Του τάφου
Όταν οι εκδόσεις ΑΛΔΕ πέρυσι το
Πάσχα (2011) μου εξέδωσαν στη σειρά «metroαναγνώσματα» το «Φραγκιό», μια
συλλογή πέντε διηγημάτων, μου ήλθε η ιδέα να γράψω μια σειρά από σύντομες
ιστορίες που ήξερα με γενικό τίτλο «Του τάφου», ιστορίες χιουμοριστικές, που οι
περισσότερες είναι αληθινές. Το περασμένο καλοκαίρι, όταν σε διάφορες παρέες μιλούσα για αυτό μου το
σχέδιο, σχεδόν πάντα υπήρχε κάποιος να μου πει τη δική του ιστορία. Έτσι μάζεψα
15. Σήμερα το μεσημέρι η ξαδέλφη μου η Μαρίκα μου είχε τραπέζι. Τους μίλησα για
το σχέδιό μου, και μου διηγήθηκε και αυτή τη δική της ιστορία. Έτσι μέχρι
στιγμής έχω μαζέψει 16 ιστορίες.
Πριν
λίγο καιρό διάβασα μια «Σύντομη ιστορία της κινέζικης πεζογραφίας» του πιο
σημαντικού κινέζου πεζογράφου του 20ου αιώνα, του Lu Xun (προφέρεται Loo Shoon). Εκεί έμαθα ότι αυτό
που στη δική μου περίπτωση προέκυψε τυχαία, στην αρχαία Κίνα γινόταν
προγραμματικά. Οι συγγραφείς συναναστρέφονταν με κόσμο λαϊκό, άκουγαν ιστορίες
και τις μετέγραφαν στη συνέχεια λογοτεχνικά. Αυτή ήταν η αρχή του xiao shuo (προφέρεται
shiao shuo), του
μυθιστορήματος.
Εγώ δεν σκοπεύω να αρχίσω τη γύρα
στα χωριά, μήπως τυχόν συναντήσω κάποιον που να ξέρει μια ανάλογη ιστορία. Όμως,
μια και υπάρχει το διαδίκτυο, κάνω έκκληση σε αυτούς που θα διαβάσουν αυτό το
κείμενο, να μου στείλουν τη δική τους ιστορία, στη διεύθυνση hdermi@gmail.com
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με την πρώτη
ιστορία.
1η
ιστορία, Τα σκαλοπατάκια
Την
ιστορία αυτή την άκουσα από τον ξάδελφό μου τον Γιάννη τον Δερμιτζάκη. Την έχω
αφηγηθεί πολλές φορές από τότε.
Ένας κοντοχωριανός μου, από την Επισκοπή, ήθελε να φτιάξει έναν
οικογενειακό τάφο. Πηγαίνει λοιπόν και βρίσκει έναν οικοδόμο για να κανονίσει
την δουλειά. -Εν τάξει, του λέει αυτός, να σου τον φτιάξω, αλλά δεν θα έρχεσαι
κάθε τρεις και λίγο να με ρωτάς και να μου τα πρήζεις, πότε θα είναι έτοιμος ο
τάφος και πότε θα είναι έτοιμος ο τάφος. Όταν τελειώσει ο τάφος θα έλθω να σου
το πω.
Πράγματι, σαν πέρασαν κάμποσοι μήνες, έρχεται και τον βρίσκει. –Έτοιμος
ο τάφος σου, του λέει, πάμε να τον δεις.
Πηγαίνουνε, τον βλέπει, άστραφταν τα μάρμαρα απέξω, ενθουσιάστηκε.
Κατεβαίνει και τα σκαλοπάτια να δει μέσα στις κρύπτες, έμεινε απόλυτα
ικανοποιημένος. Ανεβαίνει πάνω και λέει κατευχαριστημένος στον οικοδόμο. –Γεια
στα χέρια σου μάστορα, ο τάφος που μου έφτιαξες είναι καταπληκτικός. Μόνο μωρέ
που τα σκαλοπατάκια τα έκανες στενά, δεν μπορούσες να τα κάνεις λίγο πιο
πλατιά; Και ο μάστορας του απαντάει: –
Γιατί, τι έχεις σκοπό, να μπαινοβγαίνεις;
Όταν πέθανε η μητέρα μου, το 1979 (το διήγημά μου Requiem από τη συλλογή «Το Φραγκιό» αναφέρεται
στον θάνατό της) ο πατέρας μου αποφάσισε να κάνει οικογενειακό τάφο. Τον έκανε
λοιπόν, αλλά έμεινε στα μπετά. Ούτε αυτός είχε λεφτά για να τον τελειώσει αλλά
ούτε κι εγώ, που ακόμη ήμουν αδιόριστος καθηγητής. Βγάλαμε τα κόκκαλα τις
μητέρας μου από την άρκλα, τα βάλαμε σε ένα κασελάκι και το τοποθετήσαμε σε μια
γωνιά στην κάτω κρύπτη. Ο τάφος έμεινε για χρόνια σ’ αυτή την κατάσταση.
Προείχε να στεγάσουμε τους ζωντανούς (ετοιμαζόμασταν να κτίσουμε το δικό μας
σπίτι) και όχι τους πεθαμένους. Όταν όμως πέθανε και ο πατέρας μου, το 1997, το
πράγμα δεν έπαιρνε άλλη αναβολή, έπρεπε μέσα στα τρία χρόνια που ο νεκρός θα έμενε
μέσα στην άρκλα να τον αποπερατώσω, ώστε όταν θα τοποθετούσα και το δικό του
κασελάκι με τα κόκαλά του η τελευταία αυτή κατοικία των γονιών μου να έχει
αποπερατωθεί. Στο μεταξύ φιλοξενούσε, εκτός από τα οστά της μητέρας μου, και τα
οστά ενός θείου και μιας θείας μου.
Πράγματι βρήκα έναν μαρμαρά και τέλειωσε τον οικογενειακό μας τάφο.
Βρήκα και έναν αλουμινά και έφτιαξε το πορτάκι. Έτσι, όταν πέρασαν τα τρία χρόνια
και έπρεπε να γίνει η εκταφή, η τελευταία κατοικία ήταν έτοιμη να υποδεχτεί τα
οστά του πατέρα μου.
Κάθε φορά που κατεβαίνω στην Κρήτη επισκέπτομαι και τον τάφο των γονιών
μου, να ανάψω το καντήλι και να κάνω τον σταυρό μου κοιτάζοντας τη φωτογραφία
τους. Κάποιες φορές συναντώ και τον νεκροθάφτη, και τον φιλεύω με ένα μικρό
μπουρμπουάρ γιατί σκουπίζει τους τάφους από τα σκουπίδια που μαζεύονται γύρω.
Μια φορά λοιπόν που τον πέτυχα στο νεκροταφείο και πιάσαμε την κουβέντα, είχα
τη φαεινή ιδέα να του διηγηθώ την παραπάνω ιστορία. Μόλις την τελειώνω, με
πιάνει από το χέρι, και μου λέει –Έλα μαζί μου. Τον ακολούθησα περίεργος. Με
πηγαίνει σε έναν τάφο. –Τον βλέπεις, μου λέει; Ένα ολόκληρο χειμώνα μου τα
έπρηζε με τα στενά σκαλοπατάκια που του ’φτιαξε ο μάστορας. Είδα τίνος ήταν ο
τάφος, ενός μακρινού μου θείου, και ο νεκροθάφτης μου είπε το όνομα του μάστορα
που έδωσε εκείνη την αμίμητη απάντηση. Ήταν από την Ιεράπετρα. Του είπα ότι θα
ερχόμουν μια άλλη μέρα να φωτογραφίσω τον τάφο, και να κάνω μια ανάρτηση στο blog μου με αυτή την ιστορία. –Καλά, μου λέει,
και φεύγει.
Είχε απομακρυνθεί αρκετά, όμως ξαναγύρισε για
να μου πει μετανοιωμένος. –Σε παρακαλώ, μη γράψεις το όνομα αυτού που έφτιαξε
τον τάφο, μη βρω κανένα μπελά. –Εν τάξει, του υποσχέθηκα.
Δεν έκανα την ανάρτηση αυτή. Με τον blog μου είχα βρει στο μεταξύ μεγάλους μπελάδες, οπότε
συνειδητοποίησα τέλεια τους ενδοιασμούς του. Τώρα που είμαι πια συνταξιούχος
αποφάσισα να γράψω αυτή την ιστορία.
Το όνομα του μάστορα δεν το θυμάμαι πια. Το
όνομα του θείου λέω να μην το γράψω. Και αφού δεν θα γράψω τα δικά τους
ονόματα, δεν έχει νόημα να γράψω και το όνομα του νεκροθάφτη. Οι χωριανοί μου
φυσικά θα το μαντέψουν.
Στο
γιο μου άρεσε πολύ αυτή η ιστορία, με τη μεταφυσική της μακαβριότητα. Πολλές
φορές κάναμε πλάκα με τα σκαλοπατάκια του οικογενειακού μας τάφου. Είναι άραγε
κανονικά, ή μήπως είναι κι αυτά στενά; Τις λίγες φορές που τα κατέβηκα για να
εναποθέσω τις κούτες με τα κόκκαλα των γονιών μου και των θείων μου δεν πρόσεξα.
Και, καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, κάνω τις παρακάτω σκέψεις.
Η
ιστορία που γράφω τώρα έχει λέει εκδοθεί, και κάποιοι χωριανοί μου την έχουν
διαβάσει. Εγώ, καλώς εχόντων των πραγμάτων, βρίσκομαι-τα κόκαλά μου δηλαδή-μέσα
σε ένα κασελάκι, ανάμεσα στα άλλα κασελάκια στον οικογενειακό μας τάφο.
Γίνονται κηδείες, και οι χωριανοί μου συνοδεύουν τον αποβιώσαντα στην τελευταία
του κατοικία. Προσπερνούν τον οικογενειακό μας τάφο λοξοκοιτάζοντας το πορτάκι.
Η πόρτα είναι βέβαια κλειδωμένη, αλλά μπορεί να κάνουν τη σκέψη: λες να έκρυψε ο
Μπάμπης, τότε που ήταν ακόμη στη ζωή, κανένα δεύτερο κλειδί μέσα στον τάφο, για
να μπορεί να μπαινοβγαίνει; Μπα, αποκλείεται, θα πουν οι περισσότεροι. Όμως ίσως
υπάρξει κάποιος που να είναι ολότελα δύσπιστος. Πώς θα μπορούσε να το
διαπιστώσει; Πώς αλλιώς, παρά παραφυλάγοντας. Όμως ο φουκαράς δεν θα έχει το
θάρρος να κάνει αυτό που έκανα εγώ (το έχω γράψει στο Requiem, τη μέρα που θάψαμε τη μητέρα μου
επισκέφτηκα τον τάφο της την ίδια νύχτα), να έλθει μέσα στα μαύρα σκοτάδια στο
νεκροταφείο και να παραφυλάξει. Θα μείνει με την απορία. Όσο για μένα, δεν έχω αποφασίσει
ακόμη τι θα κάνω όταν έλθει εκείνη η ώρα. Αν και, ίσως, δεν θα ’ταν άσχημη
ιδέα, να μπαινοβγαίνω εννοώ. Εξάλλου δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται.
No comments:
Post a Comment