Ελένη Γκίκα, Υγρός Χρόνος, Άγκυρα 2008.
Με τον «Υγρό Χρόνο» η Ελένη Γκίκα κλίνει την τριλογία που προανήγγειλε στα δυο προηγούμενα έργα της, το «Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς» και το «Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω», βιβλία που έχουμε παρουσιάσει.
Χθες βράδυ στην Άγκυρα έγινε η παρουσίαση του βιβλίου, μαζί με το Maybe του Χρήστου Παπαμιχάλη. Μαζί και εδώ, όπως και στο blog, Alef και Moha. Ο Nuwanda συντόνιζε, η Ντανιέλα διάβασε αποσπάσματα, η Eva stamou μίλησε για τα βιβλία, καθώς βέβαια και οι συγγραφείς. Η κουβεντούλα που ξεκίνησε ανάμεσά τους επεκτάθηκε και στο κοινό.
Ειπώθηκε ότι η Γκίκα παραμένει η ίδια, όπως και στα προηγούμενα έργα της. Ο αντίλογος ήταν ότι όλοι οι συγγραφείς επαναλαμβάνονται. Το έργο τους δεν είναι παρά ένα θέμα με παραλλαγές. Ως αναγνώστης και ως βιβλιοκριτικός μπορώ να επιβεβαιώσω, διαψεύδοντας τον Χάρολντ Μπλουμ, που μιλάει για την αγωνία της επίδρασης. Εδώ δεν υπάρχει καν αγωνία της επανάληψης, πού να υπάρξει η αγωνία της επίδρασης! Ελάχιστοι είναι οι συγγραφείς που ξεφεύγουν, υφολογικά κυρίως, σε πειραματικές αναζητήσεις που συνήθως δεν επαναλαμβάνουν, όπως ο Μάρκες στο «Φθινόπωρο ενός Πατριάρχη», ένα ασθματικό μονόλογο ενός δικτάτορα που δεν λέει να βάλει τελεία.
Η Γκίκα όμως προλαβαίνει την ένσταση και απαντάει μέσα στο βιβλίο:
«Η λογοτεχνία αποτελείται τελικά από έμμονες ιδέες, όπως η θάλασσα από αλμυρό νερό. Και ο καθένας ξέρει ν’ απαντήσει εύκολα μόνο σ’ ένα αίνιγμα, μόνο σ’ ένα γρίφο» (σελ. 83).
Αλλά αν ο συγγραφέας δεν έχει την αγωνία της επανάληψης, ο βιβλιοκριτικός την έχει. Και για να μην κατηγορηθώ ότι επαναλαμβάνω τον εαυτό μου, θα πρωτοτυπήσω κάνοντας νομότυπα copy and paste την παράγραφο όπου αναφέρομαι στο ύφος της Γκίκα, στην προηγούμενη βιβλιοπαρουσίασή μου στο δεύτερο μυθιστόρημα της τριλογίας, το «Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω».
«Τα κείμενά της έχουν το χαρακτήρα του εσωτερικού μονόλογου, με την αποσπασματικότητα και την ελλειπτικότητα που χαρακτηρίζουν τη σκέψη. Με την πυκνότητα του αποφθέγματος και την κρυπτικότητα της σύγχρονης ποίησης, διαθέτουν ελάχιστη «περισσότητα», για να χρησιμοποιήσουμε ένα όρο της σημειωτικής. Δεν γίνεται να υπερπηδήσεις τίποτα, δεν γίνεται να παραλείψεις τίποτα, το μήνυμα αλλοιώνεται, αφού σχεδόν κάθε πρόταση είναι και ένα αυτόνομο μήνυμα. Είναι χαρακτηριστικό το μικρό μέγεθος των περιόδων, όπου συχνά μια και μόνη πρόταση αυτονομείται σε περίοδο».
Τώρα το θυμήθηκα, διαβάζοντας το βιβλίο έγραψα μια παράγραφο για το ύφος, για να την κολλήσω στη βιβλιοπαρουσίαση που θα έγραφα. Και κολλάει γάντι στην παρατήρηση που έκαναν χθες σχεδόν όλοι οι ομιλήσαντες, ότι η Ελένη δεν είναι εύκολη συγγραφέας, ότι μόνο με πολύ μεγάλη προσοχή μπορεί να διαβαστεί.
«Υπάρχουν πολλά μικρά αφηγηματικά κενά που απαιτούν ανάγνωση απερίσπαστη, με τεντωμένες τις κεραίες, και που ο αναγνώστης θα ευχόταν να ήταν λιγότερα. Όμως τότε θα είχε να κάνει με άλλο βιβλίο. Γιατί το ύφος είναι το βιβλίο, και αυτό είναι το ύφος της Γκίκα».
Το ύφος τελικά είναι η ταυτότητα, και ένας συγγραφέας, ως προς το ύφος τουλάχιστον, δεν μπορεί παρά να επαναλαμβάνεται.
Μπορεί ένας συγγραφέας να επαναλαμβάνεται, όμως δεν σημαίνει ότι κάθε επόμενο έργο του έχει βγει με καρμπόν από το προηγούμενο. Επινοεί βελτιώσεις,
προσθέτει καινούρια πράγματα. Γράφω στο προηγούμενο σημείωμα ότι η Γκίκα χρησιμοποιεί την πλοκή προσχηματικά. Αλλά ακόμη και μια προσχηματική πλοκή μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο συναρπαστική. Εδώ, παρά την προσχηματικότητα της πλοκής, η Ελένη βρήκε τον τρόπο να την κάνει πιο ελκυστική. Η αφήγηση ξεκινάει με δυο σασπένς, που αναφέρονται στο ίδιο ζήτημα. Υπάρχει ένας νεκρός. Το πρώτο σασπένς είναι «σαπένς του ποιος». Είναι όντως ο νεκρός ο Άγγελος, ή είναι κάποιος άλλος, όπως διατείνεται η γυναίκα του; Το δεύτερο είναι «σασπένς του πώς». Πώς πέθανε ο νεκρός; Ατύχημα, δολοφονία ή αυτοκτονία;
Και, τώρα που το σκέφτομαι, οι αναγνωστικές προσδοκίες δημιουργούν σασπένς για τις οποίες ο συγγραφέας είναι ανύποπτος, και γι αυτό δεν λύνονται. Ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι ο Easy Rider. Το προσωπικό σασπένς ήταν αν έχουμε την ίδια μηχανή. Εγώ έχω μια τετρακοσάρα χόντα steed. Αυτός; Δεν μας λέει η Ελένη. Αλλά ας μη το χαρακτηρίσουμε κι αυτό αφηγηματικό κενό.
Στο βιβλίο εμφανίζονται πρόσωπα από το προηγούμενο μυθιστόρημά της, όπως η Λόλα Λαμπίρη και η Πέτρα φον Πιέτρη. Δεν είναι πρωτοτυπία της Γκίκα, το έχουν κάνει και άλλοι συγγραφείς, νομίζω ο Ξανθούλης στα πρώτα έργα του, και ο Ερνέστο Σάμπατο, ελάχιστοι πάντως. Α, ναι, θυμήθηκα, και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς.
Μπορεί ένας συγγραφέας να επαναλαμβάνεται, όμως αυτό δεν εμποδίζει να είναι υφολογικά ή αφηγηματικά πρωτότυπος σε σχέση με τους άλλους συγγραφείς. Και η Ελένη έχει μια αφηγηματική πρωτοτυπία που αποζημιώνει για το δύσκολο ύφος της. Δημιουργεί μια retardation, επιβράδυνση, η οποία χρησιμοποιείται συνήθως για αύξηση του σασπένς, που όμως εδώ δεν μπορεί να λειτουργήσει μ’ αυτό τον τρόπο, παρά το σασπένς που ενυπάρχει, καθώς η πλοκή είναι προσχηματική,. Η επιβράδυνση αυτή δημιουργείται με την παρεμβολή σχολίων πάνω σε βιβλία και συγγραφείς. Έτσι το μυθιστόρημα αυτό της Γκίκα αποκτά και μια εγκυκλοπαιδική διάσταση. Οι αγαπημένοι συγγραφείς που σχολιάζει με την περσόνα της Σαβίνας Στεργίου είναι, ανάμεσα στους άλλους, η Σύλβια Πλαθ, ο Αρτούρ Ρεμπώ, ο Ίρβιν Γιάλομ, και φυσικά ο Μπόρχες. Δεν απουσιάζουν και οι Έλληνες, όπως ο Δημήτρης Καρύδας και ο Δημήτρης Μίγγας.
Στο έργο υπάρχουν επίσης στίχοι, όπως και στα προηγούμενα, μόνο που λιγοστεύουν, όπως λιγοστεύουν τα χορικά στον Ευριπίδη. Οι ιδέες μένουν αισθηματικά γυμνές, για να γίνουν πιο ευκρινείς. Ίσως κάποιο επόμενο έργο της να είναι καθαρό δοκίμιο. Τη στροφή αυτή την έχει κάνει άλλωστε η φίλη της η Μάρω Βαμβουνάκη.
Στο προηγούμενο έργο της επισημάναμε το εφέ της επανάληψης. Εδώ απουσιάζει. Υπάρχει όμως ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εφέ, εφέ απαρίθμησης, που εκτείνεται σε κοντά τρεις σελίδες. Είναι διάφορες απαντήσεις στο ερώτημα: Γιατί γράφουμε;
Επιλέγω αυτές που με εκφράζουν.
«Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί… Για να πω κάτι καινούριο… Για να ψυχαγωγήσω και να ευχαριστήσω τον εαυτό μου… Για να καταγράψω τις διάφορες περιόδους που έζησα…» (σελ. 143-145).
Υπάρχει και το «Για να γοητεύσω μια ωραία γυναίκα».
Αυτό εγώ το έκανα με τις ξένες γλώσσες, πριν γράψω το πρώτο μου βιβλίο. Κάθε βδομάδα ξεπέταγα και από μια ξένη γλώσσα, σε επίπεδο «άνευ διδασκάλου» φυσικά. Για να γοητεύσω μια ωραία γυναίκα.
Δεν τα κατάφερα. Έτσι τις παράτησα απογοητευμένος.
Υπάρχει και ένα ανέκδοτο, που θα μπορούσε να το ενσωματώσει η Ελένη σε μια μεταγενέστερη έκδοση.
Το είπε ένας αμερικανός συγγραφέας.
Ο συγγραφέας είναι σαν την πόρνη.
Στην αρχή γράφει γιατί του αρέσει.
Μετά για να ικανοποιήσει τους φίλους του.
Στο τέλος γράφει για τα λεφτά.
Υπάρχει πιο εντυπωσιακό εφέ τέλους από ένα ανέκδοτο; Ας σταματήσουμε εδώ.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 3-7-2008
Με τον «Υγρό Χρόνο» η Ελένη Γκίκα κλίνει την τριλογία που προανήγγειλε στα δυο προηγούμενα έργα της, το «Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς» και το «Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω», βιβλία που έχουμε παρουσιάσει.
Χθες βράδυ στην Άγκυρα έγινε η παρουσίαση του βιβλίου, μαζί με το Maybe του Χρήστου Παπαμιχάλη. Μαζί και εδώ, όπως και στο blog, Alef και Moha. Ο Nuwanda συντόνιζε, η Ντανιέλα διάβασε αποσπάσματα, η Eva stamou μίλησε για τα βιβλία, καθώς βέβαια και οι συγγραφείς. Η κουβεντούλα που ξεκίνησε ανάμεσά τους επεκτάθηκε και στο κοινό.
Ειπώθηκε ότι η Γκίκα παραμένει η ίδια, όπως και στα προηγούμενα έργα της. Ο αντίλογος ήταν ότι όλοι οι συγγραφείς επαναλαμβάνονται. Το έργο τους δεν είναι παρά ένα θέμα με παραλλαγές. Ως αναγνώστης και ως βιβλιοκριτικός μπορώ να επιβεβαιώσω, διαψεύδοντας τον Χάρολντ Μπλουμ, που μιλάει για την αγωνία της επίδρασης. Εδώ δεν υπάρχει καν αγωνία της επανάληψης, πού να υπάρξει η αγωνία της επίδρασης! Ελάχιστοι είναι οι συγγραφείς που ξεφεύγουν, υφολογικά κυρίως, σε πειραματικές αναζητήσεις που συνήθως δεν επαναλαμβάνουν, όπως ο Μάρκες στο «Φθινόπωρο ενός Πατριάρχη», ένα ασθματικό μονόλογο ενός δικτάτορα που δεν λέει να βάλει τελεία.
Η Γκίκα όμως προλαβαίνει την ένσταση και απαντάει μέσα στο βιβλίο:
«Η λογοτεχνία αποτελείται τελικά από έμμονες ιδέες, όπως η θάλασσα από αλμυρό νερό. Και ο καθένας ξέρει ν’ απαντήσει εύκολα μόνο σ’ ένα αίνιγμα, μόνο σ’ ένα γρίφο» (σελ. 83).
Αλλά αν ο συγγραφέας δεν έχει την αγωνία της επανάληψης, ο βιβλιοκριτικός την έχει. Και για να μην κατηγορηθώ ότι επαναλαμβάνω τον εαυτό μου, θα πρωτοτυπήσω κάνοντας νομότυπα copy and paste την παράγραφο όπου αναφέρομαι στο ύφος της Γκίκα, στην προηγούμενη βιβλιοπαρουσίασή μου στο δεύτερο μυθιστόρημα της τριλογίας, το «Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω».
«Τα κείμενά της έχουν το χαρακτήρα του εσωτερικού μονόλογου, με την αποσπασματικότητα και την ελλειπτικότητα που χαρακτηρίζουν τη σκέψη. Με την πυκνότητα του αποφθέγματος και την κρυπτικότητα της σύγχρονης ποίησης, διαθέτουν ελάχιστη «περισσότητα», για να χρησιμοποιήσουμε ένα όρο της σημειωτικής. Δεν γίνεται να υπερπηδήσεις τίποτα, δεν γίνεται να παραλείψεις τίποτα, το μήνυμα αλλοιώνεται, αφού σχεδόν κάθε πρόταση είναι και ένα αυτόνομο μήνυμα. Είναι χαρακτηριστικό το μικρό μέγεθος των περιόδων, όπου συχνά μια και μόνη πρόταση αυτονομείται σε περίοδο».
Τώρα το θυμήθηκα, διαβάζοντας το βιβλίο έγραψα μια παράγραφο για το ύφος, για να την κολλήσω στη βιβλιοπαρουσίαση που θα έγραφα. Και κολλάει γάντι στην παρατήρηση που έκαναν χθες σχεδόν όλοι οι ομιλήσαντες, ότι η Ελένη δεν είναι εύκολη συγγραφέας, ότι μόνο με πολύ μεγάλη προσοχή μπορεί να διαβαστεί.
«Υπάρχουν πολλά μικρά αφηγηματικά κενά που απαιτούν ανάγνωση απερίσπαστη, με τεντωμένες τις κεραίες, και που ο αναγνώστης θα ευχόταν να ήταν λιγότερα. Όμως τότε θα είχε να κάνει με άλλο βιβλίο. Γιατί το ύφος είναι το βιβλίο, και αυτό είναι το ύφος της Γκίκα».
Το ύφος τελικά είναι η ταυτότητα, και ένας συγγραφέας, ως προς το ύφος τουλάχιστον, δεν μπορεί παρά να επαναλαμβάνεται.
Μπορεί ένας συγγραφέας να επαναλαμβάνεται, όμως δεν σημαίνει ότι κάθε επόμενο έργο του έχει βγει με καρμπόν από το προηγούμενο. Επινοεί βελτιώσεις,
προσθέτει καινούρια πράγματα. Γράφω στο προηγούμενο σημείωμα ότι η Γκίκα χρησιμοποιεί την πλοκή προσχηματικά. Αλλά ακόμη και μια προσχηματική πλοκή μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο συναρπαστική. Εδώ, παρά την προσχηματικότητα της πλοκής, η Ελένη βρήκε τον τρόπο να την κάνει πιο ελκυστική. Η αφήγηση ξεκινάει με δυο σασπένς, που αναφέρονται στο ίδιο ζήτημα. Υπάρχει ένας νεκρός. Το πρώτο σασπένς είναι «σαπένς του ποιος». Είναι όντως ο νεκρός ο Άγγελος, ή είναι κάποιος άλλος, όπως διατείνεται η γυναίκα του; Το δεύτερο είναι «σασπένς του πώς». Πώς πέθανε ο νεκρός; Ατύχημα, δολοφονία ή αυτοκτονία;
Και, τώρα που το σκέφτομαι, οι αναγνωστικές προσδοκίες δημιουργούν σασπένς για τις οποίες ο συγγραφέας είναι ανύποπτος, και γι αυτό δεν λύνονται. Ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι ο Easy Rider. Το προσωπικό σασπένς ήταν αν έχουμε την ίδια μηχανή. Εγώ έχω μια τετρακοσάρα χόντα steed. Αυτός; Δεν μας λέει η Ελένη. Αλλά ας μη το χαρακτηρίσουμε κι αυτό αφηγηματικό κενό.
Στο βιβλίο εμφανίζονται πρόσωπα από το προηγούμενο μυθιστόρημά της, όπως η Λόλα Λαμπίρη και η Πέτρα φον Πιέτρη. Δεν είναι πρωτοτυπία της Γκίκα, το έχουν κάνει και άλλοι συγγραφείς, νομίζω ο Ξανθούλης στα πρώτα έργα του, και ο Ερνέστο Σάμπατο, ελάχιστοι πάντως. Α, ναι, θυμήθηκα, και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς.
Μπορεί ένας συγγραφέας να επαναλαμβάνεται, όμως αυτό δεν εμποδίζει να είναι υφολογικά ή αφηγηματικά πρωτότυπος σε σχέση με τους άλλους συγγραφείς. Και η Ελένη έχει μια αφηγηματική πρωτοτυπία που αποζημιώνει για το δύσκολο ύφος της. Δημιουργεί μια retardation, επιβράδυνση, η οποία χρησιμοποιείται συνήθως για αύξηση του σασπένς, που όμως εδώ δεν μπορεί να λειτουργήσει μ’ αυτό τον τρόπο, παρά το σασπένς που ενυπάρχει, καθώς η πλοκή είναι προσχηματική,. Η επιβράδυνση αυτή δημιουργείται με την παρεμβολή σχολίων πάνω σε βιβλία και συγγραφείς. Έτσι το μυθιστόρημα αυτό της Γκίκα αποκτά και μια εγκυκλοπαιδική διάσταση. Οι αγαπημένοι συγγραφείς που σχολιάζει με την περσόνα της Σαβίνας Στεργίου είναι, ανάμεσα στους άλλους, η Σύλβια Πλαθ, ο Αρτούρ Ρεμπώ, ο Ίρβιν Γιάλομ, και φυσικά ο Μπόρχες. Δεν απουσιάζουν και οι Έλληνες, όπως ο Δημήτρης Καρύδας και ο Δημήτρης Μίγγας.
Στο έργο υπάρχουν επίσης στίχοι, όπως και στα προηγούμενα, μόνο που λιγοστεύουν, όπως λιγοστεύουν τα χορικά στον Ευριπίδη. Οι ιδέες μένουν αισθηματικά γυμνές, για να γίνουν πιο ευκρινείς. Ίσως κάποιο επόμενο έργο της να είναι καθαρό δοκίμιο. Τη στροφή αυτή την έχει κάνει άλλωστε η φίλη της η Μάρω Βαμβουνάκη.
Στο προηγούμενο έργο της επισημάναμε το εφέ της επανάληψης. Εδώ απουσιάζει. Υπάρχει όμως ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εφέ, εφέ απαρίθμησης, που εκτείνεται σε κοντά τρεις σελίδες. Είναι διάφορες απαντήσεις στο ερώτημα: Γιατί γράφουμε;
Επιλέγω αυτές που με εκφράζουν.
«Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί… Για να πω κάτι καινούριο… Για να ψυχαγωγήσω και να ευχαριστήσω τον εαυτό μου… Για να καταγράψω τις διάφορες περιόδους που έζησα…» (σελ. 143-145).
Υπάρχει και το «Για να γοητεύσω μια ωραία γυναίκα».
Αυτό εγώ το έκανα με τις ξένες γλώσσες, πριν γράψω το πρώτο μου βιβλίο. Κάθε βδομάδα ξεπέταγα και από μια ξένη γλώσσα, σε επίπεδο «άνευ διδασκάλου» φυσικά. Για να γοητεύσω μια ωραία γυναίκα.
Δεν τα κατάφερα. Έτσι τις παράτησα απογοητευμένος.
Υπάρχει και ένα ανέκδοτο, που θα μπορούσε να το ενσωματώσει η Ελένη σε μια μεταγενέστερη έκδοση.
Το είπε ένας αμερικανός συγγραφέας.
Ο συγγραφέας είναι σαν την πόρνη.
Στην αρχή γράφει γιατί του αρέσει.
Μετά για να ικανοποιήσει τους φίλους του.
Στο τέλος γράφει για τα λεφτά.
Υπάρχει πιο εντυπωσιακό εφέ τέλους από ένα ανέκδοτο; Ας σταματήσουμε εδώ.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 3-7-2008
No comments:
Post a Comment