Ευγενία Φακίνου,
Τυφλόμυγα, Καστανιώτης 1999, σελ. 292
Την Ευγενία Φακίνου τη γνωρίζουμε πολύ καλά. Αρχικά γράψαμε για το σύνολο του μέχρι τότε έργου της, τα πέντε πρώτα μυθιστορήματά της. Στη συνέχεια,
όχι πάντα με τη σειρά της έκδοσης, για τα «Εκατό δρόμοι και μια νύχτα», «Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα», «Έρως, θέρος, πόλεμος», «Οδυσσέας και μπλουζ»
και το «Τραίνο των νεφών». Δεν διαβάσαμε δυο μυθιστορήματα (το «Ποιος
σκότωσε τον Μόμπι Ντικ» και το βραβευμένο με το βραβείο αναγνωστών «Η μέθοδος
της Ορλεάνης») και τη βραβευμένη με κρατικό βραβείο συλλογή διηγημάτων
«Φιλοδοξίες κήπου». Σήμερα γράφουμε για την «Τυφλόμυγα», ένα από τα τέσσερα
μυθιστορήματα που δανείστηκα, εδώ στην Κρήτη, από τον ξάδελφό μου τον Γιώργη
τον Τζανετάκη.
Πριν
λίγες βδομάδες, παρουσιάζοντας το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου, την «Ουρανόπετρα»,
γράφαμε για συγγραφείς που χρησιμοποιούν ίδιους ήρωες σε κάποια μυθιστορήματά
τους. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι εντελώς πρωτότυπο. Η ηρωίδα του έργου
ονειρεύεται ότι έζησε σε μια προηγούμενη ζωή σαν Ιωάννα. Όπως και εκείνη, σαν
διέξοδο όταν νοιώθει ψυχολογικά πιεσμένη, ήδη από παιδί, χρησιμοποιεί τη φυγή. Η
Φακίνου δίνει μάλιστα και μια ένδειξη για το ποια μπορεί να είναι αυτή η Ιωάννα,
λίγο πιο πριν. Διαβάζουμε στην αρχή από το όνειρο της ηρωίδας.
«Μια θάλασσα άλλη από αυτήν που ήξερε πάφλαζε μπροστά της. Μια θάλασσα
ωκεάνια. Μεγάλη, πράσινη, με ασπριδερά κύματα που έσκαγαν πενήντα κι εκατό
μέτρα από την παραλία…» (σελ. 141).
«Η
μεγάλη πράσινη» είναι ο τίτλος του τρίτου της μυθιστορήματος. Ηρωίδα του η
Ιωάννα.
Ένα υφολογικό σχήμα που χρησιμοποιεί η Φακίνου κάμποσες φορές σ’ αυτό
της το μυθιστόρημα είναι το εφέ της απαρίθμησης. Στο παρακάτω απόσπασμα το
χρησιμοποιεί και για να σατιρίσει.
«Στα περιοδικά βάζουν τίποτα τσίτσιδες, ποιος πήδηξε ποιαν ή ποιος
πήδηξε ποιον, το μπαρμπούνι του Θιβέτ που άλλαξε χρώμα από τη μόλυνση ή την
ηθοποιό που πρόσθεσε μαλλιά στη φαλάκρα της, την εικόνα της Παναγίας που
δάκρυσε, το ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη, μόδιστρους στη Μύκονο, τέτοια» (σελ. 247).
Αντιγράφοντας το πρόσεξα: δεν γράφει «ποια πήδηξε ποια». Αυτό δεν είναι
είδηση, με τον ίδιο τρόπο που στο Ισλάμ η ομοφυλοφιλία των γυναικών περνάει
περίπου απαρατήρητη, ενώ των αντρών, με βάση τη σαρία, επισύρει την ποινή του
θανάτου.
Η
Φακίνου «παίζει» με παράξενα ονόματα. Η Απρίλια δεν είναι μοτοσυκλέτα, απλά
γεννήθηκε Απρίλη (ίσως πρωταπριλιά, δεν τσεκάρισα για να μπορώ να επιβεβαιώσω)
και οι γονείς της την βάφτισαν με αυτό το εξωτικό όνομα. Όσο για την κεντρική
ηρωίδα, λέγεται Ανδρέα.
Θυμάμαι που, συμμετέχοντας σε ένα συνέδριο στη Σλοβενία, είχα
επικοινωνία με e-mail με μιαν Ανδρέα. Τότε δεν το ήξερα,
της απευθυνόμουν σαν σε άντρα. Όταν πήγα στο συνέδριο είδα ότι ήταν γυναίκα.
Μου είπε ότι την εξέπληξε που την περνούσα για άντρα. Λύθηκε η παρεξήγηση όταν
της εξήγησα ότι στην Ελλάδα το Ανδρέα είναι όνομα αντρικό. Ήξερε όμως την
ετυμολογία του ονόματός της, από το ανδρείος. Εγώ της εξήγησα ότι αυτό
προέρχεται από το άνδρας.
Ήξερα
βέβαια και τη Λου Ανδρέα Σαλομέ, αλλά πού να πάει το μυαλό μου.
Είπαμε
ότι η Ανδρέα έχει στο τσεπάκι της τη φυγή μόλις δει τα σκούρα. Όσο για τον
Σίμο, αυτός έχει αυτοκτονικές τάσεις. Οι περισσότεροι ήρωες της Φακίνου έχουν
έναν αποκλίνοντα ψυχισμό, πράγμα που πάει χέρι χέρι με την επινοητικότητα στην
πλοκή που τη διακρίνει, και που είναι ίσως η κύρια αρετή των μυθιστορημάτων
της. Και δίπλα σ’ αυτούς υπάρχει και ο γνήσια σαλεμένος περιθωριακός. Εδώ για
την ακρίβεια είναι γυναίκα, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι περιθωριακοί ήρωές
της (χαρακτηριστική η συμμορία της Κόκκινης Λέλας στο «Η Μερόπη ήταν το
πρόσχημα»), η γυναίκα- γάτα, που ταΐζει όλες τις αδέσποτες γάτες και βοηθάει την
Ανδρέα στην τελευταία της φυγή. Στο πλάι της βρίσκεται και μιαν άλλη
περιθωριακή, η Σαμάνθα, για να μας εξηγήσει ποια ακριβώς είναι η γυναίκα-γάτα.
Διαβάζουμε:
«Ήταν σ’ όλους γνωστό ότι την είχε γνωρίσει μαθήτρια Λυκείου ακόμα, ενώ
αυτός έκανε περιοδεία στην επαρχία ως σχολικός σύμβουλος. Δεν τον πτόησε η
μεγάλη διαφορά ηλικίας, είχε πάντα εμπιστοσύνη στη γοητεία του… Δώδεκα χρόνια
μετά το γάμο τους, η Ελένη πλησίαζε τα τριάντα κι ο Αλέξης τα σαράντα οχτώ…»
(σελ. 157).
Υπάρχουν
αρκετές απιθανότητες σ’ αυτό, εκτός και αν η Φακίνου έχει υπόψη της κάποιο
πραγματικό περιστατικό. Είναι γνωστό ότι στην πραγματικότητα συμβαίνουν συχνά
τόσο απίθανα πράγματα που αδυνατεί να τα συλλάβει και η πιο τολμηρή φαντασία.
Υπήρξα σχολικός σύμβουλος και ξέρω ότι ο σχολικός σύμβουλος έρχεται σε επαφή
με τους συναδέλφους, όχι με τους μαθητές. Αυτούς θα τους δει μια φορά, σε καμιά
δειγματική διδασκαλία. Ο Αλέξης θα πρέπει να ήταν φοβερά μουρντάρης για να τη
δει μια ώρα, άντε ένα δίωρο, να προλάβει να της τα ρίξει και αυτή να
ανταποκριθεί.
Αν
δώδεκα χρόνια μετά το γάμο τους αυτός πλησίαζε τα σαράντα οκτώ, αυτό σημαίνει
ότι όταν γνωρίστηκαν αυτός πλησίαζε τα τριάντα έξι. Τώρα έχουμε και λέμε: ήταν
φοβερός φοιτητής, σαν κι εμένα, και τέλειωσε στην τετραετία τις σπουδές του,
δηλαδή στα είκοσι δύο του. Τώρα έχουμε και δυο χρόνια στρατό, δηλαδή
εικοσιτέσσερα. Έχει και μια τρομερή τύχη, για να μην το πούμε αλλιώς, σε χαμηλό
υφολογικό επίπεδο, και με το που τελειώνει τον στρατό διορίζεται, δηλαδή στα
εικοσιπέντε. Τώρα φαντάζομαι ότι την εποχή εκείνη δεν ήταν τα πράγματα διαφορετικά
από ότι στην εποχή μου, όπου για τρεις συνεχείς προκηρύξεις θέσεων για
σχολικούς συμβούλους το προαπαιτούμενο ήταν μια δεκαετής διδασκαλία μέσα στην
τάξη, δηλαδή θα έπρεπε να γίνει τριάντα πέντε χρονών πριν μπορέσει να κάνει
αίτηση. Τώρα, είναι δυνατόν με το που έκλισε την προαπαιτούμενη υπηρεσία να προκηρύχθηκαν
και οι θέσεις, που ποτέ δεν γίνονται ακριβώς μετά από μια τετραετία που είναι η
θητεία, αλλά λίγους μήνες αργότερα; Και με τι προσόντα πήρε τη θέση;
Μεταπτυχιακό ή διδακτορικό αποκλείεται να είχε κάνει, θα ήταν χαζός να μην
πάρει τα δύο ή τρία χρόνια εκπαιδευτικής άδειας που δικαιούνταν, όπως τα πήρα
εγώ, αλλά τότε θα του έλειπαν δυο ή τρία χρόνια διδασκαλίας μέσα στην τάξη. Εξάλλου
η Φακίνου δεν αναφέρει τίποτα τέτοιο. Η μόνη περίπτωση είναι να είχε πατέρα
βουλευτή. Το λέω αυτό γιατί στο σχολείο που υπηρέτησα μετά την επιστροφή μου
από το νησί διορισμού μου, την Κάσο, ήταν σχολικός σύμβουλος ένας δικός μου
καθηγητής, γιος ενός βουλευτή. Χωρίς διδακτορικά και μεταπτυχιακά, εννοείται.
Να μην αποκαλύψω ποιας ειδικότητας, πάντως δεν ήταν φιλόλογος για να τον έχω
εγώ σχολικό σύμβουλο.
Για πρώτη φορά ένοιωσα, σαν άντρας αναγνώστης, μια αμηχανία με την
πλοκή. Η Ανδρέα παρατάει σύξυλο τον αρραβωνιαστικό της για να τα φτιάξει με το
Σίμο, τον οποίο παντρεύτηκε στη συνέχεια. Όταν ο Σίμος τα φτιάχνει με ένα
μοντέλο του, δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι πληρώθηκε με το ίδιο νόμισμα. Της
πέρασε άραγε από το μυαλό ότι όπως ένοιωσε αυτή όταν το ανακάλυψε, κάπως έτσι
πρέπει να ένοιωσε και ο αρραβωνιαστικός της τότε; Το ότι ήταν απλώς
αρραβωνιασμένοι και όχι παντρεμένοι, όταν μιλάμε για έρωτα, δεν έχει καμιά
διαφορά.
Όταν
το ανακάλυψε το έσκασε, αλλά επέστρεψε. Και επειδή διαπίστωσε ότι αυτά τα
ξενοπηδήματα αποτελούσαν μια θεραπεία για τον άντρα της όταν, στερημένος από
έμπνευση, έφτανε στα όρια της αυτοκτονίας, φρόντιζε η ίδια να του πλασάρει, με
έμμεσο τρόπο, κοπέλες, μαθήτριές του στη σχολή που δίδασκε παλιά. Όμως αυτός με
την Απρίλια δεν τσίμπησε, αποφάσισε να δείξει δύναμη χαρακτήρα, και ας ήταν αυτή
πιο όμορφη από τις δυο προηγούμενες που η γυναίκα του φρόντισε να του ρίξει
πλάι του. Όταν όμως βρέθηκαν διακοπές στο νησί με το άλλο φιλικό ζευγάρι του
φίλου που τους φιλοξενούσε, και η Ελένη του την έπεσε κανονικά και αυτός
ανταποκρίθηκε, αυτή διαλύθηκε ψυχολογικά. Το ξαναέσκασε. Όμως επέστρεψε.
Τον αγαπούσε τόσο ή φοβόταν τη μοναξιά; Η Φακίνου δεν μας λέει. Στην
πραγματικότητα, σε παρόμοιες περιπτώσεις υπάρχουν και τα δυο, ο έρωτας και ο
φόβος της μοναξιάς, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις βαραίνει περισσότερο ο έρωτας ενώ
σε κάποιες άλλες ο φόβος της μοναξιάς. Και αν και η ιστορία με τον σχολικό
σύμβουλο μου φαίνεται σαν εξαιρετικά απίθανη, η συγχώρεση του άπιστου είναι
αυτό που συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις.
Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις που ο σύζυγος ή η σύζυγος την κάνουν
κανονικά, με τον γκόμενο ή την γκόμενα. Αλήθεια, τι θα έκανε η Ανδρέα αν ο
Σίμος την παρατούσε για την Ελένη; Όταν θα ήταν αυτός που θα έφευγε και όχι
αυτή; Θα τον ικέτευε να επιστρέψει, ή τι;
Μπορεί κάποιοι να τα βολεύουν για καιρό, και τη γκόμενα και τη γυναίκα,
αλλά συνήθως αποκαλύπτονται στο τέλος, και τότε καλούνται να επιλέξουν, ή τη
γκόμενα ή τη γυναίκα. Στην περίπτωση
βέβαια που δεν τους παρατήσει η γυναίκα, αρνούμενη να συγχωρήσει τον άπιστο.
Η
απόλυτη ευτυχία δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει, για έναν απλούστατο λόγο: Δεν
μπορείς να έχεις «και την πίτα γερή και το σκύλο χορτάτο» (σελ. 271). Ή όπως το
λένε οι ηθολόγοι, υπάρχει πάντα η πίσω όψη (του καθρέφτη, αναφέρομαι στον
Κόνραντ Λόρεντς), οι δυσλειτουργικές πλευρές μιας κατάστασης. Και οι
δευτερογενείς προσαρμογές δεν είναι πάντα εύκολες ή απόλυτες.
No comments:
Post a Comment