Οδυσσέας Σταυράκης, Το νουάρ της Ωραίας Ελένης, ΑΛΔΕ 2012,
σελ. 170
Η παρακάτω βιβλιοκριτική αναρτήθηκε στο Λέξημα
Ένα συναρπαστικό
αστυνομικό μυθιστόρημα με άφθονο χιούμορ
Το αστυνομικό
μυθιστόρημα είναι ένα είδος που δεν μου άρεσε ποτέ. Θυμάμαι μαθητής που από τη «Μάσκα»
αγόραζα μόνο τα καουμπόικα, Γερόλυκος, Γεράκι κ.λπ., ενώ δεν ήθελα να ακούσω
για Ντέτεκτιβ Χ και Λέμυ Κώσιον. Ο Αλέξανδρος μου μίλησε με μεγάλο ενθουσιασμό
για το «Νουάρ της Ωραίας Ελένης» και είπα να κάνω μια παραχώρηση, να το
διαβάσω.
Και δεν το
μετάνιωσα. Μου άρεσε πάρα πολύ. Το διάβασα μονορούφι χθες βράδυ. Βέβαια ένας σημαντικός
λόγος που μου άρεσε είναι το ότι διαθέτει άφθονο χιούμορ, και για μένα το
χιούμορ αποτελεί ένα σημαντικό προσόν, είτε για ανθρώπους πρόκειται είτε για
βιβλία. Θυμάμαι τι ευχάριστη έκπληξη ήταν για μένα να το συναντήσω άφθονο στον «Χριστό
Ξανασταυρώνεται», τον οποίο ξαναδιάβασα πρόσφατα, μετά από σαράντα τόσα χρόνια.
Και βέβαια δεν ήταν
μόνο το χιούμορ. Το μυθιστόρημα αυτό διαθέτει επίσης και μια συναρπαστική
πλοκή, μια πλοκή που καθηλώνει κυριολεκτικά τον αναγνώστη. Επίσης το λιτό ύφος
εξουδετερώνει την αδημονία για το πώς εξελίσσεται αυτή η πλοκή.
Δυο ακόμη στοιχεία
που μου άρεσαν πάρα πολύ είναι η εμφάνιση ενός πραγματικού προσώπου σ’ αυτό,
του Παλαιοκώστα –καλή του ώρα εκεί που κρύβεται τώρα- και η παρουσίαση ενός υπουργού
ως μαφιόζου. Βέβαια δεν ξέρουμε κανέναν τέτοιο υπουργό, αλλά ακούγεται για κάμποσους
ότι υπήρξαν καταχραστές δημοσίου χρήματος, και ένας μάλιστα βρίσκεται τώρα στη
φυλακή. Πάντως ένας δήμαρχος υπήρξε όντως μαφιόζος, ένας Παπαδόπουλος, δεν
θυμάμαι το μικρό του, που «πέθαινε» αφελείς γριούλες, αφού πρώτα τις έπειθε να τον
αφήσουν κληρονόμο της περιουσίας τους.
Το μοτίβο της αναζήτησης
ενός προσώπου από το παρελθόν του ήρωα το συναντήσαμε για πρώτη φορά στην «Εποχή
των καφέδων» του Γιάννη Ξανθούλη, ένα μυθιστόρημα που δεν είναι αστυνομικό. Στο
μυθιστόρημα αυτό του Σταυράκη έχουμε μια παρόμοια αναζήτηση. Ο Δαυίδ αναζητάει,
μετά από δέκα χρόνια, μια συμμαθήτριά του, η οποία του άρεσε πολύ και ήθελε να
τα φτιάξει μαζί της. Την έψαξε στο facebook, δεν τη βρήκε, την έψαξε στο google, και ανακάλυψε ένα άρθρο μιας
εφημερίδας της οποίας η έκδοση είχε σταματήσει εδώ και χρόνια, που έλεγε ότι η
Ελένη, η ωραία Ελένη, είχε εξαφανιστεί.
Ο ήρωάς μας, για άγνωστους
λόγους (εδώ παραείναι λιτό το μυθιστόρημα) είχε πουλήσει το χασάπικό του και με
τα λεφτά που πήρε πήγε στην Αμερική, ταξίδι αναψυχής, για έξι μήνες. Και μια και επιστρέφει άνεργος, έχει όλο το χρόνο στη διάθεσή του να κάνει τον ερασιτέχνη
ντετέκτιβ και να ψάξει για την εξαφανισμένη ωραία Ελένη.
Η αφηγηματική αναμονή
στη μυθοπλασία είναι αντίθετη από ό,τι στην πραγματικότητα. Μια γυναίκα που
εξαφανίζεται στην πραγματικότητα κατά πάσα πιθανότητα είναι νεκρή. Σε ένα
μυθιστόρημα όμως πρέπει να είναι ζωντανή, διαψεύδοντας την αφηγηματική αναμονή
που δημιουργεί η πραγματικότητα, και μάλιστα σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα όπου
πρέπει να έχουμε χάπι εντ. Έτσι πίστευα πως η ωραία Ελένη κάπου θα κρύβεται ή
θα την κρύβουν, σε κανένα χαρέμι κάποιου σαουδάραβα ίσως, οι οποίοι αρέσκονται στις
λευκές γυναίκες, και ιδιαίτερα στις ξανθιές, χωρίς να δείχνουν να πτοούνται από
τα σχετικά ανέκδοτα.
Όμως η αφηγηματική
αυτή αναμονή διαψεύστηκε. Η Ωραία Ελένη ήταν όντως νεκρή. Και είναι η δεύτερη
φορά που μου συνέβη αυτό. Η πρώτη ήταν στην ταινία «Σχετικά με την Έλλη» του ιρανού
σκηνοθέτη Ασγάρ Φαραντί (όσοι δεν έχετε δει τον «Ένα χωρισμό» να τον δείτε). Πνίγηκε
τελικά η κοπέλα ή το έσκασε, όταν διαπίστωσε πως το παιδάκι που είχε στη φύλαξή
της είχε πνιγεί; Στο τέλος διαπιστώθηκε ότι είχε πνιγεί πραγματικά, προφανώς
στην προσπάθειά της να το σώσει.
Αποκαλύψαμε κάτι από
το μυθιστόρημα, καλό είναι να σταματήσουμε εδώ, μην παρασυρθούμε και κάνουμε
και άλλες αποκαλύψεις, οπότε γιατί να το αγοράσετε; Ας σχολιάσουμε λοιπόν στη
συνέχεια κάποια αποσπάσματα.
«Έξω, ακροδεξιοί
μοίραζαν την εφημερίδα της οργάνωσής τους, δωρεάν.
Τους ζήτησα μια
ντουζίνα και μου πρόσφεραν μ’ ενθουσιασμό δύο.
Λίγα βήματα πιο
πέρα, στην κινέζική συνοικία, τις πέταξα σ’ ένα κάδο ανακύκλωσης χαρτιού» (σελ.
47).
Δεν έχει σχέση με
την οικονομία του έργου αλλά ο συγγραφέας, μέσω του ήρωά του, θέλει πετάξει το
καρφί του.
«Μετά από μια
αιωνιότητα και μια μέρα μ’ άφησε ελεύθερο» (σελ. 52).
Είμαι περίεργος αν
και άλλα αστυνομικά μυθιστορήματα κάνουν διακειμενικές αναφορές. Εδώ το
διακείμενο είναι, για όσους δεν το αναγνωρίσατε, η ταινία του Αγγελόπουλου, που
χάθηκε τόσο άδικα πριν λίγους μήνες (Και αυτή την ταινία να τη δείτε, όσοι δεν
την έχετε δει).
«Ένας γνωστός μου με
άκρες στην Κρήτη με προμηθεύει με ειδικές σφαίρες μέχρι σήμερα» (σελ. 82). Δεν
ξέρω αν θα πρέπει να νοιώσω υπερήφανος ή να νοιώσω ντροπή σαν κρητικός. Πάντως
μας έχουνε πάρει όλοι χαμπάρι.
«…γιατί της άρεσε
σαν πόλη, από την πενταήμερη που την επισκέφτηκε με το σχολείο» (σελ. 117).
Ο σύλλογος
διδασκόντων του Πειραματικού Λυκείου Βαρβακείου Σχολής τιμώρησε με πενθήμερη
αποβολή τον…
Άλλο πενταήμερη και
άλλο πενθήμερη. Όπως και να το κάνουμε, εμείς οι καθηγητές χειριζόμαστε
καλύτερα τη γλώσσα από τους μαθητές μας· οι οποίοι, καθώς έχουν αμφιβολία και
για τις επιδώσεις τους στην ορθογραφία, γράφουν σχεδόν πάντα greeklish.
Μετά από αυτό το
βιβλίο άρχισα να πιστεύω ότι υπάρχουν και αστυνομικά μυθιστορήματα που μπορεί
να μου αρέσουν. Έτσι σκέφτομαι να διαβάσω και το τελευταίο μυθιστόρημα του
Δημήτρη Μαμαλούκα «Κράτα μου το χέρι» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός) ο
οποίος είναι ένας μαιτρ (από ό,τι ακούω, δεν τόλμησα μέχρι τώρα να τον διαβάσω)
του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment