Book review, movie criticism

Tuesday, March 9, 2010

Stephen Daldry, The reader (Σφραγισμένα χείλη), 2008

Stephen Daldry, The reader (Σφραγισμένα χείλη), 2008

Δεν έχω σαν στόχο να γράφω για κάθε ταινία που βλέπω, αλλά σχεδόν πάντα υπάρχει κάτι που με ιντριγκάρει, και θέλω να γράψω δυο κουβέντες. Για αυτή την ταινία θα ξεκινήσω με ένα ευφυολόγημα που διάβασα παλιά: «Ο άνδρας δεν ξεχνάει ποτέ την πρώτη του αγάπη, και η γυναίκα την τελευταία της».
Ο δεκαπεντάρης έφηβος τα φτιάχνει με μια κατά 20 χρόνια μεγαλύτερή του γυναίκα (γεννήθηκε το 1922, και το ειδύλλιο αναπτύσσεται το 1958). Βέβαια στην πραγματικότητα ο David Cross είναι 18 χρονών στα γυρίσματα, και η Kate Winslet 33, δεκαπέντε χρόνια διαφορά. Το γράφω αυτό για να διαφωνήσω με έναν κριτικό της ταινίας που βρήκα στο ίντερνετ, που γράφει: «…με μία Kate Winslet να αποδεικνύεται για ακόμα μία φορά και παρά τα χρόνια της, σταθερό πρότυπο θηλυκότητας». Η διαφωνία μου στο «παρά τα χρόνια της». Τριαντατριών χρονών είναι μόνο η γυναίκα, και πολύ όμορφη.
Και η άλλη διαφωνία μου, με τον ίδιο κριτικό. Γράφει: «η συνολική αίσθηση που αφήνει είναι πως πρόκειται περισσότερο για μία ταινία απαγορευμένης και ματαιωμένης αγάπης που υπηρετεί μία σειρά από λογοτεχνικές και κινηματογραφικές συμβάσεις παρά μία σπουδή πάνω στην κατακλυσμιαία σύγκρουση μεταξύ επιθυμίας και λογικής καθώς τις ενοχές που αυτή επιφέρει».
Γιατί θα ’πρεπε δηλαδή να είναι «μία σπουδή πάνω στην κατακλυσμιαία σύγκρουση μεταξύ επιθυμίας και λογικής καθώς (και σ)τις ενοχές που αυτή επιφέρει»; (ελπίζω να διορθώνω σωστά, έκανα copy and paste). Είναι καθόλου θεμιτό να βάζουμε ένα έργο στον αξιολογικό προκρούστη των δικών μας αναμονών μας;
Αλλά και με τα αμέσως προηγούμενα θα διαφωνήσουμε: «μία ταινία απαγορευμένης και ματαιωμένης αγάπης που υπηρετεί μία σειρά από λογοτεχνικές και κινηματογραφικές συμβάσεις». Όχι για το «απαγορευμένης και ματαιωμένης αγάπης» αλλά για το «υπηρετεί μία σειρά από λογοτεχνικές και κινηματογραφικές συμβάσεις». Ποια είναι αυτή η σειρά, εγώ δεν μπορώ να φανταστώ, εκτός και αν το θέμα της απαγορευμένης και ματαιωμένης αγάπης είναι μια από τις λογοτεχνικές και κινηματογραφικές συμβάσεις. Και ο έρωτας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας είναι απαγορευμένος και ματαιωμένος, όμως δεν έχει καμιά σχέση με τον έρωτα που έχει σαν θέμα αυτή η ταινία. Και δεν έχει σχέση κυρίως εξαιτίας της διαφοράς της ηλικίας των δύο εραστών, που κάνει την ερωτική αυτή σχέση εκ προοιμίου καταδικασμένη.
Στην αρχή της ταινίας νόμισα ότι απλώς θεματοποιείται το μοτίβο των «Σαράντα καρατιών» του Μίλτον Κατσέλας, όπου η σαραντάρα Λιβ Ούλμαν τα φτιάχνει με τον εικοσάρη νεαρό, ικανοποιώντας φαντασιακά τις ώριμες γυναίκες-θεατές της ταινίας. Βέβαια το αντίστοιχο αντρικό μοτίβο του «Στα δεκαέξι γνώρισα τον έρωτα» του Ζυλ Ντασσέν με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον είναι πολύ πιο διαδεδομένο (υπάρχει και στα «Σαράντα καράτια» σαν παράπλευρη ιστορία). Όμως διαψεύστηκα. Η ταινία με την οποία θα μπορούσα να την συγκρίνω είναι οι «Κούκλες» του Τακέσι Κιτάνο. Εστιάζεται στον άνδρα, και δείχνει πόσο βαθιά μπορεί ένας έρωτας να καθορίσει τη μετέπειτα ζωή του. Και ο έρωτας αυτός αναδεικνύεται επειδή είναι «αφύσικος», στην προκειμένη περίπτωση ένας έρωτας για μια μεγαλύτερη γυναίκα. Μου έρχεται τώρα στο μυαλό η έννοια της «εγχάραξης» (imprinting) του Κόνραντ Λόρεντς. Το μικρό χηνάκι, το πρώτο ζωντανό που θα δει μόλις βγει από το αυγό, το ακολουθεί σαν να είναι μητέρα του. Έτσι και ο ήρωάς μας, αυτή η πρώτη του αγάπη θα στοιχειώσει τη ζωή του. Χωρίζει με τη γυναίκα του, και δεν καταφέρνει να στεριώσει βιώσιμη σχέση με καμιά από τις γυναίκα με τις οποίες θα σχετισθεί στη συνέχεια.
Η Χάννα που είναι αγράμματη, δουλεύει εισπράκτορας σε λεωφορείο, αλλά όταν της ανακοινώνεται ότι πήρε προαγωγή και θα πάει σε γραφείο, θα ψάξει έντρομη να βρει άλλη δουλειά, και θα πιάσει την πρώτη δουλειά που θα της τύχει όπου δεν θα την ψάξουν αν ξέρει γράμματα: φύλακας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ες Ες. Θα ανακαλύψουν το παρελθόν της και θα καταλήξει στη φυλακή. Ο Μάικλ, που συνήθιζε να τις διαβάζει βιβλία το σύντομο εκείνο διάστημα που κράτησε η σχέση τους, θα μαγνητοφωνεί βιβλία και θα της τα στέλνει στη φυλακή. Αυτή, κάνοντας αντιπαραβολή του κειμένου των βιβλίων με την ανάγνωση από την κασέτα θα μάθει σιγά σιγά να διαβάζει και να γράφει. Ο Μάικλ δεν θα την επισκεφτεί ποτέ στη φυλακή, αλλά θα το κάνει όταν αυτή πρόκειται να αποφυλακισθεί και δεν έχει κανέναν άλλο στον κόσμο. Συναντώνται, και πρόκειται να περάσει να την πάρει σε μια βδομάδα, όταν αυτή θα αποφυλακισθεί. Της έχει βρει δουλειά και σπίτι να μείνει. Όμως αυτή θα αυτοκτονήσει.
Έχω ξαναγράψει για αυτά τα πράγματα, ότι η δύναμη του αισθήματος φαίνεται πιο ανάγλυφα στους «ασύμμετρους» έρωτες. Δεν είναι μόνο η Λαίδη και ο κηπουρός, η παρθένα και ο τσιγγάνος και δεν θυμάμαι ποια άλλα ζευγάρια του Ντέηβηντ Χέρμπερτ Λώρενς, είναι ο «Σκύλος», ο κακόμοιρος αστυνομικός και η όμορφη «Μαρί» του Ανδρέα Μήτσου, η Σιέρβα Μαρία και ο παπάς στο «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» του Μάρκες, και προ παντός ο ήρωας στο «Μαντάμ Μπατερφλάι» του Χένρι Ντέιβιντ Χουάγκ (το ξέρουμε από την κινηματογραφική διασκευή του Ντέηβιντ Κρόνεμπεργκ με τον Τζέρεμι Άιρονς), που εξακολουθεί να είναι ερωτευμένος ακόμη και όταν μαθαίνει ότι η «αγαπημένη» του δεν είναι παρά ένας κατάσκοπος που μεταμφιέστηκε σε γυναίκα για να του αποσπάσει πληροφορίες. Από την απελπισία του για την απώλεια, αυτοκτονεί στη φυλακή.
Το έργο τελειώνει με τον Μάικλ να επισκέπτεται τον τάφο της Χάννα με την κόρη του και να της αφηγείται την ιστορία του. Να τελικά μια «κινηματογραφική σύμβαση», που δεν μας άρεσε, σε ένα κατά τα άλλα πολύ ωραίο έργο.

2 comments:

Περιβαλλοντικός Πολιτιστικός Όμιλος Μάνης (ΠΕΡΙ.ΠΟΛ.Ο ΜΑΝΗΣ) said...

babi poly kalo to simeiwma soy gia tin tainia, ALLA nomizw pws den eprepe na apokalypseis tin ploki tis kai eidika to pws teleivnei. Dystyxws den tin eiha dei kai moy xalases oli ti mageia xerontas pia apo prin ti na perimenw...

Babis Dermitzakis said...

Μαργαρίτα μου πού να ξέρω ότι δεν την είδες την ταινία; Είναι πάνω από χρόνος που έχει προβληθεί. Αυτό είναι το πρόβλημα με τη σύγχρονη αφήγηση: ξέρεις το τέλος, δεν σε ενδιαφέρει πια. Όμως στην Κρήτη ήξεραν τον Ερωτόκριτο απ' έξω, τον διάβαζαν και τον ξαναδιάβαζαν, κι ας ήξεραν το τέλος. Η ομορφιά της λογοτεχνίας τότε δεν βρισκόταν στο έντονο σασπένς, αλλά στη μαγεία του λόγου. Και τι να πούμε για την Ερωφίλη και τον Βασιλιά το Ροδολίνο, που ο καταραμένος πρόλογος λέει στους θεατές το τέλος, όχι για να φύγουν, αλλά για να κάτσουν να δουν την παράσταση; Αλλά σήμερα "Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα χαρτιά κρατούνε". Το μωρό καλά;