Λαμπρίνα Μαραγκού, Η αγάπη φοράει φτερά από μετάξι, Αθήνα 2004, Άγκυρα
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Υπάρχουν βιβλία για παιδιά (παιδική λογοτεχνία) και υπάρχουν βιβλία για μεγάλους. Τα «ώριμα» παιδιά μπορούν μετά από κάποια ηλικία να διαβάσουν βιβλία για μεγάλους χωρίς να είναι διασκευασμένα. Μπορούν όμως οι μεγάλοι να διαβάσουν βιβλία για παιδιά;
Εδώ η απάντηση φαίνεται λίγο αυτονόητη, αλλά δεν είναι. Προφανώς ο μεγάλος διαθέτει τις αντιληπτικές δυνατότητες του παιδιού για να κατανοήσει την παιδική λογοτεχνία. Το πρόβλημα όμως είναι αν υπάρχει παιδική λογοτεχνία που δεν είναι απλώς για να την κατανοήσει, αλλά να την απολαύσει κιόλας, σαν να επρόκειτο για λογοτεχνία για μεγάλους.
Φαίνεται πως υπάρχει. Το βιβλίο της Λαμπρίνας Μαραγκού «Η αγάπη φοράει φτερά από μετάξι», «για νέους από 12 χρονών», όπως χαρακτηρίζεται στο οπισθόφυλλο από τον εκδοτικό οίκο, είναι ένα βιβλίο απολαυστικό τόσο για τους μικρούς όσο και για τους μεγάλους.
Επειδή είμαι συγκριτολόγος από ιδιοσυγκρασία, θα ήθελα να το συγκρίνω με ένα άλλο βιβλίο, που δεν είναι για παιδιά, έχει όμως πολλά κοινά με το βιβλίο της Λαμπρίνας: την «Αστραδενή» της Ευγενίας Φακίνου, το πρώτο της μυθιστόρημα για μεγάλους. Η Αστραδενή πηγαίνει στην πέμπτη Δημοτικού, και αφηγείται η ίδια. Η Λυδία, η ηρωίδα της Λαμπρίνας, είναι επίσης μαθήτρια Δημοτικού, αν και πιο μικρή (πηγαίνει στη δευτέρα τάξη), και επίσης αφηγείται η ίδια.
Και οι δυο μικρές ηρωίδες αντιμετωπίζουν αρνητικές εμπειρίες. Η Ασταδενή τον ξεριζωμό της από τον παράδεισο της επαρχίας και τον ερχομό της στην κόλαση της πρωτεύουσας, με αποκορύφωση τον βιασμό της από κάποιο γείτονα. Η Λυδία βρίσκεται αντιμέτωπη με τον χωρισμό των γονιών της.
Και πηγαίνουμε στις διαφορές:
Για την «Αστραδενή» γράψαμε σε άρθρο μας για την Ευγενία Φακίνου (Έρευνα, Φλεβ-Μάρτ. 1993, σελ. 44-64): «Η πρωτοπρόσωπη αφήγη¬ση, στους αντίποδες του εσωτερικού μονόλογου, είναι η φωνή μιας σπήκερ που παρατηρεί και περιγράφει με λεπτομέ¬ρειες για τους ακροατές της. Είναι μια αφήγηση εντυπώσεων, και όχι αισθημάτων τα οποία, ελαχιστότατα, κλείνο¬νται μέσα σε παρενθέσεις».
Η Λυδία δεν παρατηρεί. Δεν μιλάει για το έξω, μιλάει συνεχώς για τον εαυτό της, για αυτά που κάνει, για αυτά που τις συμβαίνουν.
Οι αρνητικές εμπειρίες σημαδεύουν την Αστραδενή. Οι αρνητικές εμπειρίες περνάνε ανώδυνα στη Λυδία. Και περνάνε ανώδυνα, γιατί η μητέρα της τής εξηγεί με ωραίο τρόπο το χωρισμό με τον πατέρα της. Οι σελίδες 47-50 όπου η μητέρα μιλάει στην κόρη της για το θέμα, θα έπρεπε να διαβαστούν από κάθε χωρισμένη μητέρα. Οι γυναίκες νομίζουν ότι εκδικούνται τον άπιστο με το να τον κατηγορούν στα παιδιά, και αυτό που καταφέρνουν είναι να τα πληγώσουν ανεπανόρθωτα, αφήνοντάς τους στίγματα για όλη τους τη ζωή.
Η πρόζα της Φακίνου είναι σκοτεινή και αγέλαστη. Η πρόζα της Λαμπρίνας είναι απολαυστική. Το χιούμορ ξεπηδάει σαν γάργαρο νερό από όλο το βιβλίο. «Όμως όταν έρχεται η Κατερίνα, η αρραβωνιαστικιά του νονού, θέλει να παίξουμε με τις κούκλες, και εγώ δεν της χαλάω το χατίρι» (σελ.27). «Και όταν τελείωσε η τραγωδία, είχε πιαστεί ο ποπός μου και το είπα λίγο δυνατά, και το άκουσαν και άλλοι και γέλασαν» (σελ. 53).
Η μεγάλη διαφορά όμως βρίσκεται στο ύφος. Ενώ η αφήγηση της Αστραδενής είναι λογοτεχνική, χωρίς να είναι όμως επιτηδευμένη, η αφήγηση της Λυδίας έχει την αμεσότητα του προφορικού λόγου ενός μικρού παιδιού. Είναι σαν το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» στο παιδικό. «Οι μεγάλοι όλο μπερδεύουν τα πράγματα, όλο σκέφτονται, όλο κλαίνε, ακόμα και στη χαρά τους. Τελικά δεν ξέρω αν θέλω κι εγώ να μεγαλώσω» (σελ. 119). Ενώ η «λογοτεχνικότητα» της Αστραδενής την κάνει ανάγνωσμα μόνο για μεγάλους, η αμεσότητα της παιδικής αφήγησης της Λυδίας κάνει το βιβλίο τόσο ανάγνωσμα για μικρούς όσο και ανάγνωσμα για μεγάλους.
«Όταν αλλάζει η ζωή μας, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να τη δεχόμαστε χωρίς ν’ αναρωτιόμαστε αν θα τα καταφέρουμε. Να είμαστε σίγουροι πως θα τα καταφέρουμε» (σελ. 127). Το απόσπασμα αυτό δίνει και το στίγμα του βιβλίου, που συνιστά και την άλλη διαφορά: Ενώ το βιβλίο της Φακίνου είναι βαθιά απαισιόδοξο, το βιβλίο της Λαμπρίνας ξεχειλίζει από αισιοδοξία.
Θα κλείσουμε με μια ακόμη ομοιότητα που έχουν και τα δύο βιβλία: είναι πολύ καλά λογοτεχνικά έργα, και τα συνιστούμε σε κάθε αναγνώστη.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 1-10-2006
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment