Ο
Κάλβος και οι πρώτες μεγάλες στιγμές της Νεοελληνικής λογοτεχνίας
Έρευνα,
Ιούν. 1992, τ. 18, σελ. 23-28.
(Το κείμενο αυτό καθώς και τα επόμενα για τον
Σολωμό, τον Παλαμά και τον Καβάφη γράφηκαν το 1983-1984, όταν διορίστηκα σαν
φιλόλογος. Έπρεπε να γνωρίσω τους κορυφαίους μας ποιητές όσο περισσότερο
μπορούσα, για να τους διδάξω καλύτερα. Άλλα ενδιαφέροντα δεν με άφησαν να γράψω
και για τους Καρυωτάκη, Σεφέρη, Ελύτη και Ρίτσο, όπως σκόπευα αρχικά.)
Ο Κάλβος
γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792. Πατέρας του ήταν ο Τζανέτος Κάλμπος, τύπος
τυχοδιωκτικός, και μητέρα του η Ανδριανή Ρουκάνη, αριστοκρατικής καταγωγής. Το
ζευγάρι δεν τα πήγαινε καλά και πολύ νωρίς χώρισαν. Το 1803, ο Τζανέτος Κάλμπος
ανέλαβε το αξίωμα του υποπρόξενου της Επτανησιακής Πολιτείας στο Λιβόρνο της
Ιταλίας. Παίρνει τους δύο γιους του και πηγαίνει εκεί. Όμως στο Λιβόρνο τα
πράγματα δεν είναι και τόσο καλά. Το Λιβόρνο χάνει τη σπουδαιότητα του σαν
εμπορικό διαμετακομιστικό κέντρο της Μεσογείου και ο Τζανέτος Κάλμπος τα
μαζεύει για να γυρίσει στην Ελλάδα, αυτή τη φορά στη Σάμο. Στη Σάμο θα
αφιερώσει αργότερα μια ωδή του ο ποιητής.
Ξαναγυρνάνε
στην Ιταλία, όπου το 1812 χάνουμε τα ίχνη του πατέρα του. Ο Κάλβος ζει μέσα στη
φτώχεια και κάνει ιδιαίτερα μαθήματα για να ζήσει. Τότε είναι που γνωρίζεται με
τον Ούγκο Φώσκολο στη Φλωρεντία. Ο νεαρός Κάλβος ενθουσιάζεται από τον μεγάλο
Ιταλό ποιητή και επαναστάτη. Ο Φώσκολος βλέπει έναν ενθουσιώδη νέο γεμάτο
υποσχέσεις, και θα τον προσλάβει σαν γραμματέα του. Την ίδια περίπου εποχή ο
Κάλβος θα αποτολμήσει τα πρώτα λογοτεχνικά του ξεπετάγματα. Το 1811, στα
δεκαεννιά του χρόνια, συνθέτει μια ωδή στον Ναπολέοντα. Η παράδοση τον θέλει να
τη σχίζει, όπως έκανε ο Μπετόβεν με την αφιέρωση της Ηρωικής.
Το
1813 διευρύνονται οι φιλοδοξίες του. Γράφει δύο κλασικιστικές τραγωδίες, τον
«Θηραμένη» και τις «Δαναΐδες», για τις οποίες ο Φώσκολος θα εκφραστεί
κολακευτικά. Δεν έχουμε λόγους να αμφιβάλουμε για το αμερόληπτο της κριτικής
του.
Την
επόμενη χρονιά γράφει μια ωδή για τις Ιονίους νήσους (Ode agli Ionii).
Ο
Κάλβος, σίγουρα από θαυμασμό, ίσως και από υστεροβουλία (ήταν το αποκούμπι στις
οικονομικές του στενοχώριες) ακολουθεί τον Φώσκολο στην εξορία του. Μάλιστα το
1816 θυσιάζει τη μεγάλη αγάπη του, την Ιουδήθ Μαροκέλι, κόρη πλούσιου
Φλωρεντινού εβραίου (αφού ο πατέρας της φρόντισε να τον απολύσουν είναι
αλήθεια, γιατί δεν ήθελε το δεσμό) και τρέχει να βρει τον Φώσκολο στο Λονδίνο,
το Σεπτέμβριο του 1816.
Όμως η σχέση των δύο ανδρών δεν κρατάει και
πολύ. Γιατί; Ο Φώσκολος είπε ότι τον παράτησε ο Κάλβος γιατί δυσκολευόταν να
τον συντηρεί. Ο Κάλβος δεν ξέρουμε τι είπε. Ο Κώστας Θρακιώτης πιστεύει ότι ο Κάλβος
παράτησε τον Φώσκολο όταν αυτός πρόδωσε τους επαναστατικούς οραματισμούς του
και προσχώρησε στο συντηρητισμό. Μπορεί ο λόγος να μην ήταν κανένας από τους
δύο, ίσως όμως και οι δύο. Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε.
Ίσως
από στενό υπολογισμό, ίσως όμως και από την απελπισία του που βρέθηκε μόνος κι
έρημος σε μια ξένη χώρα, χωρίς λεφτά και στήριγμα πουθενά, βρήκε μια Αγγλίδα
και την παντρεύτηκε. Όμως και πάλι τον χτύπησε η μοίρα. Λίγες μέρες μετά τη
γέννα (σελ. 23) πέθανε η μητέρα, για να την ακολουθήσει σχεδόν αμέσως μετά και
το κοριτσάκι τους.
Δεν έχει πια λόγο να μείνει στην Αγγλία και
ξαναγυρνάει στη Φλωρεντία. Όμως ο φάκελός του με τις επαναστατικές του
δραστηριότητες είναι αρκετά βαρύς και τον εκτοπίζουν στην Ελβετία. Στη Γενεύη,
το 1824, εκδίδει την πρώτη του συλλογή με 10 ωδές, την «Λύρα». Δύο χρόνια
αργότερα, στο Παρίσι, εκδίδονται τα «Λυρικά», άλλες δέκα ωδές, αφιερωμένες στο
στρατηγό Λαφαγιέτ. Την ίδια χρονιά, το 1826, έρχεται στην Ελλάδα να προσφέρει
κι αυτός τις υπηρεσίες του. Να ντράπηκε άραγε για το θάνατο του Μπάυρον; Ή
μήπως άλλες δυσχέρειες δεν τον άφηναν να έλθει πιο πριν; Στην Ελλάδα δεν κάθισε
πάνω από είκοσι μέρες και γύρισε στην Κέρκυρα. Να ένιωσε άραγε να πληγώνεται ο
ιδεαλισμός του μπροστά στην πεζή πραγματικότητα της επανάστασης, με τις
ραδιουργίες και τους μικροϋπολογισμούς; Αφού γράφει για τη διχόνοια στις ωδές
του και αφού κάνει έκκληση για ομόνοια στην τελευταία του ωδή, σημαίνει ότι
μάλλον ήταν προετοιμασμένος.
Η
συντηρητική κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου ίσως έβλεπε με δυσπιστία τον καρμπονάρο
και φανατικό φιλικό, και γι’ αυτό αποποιήθηκε με εύσχημο τρόπο τις υπηρεσίες
του μη αναθέτοντάς του καθήκοντα που να του ταιριάζουν.
Στην
Κέρκυρα εγκαθίσταται πια μόνιμα και διδάσκει στην Ιόνιο Ακαδημία. Ελάχιστα
πράγματα ξέρουμε για τη ζωή του εκεί. Η ρουτίνα αρέσκεται να μην αφήνει
μαρτυρίες. Αυτοί που τον γνώρισαν τότε, τον περιγράφουν σαν άνθρωπο περίεργο
και απομονωμένο. Με το Σολωμό δεν είχε επαφές και λένε πως μόλις που
χαιρετιόντουσαν από μακριά. Η φιλολογική κίνηση που γινόταν γύρω από αυτόν δεν
τον τράβηξε. Ίσως μάλιστα και να τον απωθούσε. Η δική του η λύρα είχε σωπάσει
εντελώς.
Πικραμένος,
παύει να είναι και καλός καθηγητής. Μια μέρα, μετά από μια καζούρα των μαθητών
του, υποβάλλει την παραίτηση του. Ίσως να είχε πάρει και το γράμμα της
Σαρλότας, μιας παλιάς του μαθήτριας, όταν ήταν στο Λονδίνο, 20 χρόνια νεότερη
του, που στα σαράντα της τώρα και ανύπαντρη του ζητούσε να έλθει στην Αγγλία
και να παντρευτούν.
Στο
Λόουθ, μια πόλη του Lincolnshire της Αγγλίας, διευθύνει με τη γυναίκα του ένα
παρθεναγωγείο, ενώ παράλληλα μεταφράζει βιβλία για την αγγλικανική Εκκλησία.
Εκεί τον βρίσκει ο θάνατος, 3 Νοεμβρίου 1869, στις τρεις το πρωί, πικραμένο και
απογοητευμένο.
Ας μη
μου δώσει η μοίρα μου
εις
ξένη γη τον τάφο
είναι
γλυκύς ο θάνατος
μόνον
όταν κοιμώμεθα
εις
την πατρίδα.
Δεν
φάνηκε να τη συγκίνησε τη μοίρα. Τον χτύπησε ως κι εκεί. Είκοσι δύο χρόνια
αργότερα, το 1888, τον ακολούθησε στον τάφο του και η γυναίκα του.
Οι
πρώτες μεγάλες στιγμές της Νεοελληνικής μας λογοτεχνίας ξεκινάνε με τον Κάλβο
και τον Σολωμό, μόλις αρχίζει η επανάσταση. Η τελευταία φορά που τραγούδησαν οι
μούσες στον ελληνικό χώρο σε μείζονα τόνο ήταν δύο αιώνες πιο πριν, στην Κρήτη,
με τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου, για να σιγάσουν με την κατάληψή της το 1669. Θα
ξαναλαλήσουν μετά από δύο αιώνες στα Επτάνησα.
Και
γιατί ειδικά στα Επτάνησα;
Στα
Επτάνησα η ξενική κατοχή είναι πιο ήπια. Ο ενετός κατακτητής είχε φέρει μαζί
του και τα φώτα του πολιτισμού του. Τα πλούσια ενετόπαιδα σπουδάζουν σε ιταλικά
πανεπιστήμια. Η ιταλική γλώσσα τους φέρνει σε επαφή με τους λογοτεχνικούς
θησαυρούς της Δύσης. Οι ποιητές μας σ’ αυτή δοκιμάζουν τα πρώτα τους ποιητικά
φτερουγίσματα. Την ξέρουν μάλιστα καλύτερα, γιατί αυτή πρώτα διδάσκονται στο
σχολείο. Ο Φώσκολος μαρτυρεί για τον Κάλβο ότι ξέρει γαλλικά, ιταλικά και λίγα
ελληνικά. Μπορεί βέβαια το ντύμα να είναι ξένο, το περιεχόμενο όμως είναι
ελληνικό. Σε λίγο θα κοιτάξουν να εκφραστούν με τη σωστή τους γλώσσα, αυτή που
τους ταιριάζει σαν έλληνες ποιητές.
Οι
δυσκολίες είναι μεγάλες. Δεν πρέπει να νομίσουμε όμως ότι προέρχονται τόσο από
την ελλιπή γνώση τους της ελληνικής όσο από την ανυπαρξία μιας έντεχνης
λογοτεχνικής παράδοσης, πάνω στην οποία θα μπορούσαν να πατήσουν. Υπάρχει
βέβαια η λογοτεχνία της Κρητικής Αναγέννησης, όμως αυτή αναπνέει άλλο αέρα,
έναν αέρα αισθησιασμού και όχι τον ηρωικό αέρα της επανάστασης.
Εξάλλου
με τους κρητικούς ιδιωματισμούς της θα δίσταζαν να την υιοθετήσουν σαν γλωσσικό
τους όργανο. Επιπλέον δύο αιώνες είναι πολλοί. Ο Μοντσελέζε γράφει την Ευγένα
σε κρητικό σχεδόν ιδίωμα, πριν από την πτώση της Κρήτης. Όσο για το δημοτικό
μας τραγούδι, μπορεί μεν να αποτελεί μια γλωσσική βάση για τον Σολωμό, όμως ο
ίδιος θα πρέπει να ανακαλύψει δικούς του δρόμους έκφρασης.
Ο
λαϊκός τραγουδιστής δεν τραγουδάει όπως ο λόγιος μορφωμένος ποιητής. Και ο
Σολωμός δεν θέλει (και δεν μπορεί) να φτιάξει δημοτικό τραγούδι, θέλει να
φτιάξει ποίηση. Τα μεταφυσικά οράματα του δεν έχουν τίποτα το λαϊκό. Αντίθετα ο
γήινος αισθησιασμός του Κορνάρου δεν βρίσκεται μακριά από τη λαϊκή ευαισθησία,
γι’ αυτό και αντλεί από τις μαντινάδες, ενώ στίχοι του γίνονται μαντινάδες στα
χείλη του κρητικού λαού. Ο Κάλβος πάλι διαμορφώνει το γλωσσικό του όργανο από
άλλες επιδράσεις. Το ιδεολογικό περιεχόμενο της ποίησης και του Κάλβου και του
Σολωμού, (σελ. 24) ιδιαίτερα στα πρώτα τους έργα, είναι ο αγώνας για την
ελευθερία. Όμως ο Κάλβος είναι πιο παθιασμένος με την ελευθερία απ’ ό,τι ο
Σολωμός. Ο Σολωμός γράφει εγκεφαλικά στο γραφείο. Τον ενδιαφέρει πολύ να
μιλήσει αλλά δεν μιλάει παρά μόνο όταν είναι σίγουρος ότι μπορεί να μιλήσει
ωραία. Είναι προσεκτικός ώστε να μην αφήσει μέτρια ποίηση. Τα σκόρπια πετράδια
τού φτάνουν. Ο Κάλβος όμως φαίνεται να διακατέχεται από ένα χείμαρρο
ενθουσιασμού. Η ποίησή του είναι ορμητική και συναρπαστική, σαν την ίδια την
επανάσταση. Θέλει να ξεσηκώσει τις συνειδήσεις με τις ωδές του, δεν έχει την
υπομονή να κάτσει να επεξεργαστεί αυτό που γράφει, να προσέξει πώς θα το
γράψει. Βιάζεται να ακουστεί, να συμπαρασύρει. Γι’ αυτό και η ποίηση του είναι
τόσο άνιση. Δίπλα σε στίχους πραγματικά αριστουργηματικούς βρίσκουμε τους πιο
μέτριους στίχους. Και αυτό δεν φαίνεται να τον ενοχλεί. Όχι από έλλειψη
κριτικού αυτοελέγχου, αλλά γιατί δεν τον ενδιαφέρει.
Ακόμη,
η έννοια της ελευθερίας στον Κάλβο είναι πολύ πιο διευρυμένη απ’ ό,τι στον Σολωμό,
τότε που υμνούν και οι δύο την επανάσταση. Για τον Σολωμό, ελευθερία είναι η εθνική
απελευθέρωση. Για τον Κάλβο, ελευθερία είναι επιπλέον και η κοινωνική
απελευθέρωση. «Καίω της δεισιδαιμονίας το βαρύ βάκτρον», λέει στην ωδή «Εις
θάνατον». Η ωδή «Εις Αγαρηνούς» είναι μια ωδή ενάντια στην τυραννία. Οι λαοί
κάτω από την πίεση των τυράννων αναγκάζονται να κάνουν άδικους πολέμους.
Η
σάλπιγγα, τα τύμπανα
σας
προσκαλούν αδίκους
ασύνετους πολέμους
φέρετε, κατασφάξατε
τα
έθνη αθώα.
Πιο
κάτω λέει γι’ αυτούς που συνειδητοποιούνται:
Αλλοίμονον, αλλοίμονον,
όταν ο
θεός πέμψει
ακτίναν αληθείας
και με
αυτήν το στήθος σας ζωοποιήσει.
Εάν
τις το νουθέτημα
θείον
ακολουθήσει
Στόμα
μαχαίρας βάσανα
κλαύματα φυλακή
τότε
ας προσμένεις
Το
αντικληρικαλιστικό κήρυγμα της Γαλλικής Επανάστασης, που διατηρείται άσβεστο
στους προοδευτικούς κύκλους μετά την Παλινόρθωση, απηχείται σε μια στροφή από
την ωδή «Αι ευχαί»:
Δια να
θεμελιώσετε
την
τυραννίαν τιμάτε
τον
Σταυρόν εις τας πόλεις σας
και
αυτόν πολεμήσατε
εις
την Ελλάδα..
Ο
ποιητής εκφράζει τις θρησκευτικές του αμφιβολίες με ήπιο τόνο στην ωδή «Εις
Ελευθερίαν»:
Ίσως
(αν δεν με τρέφει
ματαία
ελπίς) ευρίσκεται
μετά
τον θάνατόν μου
γλυκυτέρα ζωή
και με
προσμένει.
Μέσα
στο ιδεολογικό οπλοστάσιο της επανάστασης είναι και ο αγώνας της Χριστιανοσύνης
ενάντια στους αλλόθρησκους και ο ποιητής τον αξιοποιεί ωραιότατα. Ο
Χριστιανισμός εξάλλου αποτελεί τον κρίκο της συνέχειας με τον αρχαίο κόσμο.
Στην αμέσως προηγούμενη στροφή ο ποιητής λέγει:
Ημείς δια τον σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα.
Στην ωδή
«Εις την Νίκην» φαίνονται οι ανθρωπιστικές ιδέες του ποιητή, διαδομένες στους
προοδευτικούς κύκλους της Ευρώπης στην εποχή του. Εκφράζονται με πολύ
πετυχημένο τρόπο σε μια στιγμή που το ποίημα κινδυνεύει να χαρακτηριστεί (ας
μου επιτραπεί ο σύγχρονος όρος) μιλιταριστικό. Ο ποιητής ζητάει από τη Νίκη να
φτιάξει στεφάνια με δύο ειδών ρόδα:
Τάχεις
γνωστά· κι εστόλισες
πολλές
φορές μ’ εκείνα
τους
μη σκληρώς πατήσαντας
τον
εχθρόν, όταν έβαλε
τ’
άρματα κάτω.
Τάχεις
γνωστά· τα εχάρισες
εις
όσους δεν εξάπλωσαν
βαρείαν χείρα επί γέροντας
ή
παρθένους οπ’ έγιναν
λάφυρα
μάχης.
Η
τέχνη της Γαλλικής Επανάστασης εμπνέεται από την κλασική εποχή, ιδιαίτερα από
την αρχαία Ρώμη. Κυρίαρχη ιδέα της είναι η ιδέα της Αρετής, που αποτελεί κατά
κάποιο τρόπο τον κοινό παρονομαστή όλων των ιδιοτήτων του επαναστάτη. Ο Κάλβος
ήδη στην εισαγωγή του ζητά από τις μούσες να χαρίσουν στην Αρετή την
«λαμπρότατη ακτίνα», γιατί, «επαινουμένη τους επιγείους χορούς, τότε δεν φεύγει»,
αλλά θα μείνει για πάντα κτήμα ακριβό της ελληνικής γης.
Η ωδή «Εις
Ελευθερίαν» κλείνει περιέργως με μια αποστροφή στην Αρετή:
ω Αρετή, πολύτιμος
θεά, συ ηγάπας πάλαι
τον Κιθαιρώνα, σήμερον
την γην μη παραιτήσεις
την πατρικήν μου.
Κλείνει
επίσης την ωδή «Εις θάνατον», όχι χωρίς υπερηφάνεια, με τη στροφή:
ως... απ’ ένα βουνό
ο αετός εις άλλο
πετάει, κι εγώ τα δύσκολα
κρημνά της αρετής
ούτω επιβαίνω.
Η
τέχνη της Γαλλικής Επανάστασης, όπως είπαμε, ήταν τέχνη κλασικιστική. Αρχαία
θεματογραφία, λιτά εκφραστικά μέσα, ισορροπημένο, αρχιτεκτονικό σχέδιο, όπως
εκφράστηκαν κυρίως στο έργο του David.
Τα
ίδια χαρακτηριστικά βρίσκουμε και στην ποίηση του Κάλβου. Εικόνες με θέματα
κλασικά επανέρχονται συνεχώς στην ποίησή του, λες και ξεπηδάνε από γαλλικούς
κλασικιστικούς πίνακες. Ο Πήγασος, οι πιερίδες Νύμ (σελ. 25) φες, οι Νηριίδες,
η Άρτεμη, οι τριακόσιοι του Λεωνίδα με τα αργυρά τους βέλη, οι Ζεφυρόποδες
Χάριτες και πολλά άλλα.
Ο
στίχος του λιτός, συνθετικός και πυκνός, διαθέτει μια σπάνια ακριβολογία. Μέσα
στη λιτότητά του φαντάζει μεγαλόπρεπος. Αλλά και οι εικόνες που χρησιμοποιεί
είναι μεγαλόπρεπες, βιβλικές, απλές και επιβλητικές σαν πυραμίδες. Ο ήλιος με
τις φωτερές ακτίνες του κρατάει την κεντρική θέση σ’ αυτές τις εικόνες των
γαλαξιακών διαστάσεων. Ο ουρανός, τα άστρα, αποτελούν ένα μόνιμο φόντο:
Μόνον βλέπω τον ήλιον
μένοντα
εις τον αέρα.
Τους τριγύρω χορεύοντας
ουρανούς κυβερνάει
με δίκαιον νόμον
όπου τρέμουσιν άπειρα
τα φώτα της νυκτός,
εκεί ψηλά
πλατύνεται
ο γαλαξίας και χύνει
δρόσου σταγόνας.
Ούτω εις το χάος αμέτρητον
των ουρανίων ερήμων
νυκτερινός εξάπλωσεν
έρεβος τα πλατέα
πένθιμα εμβόλια.
Και εις την σκοτιάν βαθείαν
εις το απέραντο διάστημα
τα φώτα σιγαλέα κινώνται
των αστέρων
λελυπημένα
Αλλά των μακαρίων
σταύλων ιδού τα ηώα
κάγκελλα αι ώραι ανοίγουσι
ιδού τα ακάμαντα άλογα
του Ηλίου εκβαίνουν.
Χρυσά, φλογώδη
καίουσι
τους δρόμους του αέρος
τα αμιλλητήρια
πέταλα
τους ουρανούς φωτίζουσι
λάμπουσι αι χαίται.
ήκουον μόνον οι κύκλοι
των ουρανών, την σύμφωνον
θεόπνευστον ωδήν
και τον αέρα ακίνητον
είχε η γαλήνη.
Μητέρα φρονημάτων
υψηλών, συνεργέ
ψυχών τολμηρότατων
νύκτα ουρανία
και σύγχρονε
δικαιοσύνης.
Λέξεις
όπως αέρας, νερό, φωτιά, νύκτα, επανέρχονται
συνεχώς, σαν λέξεις μιας μυστικής θεολογίας, ή ίσως της ιωνικής
φιλοσοφίας.
Ή καθώς την αυγήν
εξαπλώνει ο ήλιος
και τ’ άστρα τ’ αναρίθμητα
από τον μέγα
Όλυμπον
πάντα εξαλείφει
Μάταια
θα ψάξεις για λεπτομέρειες στους πίνακές του. Λες και φοβάται ο ποιητής μη
χάσει την άποψη της συνολικής εικόνας. Έτσι μένει ανολοκλήρωτη μια αίσθηση
Μπαρόκ που πάει να δημιουργηθεί, ενώ ο κλασικισμός του βγαίνει εξουθενωμένος
από τις διαστάσεις του και μας έρχονται μνήμες αιγυπτιακής τέχνης.
Όμως η
εκφραστική του γκάμα είναι πιο πλατιά. Δίπλα στην αιγυπτιακή και στην κλασική
εικονογραφία υπάρχει και η χριστιανική, το ίδιο επιβλητική: ένας θεός
μεγαλοπρεπής,
ένας θεός και μόνος
αστράπτει από τον ύψιστον
θρόνον και των χεριών του
επισκοπεί τα αιώνια
άπειρα έργα.
Κρέμωνται υπό τους πόδας του
πάντα τα έθνη, ως κρέμεται
βροχή έτι εναέριος
ενώ κοιμώνται οι άνεμοι
της οικουμένης.
Αυτός
ο φετιχισμός του ογκώδους και του επιβλητικού τον παρασύρει και σε μια άστοχη
μεταφορά.
Βρύσιν! και τα θαυμάσια
της Αρετής αένναα
νερά δεν βλέπω· χύνονται
ποταμηδόν τριγύρω μου
την γην σκεπάζουν.
Οπωσδήποτε ο συνειρμός του κατακλυσμού, αυτής της βιβλικής καταστροφής,
λειτουργεί πιο άμεσα, και η μεταφορά δεν σώζεται, έστω κι αν λέει στον αμέσως
επόμενο στίχο:
ω θνητοί, ποτισθήτε.
Η
λιτότητα στα εικονοπλαστικά μέσα του ποιητή φτάνει στην αποθέωσή της στην
παρακάτω στροφή:
Η χώρα τότε εφαίνετο
Ναός ηρειπωμένος
όπου οι ψαλμοί σιγάουσι
και του κισσού τα ατρέμητα
φύλλα κοιμώνται.
Εδώ
βλέπεις δύο εικόνες και όχι μία, με μια απλή συνειρμική μετατόπιση. Ο
ερειπωμένος ναός μας φέρνει μπροστά στα μάτια μας ένα αρχαίο ναό, για να
μεταμορφωθεί στον επόμενο στίχο, κάτω από τους συνειρμούς που δημιουργεί η λέξη
ψαλμοί, σε χριστιανικό ναό, για να ξαναμεταμορφωθεί πάλι, πιο φευγαλέα αυτή τη
φορά, σε αρχαίο ναό, από τον κισσό, φυτό μυθολογικό.
Παρατηρώντας τον κλασικισμό του ποιητή, μπαίνει το ερώτημα: γιατί να μην
εκφραστεί διαφορετικά ο Κάλβος;
Ο
Μπάυρον που πεθαίνει στο Μεσολόγγι και που του αφιερώνει και ωδή, είναι
ρομαντικός. Ο Ντελακρουά θρηνεί τη σφαγή της Χίου με μια ζωηρή ρομαντική
πολυχρωμία. Γενικά οι προοδευτικοί εγκαταλείπουν μετά την Παλινόρθωση τα εκφραστικά
μέσα της επανάστασης και οι ιδέες της προόδου εκφράζονται προς το παρόν με
ρομαντικό ντύμα, πριν ο ρομαντισμός γίνει ιδεολογικό όπλο των συντηρητικών
δυνάμεων.
Αυτό
που έχουμε να πούμε είναι ότι ο ρομαντισμός δεν αφήνει αδιάφο (σελ. 26) ρο τον ποιητή.
Ο Λίνος Πολίτης φτάνει μάλιστα στο σημείο να γράψει ότι «όλος αυτός ο
φαινομενικός κλασικισμός είναι ένα εξωτερικό ντύμα μονάχα, κάτω από το οποίο
κινείται η ανήσυχη ψυχή ενός γνήσιου ρομαντικού». Ίσως αυτό είναι λιγάκι
υπερβολικό, όμως τα ρομαντικά στοιχεία δεν είναι καθόλου άγνωστα στο έργο του.
Η τρίτη κιόλας ωδή του έχει ένα νοσηρό ρομαντικό διάκοσμο: το χώρο ενός
νεκροταφείου.
Ακούω του λυσσώντος
ανέμου την ορμήν·
κτυπά με βίαν· ανοίγονται
του ναού τα παράθυρα
κατασχισμένα.
Από τον ουρανόν
όπου τα μελανόπτερα
σύννεφα αρμενίζουν,
το ψυχρόν της αργύριον
ρίπτει η Σελήνη.
Και ένα κρύον φωτίζει
λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον·
σβησθέν λιβανιστήριον,
κερία σβηστά και κόλυβα
έχει το μνήμα.
Όμως ο
ρομαντισμός δεν κυριαρχεί. Από ένα φαινόμενο υστέρησης, ο ποιητής μένει
προσκολλημένος στους εκφραστικούς τρόπους και στη θεματογραφία της Γαλλικής
Επανάστασης, και ο ρομαντισμός του δεν είναι καθόλου ο ρομαντισμός του 19ου
αιώνα. Είναι ο ρομαντισμός του Οσσιάν και του Γιούγκ, ρομαντικών του περασμένου
αιώνα. Στο τέλος τέλος δεν είναι ευρωπαίος για να ακολουθεί καταπόδας την
πρωτοπορία της.
Ο
κλασικισμός εξάλλου ταιριάζει περισσότερο για να υμνήσει τους αγώνες των ελλήνων,
γιατί του επιτρέπει μια πιο αβίαστη και άμεση αναφορά στους ένδοξους προγόνους.
Ο
αρχαϊσμός της γλώσσας, επιπλέον, δίνει μια επίφαση «κλασική», μας λέει ο Μ.
Αυγέρης, έστω και αν είναι ο αρχαϊσμός της «μέσης οδού» του Κοραή, από τον
οποίο φαίνεται να επηρεάζεται.
Ακόμη,
το ίδιο το αυστηρό και υψηλόφρον ύφος τού δίνουν μια αίσθηση κλασική. Μια
κλασική ακόμη αίσθηση δίνει η προσωποποιημένη έκφραση των ιδεών του. Η νίκη
είναι μια γυναίκα, σαν αρχαίο άγαλμα. Το ίδιο και η ελευθερία, ή ακόμη και η
διχόνοια, που εδώ δεν κρατάει σκήπτρο, όπως στον Σολωμό:
Χύνει από δύο ποτήρια
αίμα και πορφυρίζονται
πάντες οι ουράνιοι κάμποι
η γη και οι νήσοι.
Ο
στίχος του Κάλβου έχει μια πολύ γρήγορη ροή. Υπάρχει σ’ αυτόν ένας ξέφρενος
ρυθμός που δεν σ’ αφήνει να ξαποστάσεις, να πάρεις ανάσα, που σε πιέζει να πας
στην παρακάτω στροφή κι ας μην έχεις αφομοιώσει νοηματικά την προηγούμενη.
Την
αίσθηση αυτή πρέπει να τη δημιουργεί χωρίς άλλο η μετρική του, το σπάσιμο του δεκαπεντασύλλαβου
σε επτασύλλαβους με συνεχείς διασκελισμούς, ο συνδυασμός κύριων και ανέμφατων
τόνων σε μια ποικιλία συνδυασμών, που δημιουργεί ένα συνεχή κυματισμό, όπως
λέει ο ίδιος ο ποιητής στον πρόλογο.
Η
λιτότητα επίσης στα εκφραστικά του μέσα, δημιουργεί μια γρήγορη εναλλαγή
εικόνων που σε συμπαρασύρει κυριολεκτικά να τις παρακολουθήσεις. Πολύ
χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η ωδή «Εις Σούλι», όπου ο νεαρός σουλιώτης
δεν ευκαιρεί να καθίσει να σε ακούσει, αλλά σου λέει «τρέχα μαζί μου και λέγε»
κι εσύ τον ακολουθείς στον ξέφρενο ρυθμό της επιθετικής του ορμής, βλέποντας τη
μια εικόνα της φύσης μετά την άλλη να χάνεται πίσω σου.
Ο ποιητής
βιάζεται, το είπαμε και πιο πριν, θέλει να μιλήσει γρήγορα, δεν έχει καιρό να
επεξεργαστεί το τι θα πει. Οι δυνατοί στίχοι του δεν φαντάζουν καθόλου
δουλεμένοι, νιώθεις σαν να τους δέχτηκε ο ποιητής μέσα σ’ ένα χείμαρρο
ακατάσχετης έμπνευσης. Έτσι μάλιστα καθώς μιλάει συνεχώς για τις μούσες του,
έχεις την εντύπωση ότι πραγματικά οι μούσες είναι που τον εμπνέουν, αυτές είναι
υπεύθυνες για τις ωραίες στιγμές της ποίησής του.
Αυτό
ερμηνεύει και τη σιωπή του αργότερα. Σταματά να τραγουδά όταν τον εγκαταλείπει
η έμπνευση. Και τον εγκαταλείπει η έμπνευση του όταν έχει σταματήσει ο αγώνας,
ή ίσως όταν έχει πια απογοητευθεί απ’ αυτόν.
Όμως
τώρα κοιτάζει να συμπαρασύρει. Μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, ενώ σε κανέναν άλλο
ποιητή δεν θα βρούμε τόσες προστακτικές. Στην ωδή «Εις Ψαρά», μέσα σε πέντε
στροφές έχουμε εννέα προστακτικές. Και αν, όπως λέει ο Σεφέρης «μας κάνει
πολλές φορές την εντύπωση πως εξαφανίζεται πίσω από τη γλωσσική του έκφραση»,
αυτό οφείλεται και στο ότι τοποθετεί θεληματικά τον εαυτό του σε πρώτο πλάνο
και οι στιγμές της απουσίας του είναι πιο εμφανείς.
Έχει
ειπωθεί ότι τον Κάλβο τον διακρίνει μια πεζολογία ανάλογη μ’ αυτή του Καβάφη,
που τον κάνει φαινομενικά εύκολο ποιητή.
Υπάρχει, πράγματι μια τέτοια πεζολογία στον Κάλβο. Πολλοί στίχοι του δεν
είναι παρά μια πεζή φράση, που μια αλλαγή στη σειρά των λέξεων δημιουργεί το
στίχο και το ρυθμό.
Αστράπτουσι τα κύματα,
ως οι ουρανοί, και ο ήλιος
φέγγει ανέφελος και ξάστερος
και δείχνει τα πολλά
νησιά του Αιγαίου.
Η
φράση αυτή γίνεται:
Αστράπουσι τα κύματα
ως οι ουρανοί, και ανέφελος,
ξάστερος φέγγει ο ήλιος
και τα πολλά νησιά
δείχνει του Αιγαίου.
Είναι
όμως γι’ αυτό εύκολος ποιητής;
Θα
τολμούσαμε να πούμε πως είναι, όπως είναι εύκολοι ποιητές ο Μαγιακόφσκι, ο
Ρίτσος κι ο Χικμέτ, ποιητές που έθεσαν την
τέχνη τους στην υπηρεσία του (σελ. 27) λαού τους, ή έστω μιας ιδέας, όπως θέλει
ο πλατωνιστής Τσάτσος για τον Κάλβο, και που γι’ αυτό γνοιάστηκαν να ακουστούν
όσο γίνεται πιο πλατιά, και όχι μόνο μέσα στις τάξεις μιας καλλιεργημένης
μειοψηφίας. Οι ποιητές αυτοί, όπως και ο Κορνάρος πιο πριν, απόδειξαν ότι η
υψηλή τέχνη δεν είναι αναγκαστικά ένας γρίφος, αλλά μπορεί να είναι και πιο
άμεσα κατανοητή.
Η
ποίηση του Κάλβου είναι εύκολη. Δεν χρειάζεται καμιά διανοητική προσπάθεια να την παρακολουθήσεις.
Η αισθητική απόλαυση δεν περνάει πίσω από καμιά εγκεφαλική διαδικασία σε
στίχους όπως:
... χρειάζεται
Αρετή και τόλμην
η Ελευθερία.
Το
μόνο που απαιτεί ο ποιητής είναι να βρίσκεσαι στο ύψος των νοημάτων του, στο
επίπεδο της δικής του ευαισθησίας.
Ένα
στοιχείο που συμβάλει στην πεζολογία του ποιητή είναι η τάση του προς την
αποφθεγματική διατύπωση. Αυτή δίνει μια μεγαλοπρέπεια στην ποίησή του, καθώς
και μια αίσθηση λαϊκή.
Όμως η
αποφθεγματική διατύπωση δεν αποβλέπει σε αισθητικό αποτέλεσμα και γι’ αυτό,
όπως λέει ο Τσάτσος, «στέκεται στο μεταίχμιο του ποιητικού λόγου».
Η
γλώσσα του Κάλβου δεν είναι ακριβώς η καθαρεύουσα, ούτε η γλώσσα του Κοραή,
αλλά μια γλώσσα δική του με πολλά λόγια στοιχεία και εκφραστικές ιδιομορφίες.
Μια
αδυναμία έκφρασης στον Κάλβο, όπως και στον Σολωμό, ο Σεφέρης την αποδίδει στο
ότι δεν ήξεραν καλά την ελληνική γλώσσα. Όμως πολλές φορές η μαγεία της
έκφρασής τους βρίσκεται ακριβώς εκεί. Οι λέξεις για τον ποιητή είναι
καινούργιες, χωρίς το πάλιωμα μιας συμβατικής, πολύχρονης χρήσης. Γι’ αυτό και
τις χρησιμοποιεί τόσο τολμηρά, εκμεταλλευόμενος κάθε εκφραστική τους απόχρωση.
Ωραία και μόνη η Ζάκυνθος
με κυριεύει.
Το φως επλούτει
τα βουνά και τα κύματα.
θλίβει ο καπνός το διάστημα κλπ.
Αλλού
διαβάζουμε:
Σήμερα τα δένδρα
και τις πηγές σεβάζονται
δροσεροί οι ποιμένες.
Σεβάζονται, όχι σέβονται. Και δεν το κάνει αυτό ο ποιητής από τις
μετρικές ανάγκες του στίχου και μόνο. Όσο προτιμάει το μικρό στίχο, άλλο τόσο
προτιμάει τη μακρά λέξη, τη σύνθετη («Το χέρι που τα πέπλα των ουρανών
κατέστρωσε» αντί «έστρωσε»), γιατί του φαντάζει πιο επιβλητική. Ακόμη προτιμάει
να χρησιμοποιεί τα ρήματα ασυναίρετα:
Και βροντάουσι
επί τας κεφάλας
των αχάριστων.
Τα δύο
διαδοχικά φωνήεντα ηχούν σαν κεραυνός ή σαν κραυγή. Και ο ασυναίρετος τύπος
προτιμάται όχι για λόγους μετρικούς, όπως δείχνει ο στίχος «μοσχοβολάει το
κλίμα σου», όπου ο συνηρημένος τύπος δεν θα χαλούσε καθόλου το μέτρο.
Τον
Κάλβο τον ανακάλυψε για πρώτη φορά ο Παλαμάς το 1888. Οι σύγχρονοί του στην
Ελλάδα τον είχαν αγνοήσει, παρά την απήχηση που είχαν στη Γαλλία οι Ωδές του,
μεταφρασμένες εκεί.
Είναι
τραγικά ειρωνικό. Ένας ποιητής που γράφει μόνο για τους συγκαιρινούς του, για
να τους συμπαρασύρει και να τους εμψυχώσει στον αγώνα της εθνικής μας
ανεξαρτησίας, αποκαλύπτεται από τους μεταγενέστερους, κατόπιν εορτής θα λέγαμε.
Άλλο ένα παράδειγμα που αποδεικνύει ότι η μεγάλη τέχνη ξεφεύγει από τα όρια
τόπου και χρόνου, έστω κι αν είναι εντελώς συγκεκριμένες οι συνθήκες που τη
γέννησαν και που χωρίς αυτές δεν θα είχε δημιουργηθεί. (σελ. 28).
No comments:
Post a Comment