Book review, movie criticism

Sunday, May 2, 2021

Δημήτρης Μελικέρτης, Το ιπτάμενο ξενοδοχείο

Δημήτρης Μελικέρτης, Το ιπτάμενο ξενοδοχείο, Πατάκης 2021, σελ. 269

 


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

 

  Μετά τον «Γιγαντοκυνηγό» και τα «Ουφόψαρα», ο Δημήτρης Μελικέρτης μας δίνει το τρίτο του παιδικό-εφηβικό μυθιστόρημα, «Το ιπτάμενο ξενοδοχείο».

  Είναι δυνατόν να είναι ταυτόχρονα παιδικό και εφηβικό;

  Ναι. Ο Δημήτρης έχει κάνει μια έξυπνη επινόηση: στο μυθιστόρημά του υπάρχουν δυο ρομάντζα. Το ρομάντζο ανάμεσα στο γάτο και στη γάτα θα αρέσει περισσότερο στα παιδιά.

  «Ως και οι πέτρες θ’ αναστενάξουν όταν γραφτεί η ιστορία μας σε βιβλίο με τίτλο “Ο ατίθασος έρωτας του Κανέλου και της Σμάρως”! Θα δακρύσουν και τα βουνά. Κι όταν γυριστεί ταινία, με ηθοποιούς τον Λεονάρντο Ντιγάτιο και την Ψιψινελόπε Τιγρούζ, θα σπάσει τα ταμεία και όλοι στον κόσμο θα μιλούν για μας και για το ακατάλυτο, αδάμαστο, ασύγκριτο αίσθημά μας» (σελ. 80). 

  Το ρομάντζο ανάμεσα στο αγόρι και στο κορίτσι θα αρέσει περισσότερο στους έφηβους.

  «Όσο τον άκουγε η Φορτούν [να της διηγείται τα παιδικά του χρόνια] τόσο περισσότερο γελούσε και τον ερωτευόταν».  

  «Οι κάτοικοι του χωριού δεν είχαν αντικρίσει τίποτε παρόμοιο. Πού ξανακούστηκε πολυκατοικία τριάντα τριών ορόφων – και μάλιστα τόσο όμορφη, κάθε εκατοστό του εξωτερικού της διακοσμημένο με περίτεχνες τοιχογραφίες – να αρμενίζει στους ουρανούς! Εν τούτοις γνώριζαν περί τίνος επρόκειτο, μια και η φήμη του Ιπτάμενου Ξενοδοχείου ταξίδευε ακόμη και στα μέρη που το ίδιο δεν είχε επισκεφθεί» (σελ. 9).

  Το «Ιπτάμενο ξενοδοχείο» είναι κάτι το ξεχωριστό, όχι μόνο γιατί είναι ιπτάμενο αλλά και γιατί προσφέρει απίστευτες υπηρεσίες στους θαμώνες του, τις οποία βέβαια ακριβοπληρώνουν. Όμως…

  «Οι εμπορικές δοσοληψίες του ΙΞ με τον έξω κόσμο περιορίζονταν σ’ ένα μόνο πράγμα: στην αγορά χρυσού. Εκεί διοχετευόταν σχεδόν ολόκληρη η περιουσία που συγκέντρωναν απ’ τα εισιτήρια. Ανά τακτά διαστήματα αγόραζαν τόνους του πολύτιμου μετάλλου, λιώνοντάς το και τροφοδοτώντας με αυτό τη Χρυσή Λίμνη» (σελ. 102-103).

 Η Χρυσή Λίμνη είναι η καρδιά του ξενοδοχείου, και χάρη σ’ αυτή λειτουργούν όλα. Όποιος βουτάει σ’ αυτήν αυτοθεραπεύεται ταρακουνώντας τα μέλη του. 

  Θυμίζει πολύ τον Ωκεανό στο «Σολάρης» του Ταρκόφσκι.

  Το αγόρι που εργάζεται στο ξενοδοχείο έχει τη μαγική ικανότητα να μεταμορφώνεται σε άλμπατρος. Έχει όμως και ένα ελάττωμα: δεν βάζει στη σωστή σειρά τις λέξεις: «Στ’ άχυρα ψύλλους ψάχνεις σαν να» (σελ. 121).

  Το κορίτσι που βρέθηκε στο ξενοδοχείο για να βρει το γάτο της που είχε πάρει από πίσω τη γάτα, έχει περισσότερες μαγικές ικανότητες. Τη βλέπουμε να χειρίζεται τηλεκινητικά ένα τσεκούρι και να κόβει ξύλα. Μέσα στο ιπτάμενο ξενοδοχείο θα τις χρειαστούν πολύ αυτές οι ικανότητες: θα γκρεμίζει τοίχους, θα ανοίγει πόρτες… Έχουν εντοπίσει ότι μπήκε λαθραία, χωρίς εισιτήριο, και την καταδιώκουν.

  Έρωτας με την πρώτη ματιά για το αγόρι και το κορίτσι, έρωτας με την πρώτη ματιά για το γάτο και τη γάτα. Όμως όπως είπαμε τους καταδιώκουν, και ένα μεγάλο μέρος της πλοκής αναφέρεται στις προσπάθειές τους να ξεφύγουν και να βρουν ο ένας τον άλλο.

  Ο Μελικέρτης διαθέτει εξαιρετική φαντασία, και η επιστημονική φαντασία σε παιδική λογοτεχνία πιστεύω ότι του ταιριάζει απόλυτα. Δεν είναι μόνο τα βατραχάκια, είναι και οι σαν νεράιδες Θρυαλλίδες, και βέβαια οι ασκοί του Αιόλου, που όταν ανοίξουν δημιουργούν ανεμοστρόβιλο στο διάβα τους. Είναι σαν άγρια άλογα, όμως το αγόρι τους περνάει χαλινάρι και το οδηγούν όπου εκείνο θέλει.

  Στο μυθιστόρημα υπάρχουν ανθρώπινοι τύποι και καταστάσεις που βιώνουμε. Ο Μελικέρτης μιλάει εκτενώς γι’ αυτά σε ένα επίμετρο, που θα μπορούσε να βοηθήσει στην αξιοποίηση του μυθιστορήματος για παιδαγωγικούς λόγους.

  Καλπάζουσα φαντασία (κάποιοι θα συνέλαβαν το λογοπαίγνιο), διάσπαρτο χιούμορ, έρωτας, κάνουν απολαυστικότατο το μυθιστόρημα. Εμένα μου άρεσε και για ένα λόγο παραπάνω: για τις γάτες. Έχω κόλλημα με τις γάτες όπως άλλοι έχουν με τα σκυλιά. Ένα από τα πρώτα κείμενά έχει τίτλο «Τα γατάκια μου».

  Και βέβαια και για την εξαιρετική του εικονογράφηση, την οποία υπογράφει ο Σπύρος Γούσης.

  Και τώρα κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.

  «Αέρας και γυναίκα δεν κλειδώνονται, έτσι δε λέει η παροιμία;» (σελ. 123).

  Τη γυναίκα όμως μπορείς να τη δέσεις. Έτσι έδενε ο «μοναχογιός» την πανέμορφη γυναίκα του στο χωριό μου. Τον πρόφτασα γέρο, τον πειράζαμε εμείς τα παιδιά: -Μοναχογιέ, τρως τα μακαρούνια; Για να εισπράξουμε την απάντηση: -Ούχι.

  Ο Κανέλος: «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που σμίγουν τα γατιά και γίνονται ζευγάρι!» (σελ. 131).

  Άλλος καιρός απ’ αυτόν του Ρήγα Φεραίου. Ποιος είναι αυτός; Μας το λέει η μαντινάδα: Να ’μουν το Μάη γάιδαρος, τον Αύγουστο κριάρι/ όλο το χρόνο πετεινός και κάτης το Γενάρη.

  «Σαν δεν ντρέπεσαι αξιοθρήνητε! Γάτος γεννήθηκα και γάτος θα πεθάνω! Γάτος, ρε! Κρα θα έκαναν άλλοι να ’χουν τα μούσκουλά μου! Ίδιος ο Γομαρτσενέγκερ είμαι! Να, δες δικέφαλο! Εγώ δεν πιάνω ποντίκια, ακούς ρε; Εγώ έχω ποντίκια» (σελ. 165).

  Εφέ της δισημίας, όπως και στην παρακάτω ιστορία με το γιο μιας φίλης μου.

  Είναι μαθητής δευτέρας δημοτικού. Πλησιάζει στο θρανίο του η δασκάλα. -Κυρία κυρία, πιάσε να δεις το ποντίκι μου, λέει φουσκώνοντας το ποντίκι στο μπράτσο του. Η κυρία το πιάνει. Και τότε της λέει, δείχνοντας ανάμεσα στα σκέλια του: -Πιάσε τώρα και την ουρά του.

  Πολύ μου άρεσε αυτό το μυθιστόρημα του Δημήτρη Μελικέρτη, romance, fantasy, adventure, πιστεύω ότι θα αρέσει και σε σας και στα παιδιά σας· γιατί τα παιδιά, ανάλογα και με την ηλικία βέβαια, είναι δύσκολο να διαβάσουν βιβλία για μεγάλους, όμως τα παιδικά βιβλία μπορούν να διαβαστούν από μεγάλους, όπως για παράδειγμα το δικό μου «Ο χορός της βροχής».

 

Saturday, May 1, 2021

Véra Belmont, Marquise (1997)

Véra Belmont, Marquise (1997)

 


  Πριν διαβάσω για την ταινία νόμιζα ότι η Μαρκησία ήταν μια μαρκησία. Μετά είδα ότι είναι το όνομα της Σοφί Μαρσώ στην ταινία. Μαρκησία ήταν το όνομα της συγχωρεμένης της μητέρας του φίλου μου του Μιχάλη, και μιας άλλης παχυναμιώτισσας.

  Η Μαρκησία χορεύει και εκδίδεται. Προαγωγός ο πατέρας της. Τη βλέπει να χορεύει ο Gros René, ηθοποιός στο θίασο του Μολιέρου, και την ερωτεύεται. Την αρπάζει από τον πελάτη ενώ την πηδάει, την αγοράζει από τον πατέρα της και την παντρεύεται στη στιγμή, από φόβο μη μετανιώσει και τη θελήσει πίσω.

  Ο Μολιέρος τη θέλει να χορεύει, είναι εκπληκτική σ’ αυτό. Ένας ρόλος που της δίνει είναι βουβός, ενώ της είχε υποσχεθεί ότι θα της δώσει κανονικό ρόλο. Κακός ερωμένος, δεν κράτησε την υπόσχεσή του.

  Ερωμένος; Και ο άνδρας της;

  Θυμήθηκα αυτό που μου είχε πει ένας συνάδελφος, που του το είπε φίλος του: «Καλιά την τούρτα με πολλούς παρά τα σκατά μόνος μου». Δεν έχει αντίρρηση να έχει εραστές, αρκεί να τον αγαπά. Και πράγματι τον αγαπάει, και σε όλη την ταινία βλέπουμε την αφοσίωση που του δείχνει, παρά τις απιστίες της.

  Θα χορέψει για το βασιλιά. -Αυτήν είχες στο μυαλό σου όταν μου έκανες έρωτα (μπορεί να είπε με πήδηξες, δεν θυμάμαι) δυο φορές χθες βράδυ, του λέει εξοργισμένη η βασίλισσα.

  Και πάλι δεν θυμάμαι αν την διέψευσε.

  Όμως θυμήθηκα κάτι που είπε στην παρέα ένας φίλος (να μην πω σε ποια παρέα και τον φωτογραφήσω), και που αποδίδεται στον Φρόιντ. Όταν ένα ζευγάρι κάνει έρωτα, στο κρεββάτι δεν είναι δυο, είναι τέσσερις.

  Είπαμε, είμαι κατά της γενίκευσης, αλλά σίγουρα συμβαίνει.

  Μαρκησία θα διαπρέψει σαν ηθοποιός στην «Ανδρομάχη» του Ρασίν και θα μαγέψει τον βασιλιά. Δεν είδαμε όμως να έχει σχέση μαζί του.

  Θα μπει μέσα σε μια πισίνα όπου κάνουν μπάνιο στο βασιλιά για να του απαγγείλει ένα ποίημα, γιατί δεν μπορούσε να την ακούσει από την άκρη όπου στεκόταν μαζί με τον Ρασίν, ο οποίος το είχε γράψει.

  Θα αρπάξει άγριο κρυολόγημα. Μια κοπέλα του θιάσου θα της πάρει βεντούζες. Cups η αγγλική μετάφραση, όμως εγώ άκουσα ventouse.

  Με βεντούζες και αντιβίωση κράτησα στη ζωή τον πατέρα μου μέχρι τα ενενήντα τέσσερά του, τα τελευταία εννιά χρόνια που έμενε μαζί μας, δεν μπορούσε πια να μένει μόνος στην Κρήτη.

  Μια φορά, καθώς δεν είχα στραγγίξει καλά το μπαμπάκι που ήταν τυλιγμένο στο πιρούνι από το οινόπνευμα πριν του βάλω φωτιά, πετάχτηκε ένα φλογισμένο κομμάτι στο πάπλωμα. Το έσβησα γρήγορα γρήγορα. Ο πατέρας μου, αγανακτισμένος, η δεύτερη φορά που πήγα να τον κάψω, μου είπε την παροιμία: Το βιαστικό γ…ήσι κάνει κουζουλό κοπέλι.

  Και πια ήταν η πρώτη φορά;

  Δεν πήγαινα ακόμη στο δημοτικό. Πήρα ένα κάρβουνο από τον παραστιά και το έβαλα στο κρεβάτι που κοιμόταν, να πάρει φωτιά και να τον κάψω.

  Με είχε δείρει και ήθελα να τον εκδικηθώ, ή ήταν μια πρώιμη έκφραση του οιδιπόδειου συμπλέγματος; (Ο γιος θέλει να σκοτώσει τον πατέρα και να παντρευτεί τη μητέρα). Ήμουν πολύ μικρός, πού να θυμάμαι. Όπως και να έχει το μετάνιωσα αμέσως, πέταξα πέρα το κάρβουνο, αλλά την τρύπα η κουβέρτα δεν τη γλίτωσε.

  Το ότι η Μαρκησία εκπαίδευσε την κοπέλα αυτή να γίνει ηθοποιός με το κείμενο της Αδρομάχης θα της στοιχίσει το ρόλο.  Καθώς η ίδια δεν μπορούσε να ανέβει στη σκηνή όντας άρρωστη, το ρόλο τον έδωσαν σ’ αυτήν, η οποία ανταποκρίθηκε με μεγάλη επιτυχία. Της τον πήρε οριστικά. Αυτό της στοίχισε, της στοίχισε πολύ ακριβά, της στοίχισε την ίδια της τη ζωή. Αφού έφαγε τα δηλητηριασμένα σοκολατάκια τα οποία είχε στείλει ο Ρασίν στον άνδρα της για να τον βγάλει από τη μέση (δεν τα είχε φάει τελικά), ανεβαίνει στη σκηνή, λέει κάποιες συγκινητικές ατάκες και σωριάζεται κάτω νεκρή, σε ένα μελοδραματικό θάνατο.

  Μου άρεσε η ταινία εξίσου με την Μαρσώ.  

  Στη ζωή σου πρέπει να βάζεις στόχους. Εγώ έχω βάλει στόχο να βλέπω πακέτο κάποιους σκηνοθέτες, ιρανούς και κινέζους κυρίως, αλλά και πολλούς άλλους. Για πρώτη φορά έχω βάλει στόχο να δω πακέτο μια ηθοποιό. Είπα να κάνω ένα διάλειμμα από τις ταινίες σινεφίλ, να χαλαρώσω.   

 

Andrzej Zulawski, La femme publique (1984)

Andrzej Zulawski, La femme publique (1984)

 


  Είπαμε, τον Ζουλάφσκι τον έχω στη μαύρη λίστα, αλλά έκανα εξαίρεση με την «Δημόσια γυναίκα». Ο λόγος; Πηγή έμπνευσης για την ταινία υπήρξαν οι «Δαιμονισμένοι» του Ντοστογιέφσκι.

  Η Έθελ είναι κόρη χωρισμένων γονιών. Για να ζήσει ποζάρει γυμνή σε ένα φωτογράφο. Άνετη στο σεξ, είναι πρόθυμη όταν της τυχαίνει ευκαιρία.

  Ο Λούκας της προσφέρει ένα ρόλο στην καινούρια ταινία του, μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή των «Δαιμονισμένων» του Ντοστογιέφσκι. Θα πέσει στην αγκαλιά του για να πάρει το ρόλο.

  Ο Λούκας είχε «κλέψει» τη γυναίκα του Μίλαν, πολιτικού πρόσφυγα από την Τσεχία. Την κράτησε για λίγο και μετά την έδιωξε. Αυτή επιχειρεί να τον ξανασυναντήσει. Η Έθελ βλέπει τη συνάντηση. Μετά, αυτή βρίσκεται νεκρή. Ποιος άλλος τη σκότωσε παρά ο Λούκας;

  Θα τον εγκαταλείψει και θα τα φτιάξει με τον Μίλαν. Θα αναγκασθεί όμως να έχει σχέσεις και με τον Λούκας, καθώς τα γυρίσματα της ταινίας συνεχίζονται.

  Τα κατακερματισμένα πλάνα (σαν σπασμένος καθρέπτης έγραψα στην κριτική μου για την «Μπλε νότα») δυσκολεύουν την παρακολούθηση της πλοκής. Ευτυχώς που είχα διαβάσει πέρυσι το καλοκαίρι τους «Δαιμονισμένους» και έτσι μπορούσα να ταυτοποιήσω τα περισσότερα επεισόδια που βλέπουμε στα γυρίσματα της ταινίας.

  Οι εγκιβωτισμένοι «Δαιμονισμένοι» λειτουργούν κατά κάποιο τρόπο αντικατοπτρικά (mise en abyme) στην πλοκή. Ο Λούκας ο σκηνοθέτης είναι ο Νικολάι Σταυρόγκιν. Ο Μίλαν είναι ο Κυρίλοφ. Στο μυθιστόρημα ο Νικολάι πείθει τον Κυρίλοφ να αναλάβει την ευθύνη της δολοφονίας του συντρόφου, τον οποίο έχουν αποφασίσει να σκοτώσουν από φόβο μήπως τους καταδώσει, μια και έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει. Αφήνει ένα σημείωμα και αυτοκτονεί. Τον Τσέχο αρχιεπίσκοπο όμως τον σκοτώνει ο Μίλαν, σαν διαμαρτυρία για τις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων εκεί (να θυμηθούμε ότι ο Ζουλάφσκι είναι Πολωνός και γυρίζει την ταινία πριν το 1990 που κατέρρευσαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα). Ο Μίλαν αυτοκτονεί πέφτοντας με το αυτοκίνητό του στο ποτάμι. Στην τσέπη του βρέθηκε ένα σημείωμα στο οποίο λέει ότι αυτός σκότωσε τον αρχιεπίσκοπο. Όσο για τον Λούκας, αυτοκτονεί και αυτός όπως και το μυθιστορηματικό του πρότυπο, ο Σταυρόγκιν, με απαγχονισμό, παρά την επιτυχία που είχε η ταινία του και που καθιέρωσε τη Λίζα σαν ανερχόμενο κινηματογραφικό αστέρι.   

  Το ξαναλέμε, ο Ζουλάφσκι είναι ύφος, όχι πλοκή. Τα κατακερματισμένα πλάνα δυσκολεύουν την παρακολούθησή της. Ένας λόγος επί πλέον είναι ότι συμφύρει την ταινία με την πραγματικότητα. Ένας που δεν ξέρει την πλοκή των «Δαιμονισμένων» μάλλον θα μπερδευτεί.

  Η Έθελ γίνεται η σταρ της ημέρας μετά την επιτυχία της ταινίας. Όμως η Σοφί Μαρσώ, με την οποία θα τα φτιάξει ο Ζουλάφσκι και θα την χρησιμοποιήσει σαν πρωταγωνίστρια στην ταινία του «Lamour Braque» την επόμενη χρονιά, ήταν ήδη, μετά από τέσσερις ταινίες,  επιτυχημένη ηθοποιός.

  Το φετίχ του γυμνού σώματος, κυρίως του γυναικείου, το είδαμε σε πάρα πολλά πλάνα. Ένα άλλο φετίχ, με το οποίο με έχει εξοικειώσει ο ιρανικός κινηματογράφος, είναι οι διαπληκτισμοί, οι βιαιοπραγίες, οι συγκρούσεις.

  Όπως και ο Γκοντάρ που γύρισε την «Κινέζα» εμπνευσμένος και αυτός από τους «Δαιμονισμένους», είναι art film σκηνοθέτης. Κανείς τους δεν θα έκανε ποτέ μεταφορά ενός μυθιστορήματος, σε αντίθεση με τον Βάιντα που μεταφέρει το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι δίνοντας τον ίδιο τίτλο στην ταινία του.

  Σίγουρα ο Ζουλάφσκι δεν είναι του γούστου μου, παρά το ότι μου άρεσε πάρα πολύ η ταινία του «Οι νύχτες μου είναι καλύτερες από τις μέρες σας», την οποία γύρισε πέντε χρόνια αργότερα. Εξάλλου τον έχω βάλει στην μαύρη λίστα για λόγους που εξηγώ στην ανάρτησή μου για την ταινία του «Μπορίς Γκοντουνόφ».