Γιασμίνα Χαντρά, Ο Όλυμπος των αποκλήρων (μετ. Γιάννης Στρίγγος), Καστανιώτης 2011, σελ. 167
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα ακόμη συναρπαστικό μυθιστόρημα του Αλγερινού συγγραφέα, που έχει σαν θέμα του τη ζωή κάποιων περιθωριακών
Κατ’αρχάς να ξεκινήσουμε με τη διευκρίνιση πώς πίσω από το ψευδώνυμο Γιασμίνα Χαντρά κρύβεται ο Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ (γεν. 1955), αξιωματικός του Αλγερινού στρατού που για λόγους ασφαλείας προτίμησε να υπογράφει τα βιβλία του με γυναικείο ψευδώνυμο. Μόλις το 2001 αποκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα, όταν εγκατέλειψε το στρατό και κατέφυγε στη Γαλλία εξόριστος. Όπως διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια, «η ανωνυμία ήταν ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσει κατά τη διάρκεια του Αλγερινού Εμφυλίου Πολέμου». Στη συνέχεια έχουμε μια ένσταση ως προς τον τονισμό του ονόματος όπως γράφεται στο βιογραφικό του συγγραφέα στο αυτί του βιβλίου, Χάντρα αντί Χαντρά. Όχι γιατί οι γαλλικές λέξεις τονίζονται στη λήγουσα, αλλά γιατί η λέξη χαντρά στα αραβικά σημαίνει πράσινο. Μου θυμίζει μια συνάδελφο σε ένα συνέδριο από την Τουρκία, που μου είπε «είσαι ο μόνος που τονίζει το όνομά μου σωστά». Την έλεγαν Σεβντά, αγάπη. Όλοι οι άλλοι την φώναζαν Σέβντα.
Γιασμίνα Χαντρά λοιπόν, πράσινο γιασεμί.
Ο Γιασμίνα Χαντρά (βάζουμε το αρσενικό άρθρο όπως το βλέπουμε και στο βιογραφικό του), ενώ στα προηγούμενα έργα του περιφέρει την πλοκή του σύμφωνα με τη θεματική της στους αντίστοιχους γεωγραφικούς χώρους (η πλοκή στο «Τρομοκρατικό κτύπημα» με θέμα την τρομοκρατία τοποθετείται στο Ισραήλ, στα «Χελιδόνια της Καμπούλ» με θέμα την καταπίεση της γυναίκας στο Ισλάμ στο Αφγανιστάν, στις «Σειρήνες της Βαγδάτης» με θέμα την αντίσταση κατά των Αμερικανών στο Ιράκ), εδώ η πλοκή με θέμα τους «απόκληρους» τοποθετείται στις παρυφές μιας ανώνυμης πόλης, που θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε αραβική πόλη, αφού κάποια πρόσωπα του μυθιστορήματος έχουν όχι ψευδώνυμα αλλά αραβικά ονόματα. Ακόμα και το ψευδώνυμο του κεντρικού ήρωα, του Ας, σημαίνει στα αραβικά «αυτός που έχει ζήσει».
Έχουμε ξανασυναντήσει ομάδες περιθωριακών στη λογοτεχνία. Πρόχειρα μου έρχεται στο μυαλό η «συμμορία της κόκκινης Λέλας» στο «Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα» της Ευγενίας Φακίνου. Θυμάμαι επίσης την θαυμάσια ταινία του Ακίρα Κουροσάβα με τίτλο «Ντοντεσκαντέν», που στα ελληνικά αποδόθηκε ως «Η γειτονιά των καταφρονεμένων», καθώς και την μαροκινή ταινία «Αλί Ζάουα, ο πρίγκιπας των δρόμων» του Nabil Ayouch. Όμως στο έργου του Χαντρά υπάρχει μια πρωτοτυπία: Ενώ οι περιθωριακοί συνήθως εντοπίζονται άστεγοι στους δρόμους ή στις παραγκουπόλεις στις παρυφές τριτοκοσμικών πόλεων, ο Χαντρά τοποθετεί τους δικούς τους περιθωριακούς αρκετά έξω από την πόλη, σε μιαν αλάνα. Οι δικοί του περιθωριακοί δεν ζουν σε παράγκες, αλλά σε εγκαταλειμμένα κοντέινερ ή σε σπηλιές. Κατά τα άλλα κουβαλάνε τις ψυχικές και σωματικές παραμορφώσεις που έχουν συνήθως οι περιθωριακοί. Όμως οι περιθωριακοί του Χαντρά έχουν την πεποίθηση ότι η πόλη είναι ένας πολύ επικίνδυνος τόπος για να ζήσει κανείς. Εδώ είναι χορ, δηλαδή ελεύθεροι.
Ξάφνου εμφανίζεται από το πουθενά ο Μπεν Αντάμ, που σημαίνει «Ο υιός του ανθρώπου». Είναι μια βιβλική φυσιογνωμία, που φαίνεται να ξέρει τα πάντα για όλους τους. Όλοι ακούν μαγεμένοι τα λόγια του. Προσπαθεί να τους εμφυσήσει αισιοδοξία. Η ζωή που κάνουν είναι μια ζωή παραίτησης. Πρέπει να προσπαθήσουν να σταθούν ξανά στα πόδια τους.
Κάποια μέρα εξαφανίζεται πίσω από τους λόφους. Όμως τα λόγια του έχουν ριζώσει σε κάποιους. Ένας από αυτούς είναι και ο Τζούνιορ. Ο Ας, ο προστάτης του, θα τον ενθαρρύνει να πάει στην πόλη, μήπως ξαναφτιάξει τη ζωή του. Κάποιοι άλλοι όμως δεν συμμερίζονται την αισιοδοξία του.
Ο Τζούνιορ κάποια στιγμή θα επιστρέψει. Είναι κουλός από το ένα χέρι. Στην πόλη τον συνέλαβαν για αλητεία, τον φυλάκισα και τον έστειλαν σε καταναγκαστική εργασία. Εκεί κόντεψε να σκοτωθεί σε ένα ατύχημα που του στοίχισε το χέρι του. Όλοι κατηγορούν τον Ας. Και ο ίδιος νοιώθει ένοχος.
Το μυθιστόρημα είναι εντελώς απαισιόδοξο. Φαίνεται να λέει πώς της γης οι κολασμένοι δεν έχουν σωτηρία. Είναι καταδικασμένοι να επιλέξουν ή τη Σκύλλα της πόλης ή τη Χάρυβδη μιας αλάνας μακριά απ’ αυτή.
Ο Ας στο τέλος θα εγκαταλείψει την αλάνα. Ο Τζούνιορ θα χάσει τον προστάτη του. Ο Χαντρά μας τον παρουσιάζει στο τέλος του έργου να συλλογίζεται τη ζωή στην πόλη και τον εφιάλτη των καταναγκαστικών έργων στα νταμάρια. Και ο συγγραφέας τελειώνει το μυθιστόρημά του μιλώντας γι’ αυτόν: «Κι απ’το μυαλό του Τζούνιορ δεν θα ξαναπεράσει ποτέ η ιδέα να ξαναφτιάξει τη ζωή του».
Όμως υπάρχει και μια ατάκα, αισιόδοξη στην απαισιοδοξία της, λίγο μετά τη μέση του μυθιστορήματος. Την απευθύνει ο Ας στον Τζούνιορ. «Η ζωή αξίζει, παρ’όλα τα βάσανα, Τζούνιορ. Αξίζει να τη ζήσει κανείς» (σελ. 115). Αξίζει να κλείσουμε αυτή την παρουσίαση μ’ αυτά τα λόγια.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment