Του τάφου, 8η
ιστορία, Το φέρετρο
Και αυτή την ιστορία την ξέρω από παλιά. Είναι γνωστή σε όλους τους
γεραπετρίτες. Μάλιστα, όπως μου είπαν, δημοσιεύτηκε και σε μια γεραπετρίτικη
εφημερίδα. Τώρα τελευταία έμαθα και το όνομα του ήρωά της. Όμως δεν θα το
γράψω. Δεν θέλω να έχω μπλεξίματα με τίποτα συγγενείς. Ίσως να το έγραφα, αν
δεν με προειδοποιούσε ένας φίλος μου που διαβάζει αυτές τις ιστορίες με ένα
μήνυμα στο facebook. Το
αντιγράφω:
«Ένας
πολιτιστικός σύλλογος από κάποιο χωριό εξέδιδε μια διμηνιαία εφημερίδα με
τοπικά νέα, δραστηριότητες του συλλόγου και διάφορα άλλα. Πριν από δέκα δώδεκα
περίπου χρόνια δημοσίευσε ένα ευθυμογράφημα για ένα ελαφρύ υποτίθεται πρόσωπο
του χωριού, με λεπτομερείς περιγραφές, που στηριζόντουσαν είτε σε διηγήσεις
συγχωριανών είτε σε βιώματα του ίδιου που τα έγραφε, δεν θυμάμαι ακριβώς. Μετά
την κυκλοφορία της εφημερίδας έρχονται τα παιδιά και τα εγγόνια του και μηνύουν
την εφημερίδα, η οποία είδε και έπαθε να ξεπλέξει. Συμπέρασμα : να έχεις το νου
σου όταν αναφέρεσαι σε πρόσωπα που ζουν ή ζούσαν, γιατί ποτέ δεν ξέρεις την
αντίδρασή τους ή την αντίδραση των παιδιών ή των κληρονόμων τους γενικά, αν
λάβεις υπόψη σου ότι είναι πιθανόν να γνωστοποιήσεις στα εγγόνια λ.χ. κάτι
δυσάρεστο για τον παππού ή τη γιαγιά, το οποίο οι γονείς επιμελώς έκρυβαν για
όλη τους τη ζωή».
Μεγάλη ιστορία οι αναρτήσεις στο διαδίκτυο, πρόσφατη είναι η περίπτωση
με τη Βούλα Παπαχρήστου, την έχω πληρώσει κι εγώ, ας έχουμε λοιπόν το νου μας.
Κατ’ αρχάς να επισημάνουμε ότι διάφορες περιοχές διεκδικούνε την προέλευση
ιστοριών που άρεσαν ιδιαίτερα. Την ιστορία με τις τρεις αδελφές τη διεκδικεί
και το Μύρτος, ενώ η προηγούμενη ιστορία με το καρφί φαίνεται ότι διεκδικείται
πανελλαδικά. Την ιστορία που θα αφηγηθώ σήμερα την ήξερα γεραπετρίτικη, αλλά φαίνεται
πως την διεκδικούν και οι αγιανικολιώτες. Πάντως ο ήρωας της ιστορίας, είτε αυτή
έγινε στον Άγιο Νικόλαο είτε στην Ιεράπετρα, είναι γεραπετρίτης. Πολλοί ξέρουν
και το επώνυμό του, και ένας φίλος μάλιστα μου το άφησε σε σχόλιο στο blog. Όμως εμείς θα του δώσουμε το alias Διονύσης (στην αρχή έβαλα Γιώργος,
αλλά έπειτα είπα να αποφύγω καμιά διαβολική σύμπτωση, μια και το όνομα «Γιώργος»
είναι πολύ διαδεδομένο στην Κρήτη και εγώ ξέρω μόνο το επώνυμο).
Θα
ακολουθήσω την αγιονικολιώτικη εκδοχή της ιστορίας, που μου την είπαν με πιο
πολλές λεπτομέρειες.
Η
ιστορία όπως είπαμε έγινε πολύ παλιά.
Τότε υπήρχαν και στις συγκοινωνίες της ξηράς άγονες γραμμές, όπου δεν
έμπαιναν κανονικά λεωφορεία. Μια τέτοια άγονη γραμμή ήταν η γραμμή Άγιος
Νικόλαος-Λασίθι. Κακός δρόμος, γεμάτος στροφές, λίγοι επιβάτες, δεν υπήρχε
λόγος να βάλουν λεωφορείο σ’ αυτή τη γραμμή, και έτσι έβαλαν ένα φορτηγό που
είχε κάποιες λίγες θέσεις μπροστά στο
κουβούκλιο. Αν υπήρχαν παραπάνω επιβάτες, αυτοί ανέβαιναν στην καρότσα.
Σε
μια τέτοια διαδρομή γέμισε το κουβούκλιο. Για τον Διονύση που έφτασε τελευταίος
και καταϊδρωμένος δεν υπήρχε άλλη θέση, και έτσι υποχρεωτικά, αν ήθελε να
ταξιδέψει, θα έπρεπε να ανέβη στην καρότσα. Έτσι και έκανε.
Ο
οδηγός όμως τον ενημέρωσε: πάνω στην
καρότσα υπάρχει ένα φέρετρο. Αλλά να μη φοβηθεί, το φέρετρο είναι άδειο.
Κάποιος είχε πεθάνει στα Λασιθιώτικα, και έφερνε το φέρετρο για να τον θάψουν. Τον
πειράζει;
Τον Διονύση να πειράξει; Και νεκρός να υπήρχε μέσα δεν θα φοβόταν, και
βρικόλακας να υπήρχε μέσα πάλι δεν θα φοβόταν, τόσα χρόνια αιμοδότης, τι, θα
φοβόταν μήπως του πιει το αίμα;
Ανεβαίνει λοιπόν στην καρότσα.
Δεν είχαν ξεμακρύνει από τον Άγιο Νικόλαο και άρχισε να ψιχαλίζει. Ο Διονύσης
δεν κρατούσε ομπρέλα, αλλά και να κρατούσε, ο αέρας θα του την πετούσε μακριά.
Ούτε καπαρντίνα με κουκούλα φορούσε, ήταν φθινόπωρο, πρωτοβρόχια, ποιος
σκέφτεται ότι μπορεί να είναι τόσο άτυχος ώστε να τον πιάσει η βροχή.
Έπρεπε όμως να προφυλαχτεί, να μην πάει μουσκεμένος στο Λασίθι και
αρπάξει καμιά πούντα. Οι άλλοι μέσα στο κουβούκλιο καλά την είχαν.
Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη ευφυΐα για να λύσει το πρόβλημα, πώς να μη
βραχεί. Ανοίγει το καπάκι της κάσας και ξαπλώνει μέσα. Λίγο στενάχωρα βέβαια,
αλλά οι νεκροί δεν αισθάνονται, γι’ αυτό τα φέρετρα τα κάνουν στενά, ίσα ίσα να
χωράνε. Δεν παραπονέθηκε, εξάλλου πόσο θα κρατούσε η διαδρομή; Προκειμένου να
γίνει μούσκεμα, καλλιά στριμωγμένος στο φέρετρο.
Στο δρόμο το φορτηγό έκανε στάσεις για να πάρει και άλλους επιβάτες. Όλοι
τους καροτσάδα, όλοι τους ψιλομουσκεμένοι από το φθινοπωρινό πρωτοβρόχι.
Είπαμε ότι ο δρόμος για το Λασίθι είναι κακοτράχαλος, γεμάτος στροφές. Ο
Διονύσης ζαλίστηκε, και σε λίγο τον πήρε ο ύπνος. Κάποια στιγμή όμως που το
φορτηγό πήρε μια πολύ απότομη στροφή, ξύπνησε. Ένοιωθε όλο του το σώμα πιασμένο
από αυτή την άβολη στάση. Να σταμάτησε άραγε η βροχή;
Σήκωσε σιγά σιγά το καπάκι και έβγαλε έξω το χέρι του να δει αν βρέχει.
Δεν έβρεχε. Όμως οι άλλοι επιβάτες, με το να δουν ένα χέρι να προβάλει κάτω από
το καπάκι, ο που φύγει φύγει. Πήδηξαν έντρομοι από την καρότσα.
Το
φορτηγό δεν έτρεχε, καθώς ο δρόμος ήταν στενός και γεμάτος στροφές.
Κουτρουβαλιάστηκαν όλοι κάτω χωρίς να πάθουν σοβαρές ζημιές, μόνο κάποιους
μώλωπες που γρήγορα θα γιατρεύονταν. Κάποια χέρια και πόδια βέβαια θα πονούσαν
για λίγες μέρες. Παρ’ ολ’ αυτά ένας από τους κακόμοιρους αυτούς επιβάτες έσπασε
το χέρι του. Και έκανε μήνυση στον οδηγό του φορτηγού. Έπρεπε να τους είχε
ενημερώσει για το φέρετρο, ότι ήταν άδειο. Ο φουκαράς ο οδηγός νόμιζε ότι θα
τους εξηγούσε ο Διονύσης, όμως πού να φανταστεί ότι αυτός θα έμπαινε μέσα στο
φέρετρο για να γλιτώσει τη βροχή.
Ποιος να κέρδισε άραγε τη δίκη; Δεν ξέρω. Αν κάποιος δικηγόρος διαβάσει
αυτή την ιστορία (Θοδωρή, εσένα λέω) με βάση αυτά τα δεδομένα ας μας πει ποιος
είχε τις περισσότερες πιθανότητες να την κερδίσει. Έχω μια περιέργεια να μάθω.
No comments:
Post a Comment