της βικιπαίδειας για την «Κόκκινη κορδέλα» του Ebrahim Hatamikia διαβάζω:

  «The film looks a lot like The English Patient. Hatamikia's ability to translate an American film scenario for an Iranian audience and make it look like the Iran-Iraq war points to the universality of war».

  Ήμουνα σίγουρος ότι ήταν εντελώς άσχετο, και το επιβεβαίωσα. Το μόνο κοινό που έχουν είναι οι νάρκες που σκάζουν, ελάχιστες στον «Άγγλο ασθενή».

  Θυμάμαι όμως ότι μου άρεσε η ταινία και είπα να την ξαναδώ, ώστε να επιβεβαιώσω και την υποψία μου.

  Η ταινία κινείται σε δυο χρονικά επίπεδα, το 1938 στο Κάιρο, πριν την έναρξη του πολέμου, και το 1944 στη Σικελία, μετά την απόβαση των συμμάχων.

  Βλέπουμε και δυο ερωτικές ιστορίες, συγκινητικές.

  Αυτή ερωτεύεται τον άγγλο ασθενή, και κερατώνει τον άντρα της. Αυτός, απελπισμένος, θα προσπαθήσει να εκδικηθεί. Με το δίπλανό του θα πέσει πάνω στον αντεραστή του, ο οποίος όμως ξεφεύγει την τελευταία στιγμή. Η γυναίκα του όμως που επιβαίνει τραυματίζεται ενώ ο ίδιος σκοτώνεται.

  Θα την μεταφέρει σε μια σπηλιά, και της υπόσχεται ότι θα έλθει γρήγορα να την πάρει.

  Τον περνάνε για γερμανό κατάσκοπο, και θα αργήσει να τα καταφέρει.

  Την βρίσκει νεκρή.

  Θα τη μεταφέρει στο δίπλανο του φίλου του. Όμως κατά την πτήση του θα καταρριφθεί και θα τραυματισθεί θανάσιμα. Θα τον περιποιείται η νοσοκόμα Juliette Binoche. Στο τέλος θα του ικανοποιήσει την επιθυμία να του κάνει ευθανασία.

  Η δεύτερη ερωτική ιστορία είναι ανάμεσα σ’ αυτή και σε έναν ινδό υπολοχαγό. Αυτή φαίνεται να έχει happy end.

  7,4 η βαθμολογία της, έχει εισπράξει αρκετά βραβεία.  

  Trivia:

  Ο ερωτευμένος σύζυγος, απελπισμένος, αποφάσισε να αυτοκτονήσει εκδικούμενος ταυτόχρονα.

  Δεν είχε το φλέγμα του Καρένιν.

  Και ο έρωτας των δύο ερωτευμένων, μετά από κάποιο χρόνο μπορεί να ξεθύμαινε, όπως του Βρόνσκι για την Άννα Καρένινα.

  Υπάρχει και η Τερέζα Ρακέν, υπάρχει και η μαντάμ Μποβαρύ.

  Και αρκετές άλλες φαντάζομαι, μυθιστορηματικές και μη.

Bogdan Mureșanu, Η νέα χρονιά που δεν ήλθε (Anul Nou care n-a fost, 2024)

 Bogdan Mureșanu, Η νέα χρονιά που δεν ήλθε (Anul Nou care n-a fost, 2024)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.

  Η ταινία αποτελείται από έξι επεισόδια που τα ενώνει ο χώρος και ο χρόνος, Βουκουρέστι, παραμονές των Χριστουγέννων του 1989, τότε που ξεκίνησε η εξέγερση κατά του ζεύγους Τσαουσέσκου που οδήγησε στην εκτέλεσή τους. Κεντρικό επεισόδιο, τραγικό και κωμικό ταυτόχρονα, είναι το επεισόδιο με τον πιτσιρικά που στέλνει κάρτα στον άη Βασίλη παρακαλώντας για τα δώρα που θέλει να του στείλει. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι να ικανοποιηθεί η επιθυμία του πατέρα του, να πεθάνει ο θείος Νικ(ολάε Τσαουσέσκου).

  Αλλά περισσότερα για την πλοκή αυτού του επεισοδίου γράφω στην ανάρτησή μου για την 23λεπτη ταινία «Χριστουγεννιάτικο δώρο» (2018) την οποία ενσωμάτωσε σχεδόν ατόφια στην καινούρια του ταινία ο Μουρεσάνου.

  Τα πιο σημαντικά από τα υπόλοιπα επεισόδια είναι με τη γυναίκα που πρέπει να εμφανιστεί στην τηλεόραση για τον χριστουγεννιάτικο χαιρετισμό και δεν έχει καμιά διάθεση, με την ηλικιωμένη γυναίκα που δεν θέλει να εγκαταλείψει ο σπίτι της που είναι προς κατεδάφιση, όπως και όλα της γειτονιάς, για την ανέγερση σύγχρονων πολυκατοικιών, και με το νεαρό που η απόπειρά του να το σκάσει για το εξωτερικό απέτυχε.

  Πολύ καλή ταινία, το 8,3 της βαθμολογίας της (8,2 έχει η μικρού μήκους) το δείχνει πολύ χαρακτηριστικά.

Tuesday, February 18, 2025

Ebrahim Hatamikia, The glass agency (1999)

 Ebrahim Hatamikia, The glass agency (1999)

 


  Τυχαία συναντάει το φίλο του, του οποίου ήταν διοικητής στο μέτωπο. Μαθαίνει ότι εξαιτίας ενός τραυματισμού του η ζωή του κινδυνεύει. Πρέπει να εγχειριστεί το συντομότερο, και μόνο στο εξωτερικό θα μπορούσε να γίνει η εγχείρηση.

  Παραμονή πρωτοχρονιάς. Κλείνει εισιτήρια. Κάποιος θα του φέρει χρήματα να τα πληρώσει. Δυο άτομα περιμένουν, μήπως υπάρξει κάποια ακύρωση.

  Τα χρήματα δεν έρχονται. Δίνει στον υπάλληλο τα κλειδιά και τα χαρτιά του αυτοκινήτου του σαν εγγύηση, ώστε να βγάλει τα εισιτήρια. Ο υπάλληλος αρνείται.

  Σε μια κρίση οργής κτυπάει το κεφάλι του σε μια τζαμαρία.

  Παίρνει το όπλο ενός φρουρού και κρατάει ομήρους τους επιβάτες που περιμένουν στην αναμονή.

  Και η ταινία εξελίσσεται με επεισόδια που έχουν να κάνουν με αυτή την ομηρία. Ένας διαπραγματευτής που εμφανίζεται (κάτι αναμενόμενο) ήταν εκπαιδευόμενός του στο στρατό. Όμως αυτός δεν φαίνεται να συγκινείται από την κατάσταση του εκπαιδευτή του.

  Ζητάει μια μερσεντές στις 6 το πρωί που θα τον μεταφέρει στο αεροδρόμιο, με την απειλή ότι θα αρχίσει να εκτελεί έναν ένα τους ομήρους.

  Του φέρνουν τη μερσεντές, όμως στον οδηγό που την έφερε του έχουν πάρει τα κλειδιά.

  Και καταφτάνει ένας φίλος του με ένα ελικόπτερο. Τους παίρνει. Σε επόμενο πλάνο βλέπουμε το αεροπλάνο που πετάει.

  Ο φίλος του ξαφνικά ξεψυχάει. Λέει να επιστρέψουν, δεν έχουν βγει εξάλλου ακόμη από τον εναέριο χώρο του Ιράν.

  Και σ’ αυτή την ταινία ακούσαμε για ναρκωτικά, τη μάστιγα του Ιράν (ένας όμηρος ζητάει να απελευθερωθεί για να πάρει τη δόση του) ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι διαπληκτισμοί, κοινός τόπος στις περισσότερες ιρανικές ταινίες, παράδοση του luti, είδος που ήκμασε προεπαναστατικά με τον ματσό ήρωα.

  Η ταινία διεκτραγωδεί τη μοίρα των βετεράνων, που ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου υμνήθηκαν σαν ήρωες, στη συνέχεια το κράτος τους αγνόησε.

  Θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες του Hatamikia, με βαθμολογία στο IMDb 7,8.

  Trivia: Πριν ένα χρόνο έγραψα για την ταινία και ξέχασα να αναρτήσω.

 

Kianoush Ayari, The Abadanis (1993)

 Kianoush Ayari, The Abadanis (1993)

 


  Νομίζω τελειώσαμε με τις πολεμικές ταινίες που γυρίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και περνάμε στις πολεμικές ταινίες που γυρίστηκαν μετά τον πόλεμο. Οι «Αμπαντανοί» χαρακτηρίζονται από τη βικιπαίδεια σαν ταινία της ιερής άμυνας, όπως λέγονται αλλιώς οι πολεμικές ταινίες, όμως θα μπορούσε και να μην είναι, θα μπορούσε να σταθεί μια χαρά έξω από το context του πολέμου, όπως άλλωστε και ο «Κλέφτης ποδηλάτων» του ντε Σίκα, από όπου ο Αγιαρί αντλεί την έμπνευσή του.

  Του κλέβουν το αυτοκίνητό του, το μόνο μέσο που έχει για να ζήσει. Ξεκινάει μια απεγνωσμένη αναζήτηση, με τη βοήθεια ενός φίλου. Γυρίζουν από τη μια μάντρα στην άλλη, μέχρι που κάποτε το πετυχαίνουν. Του έχουν αφαιρέσει όμως κάποια εξαρτήματα.

  Και δεν είναι μόνο αυτό, κλέβουν και τα γυαλιά του γιου του.

  Ακόμη:

  Στην μάντρα προσπαθεί να κλέψει και αυτός έναν τροχό.

  Όπου φτωχός και η μοίρα του.

  Η ιστορία στέκεται μια χαρά έτσι όπως την αφηγήθηκα. Όμως τονίζεται από ένα γεγονός, που κάνει την κατάσταση του ανθρώπου αυτού πιο τραγική: Είναι από τους επιβιώσαντες των βομβαρδισμών του Αμπαντάν. Σίγουρα είχε μια καλύτερη ζωή εκεί, αλλά αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει λόγω του πολέμου.

  Όπου φτωχός και η μοίρα του.

  Στο Χοραμσάρ, το οποίο τελικά καταλήφθηκε από τους ιρακινούς, η πόλη εκκενώθηκε.

  Όμως δεν έφυγαν όλοι.

  Κάποιοι δεν είχαν πού να πάνε, ούτε τα οικονομικά μέσα για να φύγουν.

  Έμειναν, και σφαγιάσθηκαν εν ψυχρώ, αν και άμαχοι, από τους ιρακινούς.

  Με το τέλος του πολέμου δεν ήταν πια τόση ανάγκη να υμνήσουν τους ήρωες-μάρτυρες, έτσι οι σκηνοθέτες αναπαρήγαγαν τη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου στον άμαχο πληθυσμό.

Bogdan Mureșanu, The Christmas gift (Cadoul de Craciun, 2018)

 

Bogdan Mureșanu, The Christmas gift (Cadoul de Craciun, 2018)

 


  Εν όψει της μεθαυριανής προβολής της ταινίας του Μουρεσάνου «Η νέα χρονιά που δεν ήλθε».

  Στη βικιπαίδεια διαβάζω ότι βασίζεται στη μικρού μήκους ταινία του (23 λεπτών) «Το χριστουγεννιάτικο δώρο» (2018). Είπα λοιπόν να τη δω και αυτή.

  Και συνειδητοποιώ για μια ακόμη φορά ότι οι ταινίες μικρού μήκους έχουν χειρότερη μοίρα από ό,τι τα διηγήματα. Τα διηγήματα έχουν πολύ λιγότερο αναγνωστικό κοινό από ότι τα μυθιστορήματα. Οι μικρού μήκους ταινίες όμως σπάνια φτάνουν στις κινηματογραφικές αίθουσες, δηλαδή στο ευρύ κοινό. Συνήθως παίζονται σε φεστιβάλ για να εισπράξουν οι σκηνοθέτες τους την ικανοποίηση ενός βραβείου. Για να μην πάει λοιπόν «χαμένο» το «Χριστουγεννιάτικο δώρο» ο Μορεσάνου σκαρφίστηκε πέντε ακόμη επεισόδια, συνδετικός κρίκος των οποίων υπήρξε η εξέγερση και η ανατροπή του Τσαουσέσκου.

  Αυτό το επεισόδιο είναι πράγματι κωμικοτραγικό.

  Ο μικρός γιος του ζευγαριού στέλνει κάρτα στον άη Βασίλη και τον παρακαλεί.

  Τι τον παρακαλεί;

  Για τον ίδιο, μια ατμομηχανή. Για τη μητέρα του, μια καινούρια τσάντα.

  Και για τον πατέρα του;

  Να πεθάνει ο θείος Νικ.

  Το επεισόδιο το είδα στην ταινία της ερχόμενης Πέμπτης, και στην αρχή δεν κατάλαβα ποιος ήταν αυτός ο θείος Νικ. Μετά κατάλαβα ότι ήταν ο Νικολάε Τσαουσέσκου.  

  Έγινε τούρκος ο πατέρας. Να στείλει άλλο γράμμα όπου να ξεκαθαρίζει ποιος είναι ο θείος Νίκ. Ένας γείτονα.

  Ο γιος αρνείται. Γιατί να πεθάνει αφού είναι καλός άνθρωπος;

  Όλα αυτά τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1989.

  Η εξέγερση που ξεκίνησε στην Τιμισοάρα επεκτάθηκε και στο Βουκουρέστι. Διοργανώθηκε μια διαδήλωση υποστήριξής του που τελικά στράφηκε εναντίον του. Συνελήφθηκε και εκτελέστηκε μαζί με τη γυναίκα του τα Χριστούγεννα του 1989.

  Φτηνά τη γλίτωσε ο πατέρας.

 

Βασίλης Γεργατσούλης, Η Αναρά

 Βασίλης Γεργατσούλης, Η Αναρά, Αθήνα 2004, Σύγχρονη Εποχή.

 

  Ο Βασίλης Γεργατσούλης είναι δάσκαλος, διευθυντής σε δημοτικό σχολείο, και υποψήφιος διδάκτορας στη λαογραφία. Με λαογραφικά ενδιαφέροντα λοιπόν, δεν είναι παράξενο που η «Αναρά», το πρώτο του μυθιστόρημα, είναι πλούσιο σε λαογραφικά στοιχεία.

  Τι λέω, το ίδιο το μυθιστόρημα είναι λαογραφικό. Η υπόθεσή του εκτυλίσσεται σε ένα χωριό της Καρπάθου, το Απέρι, από όπου κατάγεται ο συγγραφέας, και έχει σαν κεντρικό πυρήνα το μύθο της Αναράς, της νεράϊδας που μπορεί να μπαινοβγαίνει στο χρόνο. Ο ήρωας πηγαίνει με κάποιο φίλο του στη σπηλιά της Αναράς και βρίσκει ένα βιβλίο στο οποίο είναι γραμμένη η μαγική επωδός για επίκληση του Χρόνου. Τον καλεί και του ζητά μια χάρη: να επιστρέψουν στο χρόνο δυο γέροι του χωριού του. Οι γέροι εξαφανίζονται, και στη θέση τους εμφανίζονται δυο νέοι, ξαδέρφια τους υποτίθεται. Και ενώ θα έπρεπε να χαρούν τη νιότη τους, δεν γίνεται κάτι τέτοιο, γιατί κουβαλάνε τη νιότη που είχαν μερικές δεκαετίες πριν, με τις νοοτροπίες της εποχής, πράγμα που τους απομονώνει από τους υπόλοιπους νέους του χωριού. Έτσι ο ήρωας δεν έχει άλλη επιλογή από το να παρακαλέσει το Χρόνο να τους κάνει όπως ήσαν πρώτα.

  Η υπόθεση φαίνεται φανταστική, όμως δεν είναι. Ο Γεργατσούλης, δέσμιος των ρεαλιστικών συμβάσεων της εποχής, παρουσιάζει στο τέλος όλη αυτή την περιπέτεια του ήρωα σαν όνειρο. Αυτό είναι μια παλιά αφηγηματική τεχνική. Για παράδειγμα στο «Ιστορία και όνειρο» του Μαρίνου Φαλιέρου (Κρήτη, 15ος αιώνας), ο ήρωας, απάνω που είναι έτοιμος να καταφέρει την κοπέλα που αγαπά, ξυπνάει από το τσίμπημα ενός ψύλλου.

  Αναζητώντας, όχι τον χαμένο, αλλά τον περασμένο χρόνο, όχι για δικό του λογαριασμό, αλλά για λογαριασμό άλλων, αποτελεί τη «διάνοια» του έργου, τη θεματική του.

  «Χαίρεσαι; Κυλάει ο χρόνος ανάλαφρος. Αγχώνεσαι; Έρχεται ο χρόνος και σου σφίγγει πιότερο τη θηλιά γύρω από το λαιμό σου. Λυπάσαι; Γίνεται ο χρόνος ένα βαρύ αμόνι πάνω στην τρυφερή καρδιά σου. Περιμένεις κάτι με λαχτάρα; Κολλάει με μια σαδιστική διάθεση του χρόνου το ρολόι. Θέλεις να απολαύσεις λίγο παραπάνω κάποια όμορφη στιγμή; Έρχεται ο χρόνος και σου φωνάζει: ‘Τέλειωσε ο χρόνος! Ο κάθε κατεργάρης και στον πάγκο του’» (σελ. 205).

  Η θεματική αυτή όμως είναι ολοφάνερα προσχηματική, αφού αυτό που ενδιαφέρει τον Γεργατσούλη είναι η μυθιστορηματική απόδοση λαογραφικών στοιχείων, διανθισμένων με ιστορίες, αστείες και μη, σαν αυτές που κυκλοφορούν σε όλα τα επαρχιώτικα χωριά. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και μια ιστορία με τσουνάμι. Το ζωτικής σημασίας δίδαγμα, που δεν είναι άσχημο να το επαναλάβουμε εδώ, είναι ότι αν δεις τη θάλασσα να υποχωρεί, το βάζεις στα πόδια και ανεβαίνεις στον κοντινότερο λόφο.

  Και μια αστεία ιστορία: Η γιαγιά, αντί να ρίξει στην κάλπη το ψηφοδέλτιο που της έδωσαν, έριξε το φάκελο με το λογαριασμό της ΔΕΗ. «Θεία, ψήφισες ΔΕΗ» (σελ. 122).

  Τις κατάρες, που βρίσκονται συχνά στο στόμα των χωριανών, τις θεωρεί σαν μέσο για να «αποφεύγουμε τη χειροδικία και τις εκδικητικές ενέργειες. Αν δεν υπήρχαν αυτές, θα έπαιρνε ο καθένας μια κουμπούρα ή ένα στειλιάρι και θα έσπαγε το κεφάλι του διπλανού του» (σελ. 109-110). Είναι όπως τα «τυπικά μετάθεσης» των ηθολόγων, ενέργειες δηλαδή που εκτονώνουν την επιθετικότητα, όπως η γροθιά πάνω στο τραπέζι αντί στο πρόσωπο εκείνου που μας ενόχλησε.

  «Το μη σε μέλλει μη ρωτάς, ποτέ κακό μην εύρεις». Παροιμίες σαν κι αυτή υπάρχουν κάμποσες στο βιβλίο, τονίζοντας το λαογραφικό του χαρακτήρα.

  Από τα λαογραφικά στοιχεία που παρατίθενται στο βιβλίο είναι και η λαϊκή ιατρική. «Δυόμισι δεκαετίες νωρίτερα, γύρω στο 1950, όπως έχω ακούσει από τους μεγαλύτερους, κανένας στο νησί δεν εμπιστευόταν τους γιατρούς… Έτρεχαν λοιπόν σε κάποιες ζαρωμένες μαυροφόρες γριές, που τους έκαναν ένα σωρό μαγικά για να διώξουν από πάνω τους το κακό μάτι και να τους απαλλάξουν από τις σατανικές δυνάμεις που, όπως έλεγαν, τους είχαν κυριεύσει» (σελ. 141-142). Το άρρωστο από ουρολοίμωξη παιδί τη γλιτώνει εδώ, γιατί την τελευταία στιγμή οι γονείς του αποφασίζουν να εμπιστευθούν το γιατρό, όχι όμως και η ηρωίδα του Κινέζου συγγραφέα Ba Jin, στην «Άνοιξη», από τη φημισμένη τριλογία του «Οικογένεια», που πεθαίνει γιατί ο άντρας της δεν εμπιστευόταν τη δυτική ιατρική. Ο Γεργατσούλης φυσικά δεν απορρίπτει τη λαϊκή ιατρική, κυρίως τη βοτανοθεραπεία, την οποία υποστηρίζει ότι πρέπει να αξιοποιήσει η ιατρική.

  Σε κάποιο σημείο διάβασα: «Ξέρεις, Βασίλη, τα παλιά χρόνια τους γέρους τους τυλίγανε σε μια κουβέρτα και τους ρίχνανε στο ποτάμι» (σελ. 182). Ψέμα; Ο πατέρας μου, στα βαθιά του γεράματα, που δεν τα άντεχε και πεθυμούσε το θάνατο, μου έλεγε συχνά: «Τα παλιά χρόνια ήταν καλύτερα που τους γέρους τους γκρεμίζανε». Είμαι σίγουρος ότι έτσι συνέβαινε, φαντάζομαι χιλιετίες πριν, και η ανάμνηση αυτή μεταβιβαζόταν προφορικά από γενιά σε γενιά. Και θυμήθηκα τη «Μπαλάντα του Ναραγιάμα» (1983) του Σοχέι Imamura, ένα από τα θέματα της οποίας είναι ακριβώς αυτό, η εγκατάλειψη των γερόντων στο βουνό. Το άλλο έργο όμως δεν το θυμάμαι, αναφερόταν στους Εσκιμώους, όπου και εκεί οι γέροι εγκαταλείπονταν έξω στο χιόνι για να τους φάνε οι αρκούδες. Έπρεπε να ζήσουν και αυτές, για να μπορέσουν τα παιδιά τους να τις σκοτώσουν και να τραφούν τα ίδια.

  Ο Γεργατσούλης είναι επινοητικότατος στην πλοκή του, και οι ιστορίες που παραθέτει απολαυστικότατες. Διαθέτει μεγάλη αφηγηματική άνεση, σημαντικό προσόν για κάθε πεζογράφο. Η μεγάλη πρωτοτυπία του βιβλίου του βέβαια είναι η θεματοποίηση λαογραφικού υλικού. Αναμένομε και το επόμενο.

 

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Αλεξάνδρα Μοσχονά, Διηγήματα

 Αλεξάνδρα Μοσχονά, Διηγήματα, Αθήνα 2006

 

  «Ο φόβος είναι η ισχυρότερη και αρχαιότερη συγκίνηση του ανθρώπινου γένους…». Με αυτά τα λόγια ξεκινάει τη Αλεξάνδρα Μοσχονά το εν είδει προλόγου κείμενό της στην επανέκδοση των δύο συλλογών διηγημάτων της «Η λευκή σκιά» και «Ο ζοφερός ήλιος του Μεσονυκτίου» με τον απλό τίτλο «Διηγήματα». «Δια φόβου και ελέου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» γράφει ο Αριστοτέλης στην ποιητική του για την τραγωδία. Ο φόβος είναι το κύριο αίσθημα που νιώθουν οι ήρωες των διηγημάτων της Μοσχονά, και ο φόβος αυτός, με το αίσθημα της ταύτισης και της εμπάθειας, μεταδίδεται ατόφιος στον αναγνώστη.

  Υπάρχει και ο υπερθετικός του φόβου, ο τρόμος. Ο τρόμος δίνει το όνομα σε ολόκληρη κατηγορία κινηματογραφικών έργων, τα «horror films», τα έργα τρόμου. Όμως τα διηγήματα δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Το να γράψεις έργα μόνο για τον τρόμο σημαίνει να φτωχαίνεις τη λογοτεχνία. Ο Σενέκας, ο ρωμαίος τραγωδός, κατηγορήθηκε ότι, παρερμηνεύοντας τα λόγια του Αριστοτέλη, παρουσίασε πάνω στη σκηνή πράξεις φρικιαστικές για να προκαλέσει τον φόβο. Μόνο ο φόβος δεν φτάνει, χρειάζεται και ο έλεος, η συμπόνια για τους ήρωες. Και αυτή η συμπόνια ξεχύνεται ατόφια στα διηγήματα της Μοσχονά, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος.

  Στα έργα τρόμου υπάρχει ένα έντονο σασπένς για την έκβαση. Τα διηγήματα της Μοσχονά είναι περισσότερο ατμοσφαιρικά, σε βαθμό που διαψεύδουν τις αφηγηματικές αναμονές, όπως π.χ. στο εκτενές «Σεντούκι». Δεν μαθαίνουμε ποιος είναι ο δολοφόνος των γυναικών, ούτε τι περιέχει το σεντούκι. Σκιαγραφείται όμως αδρά ο μοναξιασμένος ήρωας, όπως είναι άλλωστε και οι περισσότεροι ήρωές της. Το ίδιο και στο «Ο κύριος Δανιήλ», επίσης εκτενές, που δεν μαθαίνουμε ποτέ τι συνέβαινε στο γηροκομείο». 

  Στο εισαγωγικό της σημείωμα η Μοσχονά μιλάει για «εξωπραγματικό αφήγημα», για «παράξενο διήγημα», για «αφηγήματα μυστηρίου». Όλα αυτά τοποθετούνται γενικότερα στην κατηγορία του φανταστικού. Ο Γάλλος θεωρητικός της λογοτεχνίας Τσβετάν Τοντόροφ (για την ακρίβεια Βούλγαρος, που όμως, όπως και η Τζούλια Κρίστεβα, σπούδασε στη Γαλλία, ζει στη Γαλλία και γράφει γαλλικά) έγραψε ένα ωραίο βιβλίο με τίτλο «Εισαγωγή στη λογοτεχνία του φανταστικού». Τα διηγήματά της θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε αυτές τις υποκατηγορίες. Κάποια είναι εξωπραγματικά, έξω από τα όρια του πραγματικού, όπως «Το ηλεκτρονικό πλάσμα», κάποια διηγήματα μυστηρίου, που κινούνται στα όρια, τα οποία αντιπροσωπεύουν την κύρια κατηγορία του φανταστικού κατά τον ορισμό του Τοντόροφ, όπως τα διηγήματα «Η τετραχτίδα», «Το σφραγισμένο δωμάτιο», «Ο κύριος Δανιήλ», και κάποια άλλα στην κατηγορία του παράξενου, όπως «Ο σταθμός», «Οι θεοί του σκότους», «Η πρόσκληση», «Η πορεία ενός απόλυτα λογικού ανθρώπου», «Η λευκή σκιά», «Η κατάρα της Ελπίδας Χ», «Σπίτι από γυαλί», «Η μοιραία τροπή και «Ο επισκέπτης».

  Στα διηγήματα του δεύτερου μέρους ανήκουν κάποια που δεν εντάσσονται στις παραπάνω κατηγορίες, όπως «Ο ρακοσυλλέκτης», «Ο αυτοσαρκασμός»,(ο περιθωριακός) «Ο θάνατος της νύχτας» (ο ναρκομανής) «Χωρίς πυξίδα» (επίσης ναρκομανής) «Το χάρισμα» (το άρρωστο, ετοιμοθάνατο παιδί) «Η λάμψη» (νέος περιθωριακός, πρώην κατάδικος). Στο «Αδυναμίες», «Ο συνοδός» και «Η εσωστρέφεια» εικονογραφείται ο μοναχικός τύπος που δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τη σεξουαλική σχέση σε μια ουσιαστική σχέση με μια γυναίκα.

  Το όνειρο κυριαρχεί στα περισσότερα διηγήματα, και είναι αυτό που τα κατατάσσει στην κατηγορία του φανταστικού, αφού το ονειρικό περιεχόμενο τοποθετείται στην περιοχή του μυστηρίου και του παράξενου, ενώ η εγκιβωτίσουσα αφήγηση το τοποθετεί στα όρια του πραγματικού. Λέξεις όπως φόβος, τρόμος, φρίκη, εφιάλτης, επανέρχονται στα διηγήματα ορίζοντας το κλίμα τους. Τα αρχετυπικά σύμβολα του Πόε εμφανίζονται επίσης σε κάποια διηγήματα: Το περίεργο σπίτι, η γάτα, το μαύρο πουλί. Όμως αυτό που χαρακτηρίζει τα διηγήματα της Μοσχονά είναι η σκιαγράφηση του μοναχικού ανθρώπου, του περιθωριακού ανθρώπου, του ανθρώπου που κατατρύχεται από φαντάσματα και εφιάλτες. Κάποιοι από αυτούς τους ήρωες πεθαίνουν. Και οι πιο περιθωριακοί, οι πιο μοναχικοί, οι πιο καταδικασμένοι από όλους, ο αλήτης και ο ζητιάνος, αν και δεν πρωταγωνιστούν σε κανένα από τα διηγήματά της, τοποθετούνται στο φόντο κάποιων από αυτά, σαν το κοινωνικό αντίστοιχο του ψυχισμού του κύριου ήρωα, όπως στα «Ο συνοδός», «Αδυναμίες», «Αυτοσαρκασμός».

  Θα κλείσουμε με την σαρκαστική αυτοσυνειδησία της συγγραφέως φανταστικών ιστοριών: «Ο εφιάλτης δεν έχει πρόσωπο, η φρίκη δεν αποδίδεται σωστά σε περιγραφές καλοπροαίρετων γραφιάδων» (σελ. 113). Η Μοσχονά πάντως δεν τα πήγε καθόλου άσχημα.

 

Μπάμπης Δερμιτζάκης