Αρχοντούλα Διαβάτη, Το αλογάκι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη
2012, Νησίδες, σελ. 170
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Επιστολές και μικροαφηγήσεις αποτελούν το τελευταίο βιβλίο της
συγγραφέως, με αρκετή δόση αυτοβιογραφίας
Το τέλος των
«μεγάλων αφηγήσεων» που διακήρυξε ο Jean-François Lyotard μπορεί
να ισχύει ως μεταφορά του, όχι όμως ως κυριολεξία. Το μυθιστόρημα καλά κρατεί.
Παρόλα αυτά στις λογοτεχνικές μεγάλες αφηγήσεις αρχίζουν να διαφαίνονται
ρωγμές, από όπου εισχωρεί η μικρή αφήγηση, ξεκινώντας από την Ιαπωνία με το
Μπονζάι. Η Αρχοντούλα Διαβάτη, με το τελευταίο της βιβλίο μας προσφέρει μια
συλλογή μικροαφηγήσεων. Μικροαφηγήσεων που έχουν έντονο τον αυτοβιογραφικό
χαρακτήρα, ο οποίος υπογραμμίζεται με μια ομαδική φωτογραφία στη Γενεύη το
1973, με τον Δημήτρη Χατζή.
Μας είναι γνωστό το
επιστολικό μυθιστόρημα, μια φίλη μου μάλιστα έγραψε το διδακτορικό της πάνω σ’
αυτό. Ανήκει σε προηγούμενες εποχές. Το τελευταίο που έχω υπόψη μου είναι το «Η
μοναξιά είναι από χώμα» της Μάρως Βαμβουνάκη, που τιμήθηκε μάλιστα με το
κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1988. Ανάμεσα στα άλλα κείμενα της Διαβάτη
υπάρχει και, όχι ακριβώς ένα επιστολικό μυθιστόρημα, αλλά μια επιστολική
νουβέλα. Και εδώ όπως και στο μυθιστόρημα της Βαμβουνάκη, ο επιστολογράφος
είναι άντρας·
ένας άντρας που συχνά παραπονιέται ότι η αποδέκτρια των επιστολών του δεν
δείχνει και μεγάλη προθυμία να απαντήσει στα γράμματά του.
Σε μια επιστολή
συνήθως δεν υπάρχει αφήγηση, ή αν υπάρχει είναι πολύ σύντομη: τα προσωπικά νέα,
τα νέα της οικογένειας, των φίλων, ή κάποια γενικότερα. Σε μια επιστολή συνήθως
εκφράζονται σχόλια, συναισθήματα, υποδείξεις. Έτσι θα μπορούσε να πει κανείς
ότι κάθε επιστολή έχει μια σημαντική αυτονομία, σχεδόν την αυτονομία που έχει
ένα μπονζάι, και ότι η σχέση της με τις υπόλοιπες είναι αρκετά χαλαρή.
Η επιστολική αυτή
νουβέλα με γύρισε χρόνια πίσω, στα χρόνια μετά τη δικτατορία. Ως χρονολογία σε
κάθε επιστολή τίθενται τα τρία πρώτα ψηφία: 197… Βέβαια, σε μια τουλάχιστον,
στην οποία αναφέρεται ο πρόσφατος θάνατος του Μάο, μπορούμε να συνάγουμε και το
τελευταίο νούμερο, το 6. Όμως αν και οι επιστολές έχουν αποδέκτη μια αγαπημένη
γυναίκα, το περιεχόμενό τους είναι κυρίως πολιτικό. Γιατί ο επιστολογράφος
είναι ένας μαοϊκός της ΠΠΣΠ (ποιοι τη θυμούνται;), και οι επιστολές του έχουν
την jargon της εποχής, ακόμη και όταν μιλάει για τη σχέση τους. «…παρόλο
που ο οπορτουνισμός σου και η ασυνέπειά σου στα τελευταία σου γράμματα…» (σελ.
40). Οι επιστολές σταματάνε μετά από σαράντα σελίδες, με ένα γράμμα που πριν
την ημερομηνία φέρει την θριαμβευτική κραυγή που εκφράζεται με κεφαλαία:
ΑΠΟΛΥΟΜΑΙ. Και υπογραφή: Άγγελος. Και σε παρένθεση (πολίτης). Η αποδέκτρια, να
σημειώσουμε, είναι η Ναυσικά. Από τα γράμματα του Άγγελου δεν φαίνεται να έχει
και πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την Ναυσικά του Οδυσσέα.
Τα υπόλοιπα κείμενα
είναι ημερολογιακές καταγραφές, αφηγήσεις σύντομων επεισοδίων, κείμενα-περιγραφές
(«Τα λουλούδια της κάπαρης», «Καμίνια») καθώς και δυο κείμενα-αναφορές σε δυο
προσωπικότητες, τον Γιάννη Ξενάκη και τον Αριστόβουλο Μάνεση).
Η εκφραστική
λιτότητα είναι εκ των ων ουκ άνευ στις σύντομες αφηγήσεις, και αποτελεί το
κύριο χαρακτηριστικό του ύφους της Διαβάτη. Η λιτότητα αυτή, σε συνδυασμό με
την κατάλληλη επιλογή των σημείων στα οποία εστιάζει και που αποκαλύπτουν την
ευαισθησία της και την οξυδέρκειά της, αναδεικνύουν την πρόζα της κατακτώντας
τον αναγνώστη. Δεν θα κρύψω ότι το βιβλίο το διάβασα απνευστί, σε μια βραδιά.
Όμως να σχολιάσουμε
κάποια σημεία.
Το εφέ-τέλους το
θεωρώ ως ένα από τα καλύτερα εφέ στη λογοτεχνία. Το συνάντησα σε δυο κείμενα,
στα οποία αναδεικνύεται η διαφορά που δημιουργεί στην πρόσληψη η χρονική
απόσταση.
«(Περιγράφοντας μια
φωτογραφία) Κι η Νάνση, με το κίτρινο φουστάνι της κι ένα μικρό καφέ ζακετάκι,
το πλατύ όμορφο γέλιο της, είκοσι έξι χρόνια πεθαμένη, κοιτούσε κατάματα, σαν
αγαπημένο, το φακό» (σελ. 110) και
«…βλέποντας απέναντι
να λάμπει το κόκκινο αστέρι του κόμματος, τελευταία του χρονιά» (σελ. 113).
Όταν το κοίταζαν όχι μόνο δεν το ήξεραν, αλλά ούτε καν θα μπορούσαν να το
φανταστούν, όπως δεν φανταζόμασταν κι εμείς αυτή την πτώση σαν τραπουλόχαρτο
του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Θα παραθέσω ολόκληρο
το «Έχει η ζωή γυρίσματα», σαν ένα χαρακτηριστικό δείγμα των μικροαφηγήσεων της
Διαβάτη.
«Τα παιδιά μου με
πηγαίνουν σχολείο. Μεγάλωσαν αυτά, δεν οδηγώ εγώ, και στην απογευματινή βάρδια,
καμιά φορά, με πηγαίνουν σχολείο.
Μου μαθαίνουν και γράμματα, σχεδόν αναλφάβητη
εγώ. Βαριούνται ωστόσο να πηγαινοέρχονται ανάμεσα στο κομπιούτερ και στην
τηλεόραση, όπου σχεδόν κατασκηνώνουν όταν έρχονται σπίτι σαν επισκέπτες. Τρώνε,
τρώνε και πάλι και μετά τηλεόραση.
Θυμάσαι όταν σου ’δειχνα
να αντιγράψεις τη λέξη αγιασμός της
καρτέλας; Υπομονή λοιπόν, δείξε μου κι εσύ να κάνω κόπι-πέιστ» (σελ. 122).
Εγώ ξέρω να κάνω copy-paste. Για την ακρίβεια, οι φίλοι μου όταν
έχει πρόβλημα ο υπολογιστής τους εμένα καλούν. Όμως ο γιος μου είναι πολύ
καλύτερος από μένα. Όταν καμιά φορά τον φωνάζω να μου δείξει κάτι και βαριέται,
του θυμίζω τότε που, χωρίς να πηγαίνει ακόμη στο δημοτικό, τον μάθαινα
υπολογιστή και έγραφε το δικό του παραμύθι «Τα τρία γουρουνάκια», σε περιβάλλον
dos.
Και βέβαια υπάρχει εκείνο το καταπληκτικό βίντεο του
Κωνσταντίνου Πιλάβιου στο youtube, που το είδα μεταφρασμένο ακόμη και στα αραβικά, που
έχει τίτλο «Τι είναι αυτό».
Ο γιος δυσανασχετεί με τον γέρο πατέρα του που έχει άνοια και όλο τον ρωτάει
«Τι είναι αυτό», δείχνοντάς του τα πουλάκια. Εκείνος του θυμίζει πως, όταν ήταν
παιδί, ο ίδιος δεν δυσανασχετούσε ποτέ όταν τον ρωτούσε, πάλι για πουλάκια, «τι
είναι αυτό».
Σε μέσο υφολογικό
επίπεδο η λέξη είναι «σκασιαρχείο». Τη συνάντησα χθες στο καινούριο βιβλίο του
Μανόλη Πρατικάκη «Η κιβωτός». Οι μαθητές σήμερα λένε ότι κάνουν κοπάνα. Εμείς
στην εποχή μου, στην Ιεράπετρα τουλάχιστον, λέγαμε ότι κάναμε καμίνι. Δεν είχα
συνειδητοποιήσει τότε τη μεταφορική σημασία της λέξης. Στα «Καμίνια» κατάλαβα πώς
προήλθε αυτή η μεταφορική σημασία. Παραθέτω ολόκληρο το κείμενο.
«Διηγήσεις για την
Πάρο και τα καμίνια της: σαν ιγκλού μια κατασκευή κοντά δυο μέτρα μ’ ένα μικρό
άνοιγμα γεμάτο ξύλα και πέτρες από πάνω, ειδικές, που γίνονται ασβέστης –
μεγάλη τέχνη να φτιάξεις καμίνι. Τη συντηρούσαν τη φωτιά δυο – τρία μερόνυχτα –
δε δούλευαν στα χωράφια, γλεντοκοπούσαν, τρώγαν, πίναν, πειράζονταν.
-Για καμίνι πήγες; Λέγανε. Ερωτισμός γύρω από
τη φωτιά, στις αντροπαρέες. Κάτι ανάλογο με τα φθινοπωρινά τσίπουρα, τα
καζαναριά, εδώ στους γύρω νομούς» (σελ. 158-159).
Από τους πρωτοπόρους
στο σύντομο αφήγημα η Αρχοντούλα Διαβάτη είναι μια εξαιρετική λογοτέχνις. Θα το
ξαναπούμε ότι μας άρεσε πολύ αυτό το βιβλίο, και φαντάζομαι ότι θα αρέσει σε
όλους τους αναγνώστες.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment