Ελένη Στασινού, Ο χορός των κρυστάλλων, Χίλων 2014, σελ. 677
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα συναρπαστικό ιστορικό μυθιστόρημα με την πλοκή του να
τοποθετείται στη Σικελία στο τέλος του 19ου αιώνα
Μετά τη «Γυναίκα των Δελφών» η Ελένη Στασινού μας δίνει ένα
ακόμη συναρπαστικό ιστορικό μυθιστόρημα, τον «Χορό των Κρυστάλλων». Όμως το
στόρι δεν τοποθετείται πια στον ελλαδικό χώρο αλλά σε ένα πάλαι ποτέ ελληνικό
χώρο, τη Σικελία, στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο τοκετός κράτησε κάπου τέσσερα χρόνια, όμως έδωσε ένα
υπέροχο μωρό. Προϊόν μιας πολύχρονης έρευνας, δίνει με ακρίβεια τα ιστορικά
στοιχεία που αποτελούν το φόντο της ιστορίας μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωές
της.
Και εδώ έχουμε πάλι το ιψενικό τρίγωνο, «μια γυναίκα δύο
άντρες» (αλήθεια, το «κομπολόι δίχως άντρες» δεν μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω
σαν μεταφορά), οι οποίοι αγωνίζονται για την καρδιά της Ροζαλίας, μέσα στην
οποία έχουν μπει και οι δυο. Όμως ένας τελικά θα παραμείνει. Ο άλλος, θύμα μιας
ταλαιπωρημένης παιδικής ηλικίας και όργανο ενός στρατού που έχει σκορπίσει το
θάνατο, αλλά και θύμα ενός προαιώνιου φαλλοκρατισμού που αυξάνει σε βαθμό
επικίνδυνο τα αισθήματα της ζήλειας, θα τη χάσει τελικά. Λίγο πριν ξεψυχήσει θα
της ψιθυρίσει: «Να ’ξερες μόνο πόσο σ’ αγάπησα». Δεν θα τις ακούσει αυτές τις
λέξεις, θα τις μαντέψει από την κίνηση των χειλιών του. Όχι, δεν ήταν κακός,
ήταν απλά τραγικός.
Ο πατέρας είναι ένας προοδευτικός φεουδάρχης που έδωσε τη γη
του στους κολίγους του, ένας Λαμπεντούζα. Η Ροζαλία δεν γνώρισε μητέρα, πέθανε
στη γέννα, και μεγαλώνει σαν σε γυάλα με τις φροντίδες μιας καλής γυναίκας, της
Μανταλένας. Σε εκείνη την πουριτανική εποχή η καταπίεση της σεξουαλικότητας της
γυναίκας την οδηγούσε στην υστερία. Και ο Φρόιντ με τη μελέτη της υστερίας
ξεκίνησε ως ψυχίατρος.
«Εδώ, σε αυτά τα άμοιρα πλάσματα, ακόμη και όταν η φούντωση
έμοιαζε με τρέλα, ακόμα κι αν ήθελαν να γευτούν με αθώα βουλιμία αυτή την
πανδαισία σικελικών οσμών που ξεσήκωνε τις ακατανόητες επιθυμίες τους, θα
έπρεπε πρώτα να αποφασίσουν ότι, μετά από αυτό, θα άξιζαν κάθε είδος εγκόσμιας
ή επουράνιας τιμωρίας. Έτσι, αποφασισμένα να ξεχάσουν και κλειδαμπαρώνοντας
πορτοπαράθυρα, γυμνωμένα θα περιφέρονται αλλόφρονα κάτω από τη βαριά κυριαρχία
της άνοιξης. Μετά, κουρασμένα και αγιάτρευτα καθώς πρώτα, θα κυλιόνταν στο στρώμα
τους, με τα μάτια καρφωμένα στην εικόνα του Χριστού. «Έχω το δαίμονα μέσα μου»,
θα αποφάσιζαν. Και θα λύνονταν σε δάκρυα» (σελ. 136).
Το υστερικό σύμπτωμα που καταλαμβάνει την Ροζαλία είναι να
υπνοβατεί γυμνή πάνω στα πιο επικίνδυνα σημεία του πύργου τους. Τότε είναι που
τη βλέπει ο αντιστράτηγος Ρομέο Λομπάρντι, μια μαγική οπτασία, και την
ερωτεύεται τρελά. Είναι ωραίος, και αυτή θα τον ερωτευθεί, και με τη
συγκατάθεση του πατέρα της μετά από κάμποσο καιρό θα αρραβωνιαστούν.
Όμως ο Λομπάρντι είναι η τρίτη γωνία του ιψενικού τριγώνου.
Έχει προηγηθεί ο Βιτόριο, ο γιος του πεταλωτή, τον οποίο ο πατέρας της Ροζαλίας
πήρε υπό την προστασία του και τον έστειλε να σπουδάσει. Αυτός, μορφωμένος πια,
ήταν αναπόφευκτο να ριζοσπαστικοποιηθεί. Επιστρέφει στον τόπο του σαν ένα από
τα στελέχη των Δεσμών, επαναστατικών ενώσεων της εποχής. Και φυσικά θα
διεκδικήσει τη Ροζαλία.
Η Ροζαλία, σαν άλλος Σιντάρτα, θα ξεμυτίσει από τον Πύργο
της και θα δει για πρώτη φορά τη δυστυχία και την καταπίεση που υποφέρει ο
απλός κόσμος. Στη συνέχεια το μυθιστόρημα προχωρεί σαν Bildungsroman, με τη Ροζαλία να
ριζοσπαστικοποιείται όλο και περισσότερο, πράγμα που την φέρνει ακόμα πιο κοντά
στον Βιτόριο. Όταν όμως τον βλέπει στην αγκαλιά μιας συντρόφισσάς του με την
οποία όμως δεν ήταν ερωτευμένος αλλά είχαν μια ελευθεριακή σχέση, της μόδας
τότε στους κύκλους των επαναστατών, θα ζηλέψει αφάνταστα. Όταν παύει να
εμφανίζεται στα βδομαδιάτικα ραντεβού τους είναι πια σίγουρη. Τότε απελπισμένα
ζητά να επισπευτεί ο γάμος της με τον Λομπάρντι, ο οποίος όμως την είχε δει να
φιλιέται με τον Βιτόριο. Έχοντας τα δικά του σεξουαλικά απωθημένα θα της φερθεί
με βιαιότητα την πρώτη νύχτα του γάμου, αλλά και τις τρεις επόμενες, βιάζοντάς
τη κυριολεκτικά. Τότε είναι που θα την χάσει οριστικά.
Αλλά ας πάμε λίγο και στο φόντο. Σε όλα τα καθεστώτα οι
ισχυροί επιπλέουν. Η μοίρα των χωρικών δεν άλλαξε με την ενοποίηση της Ιταλίας,
απεναντίας έγινε χειρότερη. Τριάντα περίπου χρόνια αργότερα η εξέγερσή τους σε
ένα χωριό κοντά στο Παλέρμο πνίγεται στο αίμα. Την ίδια μοίρα δεν είχαν άλλωστε
και οι Θεσσαλοί αγρότες μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, που οδήγησε επίσης
τρεις δεκαετίες αργότερα στο αιματοκύλισμα του Κιλελέρ;
Όσο και να βολεύονται με την καινούρια τάξη πραγμάτων οι
ισχυροί συνήθως δεν ρισκάρουν, προτιμούν το status quo. Και στη Σάμο υπήρξε η ίδια κατάσταση, από τη μια μεριά οι
ενωτικοί και από την άλλη οι ανθενωτικοί. Ο εθνικισμός όμως που άρχισε να
φουντώνει τον 19ο αιώνα δεν άφηνε περιθώρια υπερίσχυσης των
ανθενωτικών.
Όμως δεν τοποθετείται το μυθιστόρημα στον 19ο
αιώνα μόνο ως προς το στόρι, αλλά και ως προς την πλοκή. Η απιθανότητα των
επεισοδίων με τις φοβερές συμπτώσεις θυμίζει τους «Άθλιους». Ο Βιτόριο είναι
περίπου ένα διπλότυπο του Πιπ, («Μεγάλες Προσδοκίες») που από φτωχόπαιδο
αποκτάει μια σημαντική μόρφωση με την οικονομική αρωγή ενός πλούσιου προστάτη,
ενώ η ιστορία του Χέρο θυμίζει λίγο και την ιστορία του Όλιβερ Τουίστ. Η μητέρα
του, ερχόμενη σε σεξουαλική σχέση με τον Λομπάρντι όταν αυτός την έσωσε από τα
χέρια των στρατιωτών του, θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει αργότερα το γιο που
συνέλαβε. Θα τον αφήσει υπό την προστασία της καλής κυρίας που την περιέθαλψε,
μαζί με ένα μενταγιόν. Με βάση αυτό το μενταγιόν θα γίνει και η αναγνώριση,
όπως και στον Όλιβερ Τουίστ: εκεί από τον παππού του, εδώ από την μητέρα του.
Αλλά και υφολογικά το στόρι παραπέμπει στον 19ο
αιώνα. Ο ύστερος εικοστός αιώνας εγκαταλείπει τις γλωσσικές εμμονές του
μοντερνισμού των αρχών του προς μια πιο διαυγή γραφή, σαν αυτή των ρεαλιστών
του 19ου αιώνα, κάτι που έγινε και στη μουσική, που με τον
νεοκλασικισμό εγκαταλείφθηκαν από πολλούς οι πειραματισμοί με την ατονικότητα
και την αλεατορική μουσική. Η Στασινού υποχωρεί ως προς την ποιητικότητα της
γραφής της που χαρακτηρίζει τα προηγούμενα έργα της σε μια πιο ρεαλιστική γραφή,
ακολουθώντας το ίδιο μονοπάτι που ακολούθησε και η Ρέα Γαλανάκη μετά το «Βίος
και πολιτεία του Ισμαήλ Φερίκ πασά».
Πριν παραθέσουμε τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που
εντοπίσαμε όπως το συνηθίζουμε, να σημειώσουμε ένα ξεχωριστό υφολογικό
στοιχείο, ένα εφέ επανάληψης που συναντήσαμε κάμποσες φορές, με τις πρώτες
λέξεις να είναι ίδιες σε συνεχόμενες προτάσεις, όπως παρακάτω:
«Αυτήν, που δίπλα…
Αυτήν, που από…
Αυτήν, που στου…
Αυτήν, που στης…
Αυτήν, που της…» (σελ. 674).
Για τις χαρές του σώματος που θα αποστερούνταν (σελ. 305)
Τα μάρμαρα που βρίσκονταν στην αρχική τους λάμψη (σελ. 353)
Στο γάμο όμως της Μόνικα δεν είδα κάτι τέτοιο (σελ. 389)
Ήσουν τόσο ανώριμη και τόσο οργισμένη (σελ. 469)
Ο φόβος ο προσωπικός που όπλισε τα χέρια (σελ. 489)
Απόψε θα ξαπλώσουμε σε δροσερό χορτάρι (σελ. 553)
Και ήπιαν βρώμικο νερό στα παγωμένα τάσια (σελ. 568)
Αίμα από το αίμα της. Πνοή απ’ την πνοή της (σελ. 669)
Εξαιρετικό και αυτό το μυθιστόρημα της Ελένης, της ευχόμαστε
και από αυτές τις γραμμές να είναι καλοτάξιδο, και όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
2 comments:
Ευχαριστώ πολύ Μπάμπη μου για την ομορφη σου ανάλυση-προσέγγιση. Ευχαριστώ για τον χρόνο σου και τις ευχές σου!
Ελένη μου, άντε με το καλό να διαβάσουμε και τον Λάλα.
Post a Comment